Tην ιδέα για την ανέγερση του Παρθεναγωγείου Βάμου είχε ο Σάββας Πασάς. Ο Νομός Σφακίων είχε τις επαρχίες Αποκορώνου, Σφακίων και Αγίου Βασιλείου (σήμερα ανήκει στο Νομό Ρεθύμνου).
Ο Σάββας Πασάς ήταν Έλληνας από τα Γιάννενα και το πραγματικό όνομά του ήταν Σάββας (επώνυμο) Ιωάννης. Ήταν πολιτικός μηχανικός και γιατρός.
Σαν Έλληνας, από καταγωγή, πίστευε ότι οι Τούρκοι από την Κρήτη δεν θα φύγουν με τα άρματα αλλά με τα γράμματα. Έτσι αποφάσισε να φτιάξει ένα σχολείο από όπου θα αποφοιτούν δασκάλες οι οποίες θα μετέδιδαν τη γνώση και τα ιδανικά της ελευθερίας στους σκλάβους Κρητικούς (παιδιά κ.λ.π.).
Στο σχολείο αυτό φοιτούσαν κόρες γνωστών εκείνης της εποχής (λόγιοι, επαναστάτες, οπλαρχηγοί κ.λ.π.) για να έχουν οι διδασκαλίες τους επιρροή στους υπόδουλους Κρητικούς.
Η ανέγερση του σχολείου αυτού το οποίο είχε τον τίτλο <<Ανώτερο Παρθεναγωγείο Θηλέων>> άρχισε στις αρχές της δεκαετίας του 1880.
Χρειάστηκε πολύς χρόνος για να αποπερατωθεί διότι αφ' ενός ήταν κτισμένο όλο με τα χέρια από πηλό λάσπης (χώμα, ασβέστης, πέτρα). Γι' αυτό τα θεμέλια και οι βάσεις των τοίχων του είναι πάχους 1,30 μέτρα για να αντέχουν το βάρος των υψηλών τοίχων (υπόγειο, ισόγειο, όροφος). Οι μάστορες δούλευαν σε δύο σκαλωσιές, αντικριστά, (μέσα και έξω) και έπρεπε να είναι το ίδιο τεχνίτες και κυρίως το ίδιο γρήγοροι. Κατά το χρόνο ανέγερσης του κτιρίου του Παρθεναγωγείου οι Τούρκοι του Βάμου και όχι μόνο <<κάρφωσαν>> τον Σάββα Πασά στον Σουλτάνο ότι φτιάχνει σχολείο για τους γκιαούρηδες και δεν φτιάχνει Τζαμί για τους Τούρκους.
Εκλήθη λοιπόν στην Κων/πολη από τον Σουλτάνο να δώσει λόγο. Πήγε και υποσχέθηκε στο Σουλτάνο ότι θα κτίσει και Τζαμί, μιας που όπως είπε το ΄χε σχέδιο, αλλά παρουσιαζόταν δυσκολία τόσο στο να βρει μαστόρους όσο και στο ύψος, για λόγους τεχνικών δυσκολιών.
Γυρνώντας βρίσκει τους μαστόρους που έκτιζαν το (Παρθεναγωγείο) και τους είπε όσα συμφώνησε με τον Σουλτάνο. Θα πρέπει λοιπόν να αρχίσουν παράλληλα το κτίσιμο του Τζαμιού.
Εκεί όμως προέκυψε οικονομικό θέμα. Ο μαστόροι Έλληνες που έκτιζαν το <<Παρθεναγωγείο>> έπαιρναν μεροκάματο 10 λεπτά, γιατί ήταν σχολείο για Έλληνες. Έτσι ζήτησαν μεροκάματο 15 λεπτά για το Τούρκικο Τζαμί. Υπήρχε πλέον ο κίνδυνος να μην προχωρήσουν οι εργασίες ανέγερσης και να μην τελειώσει το <<Παρθεναγωγείο>>.
Βρέθηκε λοιπόν η χρυσή τομή καθώς έγινε διαπραγμάτευση του μεροκάματου και συμφώνησαν η τιμή του να είναι 12 λεπτά την ημέρα και για τα δύο έργα, <<Παρθεναγωγείο και Τζαμί>>. Άρχισε ταυτόχρονα να χτίζεται και το Τζαμί στη θέση όπου σήμερα είναι το υπό ανέγερση Πολιτιστικό Κέντρο (δωρεά οικοπέδου από την οικογένεια Δημητρίου Λαμπράκη). Η θέση αυτή και η γύρω περιοχή μέχρι και σήμερα αναφέρεται στα συμβόλαια <<Τζαμιλίκια>>.
Τα κτίσματα αποπερατώθηκαν και το <<Παρθεναγωγείο>> άρχισε να λειτουργεί το 1886 με την επωνυμία <<Ανώτερο Παρθεναγωγείο Θηλέων>>. Μόρφωνε δασκάλες και αυτές με την σειρά τους μαθητές δημοτικού του υπόδουλου έθνους.
Λειτούργησε μέχρι το 1896 (10 χρόνια) οπότε και κάηκε από τους επαναστάτες κατά την πολιορκία του Βάμου 5-18 Μαΐου. Τότε ανατινάχθηκε και το τζαμί των Τούρκων. Από το 1896 μέχρι το 1928 έμεινε στην κατάσταση που το άφησε η πολιορκία του Βάμου (κατεστραμμένο) οπότε ο Βενιζέλος που έγινε κυβερνήτης της Ελλάδας θέλησε να το αποκαταστήσει για να χρησιμοποιηθεί σαν κτίριο όπου θα στεγάζονταν δημόσιες υπηρεσίες που λειτουργούσαν στο Βάμο.
Έγιναν πολλές επεμβάσεις αποκατάστασης (τοίχοι, σενάζια, σκεπάστηκε με γαλλικά κεραμίδια) όμως ο Βενιζέλος το 1932 έχασε τι εκλογές και σταμάτησε η προσπάθεια αποκατάστασης.
Παρέμεινε σε ημιτελή κατάσταση μέχρι το 1941 οπότε τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες τους (χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων, μοτοσικλετών, πολεμικών οχημάτων, συνεργείων) άρχισαν να το σκεπάζουν περιστασιακά όπου χρειαζόταν, αλλά και οι ντόπιοι ξεσκέπαζαν ανάλογα με τις δικές τους ανάγκες.
Έτσι μετατράπηκε πάλι σε κουφάρι εγκαταλελειμμένο και το χειρότερο σε χώρο απορριμμάτων μέχρι και ψόφιων μικρών οικιακών ζώων.
Το 1983 όταν ανέλαβα πρόεδρος της κοινότητας Βάμου, πρώτη μου σκέψη, μέσα στις άλλες, ήταν η αποκατάσταση – αναπαλαίωση του Παρθεναγωγείου.
Την σκέψη μου και τις προσπάθειές μου υιοθέτησε και βοήθησε αποτελεσματικά η προϊσταμένη τότε της Τ.Υ.Δ.Κ. ( Τεχνική Υπηρεσία Δήμων και Κοινοτήτων) αρχιτέκτων κ. Αιμιλία Κλάδου.
Έτσι το έργο της αποκατάστασης εντάχθηκε στα προγράμματα Μ.Ο.Π. (Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα) μέσα από τα οποία ολοκληρώθηκε και βρίσκεται σήμερα όπως υπάρχει και λειτουργεί σαν Δημοτικός Ξενώνας, με σήμα του Ε.Ο.Τ. από το 1996.
Ο Σάββας Πασάς ήταν Έλληνας από τα Γιάννενα και το πραγματικό όνομά του ήταν Σάββας (επώνυμο) Ιωάννης. Ήταν πολιτικός μηχανικός και γιατρός.
Σαν Έλληνας, από καταγωγή, πίστευε ότι οι Τούρκοι από την Κρήτη δεν θα φύγουν με τα άρματα αλλά με τα γράμματα. Έτσι αποφάσισε να φτιάξει ένα σχολείο από όπου θα αποφοιτούν δασκάλες οι οποίες θα μετέδιδαν τη γνώση και τα ιδανικά της ελευθερίας στους σκλάβους Κρητικούς (παιδιά κ.λ.π.).
Στο σχολείο αυτό φοιτούσαν κόρες γνωστών εκείνης της εποχής (λόγιοι, επαναστάτες, οπλαρχηγοί κ.λ.π.) για να έχουν οι διδασκαλίες τους επιρροή στους υπόδουλους Κρητικούς.
Η ανέγερση του σχολείου αυτού το οποίο είχε τον τίτλο <<Ανώτερο Παρθεναγωγείο Θηλέων>> άρχισε στις αρχές της δεκαετίας του 1880.
Χρειάστηκε πολύς χρόνος για να αποπερατωθεί διότι αφ' ενός ήταν κτισμένο όλο με τα χέρια από πηλό λάσπης (χώμα, ασβέστης, πέτρα). Γι' αυτό τα θεμέλια και οι βάσεις των τοίχων του είναι πάχους 1,30 μέτρα για να αντέχουν το βάρος των υψηλών τοίχων (υπόγειο, ισόγειο, όροφος). Οι μάστορες δούλευαν σε δύο σκαλωσιές, αντικριστά, (μέσα και έξω) και έπρεπε να είναι το ίδιο τεχνίτες και κυρίως το ίδιο γρήγοροι. Κατά το χρόνο ανέγερσης του κτιρίου του Παρθεναγωγείου οι Τούρκοι του Βάμου και όχι μόνο <<κάρφωσαν>> τον Σάββα Πασά στον Σουλτάνο ότι φτιάχνει σχολείο για τους γκιαούρηδες και δεν φτιάχνει Τζαμί για τους Τούρκους.
Εκλήθη λοιπόν στην Κων/πολη από τον Σουλτάνο να δώσει λόγο. Πήγε και υποσχέθηκε στο Σουλτάνο ότι θα κτίσει και Τζαμί, μιας που όπως είπε το ΄χε σχέδιο, αλλά παρουσιαζόταν δυσκολία τόσο στο να βρει μαστόρους όσο και στο ύψος, για λόγους τεχνικών δυσκολιών.
Γυρνώντας βρίσκει τους μαστόρους που έκτιζαν το (Παρθεναγωγείο) και τους είπε όσα συμφώνησε με τον Σουλτάνο. Θα πρέπει λοιπόν να αρχίσουν παράλληλα το κτίσιμο του Τζαμιού.
Εκεί όμως προέκυψε οικονομικό θέμα. Ο μαστόροι Έλληνες που έκτιζαν το <<Παρθεναγωγείο>> έπαιρναν μεροκάματο 10 λεπτά, γιατί ήταν σχολείο για Έλληνες. Έτσι ζήτησαν μεροκάματο 15 λεπτά για το Τούρκικο Τζαμί. Υπήρχε πλέον ο κίνδυνος να μην προχωρήσουν οι εργασίες ανέγερσης και να μην τελειώσει το <<Παρθεναγωγείο>>.
Βρέθηκε λοιπόν η χρυσή τομή καθώς έγινε διαπραγμάτευση του μεροκάματου και συμφώνησαν η τιμή του να είναι 12 λεπτά την ημέρα και για τα δύο έργα, <<Παρθεναγωγείο και Τζαμί>>. Άρχισε ταυτόχρονα να χτίζεται και το Τζαμί στη θέση όπου σήμερα είναι το υπό ανέγερση Πολιτιστικό Κέντρο (δωρεά οικοπέδου από την οικογένεια Δημητρίου Λαμπράκη). Η θέση αυτή και η γύρω περιοχή μέχρι και σήμερα αναφέρεται στα συμβόλαια <<Τζαμιλίκια>>.
Τα κτίσματα αποπερατώθηκαν και το <<Παρθεναγωγείο>> άρχισε να λειτουργεί το 1886 με την επωνυμία <<Ανώτερο Παρθεναγωγείο Θηλέων>>. Μόρφωνε δασκάλες και αυτές με την σειρά τους μαθητές δημοτικού του υπόδουλου έθνους.
Λειτούργησε μέχρι το 1896 (10 χρόνια) οπότε και κάηκε από τους επαναστάτες κατά την πολιορκία του Βάμου 5-18 Μαΐου. Τότε ανατινάχθηκε και το τζαμί των Τούρκων. Από το 1896 μέχρι το 1928 έμεινε στην κατάσταση που το άφησε η πολιορκία του Βάμου (κατεστραμμένο) οπότε ο Βενιζέλος που έγινε κυβερνήτης της Ελλάδας θέλησε να το αποκαταστήσει για να χρησιμοποιηθεί σαν κτίριο όπου θα στεγάζονταν δημόσιες υπηρεσίες που λειτουργούσαν στο Βάμο.
Έγιναν πολλές επεμβάσεις αποκατάστασης (τοίχοι, σενάζια, σκεπάστηκε με γαλλικά κεραμίδια) όμως ο Βενιζέλος το 1932 έχασε τι εκλογές και σταμάτησε η προσπάθεια αποκατάστασης.
Παρέμεινε σε ημιτελή κατάσταση μέχρι το 1941 οπότε τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες τους (χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων, μοτοσικλετών, πολεμικών οχημάτων, συνεργείων) άρχισαν να το σκεπάζουν περιστασιακά όπου χρειαζόταν, αλλά και οι ντόπιοι ξεσκέπαζαν ανάλογα με τις δικές τους ανάγκες.
Έτσι μετατράπηκε πάλι σε κουφάρι εγκαταλελειμμένο και το χειρότερο σε χώρο απορριμμάτων μέχρι και ψόφιων μικρών οικιακών ζώων.
Το 1983 όταν ανέλαβα πρόεδρος της κοινότητας Βάμου, πρώτη μου σκέψη, μέσα στις άλλες, ήταν η αποκατάσταση – αναπαλαίωση του Παρθεναγωγείου.
Την σκέψη μου και τις προσπάθειές μου υιοθέτησε και βοήθησε αποτελεσματικά η προϊσταμένη τότε της Τ.Υ.Δ.Κ. ( Τεχνική Υπηρεσία Δήμων και Κοινοτήτων) αρχιτέκτων κ. Αιμιλία Κλάδου.
Έτσι το έργο της αποκατάστασης εντάχθηκε στα προγράμματα Μ.Ο.Π. (Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα) μέσα από τα οποία ολοκληρώθηκε και βρίσκεται σήμερα όπως υπάρχει και λειτουργεί σαν Δημοτικός Ξενώνας, με σήμα του Ε.Ο.Τ. από το 1996.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου