Η γεωγραφική θέση των χριστιανικών σχολείων της Θεσσαλονίκης, 1825-1844
Η δημοσίευση του κώδικα των ελληνικών εκπαιδευτηρίων Θεσσαλονίκης (γνωστού και ως «κώδικα του Αγίου Αντωνίου»), που καλύπτει την χρονική περίοδο 1825-1844, επιτρέπει να αναθεωρήσουμε τις γνώσεις μας περί της τοπογραφίας των χριστιανικών σχολείων της πόλης. Στον κώδικα αυτόν γίνεται μνεία δύο σχολείων: του ανώτερου «ελληνικού σχολείου» και του πρωτοβάθμιου «σχολείου της παιδαγωγίας» μετέπειτα αλληλοδιδακτικού. Όπως προκύπτει από την ίδια πηγή, η ελληνική σχολή λειτουργούσε στα 1825 σε ιδιόκτητο κοινοτικό κτήριο. Το έτος εκείνο πραγματοποιήθηκε η ριζική επισκευή του κτηρίου. Σημαντική επισκευή ή ενδεχομένως ανακατασκευή του κτηρίου καταγράφεται και στα 1840.
Η «σχολή της παιδαγωγίας» λειτουργούσε τουλάχιστον από το 1825 και μέχρι το 1832 σε μίσθιο κτίσμα. Το 1832 η κοινότητα οικοδόμησε ιδιόκτητο κτήριο για την –«αλληλοδιδακτική», όπως ονομαζόταν πλέον- σχολή της παιδαγωγίας. Έτσι, από το έτος εκείνο η κοινότητα διέθετε δύο ιδιόκτητα σχολικά κτήρια. Αλλά ο κώδικας δεν παρέχει καμία πληροφορία για το πού βρίσκονταν αυτά τα σχολεία.
(α) Η γεωγραφική θέση της ενοικιαζόμενης σχολής της παιδαγωγίας (1825-1832)
Το ενοικιαζόμενο κτήριο της σχολής της παιδαγωγίας ανήκε στο ναό του Αγίου Νικολάου, στον επίτροπο του οποίου κατέβαλε ο έφορος των σχολείων το ενοίκιο. Ο κώδικας δεν κατονομάζει την θέση του, την οποία θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε με βάση άλλα στοιχεία.
Προ του έτους 1797 κάποια χριστιανή είχε αφιερώσει στον ναό του Αγίου Νικολάου ένα ακίνητο τελείας κυριότητος. Το ακίνητο αυτό συνόρευε «αφενός με το κτήμα του νηπιαγωγού διδασκάλου των απίστων [=χριστιανών], αφετέρου με εβραϊκήν οικίαν και από της ετέρας πλευράς με ιδιωτικήν οδόν». Το «κτήμα του νηπιαγωγού διδασκάλου των απίστων» ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, σχολικό κτήριο. Έχουμε, συνεπώς, ένα ακίνητο αφιερωμένο στον ναό του Αγίου Νικολάου, δίπλα σε ένα σχολείο, που συνόρευε με πάροδο και οικία εβραϊκής ιδιοκτησίας. Αυτά στα 1797.
Στην ενοριακή περιουσία του Αγίου Νικολάου, όπως καταγράφτηκε επισήμως κατά το έτος 1926, περιλαμβανόταν και ένα ακίνητο επί της παλαιάς οδού Κοζάνης, το οποίο συνόρευε αφενός με πάροδο αφετέρου με μία χριστιανική και με μία εβραϊκή ιδιοκτησία. Η οδός Κοζάνης βρισκόταν βορείως της Αχειροποιήτου. Ήταν κάθετη προς την οδό Αγίας Σοφίας αλλά και προς την οδό Χριστοπούλου, στα όρια δηλαδή με τη συνοικία του Αγίου Αθανασίου.
Οι περιγραφές των ορίων του ακινήτου του 1797 κι εκείνου του 1926 είναι παρόμοιες (εβραϊκή ιδιοκτησία και πάροδος) ενώ ο ιδιοκτήτης παρέμενε ο ίδιος (ο ναός του Αγίου Νικολάου). Φαίνεται, λοιπόν, ότι στο συγκεκριμένο σημείο, στην οδό Κοζάνης, βρισκόταν το αναζητούμενο σχολείο, που χρησίμεψε ως αλληλοδιδακτικό μέχρι το 1832.
(β) Η γεωγραφική θέση της ιδιόκτητης αλληλοδιδακτικής σχολής
Στις αναλυτικές δαπάνες για την κατασκευή της αλληλοδιδακτικής σχολής δεν περιλαμβάνεται κονδύλι για αγορά οικοπέδου. Άρα, χρησιμοποιήθηκε οικόπεδο που ανήκε στην κοινότητα.
Στο κτηματολόγιο της ελληνικής κοινότητας που συντάχθηκε στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα και στα πρώτα του εικοστού αναφέρεται η «παλαιά αλληλοδιδακτική σχολή ή οικόπεδον εν τη ενορία του Αγίου Αθανασίου». Ομοίως, στην έκθεση που συνέταξε το 1891 ο εκ των προκρίτων της ελληνικής κοινότητας Ιωάννης Αυγερινός γίνεται μνεία του «οικοπέδου του παλαιού αλληλοδιδακτικού». Το 1904 το εν λόγω οικόπεδο παραχωρήθηκε στη Φιλόπτωχο Αδελφότητα Κυριών, η οποία και ανήγειρε το κτήριό της. Στη θέση του κτηρίου αυτού, στην οδό Στεφάνου Τάττη, ανεγέρθηκαν το 1961 οι σημερινές εγκαταστάσεις της Αδελφότητας. Συνεπώς, γνωρίζουμε [102] πού βρισκόταν το οικόπεδο της «παλαιάς αλληλοδιδακτικής». Πρόκειται όμως για την αλληλοδιδακτική της οποίας γίνεται μνεία στον κώδικα του Αγίου Αντωνίου;
Στα 1908 ο παλαιός εκπαιδευτικός Ι. Τσικόπουλος σημείωνε ότι «ως μόνον σχολικόν κτήριον από του 18ου αιώνος εχρησίμευεν εν τη συνοικία του Αγίου Αθανασίου, εν τω οικοπέδω του νυν καταστήματος των Ελληνίδων Κυριών, υπάρχουσα τότε αλληλοδιδακτική σχολή, ένθα υπήρχε και τμήμα ανώτερον, ως ενθυμούνται πρεσβύτεροι συμπολίται ημών». Ο ίδιος διαβεβαιώνει ότι γύρω από τη σχολική αίθουσα υπήρχαν κατοικίες δασκάλων. Πράγματι, όπως πιστοποιεί ο κώδικας του Αγίου Αντωνίου, στα 1832 είχαν κατασκευαστεί «κάμαρα του διδασκάλου και τα αναγκαία». Είναι βέβαιο ότι στην «κάμαρα» κατοικούσε ο δάσκαλος της αλληλοδιδακτικής, διότι η κοινότητα δεν του κατέβαλε ενοίκιο. Αντίθετα, ο δάσκαλος του ανώτερου σχολείου κατοικούσε σε άλλο σπίτι που νοίκιαζε γι’ αυτόν η κοινότητα.
Συνεπώς, η θέση της ιδιόκτητης αλληλοδιδακτικής σχολής (από το 1832) μπορεί να προσδιοριστεί στο ακίνητο της οδού Στεφάνου Τάττη.
(γ) Η γεωγραφική θέση της ιδιόκτητης ελληνικής σχολής
Αν λάβουμε κατά κυριολεξία υπόψη την μαρτυρία του Τσικόπουλου (ότι «ως μόνον σχολικόν κτήριον εχρησίμευεν» και ότι «υπήρχε και τμήμα ανώτερον»), καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι στον ίδιο χώρο με τον αλληλοδιδακτικό σχολείο λειτουργούσε και το ελληνικό σχολείο («ανώτερον»). Για την ακρίβεια, στο χώρο του παλαιότερου ελληνικού σχολείου, που επισκευάσθηκε το 1825, φαίνεται ότι οικοδομήθηκε στα 1832 και το αλληλοδιδακτικό. Στη συνέχεια, το ελληνικό σχολείο επισκευάσθηκε ή ανοικοδομήθηκε στα 1840. Καμία γνωστή κτηματολογική μαρτυρία δεν παρέχει την παραμικρή ένδειξη ότι υπήρχε άλλο σχολικό κτήριο στην περίοδο 1832-1844.
(δ) Η συνολική εικόνα
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, μπορούμε να καταλήξουμε στο εξής συμπέρασμα: Στα 1825 η ελληνική κοινότητα πραγματοποίησε εκτεταμένες επισκευές στο σχολικό κτήριο της σημερινής οδού Στεφάνου Τάττη, όπου στεγαζόταν το ανώτερο σχολείο της. Στα 1832 η κοινότητα οικοδόμησε στον ίδιο χώρο αλληλοδιδακτικό σχολείο, που ως τότε στεγαζόταν σε ακίνητο του ναού του Αγίου Νικολάου στην οδό Κοζάνης. Η ανοικοδόμηση έγινε δυνατή χάρη σε δωρεές του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Μελετίου, του Γ. Σίννα από τη Βιέννη και των μοναχών της μονής Αγίας Αναστασίας, καθώς και σε μεταθανάτιο αφιέρωμα του επισκόπου Πολυανής Θεοδοσίου. Κύρια πηγή χρηματοδότησης, όμως, ήταν η παραχώρηση του αφιερωμένου στα [103] εκπαιδευτήρια ναού του Αγίου Αντωνίου στον πνευματικό Δαμιανό Τραμπόζα, για να τον εξουσιάζει εφ’ όρου ζωής. Διαφορετικά, τα οικονομικά των σχολείων δεν θα επέτρεπαν τόσο μεγάλο βήμα, όπως η οικοδόμηση της αλληλοδιδακτικής.
Το 1852, η ελληνική κοινότητα αγόρασε το ακίνητο του (θανόντος τον Απρίλιο του 1851) επισκόπου Βενιαμίν Καρίπογλου, στη σημερινή οδό Ολύμπου προκειμένου να αποσυμφορήσει το συγκρότημα της οδού Στεφάνου Τάττη.
(ε) Πληροφορίες των αμερικανών ιεραποστόλων H. Dwight και W. Schauffler (1834 )
Το συμπέρασμά μας ότι μέχρι το 1852 τα δύο σχολεία συνυπήρξαν στο ίδιο οικόπεδο δοκιμάζεται από τις πληροφορίες των προτεσταντών ιεραποστόλων H. Dwight και W. Schauffler που επισκέφθηκαν τη Θεσσαλονίκη το Μάιο του 1834 και αναζήτησαν την αλληλοδιδακτική σχολή για να διαπιστώσουν πώς λειτουργούσε. Καταρχάς επισκέφθηκαν ένα χριστιανικό σχολείο, που όμως δεν ήταν κοινοτικό. Ο δάσκαλος τους πληροφόρησε ότι εκτός από το αλληλοδιδακτικό και το ελληνικό σχολείο υπήρχαν και άλλες ιδιωτικές τάξεις που λειτουργούσαν στη Θεσσαλονίκη, στις οποίες οι γονείς πλήρωναν τους δασκάλους. Είναι νομίζω η πρώτη αξιόπιστη είδηση ότι υπήρχαν και άλλα χριστιανικά σχολεία στη Θεσσαλονίκη. Ιδιαίτερη σημασία έχει, όμως, η συνέχεια της περιήγησης των ιεραποστόλων:
«Το Ελληνικό σχολείο λειτουργούσε σε ένα μεγάλο κτήριο, νομίζω κατάλληλο για σχολείο. Εκτός από τις αίθουσες διδασκαλίας του το κτήριο είχε και κοιτώνες, γιατί λειτουργούσε και ως οικοτροφείο για μαθητές που διέμεναν εκτός Θεσσαλονίκης. Αν θυμάμαι καλά, οι μαθητές ήταν τότε περίπου 100».
[104] Και αφού περιγράφει μία τάξη του σχολείου, ο ιεραπόστολος συνεχίζει:
«Τέλος βρήκα το Λαγκαστεριανό [=αλληλοδιδακτικό] Σχολείο, που ήταν ο κύριος στόχος των εκπαιδευτικών μου αναζητήσεων. Η αίθουσα διδασκαλίας ήταν ευρύχωρη και είχε τον κατάλληλο εξοπλισμό (θρανία κ.ά.). Οι μαθητές ήταν περίπου 80, αν και η χωρητικότητα της αίθουσας αναλογούσε σε διπλάσιο αριθμό μαθητών…» (οι υπογραμμίσεις δικές μου).
Από τις μαρτυρίες αυτές γεννώνται δύο ερωτήματα: (α) Αν τα σχολεία βρίσκονταν πράγματι στο ίδιο οικόπεδο, έτσι θα εκφραζόταν ο ιεραπόστολος («τέλος βρήκα…»); (β) Το οικόπεδο της οδού Στεφάνου Τάττη θα μπορούσε να χωρέσει ένα «μεγάλο κτήριο» με «κοιτώνες» για το ελληνικό σχολείο και ταυτόχρονα μια «ευρύχωρη»
αίθουσα χωρητικότητας 150 μαθητών για το αλληλοδιδακτικό;
Τα ερωτήματα αυτά μπορούν να διασκεδαστούν. Επί παραδείγματι, δεν γνωρίζουμε πώς ήταν η ρυμοτομία της περιοχής στα 1834. Ίσως οι ιεραπόστολοι να έπρεπε να διασχίσουν οφιοειδείς δρομίσκους και το σχολικό οικόπεδο να ήταν μεγαλύτερο από αυτό που απέμεινε στα 1904. Πιθανόν έτσι να τους δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι βάδισαν μεγαλύτερη απόσταση από όση διάνυσαν στην πραγματικότητα. Η αξιοπιστία της περιγραφής τους υπονομεύεται από την πληροφορία τους ότι στο ελληνικό σχολείο φοιτούσαν εκατό μαθητές (ο Ζαχαριά είχε βρει στα 1838 μόνον είκοσι). Επίσης είναι αμφίβολο κατά πόσον το αλληλοδιδακτικό χωρούσε 160 μαθητές, ενώ όπως είδαμε ότι το εμβαδόν του κτηρίου δεν υπερέβαινε τα 123 τετραγωνικά μέτρα (βλ. υποσημείωση 8). Δεν αποκλείεται λοιπόν να υπήρχε κάποια σύγχυση στις αναμνήσεις του ιεραποστόλου. Αλλά αν οι πληροφορίες του μπορούν να αμφισβητηθούν, δεν συμβαίνει το ίδιο με μια άλλη είδηση, που κλονίζει σοβαρά το συμπέρασμά μας ότι τα δύο σχολεία συλλειτουργούσαν στο ίδιο οικόπεδο και ότι η «παλαιά αλληλοδιδακτική» βρισκόταν στην οδό Στεφάνου Τάττη.
(στ) Η πώληση του παλαιού ακινήτου του αλληλοδιδακτικού
Σύμφωνα με είδηση του κώδικα των εκπαιδευτηρίων της περιόδου 1845-1874 (γνωστού ως «κώδικα του Ιερώνυμου»), με τον οποίον ασχολήθηκε ο Γ. Στογιόγλου, το 1853 εκποιήθηκε «το παλαιόν ακίνητον του αλληλοδιδακτικού αντί του ποσού των 17.325 γροσίων». Η εκποίηση έγινε για την πραγματοποίηση εργασιών στο ακίνητο Καρίπογλου (στην παλαιά οδό Αριστοτέλους, μετέπειτα Ολύμπου, αριθμός 147, στη γωνία με την οδό Ιουλιανού: βλ. πιο κάτω). Σύμφωνα με την ίδια πηγή, δαπανήθηκαν 21.740 γρόσια για την «επισκευή» της ελληνικής σχολής και 19.576 για τις εργασίες που έγιναν στην αλληλοδιδακτική. Προφανώς, το τελευταίο ποσό δεν δαπανήθηκε για την αλληλοδιδακτική σχολή που πουλήθηκε (αφού ήταν μεγαλύτερο από το ποσό που εισπράχθηκε), αλλά στη «νέα» αλληλοδιδακτική σχολή που λειτούργησε μετά την εκποίηση της παλαιάς.
[105] Το γεγονός ότι οικοδομήθηκαν νέα κτίσματα στο ακίνητο Καρίπογλου μας το βεβαιώνει και ο αρχιμανδρίτης Πορφύρος Ουσπένσκι που επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη στα 1859, που κάνει λόγο για διώροφο «μεγάλο κτήριο σε δύο πτέρυγες στο βάθος ευρύχωρης αυλής», το οποίο αντικατέστησε «μικρό παλαιό σπίτι» του επισκόπου. Δηλαδή, η κοινότητα αγόρασε το ακίνητο, αλλά δεν το χρησιμοποίησε ως είχε. Δαπάνησε σημαντικό ποσό για να οικοδομήσει νέα κτίρια. Προκειμένου να αντεπεξέλθει στη δαπάνη, πούλησε το παλαιό ακίνητο του αλληλοδιδακτικού.
Η είδηση αυτή δημιουργεί τρία πρόσθετα ερωτήματα: (α) Ποια σχολεία στεγάσθηκαν στο ακίνητο Καρίπογλου; (β) Ποια χρήση είχε το ακίνητο της οδού Στεφάνου Τάττη μετά το 1852; (γ) Ποια ήταν η «παλαιά» αλληλοδιδακτική σχολή;
(ζ) Ποια σχολεία στεγάσθηκαν στο ακίνητο Καρίπογλου
Στην έκθεση του Αυγερινού (1891) και στο κοινοτικό κτηματολόγιο του 1894 λείπουν ειδήσεις σχετικές με την αρχική χρήση του ακινήτου Καρίπογλου. Στο κτηματολόγιο το ακίνητο αυτό καταγράφτηκε ως «κεντρική αστική σχολή [=κατώτερο σχολείο] εν τη ενορία Αγίου Αθανασίου». Επιπροσθέτως αναφέρεται ότι στα 1877 η κοινότητα αγόρασε από τη σύζυγο του Δ. Μουμτσή οικόπεδο με ετοιμόρροπη οικία «συνεχόμενον εξ όπισθεν» με το σχολείο, που λειτουργούσε τότε ως γυμνάσιο. Στην έκθεση Αυγερινού (1891) το ακίνητο Καρίπογλου δεν ήταν πλέον γυμνάσιο. Κατονομάζεται ως «κεντρικόν συνδιδακτικόν» [=κατώτερο σχολείο]. Οι αίθουσές του κρίνονταν ως ακατάλληλες και υπογραμμιζόταν η ανάγκη να ανοικοδομηθεί. [106] Επειδή, μάλιστα, είχε αγοραστεί ήδη άλλο οικόπεδο για την ανέγερση αστικής σχολής, ο Αυγερινός πρότεινε να πουληθεί το ακίνητο Καρίπογλου, μαζί με τη συνεχόμενη ετοιμόρροπη οικία. Πράγματι, η συνεχόμενη οικία πουλήθηκε το 1893 στο Σιουκρή εφέντη αντί 126 λιρών, όχι όμως και το ακίνητο Καρίπογλου.
Οι λοιπές ειδήσεις που διαθέτουμε σε σχέση με αυτό το ερώτημα ποια σχολεία στεγάσθηκαν στο ακίνητο Καρίπογλου είναι αντιφατικές. Από τον κώδικα του Ιερωνύμου προκύπτει ότι κατά το έτος 1853 στο ακίνητο Καρίπογλου μεταφέρθηκε το αλληλοδιδακτικό σχολείο. Ο Ουσπένσκι (1859) δεν διευκρινίζει ποια ήταν η σχολή, αλλά ομιλεί περί διακοσίων μαθητών και τεσσάρων δασκάλων, ένδειξη ότι επρόκειτο για το κατώτερο σχολείο. Επιβεβαιώνεται έτσι η πληροφορία του κώδικα του Ιερωνύμου.
Αντίθετα, μεταγενέστερος κοινοτικός κώδικας του 1918 μας πληροφορεί σχετικά με το ακίνητο Καρίπογλου: «Μετά την αγοράν του κτήματος τούτου εχρησίμευσεν ως ελληνική σχολή επί τινα έτη και κατόπιν ως γυμνάσιον». Η είδηση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις προηγούμενες. Αλλά και ο Τσικόπουλος έγραψε ότι στο ακίνητο λειτούργησε η ελληνική σχολή, κατόπιν το γυμνάσιο και τελικώς η αστική σχολή. Θεωρούσε, μάλιστα, ως λόγο αγοράς του ακινήτου Καρίπογλου την αδυναμία συνύπαρξης του κατώτερου και του ανώτερου σχολείου στο συγκρότημα της οδού Στεφάνου Τάττη.
Συνδυάζοντας τις παραπάνω πληροφορίες, οδηγούμαστε στο εξής συμπέρασμα: Στο ακίνητο Καρίπογλου αρχικώς λειτούργησε το αλληλοδιδακτικό σχολείο. Η πληροφορία αυτή δεν υπάρχει στους νεότερους κώδικες διότι είχαν περάσει πολλά χρόνια και η συγκεκριμένη χρήση είχε ξεχαστεί. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε το ελληνικό σχολείο, έπειτα το γυμνάσιο (που αποτέλεσε ολοκληρωμένη μορφή του ελληνικού σχολείου). Τέλος (προφανώς όταν το γυμνάσιο εγκαταστάθηκε στο ακίνητο της οικογένειας Πρασακάκη) μεταφέρθηκε στο ακίνητο Καρίπογλου το συνδιδακτικό (δηλαδή το κατώτερο) σχολείο.
(η) Το ακίνητο της οδού Στεφάνου Τάττη μετά το 1852
Τα κτίσματα στο ακίνητο της οδού Στεφάνου Τάττη κατεδαφίσθηκαν προ του 1883. Όπως είδαμε, έκτοτε και μέχρι το 1904 που παραχωρήθηκε στη Φιλόπτωχο, το οικόπεδο παρέμεινε άκτιστο. Συνεπώς, διερευνητέα είναι η χρήση του στην περίοδο από το 1852 (έτος αγοράς του ακινήτου Καρίπογλου και πώλησης της αλληλοδιδακτικής σχολής) ως το 1883.
Στα 1838 κατοικούσε σε ιδιόκτητη οικία στην ενορία του Αγίου Αθανασίου ο καπετάν Γεράσιμος, από την Κεφαλονιά. Είχε δικό του ιστιοφόρο και διέθετε αγγλική υπηκοότητα. Γιος του πρέπει να ήταν ο Κωνσταντίνος Γερασίμου, ο οποίος εξελέγη επιλαχών δημογέροντας το 1877 και μέλος της κοινοτικής αντιπροσωπείας το 1878. Ο Κωνσταντίνος Γερασίμου υπήρξε και αυτός ενορίτης του Αγίου Αθανασίου, ενεργός στα μέσα της δεκαετίας του 1880. Στα 1904 η κατοικία της οικογένειας Γερασίμου βρισκόταν δίπλα στη σημερινή Φιλόπτωχο Αδελφότητα Κυριών. Δεν γνωρίζουμε αν ήταν εξ αρχής η οικία που είχε αγοράσει ο καπετάν Γεράσιμος προ του 1838.
Από τις κοινοτικές κτηματολογικές πηγές έχουμε την πληροφορία ότι το «οικόπεδο της παλαιάς αλληλοδιδακτικής» (μετέπειτα Φιλοπτώχου) πουλήθηκε στον Κ. Γερασίμου αντί 400 λιρών, αλλά από το ποσό αυτό ο αγοραστής κατέβαλε μόνον 100 λίρες κι έτσι η συναλλαγή δεν ολοκληρώθηκε. Συγκεκριμένα, ο κώδικας του 1894 αναφέρει ότι: «Εν τω ισολογισμώ από 1 Νοεμβρίου 1885 μέχρι 30 Ιουνίου 1887 εκ του Παλαιού Μεγάλου Καθολικού εύρηται ότι η Εφορεία έλαβεν λ. οθ. 100 παρά του [107] Κ. Γερασίμου απέναντι της εκ λ. οθ. 400 πωλήσεως». Και στην έκθεση Αυγερινού (1891) διατυπώνεται η υπόδειξη να διευθετηθεί η διαφορά της κοινότητας με τον Γερασίμου και να ολοκληρωθεί η πώληση. Δεν γνωρίζουμε την αιτία της, αλλά είναι βέβαιο ότι μόνον στα 1904 διευθετήθηκε η διαφορά μεταξύ κοινότητας και Γερασίμου. Η κοινότητα επέστρεψε τις 100 λίρες στον ενορίτη, η πώληση καταργήθηκε και το οικόπεδο παραδόθηκε στη Φιλόπτωχο Αδελφότητα.
Αν η πώληση προς τον Κ. Γερασίμου έγινε, όπως φαίνεται, στην περίοδο 1885-1887, τότε είναι σίγουρα διαφορετική από την πώληση της παλαιάς αλληλοδιδακτικής που, όπως είδαμε, πραγματοποιήθηκε το 1853. Παραμένει, λοιπόν, το ερώτημα: ποια ήταν η χρήση του ακινήτου από το 1853 μέχρι το 1883 που κατεδαφίσθηκε το υφιστάμενο κτήριο και κατ’ επέκταση μέχρι το 1885/1887 που εκποιήθηκε;
Στα 1874 η υφιστάμενη δημοτική σχολή (της οποίας δεν γνωρίζουμε τη θέση) κρίθηκε ακατάλληλη από την κοινοτική ηγεσία και αποφασίσθηκε η ανέγερση νέας. Δύο χρόνια μετά, το «οικόπεδο της δημοτικής σχολής» κρίθηκε ακατάλληλο και αποφασίσθηκε η αγορά νέου, η οποία και πραγματοποιήθηκε το ίδιο έτος. Ωστόσο η οικοδόμηση καθυστέρησε πολλά χρόνια. Στα 1885 η κοινότητα νοίκιαζε κτήριο για το δημοτικό σχολείο της, ενώ στη συνέχεια (προ του 1890) το εγκατέστησε στο ακίνητο Καρίπογλου.
Ο λόγος που αναζητούμε τις διαδοχικές θέσεις της δημοτικής (πρώην αλληλοδιδακτικής σχολής) είναι η πληροφορία ότι η Φιλόπτωχος κτίσθηκε «εις τα ερείπια παλαιάς αστικής σχολής». Η έκφραση «αστική σχολή» είναι νεότερη, ενώ όπως είδαμε στους παλαιότερους κώδικες του τέλους του 19ου αιώνα γίνεται λόγος για «παλαιό αλληλοδιδακτικό». Επίσης, είδαμε ότι στα 1874 το δημοτικό σχολείο (για την ακρίβεια το ένα από τα δύο που λειτουργούσαν, το λεγόμενο κεντρικό, διότι το άλλο βρισκόταν στην περιοχή του Βαρδάρη) στεγαζόταν σε ιδιόκτητο ακίνητο, όχι μόνο η κτιριακή κατάσταση αλλά και η γεωγραφική θέση του οποίου κρινόταν ακατάλληλη. Ίσως, λοιπόν, το κατώτερο σχολείο επανήλθε στο ακίνητο της οδού Στεφάνου Τάττη, όταν το ελληνικό σχολείο εγκαταστάθηκε στο ακίνητο Καρίπογλου. Στην εκδοχή αυτή συνηγορεί και χάρτης με τη θέση των σχολείων της Θεσσαλονίκης που δημοσιεύθηκε το έτος 1881. Ο χάρτης τοποθετεί κατά προσέγγιση το κεντρικό δημοτικό σχολείο δίπλα στο ναό του Αγίου Αθανασίου, όπως και το παρθεναγωγείο. Το παρθεναγωγείο, όμως, βρισκόταν βορειότερα του ναού και πιθανότατα και το δημοτικό σχολείο λίγο νοτιότερα [108] (δηλαδή στην οδό Τάττη), οπωσδήποτε όμως όχι στην αυλή του Αγίου Αθανασίου.
(θ) Ποια ήταν η «παλαιά» αλληλοδιδακτική σχολή;
Με βάση την ανάλυση που προηγήθηκε, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι στα 1853 πουλήθηκε μέρος του ενιαίου οικοπέδου της οδού Στεφάνου Τάττη που στέγαζε τα δύο σχολεία της ελληνικής κοινότητας (το τμήμα που αντιστοιχούσε στο αλληλοδιδακτικό). Το υπόλοιπο οικόπεδο παρέμεινε στην ιδιοκτησία της κοινότητας και φιλοξένησε αρχικά το ελληνικό σχολείο (αφού το αλληλοδιδακτικό είχε εγκατασταθεί στου Καρίπογλου) και στη συνέχεια το αλληλοδιδακτικό-πλέον συνδιδακτικό- (όταν στο ακίνητο Καρίπογλου εγκαταστάθηκε το ελληνικό σχολείο, μετέπειτα γυμνάσιο). Στο χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 1874-1883 το παλαιό κτίσμα εγκαταλείφθηκε και στη συνέχεια κατεδαφίσθηκε. Οι μνήμες χάθηκαν.
Όλα τα σχολεία που προαναφέραμε βρίσκονταν γύρω από τον Άγιο Αθανάσιο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ναός είναι τρισυπόστατος, τιμώμενος επ’ ονόματι του Αγίου Αθανασίου, του Αγίου Ελευθερίου και των Τριών Ιεραρχών. Γι’ αυτό και στον Άγιο Αθανάσιο γινόταν η εορταστική τελετή των γραμμάτων, κατά την εορτή των Τριών Ιεραρχών (30 Ιανουαρίου). Όπως σημείωνε ο μύστης της τοπικής ιστορίας Νικόλαος Χριστοδούλου «μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας ολόκληρον το εκκλησίασμα μετά εξαπτερύγων και λαμπάδων προπορευομένου του ταψιού του Μνημοσύνου επί κεφαλής τον λειτουργόν Αρχιερέα εν στολή, μετά των ιερέων και των ψαλτών και των μαθητριών των ανωτέρων τάξεων του Παρθεναγωγείου μετέβαινον δια της οδού Σωκράτους εις το τότε Κεντρικόν Παρθεναγωγείον και εισήρχοντο διά της επί της οδού Σωκράτους κεντρικής εισόδου εις το ίδρυμα».
2. Ο Καρά Νικόλας και το κτήριο του Παρθεναγωγείου
Το κτίριο του χριστιανικού παρθεναγωγείου αποτελούσε σημείο αναφοράς για τους Θεσσαλονικείς του 19ου αιώνα. Σπάνια θα εντρυφήσει κανείς σε πηγές της εποχής, χωρίς να συναντήσει το λαμπρό αυτό οικοδόμημα, που βρισκόταν λίγο βορειότερα από τον Άγιο Αθανάσιο, στη μέση της πλουσιότερης χριστιανικής συνοικίας του 18ου και 19ου αιώνα. Υπήρξε, κατά την παράδοση, το μεγαλύτερο και ευπρεπέστερο σχολικό μέγαρο, αφού σε αυτό γίνονταν οι χοροί και οι τελετές της ελληνικής κοινότητας.
Το κτίριο, ετοιμόρροπο ήδη στις αρχές του εικοστού αιώνα, κατεδαφίστηκε στα 1937-1938. Στη θέση του, ανάμεσα στις οδούς Σωκράτους και Χριστοπούλου, ανεγέρθηκε αργότερα το σχολικό συγκρότημα του Ε΄ Γυμνασίου Θηλέων.
Σε παλαιότερη μελέτη μου, υποστήριξα ότι η πληροφορία της μακαριστής Αγγελικής Μεταλλινού, ότι το παρθεναγωγείο στεγάστηκε στο υπό συζήτηση κτίριο το έτος 1845, απηχούσε μάλλον την παράδοση και όχι την πραγματικότητα και προσδιόρισα ως χρόνο εγκατάστασης του παρθεναγωγείου την περίοδο 1874-1880. [109] Σ' αυτό το συμπέρασμα οδηγήθηκα, λαμβάνοντας υπόψη ότι στα 1874 η Δημογεροντία της ελληνικής κοινότητας έκρινε ότι "η οικία εν η κατώκει ο πρόξενος της Ελλάδος κύριος Βατικιώτης είναι κατάλληλος να αγορασθή υπό της Εφορείας των Σχολείων ίνα χρησιμεύση ως Παρθεναγωγείον". Το κτίριο του προξενείου βρισκόταν επί της Εγνατίας και κόστιζε περί τις 700 ή 800 λίρες. Αλλά η στενότητα των πόρων της ελληνικής κοινότητας ήταν πανθομολογούμενη. Πώς θα σκεπτόταν η κοινοτική ηγεσία να καταβάλει ένα τόσο μεγάλο ποσό, αν είχε στη διάθεσή της το άνετο κτίριο, που περιγράφει η Μεταλλινού; Στα 1882-1883, πάντως, οθωμανικός χάρτης σημειώνει την ύπαρξη χριστιανικού σχολείου θηλέων στο σημείο όπου αργότερα βρίσκουμε το Παρθεναγωγείο. Κατέληξα, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι η εγκατάσταση του σχολείου στο κτίριο έγινε μεταξύ των ετών 1874 και 1880 ή ορθότερα 1882.
Η ελληνική κοινότητα αγόρασε το εν λόγω κτίριο μόλις το 1887. Το συμφωνηθέν τίμημα ήταν 1.700 λίρες, αλλά ουδέποτε καταβλήθηκε. Η εξεύρεση μάλιστα του ποσού, αποτέλεσε σημείο τριβής ανάμεσα στις δύο κοινοτικές μερίδες που συγκρούσθηκαν στη δεκαετία του 1880: "εξηπάτησαν τους απλουστέρους επιδεικνύοντες έγγραφον άδειαν πολυταλάντου αρχηγού, ίνα επ' ονόματι τούτου λάβωσιν εκ της ενταύθα τραπέζης δισχιλίας ή τρισχιλίας Λ. Τ. [λίρες Τουρκίας] δια τας ανάγκας της κοινότητος, εξαγοράσωσι την χρησιμεύουσαν ως παρθεναγωγείον οικίαν [κλπ]".
Στο πρόσφατο έργο της «Το Κεντρικό Παρθεναγωγείο Θεσσαλονίκης (1854-1914)», η Κατερίνα Ι. Δαλακούρα, επανέρχεται στο θέμα ως εξής:
«Ο Ε. Α. Χεκίμογλου υποστηρίζει πως το Παρθεναγωγείο δε στεγάστηκε με την έναρξη της λειτουργίας του στο κτίριο αυτό, αλλά σε χρόνο αρκετά υστερότερο, ανάμεσα στα έτη 1874-1880 […] Τα τεκμήρια όμως που προσάγει ο ερευνητής δεν είναι επαρκή. Στοιχεία, βέβαια, επαρκή για τον πρώιμο αυτό χρόνο λειτουργίας του ιδρύματος δεν έχουν εντοπιστεί. Τη θέση όμως, πως το Παρθεναγωγείο εξαρχής λειτούργησε στο κτίριο της οδού Σωκράτους στηρίζει και η πληροφορία που καταχωρεί η Αγγ. Μεταλλινού, η οποία υπήρξε μαθήτρια και δασκάλα στο σχολείο αυτό, για «…εκατόν και πλέον έτη…» λειτουργία του σχολείου «στο αρχαίον και πεπαλαιωμένον κτίριον» […]. Επίσης, δεν μπορεί να μεταφέρθηκε στο κτίριο αυτό της οδού Σωκράτους μετά το 1874 –ανάμεσα στα έτη που προτείνονται από τον ερευνητή- καθώς και ο Τύπος της εποχής μαρτυρεί ότι ήδη από το 1874 στεγάζεται σε αυτό [οι υπογραμμίσεις δικές μου]». Και καταχωρίζει η ερευνήτρια (δυστυχώς χωρίς να παραθέτει αυτούσιες τις ειδήσεις) ημερομηνίες δημοσιευμάτων από το έτος 1875 και επέκεινα.
Καταρχάς, πρέπει να ελεγχθεί η χρονολογία ίδρυσης του σχολείου, διότι πράγματι δεν διαθέτουμε «στοιχεία επαρκή» για τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του. Η Αγγελική Μεταλλινού (1885-1963), την οποία επικαλείται η συγγραφεύς, δεν έκανε αρχειακή έρευνα για το Παρθεναγωγείο. Απλώς κατέγραψε την τοπική παράδοση. Οι προφορικές αναμνήσεις της πρέπει, συνεπώς, να διασταυρώνονται και να αξιολογούνται. Το γεγονός ότι φοίτησε στο σχολείο αυτό στα τέλη του 19ου αιώνα, δεν την καθιστούσε ικανή να πιστοποιεί γεγονότα που συνέβησαν πολλά χρόνια πριν γεννηθεί, όπως η στέγαση του παρθεναγωγείου. Στα δημοσιευμένα στοιχεία από τον «Κώδικα του Ιερωνύμου» (που φτάνουν ως το 1853) δεν γίνεται μνεία για παρθεναγωγείο. Η είδηση που παραθέτει η συγγραφέας ότι στα 1854 η εφορεία των εκπαιδευτηρίων αποφάσισε να δημιουργήσει σχολείο «απόρων κορασίδων» δεν είναι αρκετή για να τοποθετήσουμε την έναρξη λειτουργίας του Παρθεναγωγείου κατά το έτος εκείνο. Η παλαιότερη γνωστή συγκεκριμένη αναφορά για το Παρθεναγωγείο χρονολογείται στα 1861. Συνεπώς, δεν τίθεται θέμα να λειτουργούσε επί «εκατόν και πλέον έτη» (η φράση δημοσιεύθηκε το 1938) το Παρθεναγωγείο.
Δεύτερον, η Κ. Δαλακούρα σημειώνει ότι η λειτουργία του σχολείου στο συγκεκριμένο κτήριο μαρτυρείται από τον Τύπο και παραθέτει χρονολογίες από 3.6.1875 και έπειτα. Αλλά πώς άραγε «μαρτυρεί» ο Τύπος ότι εκεί στεγαζόταν το σχολείο; Πώς το αναγνωρίζει η συγγραφέας; Αυτό δυστυχώς δεν μπορούμε να το κρίνουμε, αφού δεν διαθέτουμε τις σχετικές ειδήσεις από τις δυσεύρετες εφημερίδες. Επιπλέον, η στέγαση του Παρθεναγωγείου στο συγκεκριμένο κτίριο στα 1874, δεν αποδεικνύει τίποτε για τα προηγούμενα χρόνια. Αν όντως στα 1874 το Παρθεναγωγείο στεγαζόταν στο εν λόγω κτίριο, το γεγονός αυτό μάλλον επιβεβαιώνει παρά απορρίπτει την υπόθεσή μου («…από το 1874 ως το 1880»).
Τρίτον, προκύπτει ένα ερώτημα: Αν πράγματι η Μαριγώ Καρανικόλα είχε «δωρίσει το αρχοντικό της στην κοινότητα στα 1845», τότε για ποιο λόγο αγόρασε η κοινότητα το σχολείο αυτό στα 1887, αφού υποτίθεται ότι ήταν ήδη ιδιοκτήτριά του;
Ανεξάρτητα, πάντως, από το πότε ακριβώς εγκαταστάθηκε το παρθεναγωγείο στην οδό Σωκράτους, σημασία έχει η οικογένεια που το αφιέρωσε στην ελληνική κοινότητα. Ποια ήταν αυτή η δωρήτρια, η Μαριγώ Χατζηνικόλα;
Ο Χατζή Αστέριος Φίφα υπήρξε ένας από τους δύο πλουσιότερους χριστιανούς κατασκευαστές χοντρού μάλλινου υφάσματος, του λεγόμενου αμπά, στα τέλη του 18ου αιώνα και ένας από τους έξι πλουσιότερους χριστιανούς Θεσσαλονικείς της εποχής του. Το 1792 απέδωσε στην κοινότητα ως μερίδιο για την αποπληρωμή του συσσωρευμένου κοινοτικού χρέους το σημαντικό ποσό των 3.500 γροσίων. Την εποχή εκείνη το γρόσι περιείχε 5,9 γραμμάρια καθαρό ασήμι, η ισοτιμία του οποίου προς το χρυσό ήταν 1:11,8. Άρα, ο Αστέριος πλήρωσε φόρο σχεδόν 21 κιλά καθαρό ασήμι, ή 1.750 γραμμάρια χρυσό, δηλαδή περίπου 20.000 σημερινά δολάρια.
Δεν γνωρίζουμε τίποτε περισσότερο για τον Αστέριο Φίφα. Αλλά, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις άλλες περιπτώσεις των ευπόρων Θεσσαλονικέων, επιχειρηματίας με τόσο μεγάλη οικονομική επιφάνεια θα έπρεπε να διαθέτει ξένη διπλωματική προστασία για να διατηρήσει την περιουσία του. Γι' αυτό θα πρέπει να ταυτίσουμε τον Αστέριο Φίφα με τον μοναδικό Αστέριο που ήταν προστατευόμενος ξένης δύναμης, δηλαδή με τον Αστέριο γιο του Χατζή Μανόλη, που ήταν το 1797 υπήκοος της Ολλανδίας.
Γιος του Αστερίου, υιού του Χατζή Μανόλη, ήταν ο Νικόλαος Αστερίου, για τον οποίον γνωρίζουμε περισσότερα. Γεννήθηκε περί το 1765. Το 1809 είχε αγοράσει στασίδι και στην εκκλησία της Παναγίας της Λαγουδιανής, όμως αυτό μπορεί να αποτέλεσε απλώς χειρονομία βοηθείας στη μονή Βλατάδων, της οποίας η Λαγουδιανή ήταν μετόχι, και δεν δείχνει απαραίτητα ότι ο Νικόλαος ήταν τότε ενορίτης της Λαγουδιανής. Το ενδιαφέρον του για το ενοριακό έργο φαίνεται άλλωστε και από την αναφορά του στον κώδικα του ναού της Παναγούδας, κατά τα έτη 1802 και 1815, αν και δεν ήταν ενορίτης της. Στα 1819, ο Νικόλαος Αστερίου ήταν ήδη ένας από τους πλουσιότερους χριστιανούς της Θεσσαλονίκης, αν κρίνουμε από την προσφορά που έκανε για την αγορά ενός στασιδιού στον Άγιο Αθανάσιο, του οποίου ήταν ενορίτης. Πρόσφερε συγκεκριμένα το σεβαστό ποσό των 680 γροσίων, μία από τις υψηλότερες προσφορές που έγιναν το έτος εκείνο (αντιστοιχούσε σε ημερομίσθια δύο χρόνων ενός τεχνίτη), και αγόρασε το στασίδι αριθμός 55. Ο Νικόλαος διατέλεσε επίτροπος του Αγίου Αθανασίου στα 1820. Επανήλθε στα καθήκοντα αυτά κατά τη δύσκολη μετεπαναστατική περίοδο 1828-1831, όταν ο Ελληνισμός της Θεσσαλονίκης χειμαζόταν.
Το 1831 ο Νικόλαος χαρακτηρίζεται σε φερμάνι ως "έμπορος" και "μπερατλής", είχε αποκτήσει δηλαδή ειδικά εμπορικά και φορολογικά προνόμια για να πραγματοποιεί πράξεις εξωτερικού εμπορίου. Το έτος εκείνο ήταν 65 ετών. Πέθανε πριν από το 1840, αφού στον σχετικό κατάλογο των μπερατλήδων του έτους εκείνου δεν αναφέρεται. Πριν από το θάνατό του, αφιέρωσε κληροδότημα υπέρ των σχολείων.
Ο Νικόλαος απέκτησε μια κόρη, την Αγορίτσα, η οποία παντρεύτηκε το σταφιδέμπορο Δημήτριο Οικονόμου, και τρεις γιους: Το Δημήτρη, που γεννήθηκε το 1803, τον Κωνσταντίνο, που γεννήθηκε το 1806 και τον Πέτρο, που γεννήθηκε το 1817. Το 1831, οι δύο μεγαλύτεροι ήταν ήδη εγκατεστημένοι στην Κωνσταντινούπολη. Αργότερα, τους ακολούθησε και ο Πέτρος. Πράγματι, το 1850 ο Πέτρος Ν. Στεργίου [δηλαδή υιός Νικολάου υιού Αστερίου], Θεσσαλονικιός εγκατεστημένος στην Κωνσταντινούπολη, πρόσφερε υπέρ των σχολείων 1.000 γρόσια. Στα 1867 ο ίδιος προσέφερε 1.000 γρόσια στο ναό του Αγίου Αθανασίου, μέσω του Ι. Ρογκότη.
Ας επιστρέψουμε τώρα στο Παρθεναγωγείο και στον τρόπο με τον οποίον πέρασε το κτίριό του στην ιδιοκτησία της ελληνικής κοινότητας. Όπως είδαμε, η κοινότητα αγόρασε το κτήριο στα 1887. Όμως, σύμφωνα με την παράδοση, δωρίθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα από τη Μαριγώ, "σύζυγο Στεργίου Καρανικόλα". Η παράδοση κάνει λάθος ως προς το χρόνο. Η πληροφορία είναι όμως σημαντική, διότι μας επιτρέπει να αναγνωρίσουμε τη σύζυγο του Νικολάου Στεργίου, ο οποίος κρύβεται πίσω από το όνομα "Στέργιος Καρα Νικόλας", με τη συνήθη αντιμετάθεση του βαπτιστικού ονόματος (Νικόλαος) και του πατρωνυμικού προσωνυμίου (Στεργίου). Η Μαριγώ, δηλαδή, ήταν σύζυγος του Νικολάου Αστερίου. Το πρόθεμα "καρά" [=μαύρο] μαρτυρεί το παρατσούκλι του Νικολάου, επειδή ήταν μελαχρινός. Το γεγονός επιβεβαιώνεται από την αρχειακή μαρτυρία ότι οι γιοι του είχαν μαύρο μουστάκι, στα 1831 όταν ο ίδιος -γέρος πια- είχε γκρίζο.
Η Μαριγώ ήταν κόρη του Ανδρόνικου, γιου του Γεωργίου Πάικου. Πράγματι, ο εκτελεσθείς κατά το 1821 Ανδρόνικος Πάικος είχε μία κόρη, της οποίας η έρευνα δεν είχε βρει το όνομα, αλλά γνώριζε ότι είχε παντρευτεί "Καρανικόλα τινά". Αδελφές της ήταν η Αικατερίνη σύζυγος Ιωάννη Δέλτα, που έζησε στην Τεργέστη, και η Ευθυμώ σύζυγος Γαβριήλ, που έζησε στο Βουκουρέστι.
Σύμφωνα με τα κοινοτικά αρχεία, το 1905 ή 1906 "οι αδελφοί Στεργίου Πέτρου, γόνοι του ποτέ Καρανικόλα Θεσσαλονίκης", εγκατεστημένοι στην Κωνσταντινούπολη, αφιέρωσαν το κτίριο στην κοινότητα, "όπως χρησιμεύση ως εκπαιδευτήριον υπό τον όρον ίνα τεθή πλαξ δηλούσα το αφιέρωμα αυτών". Τη δωρεά έκαναν, δηλαδή, τα εγγόνια του Πέτρου, που είχε γεννηθεί το 1817. Ο Πέτρος απέκτησε (τουλάχιστον) ένα γιο, τον Στέργιο, που έφερε το όνομα του παππού του. Ο Στέργιος Πέτρου απέκτησε τουλάχιστον δύο γιους. Αυτοί οι "αδελφοί [γιοι του] Στεργίου [γιου του] Πέτρου" ήταν εκείνοι που πραγματοποίησαν τη δωρεά.
Το Παρθεναγωγείο, με άλλα λόγια, ήταν η οικογενειακή κατοικία του Νικολάου Στεργίου, που εγκαταλείφθηκε μετά την αποδημία των απογόνων του στην Κωνσταντινούπολη. Το κτίριο ήταν "αρχαίο, ευρύχωρο και βυζαντινού ρυθμού", "πλουσιότατο μέγαρο", κατά την Αγγελική Μεταλλινού, που διέσωσε και φωτογραφία του. Πρόκειται για τη μοναδική περίπτωση που κατέχουμε έστω μια αχνή φωτογραφία αστικής κατοικίας της Θεσσαλονίκης των αρχών του 19ου αιώνα ή ενδεχομένως και του τέλους του 18ου. Ήταν κτίσμα διώροφο, διέθετε 16 δωμάτια και είχε μεγάλη αυλή.
Το περίγραμμα της οικογένειας αυτής δείχνει ότι ο ήδη πλούσιος αμπατζής Αστέριος από το Μοναστήρι εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη. Στα τέλη του 18ου αιώνα, ο αμπάς όχι μόνο συναγωνίζεται τα ευρωπαϊκά μάλλινα υφάσματα στις οθωμανικές αγορές, αλλά εξάγεται και στην Ευρώπη, διότι υπερτερεί τόσο από άποψη ποιότητας, όσο και από άποψη κόστους. Η εκμηχάνιση της παραγωγής στη Βρετανία δεν έχει πάρει ακόμη τις διαστάσεις, που αργότερα θα συντρίψουν την οθωμανική εριουργία.
Ο γιος του αμπατζή, ο Νικόλαος, γίνεται έμπορος μεγάλων αποστάσεων, με φερμάνι που του επιτρέπει να εξάγει και να εισάγει εμπορεύματα με μειωμένο δασμό, σαν να είναι ευρωπαίος υπήκοος. Τα πλούτη του δεν τον εμποδίζουν να απασχολείται με το υψίστης σημασίας -εκείνη την εποχή- λειτούργημα του ενοριακού επιτρόπου. Οι σύγχρονοί του τον καταγράφουν στους κώδικες ως Νικόλαο Αστερίου ή Στεργίου, αλλά στην καθημερινή πρακτική τον ξεχωρίζουν με βάση ένα εξωτερικό χαρακτηριστικό, που φαίνεται ότι δεν περνάει απαρατήρητο: ο ένοικος του ανακτόρου με τα 16 δωμάτια, ο γαλαντόμος αγοραστής στασιδιών, είναι πολύ μελαχρινός. Έτσι, γίνεται για όλους ο "Καρά" Νικόλας.
Στα "χρόνια της παρακμής", κατά την έκφραση του Β. Δημητριάδη, που ακολούθησαν την καταστροφή της χριστιανικής αστικής τάξης της Θεσσαλονίκης στα 1821-1823, η τρίτη γενιά, δηλαδή τα παιδιά του Καρά Νικόλα, μετακινείται στην ασφαλέστερη Κωνσταντινούπολη, όπου η αγορά έχει μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους. Η τρίτη γενιά διατηρεί τα πλούτη της, αλλά και την μνήμη της Θεσσαλονίκης. Δωρίζει πρώτα στα σχολεία, μετά στην ενορία που επιτρόπευσε ο πρόγονός της και, τέλος, στα παιδιά του δέκατου ένατου και των επόμενων αιώνων, ένα σημαντικό αστικό ακίνητο, που είχε μεν αγοράσει η ελληνική κοινότητα, αλλά δεν μπορούσε να το ξεπληρώσει.
Αυτά ως προς την οικογένεια, με βάση τα υφιστάμενα τεκμήρια. Αλλά η «πλαξ», που ανέλαβε η κοινότητα να τοποθετήσει, για να διατηρηθεί η μνήμη της οικογένειας, δεν είναι ορατή σε κανένα σημείο του σχολικού κτηρίου του πρώην Ε΄ Γυμνασίου Θηλέων, νυν 17ου Λυκείου. το οποίο αντικατέστησε το παλαιό παρθεναγωγείο. Τι απέγινε η πλάκα;
3. Ο Χατζή Δημήτριος Χρήστου και το Νηπιαγωγείο Βαρδαρίου
Η περίπτωση του Δημητρίου Χρήστου μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την περιουσιακή διάρθρωση ενός "μεσαίου" επιχειρηματία της Θεσσαλονίκης, στα μέσα του 19ου αιώνα. Ο Δημήτριος Χρήστου φορολογήθηκε στα 1865 με στρατολογικό αντισήκωμα 70 γροσίων, ενώ το ανώτερο ήταν 200 και το κατώτερο 25. Με βάση αυτό το στοιχείο, θα τον κατατάσσαμε σε μεσαίο οικονομικό επίπεδο. Ήταν "άνθρωπος αγράμματος και ήκιστα κοινωνικός, ζήσας καθ' όλον τον βίον μεμονωμένως και ιδιοτρόπως". Ο "αγράμματος" αυτός άνθρωπος πέθανε το 1877 και άφησε όλη του την περιουσία στην ελληνική κοινότητα. Η περιουσία του ήταν η εξής:
-Μία οικία στην περιοχή του Βαρδάρη, αξίας 150 λιρών.
-Μισός σαμολαδόμυλος και ένας αλευρόμυλος ή σιδηρουργείο.
-Χρεωστικά ομόλογα διαφόρων, ύψους 514 λιρών.
Επιπλέον, ο Χατζή Δημήτριος είχε αφιερώσει και το οίκημα στο οποίο στεγαζόταν το νηπιαγωγείο Βαρδαρίου, στην οδό Αντιγονιδών. Ήταν μονώροφο, με τρία δωμάτια και οικόπεδο 300 πήχεων.
Το τι σήμαινε "βίος μεμονωμένος" με τα μέτρα της εποχής φαίνεται από το γεγονός ότι ο Χατζή Δημήτριος διατέλεσε επίτροπος του ναού του Αγίου Μηνά. Είχε δηλαδή αναλάβει σοβαρές κοινωνικές ευθύνες.
Σε πρόσφατη μελέτη, η οποία χρησιμοποίησε τις ανωτέρω γνωστές από ετών πηγές, αμφισβητήθηκε ότι το Νηπιαγωγείο Βαρδαρίου στεγάσθηκε σε ακίνητο που δώρισε ο Δημήτριος Χρήστου. Εν τούτοις, η είδηση αυτή προέρχεται απευθείας από το Γενικό Κτηματολόγιο της Ελληνικής Κοινότητας (1894), στο οποίο αναγράφεται σαφώς:
«Νηπιαγωγείον Βαρδαρίου. Εν τω Κώδικι της Μητροπόλεως σημειούται ως αφιέρωμα Χ΄΄ Δημητρίου Χρήστου αντί (λ. οθ.) 250».
Προηγουμένως, η έκθεση Αυγερινού σημείωνε με σαφήνεια:
«Νηπιαγωγείον Βαρδαρίου αφιέρωμα Χ΄΄ Δημητρίου (αξία λ. οθ.) 250».
Στον συντάκτη της μελέτης προκάλεσε σύγχυση το γεγονός ότι, ενώ ο Δημήτριος Χρήστου άφησε με τη διαθήκη του μία οικία στην κοινότητα, οι κτηματολογικές πηγές μνημονεύουν δύο οικίες που κληροδότησε το ίδιο πρόσωπο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι κάνουν λάθος οι πηγές, αλλά ότι απλώς δεν γνωρίζουμε πότε και υπό ποίες συνθήκες (όχι πάντως με τη διαθήκη του) δώρισε ο ευεργέτης την οικία όπου στεγάσθηκε το Νηπιαγωγείο Βαρδαρίου.
Παραδόξως, η ίδια μελέτη διατείνεται ότι το Νηπιαγωγείο Βαρδαρίου στεγαζόταν σε οίκημα της «αειμνήστου Καλούδας», στηριζόμενη στα πρακτικά μίας συνεδρίασης κοινοτικού οργάνου του έτους 1878. Η συνεδρίαση αφορούσε όμως άλλο σχολείο που τελικώς δεν ιδρύθηκε και όχι το νηπιαγωγείο. Αφιερώτρια με το όνομα «Καλούδα» δεν αναφέρεται σε καμία κτηματολογική πηγή και οπωσδήποτε δεν είχε σχέση με το Νηπιαγωγείο Βαρδαρίου, σύμφωνα με τις κτηματολογικές ειδήσεις που προαναφέραμε.
Ως προς τη χρονολογία έναρξης λειτουργίας του νηπιαγωγείου στο Βαρδάρη, αυτή θα πρέπει να τοποθετηθεί πριν από το έτος 1885, αφού στην έκθεση του εφόρου Φιλίπποβιτς του έτους εκείνου, γίνεται μνεία της λειτουργίας του με 42 νήπια.
Η δημοσίευση του κώδικα των ελληνικών εκπαιδευτηρίων Θεσσαλονίκης (γνωστού και ως «κώδικα του Αγίου Αντωνίου»), που καλύπτει την χρονική περίοδο 1825-1844, επιτρέπει να αναθεωρήσουμε τις γνώσεις μας περί της τοπογραφίας των χριστιανικών σχολείων της πόλης. Στον κώδικα αυτόν γίνεται μνεία δύο σχολείων: του ανώτερου «ελληνικού σχολείου» και του πρωτοβάθμιου «σχολείου της παιδαγωγίας» μετέπειτα αλληλοδιδακτικού. Όπως προκύπτει από την ίδια πηγή, η ελληνική σχολή λειτουργούσε στα 1825 σε ιδιόκτητο κοινοτικό κτήριο. Το έτος εκείνο πραγματοποιήθηκε η ριζική επισκευή του κτηρίου. Σημαντική επισκευή ή ενδεχομένως ανακατασκευή του κτηρίου καταγράφεται και στα 1840.
Η «σχολή της παιδαγωγίας» λειτουργούσε τουλάχιστον από το 1825 και μέχρι το 1832 σε μίσθιο κτίσμα. Το 1832 η κοινότητα οικοδόμησε ιδιόκτητο κτήριο για την –«αλληλοδιδακτική», όπως ονομαζόταν πλέον- σχολή της παιδαγωγίας. Έτσι, από το έτος εκείνο η κοινότητα διέθετε δύο ιδιόκτητα σχολικά κτήρια. Αλλά ο κώδικας δεν παρέχει καμία πληροφορία για το πού βρίσκονταν αυτά τα σχολεία.
(α) Η γεωγραφική θέση της ενοικιαζόμενης σχολής της παιδαγωγίας (1825-1832)
Το ενοικιαζόμενο κτήριο της σχολής της παιδαγωγίας ανήκε στο ναό του Αγίου Νικολάου, στον επίτροπο του οποίου κατέβαλε ο έφορος των σχολείων το ενοίκιο. Ο κώδικας δεν κατονομάζει την θέση του, την οποία θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε με βάση άλλα στοιχεία.
Προ του έτους 1797 κάποια χριστιανή είχε αφιερώσει στον ναό του Αγίου Νικολάου ένα ακίνητο τελείας κυριότητος. Το ακίνητο αυτό συνόρευε «αφενός με το κτήμα του νηπιαγωγού διδασκάλου των απίστων [=χριστιανών], αφετέρου με εβραϊκήν οικίαν και από της ετέρας πλευράς με ιδιωτικήν οδόν». Το «κτήμα του νηπιαγωγού διδασκάλου των απίστων» ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, σχολικό κτήριο. Έχουμε, συνεπώς, ένα ακίνητο αφιερωμένο στον ναό του Αγίου Νικολάου, δίπλα σε ένα σχολείο, που συνόρευε με πάροδο και οικία εβραϊκής ιδιοκτησίας. Αυτά στα 1797.
Στην ενοριακή περιουσία του Αγίου Νικολάου, όπως καταγράφτηκε επισήμως κατά το έτος 1926, περιλαμβανόταν και ένα ακίνητο επί της παλαιάς οδού Κοζάνης, το οποίο συνόρευε αφενός με πάροδο αφετέρου με μία χριστιανική και με μία εβραϊκή ιδιοκτησία. Η οδός Κοζάνης βρισκόταν βορείως της Αχειροποιήτου. Ήταν κάθετη προς την οδό Αγίας Σοφίας αλλά και προς την οδό Χριστοπούλου, στα όρια δηλαδή με τη συνοικία του Αγίου Αθανασίου.
Οι περιγραφές των ορίων του ακινήτου του 1797 κι εκείνου του 1926 είναι παρόμοιες (εβραϊκή ιδιοκτησία και πάροδος) ενώ ο ιδιοκτήτης παρέμενε ο ίδιος (ο ναός του Αγίου Νικολάου). Φαίνεται, λοιπόν, ότι στο συγκεκριμένο σημείο, στην οδό Κοζάνης, βρισκόταν το αναζητούμενο σχολείο, που χρησίμεψε ως αλληλοδιδακτικό μέχρι το 1832.
(β) Η γεωγραφική θέση της ιδιόκτητης αλληλοδιδακτικής σχολής
Στις αναλυτικές δαπάνες για την κατασκευή της αλληλοδιδακτικής σχολής δεν περιλαμβάνεται κονδύλι για αγορά οικοπέδου. Άρα, χρησιμοποιήθηκε οικόπεδο που ανήκε στην κοινότητα.
Στο κτηματολόγιο της ελληνικής κοινότητας που συντάχθηκε στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα και στα πρώτα του εικοστού αναφέρεται η «παλαιά αλληλοδιδακτική σχολή ή οικόπεδον εν τη ενορία του Αγίου Αθανασίου». Ομοίως, στην έκθεση που συνέταξε το 1891 ο εκ των προκρίτων της ελληνικής κοινότητας Ιωάννης Αυγερινός γίνεται μνεία του «οικοπέδου του παλαιού αλληλοδιδακτικού». Το 1904 το εν λόγω οικόπεδο παραχωρήθηκε στη Φιλόπτωχο Αδελφότητα Κυριών, η οποία και ανήγειρε το κτήριό της. Στη θέση του κτηρίου αυτού, στην οδό Στεφάνου Τάττη, ανεγέρθηκαν το 1961 οι σημερινές εγκαταστάσεις της Αδελφότητας. Συνεπώς, γνωρίζουμε [102] πού βρισκόταν το οικόπεδο της «παλαιάς αλληλοδιδακτικής». Πρόκειται όμως για την αλληλοδιδακτική της οποίας γίνεται μνεία στον κώδικα του Αγίου Αντωνίου;
Στα 1908 ο παλαιός εκπαιδευτικός Ι. Τσικόπουλος σημείωνε ότι «ως μόνον σχολικόν κτήριον από του 18ου αιώνος εχρησίμευεν εν τη συνοικία του Αγίου Αθανασίου, εν τω οικοπέδω του νυν καταστήματος των Ελληνίδων Κυριών, υπάρχουσα τότε αλληλοδιδακτική σχολή, ένθα υπήρχε και τμήμα ανώτερον, ως ενθυμούνται πρεσβύτεροι συμπολίται ημών». Ο ίδιος διαβεβαιώνει ότι γύρω από τη σχολική αίθουσα υπήρχαν κατοικίες δασκάλων. Πράγματι, όπως πιστοποιεί ο κώδικας του Αγίου Αντωνίου, στα 1832 είχαν κατασκευαστεί «κάμαρα του διδασκάλου και τα αναγκαία». Είναι βέβαιο ότι στην «κάμαρα» κατοικούσε ο δάσκαλος της αλληλοδιδακτικής, διότι η κοινότητα δεν του κατέβαλε ενοίκιο. Αντίθετα, ο δάσκαλος του ανώτερου σχολείου κατοικούσε σε άλλο σπίτι που νοίκιαζε γι’ αυτόν η κοινότητα.
Συνεπώς, η θέση της ιδιόκτητης αλληλοδιδακτικής σχολής (από το 1832) μπορεί να προσδιοριστεί στο ακίνητο της οδού Στεφάνου Τάττη.
(γ) Η γεωγραφική θέση της ιδιόκτητης ελληνικής σχολής
Αν λάβουμε κατά κυριολεξία υπόψη την μαρτυρία του Τσικόπουλου (ότι «ως μόνον σχολικόν κτήριον εχρησίμευεν» και ότι «υπήρχε και τμήμα ανώτερον»), καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι στον ίδιο χώρο με τον αλληλοδιδακτικό σχολείο λειτουργούσε και το ελληνικό σχολείο («ανώτερον»). Για την ακρίβεια, στο χώρο του παλαιότερου ελληνικού σχολείου, που επισκευάσθηκε το 1825, φαίνεται ότι οικοδομήθηκε στα 1832 και το αλληλοδιδακτικό. Στη συνέχεια, το ελληνικό σχολείο επισκευάσθηκε ή ανοικοδομήθηκε στα 1840. Καμία γνωστή κτηματολογική μαρτυρία δεν παρέχει την παραμικρή ένδειξη ότι υπήρχε άλλο σχολικό κτήριο στην περίοδο 1832-1844.
(δ) Η συνολική εικόνα
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, μπορούμε να καταλήξουμε στο εξής συμπέρασμα: Στα 1825 η ελληνική κοινότητα πραγματοποίησε εκτεταμένες επισκευές στο σχολικό κτήριο της σημερινής οδού Στεφάνου Τάττη, όπου στεγαζόταν το ανώτερο σχολείο της. Στα 1832 η κοινότητα οικοδόμησε στον ίδιο χώρο αλληλοδιδακτικό σχολείο, που ως τότε στεγαζόταν σε ακίνητο του ναού του Αγίου Νικολάου στην οδό Κοζάνης. Η ανοικοδόμηση έγινε δυνατή χάρη σε δωρεές του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Μελετίου, του Γ. Σίννα από τη Βιέννη και των μοναχών της μονής Αγίας Αναστασίας, καθώς και σε μεταθανάτιο αφιέρωμα του επισκόπου Πολυανής Θεοδοσίου. Κύρια πηγή χρηματοδότησης, όμως, ήταν η παραχώρηση του αφιερωμένου στα [103] εκπαιδευτήρια ναού του Αγίου Αντωνίου στον πνευματικό Δαμιανό Τραμπόζα, για να τον εξουσιάζει εφ’ όρου ζωής. Διαφορετικά, τα οικονομικά των σχολείων δεν θα επέτρεπαν τόσο μεγάλο βήμα, όπως η οικοδόμηση της αλληλοδιδακτικής.
Το 1852, η ελληνική κοινότητα αγόρασε το ακίνητο του (θανόντος τον Απρίλιο του 1851) επισκόπου Βενιαμίν Καρίπογλου, στη σημερινή οδό Ολύμπου προκειμένου να αποσυμφορήσει το συγκρότημα της οδού Στεφάνου Τάττη.
(ε) Πληροφορίες των αμερικανών ιεραποστόλων H. Dwight και W. Schauffler (1834 )
Το συμπέρασμά μας ότι μέχρι το 1852 τα δύο σχολεία συνυπήρξαν στο ίδιο οικόπεδο δοκιμάζεται από τις πληροφορίες των προτεσταντών ιεραποστόλων H. Dwight και W. Schauffler που επισκέφθηκαν τη Θεσσαλονίκη το Μάιο του 1834 και αναζήτησαν την αλληλοδιδακτική σχολή για να διαπιστώσουν πώς λειτουργούσε. Καταρχάς επισκέφθηκαν ένα χριστιανικό σχολείο, που όμως δεν ήταν κοινοτικό. Ο δάσκαλος τους πληροφόρησε ότι εκτός από το αλληλοδιδακτικό και το ελληνικό σχολείο υπήρχαν και άλλες ιδιωτικές τάξεις που λειτουργούσαν στη Θεσσαλονίκη, στις οποίες οι γονείς πλήρωναν τους δασκάλους. Είναι νομίζω η πρώτη αξιόπιστη είδηση ότι υπήρχαν και άλλα χριστιανικά σχολεία στη Θεσσαλονίκη. Ιδιαίτερη σημασία έχει, όμως, η συνέχεια της περιήγησης των ιεραποστόλων:
«Το Ελληνικό σχολείο λειτουργούσε σε ένα μεγάλο κτήριο, νομίζω κατάλληλο για σχολείο. Εκτός από τις αίθουσες διδασκαλίας του το κτήριο είχε και κοιτώνες, γιατί λειτουργούσε και ως οικοτροφείο για μαθητές που διέμεναν εκτός Θεσσαλονίκης. Αν θυμάμαι καλά, οι μαθητές ήταν τότε περίπου 100».
[104] Και αφού περιγράφει μία τάξη του σχολείου, ο ιεραπόστολος συνεχίζει:
«Τέλος βρήκα το Λαγκαστεριανό [=αλληλοδιδακτικό] Σχολείο, που ήταν ο κύριος στόχος των εκπαιδευτικών μου αναζητήσεων. Η αίθουσα διδασκαλίας ήταν ευρύχωρη και είχε τον κατάλληλο εξοπλισμό (θρανία κ.ά.). Οι μαθητές ήταν περίπου 80, αν και η χωρητικότητα της αίθουσας αναλογούσε σε διπλάσιο αριθμό μαθητών…» (οι υπογραμμίσεις δικές μου).
Από τις μαρτυρίες αυτές γεννώνται δύο ερωτήματα: (α) Αν τα σχολεία βρίσκονταν πράγματι στο ίδιο οικόπεδο, έτσι θα εκφραζόταν ο ιεραπόστολος («τέλος βρήκα…»); (β) Το οικόπεδο της οδού Στεφάνου Τάττη θα μπορούσε να χωρέσει ένα «μεγάλο κτήριο» με «κοιτώνες» για το ελληνικό σχολείο και ταυτόχρονα μια «ευρύχωρη»
αίθουσα χωρητικότητας 150 μαθητών για το αλληλοδιδακτικό;
Τα ερωτήματα αυτά μπορούν να διασκεδαστούν. Επί παραδείγματι, δεν γνωρίζουμε πώς ήταν η ρυμοτομία της περιοχής στα 1834. Ίσως οι ιεραπόστολοι να έπρεπε να διασχίσουν οφιοειδείς δρομίσκους και το σχολικό οικόπεδο να ήταν μεγαλύτερο από αυτό που απέμεινε στα 1904. Πιθανόν έτσι να τους δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι βάδισαν μεγαλύτερη απόσταση από όση διάνυσαν στην πραγματικότητα. Η αξιοπιστία της περιγραφής τους υπονομεύεται από την πληροφορία τους ότι στο ελληνικό σχολείο φοιτούσαν εκατό μαθητές (ο Ζαχαριά είχε βρει στα 1838 μόνον είκοσι). Επίσης είναι αμφίβολο κατά πόσον το αλληλοδιδακτικό χωρούσε 160 μαθητές, ενώ όπως είδαμε ότι το εμβαδόν του κτηρίου δεν υπερέβαινε τα 123 τετραγωνικά μέτρα (βλ. υποσημείωση 8). Δεν αποκλείεται λοιπόν να υπήρχε κάποια σύγχυση στις αναμνήσεις του ιεραποστόλου. Αλλά αν οι πληροφορίες του μπορούν να αμφισβητηθούν, δεν συμβαίνει το ίδιο με μια άλλη είδηση, που κλονίζει σοβαρά το συμπέρασμά μας ότι τα δύο σχολεία συλλειτουργούσαν στο ίδιο οικόπεδο και ότι η «παλαιά αλληλοδιδακτική» βρισκόταν στην οδό Στεφάνου Τάττη.
(στ) Η πώληση του παλαιού ακινήτου του αλληλοδιδακτικού
Σύμφωνα με είδηση του κώδικα των εκπαιδευτηρίων της περιόδου 1845-1874 (γνωστού ως «κώδικα του Ιερώνυμου»), με τον οποίον ασχολήθηκε ο Γ. Στογιόγλου, το 1853 εκποιήθηκε «το παλαιόν ακίνητον του αλληλοδιδακτικού αντί του ποσού των 17.325 γροσίων». Η εκποίηση έγινε για την πραγματοποίηση εργασιών στο ακίνητο Καρίπογλου (στην παλαιά οδό Αριστοτέλους, μετέπειτα Ολύμπου, αριθμός 147, στη γωνία με την οδό Ιουλιανού: βλ. πιο κάτω). Σύμφωνα με την ίδια πηγή, δαπανήθηκαν 21.740 γρόσια για την «επισκευή» της ελληνικής σχολής και 19.576 για τις εργασίες που έγιναν στην αλληλοδιδακτική. Προφανώς, το τελευταίο ποσό δεν δαπανήθηκε για την αλληλοδιδακτική σχολή που πουλήθηκε (αφού ήταν μεγαλύτερο από το ποσό που εισπράχθηκε), αλλά στη «νέα» αλληλοδιδακτική σχολή που λειτούργησε μετά την εκποίηση της παλαιάς.
[105] Το γεγονός ότι οικοδομήθηκαν νέα κτίσματα στο ακίνητο Καρίπογλου μας το βεβαιώνει και ο αρχιμανδρίτης Πορφύρος Ουσπένσκι που επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη στα 1859, που κάνει λόγο για διώροφο «μεγάλο κτήριο σε δύο πτέρυγες στο βάθος ευρύχωρης αυλής», το οποίο αντικατέστησε «μικρό παλαιό σπίτι» του επισκόπου. Δηλαδή, η κοινότητα αγόρασε το ακίνητο, αλλά δεν το χρησιμοποίησε ως είχε. Δαπάνησε σημαντικό ποσό για να οικοδομήσει νέα κτίρια. Προκειμένου να αντεπεξέλθει στη δαπάνη, πούλησε το παλαιό ακίνητο του αλληλοδιδακτικού.
Η είδηση αυτή δημιουργεί τρία πρόσθετα ερωτήματα: (α) Ποια σχολεία στεγάσθηκαν στο ακίνητο Καρίπογλου; (β) Ποια χρήση είχε το ακίνητο της οδού Στεφάνου Τάττη μετά το 1852; (γ) Ποια ήταν η «παλαιά» αλληλοδιδακτική σχολή;
(ζ) Ποια σχολεία στεγάσθηκαν στο ακίνητο Καρίπογλου
Στην έκθεση του Αυγερινού (1891) και στο κοινοτικό κτηματολόγιο του 1894 λείπουν ειδήσεις σχετικές με την αρχική χρήση του ακινήτου Καρίπογλου. Στο κτηματολόγιο το ακίνητο αυτό καταγράφτηκε ως «κεντρική αστική σχολή [=κατώτερο σχολείο] εν τη ενορία Αγίου Αθανασίου». Επιπροσθέτως αναφέρεται ότι στα 1877 η κοινότητα αγόρασε από τη σύζυγο του Δ. Μουμτσή οικόπεδο με ετοιμόρροπη οικία «συνεχόμενον εξ όπισθεν» με το σχολείο, που λειτουργούσε τότε ως γυμνάσιο. Στην έκθεση Αυγερινού (1891) το ακίνητο Καρίπογλου δεν ήταν πλέον γυμνάσιο. Κατονομάζεται ως «κεντρικόν συνδιδακτικόν» [=κατώτερο σχολείο]. Οι αίθουσές του κρίνονταν ως ακατάλληλες και υπογραμμιζόταν η ανάγκη να ανοικοδομηθεί. [106] Επειδή, μάλιστα, είχε αγοραστεί ήδη άλλο οικόπεδο για την ανέγερση αστικής σχολής, ο Αυγερινός πρότεινε να πουληθεί το ακίνητο Καρίπογλου, μαζί με τη συνεχόμενη ετοιμόρροπη οικία. Πράγματι, η συνεχόμενη οικία πουλήθηκε το 1893 στο Σιουκρή εφέντη αντί 126 λιρών, όχι όμως και το ακίνητο Καρίπογλου.
Οι λοιπές ειδήσεις που διαθέτουμε σε σχέση με αυτό το ερώτημα ποια σχολεία στεγάσθηκαν στο ακίνητο Καρίπογλου είναι αντιφατικές. Από τον κώδικα του Ιερωνύμου προκύπτει ότι κατά το έτος 1853 στο ακίνητο Καρίπογλου μεταφέρθηκε το αλληλοδιδακτικό σχολείο. Ο Ουσπένσκι (1859) δεν διευκρινίζει ποια ήταν η σχολή, αλλά ομιλεί περί διακοσίων μαθητών και τεσσάρων δασκάλων, ένδειξη ότι επρόκειτο για το κατώτερο σχολείο. Επιβεβαιώνεται έτσι η πληροφορία του κώδικα του Ιερωνύμου.
Αντίθετα, μεταγενέστερος κοινοτικός κώδικας του 1918 μας πληροφορεί σχετικά με το ακίνητο Καρίπογλου: «Μετά την αγοράν του κτήματος τούτου εχρησίμευσεν ως ελληνική σχολή επί τινα έτη και κατόπιν ως γυμνάσιον». Η είδηση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις προηγούμενες. Αλλά και ο Τσικόπουλος έγραψε ότι στο ακίνητο λειτούργησε η ελληνική σχολή, κατόπιν το γυμνάσιο και τελικώς η αστική σχολή. Θεωρούσε, μάλιστα, ως λόγο αγοράς του ακινήτου Καρίπογλου την αδυναμία συνύπαρξης του κατώτερου και του ανώτερου σχολείου στο συγκρότημα της οδού Στεφάνου Τάττη.
Συνδυάζοντας τις παραπάνω πληροφορίες, οδηγούμαστε στο εξής συμπέρασμα: Στο ακίνητο Καρίπογλου αρχικώς λειτούργησε το αλληλοδιδακτικό σχολείο. Η πληροφορία αυτή δεν υπάρχει στους νεότερους κώδικες διότι είχαν περάσει πολλά χρόνια και η συγκεκριμένη χρήση είχε ξεχαστεί. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε το ελληνικό σχολείο, έπειτα το γυμνάσιο (που αποτέλεσε ολοκληρωμένη μορφή του ελληνικού σχολείου). Τέλος (προφανώς όταν το γυμνάσιο εγκαταστάθηκε στο ακίνητο της οικογένειας Πρασακάκη) μεταφέρθηκε στο ακίνητο Καρίπογλου το συνδιδακτικό (δηλαδή το κατώτερο) σχολείο.
(η) Το ακίνητο της οδού Στεφάνου Τάττη μετά το 1852
Τα κτίσματα στο ακίνητο της οδού Στεφάνου Τάττη κατεδαφίσθηκαν προ του 1883. Όπως είδαμε, έκτοτε και μέχρι το 1904 που παραχωρήθηκε στη Φιλόπτωχο, το οικόπεδο παρέμεινε άκτιστο. Συνεπώς, διερευνητέα είναι η χρήση του στην περίοδο από το 1852 (έτος αγοράς του ακινήτου Καρίπογλου και πώλησης της αλληλοδιδακτικής σχολής) ως το 1883.
Στα 1838 κατοικούσε σε ιδιόκτητη οικία στην ενορία του Αγίου Αθανασίου ο καπετάν Γεράσιμος, από την Κεφαλονιά. Είχε δικό του ιστιοφόρο και διέθετε αγγλική υπηκοότητα. Γιος του πρέπει να ήταν ο Κωνσταντίνος Γερασίμου, ο οποίος εξελέγη επιλαχών δημογέροντας το 1877 και μέλος της κοινοτικής αντιπροσωπείας το 1878. Ο Κωνσταντίνος Γερασίμου υπήρξε και αυτός ενορίτης του Αγίου Αθανασίου, ενεργός στα μέσα της δεκαετίας του 1880. Στα 1904 η κατοικία της οικογένειας Γερασίμου βρισκόταν δίπλα στη σημερινή Φιλόπτωχο Αδελφότητα Κυριών. Δεν γνωρίζουμε αν ήταν εξ αρχής η οικία που είχε αγοράσει ο καπετάν Γεράσιμος προ του 1838.
Από τις κοινοτικές κτηματολογικές πηγές έχουμε την πληροφορία ότι το «οικόπεδο της παλαιάς αλληλοδιδακτικής» (μετέπειτα Φιλοπτώχου) πουλήθηκε στον Κ. Γερασίμου αντί 400 λιρών, αλλά από το ποσό αυτό ο αγοραστής κατέβαλε μόνον 100 λίρες κι έτσι η συναλλαγή δεν ολοκληρώθηκε. Συγκεκριμένα, ο κώδικας του 1894 αναφέρει ότι: «Εν τω ισολογισμώ από 1 Νοεμβρίου 1885 μέχρι 30 Ιουνίου 1887 εκ του Παλαιού Μεγάλου Καθολικού εύρηται ότι η Εφορεία έλαβεν λ. οθ. 100 παρά του [107] Κ. Γερασίμου απέναντι της εκ λ. οθ. 400 πωλήσεως». Και στην έκθεση Αυγερινού (1891) διατυπώνεται η υπόδειξη να διευθετηθεί η διαφορά της κοινότητας με τον Γερασίμου και να ολοκληρωθεί η πώληση. Δεν γνωρίζουμε την αιτία της, αλλά είναι βέβαιο ότι μόνον στα 1904 διευθετήθηκε η διαφορά μεταξύ κοινότητας και Γερασίμου. Η κοινότητα επέστρεψε τις 100 λίρες στον ενορίτη, η πώληση καταργήθηκε και το οικόπεδο παραδόθηκε στη Φιλόπτωχο Αδελφότητα.
Αν η πώληση προς τον Κ. Γερασίμου έγινε, όπως φαίνεται, στην περίοδο 1885-1887, τότε είναι σίγουρα διαφορετική από την πώληση της παλαιάς αλληλοδιδακτικής που, όπως είδαμε, πραγματοποιήθηκε το 1853. Παραμένει, λοιπόν, το ερώτημα: ποια ήταν η χρήση του ακινήτου από το 1853 μέχρι το 1883 που κατεδαφίσθηκε το υφιστάμενο κτήριο και κατ’ επέκταση μέχρι το 1885/1887 που εκποιήθηκε;
Στα 1874 η υφιστάμενη δημοτική σχολή (της οποίας δεν γνωρίζουμε τη θέση) κρίθηκε ακατάλληλη από την κοινοτική ηγεσία και αποφασίσθηκε η ανέγερση νέας. Δύο χρόνια μετά, το «οικόπεδο της δημοτικής σχολής» κρίθηκε ακατάλληλο και αποφασίσθηκε η αγορά νέου, η οποία και πραγματοποιήθηκε το ίδιο έτος. Ωστόσο η οικοδόμηση καθυστέρησε πολλά χρόνια. Στα 1885 η κοινότητα νοίκιαζε κτήριο για το δημοτικό σχολείο της, ενώ στη συνέχεια (προ του 1890) το εγκατέστησε στο ακίνητο Καρίπογλου.
Ο λόγος που αναζητούμε τις διαδοχικές θέσεις της δημοτικής (πρώην αλληλοδιδακτικής σχολής) είναι η πληροφορία ότι η Φιλόπτωχος κτίσθηκε «εις τα ερείπια παλαιάς αστικής σχολής». Η έκφραση «αστική σχολή» είναι νεότερη, ενώ όπως είδαμε στους παλαιότερους κώδικες του τέλους του 19ου αιώνα γίνεται λόγος για «παλαιό αλληλοδιδακτικό». Επίσης, είδαμε ότι στα 1874 το δημοτικό σχολείο (για την ακρίβεια το ένα από τα δύο που λειτουργούσαν, το λεγόμενο κεντρικό, διότι το άλλο βρισκόταν στην περιοχή του Βαρδάρη) στεγαζόταν σε ιδιόκτητο ακίνητο, όχι μόνο η κτιριακή κατάσταση αλλά και η γεωγραφική θέση του οποίου κρινόταν ακατάλληλη. Ίσως, λοιπόν, το κατώτερο σχολείο επανήλθε στο ακίνητο της οδού Στεφάνου Τάττη, όταν το ελληνικό σχολείο εγκαταστάθηκε στο ακίνητο Καρίπογλου. Στην εκδοχή αυτή συνηγορεί και χάρτης με τη θέση των σχολείων της Θεσσαλονίκης που δημοσιεύθηκε το έτος 1881. Ο χάρτης τοποθετεί κατά προσέγγιση το κεντρικό δημοτικό σχολείο δίπλα στο ναό του Αγίου Αθανασίου, όπως και το παρθεναγωγείο. Το παρθεναγωγείο, όμως, βρισκόταν βορειότερα του ναού και πιθανότατα και το δημοτικό σχολείο λίγο νοτιότερα [108] (δηλαδή στην οδό Τάττη), οπωσδήποτε όμως όχι στην αυλή του Αγίου Αθανασίου.
(θ) Ποια ήταν η «παλαιά» αλληλοδιδακτική σχολή;
Με βάση την ανάλυση που προηγήθηκε, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι στα 1853 πουλήθηκε μέρος του ενιαίου οικοπέδου της οδού Στεφάνου Τάττη που στέγαζε τα δύο σχολεία της ελληνικής κοινότητας (το τμήμα που αντιστοιχούσε στο αλληλοδιδακτικό). Το υπόλοιπο οικόπεδο παρέμεινε στην ιδιοκτησία της κοινότητας και φιλοξένησε αρχικά το ελληνικό σχολείο (αφού το αλληλοδιδακτικό είχε εγκατασταθεί στου Καρίπογλου) και στη συνέχεια το αλληλοδιδακτικό-πλέον συνδιδακτικό- (όταν στο ακίνητο Καρίπογλου εγκαταστάθηκε το ελληνικό σχολείο, μετέπειτα γυμνάσιο). Στο χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 1874-1883 το παλαιό κτίσμα εγκαταλείφθηκε και στη συνέχεια κατεδαφίσθηκε. Οι μνήμες χάθηκαν.
Όλα τα σχολεία που προαναφέραμε βρίσκονταν γύρω από τον Άγιο Αθανάσιο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ναός είναι τρισυπόστατος, τιμώμενος επ’ ονόματι του Αγίου Αθανασίου, του Αγίου Ελευθερίου και των Τριών Ιεραρχών. Γι’ αυτό και στον Άγιο Αθανάσιο γινόταν η εορταστική τελετή των γραμμάτων, κατά την εορτή των Τριών Ιεραρχών (30 Ιανουαρίου). Όπως σημείωνε ο μύστης της τοπικής ιστορίας Νικόλαος Χριστοδούλου «μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας ολόκληρον το εκκλησίασμα μετά εξαπτερύγων και λαμπάδων προπορευομένου του ταψιού του Μνημοσύνου επί κεφαλής τον λειτουργόν Αρχιερέα εν στολή, μετά των ιερέων και των ψαλτών και των μαθητριών των ανωτέρων τάξεων του Παρθεναγωγείου μετέβαινον δια της οδού Σωκράτους εις το τότε Κεντρικόν Παρθεναγωγείον και εισήρχοντο διά της επί της οδού Σωκράτους κεντρικής εισόδου εις το ίδρυμα».
2. Ο Καρά Νικόλας και το κτήριο του Παρθεναγωγείου
Το κτίριο του χριστιανικού παρθεναγωγείου αποτελούσε σημείο αναφοράς για τους Θεσσαλονικείς του 19ου αιώνα. Σπάνια θα εντρυφήσει κανείς σε πηγές της εποχής, χωρίς να συναντήσει το λαμπρό αυτό οικοδόμημα, που βρισκόταν λίγο βορειότερα από τον Άγιο Αθανάσιο, στη μέση της πλουσιότερης χριστιανικής συνοικίας του 18ου και 19ου αιώνα. Υπήρξε, κατά την παράδοση, το μεγαλύτερο και ευπρεπέστερο σχολικό μέγαρο, αφού σε αυτό γίνονταν οι χοροί και οι τελετές της ελληνικής κοινότητας.
Το κτίριο, ετοιμόρροπο ήδη στις αρχές του εικοστού αιώνα, κατεδαφίστηκε στα 1937-1938. Στη θέση του, ανάμεσα στις οδούς Σωκράτους και Χριστοπούλου, ανεγέρθηκε αργότερα το σχολικό συγκρότημα του Ε΄ Γυμνασίου Θηλέων.
Σε παλαιότερη μελέτη μου, υποστήριξα ότι η πληροφορία της μακαριστής Αγγελικής Μεταλλινού, ότι το παρθεναγωγείο στεγάστηκε στο υπό συζήτηση κτίριο το έτος 1845, απηχούσε μάλλον την παράδοση και όχι την πραγματικότητα και προσδιόρισα ως χρόνο εγκατάστασης του παρθεναγωγείου την περίοδο 1874-1880. [109] Σ' αυτό το συμπέρασμα οδηγήθηκα, λαμβάνοντας υπόψη ότι στα 1874 η Δημογεροντία της ελληνικής κοινότητας έκρινε ότι "η οικία εν η κατώκει ο πρόξενος της Ελλάδος κύριος Βατικιώτης είναι κατάλληλος να αγορασθή υπό της Εφορείας των Σχολείων ίνα χρησιμεύση ως Παρθεναγωγείον". Το κτίριο του προξενείου βρισκόταν επί της Εγνατίας και κόστιζε περί τις 700 ή 800 λίρες. Αλλά η στενότητα των πόρων της ελληνικής κοινότητας ήταν πανθομολογούμενη. Πώς θα σκεπτόταν η κοινοτική ηγεσία να καταβάλει ένα τόσο μεγάλο ποσό, αν είχε στη διάθεσή της το άνετο κτίριο, που περιγράφει η Μεταλλινού; Στα 1882-1883, πάντως, οθωμανικός χάρτης σημειώνει την ύπαρξη χριστιανικού σχολείου θηλέων στο σημείο όπου αργότερα βρίσκουμε το Παρθεναγωγείο. Κατέληξα, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι η εγκατάσταση του σχολείου στο κτίριο έγινε μεταξύ των ετών 1874 και 1880 ή ορθότερα 1882.
Η ελληνική κοινότητα αγόρασε το εν λόγω κτίριο μόλις το 1887. Το συμφωνηθέν τίμημα ήταν 1.700 λίρες, αλλά ουδέποτε καταβλήθηκε. Η εξεύρεση μάλιστα του ποσού, αποτέλεσε σημείο τριβής ανάμεσα στις δύο κοινοτικές μερίδες που συγκρούσθηκαν στη δεκαετία του 1880: "εξηπάτησαν τους απλουστέρους επιδεικνύοντες έγγραφον άδειαν πολυταλάντου αρχηγού, ίνα επ' ονόματι τούτου λάβωσιν εκ της ενταύθα τραπέζης δισχιλίας ή τρισχιλίας Λ. Τ. [λίρες Τουρκίας] δια τας ανάγκας της κοινότητος, εξαγοράσωσι την χρησιμεύουσαν ως παρθεναγωγείον οικίαν [κλπ]".
Στο πρόσφατο έργο της «Το Κεντρικό Παρθεναγωγείο Θεσσαλονίκης (1854-1914)», η Κατερίνα Ι. Δαλακούρα, επανέρχεται στο θέμα ως εξής:
«Ο Ε. Α. Χεκίμογλου υποστηρίζει πως το Παρθεναγωγείο δε στεγάστηκε με την έναρξη της λειτουργίας του στο κτίριο αυτό, αλλά σε χρόνο αρκετά υστερότερο, ανάμεσα στα έτη 1874-1880 […] Τα τεκμήρια όμως που προσάγει ο ερευνητής δεν είναι επαρκή. Στοιχεία, βέβαια, επαρκή για τον πρώιμο αυτό χρόνο λειτουργίας του ιδρύματος δεν έχουν εντοπιστεί. Τη θέση όμως, πως το Παρθεναγωγείο εξαρχής λειτούργησε στο κτίριο της οδού Σωκράτους στηρίζει και η πληροφορία που καταχωρεί η Αγγ. Μεταλλινού, η οποία υπήρξε μαθήτρια και δασκάλα στο σχολείο αυτό, για «…εκατόν και πλέον έτη…» λειτουργία του σχολείου «στο αρχαίον και πεπαλαιωμένον κτίριον» […]. Επίσης, δεν μπορεί να μεταφέρθηκε στο κτίριο αυτό της οδού Σωκράτους μετά το 1874 –ανάμεσα στα έτη που προτείνονται από τον ερευνητή- καθώς και ο Τύπος της εποχής μαρτυρεί ότι ήδη από το 1874 στεγάζεται σε αυτό [οι υπογραμμίσεις δικές μου]». Και καταχωρίζει η ερευνήτρια (δυστυχώς χωρίς να παραθέτει αυτούσιες τις ειδήσεις) ημερομηνίες δημοσιευμάτων από το έτος 1875 και επέκεινα.
Καταρχάς, πρέπει να ελεγχθεί η χρονολογία ίδρυσης του σχολείου, διότι πράγματι δεν διαθέτουμε «στοιχεία επαρκή» για τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του. Η Αγγελική Μεταλλινού (1885-1963), την οποία επικαλείται η συγγραφεύς, δεν έκανε αρχειακή έρευνα για το Παρθεναγωγείο. Απλώς κατέγραψε την τοπική παράδοση. Οι προφορικές αναμνήσεις της πρέπει, συνεπώς, να διασταυρώνονται και να αξιολογούνται. Το γεγονός ότι φοίτησε στο σχολείο αυτό στα τέλη του 19ου αιώνα, δεν την καθιστούσε ικανή να πιστοποιεί γεγονότα που συνέβησαν πολλά χρόνια πριν γεννηθεί, όπως η στέγαση του παρθεναγωγείου. Στα δημοσιευμένα στοιχεία από τον «Κώδικα του Ιερωνύμου» (που φτάνουν ως το 1853) δεν γίνεται μνεία για παρθεναγωγείο. Η είδηση που παραθέτει η συγγραφέας ότι στα 1854 η εφορεία των εκπαιδευτηρίων αποφάσισε να δημιουργήσει σχολείο «απόρων κορασίδων» δεν είναι αρκετή για να τοποθετήσουμε την έναρξη λειτουργίας του Παρθεναγωγείου κατά το έτος εκείνο. Η παλαιότερη γνωστή συγκεκριμένη αναφορά για το Παρθεναγωγείο χρονολογείται στα 1861. Συνεπώς, δεν τίθεται θέμα να λειτουργούσε επί «εκατόν και πλέον έτη» (η φράση δημοσιεύθηκε το 1938) το Παρθεναγωγείο.
Δεύτερον, η Κ. Δαλακούρα σημειώνει ότι η λειτουργία του σχολείου στο συγκεκριμένο κτήριο μαρτυρείται από τον Τύπο και παραθέτει χρονολογίες από 3.6.1875 και έπειτα. Αλλά πώς άραγε «μαρτυρεί» ο Τύπος ότι εκεί στεγαζόταν το σχολείο; Πώς το αναγνωρίζει η συγγραφέας; Αυτό δυστυχώς δεν μπορούμε να το κρίνουμε, αφού δεν διαθέτουμε τις σχετικές ειδήσεις από τις δυσεύρετες εφημερίδες. Επιπλέον, η στέγαση του Παρθεναγωγείου στο συγκεκριμένο κτίριο στα 1874, δεν αποδεικνύει τίποτε για τα προηγούμενα χρόνια. Αν όντως στα 1874 το Παρθεναγωγείο στεγαζόταν στο εν λόγω κτίριο, το γεγονός αυτό μάλλον επιβεβαιώνει παρά απορρίπτει την υπόθεσή μου («…από το 1874 ως το 1880»).
Τρίτον, προκύπτει ένα ερώτημα: Αν πράγματι η Μαριγώ Καρανικόλα είχε «δωρίσει το αρχοντικό της στην κοινότητα στα 1845», τότε για ποιο λόγο αγόρασε η κοινότητα το σχολείο αυτό στα 1887, αφού υποτίθεται ότι ήταν ήδη ιδιοκτήτριά του;
Ανεξάρτητα, πάντως, από το πότε ακριβώς εγκαταστάθηκε το παρθεναγωγείο στην οδό Σωκράτους, σημασία έχει η οικογένεια που το αφιέρωσε στην ελληνική κοινότητα. Ποια ήταν αυτή η δωρήτρια, η Μαριγώ Χατζηνικόλα;
Ο Χατζή Αστέριος Φίφα υπήρξε ένας από τους δύο πλουσιότερους χριστιανούς κατασκευαστές χοντρού μάλλινου υφάσματος, του λεγόμενου αμπά, στα τέλη του 18ου αιώνα και ένας από τους έξι πλουσιότερους χριστιανούς Θεσσαλονικείς της εποχής του. Το 1792 απέδωσε στην κοινότητα ως μερίδιο για την αποπληρωμή του συσσωρευμένου κοινοτικού χρέους το σημαντικό ποσό των 3.500 γροσίων. Την εποχή εκείνη το γρόσι περιείχε 5,9 γραμμάρια καθαρό ασήμι, η ισοτιμία του οποίου προς το χρυσό ήταν 1:11,8. Άρα, ο Αστέριος πλήρωσε φόρο σχεδόν 21 κιλά καθαρό ασήμι, ή 1.750 γραμμάρια χρυσό, δηλαδή περίπου 20.000 σημερινά δολάρια.
Δεν γνωρίζουμε τίποτε περισσότερο για τον Αστέριο Φίφα. Αλλά, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις άλλες περιπτώσεις των ευπόρων Θεσσαλονικέων, επιχειρηματίας με τόσο μεγάλη οικονομική επιφάνεια θα έπρεπε να διαθέτει ξένη διπλωματική προστασία για να διατηρήσει την περιουσία του. Γι' αυτό θα πρέπει να ταυτίσουμε τον Αστέριο Φίφα με τον μοναδικό Αστέριο που ήταν προστατευόμενος ξένης δύναμης, δηλαδή με τον Αστέριο γιο του Χατζή Μανόλη, που ήταν το 1797 υπήκοος της Ολλανδίας.
Γιος του Αστερίου, υιού του Χατζή Μανόλη, ήταν ο Νικόλαος Αστερίου, για τον οποίον γνωρίζουμε περισσότερα. Γεννήθηκε περί το 1765. Το 1809 είχε αγοράσει στασίδι και στην εκκλησία της Παναγίας της Λαγουδιανής, όμως αυτό μπορεί να αποτέλεσε απλώς χειρονομία βοηθείας στη μονή Βλατάδων, της οποίας η Λαγουδιανή ήταν μετόχι, και δεν δείχνει απαραίτητα ότι ο Νικόλαος ήταν τότε ενορίτης της Λαγουδιανής. Το ενδιαφέρον του για το ενοριακό έργο φαίνεται άλλωστε και από την αναφορά του στον κώδικα του ναού της Παναγούδας, κατά τα έτη 1802 και 1815, αν και δεν ήταν ενορίτης της. Στα 1819, ο Νικόλαος Αστερίου ήταν ήδη ένας από τους πλουσιότερους χριστιανούς της Θεσσαλονίκης, αν κρίνουμε από την προσφορά που έκανε για την αγορά ενός στασιδιού στον Άγιο Αθανάσιο, του οποίου ήταν ενορίτης. Πρόσφερε συγκεκριμένα το σεβαστό ποσό των 680 γροσίων, μία από τις υψηλότερες προσφορές που έγιναν το έτος εκείνο (αντιστοιχούσε σε ημερομίσθια δύο χρόνων ενός τεχνίτη), και αγόρασε το στασίδι αριθμός 55. Ο Νικόλαος διατέλεσε επίτροπος του Αγίου Αθανασίου στα 1820. Επανήλθε στα καθήκοντα αυτά κατά τη δύσκολη μετεπαναστατική περίοδο 1828-1831, όταν ο Ελληνισμός της Θεσσαλονίκης χειμαζόταν.
Το 1831 ο Νικόλαος χαρακτηρίζεται σε φερμάνι ως "έμπορος" και "μπερατλής", είχε αποκτήσει δηλαδή ειδικά εμπορικά και φορολογικά προνόμια για να πραγματοποιεί πράξεις εξωτερικού εμπορίου. Το έτος εκείνο ήταν 65 ετών. Πέθανε πριν από το 1840, αφού στον σχετικό κατάλογο των μπερατλήδων του έτους εκείνου δεν αναφέρεται. Πριν από το θάνατό του, αφιέρωσε κληροδότημα υπέρ των σχολείων.
Ο Νικόλαος απέκτησε μια κόρη, την Αγορίτσα, η οποία παντρεύτηκε το σταφιδέμπορο Δημήτριο Οικονόμου, και τρεις γιους: Το Δημήτρη, που γεννήθηκε το 1803, τον Κωνσταντίνο, που γεννήθηκε το 1806 και τον Πέτρο, που γεννήθηκε το 1817. Το 1831, οι δύο μεγαλύτεροι ήταν ήδη εγκατεστημένοι στην Κωνσταντινούπολη. Αργότερα, τους ακολούθησε και ο Πέτρος. Πράγματι, το 1850 ο Πέτρος Ν. Στεργίου [δηλαδή υιός Νικολάου υιού Αστερίου], Θεσσαλονικιός εγκατεστημένος στην Κωνσταντινούπολη, πρόσφερε υπέρ των σχολείων 1.000 γρόσια. Στα 1867 ο ίδιος προσέφερε 1.000 γρόσια στο ναό του Αγίου Αθανασίου, μέσω του Ι. Ρογκότη.
Ας επιστρέψουμε τώρα στο Παρθεναγωγείο και στον τρόπο με τον οποίον πέρασε το κτίριό του στην ιδιοκτησία της ελληνικής κοινότητας. Όπως είδαμε, η κοινότητα αγόρασε το κτήριο στα 1887. Όμως, σύμφωνα με την παράδοση, δωρίθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα από τη Μαριγώ, "σύζυγο Στεργίου Καρανικόλα". Η παράδοση κάνει λάθος ως προς το χρόνο. Η πληροφορία είναι όμως σημαντική, διότι μας επιτρέπει να αναγνωρίσουμε τη σύζυγο του Νικολάου Στεργίου, ο οποίος κρύβεται πίσω από το όνομα "Στέργιος Καρα Νικόλας", με τη συνήθη αντιμετάθεση του βαπτιστικού ονόματος (Νικόλαος) και του πατρωνυμικού προσωνυμίου (Στεργίου). Η Μαριγώ, δηλαδή, ήταν σύζυγος του Νικολάου Αστερίου. Το πρόθεμα "καρά" [=μαύρο] μαρτυρεί το παρατσούκλι του Νικολάου, επειδή ήταν μελαχρινός. Το γεγονός επιβεβαιώνεται από την αρχειακή μαρτυρία ότι οι γιοι του είχαν μαύρο μουστάκι, στα 1831 όταν ο ίδιος -γέρος πια- είχε γκρίζο.
Η Μαριγώ ήταν κόρη του Ανδρόνικου, γιου του Γεωργίου Πάικου. Πράγματι, ο εκτελεσθείς κατά το 1821 Ανδρόνικος Πάικος είχε μία κόρη, της οποίας η έρευνα δεν είχε βρει το όνομα, αλλά γνώριζε ότι είχε παντρευτεί "Καρανικόλα τινά". Αδελφές της ήταν η Αικατερίνη σύζυγος Ιωάννη Δέλτα, που έζησε στην Τεργέστη, και η Ευθυμώ σύζυγος Γαβριήλ, που έζησε στο Βουκουρέστι.
Σύμφωνα με τα κοινοτικά αρχεία, το 1905 ή 1906 "οι αδελφοί Στεργίου Πέτρου, γόνοι του ποτέ Καρανικόλα Θεσσαλονίκης", εγκατεστημένοι στην Κωνσταντινούπολη, αφιέρωσαν το κτίριο στην κοινότητα, "όπως χρησιμεύση ως εκπαιδευτήριον υπό τον όρον ίνα τεθή πλαξ δηλούσα το αφιέρωμα αυτών". Τη δωρεά έκαναν, δηλαδή, τα εγγόνια του Πέτρου, που είχε γεννηθεί το 1817. Ο Πέτρος απέκτησε (τουλάχιστον) ένα γιο, τον Στέργιο, που έφερε το όνομα του παππού του. Ο Στέργιος Πέτρου απέκτησε τουλάχιστον δύο γιους. Αυτοί οι "αδελφοί [γιοι του] Στεργίου [γιου του] Πέτρου" ήταν εκείνοι που πραγματοποίησαν τη δωρεά.
Το Παρθεναγωγείο, με άλλα λόγια, ήταν η οικογενειακή κατοικία του Νικολάου Στεργίου, που εγκαταλείφθηκε μετά την αποδημία των απογόνων του στην Κωνσταντινούπολη. Το κτίριο ήταν "αρχαίο, ευρύχωρο και βυζαντινού ρυθμού", "πλουσιότατο μέγαρο", κατά την Αγγελική Μεταλλινού, που διέσωσε και φωτογραφία του. Πρόκειται για τη μοναδική περίπτωση που κατέχουμε έστω μια αχνή φωτογραφία αστικής κατοικίας της Θεσσαλονίκης των αρχών του 19ου αιώνα ή ενδεχομένως και του τέλους του 18ου. Ήταν κτίσμα διώροφο, διέθετε 16 δωμάτια και είχε μεγάλη αυλή.
Το περίγραμμα της οικογένειας αυτής δείχνει ότι ο ήδη πλούσιος αμπατζής Αστέριος από το Μοναστήρι εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη. Στα τέλη του 18ου αιώνα, ο αμπάς όχι μόνο συναγωνίζεται τα ευρωπαϊκά μάλλινα υφάσματα στις οθωμανικές αγορές, αλλά εξάγεται και στην Ευρώπη, διότι υπερτερεί τόσο από άποψη ποιότητας, όσο και από άποψη κόστους. Η εκμηχάνιση της παραγωγής στη Βρετανία δεν έχει πάρει ακόμη τις διαστάσεις, που αργότερα θα συντρίψουν την οθωμανική εριουργία.
Ο γιος του αμπατζή, ο Νικόλαος, γίνεται έμπορος μεγάλων αποστάσεων, με φερμάνι που του επιτρέπει να εξάγει και να εισάγει εμπορεύματα με μειωμένο δασμό, σαν να είναι ευρωπαίος υπήκοος. Τα πλούτη του δεν τον εμποδίζουν να απασχολείται με το υψίστης σημασίας -εκείνη την εποχή- λειτούργημα του ενοριακού επιτρόπου. Οι σύγχρονοί του τον καταγράφουν στους κώδικες ως Νικόλαο Αστερίου ή Στεργίου, αλλά στην καθημερινή πρακτική τον ξεχωρίζουν με βάση ένα εξωτερικό χαρακτηριστικό, που φαίνεται ότι δεν περνάει απαρατήρητο: ο ένοικος του ανακτόρου με τα 16 δωμάτια, ο γαλαντόμος αγοραστής στασιδιών, είναι πολύ μελαχρινός. Έτσι, γίνεται για όλους ο "Καρά" Νικόλας.
Στα "χρόνια της παρακμής", κατά την έκφραση του Β. Δημητριάδη, που ακολούθησαν την καταστροφή της χριστιανικής αστικής τάξης της Θεσσαλονίκης στα 1821-1823, η τρίτη γενιά, δηλαδή τα παιδιά του Καρά Νικόλα, μετακινείται στην ασφαλέστερη Κωνσταντινούπολη, όπου η αγορά έχει μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους. Η τρίτη γενιά διατηρεί τα πλούτη της, αλλά και την μνήμη της Θεσσαλονίκης. Δωρίζει πρώτα στα σχολεία, μετά στην ενορία που επιτρόπευσε ο πρόγονός της και, τέλος, στα παιδιά του δέκατου ένατου και των επόμενων αιώνων, ένα σημαντικό αστικό ακίνητο, που είχε μεν αγοράσει η ελληνική κοινότητα, αλλά δεν μπορούσε να το ξεπληρώσει.
Αυτά ως προς την οικογένεια, με βάση τα υφιστάμενα τεκμήρια. Αλλά η «πλαξ», που ανέλαβε η κοινότητα να τοποθετήσει, για να διατηρηθεί η μνήμη της οικογένειας, δεν είναι ορατή σε κανένα σημείο του σχολικού κτηρίου του πρώην Ε΄ Γυμνασίου Θηλέων, νυν 17ου Λυκείου. το οποίο αντικατέστησε το παλαιό παρθεναγωγείο. Τι απέγινε η πλάκα;
3. Ο Χατζή Δημήτριος Χρήστου και το Νηπιαγωγείο Βαρδαρίου
Η περίπτωση του Δημητρίου Χρήστου μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την περιουσιακή διάρθρωση ενός "μεσαίου" επιχειρηματία της Θεσσαλονίκης, στα μέσα του 19ου αιώνα. Ο Δημήτριος Χρήστου φορολογήθηκε στα 1865 με στρατολογικό αντισήκωμα 70 γροσίων, ενώ το ανώτερο ήταν 200 και το κατώτερο 25. Με βάση αυτό το στοιχείο, θα τον κατατάσσαμε σε μεσαίο οικονομικό επίπεδο. Ήταν "άνθρωπος αγράμματος και ήκιστα κοινωνικός, ζήσας καθ' όλον τον βίον μεμονωμένως και ιδιοτρόπως". Ο "αγράμματος" αυτός άνθρωπος πέθανε το 1877 και άφησε όλη του την περιουσία στην ελληνική κοινότητα. Η περιουσία του ήταν η εξής:
-Μία οικία στην περιοχή του Βαρδάρη, αξίας 150 λιρών.
-Μισός σαμολαδόμυλος και ένας αλευρόμυλος ή σιδηρουργείο.
-Χρεωστικά ομόλογα διαφόρων, ύψους 514 λιρών.
Επιπλέον, ο Χατζή Δημήτριος είχε αφιερώσει και το οίκημα στο οποίο στεγαζόταν το νηπιαγωγείο Βαρδαρίου, στην οδό Αντιγονιδών. Ήταν μονώροφο, με τρία δωμάτια και οικόπεδο 300 πήχεων.
Το τι σήμαινε "βίος μεμονωμένος" με τα μέτρα της εποχής φαίνεται από το γεγονός ότι ο Χατζή Δημήτριος διατέλεσε επίτροπος του ναού του Αγίου Μηνά. Είχε δηλαδή αναλάβει σοβαρές κοινωνικές ευθύνες.
Σε πρόσφατη μελέτη, η οποία χρησιμοποίησε τις ανωτέρω γνωστές από ετών πηγές, αμφισβητήθηκε ότι το Νηπιαγωγείο Βαρδαρίου στεγάσθηκε σε ακίνητο που δώρισε ο Δημήτριος Χρήστου. Εν τούτοις, η είδηση αυτή προέρχεται απευθείας από το Γενικό Κτηματολόγιο της Ελληνικής Κοινότητας (1894), στο οποίο αναγράφεται σαφώς:
«Νηπιαγωγείον Βαρδαρίου. Εν τω Κώδικι της Μητροπόλεως σημειούται ως αφιέρωμα Χ΄΄ Δημητρίου Χρήστου αντί (λ. οθ.) 250».
Προηγουμένως, η έκθεση Αυγερινού σημείωνε με σαφήνεια:
«Νηπιαγωγείον Βαρδαρίου αφιέρωμα Χ΄΄ Δημητρίου (αξία λ. οθ.) 250».
Στον συντάκτη της μελέτης προκάλεσε σύγχυση το γεγονός ότι, ενώ ο Δημήτριος Χρήστου άφησε με τη διαθήκη του μία οικία στην κοινότητα, οι κτηματολογικές πηγές μνημονεύουν δύο οικίες που κληροδότησε το ίδιο πρόσωπο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι κάνουν λάθος οι πηγές, αλλά ότι απλώς δεν γνωρίζουμε πότε και υπό ποίες συνθήκες (όχι πάντως με τη διαθήκη του) δώρισε ο ευεργέτης την οικία όπου στεγάσθηκε το Νηπιαγωγείο Βαρδαρίου.
Παραδόξως, η ίδια μελέτη διατείνεται ότι το Νηπιαγωγείο Βαρδαρίου στεγαζόταν σε οίκημα της «αειμνήστου Καλούδας», στηριζόμενη στα πρακτικά μίας συνεδρίασης κοινοτικού οργάνου του έτους 1878. Η συνεδρίαση αφορούσε όμως άλλο σχολείο που τελικώς δεν ιδρύθηκε και όχι το νηπιαγωγείο. Αφιερώτρια με το όνομα «Καλούδα» δεν αναφέρεται σε καμία κτηματολογική πηγή και οπωσδήποτε δεν είχε σχέση με το Νηπιαγωγείο Βαρδαρίου, σύμφωνα με τις κτηματολογικές ειδήσεις που προαναφέραμε.
Ως προς τη χρονολογία έναρξης λειτουργίας του νηπιαγωγείου στο Βαρδάρη, αυτή θα πρέπει να τοποθετηθεί πριν από το έτος 1885, αφού στην έκθεση του εφόρου Φιλίπποβιτς του έτους εκείνου, γίνεται μνεία της λειτουργίας του με 42 νήπια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου