Γ. ΕΘΝΙΚΟΙ ΕΥΕΡΓΈΤΕΣ
Ας εξετάσουμε όμως ορισμένους από τους μεγάλους αυτούς ευεργέτες.
Ο Γεώργιος Χατζηκώστας, γεννήθηκε το 1753 στα Γιάννενα. Αφού μαθήτευσε στα Γιάννενα κοντά στους Μπαλάνους, έφυγε για την Κωνσταντινούπολη και στη Μόσχα μετά τον θάνατο του αδελφού του που βρισκόταν εκεί. Στην Κωνσταντινούπολη επιδόθηκε στο εμπόριο πολύτιμων ειδών. Μετά το 1815 φεύγει για τη Μόσχα και γνωρίζεται με τους εξέχοντες Ηπειρώτες αδελφούς Ριζάρη, Ζωσιμά
Στα Ιωάννινα και το Μεσολόγγι αναγείρει από ένα Νοσοκομείο. Στην Αθήνα γίνεται το Ορφανοτροφείο Αρρένων με ισόβιο πρόεδρο τον Γεώργιο Σταύρου Μετά το 1840 αναλαμβάνει την αποπεράτωση του ναού του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Αθανασίου, της πόλης και συμμετέχει σε κάθε έρανο που γίνεται, η σε κάθε έκδοση βιβλίου του Διαφωτισμού. Επίσης ενισχύει μονές, εκκλησίες και σχολεία, όπως και φτωχούς.
Ο Ευάγγελος Ζάππας Γεννήθηκε στο χωριό Λάμποβο στην Βόρεια Ήπειρο (σημερινή Αλβανία) το 1800. Ήταν ο νεότερος γιος του Βασίλη Ζάππα, έμπορος από τους σημαντικούς της περιοχής και της Σωτηρίας, το γένος Μέξη. Το χωριό ανήκε στην επαρχία Τεπελενίου, πατρίδα του Αλή Πασά. Ο Ευαγγέλoς, σε ηλικία 13 ετών, στρατολογήθηκε απ τον Αλή Πασά και στάλθηκε φρουρός σε ένα φρούριο κοντά στα Γιάννενα. Mε τη συμμαχία των Σουλιωτών με τον Αλή, ο Ζάππας βρέθηκε στο στρατόπεδο του Αγώνα και μεταπήδησε στην εξουσία του Μάρκου Μπότσαρη.
Έγινε, μάλιστα, υπασπιστής και τον ακολούθησε. Μετά το θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη, ο Ευαγγέλης Ζάππας πολέμησε με τον Κωνσταντίνο Μπότσαρη, αδερφό του ήρωα, και στη συνέχεια με τον στρατηγό Νικόλαο Ζέρβα, τον Λάμπρο Βέικο, τον Γκούρα, με συναγωνιστή τον Μακρυγιάννη, τον Νοταρά και τον Πανουργιά. Το 1824, έγινε ταξίαρχος και διοίκησε τα Βλαχοχώρια των Σαλώνων. Σύμφωνα με άλλες πηγές, πολέμησε με τον Καραϊσκάκη, τον Κολοκοτρώνη και τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Στο τέλος της επανάστασης αρνείται την χρηματική αποζημίωση για τους ήρωες της Επανάστασης και μεταναστεύει στο Βουκουρέστι το 1831. Η περιοχή αυτή των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών είχε την περίοδο εκείνη μεγάλη ελληνική παράδοση, από την εποχή που η Υψηλή Πύλη διόριζε Φαναριώτες στις διοικητικές θέσεις. Ο Ζάππας
εγκαταστάθηκε στη Βλαχία. Η κοινωνικοοικονομική δομή της περιοχής χαρακτηριζόταν από την ισχνότητα αστικών κέντρων και τα μεγάλα κτήματα. Ο Ζάππας εντάχθηκε στην τοπική κοινωνία χρησιμοποιώντας ένα εκλεπτυσμένο σύστημα δημοσίων σχέσεων. Φρόντισε να εξοικειωθεί με τους άρχοντες και τους ηγούμενους των ελληνικών μοναστηριών οι οποίοι διαχειρίζονταν τα μοναστηριακά κτήματα. Ο Ζάππας ακολούθησε την τακτική και άλλων Ελλήνων, νοίκιασε και εκμεταλλεύτηκε μοναστηριακά κτήματα στην περιοχή της Γιαλόμιτζας, κοντά στο Βουκουρέστι. Σε τρεις περίπου δεκαετίες απέκτησε τεράστια περιουσία και αντίστοιχα εισοδήματα. Η μακροχρόνια απουσία του Ευαγγέλου απ' την Ελλάδα και το ρίζωμα του στη βλαχική κοινωνία δημιούργησε περιπλοκές στην έκφραση της εθνικής του συνείδησης. Η διάθεση του ήταν να ευεργετήσει και τις δύο πατρίδες του.
Ο κύριος αποδέκτης των ευεργεσιών του ήταν η Ελλάδα. Ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας τους το διέθεσαν για κοινωφελείς και εθνικούς σκοπούς στην ιδιαιτέρα πατρίδα τους. Συγκεκριμένα, ίδρυσαν εκπαιδευτήρια στο Λάμποβο, την Πρεμετή, τη Νίβανη, το Δέλβινο και τη Δρόβιανη
Το 1856 έγραψε στο βασιλιά Όθωνα προσφέροντας 400 δικά του μερίσματα της Εθνικής Ατμοπλοΐας ώστε τα κέρδη να χρησιμοποιηθούν για την ίδρυση των Ολυμπιακών αγώνων, την Ολυμπιάδα και για τα βραβεία των νικητών των αγώνων. Το 1859 κατάφερε να αναβιώσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες σε μια πλατεία της Αθήνας. Το 1865 πέθανε αφήνοντας ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, που χρηματοδότησαν τους αγώνες του 1870 και 1875 που πραγματοποιήθηκαν στο Παναθηναϊκό Στάδιο που επίσης αναστύλωσε, έτσι τελειώνοντας το έργο του Ηρώδου του Αττικού..Οι Ζάππειοι αγώνες του 1859, 1870 και 1875 ήταν επίσης διεθνείς αφού συμμετείχαν αθλητές από την Ελλάδα και από την Οθωμανική αυτοκρατορία [3].Ο Ζάππας αναβιώνοντας τους Ολυμπιακούς Αγώνες για πρώτη φορά από την Αρχαιότητα, έθεσε τη βάση για τους μεγάλους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896. από το βαρώνο Πιέρ ντε Κουμπερτέν και τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή που ιδρύθηκε το 1894. Ο Ζάππας επίσης χρηματοδότησε τη δημιουργία του Ζαππείου μεγάρου που χρησιμοποιήθηκε για τους αγώνες ξιφασκίας στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1896 και ως κέντρο τύπου στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Ενίσχυσε επίσης το Πανεπιστήμιο Αηνών και το Αμαλείο Ορφανοτροφείο.
Ο Ευαγγέλης Ζάππας πέθανε στις 19 Ιουνίου του 1865 στο Μπροστένι, και ο ξάδερφος του Κωνσταντίνος στις 20 Ιανουαρίου του 1892 στο Μάντον της Γαλλίας..
Ο Απόστολος Αρσάκης (1792-1874) ήταν όχι μόνο Έλληνας ευεργέτης & πρωθυπουργός της
Ρουμανίας.
Γεννήθηκε στη Χοταχόβα της Βόρειου Ηπείρου[1] και ήταν γιός του Κυριάκου Αρσάκη, ο οποίος ήταν ξάδερφος με τους αδερφούς Τοσίτσα[2]. Στάλθηκε απο τον πατέρα του για σπουδές, το 1804, στον θείο του Γεώργιο Αρσάκη, όπου διέμενε στη Βιέννη. Αρχικά εκπαιδεύτηκε στο Βουκουρέστι και στη Βιέννη, όπου είχε την τύχη να έχει δάσκαλο τον Νεόφυτο Δούκα, και στη συνέχεια σπούδασε ιατρική στη Χάλλη της Σαξονίας. Το 1811 σε ηλικία 19 ετών έγραψε βουκολικό ειδύλλιο σε δωρική διάλεκτο κατ΄ απομίμηση του Θεοκρίτου. Μ΄ αυτό προσπάθησε να πείσει τον Μέγα Ναπολέοντα να βοηθήσει στην απελευθέρωση των Ελλήνων από τους Τούρκους. Το 1813 ανακηρύχτηκε χειρουργός και διδάκτορας με τη εναίσιμο διατριβή του στη λατινική γλώσσα «Περί του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού των ιχθύων». Η διατριβή αυτή μεταφράσθηκε σχεδόν σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες θεωρούμενη ότι προήγαγε τη συγκριτική ανατομία. Παράλληλα δημοσίευσε[3] στον «Λόγιο Ερμή» άρθρα σχετικά με την ιστορία της ιατρικής. Το 1814 εγκατάσταθηκε στο Βουκουρέστι, όπου άσκησε το επάγγελμα του ιατρού.
Το 1822 μπήκε στη διπλωματική υπηρεσία του ηγεμόνα της Βλαχίας ενώ την περίοδο 1836-1839 διετέλεσε γραμματέας επικρατείας του ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρου Γκίκα. Το 1857 πρωτοεκλέχθηκε βουλευτής και την περίοδο 1857-1859 χρημάτισε μέλος της τετραμελούς επιτροπής για την ένωση της Βλαχίας & Μολδαβίας, οι οποίες θα αποτελέσουν την Ρουμανία. Το 1860 διορίζεται υπουργός εξωτερικών της Ρουμανίας και δύο χρόνια αργότερα στις 22 Ιανουαρίου του 1862 αντικαθιστά τον δολοφονημένο πρωθυπουργό Καρατζίο. Στον πρωθυπουργικό θώκο παρέμεινε μεχρι τις 24 Ιουνίου του 1862, οπότε και ανέλαβε ο Αλέξανδρος Καντακουζηνός. Το 1866 αποχώρησε απο την ενεργό πολιτική δράση όπου και αρχίζει να χρονολογούνται οι πρώτες του δωρεές προς τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία.
Ο Απόστολος Αρσάκης συγκαταλέγεται σε αυτόυς που χαρακτηρίζονται «Εθνικοί ευεργέτες». Με δικές του δαπάνες βοήθησε στην αποπεράτωση[4] τού Μεγάρου τής οδού Πανεπιστημίου της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας ενώ διέθεσε μεγάλα ποσά (αρχικά 250.000 δραχμές και στη συνέχεια τρεις ακόμη αποστολές ύψους 560.000 δραχμών) για την συντήρηση του. Σήμερα το κτίριο φέρει το όνομα του "Αρσάκειο". Επίσης είχε δωρίσει σημαντικά ποσά για την ανέγερση σχολείων στη πατρίδα του και ναών. Είχε δημοσιεύσει την αρχαιολογική πραγματεία «Περί του ει εξήν ταις γυναιξί ταις δραματικαίς επιδείξεσι παρείναι».
Απεβίωσε στις 16 Ιουλίου του 1874 στο Βουκουρέστι. Τον θάνατό του πένθησε το προσωπικό του Άρσακείου ιδρύματος επί 40 ημέρες και κάθε χρόνο οι τρόφιμοι της Σχολής σε τελετή των εξετάσεων ψάλλουν τον "Αρσάκειο ύμνο".
Ο Μάνθος Ριζάρης (1764-1824) και ο Γεώργιος Ριζάρης (1769-1842) κατάγονταν από το Μονοδένδρι Ζαγορίου και από μικρή ηλικία έμειναν ορφανοί. Αρχικά ο Μάνθος πήγε στη Μόσχα, για να δουλέψει για ένα διάστημα σε ένα θείο τους. Στη συνέχεια ξεκίνησε δικές του επιχειρήσεις και γρήγορα έκανε περιουσία. Το 1806 πήγε κοντά του και ο αδελφός του ο Γεώργιος. Ασχολήθηκαν από κοινού με το εμπόριο και σταδιακά κατάφεραν να δημιουργήσουν μεγάλη περιουσία.
Ο Μάνθος μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία το 1817 και από τότε συνέβαλε στην οικονομική ενίσχυση της Επανάστασης με κάθε μέσο: ενίσχυσε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη με 30.000 ρούβλια και καθόλη την διάρκεια του αγώνα προσέφερε πάνω από 50.000 ρούβλια συνολικά για τους σκοπούς της Επανάστασης. Ο Μάνθος, που υπήρξε ο θεμελιωτής της περιουσίας πέθανε το 1824 στην Ρωσία.
Και τα δύο αδέλφια στήριξαν τον αγώνα για την ανεξαρτησία, με την οικονομική ενίσχυση απόρων ατόμων και ορφανών και δυστυχισμένων από τις κακουχίες του πολέμου οικογενειών. Μετά τον θάνατο του Μάνθου, ο Γεώργιος, εγκαθίσταται στην Οδησσό απ’ όπου ενήργησε για την ίδρυση της "Σχολής των Ελληνικών Μαθημάτων" στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Μονοδένδρι. Το σχολείο στεγάστηκε στο πατρικό τους σπίτι, στο οποίο τρόφιμοι υπήρξαν πολλά ορφανά παιδιά.
Το 1837 ο Γεώργιος εγκαθίσταται στην Αθήνα, κύριος σκοπός του ήταν να πραγματοποιήσει το όνειρο του ιδίου και του αδελφού του: να ιδρυθεί εκκλησιαστική ακαδημία στην ελεύθερη Ελλάδα. Το 1843 μετά τον θάνατο του Γεώργιου Ριζάρη ιδρύεται ιερατική σχολή, η οποία ονομάστηκε Ριζάριος Ιερατική Σχολή, λόγω της τεράστιας συμβολής τους, από κάθε άποψη, για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Αρχικά η σχολή βρίσκονταν κόντα στο σημερινό ξενοδοχείο Hilton, σήμερα λειτουργεί στο Χαλανδρι, ως ανώτερο εκκλησιαστικό φροντιστήριο.
Επίσης ευεργετήθηκε η ιδιαίτερη πατρίδα τους το Μονοδένδρι (και όχι μόνο), με την ίδρυση της Ριζαρείου χειροτεχνικής σχολής και συνέβαλαν επίσης στην συντήρηση του Ιερού Ναού Αγίου Αθανασιού.
Τα κληροδοτήματά τους συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να προσφέρουν σημαντικό έργο.
Ο Μιχαήλ Τοσίτσας (1787 -1856),
Ήταν Μετσοβίτης. Αρχικά εργάστηκε ως μαθητευόμενος σε εργαστήριο γουναρικών, αποκομίζοντας τα πρώτα του κεφάλαια τα οποία και χρησιμοποίησε για εμπορικές δραστηριότητες. Από το 1806 ή το 1807 ανέλαβε τα ηνία της οικογενειακής επιχείρησης από κοινού με τους αδελφούς του Νικόλαο, Κωνσταντίνο και Θεόδωρο. Η ύφεση που παρατηρήθηκε στο εμπόριο -την πρώτη δεκαπενταετία του 19ου αιώνα - λόγω του ηπειρωτικού αποκλεισμού της Γαλλίας από τους Βρετανούς, τον ανάγκασε να επεκταθεί εμπορικά προς την Αίγυπτο. Σύντομα η εμπορική επιχείρηση των αδελφών Τοσίτσα επεκτάθηκε με τη λειτουργία καταστημάτων στη Μάλτα και το Λιβόρνο, υπό τη διεύθυνση των αδελφών του. Ο ίδιος εγκαταστάθηκε από το 1820 στην Αλεξάνδρεια. Επίλεκτο πλέον μέλος της ελληνικής παροικίας της πόλης, διατέλεσε πρόεδρός της, ενώ παράλληλα αναδείχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους οικονομικούς παράγοντες της Αιγύπτου. Διεύρυνε ακόμη περισσότερο την οικονομική και κοινωνική του εμβέλεια, αποχτώντας τεράστιες εκτάσεις βαμβακοκαλλιέργειας, καθώς και με τον διορισμό του ως γενικού επιτρόπου και διαχειριστή των γαιοκτησιών του Μεχμέτ Αλή, με τον οποίο ανάπτυξε πολύ στενές εμπορικές και φιλικές σχέσεις. Διατέλεσε πρώτος πρόξενος της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια (1833-1853) και γενικός πρόξενος στην ίδια πόλη (1853-1854). Το 1854 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του.
Ο Μιχαήλ Τοσίτσας αφιέρωσε πολύ μεγάλα ποσά για εθνικούς, πνευματικούς και φιλανθρωπικούς σκοπούς. Κατά τη διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας διέθεσε χρήματα για την εξαγορά Ελλήνων αιχμαλώτων και την αποστολή πολλών από αυτούς για σπουδές σε ευρωπαϊκές χώρες, φροντίζοντας επιπλέον για την μετέπειτα αποκατάστασή τους. Ακόμη ανέλαβε την εκ θεμελίων ανοικοδόμηση ενός Νοσοκομέιου, παρεθεναγωγείου, ενός Αλληλοδιδακτικού και ενός Ελληνικού σχολείου (Τοσιτζαίαι Σχολαί) στην Αλεξάνδρεια, προικοδοτώντας αυτά επιπλέον με τα αναγκαία κεφάλαια συντήρησης και πρόσληψης διδακτικού προσωπικού, αγόρασε αντί 80.000 ταλίρων οικόπεδο για την ανέγερση μεγαλοπρεπούς ναού (Ευαγγελτστρίας) στην Αλεξάνδρεια, συμμετέχοντας οικονομικά στην κατασκευή του το 1847, αγόρασε επίσης για τις ανάγκες της ελληνικής κοινότητας της πόλης Νεκροταφείο και ανακαίνισε το Νοσοκομείο, το οποίο είχε οικοδομηθεί προηγουμένως με δωρεά του αδελφού του Θεοδώρου. Το σύνολο του ποσού που διέθεσε ξεπέρασε το 1.000.000 δραχμές.
Οι ευεργεσίες του όμως επεκτάθηκαν τόσο στην ιδιαίτερη πατρίδα του όσο και στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Συγκεκριμένα, κληροδότησε σημαντικό μέρος της περιουσίας του για την πολιτισμική, εκπαιδευτική και οικονομική ευμάρεια του Μετσόβου, μεγάλο ποσό στο Ελληνικό Σχολείο της Θεσσαλονίκης, δέκα χιλιάδες (10.000) τάλιρα για τον εξωραϊσμό δρόμων και πλατειών στο κέντρο της Αθήνας, εκατό χιλιάδες (100.000) γαλλικά φράγκα για το Εθνικόν Μετσόβιον Πολυτεχνείον. Το 1840 εξάλλου προσέφερε το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) δραχμών για την ανέγερση του ιστορικού κτηρίου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1854-1855 δώρισε στο Ίδρυμα «μούμιαν καλώς τετηρημένην», η οποία εναποτέθηκε στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Με τη διαθήκη του, επιπλέον, που συντάχθηκε το 1855, δώρισε στο Εθνικό Πανεπιστήμιο το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ταλίρων. Αποδέκτες των δωρεών του τέλος, υπήρξαν και το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο, το Οφθαλμιατρείο, το Αλληλοδιδακτικό σχολείο Αθηνών, η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία (Αρσάκειο), αγόρασε και δώρησε το οικόπεδο του Αρχαιολογικού Μουσείου και διάφορα νοσοκομεία και εκκλησίες, όπως αυτή της Ευαγγελίστριας στην Καρδίτσα το 1842.,. Ανάλογη δραστηριότητα επέδειξε και η σύζυγός του Ελένη (Μέτσοβο 1795-Αθήνα 1866).
Ο Γεώργιος Σταύρου (1788-1869), υπήρξε ευεργέτης, μέλος της Φιλικής Εταιρείας και τραπεζίτης, με πεδίο σταδιοδρομίας εντός και εκτός του ελληνικού χώρου.
Ήταν ο γιος του Ιωάννη Σταύρου, έμπορου από τα Ιωάννινα. Τη σταδιοδρομία του την ξεκίνησε στη Βιέννη την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα, συνεχίζοντας την εμπορική δραστηριότητα του πατέρα του. Σε ηλικία 27 ετών έγινε μέλος της «φιλόμουσου εταιρείας» Βιέννης. Υπήρξε σημαντικός οικονομικός παράγοντας της Διασποράς, αλλά και του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Η εταιρεία του αποτύπωνε στο καθολικό λογιστικό της βιβλίο το εμπόριο των συναλλαγματικών, σε συνάρτηση με το εμπόριο βαμβακιού στο βαλκανικό χώρο. Τη ροή του βαμβακιού ακολουθούσε η αντίστροφη ροή των συναλλαγματικών και των νομισμάτων. Υπολογίζοντας έτσι την αξία των συναλλαγμάτων στον υπολογισμό της τιμής του βαμβακιού στις ευρωπαϊκές χώρες.
Με τη σύσταση του ελληνικού κράτους, συνέβαλε, στην κατά το δυνατόν αυτοδύναμη και σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές αντιλήψεις της εποχής οικονομικής συγκρότησης της χώρας. Υπήρξε ιδρυτής και πρώτος διευθυντής, επί διακυβέρνησης Καποδίστρια, της Εθνικής Τράπεζας, του πρώτου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος του Κράτους.
Στα ευεργετήματα του Γεωργίου Σταύρου περιλαμβάνεται η ίδρυση και χρηματοδότηση νοσοκομείων, γηροκομείων, οικοτροφείων στην Αθήνα και στα Γιάννενα, πριν και μετά την απελευθέρωση. Ιδιαίτερα ευεργετήθηκε η ιδιαίτερη πατρίδα του, τα Ιωάννινα.
Ιωάννης Γεννάδιος (1844 - 1932)
Ο Ιωάννης Γεννάδιος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1844 και ήταν γιος του Ηπειρώτη λόγιου Γεώργιου Γεννάδιου. Φοίτησε στο Αγγλικό Λύκειο της Μάλτας. Εργάστηκε ως διπλωμάτης και υπερασπίστηκε με σθένος τα ελληνικά συμφέροντα, σε όλα τα πεδία, πολιτικό, κοινωνικό και πνευματικό. Δώρισε την προσωπική του βιβλιοθήκη, αποτελούμενη από 26.000 τόμους σπανίων βιβλίων, το 1922, στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, η οποία ανέλαβε τη στέγαση, φύλαξη και λειτουργία της επονομαζόμενης Γενναδείου Βιβλιοθήκης. Ο Ιωάννης Γεννάδιος πέθανε στο Λονδίνο το 1932.
Ο Χρηστάκης Ζωγράφος (1820-1896), καταγόταν από το Κεστοράτι της Βορείου Ηπείρου. Εργαζόταν στην Κωνσταντινούπολη και στο Παρίσι ως τραπεζίτης. Στήριξε οικονομικά την ελληνική παιδεία με τη χρηματοδότηση και ίδρυση σχολείων (Ζωγράφεια διδασκαλεία). Συνέβαλε στην ίδρυση σχολείων αρρένων και θηλέων στην πατρίδα του στο Κεστοράτι, και στο Αργυρόκαστρο. Ο Ζωγράφος κάλυπτε επίσης σε συνεχή βάση όλα τα έξοδα διατροφής και ενδυμασίας 60 υπότροφων σπουδαστών (30 αρρένων και 30 θηλέων), επιμελών μαθητών, τέκνων φτωχών οικογενειών.
Οι γενναίες δωρεές που προσέφερε σε κάθε τομέα των γραμμάτων και των επιστημών, συνέβαλαν αποφασιστικά στη μόρφωση των υπό oθωμανικό ζυγό κυρίως ελληνικών πληθυσμών. Το Ζωγράφειο Λύκειο στην Κωνσταντινούπολη πήρε το όνομά του, λόγω αστρονομικού ποσού που πρόσφερε για την ανέγερσή του.
Ο Γιός του Γιώργος Χριστάκης Ζωγράφου διατέλεσε υπουργός εξωτερικών και πρώτος πρόεδρος της Αυτόνομης Βορέιου Ηπείρου.
Οι Ζωσιμάδες (ή αδελφοί Ζωσιμά) υπήρξαν έμποροι και εθνικοί ευεργέτες που κατάγονται από το χωριό Γραμμένο Ιωαννίνων. Ήταν τα εξής έξι αδέλφια:
· Ιωάννης Ζωσιμάς (1752-1771)
· Αναστάσιος Ζωσιμάς (1754-1828)
· Νικόλαος Ζωσιμάς (1758-1842)
· Θεοδόσιος Ζωσιμάς (1760-1793)
· Ζώης Ζωσιμάς (1764-1828)
· Μιχαήλ Ζωσιμάς (1766-1809)
Ο Νικόλαος, ο Θεοδόσιος και ο Μιχάλης το 1785 ξεκινούν την εμπορική τους σταδιοδρομία στο Λιβόρνο της Ιταλίας, ενώ ο Ιωάννης, ο Αναστάσιος, ο Ζώης στη Νίζνα της σημερινής Ουκρανίας και αργότερα στη Μόσχα. Η Νίζνα εκείνη την εποχή ήταν μεγάλο εμπορικό κέντρο ευρωπαϊκών και ασιατικών προϊόντων.
Τα πρώτα χρόνια της εμπορικής τους δραστηριότητας ήταν αρκετά επίπονα, αλλά γρήγορα κατάφεραν να ορθοποδήσουν.
Με τον θάνατο του Θεοδόση, ο οποίος τους άφησε διαθήκη να ενισχύσουν τις σχολές των Ιωαννίνων, διέθεσαν αστρονομικά ποσά για την σύσταση και την λειτουργία σχολείων και δημόσιων βιβλιοθηκών. Το 1799 χρηματοδότησαν την έκδοση πολλών βιβλίων. Μεγάλο ποσό διοχετεύτηκε για την «Ελληνική Βιβλιοθήκη» του Αδαμάντιου Κοραή. Στα Ιωάννινα συνέβαλλαν με τα υπέρογκα ποσά που διέθεσαν στην ανέγερση πτωχοκομείου, ορφανοτροφείου, και σχολείου στην ιδιαίτερη πατρίδα τους.
Το 1820 με το θάνατο του Ζώη χορηγήθηκε χρηματικό ποσό για την ανέγερση της Ζωσιμαίας σχολής, σχολείο που αποτέλεσε το κέντρο της εκπαιδευτικής δραστηριότητας στην ευρύτερη περιοχή. Μάλιστα ξέρετε την παράδοση για την Ζωσιμαία σχολή - τότες υπήρχε φιρμάνι το οποίο δεν επέτρεπε την οικοδόμηση νέων σχψολείων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Ζωσιμάδες λοιπόν, για να αποφύγουν αυτόν τον κανονισμό, έχτοσαν το σχολείο τους στη Βλαχιά, και το μετέφεραν πέτρα με πέτρα στα Γιάννενα, ώστε να πουν ότι δεν πρόκειται για οικοδόμηση καινούργιας σχολής, αλλά μεταφοράς παλαιάς.
Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης μυούνται στην Φιλική Εταιρεία και στηρίζουν οικονομικά τον αγώνα, τόσο στην Μολδοβλαχία όσο και στον ελληνικό χώρο.
Στα ευεργετήματά τους περιλαμβάνονται και η ίδρυση Νομισματικού Μουσείου στην Αθήνα, με δωρεά της προσωπικής τους συλλογής σε αρχαία ελληνικά και ρωμαϊκά νομίσματα και η ανέγερση ορφανοτροφείου στην Πάτμο.
Ζώης Καπλάνης (1736-1806)
Ιδρυτής εκκλησιών και σχολείων στα Ιωάννινα, ο Ζώης Καπλάνης υπήρξε άλλος ένας μεγάλος εθνικός ευεργέτης. Καταγόταν από το Γραμμένο Ιωαννίνων. Εργάστηκε στο Βουκουρέστι και ασχολήθηκε με το εμπόριο στη Μόσχα, κάνοντας μεγάλη περιουσία. Διέθεσε μεγάλο μέρος της περιουσίας του για εθνωφελείς σκοπούς. Διέθεσε χρήματα στο Αυτοκρατορικό Ορφανοτροφείο της Μόσχας και στο Νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Ανέλαβε τη συντήρηση της Μαρουτσαίας σχολής στα Γιάννενα, καθώς και την οικονομική ενίσχυση της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Μετά το θάνατό του, με τη διαθήκη του διέθεσε χρήματα για τους φτωχούς από το Γραμμένο και τη Τζιουντίλα (Ζωοδόχος) που ήταν το χωριό της μητέρας του, για τους φυλακισμένους των Ιωαννίνων, για το Νοσοκομείο της Νίζνας στη Ρωσία αλλά και για τις σχολές Πατμιάδα και Αθωνιάδα.
Ο Γεώργιος Αβέρωφ (Μέτσοβο 1818 - Αλεξάνδρεια 1899) ήταν Έλληνας επιχειρηματίας και ένας από τους μεγαλύτερους εθνικούς ευεργέτες. Υπήρξε φλογερός πατριώτης, αγνός ιδεολόγος, ανθρωπιστής και οραματιστής. Πρόσφερε τόσο στο τόπο που γεννήθηκε όσο και στον τόπο που εργάσθηκε στο εξωτερικό, αλλά και γενικότερα στη πατρίδα του όσο κανένας άλλος.
Γιος του Μιχάλη και της Ευδοκίας, γεννήθηκε στο Μέτσοβο στις 15 Αυγούστου του 1818. Ήταν το στερνοπαίδι ανάμεσα στα επτά αδέλφια του - τρία κορίτσια και τέσσερα αγόρια. Στην αρχή ήταν βοσκόπουλο και παράλληλα μαθητής του Δημοτικού του Μετσόβου όπου και έλαβε τα στοιχειώδη γράμματα και την ιστορική αυτογνωσία του έθνους μας. Όπως τότε οι περισσότεροι νέοι πολυμελών οικογενειών έφευγαν για "να κάνουν την τύχη τους" έτσι και ο Γεώργιος πήρε το δρόμο της ξενιτιάς. Ο μεγαλύτερος αδελφός του Αναστάσιος δούλευε ήδη σε εμπορική επιχείρηση του θείου του Ν. Στουρνάρα στο Κάιρο στην Αίγυπτο. Έτσι το 1840, σε ηλικία μόλις 22 ετών, έφυγε από το Μέτσοβο όπου γεννήθηκε και εγκαταστάθηκε αρχικά κοντά στον αδελφό του. Αργότερα το 1860 εγκαθίσταται στην Αλεξάνδρεια όπου και ασχολήθηκε με δική του πλέον εμπορική επιχείρηση εισαγωγών - εξαγωγών. Στο εμπόριο αυτό κατάφερε να εξάγει στη Ρωσία τεράστιες ποσότητες, για την εποχή εκείνη χουρμάδων, και ακολουθώντας το τότε εμπόριο ανταλλαγής ειδών ζήτησε και εισήγαγε μεγάλη ποσότητα χρυσονημάτων (μπρισίμ). Αυτή ήταν η πρώτη του εμπορική πράξη που του επέφερε τεράστια κέρδη και τον καθιέρωσε γενικότερα. Έτυχε τότε να παντρεύεται ένας Αιγύπτιος Πασάς και σύμφωνα με τα έθιμα οι παριστάμενοι στο γάμο έπρεπε να φορούν χρυσοκέντητες στολές. Έτσι τα εισαγόμενα αυτά "χρυσονήματα του Αβέρωφ" όπως ονομάστηκαν κυριολεκτικά έγιναν ανάρπαστα σε πολλαπλάσια τιμή, τόσο από τη Βασιλική Αυλή όσο και από τους αξιωματούχους της Χώρας. Μ΄ εκείνο το κεφάλαιο που απέκτησε ο Αβέρωφ ξεκίνησε με συνεχή άλματα να δημιουργεί στη σειρά ευρύτατες επιχειρήσεις με εκπληκτικές επιτυχίες. Το 1870 αναγνωρίσθηκε ως ο μεγαλύτερος έμπορος της Αιγύπτου. Από τότε άρχισε και το μεγάλο έργο της προσφοράς του. Απέκτησε τεράστια περιουσία και βοήθησε την ελληνική κοινότητα της Αλεξάνδρειας ιδρύοντας σχολεία και νοσοκομεία. Επειδή όμως η περιουσία του συνέχιζε να αυξάνεται με γεωμετρικό ρυθμό, προέβη σε πολλές φιλανθρωπικές και κοινωφελείς πράξεις και στην Ελλάδα.
Μεταξύ άλλων, χορήγησε λεφτά για την επέκταση του Πολυτεχνείου, την αναμόρφωση του Παναθηναϊκού σταδίου και τον ανδριάντα του Ρήγα και του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε' στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στον Αβέρωφ επίσης οφείλονται η ανέγερση των φυλακών Αβέρωφ (κατεδαφίστηκαν το 1971), η σχολή Ευελπίδων, η γεωργική σχολή της Λάρισας, το Ωδείο των Αθηνών κ.α. Το μεγαλύτερο ευεργέτημα του πάντως θεωρείται η δωρεά 2.500.000 χρυσών φράγκων στο Πολεμικό Ναυτικό, χρήματα με τα οποία ναυπηγήθηκε το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ».
Προς το τέλος της ζωής του διετέλεσε και πρόεδρος της Ελληνικής κοινότητας της Αλεξάνδρειας (1895-1896). Επί των ημερών του η κοινότητα γνώρισε μεγάλη ακμή, η οποία όμως οφειλόταν κατά κύριο λόγο στις μεγάλες δωρεές που έκανε ο ίδιος ο Αβέρωφ. Έχτισε εκεί το Αβερώφειο οργανοτροφείο και εκκλησίες όπως αυτή της Ευαγγελίστριας το 1885. Επίσης δεν ξεχβνούμε την οικδόμηση του δημοτικού σχολείου Αβέρωφ στο Μέτσοβο.
Ο Γεώργιος Αβέρωφ πέθανε στην Αλεξάνδρεια στις 15 Ιουλίου του 1899 και κηδεύτηκε σε πάνδημο πένθος του Ελληνισμού. Η Ελληνική Κυβέρνηση (του Γ. Θεοτόκη) στις 22 Απριλίου του 1908 έστειλε το εύδρομο "ΜΙΑΟΥΛΗΣ" και μετέφερε τη σορό του στην Ελλάδα όπου με ιδιαίτερες τελετές αναπαύθηκε στο χώμα της πατρίδας του που τόσα πολλά είχε προσφέρει.
Ιωάννης Τρ. Δομπόλλης (1769-1850)
Σημαντικότατη υπήρξε επίσης η συμβολή του Ιωάννη Δόμπολη, που ήταν γιος του Τριαντάφυλλου Δομπόλλη. Γεννήθηκε στη Ρωσία και ασχολήθηκε με το εμπόριο και με τραπεζικές εργασίες. Ο Καποδίστριας, με τον οποίο γνωριζόταν, τον διόρισε διαχειριστή οικονομικών και γενικό ταμεία της Ελλάδος. Η αγάπη του για την Ελλάδα και τα γράμματα τον παρακίνησε να διαθέσει όλη του την περιουσία για την ίδρυση Πανεπιστημίου στην Αθήνα με την επωνυμία Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον της Ελλάδος.
Ας εξετάσουμε όμως ορισμένους από τους μεγάλους αυτούς ευεργέτες.
Ο Γεώργιος Χατζηκώστας, γεννήθηκε το 1753 στα Γιάννενα. Αφού μαθήτευσε στα Γιάννενα κοντά στους Μπαλάνους, έφυγε για την Κωνσταντινούπολη και στη Μόσχα μετά τον θάνατο του αδελφού του που βρισκόταν εκεί. Στην Κωνσταντινούπολη επιδόθηκε στο εμπόριο πολύτιμων ειδών. Μετά το 1815 φεύγει για τη Μόσχα και γνωρίζεται με τους εξέχοντες Ηπειρώτες αδελφούς Ριζάρη, Ζωσιμά
Στα Ιωάννινα και το Μεσολόγγι αναγείρει από ένα Νοσοκομείο. Στην Αθήνα γίνεται το Ορφανοτροφείο Αρρένων με ισόβιο πρόεδρο τον Γεώργιο Σταύρου Μετά το 1840 αναλαμβάνει την αποπεράτωση του ναού του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Αθανασίου, της πόλης και συμμετέχει σε κάθε έρανο που γίνεται, η σε κάθε έκδοση βιβλίου του Διαφωτισμού. Επίσης ενισχύει μονές, εκκλησίες και σχολεία, όπως και φτωχούς.
Ο Ευάγγελος Ζάππας Γεννήθηκε στο χωριό Λάμποβο στην Βόρεια Ήπειρο (σημερινή Αλβανία) το 1800. Ήταν ο νεότερος γιος του Βασίλη Ζάππα, έμπορος από τους σημαντικούς της περιοχής και της Σωτηρίας, το γένος Μέξη. Το χωριό ανήκε στην επαρχία Τεπελενίου, πατρίδα του Αλή Πασά. Ο Ευαγγέλoς, σε ηλικία 13 ετών, στρατολογήθηκε απ τον Αλή Πασά και στάλθηκε φρουρός σε ένα φρούριο κοντά στα Γιάννενα. Mε τη συμμαχία των Σουλιωτών με τον Αλή, ο Ζάππας βρέθηκε στο στρατόπεδο του Αγώνα και μεταπήδησε στην εξουσία του Μάρκου Μπότσαρη.
Έγινε, μάλιστα, υπασπιστής και τον ακολούθησε. Μετά το θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη, ο Ευαγγέλης Ζάππας πολέμησε με τον Κωνσταντίνο Μπότσαρη, αδερφό του ήρωα, και στη συνέχεια με τον στρατηγό Νικόλαο Ζέρβα, τον Λάμπρο Βέικο, τον Γκούρα, με συναγωνιστή τον Μακρυγιάννη, τον Νοταρά και τον Πανουργιά. Το 1824, έγινε ταξίαρχος και διοίκησε τα Βλαχοχώρια των Σαλώνων. Σύμφωνα με άλλες πηγές, πολέμησε με τον Καραϊσκάκη, τον Κολοκοτρώνη και τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Στο τέλος της επανάστασης αρνείται την χρηματική αποζημίωση για τους ήρωες της Επανάστασης και μεταναστεύει στο Βουκουρέστι το 1831. Η περιοχή αυτή των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών είχε την περίοδο εκείνη μεγάλη ελληνική παράδοση, από την εποχή που η Υψηλή Πύλη διόριζε Φαναριώτες στις διοικητικές θέσεις. Ο Ζάππας
εγκαταστάθηκε στη Βλαχία. Η κοινωνικοοικονομική δομή της περιοχής χαρακτηριζόταν από την ισχνότητα αστικών κέντρων και τα μεγάλα κτήματα. Ο Ζάππας εντάχθηκε στην τοπική κοινωνία χρησιμοποιώντας ένα εκλεπτυσμένο σύστημα δημοσίων σχέσεων. Φρόντισε να εξοικειωθεί με τους άρχοντες και τους ηγούμενους των ελληνικών μοναστηριών οι οποίοι διαχειρίζονταν τα μοναστηριακά κτήματα. Ο Ζάππας ακολούθησε την τακτική και άλλων Ελλήνων, νοίκιασε και εκμεταλλεύτηκε μοναστηριακά κτήματα στην περιοχή της Γιαλόμιτζας, κοντά στο Βουκουρέστι. Σε τρεις περίπου δεκαετίες απέκτησε τεράστια περιουσία και αντίστοιχα εισοδήματα. Η μακροχρόνια απουσία του Ευαγγέλου απ' την Ελλάδα και το ρίζωμα του στη βλαχική κοινωνία δημιούργησε περιπλοκές στην έκφραση της εθνικής του συνείδησης. Η διάθεση του ήταν να ευεργετήσει και τις δύο πατρίδες του.
Ο κύριος αποδέκτης των ευεργεσιών του ήταν η Ελλάδα. Ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας τους το διέθεσαν για κοινωφελείς και εθνικούς σκοπούς στην ιδιαιτέρα πατρίδα τους. Συγκεκριμένα, ίδρυσαν εκπαιδευτήρια στο Λάμποβο, την Πρεμετή, τη Νίβανη, το Δέλβινο και τη Δρόβιανη
Το 1856 έγραψε στο βασιλιά Όθωνα προσφέροντας 400 δικά του μερίσματα της Εθνικής Ατμοπλοΐας ώστε τα κέρδη να χρησιμοποιηθούν για την ίδρυση των Ολυμπιακών αγώνων, την Ολυμπιάδα και για τα βραβεία των νικητών των αγώνων. Το 1859 κατάφερε να αναβιώσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες σε μια πλατεία της Αθήνας. Το 1865 πέθανε αφήνοντας ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, που χρηματοδότησαν τους αγώνες του 1870 και 1875 που πραγματοποιήθηκαν στο Παναθηναϊκό Στάδιο που επίσης αναστύλωσε, έτσι τελειώνοντας το έργο του Ηρώδου του Αττικού..Οι Ζάππειοι αγώνες του 1859, 1870 και 1875 ήταν επίσης διεθνείς αφού συμμετείχαν αθλητές από την Ελλάδα και από την Οθωμανική αυτοκρατορία [3].Ο Ζάππας αναβιώνοντας τους Ολυμπιακούς Αγώνες για πρώτη φορά από την Αρχαιότητα, έθεσε τη βάση για τους μεγάλους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896. από το βαρώνο Πιέρ ντε Κουμπερτέν και τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή που ιδρύθηκε το 1894. Ο Ζάππας επίσης χρηματοδότησε τη δημιουργία του Ζαππείου μεγάρου που χρησιμοποιήθηκε για τους αγώνες ξιφασκίας στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1896 και ως κέντρο τύπου στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Ενίσχυσε επίσης το Πανεπιστήμιο Αηνών και το Αμαλείο Ορφανοτροφείο.
Ο Ευαγγέλης Ζάππας πέθανε στις 19 Ιουνίου του 1865 στο Μπροστένι, και ο ξάδερφος του Κωνσταντίνος στις 20 Ιανουαρίου του 1892 στο Μάντον της Γαλλίας..
Ο Απόστολος Αρσάκης (1792-1874) ήταν όχι μόνο Έλληνας ευεργέτης & πρωθυπουργός της
Ρουμανίας.
Γεννήθηκε στη Χοταχόβα της Βόρειου Ηπείρου[1] και ήταν γιός του Κυριάκου Αρσάκη, ο οποίος ήταν ξάδερφος με τους αδερφούς Τοσίτσα[2]. Στάλθηκε απο τον πατέρα του για σπουδές, το 1804, στον θείο του Γεώργιο Αρσάκη, όπου διέμενε στη Βιέννη. Αρχικά εκπαιδεύτηκε στο Βουκουρέστι και στη Βιέννη, όπου είχε την τύχη να έχει δάσκαλο τον Νεόφυτο Δούκα, και στη συνέχεια σπούδασε ιατρική στη Χάλλη της Σαξονίας. Το 1811 σε ηλικία 19 ετών έγραψε βουκολικό ειδύλλιο σε δωρική διάλεκτο κατ΄ απομίμηση του Θεοκρίτου. Μ΄ αυτό προσπάθησε να πείσει τον Μέγα Ναπολέοντα να βοηθήσει στην απελευθέρωση των Ελλήνων από τους Τούρκους. Το 1813 ανακηρύχτηκε χειρουργός και διδάκτορας με τη εναίσιμο διατριβή του στη λατινική γλώσσα «Περί του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού των ιχθύων». Η διατριβή αυτή μεταφράσθηκε σχεδόν σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες θεωρούμενη ότι προήγαγε τη συγκριτική ανατομία. Παράλληλα δημοσίευσε[3] στον «Λόγιο Ερμή» άρθρα σχετικά με την ιστορία της ιατρικής. Το 1814 εγκατάσταθηκε στο Βουκουρέστι, όπου άσκησε το επάγγελμα του ιατρού.
Το 1822 μπήκε στη διπλωματική υπηρεσία του ηγεμόνα της Βλαχίας ενώ την περίοδο 1836-1839 διετέλεσε γραμματέας επικρατείας του ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρου Γκίκα. Το 1857 πρωτοεκλέχθηκε βουλευτής και την περίοδο 1857-1859 χρημάτισε μέλος της τετραμελούς επιτροπής για την ένωση της Βλαχίας & Μολδαβίας, οι οποίες θα αποτελέσουν την Ρουμανία. Το 1860 διορίζεται υπουργός εξωτερικών της Ρουμανίας και δύο χρόνια αργότερα στις 22 Ιανουαρίου του 1862 αντικαθιστά τον δολοφονημένο πρωθυπουργό Καρατζίο. Στον πρωθυπουργικό θώκο παρέμεινε μεχρι τις 24 Ιουνίου του 1862, οπότε και ανέλαβε ο Αλέξανδρος Καντακουζηνός. Το 1866 αποχώρησε απο την ενεργό πολιτική δράση όπου και αρχίζει να χρονολογούνται οι πρώτες του δωρεές προς τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία.
Ο Απόστολος Αρσάκης συγκαταλέγεται σε αυτόυς που χαρακτηρίζονται «Εθνικοί ευεργέτες». Με δικές του δαπάνες βοήθησε στην αποπεράτωση[4] τού Μεγάρου τής οδού Πανεπιστημίου της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας ενώ διέθεσε μεγάλα ποσά (αρχικά 250.000 δραχμές και στη συνέχεια τρεις ακόμη αποστολές ύψους 560.000 δραχμών) για την συντήρηση του. Σήμερα το κτίριο φέρει το όνομα του "Αρσάκειο". Επίσης είχε δωρίσει σημαντικά ποσά για την ανέγερση σχολείων στη πατρίδα του και ναών. Είχε δημοσιεύσει την αρχαιολογική πραγματεία «Περί του ει εξήν ταις γυναιξί ταις δραματικαίς επιδείξεσι παρείναι».
Απεβίωσε στις 16 Ιουλίου του 1874 στο Βουκουρέστι. Τον θάνατό του πένθησε το προσωπικό του Άρσακείου ιδρύματος επί 40 ημέρες και κάθε χρόνο οι τρόφιμοι της Σχολής σε τελετή των εξετάσεων ψάλλουν τον "Αρσάκειο ύμνο".
Ο Μάνθος Ριζάρης (1764-1824) και ο Γεώργιος Ριζάρης (1769-1842) κατάγονταν από το Μονοδένδρι Ζαγορίου και από μικρή ηλικία έμειναν ορφανοί. Αρχικά ο Μάνθος πήγε στη Μόσχα, για να δουλέψει για ένα διάστημα σε ένα θείο τους. Στη συνέχεια ξεκίνησε δικές του επιχειρήσεις και γρήγορα έκανε περιουσία. Το 1806 πήγε κοντά του και ο αδελφός του ο Γεώργιος. Ασχολήθηκαν από κοινού με το εμπόριο και σταδιακά κατάφεραν να δημιουργήσουν μεγάλη περιουσία.
Ο Μάνθος μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία το 1817 και από τότε συνέβαλε στην οικονομική ενίσχυση της Επανάστασης με κάθε μέσο: ενίσχυσε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη με 30.000 ρούβλια και καθόλη την διάρκεια του αγώνα προσέφερε πάνω από 50.000 ρούβλια συνολικά για τους σκοπούς της Επανάστασης. Ο Μάνθος, που υπήρξε ο θεμελιωτής της περιουσίας πέθανε το 1824 στην Ρωσία.
Και τα δύο αδέλφια στήριξαν τον αγώνα για την ανεξαρτησία, με την οικονομική ενίσχυση απόρων ατόμων και ορφανών και δυστυχισμένων από τις κακουχίες του πολέμου οικογενειών. Μετά τον θάνατο του Μάνθου, ο Γεώργιος, εγκαθίσταται στην Οδησσό απ’ όπου ενήργησε για την ίδρυση της "Σχολής των Ελληνικών Μαθημάτων" στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Μονοδένδρι. Το σχολείο στεγάστηκε στο πατρικό τους σπίτι, στο οποίο τρόφιμοι υπήρξαν πολλά ορφανά παιδιά.
Το 1837 ο Γεώργιος εγκαθίσταται στην Αθήνα, κύριος σκοπός του ήταν να πραγματοποιήσει το όνειρο του ιδίου και του αδελφού του: να ιδρυθεί εκκλησιαστική ακαδημία στην ελεύθερη Ελλάδα. Το 1843 μετά τον θάνατο του Γεώργιου Ριζάρη ιδρύεται ιερατική σχολή, η οποία ονομάστηκε Ριζάριος Ιερατική Σχολή, λόγω της τεράστιας συμβολής τους, από κάθε άποψη, για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Αρχικά η σχολή βρίσκονταν κόντα στο σημερινό ξενοδοχείο Hilton, σήμερα λειτουργεί στο Χαλανδρι, ως ανώτερο εκκλησιαστικό φροντιστήριο.
Επίσης ευεργετήθηκε η ιδιαίτερη πατρίδα τους το Μονοδένδρι (και όχι μόνο), με την ίδρυση της Ριζαρείου χειροτεχνικής σχολής και συνέβαλαν επίσης στην συντήρηση του Ιερού Ναού Αγίου Αθανασιού.
Τα κληροδοτήματά τους συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να προσφέρουν σημαντικό έργο.
Ο Μιχαήλ Τοσίτσας (1787 -1856),
Ήταν Μετσοβίτης. Αρχικά εργάστηκε ως μαθητευόμενος σε εργαστήριο γουναρικών, αποκομίζοντας τα πρώτα του κεφάλαια τα οποία και χρησιμοποίησε για εμπορικές δραστηριότητες. Από το 1806 ή το 1807 ανέλαβε τα ηνία της οικογενειακής επιχείρησης από κοινού με τους αδελφούς του Νικόλαο, Κωνσταντίνο και Θεόδωρο. Η ύφεση που παρατηρήθηκε στο εμπόριο -την πρώτη δεκαπενταετία του 19ου αιώνα - λόγω του ηπειρωτικού αποκλεισμού της Γαλλίας από τους Βρετανούς, τον ανάγκασε να επεκταθεί εμπορικά προς την Αίγυπτο. Σύντομα η εμπορική επιχείρηση των αδελφών Τοσίτσα επεκτάθηκε με τη λειτουργία καταστημάτων στη Μάλτα και το Λιβόρνο, υπό τη διεύθυνση των αδελφών του. Ο ίδιος εγκαταστάθηκε από το 1820 στην Αλεξάνδρεια. Επίλεκτο πλέον μέλος της ελληνικής παροικίας της πόλης, διατέλεσε πρόεδρός της, ενώ παράλληλα αναδείχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους οικονομικούς παράγοντες της Αιγύπτου. Διεύρυνε ακόμη περισσότερο την οικονομική και κοινωνική του εμβέλεια, αποχτώντας τεράστιες εκτάσεις βαμβακοκαλλιέργειας, καθώς και με τον διορισμό του ως γενικού επιτρόπου και διαχειριστή των γαιοκτησιών του Μεχμέτ Αλή, με τον οποίο ανάπτυξε πολύ στενές εμπορικές και φιλικές σχέσεις. Διατέλεσε πρώτος πρόξενος της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια (1833-1853) και γενικός πρόξενος στην ίδια πόλη (1853-1854). Το 1854 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του.
Ο Μιχαήλ Τοσίτσας αφιέρωσε πολύ μεγάλα ποσά για εθνικούς, πνευματικούς και φιλανθρωπικούς σκοπούς. Κατά τη διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας διέθεσε χρήματα για την εξαγορά Ελλήνων αιχμαλώτων και την αποστολή πολλών από αυτούς για σπουδές σε ευρωπαϊκές χώρες, φροντίζοντας επιπλέον για την μετέπειτα αποκατάστασή τους. Ακόμη ανέλαβε την εκ θεμελίων ανοικοδόμηση ενός Νοσοκομέιου, παρεθεναγωγείου, ενός Αλληλοδιδακτικού και ενός Ελληνικού σχολείου (Τοσιτζαίαι Σχολαί) στην Αλεξάνδρεια, προικοδοτώντας αυτά επιπλέον με τα αναγκαία κεφάλαια συντήρησης και πρόσληψης διδακτικού προσωπικού, αγόρασε αντί 80.000 ταλίρων οικόπεδο για την ανέγερση μεγαλοπρεπούς ναού (Ευαγγελτστρίας) στην Αλεξάνδρεια, συμμετέχοντας οικονομικά στην κατασκευή του το 1847, αγόρασε επίσης για τις ανάγκες της ελληνικής κοινότητας της πόλης Νεκροταφείο και ανακαίνισε το Νοσοκομείο, το οποίο είχε οικοδομηθεί προηγουμένως με δωρεά του αδελφού του Θεοδώρου. Το σύνολο του ποσού που διέθεσε ξεπέρασε το 1.000.000 δραχμές.
Οι ευεργεσίες του όμως επεκτάθηκαν τόσο στην ιδιαίτερη πατρίδα του όσο και στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Συγκεκριμένα, κληροδότησε σημαντικό μέρος της περιουσίας του για την πολιτισμική, εκπαιδευτική και οικονομική ευμάρεια του Μετσόβου, μεγάλο ποσό στο Ελληνικό Σχολείο της Θεσσαλονίκης, δέκα χιλιάδες (10.000) τάλιρα για τον εξωραϊσμό δρόμων και πλατειών στο κέντρο της Αθήνας, εκατό χιλιάδες (100.000) γαλλικά φράγκα για το Εθνικόν Μετσόβιον Πολυτεχνείον. Το 1840 εξάλλου προσέφερε το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) δραχμών για την ανέγερση του ιστορικού κτηρίου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1854-1855 δώρισε στο Ίδρυμα «μούμιαν καλώς τετηρημένην», η οποία εναποτέθηκε στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Με τη διαθήκη του, επιπλέον, που συντάχθηκε το 1855, δώρισε στο Εθνικό Πανεπιστήμιο το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ταλίρων. Αποδέκτες των δωρεών του τέλος, υπήρξαν και το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο, το Οφθαλμιατρείο, το Αλληλοδιδακτικό σχολείο Αθηνών, η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία (Αρσάκειο), αγόρασε και δώρησε το οικόπεδο του Αρχαιολογικού Μουσείου και διάφορα νοσοκομεία και εκκλησίες, όπως αυτή της Ευαγγελίστριας στην Καρδίτσα το 1842.,. Ανάλογη δραστηριότητα επέδειξε και η σύζυγός του Ελένη (Μέτσοβο 1795-Αθήνα 1866).
Ο Γεώργιος Σταύρου (1788-1869), υπήρξε ευεργέτης, μέλος της Φιλικής Εταιρείας και τραπεζίτης, με πεδίο σταδιοδρομίας εντός και εκτός του ελληνικού χώρου.
Ήταν ο γιος του Ιωάννη Σταύρου, έμπορου από τα Ιωάννινα. Τη σταδιοδρομία του την ξεκίνησε στη Βιέννη την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα, συνεχίζοντας την εμπορική δραστηριότητα του πατέρα του. Σε ηλικία 27 ετών έγινε μέλος της «φιλόμουσου εταιρείας» Βιέννης. Υπήρξε σημαντικός οικονομικός παράγοντας της Διασποράς, αλλά και του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Η εταιρεία του αποτύπωνε στο καθολικό λογιστικό της βιβλίο το εμπόριο των συναλλαγματικών, σε συνάρτηση με το εμπόριο βαμβακιού στο βαλκανικό χώρο. Τη ροή του βαμβακιού ακολουθούσε η αντίστροφη ροή των συναλλαγματικών και των νομισμάτων. Υπολογίζοντας έτσι την αξία των συναλλαγμάτων στον υπολογισμό της τιμής του βαμβακιού στις ευρωπαϊκές χώρες.
Με τη σύσταση του ελληνικού κράτους, συνέβαλε, στην κατά το δυνατόν αυτοδύναμη και σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές αντιλήψεις της εποχής οικονομικής συγκρότησης της χώρας. Υπήρξε ιδρυτής και πρώτος διευθυντής, επί διακυβέρνησης Καποδίστρια, της Εθνικής Τράπεζας, του πρώτου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος του Κράτους.
Στα ευεργετήματα του Γεωργίου Σταύρου περιλαμβάνεται η ίδρυση και χρηματοδότηση νοσοκομείων, γηροκομείων, οικοτροφείων στην Αθήνα και στα Γιάννενα, πριν και μετά την απελευθέρωση. Ιδιαίτερα ευεργετήθηκε η ιδιαίτερη πατρίδα του, τα Ιωάννινα.
Ιωάννης Γεννάδιος (1844 - 1932)
Ο Ιωάννης Γεννάδιος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1844 και ήταν γιος του Ηπειρώτη λόγιου Γεώργιου Γεννάδιου. Φοίτησε στο Αγγλικό Λύκειο της Μάλτας. Εργάστηκε ως διπλωμάτης και υπερασπίστηκε με σθένος τα ελληνικά συμφέροντα, σε όλα τα πεδία, πολιτικό, κοινωνικό και πνευματικό. Δώρισε την προσωπική του βιβλιοθήκη, αποτελούμενη από 26.000 τόμους σπανίων βιβλίων, το 1922, στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, η οποία ανέλαβε τη στέγαση, φύλαξη και λειτουργία της επονομαζόμενης Γενναδείου Βιβλιοθήκης. Ο Ιωάννης Γεννάδιος πέθανε στο Λονδίνο το 1932.
Ο Χρηστάκης Ζωγράφος (1820-1896), καταγόταν από το Κεστοράτι της Βορείου Ηπείρου. Εργαζόταν στην Κωνσταντινούπολη και στο Παρίσι ως τραπεζίτης. Στήριξε οικονομικά την ελληνική παιδεία με τη χρηματοδότηση και ίδρυση σχολείων (Ζωγράφεια διδασκαλεία). Συνέβαλε στην ίδρυση σχολείων αρρένων και θηλέων στην πατρίδα του στο Κεστοράτι, και στο Αργυρόκαστρο. Ο Ζωγράφος κάλυπτε επίσης σε συνεχή βάση όλα τα έξοδα διατροφής και ενδυμασίας 60 υπότροφων σπουδαστών (30 αρρένων και 30 θηλέων), επιμελών μαθητών, τέκνων φτωχών οικογενειών.
Οι γενναίες δωρεές που προσέφερε σε κάθε τομέα των γραμμάτων και των επιστημών, συνέβαλαν αποφασιστικά στη μόρφωση των υπό oθωμανικό ζυγό κυρίως ελληνικών πληθυσμών. Το Ζωγράφειο Λύκειο στην Κωνσταντινούπολη πήρε το όνομά του, λόγω αστρονομικού ποσού που πρόσφερε για την ανέγερσή του.
Ο Γιός του Γιώργος Χριστάκης Ζωγράφου διατέλεσε υπουργός εξωτερικών και πρώτος πρόεδρος της Αυτόνομης Βορέιου Ηπείρου.
Οι Ζωσιμάδες (ή αδελφοί Ζωσιμά) υπήρξαν έμποροι και εθνικοί ευεργέτες που κατάγονται από το χωριό Γραμμένο Ιωαννίνων. Ήταν τα εξής έξι αδέλφια:
· Ιωάννης Ζωσιμάς (1752-1771)
· Αναστάσιος Ζωσιμάς (1754-1828)
· Νικόλαος Ζωσιμάς (1758-1842)
· Θεοδόσιος Ζωσιμάς (1760-1793)
· Ζώης Ζωσιμάς (1764-1828)
· Μιχαήλ Ζωσιμάς (1766-1809)
Ο Νικόλαος, ο Θεοδόσιος και ο Μιχάλης το 1785 ξεκινούν την εμπορική τους σταδιοδρομία στο Λιβόρνο της Ιταλίας, ενώ ο Ιωάννης, ο Αναστάσιος, ο Ζώης στη Νίζνα της σημερινής Ουκρανίας και αργότερα στη Μόσχα. Η Νίζνα εκείνη την εποχή ήταν μεγάλο εμπορικό κέντρο ευρωπαϊκών και ασιατικών προϊόντων.
Τα πρώτα χρόνια της εμπορικής τους δραστηριότητας ήταν αρκετά επίπονα, αλλά γρήγορα κατάφεραν να ορθοποδήσουν.
Με τον θάνατο του Θεοδόση, ο οποίος τους άφησε διαθήκη να ενισχύσουν τις σχολές των Ιωαννίνων, διέθεσαν αστρονομικά ποσά για την σύσταση και την λειτουργία σχολείων και δημόσιων βιβλιοθηκών. Το 1799 χρηματοδότησαν την έκδοση πολλών βιβλίων. Μεγάλο ποσό διοχετεύτηκε για την «Ελληνική Βιβλιοθήκη» του Αδαμάντιου Κοραή. Στα Ιωάννινα συνέβαλλαν με τα υπέρογκα ποσά που διέθεσαν στην ανέγερση πτωχοκομείου, ορφανοτροφείου, και σχολείου στην ιδιαίτερη πατρίδα τους.
Το 1820 με το θάνατο του Ζώη χορηγήθηκε χρηματικό ποσό για την ανέγερση της Ζωσιμαίας σχολής, σχολείο που αποτέλεσε το κέντρο της εκπαιδευτικής δραστηριότητας στην ευρύτερη περιοχή. Μάλιστα ξέρετε την παράδοση για την Ζωσιμαία σχολή - τότες υπήρχε φιρμάνι το οποίο δεν επέτρεπε την οικοδόμηση νέων σχψολείων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Ζωσιμάδες λοιπόν, για να αποφύγουν αυτόν τον κανονισμό, έχτοσαν το σχολείο τους στη Βλαχιά, και το μετέφεραν πέτρα με πέτρα στα Γιάννενα, ώστε να πουν ότι δεν πρόκειται για οικοδόμηση καινούργιας σχολής, αλλά μεταφοράς παλαιάς.
Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης μυούνται στην Φιλική Εταιρεία και στηρίζουν οικονομικά τον αγώνα, τόσο στην Μολδοβλαχία όσο και στον ελληνικό χώρο.
Στα ευεργετήματά τους περιλαμβάνονται και η ίδρυση Νομισματικού Μουσείου στην Αθήνα, με δωρεά της προσωπικής τους συλλογής σε αρχαία ελληνικά και ρωμαϊκά νομίσματα και η ανέγερση ορφανοτροφείου στην Πάτμο.
Ζώης Καπλάνης (1736-1806)
Ιδρυτής εκκλησιών και σχολείων στα Ιωάννινα, ο Ζώης Καπλάνης υπήρξε άλλος ένας μεγάλος εθνικός ευεργέτης. Καταγόταν από το Γραμμένο Ιωαννίνων. Εργάστηκε στο Βουκουρέστι και ασχολήθηκε με το εμπόριο στη Μόσχα, κάνοντας μεγάλη περιουσία. Διέθεσε μεγάλο μέρος της περιουσίας του για εθνωφελείς σκοπούς. Διέθεσε χρήματα στο Αυτοκρατορικό Ορφανοτροφείο της Μόσχας και στο Νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Ανέλαβε τη συντήρηση της Μαρουτσαίας σχολής στα Γιάννενα, καθώς και την οικονομική ενίσχυση της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Μετά το θάνατό του, με τη διαθήκη του διέθεσε χρήματα για τους φτωχούς από το Γραμμένο και τη Τζιουντίλα (Ζωοδόχος) που ήταν το χωριό της μητέρας του, για τους φυλακισμένους των Ιωαννίνων, για το Νοσοκομείο της Νίζνας στη Ρωσία αλλά και για τις σχολές Πατμιάδα και Αθωνιάδα.
Ο Γεώργιος Αβέρωφ (Μέτσοβο 1818 - Αλεξάνδρεια 1899) ήταν Έλληνας επιχειρηματίας και ένας από τους μεγαλύτερους εθνικούς ευεργέτες. Υπήρξε φλογερός πατριώτης, αγνός ιδεολόγος, ανθρωπιστής και οραματιστής. Πρόσφερε τόσο στο τόπο που γεννήθηκε όσο και στον τόπο που εργάσθηκε στο εξωτερικό, αλλά και γενικότερα στη πατρίδα του όσο κανένας άλλος.
Γιος του Μιχάλη και της Ευδοκίας, γεννήθηκε στο Μέτσοβο στις 15 Αυγούστου του 1818. Ήταν το στερνοπαίδι ανάμεσα στα επτά αδέλφια του - τρία κορίτσια και τέσσερα αγόρια. Στην αρχή ήταν βοσκόπουλο και παράλληλα μαθητής του Δημοτικού του Μετσόβου όπου και έλαβε τα στοιχειώδη γράμματα και την ιστορική αυτογνωσία του έθνους μας. Όπως τότε οι περισσότεροι νέοι πολυμελών οικογενειών έφευγαν για "να κάνουν την τύχη τους" έτσι και ο Γεώργιος πήρε το δρόμο της ξενιτιάς. Ο μεγαλύτερος αδελφός του Αναστάσιος δούλευε ήδη σε εμπορική επιχείρηση του θείου του Ν. Στουρνάρα στο Κάιρο στην Αίγυπτο. Έτσι το 1840, σε ηλικία μόλις 22 ετών, έφυγε από το Μέτσοβο όπου γεννήθηκε και εγκαταστάθηκε αρχικά κοντά στον αδελφό του. Αργότερα το 1860 εγκαθίσταται στην Αλεξάνδρεια όπου και ασχολήθηκε με δική του πλέον εμπορική επιχείρηση εισαγωγών - εξαγωγών. Στο εμπόριο αυτό κατάφερε να εξάγει στη Ρωσία τεράστιες ποσότητες, για την εποχή εκείνη χουρμάδων, και ακολουθώντας το τότε εμπόριο ανταλλαγής ειδών ζήτησε και εισήγαγε μεγάλη ποσότητα χρυσονημάτων (μπρισίμ). Αυτή ήταν η πρώτη του εμπορική πράξη που του επέφερε τεράστια κέρδη και τον καθιέρωσε γενικότερα. Έτυχε τότε να παντρεύεται ένας Αιγύπτιος Πασάς και σύμφωνα με τα έθιμα οι παριστάμενοι στο γάμο έπρεπε να φορούν χρυσοκέντητες στολές. Έτσι τα εισαγόμενα αυτά "χρυσονήματα του Αβέρωφ" όπως ονομάστηκαν κυριολεκτικά έγιναν ανάρπαστα σε πολλαπλάσια τιμή, τόσο από τη Βασιλική Αυλή όσο και από τους αξιωματούχους της Χώρας. Μ΄ εκείνο το κεφάλαιο που απέκτησε ο Αβέρωφ ξεκίνησε με συνεχή άλματα να δημιουργεί στη σειρά ευρύτατες επιχειρήσεις με εκπληκτικές επιτυχίες. Το 1870 αναγνωρίσθηκε ως ο μεγαλύτερος έμπορος της Αιγύπτου. Από τότε άρχισε και το μεγάλο έργο της προσφοράς του. Απέκτησε τεράστια περιουσία και βοήθησε την ελληνική κοινότητα της Αλεξάνδρειας ιδρύοντας σχολεία και νοσοκομεία. Επειδή όμως η περιουσία του συνέχιζε να αυξάνεται με γεωμετρικό ρυθμό, προέβη σε πολλές φιλανθρωπικές και κοινωφελείς πράξεις και στην Ελλάδα.
Μεταξύ άλλων, χορήγησε λεφτά για την επέκταση του Πολυτεχνείου, την αναμόρφωση του Παναθηναϊκού σταδίου και τον ανδριάντα του Ρήγα και του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε' στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στον Αβέρωφ επίσης οφείλονται η ανέγερση των φυλακών Αβέρωφ (κατεδαφίστηκαν το 1971), η σχολή Ευελπίδων, η γεωργική σχολή της Λάρισας, το Ωδείο των Αθηνών κ.α. Το μεγαλύτερο ευεργέτημα του πάντως θεωρείται η δωρεά 2.500.000 χρυσών φράγκων στο Πολεμικό Ναυτικό, χρήματα με τα οποία ναυπηγήθηκε το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ».
Προς το τέλος της ζωής του διετέλεσε και πρόεδρος της Ελληνικής κοινότητας της Αλεξάνδρειας (1895-1896). Επί των ημερών του η κοινότητα γνώρισε μεγάλη ακμή, η οποία όμως οφειλόταν κατά κύριο λόγο στις μεγάλες δωρεές που έκανε ο ίδιος ο Αβέρωφ. Έχτισε εκεί το Αβερώφειο οργανοτροφείο και εκκλησίες όπως αυτή της Ευαγγελίστριας το 1885. Επίσης δεν ξεχβνούμε την οικδόμηση του δημοτικού σχολείου Αβέρωφ στο Μέτσοβο.
Ο Γεώργιος Αβέρωφ πέθανε στην Αλεξάνδρεια στις 15 Ιουλίου του 1899 και κηδεύτηκε σε πάνδημο πένθος του Ελληνισμού. Η Ελληνική Κυβέρνηση (του Γ. Θεοτόκη) στις 22 Απριλίου του 1908 έστειλε το εύδρομο "ΜΙΑΟΥΛΗΣ" και μετέφερε τη σορό του στην Ελλάδα όπου με ιδιαίτερες τελετές αναπαύθηκε στο χώμα της πατρίδας του που τόσα πολλά είχε προσφέρει.
Ιωάννης Τρ. Δομπόλλης (1769-1850)
Σημαντικότατη υπήρξε επίσης η συμβολή του Ιωάννη Δόμπολη, που ήταν γιος του Τριαντάφυλλου Δομπόλλη. Γεννήθηκε στη Ρωσία και ασχολήθηκε με το εμπόριο και με τραπεζικές εργασίες. Ο Καποδίστριας, με τον οποίο γνωριζόταν, τον διόρισε διαχειριστή οικονομικών και γενικό ταμεία της Ελλάδος. Η αγάπη του για την Ελλάδα και τα γράμματα τον παρακίνησε να διαθέσει όλη του την περιουσία για την ίδρυση Πανεπιστημίου στην Αθήνα με την επωνυμία Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον της Ελλάδος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου