Η μορφή του ευεργέτη
Ο Αιγυπτιώτης Ελληνισμός αποτέλεσε κατεξοχήν φυτώριο και κοιτίδα του παροικιακού ευεργετισμού.
Ελληνική μειονότητα, με έντονη εμπορική και βιοτεχνική δραστηριότητα στο πλαίσιο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αναφέρεται ήδη τον 18ο αιώνα[1]. Ωστόσο Ελληνική παροικία με ισχυρή πληθυσμιακή οντότητα, κοινοτική οργάνωση και ιδιαίτερο οικονομικο-ιστορικό ρόλο, στο πλαίσιο του διεθνούς αποικιοκρατικού συστήματος, συγκροτείται τον 19ο αιώνα επί Μωχάμετ Άλη (1768-1849), ο οποίος τήρησε απέναντι στους Έλληνες στάση άκρως ευνοϊκή. «Η συμπεριφορά του θα φαινόταν “ανεξήγητη” αν δεν ξέραμε πως έχτιζε ένα αστικό κράτος κάτω από πολύ ιδιόμορφες συνθήκες: δίχως ντόπια αστική τάξη. Γι’ αυτό του χρειάζονται οι Έλληνες έμποροι και γι’ αυτό τους προστατεύει», παρατηρεί ο Στρατής Τσίρκας[2].
Μετά την εγκατάστασή τους, οι Έλληνες πάροικοι οργανώθηκαν σε κοινότητες και φρόντισαν να καλύψουν τις ανάγκες της παροικίας χτίζοντας εκκλησίες και σχολεία. Στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας και αρωγής ίδρυσαν ορφανοτροφεία, νοσοκομεία, βρεφοκομεία και γηροκομεία, με αποτέλεσμα να ανυψωθεί το επίπεδο ζωής της παροικίας, να αναπτυχθεί η ιδιαιτερότητα του πολιτισμικού της χαρακτήρα και να εδραιωθεί το αίσθημα της εθνικής ταυτότητας και συνείδησης στον εκτός του περιορισμένου Ελληνικού κράτους παροικιακό χώρο.
Οι σχέσεις των Ελλήνων παροίκων με το Αιγυπτιακό κράτος υπήρξαν τυπικά αρμονικές, σχέσεις καλού υπηκόου με τη νόμιμη αρχή. Επιπρόσθετα, μέσω της οικονομικής και οργανωτικής τους λειτουργίας, οι αστοί της παροικίας αποτελούσαν και υποκατάστατο της ανύπαρκτης Αιγυπτιακής αστικής τάξης. «Οι Αιγυπτιώτες Έλληνες κυριαρχούσαν σ’ όλα τα αστικά και μικροαστικά επαγγέλματα που πρόβαλλαν μετά τη διείσδυση του δυτικού καπιταλισμού», σημειώνει ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς[3].
Ως προς την εσωτερική του διάρθρωση, κοινωνικά, θεσμικά και εν μέρει διοικητικά ο Ελληνισμός συγκροτήθηκε γύρω από τρεις πόλους: το Πατριαρχείο, το Προξενείο και την Κοινότητα.
Στα πλαίσια του κοινοτικού χώρου, ιδιαίτερο ρόλο έπαιξαν οι αδελφότητες ή πατριές, όπως τις αποκαλούσαν οι Αιγυπτιώτες. Η σύσταση των αδελφοτήτων γινόταν με κριτήρια εθνικοτοπικά, όπου υπερείχε η συνείδηση της κοινής «γενέθλιας γης», ενώ η λειτουργία τους στηρίχθηκε στην εσωτερική αλληλεγγύη, στην αλληλοϋποστήριξη και στην καλλιέργεια σχέσεων «καλής γειτονίας και συμβίωσης» με τον ευρύτερο Αιγυπτιακό χώρο. Η αλληλεγγύη και η φιλανθρωπία, άλλωστε, αποτελούν κορυφαίες αξίες και στο Ισλάμ.
Από τις Ελληνικές Κοινότητες και αδελφότητες, τις δύο αυτές μορφές συγκρότησης της συλλογικής ζωής, αναδείχθηκε και η προσωπική πορεία ορισμένων μελών τους, στο βαθμό που αυτά ανέπτυξαν το πρότυπο της ατομικής λειτουργίας. Μεταξύ αυτών ευρίσκονται τυπικά και οι μεγάλοι ευεργέτες[4].
Η παρουσία των ευεργετών εικονογραφείται παραδειγματικά από τις επιτυχημένες οικονομικές και κοινωνικές διαδρομές που ακολούθησαν, καθώς και από τις ξεχωριστές επιδόσεις που έδειξαν υπηρετώντας την παροικία με αίσθημα υψηλής ευθύνης και κοινοτικής συνείδησης, την ιδιαίτερη πατρίδα τους με πρόδηλο αίσθημα νόστου, αλλά και το εθνικό κέντρο με συνείδηση της οφειλής τους στο εθνικό γίγνεσθαι.
Η ανάδειξη των ευεργετών
Ως πλούσιοι έμποροι, επιτυχημένοι βιομήχανοι ή διαπρεπείς τραπεζίτες, διέθεσαν μεγάλο μέρος της περιουσίας τους προκειμένου να καλύψουν ελλείμματα των κοινοτήτων τους εκεί, στην Αιγυπτιακή χώρα που τους υποδέχθηκε και όπου έζησαν μεγάλο μέρος της ζωής τους. Διέθεσαν χρεώγραφα πολλών Αιγυπτιακών λιρών ή λιρών Αγγλίας για να δημιουργηθούν τα φερώνυμα ιδρύματα: Στην Αλεξάνδρεια ιδρύθηκε η Τοσιτσαία Σχολή (1854), το Αβερώφειο Παρθεναγωγείο (1897), η Σαλβάγειος Επαγγελματική Σχολή (1907), το Μπενάκειο Ορφανοτροφείο Θηλέων (1909), η Ζερβουδάκειος Σχολή (1911), το Χωρέμειο Ραδιολογικό Περίπτερο (1924), η Φαμηλιάδειος Σχολή (1925), το Αντωνιάδειο Γηροκομείο (1925), το Κανισκέρειο Ορφανοτροφείο (1926), το Κοτσίκειο Νοσοκομείο (1932), ενώ το Μπενάκειο Οικονομικό Συσσίτιο (1908) εξασφάλιζε καθημερινά τροφή στις άπορες οικογένειες, στους εργάτες και στους φτωχούς μαθητές της Αλεξανδρινής παροικίας[5].
Στο Κάιρο λειτούργησε η Αμπέτειος Σχολή (1860), το Αχιλλοπούλειο Παρθεναγωγείο (1905), το Αχιλλοπούλειο Νοσοκομείο (1912), η μαιευτική του πτέρυγα από δωρεά του Θεόδωρου Κότσικα (1943), η Ξενάκειος Σχολή (1922), το Σπετσεροπούλειο Ορφανοτροφείο (1928), ενώ ο Νέστορας Τσανακλής χρηματοδότησε την ανέγερση του Ναού Κωνσταντίνου και Ελένης (1906), ενισχύοντας την ορθοδοξία και τους χώρους λατρείας των εκπατρισμένων Ελλήνων[6].
Οι ίδιοι ευεργέτες έκαναν αισθητή την παρουσία τους στην ιδιαίτερη πατρίδα τους. Διεκπεραίωσαν εκεί έργα υποδομής (Αχιλλοπούλειος Αστική Σχολή Βόλου, Τσανακλήδειος Σχολή Κομοτηνής, Χωρέμειος Γεωργική Σχολή Χίου). Χορήγησαν υποτροφίες και ανέλαβαν την προικοδότηση άπορων κοριτσιών «αμέμπτου ηθικής και αρίστης διαγωγής» των συντοπιτών τους.
Τέλος, ενίσχυσαν το εθνικό κέντρο:
Στην Αθήνα, ο Μιχαήλ Τοσίτσας κληροδότησε σημαντικό ποσό για το Πανεπιστήμιο, το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο και το Πολυτεχνείο (1859). Στην ίδια κατεύθυνση, η σύζυγός του Ελένη Τοσίτσα, διευρύνοντας τη δωρεά της, έκανε δυνατή την ίδρυση του Αρχαιολογικού Μουσείου (1866). Για την ανέγερση του Πολυτεχνείου σημαντικό χρηματικό ποσό κληροδότησε ο ανηψιός του Νικόλαος Στουρνάρης. Και ο Γεώργιος Αβέρωφ ολοκλήρωσε τις προηγούμενες δωρεές για το Πολυτεχνείο, που πήρε τελικά τον τίτλο «Εθνικό Μετσόβειο» τιμώντας και τους τρεις Μετσοβίτες-Αλεξανδρινούς ευεργέτες του. Από χρηματική δωρεά του Γεωργίου Αβέρωφ κτίστηκε επίσης το συγκρότημα της Σχολής Ευελπίδων (1896), το Αβερώφειο Εφηβείο (1896) και ναυπηγήθηκε το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ» (1899). Ο ίδιος ευεργέτης διέθεσε μέρος της περιουσίας του για την τοποθέτηση των ανδριάντων των Ρήγα Φεραίου και Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ στα προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών (1896) και ανέλαβε την ολική αναμαρμάρωση του Παναθηναϊκού Σταδίου εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896.
Από δωρεά του Πανταζή Βασσάνη κτίστηκε η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων (1904), από δωρεά του Βασίλη Σιβιτανίδη ιδρύθηκε η Σιβιτανίδειος Σχολή Τεχνών και Επαγγελμάτων (1927), ενώ από δωρεά του Θεοδώρου Κότσικα κατασκευάστηκαν στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δύο πολεμικά αεροπλάνα για να ενισχύσουν την Ελλάδα στις πολεμικές επιχειρήσεις.
Ο Εμμανουήλ Μπενάκης και οι γαμβροί του Κωνσταντίνος Χωρέμης και Στέφανος Δέλτα (από τις κόρες του Αλεξάνδρα και Πηνελόπη) συμμετείχαν στην ιδρυτική επιτροπή για τη δημιουργία του Κολλεγίου Αθηνών (1925). Με δικά του έξοδα ανεγέρθηκε η Μπενάκειος Βιβλιοθήκη (1928) και το Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο (1931). Ακόμη η ίδρυση της Εθνικής Πινακοθήκης οφείλεται σε συνεισφορές του ίδιου ευεργέτη, ενώ το Μουσείο Μπενάκη (1930) ιδρύθηκε από δωρεά του γιου του Αντώνη Μπενάκη.
Η ιδεολογία του ευεργετισμού
Η σύμπτυξη λοιπόν και η συμπύκνωση των λειτουργιών των Κοινοτήτων και αδελφοτήτων σ’ ένα πρόσωπο προσδιόρισε τα χαρακτηριστικά του ευεργέτη[7],που λειτουργεί ατομικά ως δεξαμενή πλούτου και «χρηματοφόρο υποκείμενο»[8], ικανό να αναλάβει εγχειρήματα συλλογικά με όρους ατομικού έργου. Παράλληλα διαμόρφωσε το πλαίσιο ανάπτυξης της ιδεολογίας του ευεργετισμού.
Η λειτουργία των ευεργετών δεν περιορίστηκε σε πράξεις φιλανθρωπίας και κοινωνικής αλληλεγγύης. Υπήρξε ιστορικά προοδευτική και καθοριστική για τη θεσμική συγκρότηση του Νεοελληνικού κράτους, τη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης και τη διάδοση της ανερχόμενης αστικής κουλτούρας. Η συμμετοχή άλλωστε πολλών στην Τεκτονική Στοά, προνομιακό φορέα και τόπο επεξεργασίας και προώθησης του αστικού ιδεολογικού και θεσμικού μετασχηματισμού, δείχνει ότι αντικειμενικά λειτούργησαν σαν «οργανικοί διανοούμενοι» (με την Γκραμσιανή έννοια), έχοντας ανεπτυγμένη ταξική συνείδηση και επίγνωση των σκοπών της τάξης τους.
«Κάθε κοινωνική ομάδα, γράφει ο Αντόνιο Γκράμσι[9], που γεννιέται στο πρωταρχικό πεδίο μιας ουσιαστικής λειτουργίας στον κόσμο της οικονομικής παραγωγής, δημιουργεί μαζί της οργανικά, ένα ή περισσότερα στρώματα διανοουμένων, που της προσδίνουν ομοιογένεια και συνείδηση της αποστολής της, όχι μόνο στο οικονομικό πεδίο αλλά και στο κοινωνικό και στο πολιτικό: Ο καπιταλιστής επιχειρηματίας φέρνει μαζί του τον τεχνικό της βιομηχανίας, τον επιστήμονα της πολιτικής οικονομίας, τον οργανωτή μιας νέας παιδείας, ενός νέου δικαίου κλπ. Πρέπει λοιπόν να τονίσουμε το γεγονός ότι ο επιχειρηματίας αντιπροσωπεύει μιαν ανώτερη κοινωνική διεργασία, που την χαρακτηρίζει κιόλας μια ανώτερη διευθυντική και τεχνική (δηλαδή διανοητική) ικανότητα. Αυτός, πέρα από την περιορισμένη σφαίρα της δραστηριότητας και της πρωτοβουλίας του, πρέπει να έχει και μια κάποια τεχνική ικανότητα σε άλλες σφαίρες, τουλάχιστον σ’ αυτές που βρίσκονται πιο κοντά στην οικονομική παραγωγή (οφείλει να είναι οργανωτής των ανθρωπίνων μαζών, οργανωτής της “εμπιστοσύνης” των καταθετών στην επιχείρησή του, των αγοραστών των εμπορευμάτων του κλπ)». Και προσθέτει: «Αν όχι όλοι οι επιχειρηματίες, τουλάχιστον μια ελίτ απ’ αυτούς, πρέπει να έχει, γενικά, μια ικανότητα οργανωτή της κοινωνίας, σ’ ολόκληρο τον πολύπλοκο οργανισμό των υπηρεσιών, καθώς και στον κρατικό οργανισμό, εξαιτίας της ανάγκης να δημιουργεί τις πιο ευνοϊκές συνθήκες για την επέκταση της τάξης της – ή πρέπει να έχει τουλάχιστο την ικανότητα να διαλέγει τα “στελέχη” (ειδικευμένους υπαλλήλους), στα οποία να εμπιστεύεται αυτή τη δραστηριότητα οργάνωσης των γενικών εξωτερικών σχέσεων της επιχείρησης. Μπορούμε να παρατηρήσουμε πως οι “οργανικοί” διανοούμενοι που κάθε νέα τάξη δημιουργεί κοντά της κι επεξεργάζεται στην προοδευτική εξέλιξή της, είναι οι μεγαλύτερες δυνατές «εξειδικεύσεις» ορισμένων μορφών της πρωταρχικής δραστηριότητας του νέου κοινωνικού τύπου, που η νέα τάξη έφερε στο φως».
Προεικασία της οργανικής ενσωμάτωσης της ευεργετικής λειτουργίας στο ευρύτερο πρόταγμα του ανερχόμενου νεοελληνικού αστισμού, βρίσκουμε στον Ρήγα και τον Κοραή. Το «Σύνταγμα» του Ρήγα, στο άρθρο 5, ορίζει ότι: «Εξ εναντίας είναι γενναίος πολίτης, αξιέπαινος κάτοικος και φίλτατος θνητός επί γης εις τους συμπολίτες του εκείνος, όστις διατρίψας εις ξένους τόπους έμαθε μίαν τέχνην, ή σπούδασε μίαν επιστήμην, ή την ναυτικήν, ή προ πάντων την τακτικήν πολεμικήν, και επιστρέφει εις την πατρίδα. Εκείνου το όνομα, και η πόλις όπου τον έδωσε το είναι, και το γένος, να καταγράφεται εις τον δημόσιον κώδικα, όχι μόνον ως πολίτου, αλλά και ως ευεργέτου της πατρίδος˙ να τω δίδεται ευθύς και αξίωμα κατά την προκοπήν του».
Ο Κοραής πάλι, στην «Έκθεσιν περί της παρούσης καταστάσεως του πολιτισμού εν Ελλάδι» (1803), συσχετίζει την αύξηση του αριθμού των κυκλοφορούντων βιβλίων με το ότι υπάρχουν άνθρωποι «πλούσιοι, με γνώσιν της καλής χρήσεως του πλούτου, ανταξίαν σκεπτομένου ανδρός».
Η περίπτωση του Αλεξανδρινού Εθνικού Ευεργέτη Εμμανουήλ Μπενάκη είναι ενδεικτική για τον ρόλο του ως οργανικού διανοούμενου, που είναι οργανωτικός και καθοδηγητικός, δηλαδή διανοητικός, καθώς και για την ηγετική του λειτουργία στο χώρο των ιδεών (βλ. «Αθήναιον» Αλεξανδρείας, Μπενάκειος Βιβλιοθήκη, Κολλέγιο Αθηνών) και της κοινωνίας.
«... Τον άκουσε ο Άγγλος Αρμοστής της Αιγύπτου Lord Cromer και του έσφιξε το χέρι και παραδέχθηκε την άποψή του. Και τα πράγματα διορθώθηκαν. Και όταν του ζήτησε ακρόαση ο λαμπρός τότε γενικός πρόξενος Ι. Γρυπάρης για την ίδια υπόθεση, αποκρίθηκε ο Cromer: “Δεν είναι ανάγκη να κάνει τον κόπο να έλθει ο γενικός πρόξενος. Μου είπε ο Μπενάκης πως είναι τα πράγματα, και ο λόγος του μου αρκεί”»[10].
Όταν ο Εμμανουήλ Μπενάκης εγκαταστάθηκε στην Αθήνα εξελέγη βουλευτής Αττικοβοιωτίας, ανέλαβε πρώτος υπουργός Γεωργίας, Εμπορίου και Βιομηχανίας, εξελέγη δήμαρχος Αθηναίων και διετέλεσε μέχρι το τέλος στενός και πιστός συνεργάτης του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Ο ρόλος λοιπόν του «οργανικού διανοούμενου» προσέδωσε στους Αιγυπτιώτες ευεργέτες μια λειτουργία οργανωτική, καθοδηγητική, διανοητική και πολιτική. Ανάμεσά τους άλλωστε βρίσκονται και πολλοί άλλοι που μετά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα διετέλεσαν δήμαρχοι, υπουργοί, υψηλά στελέχη πολιτικών κομμάτων, που ανέλαβαν ηγετικούς ρόλους. Ορισμένοι μάλιστα απ’ αυτούς συμπεριλαμβάνονται στα διακεκριμένα άτομα που συνέβαλαν στη διαιώνιση των σχέσεων καθολικής αναγνώρισης και ανταπόδοσης.
Ο Αντώνης Αντωνιάδης της Αλεξανδρείας κληροδότησε τη βίλα του στην Αιγυπτιακή Δημαρχεία. Ο Θεόδωρος Κότσικας του Καΐρου χρηματοδότησε την ανέγερση τζαμιών και σχολείων για τους Αιγυπτίους στο Χελουάν, εκεί που βρισκόταν το εργοστάσιο οινοπνευματοποιίας «Κότσικα».
Το γεγονός αυτό καταδεικνύει την ευρεία κοινωνική τους συνείδηση αλλά και τον βαθμό ένταξής τους στο κοινωνικό και θρησκευτικό περιβάλλον της Αιγύπτου. Δεν περιορίστηκαν στους ομοεθνείς και ομόθρησκους της παροικίας, αλλά επεκτάθηκαν και στους αλλοεθνείς και αλλόθρησκους της Αιγυπτιακής γης. Από τις Ελληνικές Κοινότητες Αλεξανδρείας και Καΐρου τιμήθηκαν με τη διάκριση του Ευεργέτη. Ύψιστο όμως σημείο προσωπικής τους αναγνώρισης, που φέρει και τα χαρακτηριστικά της ανταποδοτικότητας από τους Αιγυπτίους, συνιστά το γεγονός ότι η βίλα Αντωνιάδη βρίσκεται σήμερα ενταγμένη στην Αλεξανδρινή Βιβλιοθήκη διατηρώντας το όνομα του δωρητή της. Όσο για τον Καϊρινό Θεόδωρο Κότσικα, σε σταθμό του τρένου πάνω στη γραμμή El Marg-Helwan έχει δοθεί το όνομα «Cozzika».
Το ότι οι επωνυμίες αυτές διασώθηκαν, παρά τους ισχυρούς κραδασμούς της ιστορίας και την πλήρη ανατροπή του ιστορικού πλαισίου, μέσω της Νασερικής επανάστασης, δηλώνει ότι και η Αιγυπτιακή Κοινωνία αναγνωρίζει τη συμβολή των Ελλήνων Ευεργετών και στον δικό της αστικό μετασχηματισμό. Και εικονογραφεί το ότι λειτούργησαν σαν κοσμοπολίτες οργανικοί διανοούμενοι της διεθνούς αστικής τάξης, και όχι μόνο της Ελληνικής.
Ο Αιγυπτιώτης Ελληνισμός αποτέλεσε κατεξοχήν φυτώριο και κοιτίδα του παροικιακού ευεργετισμού.
Ελληνική μειονότητα, με έντονη εμπορική και βιοτεχνική δραστηριότητα στο πλαίσιο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αναφέρεται ήδη τον 18ο αιώνα[1]. Ωστόσο Ελληνική παροικία με ισχυρή πληθυσμιακή οντότητα, κοινοτική οργάνωση και ιδιαίτερο οικονομικο-ιστορικό ρόλο, στο πλαίσιο του διεθνούς αποικιοκρατικού συστήματος, συγκροτείται τον 19ο αιώνα επί Μωχάμετ Άλη (1768-1849), ο οποίος τήρησε απέναντι στους Έλληνες στάση άκρως ευνοϊκή. «Η συμπεριφορά του θα φαινόταν “ανεξήγητη” αν δεν ξέραμε πως έχτιζε ένα αστικό κράτος κάτω από πολύ ιδιόμορφες συνθήκες: δίχως ντόπια αστική τάξη. Γι’ αυτό του χρειάζονται οι Έλληνες έμποροι και γι’ αυτό τους προστατεύει», παρατηρεί ο Στρατής Τσίρκας[2].
Μετά την εγκατάστασή τους, οι Έλληνες πάροικοι οργανώθηκαν σε κοινότητες και φρόντισαν να καλύψουν τις ανάγκες της παροικίας χτίζοντας εκκλησίες και σχολεία. Στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας και αρωγής ίδρυσαν ορφανοτροφεία, νοσοκομεία, βρεφοκομεία και γηροκομεία, με αποτέλεσμα να ανυψωθεί το επίπεδο ζωής της παροικίας, να αναπτυχθεί η ιδιαιτερότητα του πολιτισμικού της χαρακτήρα και να εδραιωθεί το αίσθημα της εθνικής ταυτότητας και συνείδησης στον εκτός του περιορισμένου Ελληνικού κράτους παροικιακό χώρο.
Οι σχέσεις των Ελλήνων παροίκων με το Αιγυπτιακό κράτος υπήρξαν τυπικά αρμονικές, σχέσεις καλού υπηκόου με τη νόμιμη αρχή. Επιπρόσθετα, μέσω της οικονομικής και οργανωτικής τους λειτουργίας, οι αστοί της παροικίας αποτελούσαν και υποκατάστατο της ανύπαρκτης Αιγυπτιακής αστικής τάξης. «Οι Αιγυπτιώτες Έλληνες κυριαρχούσαν σ’ όλα τα αστικά και μικροαστικά επαγγέλματα που πρόβαλλαν μετά τη διείσδυση του δυτικού καπιταλισμού», σημειώνει ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς[3].
Ως προς την εσωτερική του διάρθρωση, κοινωνικά, θεσμικά και εν μέρει διοικητικά ο Ελληνισμός συγκροτήθηκε γύρω από τρεις πόλους: το Πατριαρχείο, το Προξενείο και την Κοινότητα.
Στα πλαίσια του κοινοτικού χώρου, ιδιαίτερο ρόλο έπαιξαν οι αδελφότητες ή πατριές, όπως τις αποκαλούσαν οι Αιγυπτιώτες. Η σύσταση των αδελφοτήτων γινόταν με κριτήρια εθνικοτοπικά, όπου υπερείχε η συνείδηση της κοινής «γενέθλιας γης», ενώ η λειτουργία τους στηρίχθηκε στην εσωτερική αλληλεγγύη, στην αλληλοϋποστήριξη και στην καλλιέργεια σχέσεων «καλής γειτονίας και συμβίωσης» με τον ευρύτερο Αιγυπτιακό χώρο. Η αλληλεγγύη και η φιλανθρωπία, άλλωστε, αποτελούν κορυφαίες αξίες και στο Ισλάμ.
Από τις Ελληνικές Κοινότητες και αδελφότητες, τις δύο αυτές μορφές συγκρότησης της συλλογικής ζωής, αναδείχθηκε και η προσωπική πορεία ορισμένων μελών τους, στο βαθμό που αυτά ανέπτυξαν το πρότυπο της ατομικής λειτουργίας. Μεταξύ αυτών ευρίσκονται τυπικά και οι μεγάλοι ευεργέτες[4].
Η παρουσία των ευεργετών εικονογραφείται παραδειγματικά από τις επιτυχημένες οικονομικές και κοινωνικές διαδρομές που ακολούθησαν, καθώς και από τις ξεχωριστές επιδόσεις που έδειξαν υπηρετώντας την παροικία με αίσθημα υψηλής ευθύνης και κοινοτικής συνείδησης, την ιδιαίτερη πατρίδα τους με πρόδηλο αίσθημα νόστου, αλλά και το εθνικό κέντρο με συνείδηση της οφειλής τους στο εθνικό γίγνεσθαι.
Η ανάδειξη των ευεργετών
Ως πλούσιοι έμποροι, επιτυχημένοι βιομήχανοι ή διαπρεπείς τραπεζίτες, διέθεσαν μεγάλο μέρος της περιουσίας τους προκειμένου να καλύψουν ελλείμματα των κοινοτήτων τους εκεί, στην Αιγυπτιακή χώρα που τους υποδέχθηκε και όπου έζησαν μεγάλο μέρος της ζωής τους. Διέθεσαν χρεώγραφα πολλών Αιγυπτιακών λιρών ή λιρών Αγγλίας για να δημιουργηθούν τα φερώνυμα ιδρύματα: Στην Αλεξάνδρεια ιδρύθηκε η Τοσιτσαία Σχολή (1854), το Αβερώφειο Παρθεναγωγείο (1897), η Σαλβάγειος Επαγγελματική Σχολή (1907), το Μπενάκειο Ορφανοτροφείο Θηλέων (1909), η Ζερβουδάκειος Σχολή (1911), το Χωρέμειο Ραδιολογικό Περίπτερο (1924), η Φαμηλιάδειος Σχολή (1925), το Αντωνιάδειο Γηροκομείο (1925), το Κανισκέρειο Ορφανοτροφείο (1926), το Κοτσίκειο Νοσοκομείο (1932), ενώ το Μπενάκειο Οικονομικό Συσσίτιο (1908) εξασφάλιζε καθημερινά τροφή στις άπορες οικογένειες, στους εργάτες και στους φτωχούς μαθητές της Αλεξανδρινής παροικίας[5].
Στο Κάιρο λειτούργησε η Αμπέτειος Σχολή (1860), το Αχιλλοπούλειο Παρθεναγωγείο (1905), το Αχιλλοπούλειο Νοσοκομείο (1912), η μαιευτική του πτέρυγα από δωρεά του Θεόδωρου Κότσικα (1943), η Ξενάκειος Σχολή (1922), το Σπετσεροπούλειο Ορφανοτροφείο (1928), ενώ ο Νέστορας Τσανακλής χρηματοδότησε την ανέγερση του Ναού Κωνσταντίνου και Ελένης (1906), ενισχύοντας την ορθοδοξία και τους χώρους λατρείας των εκπατρισμένων Ελλήνων[6].
Οι ίδιοι ευεργέτες έκαναν αισθητή την παρουσία τους στην ιδιαίτερη πατρίδα τους. Διεκπεραίωσαν εκεί έργα υποδομής (Αχιλλοπούλειος Αστική Σχολή Βόλου, Τσανακλήδειος Σχολή Κομοτηνής, Χωρέμειος Γεωργική Σχολή Χίου). Χορήγησαν υποτροφίες και ανέλαβαν την προικοδότηση άπορων κοριτσιών «αμέμπτου ηθικής και αρίστης διαγωγής» των συντοπιτών τους.
Τέλος, ενίσχυσαν το εθνικό κέντρο:
Στην Αθήνα, ο Μιχαήλ Τοσίτσας κληροδότησε σημαντικό ποσό για το Πανεπιστήμιο, το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο και το Πολυτεχνείο (1859). Στην ίδια κατεύθυνση, η σύζυγός του Ελένη Τοσίτσα, διευρύνοντας τη δωρεά της, έκανε δυνατή την ίδρυση του Αρχαιολογικού Μουσείου (1866). Για την ανέγερση του Πολυτεχνείου σημαντικό χρηματικό ποσό κληροδότησε ο ανηψιός του Νικόλαος Στουρνάρης. Και ο Γεώργιος Αβέρωφ ολοκλήρωσε τις προηγούμενες δωρεές για το Πολυτεχνείο, που πήρε τελικά τον τίτλο «Εθνικό Μετσόβειο» τιμώντας και τους τρεις Μετσοβίτες-Αλεξανδρινούς ευεργέτες του. Από χρηματική δωρεά του Γεωργίου Αβέρωφ κτίστηκε επίσης το συγκρότημα της Σχολής Ευελπίδων (1896), το Αβερώφειο Εφηβείο (1896) και ναυπηγήθηκε το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ» (1899). Ο ίδιος ευεργέτης διέθεσε μέρος της περιουσίας του για την τοποθέτηση των ανδριάντων των Ρήγα Φεραίου και Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ στα προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών (1896) και ανέλαβε την ολική αναμαρμάρωση του Παναθηναϊκού Σταδίου εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896.
Από δωρεά του Πανταζή Βασσάνη κτίστηκε η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων (1904), από δωρεά του Βασίλη Σιβιτανίδη ιδρύθηκε η Σιβιτανίδειος Σχολή Τεχνών και Επαγγελμάτων (1927), ενώ από δωρεά του Θεοδώρου Κότσικα κατασκευάστηκαν στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δύο πολεμικά αεροπλάνα για να ενισχύσουν την Ελλάδα στις πολεμικές επιχειρήσεις.
Ο Εμμανουήλ Μπενάκης και οι γαμβροί του Κωνσταντίνος Χωρέμης και Στέφανος Δέλτα (από τις κόρες του Αλεξάνδρα και Πηνελόπη) συμμετείχαν στην ιδρυτική επιτροπή για τη δημιουργία του Κολλεγίου Αθηνών (1925). Με δικά του έξοδα ανεγέρθηκε η Μπενάκειος Βιβλιοθήκη (1928) και το Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο (1931). Ακόμη η ίδρυση της Εθνικής Πινακοθήκης οφείλεται σε συνεισφορές του ίδιου ευεργέτη, ενώ το Μουσείο Μπενάκη (1930) ιδρύθηκε από δωρεά του γιου του Αντώνη Μπενάκη.
Η ιδεολογία του ευεργετισμού
Η σύμπτυξη λοιπόν και η συμπύκνωση των λειτουργιών των Κοινοτήτων και αδελφοτήτων σ’ ένα πρόσωπο προσδιόρισε τα χαρακτηριστικά του ευεργέτη[7],που λειτουργεί ατομικά ως δεξαμενή πλούτου και «χρηματοφόρο υποκείμενο»[8], ικανό να αναλάβει εγχειρήματα συλλογικά με όρους ατομικού έργου. Παράλληλα διαμόρφωσε το πλαίσιο ανάπτυξης της ιδεολογίας του ευεργετισμού.
Η λειτουργία των ευεργετών δεν περιορίστηκε σε πράξεις φιλανθρωπίας και κοινωνικής αλληλεγγύης. Υπήρξε ιστορικά προοδευτική και καθοριστική για τη θεσμική συγκρότηση του Νεοελληνικού κράτους, τη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης και τη διάδοση της ανερχόμενης αστικής κουλτούρας. Η συμμετοχή άλλωστε πολλών στην Τεκτονική Στοά, προνομιακό φορέα και τόπο επεξεργασίας και προώθησης του αστικού ιδεολογικού και θεσμικού μετασχηματισμού, δείχνει ότι αντικειμενικά λειτούργησαν σαν «οργανικοί διανοούμενοι» (με την Γκραμσιανή έννοια), έχοντας ανεπτυγμένη ταξική συνείδηση και επίγνωση των σκοπών της τάξης τους.
«Κάθε κοινωνική ομάδα, γράφει ο Αντόνιο Γκράμσι[9], που γεννιέται στο πρωταρχικό πεδίο μιας ουσιαστικής λειτουργίας στον κόσμο της οικονομικής παραγωγής, δημιουργεί μαζί της οργανικά, ένα ή περισσότερα στρώματα διανοουμένων, που της προσδίνουν ομοιογένεια και συνείδηση της αποστολής της, όχι μόνο στο οικονομικό πεδίο αλλά και στο κοινωνικό και στο πολιτικό: Ο καπιταλιστής επιχειρηματίας φέρνει μαζί του τον τεχνικό της βιομηχανίας, τον επιστήμονα της πολιτικής οικονομίας, τον οργανωτή μιας νέας παιδείας, ενός νέου δικαίου κλπ. Πρέπει λοιπόν να τονίσουμε το γεγονός ότι ο επιχειρηματίας αντιπροσωπεύει μιαν ανώτερη κοινωνική διεργασία, που την χαρακτηρίζει κιόλας μια ανώτερη διευθυντική και τεχνική (δηλαδή διανοητική) ικανότητα. Αυτός, πέρα από την περιορισμένη σφαίρα της δραστηριότητας και της πρωτοβουλίας του, πρέπει να έχει και μια κάποια τεχνική ικανότητα σε άλλες σφαίρες, τουλάχιστον σ’ αυτές που βρίσκονται πιο κοντά στην οικονομική παραγωγή (οφείλει να είναι οργανωτής των ανθρωπίνων μαζών, οργανωτής της “εμπιστοσύνης” των καταθετών στην επιχείρησή του, των αγοραστών των εμπορευμάτων του κλπ)». Και προσθέτει: «Αν όχι όλοι οι επιχειρηματίες, τουλάχιστον μια ελίτ απ’ αυτούς, πρέπει να έχει, γενικά, μια ικανότητα οργανωτή της κοινωνίας, σ’ ολόκληρο τον πολύπλοκο οργανισμό των υπηρεσιών, καθώς και στον κρατικό οργανισμό, εξαιτίας της ανάγκης να δημιουργεί τις πιο ευνοϊκές συνθήκες για την επέκταση της τάξης της – ή πρέπει να έχει τουλάχιστο την ικανότητα να διαλέγει τα “στελέχη” (ειδικευμένους υπαλλήλους), στα οποία να εμπιστεύεται αυτή τη δραστηριότητα οργάνωσης των γενικών εξωτερικών σχέσεων της επιχείρησης. Μπορούμε να παρατηρήσουμε πως οι “οργανικοί” διανοούμενοι που κάθε νέα τάξη δημιουργεί κοντά της κι επεξεργάζεται στην προοδευτική εξέλιξή της, είναι οι μεγαλύτερες δυνατές «εξειδικεύσεις» ορισμένων μορφών της πρωταρχικής δραστηριότητας του νέου κοινωνικού τύπου, που η νέα τάξη έφερε στο φως».
Προεικασία της οργανικής ενσωμάτωσης της ευεργετικής λειτουργίας στο ευρύτερο πρόταγμα του ανερχόμενου νεοελληνικού αστισμού, βρίσκουμε στον Ρήγα και τον Κοραή. Το «Σύνταγμα» του Ρήγα, στο άρθρο 5, ορίζει ότι: «Εξ εναντίας είναι γενναίος πολίτης, αξιέπαινος κάτοικος και φίλτατος θνητός επί γης εις τους συμπολίτες του εκείνος, όστις διατρίψας εις ξένους τόπους έμαθε μίαν τέχνην, ή σπούδασε μίαν επιστήμην, ή την ναυτικήν, ή προ πάντων την τακτικήν πολεμικήν, και επιστρέφει εις την πατρίδα. Εκείνου το όνομα, και η πόλις όπου τον έδωσε το είναι, και το γένος, να καταγράφεται εις τον δημόσιον κώδικα, όχι μόνον ως πολίτου, αλλά και ως ευεργέτου της πατρίδος˙ να τω δίδεται ευθύς και αξίωμα κατά την προκοπήν του».
Ο Κοραής πάλι, στην «Έκθεσιν περί της παρούσης καταστάσεως του πολιτισμού εν Ελλάδι» (1803), συσχετίζει την αύξηση του αριθμού των κυκλοφορούντων βιβλίων με το ότι υπάρχουν άνθρωποι «πλούσιοι, με γνώσιν της καλής χρήσεως του πλούτου, ανταξίαν σκεπτομένου ανδρός».
Η περίπτωση του Αλεξανδρινού Εθνικού Ευεργέτη Εμμανουήλ Μπενάκη είναι ενδεικτική για τον ρόλο του ως οργανικού διανοούμενου, που είναι οργανωτικός και καθοδηγητικός, δηλαδή διανοητικός, καθώς και για την ηγετική του λειτουργία στο χώρο των ιδεών (βλ. «Αθήναιον» Αλεξανδρείας, Μπενάκειος Βιβλιοθήκη, Κολλέγιο Αθηνών) και της κοινωνίας.
«... Τον άκουσε ο Άγγλος Αρμοστής της Αιγύπτου Lord Cromer και του έσφιξε το χέρι και παραδέχθηκε την άποψή του. Και τα πράγματα διορθώθηκαν. Και όταν του ζήτησε ακρόαση ο λαμπρός τότε γενικός πρόξενος Ι. Γρυπάρης για την ίδια υπόθεση, αποκρίθηκε ο Cromer: “Δεν είναι ανάγκη να κάνει τον κόπο να έλθει ο γενικός πρόξενος. Μου είπε ο Μπενάκης πως είναι τα πράγματα, και ο λόγος του μου αρκεί”»[10].
Όταν ο Εμμανουήλ Μπενάκης εγκαταστάθηκε στην Αθήνα εξελέγη βουλευτής Αττικοβοιωτίας, ανέλαβε πρώτος υπουργός Γεωργίας, Εμπορίου και Βιομηχανίας, εξελέγη δήμαρχος Αθηναίων και διετέλεσε μέχρι το τέλος στενός και πιστός συνεργάτης του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Ο ρόλος λοιπόν του «οργανικού διανοούμενου» προσέδωσε στους Αιγυπτιώτες ευεργέτες μια λειτουργία οργανωτική, καθοδηγητική, διανοητική και πολιτική. Ανάμεσά τους άλλωστε βρίσκονται και πολλοί άλλοι που μετά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα διετέλεσαν δήμαρχοι, υπουργοί, υψηλά στελέχη πολιτικών κομμάτων, που ανέλαβαν ηγετικούς ρόλους. Ορισμένοι μάλιστα απ’ αυτούς συμπεριλαμβάνονται στα διακεκριμένα άτομα που συνέβαλαν στη διαιώνιση των σχέσεων καθολικής αναγνώρισης και ανταπόδοσης.
Ο Αντώνης Αντωνιάδης της Αλεξανδρείας κληροδότησε τη βίλα του στην Αιγυπτιακή Δημαρχεία. Ο Θεόδωρος Κότσικας του Καΐρου χρηματοδότησε την ανέγερση τζαμιών και σχολείων για τους Αιγυπτίους στο Χελουάν, εκεί που βρισκόταν το εργοστάσιο οινοπνευματοποιίας «Κότσικα».
Το γεγονός αυτό καταδεικνύει την ευρεία κοινωνική τους συνείδηση αλλά και τον βαθμό ένταξής τους στο κοινωνικό και θρησκευτικό περιβάλλον της Αιγύπτου. Δεν περιορίστηκαν στους ομοεθνείς και ομόθρησκους της παροικίας, αλλά επεκτάθηκαν και στους αλλοεθνείς και αλλόθρησκους της Αιγυπτιακής γης. Από τις Ελληνικές Κοινότητες Αλεξανδρείας και Καΐρου τιμήθηκαν με τη διάκριση του Ευεργέτη. Ύψιστο όμως σημείο προσωπικής τους αναγνώρισης, που φέρει και τα χαρακτηριστικά της ανταποδοτικότητας από τους Αιγυπτίους, συνιστά το γεγονός ότι η βίλα Αντωνιάδη βρίσκεται σήμερα ενταγμένη στην Αλεξανδρινή Βιβλιοθήκη διατηρώντας το όνομα του δωρητή της. Όσο για τον Καϊρινό Θεόδωρο Κότσικα, σε σταθμό του τρένου πάνω στη γραμμή El Marg-Helwan έχει δοθεί το όνομα «Cozzika».
Το ότι οι επωνυμίες αυτές διασώθηκαν, παρά τους ισχυρούς κραδασμούς της ιστορίας και την πλήρη ανατροπή του ιστορικού πλαισίου, μέσω της Νασερικής επανάστασης, δηλώνει ότι και η Αιγυπτιακή Κοινωνία αναγνωρίζει τη συμβολή των Ελλήνων Ευεργετών και στον δικό της αστικό μετασχηματισμό. Και εικονογραφεί το ότι λειτούργησαν σαν κοσμοπολίτες οργανικοί διανοούμενοι της διεθνούς αστικής τάξης, και όχι μόνο της Ελληνικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου