Ο βιωματικός χρόνος - μέρος πρώτο
Θέλω να ταλαιπωρήσω τη σκέψη μου αναμετρώντας την με το χρόνο. Δεν εννοώ βεβαίως τον αντικειμενικό χρόνο με τη θεωρητική υπόσταση και τις φιλοσοφικές του προεκτάσεις. Εδώ θέλω ν’ ασχοληθώ με κάτι πιο άμεσο, πιο χειροπιαστό, μα αρκετές φορές και πιο οδυνηρό. Τον προσωπικό μου χρόνο, το χρόνο της δικής μου διαδρομής. Να περιγράψω - εν ολίγοις – πώς τον αντιμετώπισα από τη στιγμή που συνειδητοποίησα την ύπαρξή μου στη ζωή μέχρι τώρα που διανύω την τελευταία φάση της. Με το χρόνο είχα σχεδόν πάντα μια διαφορά φάσης. Πότε εγώ ασθμαίνοντας τον κυνηγούσα, πότε αυτός απειλητικά με καταδίωκε. Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις - κι αυτές μικρής διάρκειας – που συμβαδίζαμε ταιριασμένα και σε φάση.
Μικρός κυνηγούσα το χρόνο, με τη μόνιμη έγνοια να μεγαλώσω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Να γίνω συμμέτοχος σε μια σειρά δραστηριότητες, που ζήλευα και ήταν για μένα απαγορευμένες από τους μεγαλύτερους με την καθησυχαστική προτροπή
« Δεν μπορείς τώρα! Θα τα κάνεις όταν μεγαλώσεις!»
Η απαγόρευση αυτή αντί να με καθησυχάζει, με πείσμωνε περισσότερο.
Ενώ ο χρόνος δεν βιαζόταν και είχε το δικό του ρυθμό, βιαζόμουν εγώ. Ένα αδιάκοπο τρέξιμο να προλάβω, αλλά άγνωστο τι. Σαν να με κυνηγούσαν. Ως παράδειγμα αναφέρω τη βιάση μου να μετέχω στα παιγνίδια με τα μεγαλύτερα αδέλφια μου, πλην όμως ματαίως. Γιατί όταν ικανοποιούσα έναν ηλικιακό όριο, αυτοί άλλαζαν κύκλους συναναστροφών κι ενδιαφέροντα.
Θυμάμαι την όμορφη και λίγο μεγαλύτερη γειτονοπούλα μου, που όταν της εκδήλωσα – έστω με χοντροκομμένο τρόπο – το ενδιαφέρον μου γι αυτήν μου απάντησε, όπως η βοσκοπούλα στο γνωστό δημοτικό τραγούδι
«.. ..Είσαι μικρός ακόμα!»
Μα όταν μεγάλωσα κάπως αυτή είχε ήδη βάλει στεφάνι με άλλον και μάλιστα κυοφορούσε μια νέα ζωή. Ευτυχώς και το δικό μου ενδιαφέρον είχε εν τω μεταξύ αμβλυνθεί
Θυμίζω – γιατί πολλά πράγματα ξεχνιούνται - ότι παλαιότερα στην είσοδο κάθε κινηματογράφου υπήρχε ο εφοριακός που έλεγχε το κόψιμο των εισιτηρίων. Μαζί υπήρχε κι ένας αυστηρός ηλικιακός έλεγχος. Κάποιες ταινίες, που με τα σημερινά δεδομένα δεν περιείχαν τίποτε το ιδιαίτερο, χαρακτηρίζονταν από μια αυστηρή επιτροπή λογοκρισίας «ακατάλληλες για ανηλίκους». Εγώ για χρόνια ήμουν στο περίμενε με την προσμονή για κάτι το ιδιαίτερο. Όταν όμως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου κι έγινα με τα τότε κριτήρια ενήλικος είδα ότι δεν έχανα και κάτι σημαντικό.
Ήταν όμως και κάποιες στιγμές που ήθελες να κρατήσουν για πάντα! Στιγμές που σε έπνιγαν από ευτυχία και πλήρωση. Τότε αρπαζόσουν απ’ τα κρόσσια του χρόνου με νύχια και δόντια στην απέλπιδα προσπάθεια να σταματήσεις την μονόδρομη πορεία του. Χωρίς όμως καμιά επιτυχία. Ήταν φωτεινά αστέρια, που έλαμψαν για λίγο στον σκοτεινό ουρανό και χάθηκαν στο αχανές έρεβος. Η μόνη εκ των υστέρων αμοιβή είναι η γλυκιά ανάμνηση που άφησαν και το άρωμα που διαχρονικά συντροφεύει τη σκέψη μου.
Είμαι υποχρεωμένος όμως να θυμίσω ότι κάποια χρόνια ο προσωπικός μου χρόνος «σταμάτησε». Ήταν τα χρόνια της ομηρείας. Στην περίπτωση αυτή, ενώ η ζωή έξω συνεχίζεται, εσύ απομονωμένος δεν μετέχεις καθόλου στις εξελίξεις. Απλώς πληροφορείσαι μερικώς τα συμβαίνοντα, αλλά δυστυχώς η περιγραφή δεν είναι συμμετοχή. Είναι μια ψευδαίσθηση. Στα χρόνια της ομηρείας πρέπει να προσθέσω και τα χρόνια της στρατιωτικής μου θητείας, που με τον τρόπο συμπεριφοράς των αρμοδίων απέναντί μου, επαξίως μπορούν και με το παραπάνω να χαρακτηριστούν ομηρεία! Μια ολόκληρη οκταετία από την αρχή του 1966 έως τουλάχιστον το τέλος του 1973. Όταν πια μπόρεσα να κινηθώ ελεύθερα έπρεπε να τρέξω για να καλύψω το χαμένο έδαφος. Κι αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο.
Θέλω να ταλαιπωρήσω τη σκέψη μου αναμετρώντας την με το χρόνο. Δεν εννοώ βεβαίως τον αντικειμενικό χρόνο με τη θεωρητική υπόσταση και τις φιλοσοφικές του προεκτάσεις. Εδώ θέλω ν’ ασχοληθώ με κάτι πιο άμεσο, πιο χειροπιαστό, μα αρκετές φορές και πιο οδυνηρό. Τον προσωπικό μου χρόνο, το χρόνο της δικής μου διαδρομής. Να περιγράψω - εν ολίγοις – πώς τον αντιμετώπισα από τη στιγμή που συνειδητοποίησα την ύπαρξή μου στη ζωή μέχρι τώρα που διανύω την τελευταία φάση της. Με το χρόνο είχα σχεδόν πάντα μια διαφορά φάσης. Πότε εγώ ασθμαίνοντας τον κυνηγούσα, πότε αυτός απειλητικά με καταδίωκε. Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις - κι αυτές μικρής διάρκειας – που συμβαδίζαμε ταιριασμένα και σε φάση.
Μικρός κυνηγούσα το χρόνο, με τη μόνιμη έγνοια να μεγαλώσω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Να γίνω συμμέτοχος σε μια σειρά δραστηριότητες, που ζήλευα και ήταν για μένα απαγορευμένες από τους μεγαλύτερους με την καθησυχαστική προτροπή
« Δεν μπορείς τώρα! Θα τα κάνεις όταν μεγαλώσεις!»
Η απαγόρευση αυτή αντί να με καθησυχάζει, με πείσμωνε περισσότερο.
Ενώ ο χρόνος δεν βιαζόταν και είχε το δικό του ρυθμό, βιαζόμουν εγώ. Ένα αδιάκοπο τρέξιμο να προλάβω, αλλά άγνωστο τι. Σαν να με κυνηγούσαν. Ως παράδειγμα αναφέρω τη βιάση μου να μετέχω στα παιγνίδια με τα μεγαλύτερα αδέλφια μου, πλην όμως ματαίως. Γιατί όταν ικανοποιούσα έναν ηλικιακό όριο, αυτοί άλλαζαν κύκλους συναναστροφών κι ενδιαφέροντα.
Θυμάμαι την όμορφη και λίγο μεγαλύτερη γειτονοπούλα μου, που όταν της εκδήλωσα – έστω με χοντροκομμένο τρόπο – το ενδιαφέρον μου γι αυτήν μου απάντησε, όπως η βοσκοπούλα στο γνωστό δημοτικό τραγούδι
«.. ..Είσαι μικρός ακόμα!»
Μα όταν μεγάλωσα κάπως αυτή είχε ήδη βάλει στεφάνι με άλλον και μάλιστα κυοφορούσε μια νέα ζωή. Ευτυχώς και το δικό μου ενδιαφέρον είχε εν τω μεταξύ αμβλυνθεί
Θυμίζω – γιατί πολλά πράγματα ξεχνιούνται - ότι παλαιότερα στην είσοδο κάθε κινηματογράφου υπήρχε ο εφοριακός που έλεγχε το κόψιμο των εισιτηρίων. Μαζί υπήρχε κι ένας αυστηρός ηλικιακός έλεγχος. Κάποιες ταινίες, που με τα σημερινά δεδομένα δεν περιείχαν τίποτε το ιδιαίτερο, χαρακτηρίζονταν από μια αυστηρή επιτροπή λογοκρισίας «ακατάλληλες για ανηλίκους». Εγώ για χρόνια ήμουν στο περίμενε με την προσμονή για κάτι το ιδιαίτερο. Όταν όμως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου κι έγινα με τα τότε κριτήρια ενήλικος είδα ότι δεν έχανα και κάτι σημαντικό.
Ήταν όμως και κάποιες στιγμές που ήθελες να κρατήσουν για πάντα! Στιγμές που σε έπνιγαν από ευτυχία και πλήρωση. Τότε αρπαζόσουν απ’ τα κρόσσια του χρόνου με νύχια και δόντια στην απέλπιδα προσπάθεια να σταματήσεις την μονόδρομη πορεία του. Χωρίς όμως καμιά επιτυχία. Ήταν φωτεινά αστέρια, που έλαμψαν για λίγο στον σκοτεινό ουρανό και χάθηκαν στο αχανές έρεβος. Η μόνη εκ των υστέρων αμοιβή είναι η γλυκιά ανάμνηση που άφησαν και το άρωμα που διαχρονικά συντροφεύει τη σκέψη μου.
Είμαι υποχρεωμένος όμως να θυμίσω ότι κάποια χρόνια ο προσωπικός μου χρόνος «σταμάτησε». Ήταν τα χρόνια της ομηρείας. Στην περίπτωση αυτή, ενώ η ζωή έξω συνεχίζεται, εσύ απομονωμένος δεν μετέχεις καθόλου στις εξελίξεις. Απλώς πληροφορείσαι μερικώς τα συμβαίνοντα, αλλά δυστυχώς η περιγραφή δεν είναι συμμετοχή. Είναι μια ψευδαίσθηση. Στα χρόνια της ομηρείας πρέπει να προσθέσω και τα χρόνια της στρατιωτικής μου θητείας, που με τον τρόπο συμπεριφοράς των αρμοδίων απέναντί μου, επαξίως μπορούν και με το παραπάνω να χαρακτηριστούν ομηρεία! Μια ολόκληρη οκταετία από την αρχή του 1966 έως τουλάχιστον το τέλος του 1973. Όταν πια μπόρεσα να κινηθώ ελεύθερα έπρεπε να τρέξω για να καλύψω το χαμένο έδαφος. Κι αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου