Β - ΕΘΝΙΚΟΙ ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ
Η
φιλοπατρία, όμως, εκφράζεται με πράξεις εθνικής ευεργεσίας και μετά την ίδρυση
του νεοελληνικού Κράτους. Αποδεικνύονται, μάλιστα, οι πράξεις αυτές, βασική
παράμετρος στην οικοδόμηση υποδομών Υγείας, Παιδείας και Πολιτισμού. Οι
παροικίες των Ελλήνων της Διασποράς (στην Τεργέστη, τη Βενετία, τη Μολδαβία, τη
Βιέννη, την Οδησσό, το Κάιρο, την Αλεξάνδρεια και αλλού) γίνονται σταδιακά,
βασικοί πόλοι ευεργεσίας προς την Πατρίδα. Οι κοινότητες των Απόδημων Ελλήνων
αυτοοργανώνονται και φροντίζουν να καλύψουν τις ανάγκες τους χτίζοντας, πρώτ’
απ’ όλα, Εκκλησιές και Σχολεία.. Στη Ρουμανία για παράδειγμα, όπου το καθεστώς
των οσποδάρων κυριαρχούνταν από Φαναριώτες, τα περισσότερα σχολεία και
εκκλησίες ανεγείρονταν με δαπάνες ελλήνων ηγεμόνων - αλλά η Ελληνοκρατία στη Ρουμανία
και ο διαφωτισμός που την διακατείχε είναι άλλο θέμα που πρέπει να εξεταστεί
λεπτομερώς. Ενδεικτικά αναφέρομαι στον Νικόλαο Μαυροκορδάτο ο οποίος έχτισε
πάμπολλες εκκλησίες στο Βουκουρέστι. Σημειώνουμε ότι οι Φαναριώτες ηγεμόνες της
Βλαχίας υπήρξαν μεγάλοι ευεργέτες του Αγίου ‘Ορους.
Πριν
αναφερθούμε όμως στους ίδιους τους νέους τους ευεργέτες, ας δώσουμε μία
εποπτική εικόνα για την εξέλιξη της αντίληψης για την ευεργεσία, όπως αυτή
προκύπτει από τα κείμενα του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα - ως πρώτη βάση
παρατήρησης για την ευεργετική πρακτική.
Γνωρίζουμε
ότι έχουμε κατά την περίοδο του επαναστατικού αγώνος, «διάθεση ολόκληρων
περιουσιών», όπως είναι η επικρατούσα διατύπωση. Πρόκειται για πράξεις που,
κατά την περίοδο του Αγώνα, εκείνοι που προβαίνουν σ' αυτές τις θεωρούν
υποχρέωση ενώ μετά τον Αγώνα, από την κοινωνία τους αναγνωρίζονται ως προσφορά.
Μετά την απελευθέρωση, και κατά την πορέια της σταδιακής συγκρότησης του
ελληνικού κράτους ex nihilo, οι ευεργεσίες συνεχίζονται και στην περίοδο αυτή
μπορεί να εντοπισθεί μία ταύτιση στην πρόθεση που δηλώνει ο ευεργέτης για την
πράξη του και στην κοινωνική αποτίμηση της πράξης: κυριαρχεί η λέξη προσφορά. Από
τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, και μετά, έχουμε μία συνθετότερη
ελληνική κοινωνία, που η αντίληψη των μελών της για την οικονομική διάσταση των
κοινωνικών συμπεριφορών ολοένα ενισχύεται. Κατά την περίοδο αυτή, ο ευεργέτης
είτε ορίζει την πράξη του ως προσφορά, είτε με τρόπο διακριτικό απομένει μακριά
από οποιαδήποτε έκδηλη προσπάθεια να καθοριστούν οι ιδεολογικές συντεταγμένες
της πράξης του. Είναι όμως βέβαιος, στην περίπτωση αυτή, ότι θα έλθει το κράτος
με το βάρος των θεσμών του (εκκλησία και μνημόσυνα, γιορτές και επαινετικές
αναφορές, ονοματοδοσίες δημοσίων χώρων και αιθουσών) να επισημειώσει την πράξη
με τον χαρακτηρισμό της προσφοράς. Όμως, καθώς ή κοινωνική σύσταση γίνεται
ιδεολογικά συνθετότερη, αρχίζουν να ξεπροβάλουν και αντιλήψεις που θέτουν την
ευεργεσία στο πλαίσιο της κοινωνικής υποχρέωσης και της ανταπόδοσης.
Ώστε, ήδη
από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνος, οι αναφορές που γίνονται από τους
λόγιους και τους πάσης φύσεως ομιλητές και συγγραφείς στους ευεργέτες και την
κοινωνικο-οικονομική εξέλιξη του κράτους, με βάση τις ευεργεσίες του, είναι
συχνές, Δύο και αντίρροπα είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του λόγου αυτού, που
απαντάται τόσο στα επιστημονικά κείμενα, όσο και στα περιοδικά, τις εφημερίδες
και τις εορταστικές ομιλίες. Από τη μία, ο λόγος αυτός προσπαθεί να εξάρει τον
ρόλο των ευεργετών και να εξιδανικεύσει την οικονομική τους δραστηριότητα,
προσδίδοντας της στοιχεία χαρισματικότητας, ηθικότητας, ανιδιοτέλειας και
κοινωνικής προσφοράς. Από την άλλη πλευρά, με πλαίσιο τον βιομηχανικό κόσμο που
εξελίσσει τη νεόπλαστη οικονομική ηθική του, διατυπώνονται σκέψεις και
προβληματισμοί για τις έννοιες πλούτος, φτώχεια, φιλανθρωπία, εργασία και
συνακόλουθα, διατυπώνονται αρνητικές αποτιμήσεις για τις προθέσεις-βλέψεις των
ευεργετών, που οδηγούν τη λέξη σιγά-σιγά σε ειρωνική χρήση.
Είναι ο 19ος
αιώνας, η εποχή της νέας ελληνικής κοινωνία, των πυκνών νεολογισμών, αλλά και
της αρχαιοπρέπειας. Έτσι, για πολλές από τις λέξεις που προσπαθούν να εκφράσουν
τις νέες κοινωνικές συνθήκες, χρησιμοποιούνται (είτε φτιάχνονται νέες) εκείνες
με πρώτο συνθετικό, το «-ευ». Είναι η εποχή των «-ευ»
Μέσα στο
κλίμα ιδεολογικής κυριαρχίας του οινομικού φιλελευθερισμού, πλούτος και
ασφάλεια είναι μέγιστες αλληλένδετες επιδιώξεις. Ύψιστη δικαίωση της οικονομικής
συμπεριφοράς αποτελούν: η ευ-ζωία για το άτομο, η ευ-ημερία και η ευνομία για
την κοινωνία. Μέσα στο πλαίσιο της δημιουργίας νέων κοινωικών ιεραρχήσεων,
ξεπροβάλλουν οι αντιλήψεις για αλληλοδιαδοχές στον πλούτο και στα επαγγέλματα
και γίνονται προσπάθειες να θεμελιωθούν σε βάση αναγνωρισμένη από το κράτος
(κρατικές τιμές και παρασημοφορήσεις). Πρόκειται για την προσπάθεια να τεθούν
μέσα στην κοινωνία διακρίσεις, βασισμένες στην καταγωγή, στα γένη, στους
τίτλους «ευγένειας». Ιδού λοιπόν και ένα τέταρτο, σημαντικό -ευ του 19ου αιώνα,
η ευ-γένεια. Στον πληθωρισμό των «ευ-» λοιπόν, έρχονται να προστεθούν η
ευεργεσία και η ευ-ποιία.
Στην εποχή
που οι αποχρώσεις δεν υπάρχουν και η προσπάθεια είναι όλα να χαρακτηρισθούν με
αιώνια πρόσημα όπως το «ευ-», και το «δυσ-» κατασκευάζονται οι όροι γύρω από το
φαινόμενο που μας απασχολεί. Είναι η εποχή που η Ελλάδα φτιάχνει συνθετότερες
οικονομικές δομές στις οποίες φυσικά συμμετέχουν, αλλά ελάχιστοι γνωρίζουν καλά
τις παραμέτρους λειτουργίας τους. Και είναι απαραίτητο να καταλάβουμε σε πόσο
στενό περιβάλλον γίνονταν κατανοητές οι οικονομικές έννοιες, για να μπορέσουμε
να αντιληφθούμε ταυτοχρόνως, πόσο εύκολο ήταν επί πολλά χρόνια, η ευεργεσία και
η δωρεά να μπορούν να εμφανίζονται ως πράξεις αποκλειστικώς φιλοπατρίας και
φιλανθρωπίας, χωρίς άλλα οικονομικά συμφραζόμενα. Όμως στην αμέσως επόμενη
περίοδο, τα πράγματα αλλάζουν έντονα. Τόσο εντονότερα, όσο η ελληνική κοινωνία
φέρνει στο κέντρο της κοινωνικής ζωής την οικονομία. Τότε αυξάνουν τα σχόλια
και οι κρίσεις για τους οικονομικούς παράγοντες και η ευεργεσία, παύει να
αποτιμάται ως μια μόνον στιγμή στον χρόνο (η στιγμή της διάθεσης των
περιουσιακών στοιχείων), αλλά αρχίζει να αποτιμάται σε πολλαπλούς χρόνους
(μπρος και πίσω στον χρόνο).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου