Η πρώτη εφαρμογή των αρχών του εκπαιδευτικού δημοτικισμού
στη Μέση Εκπαίδευση
Κώστας Θεριανός -Μαριάνθη Μπέλλα
Το οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο
Η ίδρυση, τα επεισόδια και οι αντιπαραθέσεις κατά την λειτουργία του, ο τρόπος με τον οποίο έκλεισε το Παρθεναγωγείο του Βόλου αλλά και η Δίκη που ακολούθησε, τρία χρόνια μετά την επεισοδιακή παύση της λειτουργίας του (Αθεϊκά 1914), συνιστούν μια συμπυκνωμένη έκφραση των αλλαγών, αλλά και των συγκρούσεων που γνώρισε η ελληνική κοινωνία στο τελευταίο τέταρτο του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα.
Η σταδιακή ανάπτυξη της βιομηχανίας, του τραπεζικού τομέα και των μεταφορών δημιούργησαν μια νέα δυναμική αστική τάξη, η οποία ξεπέρασε για πρώτη φορά την εμπορευματική της φυσιογνωμία. Η αντίθεση ανάμεσα στην αστική τάξη και τα μεσαία στρώματα, που συνδέονταν οικονομικά και ιδεολογικά μαζί της και τα κοινωνικά στρώματα που ήθελαν να μείνουν προσκολλημένα στο παρελθόν και υποστήριζαν την Βασιλεία, εκδηλωνόταν όλο και συχνότερα και με όλο και πιο συγκρουσιακό τρόπο (Σβορώνος, 1994: 108-110). Επεισόδιο στο πλαίσιο αυτής της σύγκρουσης είναι και το Παρθεναγωγείο του Βόλου.
Ο Βόλος ήταν ένα αστικό κέντρο με έντονη οικονομική ανάπτυξη, όπου το εργατικό κίνημα έκανε τα πρώτα του βήματα. Ο Γιάννης Κορδάτος, στην Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος, δίνει μια αρκετά αναλυτική εικόνα της ανάπτυξης και της οργάνωσης της εργατικής τάξης στον Βόλο ως αποτέλεσμα της ταχείας βιομηχανικής ανάπτυξης. Πυρήνας της ίδρυσης του Εργατικού Κέντρου της πόλης ήταν εργάτες της βιομηχανίας τσιγάρων και τυπογράφοι μαζί με προοδευτικούς διανοούμενους (δικηγόρους και γιατρούς) (αναλυτικά βλ. Κορδάτος, 1972: 135- 147).
Ο γιατρός Δημήτρης Σαράτσης ήταν μια από τις ηγετικές προσωπικότητες του κέντρου με έντονη κοινωνική δράση. Οργάνωνε στο κέντρο ομιλίες για τον αλκοολισμό, την ακρίβεια των ειδών ένδυσης και διατροφής όπως και γενικά θέματα που απασχολούσαν την ποιότητα ζωής των εργατών. Επίσης, δική του ήταν η πρόταση προς το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Παγασών για την ίδρυση του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου του Βόλου.
Στην εισήγησή του ο Σαράτσης παρουσίασε την ανάγκη δημιουργίας ενός σχολείου θηλέων Μέσης παιδείας, κατάλληλου να μορφώσει «Ελληνίδες με θετικό και φωτισμένο μυαλό, που να είναι σε θέση να στήσουν αργότερα ένα σπίτι νοικοκυρεμένο και να μορφώσουν τα παιδιά τους όπως πρέπει». Πρότεινε, επίσης, τα μαθήματα που θα έπρεπε να διδάσκονται στο σχολείο αυτό και τις μεθόδους διδασκαλίας που θα έπρεπε να εφαρμοστούν. Ο εισηγητής ζητούσε η μόρφωση που θα παρεχόταν να ήταν ανθρωπιστική, εθνική και νεωτεριστική, αλλά και με πρακτικές γνώσεις. Τα σχολείο είχε «βάση, αφετηρία και τέρμα τον νέο Ελληνισμό» και όργανο διδασκαλίας την δημοτική γλώσσα (Δημαράς, 19982: 56-57).
Τα κορίτσια θα διδάσκονταν σε αυτό πρακτικά μαθήματα (μαγειρική, κηπουρική, χειροτεχνία), ξένη γλώσσα («πολλά γαλλικά»), τη νεοελληνική γλώσσα και φιλολογία, ακόμα και αρχαίους Έλληνες συγγραφείς (κατά το «νόημα του κειμένου», όχι με «άγονες και μάταιες γραμματικές και συντακτικές παρατηρήσεις»), αν ήταν δυνατόν, από καλές μεταφράσεις (Παπανούτσος, 19842: 41).
Το Ανώτερο Δημοτικό Παρθεναγωγείο ιδρύθηκε ως ιδιωτικό σχολείο Μέσης εκπαίδευσης θηλέων, χωρίς εξάρτηση από το δημόσιο. Οι δαπάνες λειτουργίας του βάραιναν τους γονείς των μαθητριών, ενώ ο Δήμος αναλάμβανε τα μισά ή λιγότερα από τα ετήσια έξοδα, ανάλογα με τις δυνατότητές του.
Το Δημοτικό Συμβούλιο αποδέχθηκε την πρόταση του Σαράτση κι εκείνος άρχισε να αναζητεί τον παιδαγωγό που θα αναλάμβανε την οργάνωσή του.
Η τοποθέτηση του Δελμούζου στη θέση του Διευθυντή
Διευθυντής του σχολείου τοποθετήθηκε ο Αλέξανδρος Δελμούζος, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει στην Ελλάδα από μεταπτυχιακές σπουδές στην Γερμανία, τον προηγούμενο χρόνο (1807). Ήταν ένας νέος παιδαγωγός που στην Γερμανία είχε συνδεθεί και επηρεαστεί σημαντικά από τον Γ. Σκληρό. Χωρίς να ταυτιστεί απόλυτα με τον Σκληρό – αργότερα απομακρύνθηκε και αμφισβήτησε τις απόψεις του – έφερε από την Γερμανία τα χειρόγραφα του Κοινωνικού μας Ζητήματος, τα οποία προσπάθησε να προωθήσει προς έκδοση. Στις 3-7 Ιουνίου 1908, ο Δελμούζος δημοσίευσε στην εφημερίδα Ακρόπολις μια μελέτη με τίτλο «Πρόσωπα και Πράγματα», στην οποία προσπαθούσε να δείξει την μορφωτική αξία του δημοτικισμού.
Α. Δελμούζος
Ο Σαράτσης διάβασε τα άρθρα, τα οποία του κίνησαν το ενδιαφέρον. Ήρθε σε με επαφή με τον καθηγητή Νικόλαο Πολίτη και ζήτησε πληροφορίες για τον νεαρό παιδαγωγό. Ενθουσιάστηκε από όσες πληροφορίες έλαβε και στη συνέχεια ζήτησε από τον Πολίτη να ρωτήσει αυτός τον Δελμούζο αν θα ήθελε να αναλάβει την διεύθυνση του νεοσύστατου Παρθεναγωγείου στο Βόλο. Ο Δελμούζος απάντησε θετικά, θέτοντας τον όρο να έχει «απόλυτη ελευθερία στην οργάνωση του». Όπως έγραψε αργότερα στο βιβλίο του Το Κρυφό Σκολειό, 1908-1911 «ήταν μια ευλογημένη ευκαιρία… για να γίνει στην πράξη η πρώτη δοκιμή του Εκπαιδευτικού Δημοτικισμού» (Παπανούτσος, 19842: 42).
Όπως αναφέρει ο Παπανούτσος, πολλοί παραξενεύτηκαν που ένας νέος και με λαμπρές σπουδές στο εξωτερικό παιδαγωγός δεν επέλεξε να τοποθετηθεί σε μια υψηλή δημόσια θέση ή να προσπαθήσει να μπει στο Πανεπιστήμιο ακολουθώντας ακαδημαϊκή καριέρα, αλλά δέχθηκε μια τοποθέτηση σε ένα επαρχιακό σχολείο που δεν ήταν καν ισότιμο με Γυμνάσιο. Όμως, ο Δελμούζος – όπως φαίνεται και από το σύνολο του έργου και της ζωής του – ήταν άνθρωπος της πράξης και όχι των λόγων. Προσπάθησε να εφαρμόσει στην πράξη όσα θεωρούσε σωστά για την εκπαίδευση, μη μένοντας απλά στο επίπεδο της ακαδημαϊκής ή/και δημοσιογραφικής εκφοράς των απόψεων του.
Οι πρώτες δυσκολίες
Δ. Κούρτοβικ
Η ελληνική κοινωνία του 1908 και ιδιαίτερα η επαρχία είχαν διαποτισθεί από τον σχολαστικισμό, την τυπολατρία, τον βερμπαλισμό και την ηθικολογία. Οι καινοτομίες, όπως αυτές που προσπαθούσαν να εφαρμόσουν οι Σαράτσης και Δελμούζος, δεν γινόνταν εύκολα αποδεκτές. Πριν ακόμη φτάσει ο Δελμούζος στον Βόλο, η εφημερίδα Ο Κήρυξ άρχισε επιθέσεις εναντίον του. Ο Κήρυξ εκδίδονταν από τον Δημοσθένη Κούρτοβικ (1870-1929), ο οποίος πρωτοστάτησε στις διαμαρτυρίες κατά της λειτουργίας του Παρθεναγωγείου και το 1914 στην Δίκη του Ναυπλίου κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας. Τα επιχειρήματα του Κούρτοβικ ήταν βασικά δύο: Το πρώτο ήταν ότι ο Δήμος ξόδευε χρήματα για να μορφώνονται πλουσιοκόριτσα και το δεύτερο αποσκοπούσε στο να πλήξει ηθικά τον ίδιο τον Δελμούζο γράφοντας ότι «κουβάλησαν εικοσιπενταετή νεανίαν δια να διαπαιδαγωγήσει ηβάσκουσες νεάνιδες».
Ο Δελμούζος, για να αντικρούσει πρακτικά τις ηθικές κατηγορίες εναντίον του, παντρεύτηκε το 1909 στο Βόλο την Φροσύνη Μαλικοπούλου. Και προσπάθησε παρά τις επιθέσεις να οργανώσει το νέο σχολείο.
Η οργάνωση και το περιεχόμενο του σχολείου
Το σχολείο είχε τρεις τάξεις και παρείχε γνώσεις ανώτερες του Δημοτικού σχολείου. Το πρόγραμμα μαθημάτων του και οι μέθοδοι διδασκαλίας διέφεραν από τα αντίστοιχα προγράμματα ομοιόβαθμων σχολειών της εποχής. Επίσης, δεν υπήρχαν φραγμοί στην προαγωγή των μαθητριών από τάξη σε τάξη και δεν ίσχυε το βαθμολογικό σύστημα και η τήρηση απουσιών, που εφαρμόζονταν στα άλλα σχολεία (Χαρίτος, 2002: 22).
Η λειτουργία του σχολείου αυτού ήταν η πρώτη απόπειρα σύνδεσης δημοτικισμού και εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης σε πρακτικό επίπεδο. Αυτό που το καθιστούσε πρωτοποριακό ήταν το μεταρρυθμιστικό πνεύμα στο πρόγραμμα μαθημάτων και τις μεθόδους διδασκαλίας, καθώς και η οργάνωση της σχολικής ζωής.
Το βασικό χαρακτηριστικό του προγράμματος ήταν η στροφή από τον ψευδοκλασικισμό στο παρόν, τον νέο ελληνισμό και τα ιδανικά της σύγχρονης κοινωνίας. Έτσι, οι ώρες διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών κειμένων από το πρωτότυπο περιορίζονταν σε μία την εβδομάδα, με σκοπό να δοθεί προτεραιότητα στη διδασκαλία των φυσικομαθηματικών και των τεχνικών μαθημάτων, αλλά κυρίως γιατί ο Δελμούζος θεωρούσε ότι: «…όπως σήμερον διδάσκονται τα [αρχαία] ελληνικά, παραμένουν εις την μνήμην των μαθητών μόνο τύποι τινές γραμματικοί διά μέσου των οποίων διαφεύγει όλως διόλου το πνεύμα του συγγραφέως …». Διδάχτηκαν αποσπάσματα από τα έργα του Πλουτάρχου, του Ξενοφώντα και του Λουκιανού, καθώς και μύθοι του Αισώπου (Χαρίτος, 1989: 189).
Μεγάλο βάρος δόθηκε στο μάθημα των Νέων Ελληνικών, που είχε σκοπό τη συνειδητοποίηση των αξιών της νεοελληνικής παράδοσης και του νεοελληνικού πολιτισμού. Το μάθημα περιείχε γλωσσική διδασκαλία, εκθέσεις και μελέτη κειμένων νεοελλήνων συγγραφέων, πεζογράφων και ποιητών. Διδάχτηκαν κείμενα από τη ζωντανή παράδοση του έθνους (δημοτικά τραγούδια), την έντεχνη λογοτεχνία (έργα των Σολωμού, Κάλβου, Βλαχογιάννη, Κρυστάλλη, Εφταλιώτη), έργα κλασικών ποιητών μεταφρασμένων στη νεοελληνική γλώσσα και καλλιεργήθηκε η ελεύθερη έκφραση των μαθητριών στο μάθημα της έκθεσης (Χαρίτος, 1989: 190-207).
Στο μάθημα της Ιστορίας σε κάθε τάξη διδασκόταν μια από τις τρεις περιόδους του ελληνικού πολιτισμού (αρχαία, βυζαντινή, νεότερη). Η διδασκαλία είχε βάση, αφετηρία και τέρμα της το Νέο Ελληνισμό, τη σύγχρονη κοινωνία και τα προβλήματά της. Ξεκινούσε δηλαδή με τη νεότερη περίοδο της ελληνικής ιστορίας, προχωρούσε στη μεσαιωνική και κατέληγε στον κλασικό κόσμο. Δεν περιοριζόταν στα ιστορικά γεγονότα αλλά παρουσίαζε «μια σύνθετη εικόνα ζωής φωτισμένη από διάφορες πλευρές», με σκοπό την προβολή της ψυχικής ενότητας της ελληνικής φυλής και του πολιτισμού της. Η διδασκαλία εμπλουτιζόταν από υλικό (δημοτικά τραγούδια, παραδόσεις, βιογραφίες, απομνημονεύματα) με σκοπό να ζωντανεύει μορφές και γεγονότα. Επίσης, στο πρόγραμμα πριμοδοτήθηκε η διδασκαλία της γαλλικής γλώσσας γιατί όπως αναφερόταν στην εισήγηση του Σαράτση «την κοινωνίαν ημών κατέχει ο πόθος της γνώσεως της ξένης γλώσσης, η οποία πράγματι συντελεί εις την τελειοτέραν μόρφωσιν» (Χαρίτος: 1989: 183-185, 254-255).
Το πρόγραμμα περιελάμβανε ακόμα πολλές ώρες διδασκαλίας των φυσιογνωστικών μαθημάτων, όπου δόθηκε έμφαση στην έρευνα της χλωρίδας και της πανίδας με σκοπό να γνωρίσουν οι μαθήτριες το περιβάλλον του τόπου τους. Στο μάθημα των Θρησκευτικών το σχολείο απομακρύνθηκε από το δογματισμό και την κατήχηση και έθεσε ως «κέντρο βάρους τη ζωή και τη διδασκαλία του Χριστού», σε μια προσπάθεια «τα παιδιά να ζήσουν την ουσία του χριστιανισμού» (Δημαράς, 2003: 165). Καθώς δινόταν έμφαση στην πρακτική διδασκαλία και τη μετάδοση χρήσιμων για την ζωή γνώσεων, δόθηκε ιδιαίτερο βάρος στο μάθημα της «νοικοκυροσύνης» με υποδιαιρέσεις την υγιεινή και νοσηλευτική, την καθαριότητα του σπιτιού, τη μαγειρική, την κοπτική, την ραπτική. Επίσης, μεγάλο μέρος του προγράμματος αφιερώθηκε στα τεχνικά-πρακτικά μαθήματα, δηλαδή στην Ιχνογραφία, τη Μουσική, τη Γυμναστική, όπου οι ασκήσεις συνδυάζονταν με το ελεύθερο παιχνίδι. Προστέθηκε ακόμα στο πρόγραμμα το μάθημα της Ιστορίας της Τέχνης, μια ώρα την εβδομάδα - στη δευτέρα και τρίτη τάξη - με σκοπό να συμπληρώσει τη διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας, να εισάγει τις μαθήτριες στην ερμηνεία της αρχαίας γλυπτικής-αρχιτεκτονικής και της νεοελληνικής ζωγραφικής και να καλλιεργήσει την αισθητικές ικανότητές τους (Χαρίτος 2002: 187-188, 253). Στο μάθημα της Γεωγραφίας οι μαθήτριες κατασκεύαζαν μόνες τους τετράδια-λευκώματα με περιεχόμενο χάρτες, πίνακες και φωτογραφίες, από ένα ή περισσότερα κράτη, έτσι ώστε να σχηματίζονται αυτοτελή φυλλάδια με θαυμαστή παιδική καλαισθησία. Βιβλία χρησιμοποιούνταν μόνο για τη διδασκαλία της γαλλικής γλώσσας, ενώ στα υπόλοιπα μαθήματα οι μαθήτριες χρησιμοποιούσαν χειρόγραφα ή πολυγραφημένα βοηθήματα με βάση τις σημειώσεις που κρατούσαν στη διάρκεια των μαθημάτων. Στα Θρησκευτικά χρησιμοποιούσαν το κείμενο των Ευαγγελίων. Σημαντική καινοτομία του σχολείου ήταν να βγάζει τις μαθήτριες από τις αίθουσες διδασκαλίας εφαρμόζοντας ένα ευρύ πρόγραμμα περίπατων, εκδρομών, υπαίθριων διδασκαλιών καθώς και σχολικών γιορτών (Χαρίτος 2002: 23).
Το σχολείο μέσα από μια «πλούσια και ελεύθερη σχολική ζωή» επιδίωκε την ανάπτυξη της προσωπικότητας των μαθητριών και τη δημιουργία «ηθικών και αυθύπαρκτων χαρακτήρων». Εξατομίκευσε την διδακτική και παιδαγωγική φροντίδα για τα παιδιά και καλλιέργησε μια νέα αντίληψη για τις σχέσεις μεταξύ διδασκόντων και διδασκομένων. Κέντρο του σχολικού ενδιαφέροντος ήταν η μαθήτρια και όχι ο δάσκαλός, ο οποίος χρησιμοποιούσε συχνά τον διάλογο τόσο στη διδασκαλία όσο και στις σχολικές δραστηριότητες, με σκοπό την απελευθέρωση του ίδιου και των μαθητριών από τα δεσμά των προκαθορισμών ρόλων.
Ο Δελμούζος ακολούθησε τις αρχές της Νέας Αγωγής, του παγκόσμιου παιδαγωγικού κινήματος που είχε πρακτική έκφραση στο «σχολείο εργασίας» (σε αντίθεση με το «σχολείο του βιβλίου») και κλόνισε την κυριαρχία της παραδοσιακής γερμανικής παιδαγωγικής, η οποία κυριαρχούσε στην Ελλάδα (Δημαράς, 2003: 165). Όπως ανέφερε ο ίδιος «προσπάθειά μας ήταν να μη μένουν τα παιδιά παθητικά στην ώρα της διδασκαλίας, αλλά ν’αυτενεργούν με πραγματικό ενδιαφέρον, το καθένα ανάλογα με την δυναμικότητά του. Ν’αντικρίζουν άμεσα όσο γινόταν τα ίδια τα πράγματα, να παρατηρούν συστηματικά και να συνηθίζουν σε σκέψη ολοένα αυστηρότερη. […] Στις σχέσεις δασκάλων και παιδιών και σε όλη γενικά την ατμόσφαιρα της σχολικής εργασίας και ζωής να είναι διάχυτη η καλοσύνη, η αγάπη και η αμοιβαία εκτίμηση και καλοσύνη. […] Η παιδική ψυχή ν’αναπνέη ελεύθερα και να ζη τη δική της ζωή. […] Μέσα σε τέτοιο περιβάλλον να ωριμάζη αβίαστα το αίσθημα της ευθύνης και η αντίληψη του χρέους» (Δημαράς, 19982: 59).
Οι αντιδράσεις και το κλείσιμο του σχολείου
Η λειτουργία του σχολείου προκάλεσε αντιδράσεις σε ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας του Βόλου, το οποίο δεν έβλεπε θετικά την εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας και των νέων παιδαγωγικών αρχών στην εκπαίδευση (και μάλιστα των κοριτσιών). Στις αντιδράσεις πρωτοστάτησαν ο Δημοσθένης Κούρτοβικ, ο οποίος κατηγορούσε τους υπεύθυνους του σχολείου για αθεΐα και μαλλιαρισμό και επέκρινε το πρόγραμμα και τις μεθόδους τους σχολείου και ο επίσκοπος Δημητριάδος Γερμανός Μαυρομάτης, ο οποίος επισκέφθηκε το σχολείο και ενοχλήθηκε από το γεγονός ότι σε αυτό δε γινόταν πρωινή προσευχή και η φιλόλογος Χρηστάκου αρνήθηκε να του φιλήσει το χέρι. Οι κατηγορίες κατά του σχολείου εντάθηκαν και προκάλεσαν την αντίδραση της τοπικής κοινωνίας, που κορυφώθηκε με την οργάνωση μεγάλου συλλαλητηρίου (2 Μαρτίου του 1911) με αίτημα το κλείσιμο του Παρθεναγωγείου. Αρκετοί διαδηλωτές έφτασαν έξω από το σπίτι του Δελμούζου φωνάζοντας συνθήματα «έξω ο μαλλιαρός», «έξω ο μασόνος».
Την ίδια μέρα συνεδρίασε το δημοτικό συμβούλιο το οποίο, μετά από θυελλώδη συζήτηση, αποφάσισε τη διακοπή λειτουργίας του σχολείου. Ακολούθησε η δικαστική δίωξη των υπευθύνων του για παράβαση των άρθρων 14 και 18 του νόμου «περί εξυβρίσεων εν γένει και περί τύπου». Στη δίκη που έγινε στο Ναύπλιο (1914), γιατί τα πνεύματα στο Βόλο ήταν ακόμα εξημμένα, επαναλήφθηκαν όλα όσα είχαν δημοσιευτεί στον συντηρητικό τύπο και όλα όσα είχαν διαδοθεί στην κοινωνία του Βόλου. Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν αθωωτική για το σύνολο των κατηγορουμένων (Χαρίτος, 1989: 267-268).
Στα δυόμισι χρόνια της λειτουργίας του, το σχολείο του Βόλου απελευθέρωσε την εκπαίδευση των κοριτσιών από τα δεσμά του κλασικισμού, του αυταρχισμού των δασκάλων και από το πρότυπο της γυναίκας-κούκλας, αποδεικνύοντας ότι η εκπαίδευση των κοριτσιών είχε αρχίσει να αντιμετωπίζεται με διαφορετικό πνεύμα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δημαράς, Α. (19982). Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε (Τεκμήρια ιστορίας), τομ. Β΄ (1895-1967). Αθήνα: Εστία.
Δημαράς, Α. (2003). Η εκπαίδευση 1909-1922. Μεγάλα εκσυγχρονιστικά σχέδια και αντιδράσεις. Στο Β. Παναγιωτόπουλος (Επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τομ. 5ος, (σσ. 163-178). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Κορδάτος, Γ. (1972). Ιστορία του Εργατικού Κινήματος. Αθήνα: Μπουκουμάνης.
Παπανούτσος, Ε.Π. (19842). Α. Δελμούζος. Η ζωή του. Επιλογή από το έργο του. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
Σβορώνος, Ν. (1994). Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας. Αθήνα: Θεμέλιο.
Χαρίτος, Χ.Γ. (1989). Το Παρθεναγωγείο του Βόλου, τομ. 1ος. Αθήνα: ΙΑΕΝ, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς.
Χαρίτος, Χ.Γ. (2002, 27 Ιανουαρίου). Το Δελμούζειο Παρθεναγωγείο Βόλου. Επτά Ημέρες -Καθημερινή (Ελληνικά Παρθεναγωγεία), σσ. 21-23.
στη Μέση Εκπαίδευση
Κώστας Θεριανός -Μαριάνθη Μπέλλα
Το οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο
Η ίδρυση, τα επεισόδια και οι αντιπαραθέσεις κατά την λειτουργία του, ο τρόπος με τον οποίο έκλεισε το Παρθεναγωγείο του Βόλου αλλά και η Δίκη που ακολούθησε, τρία χρόνια μετά την επεισοδιακή παύση της λειτουργίας του (Αθεϊκά 1914), συνιστούν μια συμπυκνωμένη έκφραση των αλλαγών, αλλά και των συγκρούσεων που γνώρισε η ελληνική κοινωνία στο τελευταίο τέταρτο του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα.
Η σταδιακή ανάπτυξη της βιομηχανίας, του τραπεζικού τομέα και των μεταφορών δημιούργησαν μια νέα δυναμική αστική τάξη, η οποία ξεπέρασε για πρώτη φορά την εμπορευματική της φυσιογνωμία. Η αντίθεση ανάμεσα στην αστική τάξη και τα μεσαία στρώματα, που συνδέονταν οικονομικά και ιδεολογικά μαζί της και τα κοινωνικά στρώματα που ήθελαν να μείνουν προσκολλημένα στο παρελθόν και υποστήριζαν την Βασιλεία, εκδηλωνόταν όλο και συχνότερα και με όλο και πιο συγκρουσιακό τρόπο (Σβορώνος, 1994: 108-110). Επεισόδιο στο πλαίσιο αυτής της σύγκρουσης είναι και το Παρθεναγωγείο του Βόλου.
Ο Βόλος ήταν ένα αστικό κέντρο με έντονη οικονομική ανάπτυξη, όπου το εργατικό κίνημα έκανε τα πρώτα του βήματα. Ο Γιάννης Κορδάτος, στην Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος, δίνει μια αρκετά αναλυτική εικόνα της ανάπτυξης και της οργάνωσης της εργατικής τάξης στον Βόλο ως αποτέλεσμα της ταχείας βιομηχανικής ανάπτυξης. Πυρήνας της ίδρυσης του Εργατικού Κέντρου της πόλης ήταν εργάτες της βιομηχανίας τσιγάρων και τυπογράφοι μαζί με προοδευτικούς διανοούμενους (δικηγόρους και γιατρούς) (αναλυτικά βλ. Κορδάτος, 1972: 135- 147).
Ο γιατρός Δημήτρης Σαράτσης ήταν μια από τις ηγετικές προσωπικότητες του κέντρου με έντονη κοινωνική δράση. Οργάνωνε στο κέντρο ομιλίες για τον αλκοολισμό, την ακρίβεια των ειδών ένδυσης και διατροφής όπως και γενικά θέματα που απασχολούσαν την ποιότητα ζωής των εργατών. Επίσης, δική του ήταν η πρόταση προς το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Παγασών για την ίδρυση του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου του Βόλου.
Στην εισήγησή του ο Σαράτσης παρουσίασε την ανάγκη δημιουργίας ενός σχολείου θηλέων Μέσης παιδείας, κατάλληλου να μορφώσει «Ελληνίδες με θετικό και φωτισμένο μυαλό, που να είναι σε θέση να στήσουν αργότερα ένα σπίτι νοικοκυρεμένο και να μορφώσουν τα παιδιά τους όπως πρέπει». Πρότεινε, επίσης, τα μαθήματα που θα έπρεπε να διδάσκονται στο σχολείο αυτό και τις μεθόδους διδασκαλίας που θα έπρεπε να εφαρμοστούν. Ο εισηγητής ζητούσε η μόρφωση που θα παρεχόταν να ήταν ανθρωπιστική, εθνική και νεωτεριστική, αλλά και με πρακτικές γνώσεις. Τα σχολείο είχε «βάση, αφετηρία και τέρμα τον νέο Ελληνισμό» και όργανο διδασκαλίας την δημοτική γλώσσα (Δημαράς, 19982: 56-57).
Τα κορίτσια θα διδάσκονταν σε αυτό πρακτικά μαθήματα (μαγειρική, κηπουρική, χειροτεχνία), ξένη γλώσσα («πολλά γαλλικά»), τη νεοελληνική γλώσσα και φιλολογία, ακόμα και αρχαίους Έλληνες συγγραφείς (κατά το «νόημα του κειμένου», όχι με «άγονες και μάταιες γραμματικές και συντακτικές παρατηρήσεις»), αν ήταν δυνατόν, από καλές μεταφράσεις (Παπανούτσος, 19842: 41).
Το Ανώτερο Δημοτικό Παρθεναγωγείο ιδρύθηκε ως ιδιωτικό σχολείο Μέσης εκπαίδευσης θηλέων, χωρίς εξάρτηση από το δημόσιο. Οι δαπάνες λειτουργίας του βάραιναν τους γονείς των μαθητριών, ενώ ο Δήμος αναλάμβανε τα μισά ή λιγότερα από τα ετήσια έξοδα, ανάλογα με τις δυνατότητές του.
Το Δημοτικό Συμβούλιο αποδέχθηκε την πρόταση του Σαράτση κι εκείνος άρχισε να αναζητεί τον παιδαγωγό που θα αναλάμβανε την οργάνωσή του.
Η τοποθέτηση του Δελμούζου στη θέση του Διευθυντή
Διευθυντής του σχολείου τοποθετήθηκε ο Αλέξανδρος Δελμούζος, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει στην Ελλάδα από μεταπτυχιακές σπουδές στην Γερμανία, τον προηγούμενο χρόνο (1807). Ήταν ένας νέος παιδαγωγός που στην Γερμανία είχε συνδεθεί και επηρεαστεί σημαντικά από τον Γ. Σκληρό. Χωρίς να ταυτιστεί απόλυτα με τον Σκληρό – αργότερα απομακρύνθηκε και αμφισβήτησε τις απόψεις του – έφερε από την Γερμανία τα χειρόγραφα του Κοινωνικού μας Ζητήματος, τα οποία προσπάθησε να προωθήσει προς έκδοση. Στις 3-7 Ιουνίου 1908, ο Δελμούζος δημοσίευσε στην εφημερίδα Ακρόπολις μια μελέτη με τίτλο «Πρόσωπα και Πράγματα», στην οποία προσπαθούσε να δείξει την μορφωτική αξία του δημοτικισμού.
Α. Δελμούζος
Ο Σαράτσης διάβασε τα άρθρα, τα οποία του κίνησαν το ενδιαφέρον. Ήρθε σε με επαφή με τον καθηγητή Νικόλαο Πολίτη και ζήτησε πληροφορίες για τον νεαρό παιδαγωγό. Ενθουσιάστηκε από όσες πληροφορίες έλαβε και στη συνέχεια ζήτησε από τον Πολίτη να ρωτήσει αυτός τον Δελμούζο αν θα ήθελε να αναλάβει την διεύθυνση του νεοσύστατου Παρθεναγωγείου στο Βόλο. Ο Δελμούζος απάντησε θετικά, θέτοντας τον όρο να έχει «απόλυτη ελευθερία στην οργάνωση του». Όπως έγραψε αργότερα στο βιβλίο του Το Κρυφό Σκολειό, 1908-1911 «ήταν μια ευλογημένη ευκαιρία… για να γίνει στην πράξη η πρώτη δοκιμή του Εκπαιδευτικού Δημοτικισμού» (Παπανούτσος, 19842: 42).
Όπως αναφέρει ο Παπανούτσος, πολλοί παραξενεύτηκαν που ένας νέος και με λαμπρές σπουδές στο εξωτερικό παιδαγωγός δεν επέλεξε να τοποθετηθεί σε μια υψηλή δημόσια θέση ή να προσπαθήσει να μπει στο Πανεπιστήμιο ακολουθώντας ακαδημαϊκή καριέρα, αλλά δέχθηκε μια τοποθέτηση σε ένα επαρχιακό σχολείο που δεν ήταν καν ισότιμο με Γυμνάσιο. Όμως, ο Δελμούζος – όπως φαίνεται και από το σύνολο του έργου και της ζωής του – ήταν άνθρωπος της πράξης και όχι των λόγων. Προσπάθησε να εφαρμόσει στην πράξη όσα θεωρούσε σωστά για την εκπαίδευση, μη μένοντας απλά στο επίπεδο της ακαδημαϊκής ή/και δημοσιογραφικής εκφοράς των απόψεων του.
Οι πρώτες δυσκολίες
Δ. Κούρτοβικ
Η ελληνική κοινωνία του 1908 και ιδιαίτερα η επαρχία είχαν διαποτισθεί από τον σχολαστικισμό, την τυπολατρία, τον βερμπαλισμό και την ηθικολογία. Οι καινοτομίες, όπως αυτές που προσπαθούσαν να εφαρμόσουν οι Σαράτσης και Δελμούζος, δεν γινόνταν εύκολα αποδεκτές. Πριν ακόμη φτάσει ο Δελμούζος στον Βόλο, η εφημερίδα Ο Κήρυξ άρχισε επιθέσεις εναντίον του. Ο Κήρυξ εκδίδονταν από τον Δημοσθένη Κούρτοβικ (1870-1929), ο οποίος πρωτοστάτησε στις διαμαρτυρίες κατά της λειτουργίας του Παρθεναγωγείου και το 1914 στην Δίκη του Ναυπλίου κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας. Τα επιχειρήματα του Κούρτοβικ ήταν βασικά δύο: Το πρώτο ήταν ότι ο Δήμος ξόδευε χρήματα για να μορφώνονται πλουσιοκόριτσα και το δεύτερο αποσκοπούσε στο να πλήξει ηθικά τον ίδιο τον Δελμούζο γράφοντας ότι «κουβάλησαν εικοσιπενταετή νεανίαν δια να διαπαιδαγωγήσει ηβάσκουσες νεάνιδες».
Ο Δελμούζος, για να αντικρούσει πρακτικά τις ηθικές κατηγορίες εναντίον του, παντρεύτηκε το 1909 στο Βόλο την Φροσύνη Μαλικοπούλου. Και προσπάθησε παρά τις επιθέσεις να οργανώσει το νέο σχολείο.
Η οργάνωση και το περιεχόμενο του σχολείου
Το σχολείο είχε τρεις τάξεις και παρείχε γνώσεις ανώτερες του Δημοτικού σχολείου. Το πρόγραμμα μαθημάτων του και οι μέθοδοι διδασκαλίας διέφεραν από τα αντίστοιχα προγράμματα ομοιόβαθμων σχολειών της εποχής. Επίσης, δεν υπήρχαν φραγμοί στην προαγωγή των μαθητριών από τάξη σε τάξη και δεν ίσχυε το βαθμολογικό σύστημα και η τήρηση απουσιών, που εφαρμόζονταν στα άλλα σχολεία (Χαρίτος, 2002: 22).
Η λειτουργία του σχολείου αυτού ήταν η πρώτη απόπειρα σύνδεσης δημοτικισμού και εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης σε πρακτικό επίπεδο. Αυτό που το καθιστούσε πρωτοποριακό ήταν το μεταρρυθμιστικό πνεύμα στο πρόγραμμα μαθημάτων και τις μεθόδους διδασκαλίας, καθώς και η οργάνωση της σχολικής ζωής.
Το βασικό χαρακτηριστικό του προγράμματος ήταν η στροφή από τον ψευδοκλασικισμό στο παρόν, τον νέο ελληνισμό και τα ιδανικά της σύγχρονης κοινωνίας. Έτσι, οι ώρες διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών κειμένων από το πρωτότυπο περιορίζονταν σε μία την εβδομάδα, με σκοπό να δοθεί προτεραιότητα στη διδασκαλία των φυσικομαθηματικών και των τεχνικών μαθημάτων, αλλά κυρίως γιατί ο Δελμούζος θεωρούσε ότι: «…όπως σήμερον διδάσκονται τα [αρχαία] ελληνικά, παραμένουν εις την μνήμην των μαθητών μόνο τύποι τινές γραμματικοί διά μέσου των οποίων διαφεύγει όλως διόλου το πνεύμα του συγγραφέως …». Διδάχτηκαν αποσπάσματα από τα έργα του Πλουτάρχου, του Ξενοφώντα και του Λουκιανού, καθώς και μύθοι του Αισώπου (Χαρίτος, 1989: 189).
Μεγάλο βάρος δόθηκε στο μάθημα των Νέων Ελληνικών, που είχε σκοπό τη συνειδητοποίηση των αξιών της νεοελληνικής παράδοσης και του νεοελληνικού πολιτισμού. Το μάθημα περιείχε γλωσσική διδασκαλία, εκθέσεις και μελέτη κειμένων νεοελλήνων συγγραφέων, πεζογράφων και ποιητών. Διδάχτηκαν κείμενα από τη ζωντανή παράδοση του έθνους (δημοτικά τραγούδια), την έντεχνη λογοτεχνία (έργα των Σολωμού, Κάλβου, Βλαχογιάννη, Κρυστάλλη, Εφταλιώτη), έργα κλασικών ποιητών μεταφρασμένων στη νεοελληνική γλώσσα και καλλιεργήθηκε η ελεύθερη έκφραση των μαθητριών στο μάθημα της έκθεσης (Χαρίτος, 1989: 190-207).
Στο μάθημα της Ιστορίας σε κάθε τάξη διδασκόταν μια από τις τρεις περιόδους του ελληνικού πολιτισμού (αρχαία, βυζαντινή, νεότερη). Η διδασκαλία είχε βάση, αφετηρία και τέρμα της το Νέο Ελληνισμό, τη σύγχρονη κοινωνία και τα προβλήματά της. Ξεκινούσε δηλαδή με τη νεότερη περίοδο της ελληνικής ιστορίας, προχωρούσε στη μεσαιωνική και κατέληγε στον κλασικό κόσμο. Δεν περιοριζόταν στα ιστορικά γεγονότα αλλά παρουσίαζε «μια σύνθετη εικόνα ζωής φωτισμένη από διάφορες πλευρές», με σκοπό την προβολή της ψυχικής ενότητας της ελληνικής φυλής και του πολιτισμού της. Η διδασκαλία εμπλουτιζόταν από υλικό (δημοτικά τραγούδια, παραδόσεις, βιογραφίες, απομνημονεύματα) με σκοπό να ζωντανεύει μορφές και γεγονότα. Επίσης, στο πρόγραμμα πριμοδοτήθηκε η διδασκαλία της γαλλικής γλώσσας γιατί όπως αναφερόταν στην εισήγηση του Σαράτση «την κοινωνίαν ημών κατέχει ο πόθος της γνώσεως της ξένης γλώσσης, η οποία πράγματι συντελεί εις την τελειοτέραν μόρφωσιν» (Χαρίτος: 1989: 183-185, 254-255).
Το πρόγραμμα περιελάμβανε ακόμα πολλές ώρες διδασκαλίας των φυσιογνωστικών μαθημάτων, όπου δόθηκε έμφαση στην έρευνα της χλωρίδας και της πανίδας με σκοπό να γνωρίσουν οι μαθήτριες το περιβάλλον του τόπου τους. Στο μάθημα των Θρησκευτικών το σχολείο απομακρύνθηκε από το δογματισμό και την κατήχηση και έθεσε ως «κέντρο βάρους τη ζωή και τη διδασκαλία του Χριστού», σε μια προσπάθεια «τα παιδιά να ζήσουν την ουσία του χριστιανισμού» (Δημαράς, 2003: 165). Καθώς δινόταν έμφαση στην πρακτική διδασκαλία και τη μετάδοση χρήσιμων για την ζωή γνώσεων, δόθηκε ιδιαίτερο βάρος στο μάθημα της «νοικοκυροσύνης» με υποδιαιρέσεις την υγιεινή και νοσηλευτική, την καθαριότητα του σπιτιού, τη μαγειρική, την κοπτική, την ραπτική. Επίσης, μεγάλο μέρος του προγράμματος αφιερώθηκε στα τεχνικά-πρακτικά μαθήματα, δηλαδή στην Ιχνογραφία, τη Μουσική, τη Γυμναστική, όπου οι ασκήσεις συνδυάζονταν με το ελεύθερο παιχνίδι. Προστέθηκε ακόμα στο πρόγραμμα το μάθημα της Ιστορίας της Τέχνης, μια ώρα την εβδομάδα - στη δευτέρα και τρίτη τάξη - με σκοπό να συμπληρώσει τη διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας, να εισάγει τις μαθήτριες στην ερμηνεία της αρχαίας γλυπτικής-αρχιτεκτονικής και της νεοελληνικής ζωγραφικής και να καλλιεργήσει την αισθητικές ικανότητές τους (Χαρίτος 2002: 187-188, 253). Στο μάθημα της Γεωγραφίας οι μαθήτριες κατασκεύαζαν μόνες τους τετράδια-λευκώματα με περιεχόμενο χάρτες, πίνακες και φωτογραφίες, από ένα ή περισσότερα κράτη, έτσι ώστε να σχηματίζονται αυτοτελή φυλλάδια με θαυμαστή παιδική καλαισθησία. Βιβλία χρησιμοποιούνταν μόνο για τη διδασκαλία της γαλλικής γλώσσας, ενώ στα υπόλοιπα μαθήματα οι μαθήτριες χρησιμοποιούσαν χειρόγραφα ή πολυγραφημένα βοηθήματα με βάση τις σημειώσεις που κρατούσαν στη διάρκεια των μαθημάτων. Στα Θρησκευτικά χρησιμοποιούσαν το κείμενο των Ευαγγελίων. Σημαντική καινοτομία του σχολείου ήταν να βγάζει τις μαθήτριες από τις αίθουσες διδασκαλίας εφαρμόζοντας ένα ευρύ πρόγραμμα περίπατων, εκδρομών, υπαίθριων διδασκαλιών καθώς και σχολικών γιορτών (Χαρίτος 2002: 23).
Το σχολείο μέσα από μια «πλούσια και ελεύθερη σχολική ζωή» επιδίωκε την ανάπτυξη της προσωπικότητας των μαθητριών και τη δημιουργία «ηθικών και αυθύπαρκτων χαρακτήρων». Εξατομίκευσε την διδακτική και παιδαγωγική φροντίδα για τα παιδιά και καλλιέργησε μια νέα αντίληψη για τις σχέσεις μεταξύ διδασκόντων και διδασκομένων. Κέντρο του σχολικού ενδιαφέροντος ήταν η μαθήτρια και όχι ο δάσκαλός, ο οποίος χρησιμοποιούσε συχνά τον διάλογο τόσο στη διδασκαλία όσο και στις σχολικές δραστηριότητες, με σκοπό την απελευθέρωση του ίδιου και των μαθητριών από τα δεσμά των προκαθορισμών ρόλων.
Ο Δελμούζος ακολούθησε τις αρχές της Νέας Αγωγής, του παγκόσμιου παιδαγωγικού κινήματος που είχε πρακτική έκφραση στο «σχολείο εργασίας» (σε αντίθεση με το «σχολείο του βιβλίου») και κλόνισε την κυριαρχία της παραδοσιακής γερμανικής παιδαγωγικής, η οποία κυριαρχούσε στην Ελλάδα (Δημαράς, 2003: 165). Όπως ανέφερε ο ίδιος «προσπάθειά μας ήταν να μη μένουν τα παιδιά παθητικά στην ώρα της διδασκαλίας, αλλά ν’αυτενεργούν με πραγματικό ενδιαφέρον, το καθένα ανάλογα με την δυναμικότητά του. Ν’αντικρίζουν άμεσα όσο γινόταν τα ίδια τα πράγματα, να παρατηρούν συστηματικά και να συνηθίζουν σε σκέψη ολοένα αυστηρότερη. […] Στις σχέσεις δασκάλων και παιδιών και σε όλη γενικά την ατμόσφαιρα της σχολικής εργασίας και ζωής να είναι διάχυτη η καλοσύνη, η αγάπη και η αμοιβαία εκτίμηση και καλοσύνη. […] Η παιδική ψυχή ν’αναπνέη ελεύθερα και να ζη τη δική της ζωή. […] Μέσα σε τέτοιο περιβάλλον να ωριμάζη αβίαστα το αίσθημα της ευθύνης και η αντίληψη του χρέους» (Δημαράς, 19982: 59).
Οι αντιδράσεις και το κλείσιμο του σχολείου
Η λειτουργία του σχολείου προκάλεσε αντιδράσεις σε ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας του Βόλου, το οποίο δεν έβλεπε θετικά την εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας και των νέων παιδαγωγικών αρχών στην εκπαίδευση (και μάλιστα των κοριτσιών). Στις αντιδράσεις πρωτοστάτησαν ο Δημοσθένης Κούρτοβικ, ο οποίος κατηγορούσε τους υπεύθυνους του σχολείου για αθεΐα και μαλλιαρισμό και επέκρινε το πρόγραμμα και τις μεθόδους τους σχολείου και ο επίσκοπος Δημητριάδος Γερμανός Μαυρομάτης, ο οποίος επισκέφθηκε το σχολείο και ενοχλήθηκε από το γεγονός ότι σε αυτό δε γινόταν πρωινή προσευχή και η φιλόλογος Χρηστάκου αρνήθηκε να του φιλήσει το χέρι. Οι κατηγορίες κατά του σχολείου εντάθηκαν και προκάλεσαν την αντίδραση της τοπικής κοινωνίας, που κορυφώθηκε με την οργάνωση μεγάλου συλλαλητηρίου (2 Μαρτίου του 1911) με αίτημα το κλείσιμο του Παρθεναγωγείου. Αρκετοί διαδηλωτές έφτασαν έξω από το σπίτι του Δελμούζου φωνάζοντας συνθήματα «έξω ο μαλλιαρός», «έξω ο μασόνος».
Την ίδια μέρα συνεδρίασε το δημοτικό συμβούλιο το οποίο, μετά από θυελλώδη συζήτηση, αποφάσισε τη διακοπή λειτουργίας του σχολείου. Ακολούθησε η δικαστική δίωξη των υπευθύνων του για παράβαση των άρθρων 14 και 18 του νόμου «περί εξυβρίσεων εν γένει και περί τύπου». Στη δίκη που έγινε στο Ναύπλιο (1914), γιατί τα πνεύματα στο Βόλο ήταν ακόμα εξημμένα, επαναλήφθηκαν όλα όσα είχαν δημοσιευτεί στον συντηρητικό τύπο και όλα όσα είχαν διαδοθεί στην κοινωνία του Βόλου. Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν αθωωτική για το σύνολο των κατηγορουμένων (Χαρίτος, 1989: 267-268).
Στα δυόμισι χρόνια της λειτουργίας του, το σχολείο του Βόλου απελευθέρωσε την εκπαίδευση των κοριτσιών από τα δεσμά του κλασικισμού, του αυταρχισμού των δασκάλων και από το πρότυπο της γυναίκας-κούκλας, αποδεικνύοντας ότι η εκπαίδευση των κοριτσιών είχε αρχίσει να αντιμετωπίζεται με διαφορετικό πνεύμα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δημαράς, Α. (19982). Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε (Τεκμήρια ιστορίας), τομ. Β΄ (1895-1967). Αθήνα: Εστία.
Δημαράς, Α. (2003). Η εκπαίδευση 1909-1922. Μεγάλα εκσυγχρονιστικά σχέδια και αντιδράσεις. Στο Β. Παναγιωτόπουλος (Επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τομ. 5ος, (σσ. 163-178). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Κορδάτος, Γ. (1972). Ιστορία του Εργατικού Κινήματος. Αθήνα: Μπουκουμάνης.
Παπανούτσος, Ε.Π. (19842). Α. Δελμούζος. Η ζωή του. Επιλογή από το έργο του. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
Σβορώνος, Ν. (1994). Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας. Αθήνα: Θεμέλιο.
Χαρίτος, Χ.Γ. (1989). Το Παρθεναγωγείο του Βόλου, τομ. 1ος. Αθήνα: ΙΑΕΝ, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς.
Χαρίτος, Χ.Γ. (2002, 27 Ιανουαρίου). Το Δελμούζειο Παρθεναγωγείο Βόλου. Επτά Ημέρες -Καθημερινή (Ελληνικά Παρθεναγωγεία), σσ. 21-23.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου