( διήγημα, φρέσκο μόλις βγήκε απ' το φούρνο)
Είχε πολλές φορές ικετεύσει τον αδελφό της. Ήταν φύλακας στο δημοτικό πάρκο. Ήθελε να την οδηγήσει εκεί ένα βράδυ. Λίγο πριν κλειδώσει τις πόρτες και να έρθει να την πάρει το πρωί. Ένα απ’ τ’ απωθημένα της
«Το θέλω πολύ Μάριε! Να ζήσω την ηρεμία της νύχτας. Μια φορά μόνη μου. Να ακούσω τους ήχους, τις φωνές των ζώων κι ό,τι άλλο θα υπάρξει. Έτσι κι αλλιώς για μένα πάντα νύχτα είναι. Μη φοβάσαι θα ντυθώ καλά και θα έχω κοιμηθεί το απόγευμα Θα πάρω μαζί μου νερό κι ένα σάντουιτς. Σε παρακαλώ! Έχω στερηθεί τόσες ομορφιές απ’ τη ζωή. Μη μου στερήσεις κι αυτή τη μικρή επιθυμία..»
Η Αντωνία, η μόνη αδελφή του, τυφλή από τη γέννησή της, ήταν ό,τι αγαπημένο του είχε απομείνει μετά από διαδοχικές οικογενειακές συμφορές. Τον είχε παρακαλέσει πολλές φορές, μα μέχρι τώρα δεν το είχε τολμήσει. Όμως τώρα ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι. Ήξερε ότι αυτό είναι παράβαση, αφού ο κανόνας ήταν πριν κλειδώσει την τελευταία πόρτα, να ελέγξει με προσοχή αν άδειασε το πάρκο από τον τελευταίο άνθρωπο. Σκέφτηκε όμως ότι κανείς δε θα το μάθει. Πρωί-πρωί, πριν από τη συνηθισμένη ώρα, θα πάει να την πάρει και να την επιστρέψει στο σπίτι.
Όταν επιτέλους ενέδωσε και της ανακοίνωσε ότι ήρθε επιτέλους η ώρα για την εκπλήρωση της επιθυμίας της, τον αγκάλιασε σφικτά και με φωνή που έτρεμε του είπε
«Αλήθεια τι θα γινόμουνα χωρίς εσένα;»
Την επόμενη μέρα κανόνισε, λίγο πριν κλείσει το πάρκο να την βάλει σ’ ένα απόμερο παγκάκι και φρόντισε να αδειάσει το πάρκο από τους επισκέπτες. Κλείδωσε και ξαναγύρισε κοντά της
«Αντωνία άκου τι σκέφτηκα. Γιατί να μην κάτσω κι εγώ και να σου κάνω παρέα. Ανησυχώ κορίτσι μου να σ’ αφήσω μόνη. Κατάλαβέ με»
«Μάριε μη μου το χαλάς τώρα. Εσένα σ’ έχω δίπλα μου συνέχεια και στο μυαλό μου πάντα. Μόνη μου θέλω. Ειδάλλως πάμε πάλι πίσω»
Τη λυπήθηκε. Μια υποχρέωση ζωής. Ήταν το μόνο άτομο εν ζωή απ’ την οικογένεια και με το σημάδι της τυφλής. Δεν είχε γνωρίσει χαρές, όπως εκ των πραγμάτων και ο ίδιος. Λίγοι φίλοι, ανύπαρκτη κοινωνική ζωή, πορεύονταν την κοινή τους μοίρα. Κούμπωσε το τελευταίο κουμπί στο παλτό της, στερέωσε την κουβερτούλα γύρω απ’ τα πόδια της και με βαριά καρδιά την άφησε μόνη. Σκέφτηκε αύριο θα έρθει όσο πιο νωρίς μπορεί
Η Ράνια άρχισε να συγκεντρώνεται. Στερούμενη του αγαθού της όρασης είχε αναπτύξει ιδιαιτέρως τις άλλες αισθήσεις, όπως η ακοή και η όσφρηση. Έτσι άρχισε να καταγράφει ό,τι γίνεται στο περιβάλλον της.
Οι ήχοι της πόλης ήταν λιγοστοί κι ευδιάκριτοι. Το αυτί της τους είχε συνηθίσει. Αναζητούσε κάτι διαφορετικό γύρω της. Θροΐσματα φύλλων από το μισοσβησμένο αεράκι. Αραιά πετάγματα πουλιών που άλλαζαν κλαδιά. Σουρσίματα μικρών ζώων του πάρκου. Ήχοι αναμενόμενοι, ήχοι γνωστοί από τις συχνές ημερήσιες επισκέψεις της στον ίδιο χώρο.
Κάποια στιγμή ένιωσε κάτι διαφορετικό. Κράτησε την ανάσα της και συγκέντρωσε την προσοχή της. Ήτανε κάτι ασυνήθιστο. Δεν ήταν θόρυβος, δεν ήταν κίνηση. Ήταν μια αίσθηση ότι κοντά της υπάρχει ανθρώπινη παρουσία. Ίσως μια ανάσα, μια αχνή κι απροσδιόριστη οσμή. Κανονικά η αίσθηση αυτή θα έπρεπε να τη γεμίσει με φόβο κι ίσως πανικό. Αντίθετα αντί για φόβο ένιωσε μια έντονη περιέργεια και μια πρωτόγνωρη διέγερση. Μέσα στη σιωπή της βραδιάς αναδύθηκε ένας αόρατος δεσμός με τον άγνωστο στόχο, ένα αόρατο νήμα να τους συνδέει. Αποτέλεσμα ίσως των αστεριών, που έλαμπαν πάνω στον ουρανό, χωρίς ποτέ αυτή να έχει την εικόνα τους, παρά μόνο τις περιγραφές των άλλων, από τις Νηρηίδες που κατοικούσαν στα τεχνητά διπλανά ρυάκια. από τις άγνωστες γλυκές δυνάμεις που ρυθμίζουν τη μοίρα των ανθρώπων. Άγνωστο από πού και τι.
Άφησε λίγο χρόνο ν’ ανιχνεύσει καλύτερα την νέα αίσθηση και, αυτή η κόρη, η αποκλεισμένη μια ζωή, πήρε την πρωτοβουλία και με σταθερή φωνή είπε
«Έλα! Κάτσε δίπλα μου στο παγκάκι»
Ο άλλος έμεινε κατάπληκτος. Είχε από νωρίς δει, κρυμμένος μέσα στον πυκνό θάμνο, το φύλακα να την εγκαθιστά στο παγκάκι, άκουσε όλη τη συνομιλία που διαμειφθεί μεταξύ τους και από τότε πρόσεξε μην τον αντιληφθεί.
«Είμαι καιρό τώρα άστεγος και τα βράδια μου τα περνάω, όπου βρω. Σήμερα αποφάσισα να περάσω τη νύχτα μου στο πάρκο. Με συγχωρείς αν σε τρόμαξα, αλλά έχω την απορία πως κατάλαβες την παρουσία μου;»
Της άνοιξε η όρεξη να μιλήσει
«Δεν ξέρω αν άκουσες, αλλά είμαι τυφλή. Έτσι έχω οξυμένη ακοή. Άκουσα μάλλον την ανάσα σου. Έλα κάτσε δίπλα μου. Μη φοβάσαι»
Τον άκουσε που κάθισε δίπλα της. Οι μυρουδιές που της έρχονταν ήταν ιδρωτίλα κι ίσως απλυσιά. Άλλες φορές αυτό θα την ενοχλούσε πολύ, μα τώρα δεν το αντιμετώπισε αρνητικά. Έπιασε την πλαστική σακούλα που είχε δίπλα της κι έβγαλε το σάντουίτς και το νερό. Το έκοψε στη μέση και του πρόσφερε το ένα κομμάτι
«Έλα να φάμε λίγο. Κάνε μου παρέα»
Ο άλλος δίσταζε κι εκείνη επέμεινε
«Μη με στεναχωρείς σε παρακαλώ. Κάνε μου παρέα»
Η πρώτη μπουκιά έγινε συγχρόνως κι από τους δυο. Της φάνηκε τόσο νόστιμο! Άνοιξε το μπουκαλάκι του νερού κι ήπιε διψασμένα αρκετές γουλιές. Του το πρόσφερε
«Πιες κι εσύ!»
Κάθισαν αρκετή ώρα αμίλητοι δίπλα δίπλα. Εκείνη γεμάτη από ικανοποίηση για την εξέλιξη της βραδιάς κι αυτός με απορίες γεμάτος για αυτά που του συνέβαιναν. Η Αντωνία αναζήτησε το χέρι του και το έσφιξε με ένταση.
«Πώς είναι τ’ όνομά σου; Εμένα με λένε Αντωνία»
Δίσταξε για λίγο, αλλά μπροστά στην τόση καλοσύνη κι αθωότητα, απάντησε ειλικρινά
«Κώστα με λένε και γεννήθηκα μακριά από δω»
Δεν επέμεινε να ζητήσει λεπτομέρειες. Ίσως φοβήθηκε μην της φύγει. Με ικετευτική φωνή του είπε
«Η ώρα περνάει κι ίσως ο φοβητσιάρης αδελφός έρθει να με πάρει αξημέρωτα. Κάνε μου μια τελευταία χάρη. Άσε με να δω τα χαρακτηριστικά σου με τα χέρια μου. Μάτια βλέπεις δεν έχω. Έλα κοντά μου!»
Υπήρξαν μέσα σε λίγο χρόνο, τόσοι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ τους,που τίποτα δεν του φαινόταν κι αυτού παράξενο. Γονάτισε μπροστά της και την προειδοποίησε
«Έχω πια τα χάλια μου, αφού σέρνομαι τόσο καιρό στους δρόμους..»
«Δεν πειράζει, το καταλαβαίνω»
Σήκωσε και τα δυο της χέρια που πυρετικά χάιδευαν το πρόσωπό του. Επιμονή στο μέτωπο, στα μάγουλα, τα μακριά αχτένιστα μαλλιά, στο λαιμό, ενώ αυτός υπομονετικά καθόταν ακίνητος
«Όμορφος είσαι!»
Και ξαφνικά χωρίς προειδοποίηση έσκυψε κι ένωσε τα χείλια της με τα δικά του. Ασυναίσθητα και τα δικά του άνοιξαν και το φιλί έγινε γεμάτο. Το ίδιο απότομα τον έσπρωξε μακριά της
«Ευχαριστώ Κώστα για όλα! Τώρα άφησε με μόνη»
Δεν είπε κουβέντα μόνο απομακρύνθηκε. Τι άλλο μπορούσε άλλωστε να κάνει;
Αυτή ζούσε την πρωτόγνωρη αίσθηση του αντρικού φιλιού. Από μέσα της σκέφτηκε ότι απόκτησε ένα πολύτιμο θησαυρό που θα τη συντροφεύει τις μοναχικές άπειρες ώρες. Ένα θησαυρό που θα τον κρατήσει εγωιστικά μόνο για τον εαυτό της. Ναι! Θα κάνει το αμάρτημα να μην το πει ούτε στον αγαπημένο αδελφό της. Άλλωστε ντρέπεται. Τι θα σκεφτόταν για την ευκολία που πρόσφερε τα χείλια της σ’ έναν άγνωστο για τον οποίο ξέρει μόνο ότι τον λένε Κώστα και τα χείλη του είναι υγρά και ζεστά;
Είχε πολλές φορές ικετεύσει τον αδελφό της. Ήταν φύλακας στο δημοτικό πάρκο. Ήθελε να την οδηγήσει εκεί ένα βράδυ. Λίγο πριν κλειδώσει τις πόρτες και να έρθει να την πάρει το πρωί. Ένα απ’ τ’ απωθημένα της
«Το θέλω πολύ Μάριε! Να ζήσω την ηρεμία της νύχτας. Μια φορά μόνη μου. Να ακούσω τους ήχους, τις φωνές των ζώων κι ό,τι άλλο θα υπάρξει. Έτσι κι αλλιώς για μένα πάντα νύχτα είναι. Μη φοβάσαι θα ντυθώ καλά και θα έχω κοιμηθεί το απόγευμα Θα πάρω μαζί μου νερό κι ένα σάντουιτς. Σε παρακαλώ! Έχω στερηθεί τόσες ομορφιές απ’ τη ζωή. Μη μου στερήσεις κι αυτή τη μικρή επιθυμία..»
Η Αντωνία, η μόνη αδελφή του, τυφλή από τη γέννησή της, ήταν ό,τι αγαπημένο του είχε απομείνει μετά από διαδοχικές οικογενειακές συμφορές. Τον είχε παρακαλέσει πολλές φορές, μα μέχρι τώρα δεν το είχε τολμήσει. Όμως τώρα ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι. Ήξερε ότι αυτό είναι παράβαση, αφού ο κανόνας ήταν πριν κλειδώσει την τελευταία πόρτα, να ελέγξει με προσοχή αν άδειασε το πάρκο από τον τελευταίο άνθρωπο. Σκέφτηκε όμως ότι κανείς δε θα το μάθει. Πρωί-πρωί, πριν από τη συνηθισμένη ώρα, θα πάει να την πάρει και να την επιστρέψει στο σπίτι.
Όταν επιτέλους ενέδωσε και της ανακοίνωσε ότι ήρθε επιτέλους η ώρα για την εκπλήρωση της επιθυμίας της, τον αγκάλιασε σφικτά και με φωνή που έτρεμε του είπε
«Αλήθεια τι θα γινόμουνα χωρίς εσένα;»
Την επόμενη μέρα κανόνισε, λίγο πριν κλείσει το πάρκο να την βάλει σ’ ένα απόμερο παγκάκι και φρόντισε να αδειάσει το πάρκο από τους επισκέπτες. Κλείδωσε και ξαναγύρισε κοντά της
«Αντωνία άκου τι σκέφτηκα. Γιατί να μην κάτσω κι εγώ και να σου κάνω παρέα. Ανησυχώ κορίτσι μου να σ’ αφήσω μόνη. Κατάλαβέ με»
«Μάριε μη μου το χαλάς τώρα. Εσένα σ’ έχω δίπλα μου συνέχεια και στο μυαλό μου πάντα. Μόνη μου θέλω. Ειδάλλως πάμε πάλι πίσω»
Τη λυπήθηκε. Μια υποχρέωση ζωής. Ήταν το μόνο άτομο εν ζωή απ’ την οικογένεια και με το σημάδι της τυφλής. Δεν είχε γνωρίσει χαρές, όπως εκ των πραγμάτων και ο ίδιος. Λίγοι φίλοι, ανύπαρκτη κοινωνική ζωή, πορεύονταν την κοινή τους μοίρα. Κούμπωσε το τελευταίο κουμπί στο παλτό της, στερέωσε την κουβερτούλα γύρω απ’ τα πόδια της και με βαριά καρδιά την άφησε μόνη. Σκέφτηκε αύριο θα έρθει όσο πιο νωρίς μπορεί
Η Ράνια άρχισε να συγκεντρώνεται. Στερούμενη του αγαθού της όρασης είχε αναπτύξει ιδιαιτέρως τις άλλες αισθήσεις, όπως η ακοή και η όσφρηση. Έτσι άρχισε να καταγράφει ό,τι γίνεται στο περιβάλλον της.
Οι ήχοι της πόλης ήταν λιγοστοί κι ευδιάκριτοι. Το αυτί της τους είχε συνηθίσει. Αναζητούσε κάτι διαφορετικό γύρω της. Θροΐσματα φύλλων από το μισοσβησμένο αεράκι. Αραιά πετάγματα πουλιών που άλλαζαν κλαδιά. Σουρσίματα μικρών ζώων του πάρκου. Ήχοι αναμενόμενοι, ήχοι γνωστοί από τις συχνές ημερήσιες επισκέψεις της στον ίδιο χώρο.
Κάποια στιγμή ένιωσε κάτι διαφορετικό. Κράτησε την ανάσα της και συγκέντρωσε την προσοχή της. Ήτανε κάτι ασυνήθιστο. Δεν ήταν θόρυβος, δεν ήταν κίνηση. Ήταν μια αίσθηση ότι κοντά της υπάρχει ανθρώπινη παρουσία. Ίσως μια ανάσα, μια αχνή κι απροσδιόριστη οσμή. Κανονικά η αίσθηση αυτή θα έπρεπε να τη γεμίσει με φόβο κι ίσως πανικό. Αντίθετα αντί για φόβο ένιωσε μια έντονη περιέργεια και μια πρωτόγνωρη διέγερση. Μέσα στη σιωπή της βραδιάς αναδύθηκε ένας αόρατος δεσμός με τον άγνωστο στόχο, ένα αόρατο νήμα να τους συνδέει. Αποτέλεσμα ίσως των αστεριών, που έλαμπαν πάνω στον ουρανό, χωρίς ποτέ αυτή να έχει την εικόνα τους, παρά μόνο τις περιγραφές των άλλων, από τις Νηρηίδες που κατοικούσαν στα τεχνητά διπλανά ρυάκια. από τις άγνωστες γλυκές δυνάμεις που ρυθμίζουν τη μοίρα των ανθρώπων. Άγνωστο από πού και τι.
Άφησε λίγο χρόνο ν’ ανιχνεύσει καλύτερα την νέα αίσθηση και, αυτή η κόρη, η αποκλεισμένη μια ζωή, πήρε την πρωτοβουλία και με σταθερή φωνή είπε
«Έλα! Κάτσε δίπλα μου στο παγκάκι»
Ο άλλος έμεινε κατάπληκτος. Είχε από νωρίς δει, κρυμμένος μέσα στον πυκνό θάμνο, το φύλακα να την εγκαθιστά στο παγκάκι, άκουσε όλη τη συνομιλία που διαμειφθεί μεταξύ τους και από τότε πρόσεξε μην τον αντιληφθεί.
«Είμαι καιρό τώρα άστεγος και τα βράδια μου τα περνάω, όπου βρω. Σήμερα αποφάσισα να περάσω τη νύχτα μου στο πάρκο. Με συγχωρείς αν σε τρόμαξα, αλλά έχω την απορία πως κατάλαβες την παρουσία μου;»
Της άνοιξε η όρεξη να μιλήσει
«Δεν ξέρω αν άκουσες, αλλά είμαι τυφλή. Έτσι έχω οξυμένη ακοή. Άκουσα μάλλον την ανάσα σου. Έλα κάτσε δίπλα μου. Μη φοβάσαι»
Τον άκουσε που κάθισε δίπλα της. Οι μυρουδιές που της έρχονταν ήταν ιδρωτίλα κι ίσως απλυσιά. Άλλες φορές αυτό θα την ενοχλούσε πολύ, μα τώρα δεν το αντιμετώπισε αρνητικά. Έπιασε την πλαστική σακούλα που είχε δίπλα της κι έβγαλε το σάντουίτς και το νερό. Το έκοψε στη μέση και του πρόσφερε το ένα κομμάτι
«Έλα να φάμε λίγο. Κάνε μου παρέα»
Ο άλλος δίσταζε κι εκείνη επέμεινε
«Μη με στεναχωρείς σε παρακαλώ. Κάνε μου παρέα»
Η πρώτη μπουκιά έγινε συγχρόνως κι από τους δυο. Της φάνηκε τόσο νόστιμο! Άνοιξε το μπουκαλάκι του νερού κι ήπιε διψασμένα αρκετές γουλιές. Του το πρόσφερε
«Πιες κι εσύ!»
Κάθισαν αρκετή ώρα αμίλητοι δίπλα δίπλα. Εκείνη γεμάτη από ικανοποίηση για την εξέλιξη της βραδιάς κι αυτός με απορίες γεμάτος για αυτά που του συνέβαιναν. Η Αντωνία αναζήτησε το χέρι του και το έσφιξε με ένταση.
«Πώς είναι τ’ όνομά σου; Εμένα με λένε Αντωνία»
Δίσταξε για λίγο, αλλά μπροστά στην τόση καλοσύνη κι αθωότητα, απάντησε ειλικρινά
«Κώστα με λένε και γεννήθηκα μακριά από δω»
Δεν επέμεινε να ζητήσει λεπτομέρειες. Ίσως φοβήθηκε μην της φύγει. Με ικετευτική φωνή του είπε
«Η ώρα περνάει κι ίσως ο φοβητσιάρης αδελφός έρθει να με πάρει αξημέρωτα. Κάνε μου μια τελευταία χάρη. Άσε με να δω τα χαρακτηριστικά σου με τα χέρια μου. Μάτια βλέπεις δεν έχω. Έλα κοντά μου!»
Υπήρξαν μέσα σε λίγο χρόνο, τόσοι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ τους,που τίποτα δεν του φαινόταν κι αυτού παράξενο. Γονάτισε μπροστά της και την προειδοποίησε
«Έχω πια τα χάλια μου, αφού σέρνομαι τόσο καιρό στους δρόμους..»
«Δεν πειράζει, το καταλαβαίνω»
Σήκωσε και τα δυο της χέρια που πυρετικά χάιδευαν το πρόσωπό του. Επιμονή στο μέτωπο, στα μάγουλα, τα μακριά αχτένιστα μαλλιά, στο λαιμό, ενώ αυτός υπομονετικά καθόταν ακίνητος
«Όμορφος είσαι!»
Και ξαφνικά χωρίς προειδοποίηση έσκυψε κι ένωσε τα χείλια της με τα δικά του. Ασυναίσθητα και τα δικά του άνοιξαν και το φιλί έγινε γεμάτο. Το ίδιο απότομα τον έσπρωξε μακριά της
«Ευχαριστώ Κώστα για όλα! Τώρα άφησε με μόνη»
Δεν είπε κουβέντα μόνο απομακρύνθηκε. Τι άλλο μπορούσε άλλωστε να κάνει;
Αυτή ζούσε την πρωτόγνωρη αίσθηση του αντρικού φιλιού. Από μέσα της σκέφτηκε ότι απόκτησε ένα πολύτιμο θησαυρό που θα τη συντροφεύει τις μοναχικές άπειρες ώρες. Ένα θησαυρό που θα τον κρατήσει εγωιστικά μόνο για τον εαυτό της. Ναι! Θα κάνει το αμάρτημα να μην το πει ούτε στον αγαπημένο αδελφό της. Άλλωστε ντρέπεται. Τι θα σκεφτόταν για την ευκολία που πρόσφερε τα χείλια της σ’ έναν άγνωστο για τον οποίο ξέρει μόνο ότι τον λένε Κώστα και τα χείλη του είναι υγρά και ζεστά;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου