(άρθρο μου που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του ΠΑΛΜΟΓΡΑΦΟΥ στις 8/9/2012)
Οι οικονομικές καταρρεύσεις στη χώρα μας έχουν ξανασυμβεί. Είναι λοιπόν εκ των προτέρων δεδομένο ότι εδώ το πάθημα δεν έγινε μάθημα. Λένε, το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού. Το πολλάκις όμως;
Ας στρέψουμε την προσοχή μας στην τελευταία οικονομική περιπέτεια κι ας αναζητήσουμε τα αφετηριακά της αίτια, Το ερώτημα που προκύπτει από μόνο του είναι:
Πότε άρχισε ο κατήφορος; Ποια είναι η ρίζα του κακού; Ποιοι είναι οι κύριοι υπεύθυνοι αυτής της κατρακύλας; Βεβαίως οι μαρξιστογενείς φίλοι μου θα ορθώσουν τις γνωστές γενικόλογες αντιρρήσεις τους.
«Το πρόβλημα δεν είναι θέμα προσώπων, αλλά είναι θέμα θεσμών, επιπέδου ανάπτυξης των οικονομικών σχέσεων και αντανακλά την ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας μας». Προσωπικά αντίθετα πιστεύω στην κυριαρχική επίδραση του ανθρώπινου παράγοντα στις εξελίξεις, της προσωπικότητας εκείνης που μπορεί να εμπνεύσει και να παρασύρει το εύπλαστο και εύθραυστο ανώνυμο πλήθος. Το παραπάνω ερώτημα δεν μπορεί ν’ απαντηθεί αν δεν κάνουμε μια σύντομη ερευνητική βουτιά στα γεγονότα των τελευταίων δεκαετιών στη χώρα.
Μετά τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο η χώρα μας, φτωχή και από πριν Ψωροκώσταινα, βγαίνει πολλαπλώς τραυματισμένη. Κυρίως στις οικονομικές δομές της, αλλά και με τις πολιτικές κατάσταση στην οξύτερη της μορφή εξαιτίας της διαπάλης για την κατάκτηση της εξουσίας που φούντωσε μετά την αποχώρηση των Γερμανών κατακτητών. Αυτή η διαπάλη έφτασε στα ακραία όριά της με την ένοπλη εμφύλια σύρραξη. Μια σύρραξη που αποτέλειωσε την καταστροφή στη χώρα.
Η μεγάλη πλειοψηφία του λαού μας ζει αυτήν την περίοδο κάτω από συνθήκες στερήσεων με κυρίαρχο το κυνηγητό για την εξασφάλιση του άρτου του επιούσιου. Προσθετικά, αλλά όχι λιγότερο σημαντικά, πρέπει να υπογραμμίσω ότι ένα μεγάλο κομμάτι του λαού ζει τις συνέπειες της ήττας της Αριστερής παράταξης με τις εκδικητικές διώξεις από την πλευρά των νικητών.
Ο παραγωγικός ιστός είναι σε αποσύνθεση, η βιομηχανία στα σπάργανα κι όλα είναι σε αναμονή για τη νέα εξόρμηση. Οι μόνες ενισχυτικές οικονομικές ενέσεις είναι η Αμερικάνική βοήθεια μέσω του σχεδίου Μάρσαλ. Το νέο παγκόσμιο αφεντικό είναι οι Αμερικανοί, αφού οι ευρωπαϊκές χώρες είναι καθημαγμένες από τις ανθρώπινες και υλικές καταστροφές που προκάλεσε η πολύχρονη πολεμική σύρραξη που εξελίχθηκε στο ευρωπαϊκό έδαφος. Αυτά ισχύουν για όλα τα επόμενα χρόνια, χρόνια ψυχρού πολέμου κι ανταγωνισμού των δυο στρατοπέδων, μέχρι την κατάρρευση του σοσιαλιστικού. Στη χώρα κυριαρχούν οι επιπτώσεις του εμφύλιου σπαραγμού, τα κυνηγητά και ο αποκλεισμός των ηττημένων, ο φόβος των νικητών για ενδεχόμενη ρεβάνς.
Μέσα από πισωγυρίσματα η ζωή σιγά – σιγά εξομαλύνεται κι αρχίζει η οικονομική ανάπτυξη. Οι περιπέτειες του λαού συνεχίζονται αδιακόπως, αλλά δημιουργούνται οι πρώτες συνθήκες για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Η βίαιη όμως κατάληψη της εξουσίας από τους επίορκους συνταγματάρχες διακόπτει αυτήν την πορεία για επτά χρόνια κι όταν επιτέλους αποκαθίσταται λίγο ή πολύ η λαϊκή κυριαρχία εκδηλώνεται χωρίς μέτρο και συγκρατημό η καταπιεσμένη επιθυμία του λαού για δικαιώματα κι ανθρώπινο επίπεδο διαβίωσης.
Όλοι τα θέλουν όλα εδώ και τώρα. Συμπεριφορά ευκόλως ερμηνεύσιμη, πλην όμως όχι ρεαλιστική. Δεν υπάρχει το απαραίτητο φορτίο υπομονής και εγκαρτέρησης για μια βαθμιαία πορεία ανάπτυξης. Πάντα στη πατρίδα μας όλα γίνονται υπό συνθήκες χρονικής πίεσης και βιασύνης, στοιχείο που εξαρχής υπονομεύει την πιθανότητα αίσιας έκβασης. Ας γίνουμε συγκεκριμένοι, εστιάζοντας την προσοχή μας στα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση.
Η πρώτη έγνοια μιας έντιμης κυβέρνησης είναι να πετύχει τον ισολογισμό ανάμεσα στα δημόσια έσοδα και τα έξοδα. Βεβαίως στη χώρα μας απ’ ανέκαθεν υπάρχει μια ανοιχτή ψαλίδα ανάμεσα στις εισαγωγές και τις εξαγωγές. Οι καταναλωτικές ανάγκες των εισαγόμενων αγαθών αυξάνονται συνεχώς με το χρόνο, ενώ οι εξαγωγές, κυρίως γεωργικών προϊόντων και πρώτων υλών, προχωρούν με βήμα σημειωτόν. Η συμβολή των προϊόντων της εγχώριας βιομηχανίας ήταν πενιχρή. Το άνοιγμα της ψαλίδας περιόριζε αρκετά το μεταναστευτικό και κυρίως το ναυτιλιακό συνάλλαγμα που ετησίως εισέρρεε στη χώρα. Ισορροπία απόλυτη ποτέ δεν επιτυγχανόταν, όμως τα πράγματα ήταν σχετικώς υπό έλεγχο.
Η πρώτη αλλαγή έγινε, με την είσοδό μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τότε άρχισαν να εισρέουν στη χώρα κεφάλαια με τις αγροτικές ενισχύσεις για αναδιαρθρώσεις καλλιεργειών και μεθόδων παραγωγής. Ομοίως σημαντικά για την εποχή κεφάλαια μπήκαν στη χώρα σε προγράμματα εκσυγχρονισμού της εγχώριας βιομηχανίας και για τα απαραίτητα έργα υποδομής. Μια διαδικασία και μια προεργασία της χώρας να περάσει σε ανώτερο επίπεδο ανάπτυξης.
Αν αυτά τα κεφάλαια αξιοποιούνταν για τους σκοπούς που δόθηκαν, αν υπήρχε στοιχειώδης έλεγχος, θα είχαμε τελικώς θετικές επιπτώσεις. Δυστυχώς οι ενισχύσεις κατευθύνθηκαν σε άσκοπές καταναλωτικές δαπάνες, σε αγορές ακινήτων και καταθέσεις σε τράπεζες της Ελλάδος και του εξωτερικού. Ποτέ δεν έγινε ουσιαστικός έλεγχος της αξιοποίησής τους και οι διάφορες αναφορές των κυβερνητικών υπηρεσιών απεδείχθησαν στη συνέχεια ψεύτικες και διάτρητες. Σήμερα γνωρίζουμε πόσες και ποιες απάτες έγιναν με τη σιωπηρή κάλυψη και ανοχή των υπευθύνων παραγόντων.
Άρχισε με φόρα να περνάει και στη χώρα μας η «ωραιοποίηση» των στατιστικών στοιχείων και κάποιες έγκαιρες και ψύχραιμες φωνές που ψέλλισαν τότε τις ενστάσεις τους ακούστηκαν παράταιρες και χάθηκαν μέσα στο σάλαγο. Δυστυχώς δεν αξιοποιήθηκε η ευκαιρία για ουσιαστική στροφή στη χώρα, όταν ακόμα λειτουργούσαν κάποιοι θεσμοί και δεν είχε επέλθει η λαίλαπα της διάλυσης των πάντων, που ακολούθησε.
Όταν ανέβηκε το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία χάθηκε το μέτρο. Ακολουθήθηκε η βάνδαλη συνταγή «πονάει χέρι, κόψει χέρι». Η κρατική διοίκηση με μια δήθεν προοδευτική απόφαση έχασε με μια κίνηση όλα τα διευθυντικά της στελέχη και μαζί έχασε και τον μπούσουλά της. Στη θέση των διευθυντών μπήκαν αδαείς, αλλά και θρασείς κομισάριοι. Στην πορεία καταργήθηκε κάθε έλεγχος των υπαλλήλων αφού όλοι οι θεσμοί ελέγχου βαπτίστηκαν αναχρονιστικοί, καταπιεστικοί και κατάλοιπα του προηγούμενου αυταρχικού καθεστώτος. Ο μέσος υπάλληλος μετέτρεψε αυτήν την ελευθερία σε μαξιλάρι αράγματος, αφού είδε ότι η όποια στάση του δεν θα είχε καμιά επίπτωση στην υπηρεσιακή του εξέλιξη. Εκείνο που μόνο μετρούσε ήταν η προσκόλληση στα νέα αφεντικά. Μαζί χάθηκε και η αγωνία για τη δημοσιονομική ισορροπία.
Βιαστικές και άκριτες αποφάσεις, που όμως άρεσαν στο εκλογικό σώμα, ήρθαν κι έδεσαν με την καταστροφή. Ενδεικτικά αναφέρω την περίπτωση κατά την οποία εν μια νυκτί άλλαξε άρδην το δικαίωμα του εργαζόμενου στην ετήσια άδειά του. Από την πρώτη χρονιά είχε ο εργαζόμενος πια δικαίωμα μηνιαίας άδειας. Ποιος να τολμήσει να φέρει αντίρρηση σ’ ένα τέτοιο «φιλολαϊκό» μέτρο. Όμως η οικονομία δεν άντεχε τέτοιες αυθαιρεσίες. Και εγώ θα ήθελα να είμαι νέος, όμορφος και πλούσιος, αλλά οι επιθυμίες μου δεν σημαίνει ότι γίνονται αυτόματα και πράξεις. Εκατοντάδες βιοτεχνίες έκλεισαν την ίδια χρονιά μην αντέχοντας την νέα επιβάρυνση.
Ευτυχώς ( ή δυστυχώς ) η ανεργία στη χώρα δεν μεγάλωσε γιατί την ίδια χρονιά ο κρατικός μηχανισμός άρχισε να ξεχειλώνει. Τώρα δεν διοριζότανε κάποιος σε δημόσια θέση για να καλύψει μια πραγματική ανάγκη, αλλά γιατί ο βουλευτής εξαργύρωνε τις προεκλογικές του υποσχέσεις στους ψηφοφόρους του, μετατρέποντας ακόμα έναν παραγωγό αγαθών της υπαίθρου σε άχρηστο γραφιά η φύλακα σε μια νεότευκτη δημόσια υπηρεσία που φύτρωνε από το τίποτα. Η πληγή άρχισε υπόγεια να κακοφορμίζει και μετά από χρόνια κάποιοι θα συνειδητοποιούσαν το μέγεθος της καταστροφής. Στην ίδια κατεύθυνση βοηθούσε η κομματική διαπάλη σε κάθε ανανέωση της εξουσίας. Θυμηθείτε το ανεύθυνο «Τσοβόλα δώστα όλα»
Εντάξει, από τη δική του πλευρά. Αυτός ήταν ο Ανδρέας. Δεν έδινε δεκάρα για τη μελλοντική πορεία της χώρας. Ενδιαφερόταν μόνο για το παρόν και το ζούσε σε όλες τις εκδοχές του. Εκείνο με το οποίο εκστασιαζόταν ήταν η αποθέωση του από το ανώνυμο κι άκριτο πλήθος. Από αυτή τη θέση θέλω να υπογραμμίσω, για λόγους δίκαιης κατανομής των ευθυνών, την ενθουσιώδη υποδοχή της κοινής γνώμης στην λογική αυτή χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι μελλοντικές συνέπειες αυτής της αντίληψης. Υπάρχει και σ’ αυτό η εξήγηση
Στα χρόνια εκείνα η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων αισθανόταν το κράτος ως τρίτο παράγοντα που δεν τον αφορά άμεσα παρά μόνο στο βαθμό να του εξασφαλίζει ό,τι επιθυμεί. Το κράτος διαθέτει ένα άπατο πηγάδι με λεφτά και είναι ευκαιρία στον καθένα να αρπάξει όσο το δυνατόν περισσότερα, χωρίς να δίνει πουθενά λογαριασμό και να έχει την υποχρέωση να ανταποδίδει τα οφέλη. Με τη έκρηξη της κρίσης φάνηκε καθαρά ότι η κατάσταση του κρατικού μηχανισμού αφορά όλους. Το πηγάδι δεν είναι άπατο. Ότι και σ’ αυτό υπάρχουν όρια. Θα μπορούσα να πω το οξύμωρο ότι αυτή η συνειδητοποίηση είναι μια από τις θετικές πλευρές της κρίσης.
Στα ίδια χρόνια βλέπουμε μια ισχυροποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος, όχι τόσο από τη πλευρά της μαζικοποίησης του, όσο από την ικανότητα του να επεμβαίνει και να επηρεάζει τις εξελίξεις. Τα συνδικάτα και οι εκπρόσωποί τους εξοπλίζονται με μια σειρά δικαιώματα και προνόμια. Αυτή η εξέλιξη βρίσκει την απόλυτη κάλυψη των μαζικών μέσων ενημέρωσης.
Οι γρήγορες οικονομικές κατακτήσεις κάποιων από τους εργαζόμενους ( κυρίως αυτών που εργάζονταν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα ) ήταν πολύ μεγαλύτερες από την αντίστοιχη αποδοτικότητά τους. Εκβιάζοντας πέτυχαν παροχές δυσανάλογες με τις αντοχές των αντίστοιχων οργανισμών και τα οικονομικά βάρη που δημιουργούσε η εύκολη κι «ανέξοδη» υποχωρητικότητα των εκάστοτε διοικητών περνούσε στο κράτος και μέσω του κράτους σ’ όλο τον λαό.
Τα νοσοκομεία φύτρωναν σαν λάχανα σ’ όλες τις πόλεις και τα εγκαίνια τους γίνονταν με τυμπανοκρουσίες και δαπανηρές παράτες. Σ’ αυτά τακτοποιούνταν χιλιάδες άνθρωποι, χωρίς καμιά μελέτη σκοπιμότητας για τη χρησιμότητά τους. Το ΕΣΥ αποθεώθηκε απ’ όλους λες κι έλυνε ως θαυματουργό φάρμακο όλες τις ασθένειες. Οι δαπάνες για μισθοδοσία και η κραιπάλη για τα φάρμακα έγιναν μαύρες τρύπες, ενώ συγχρόνως συνεχίστηκαν τα παράπονα για ελλείψεις, παράπονα που εκπορεύονταν από οργανωμένους κύκλους που είχαν συμφέροντα για τη συνέχιση του πάρτι. Ας θυμηθούμε ότι παλαιότερα ο τελειόφοιτος γιατρός έκανε έως και γάμο σκοπιμότητας για να πάρει την προίκα και να αγοράσει τον απαιτούμενο εξοπλισμό ή ακόμα καλύτερα να βάλει μπροστά την ιδιωτική κλινική. Τώρα το ΕΣΥ του εξασφάλιζε δωρεάν τα πάντα και μάλιστα με επιπλέον καλό μισθό. Αλήθεια ποια η σκοπιμότητα στην Ελλάδα να υπάρχουν πάνω από δέκα νοσοκομεία που να έχουν το όνομα του Γ. Γεννηματά; Αν είχε ανακαλύψει το φάρμακο της αθανασίας ίσως υπήρχε κάποια δικαιολογία. Τώρα όμως γιατί;
Κάτι ανάλογο και ίσως πιο έντονο έγινε με τα πανεπιστήμια. Στον τομέα αυτόν υλοποιήθηκε επιτέλους το όνειρο του αλήστου μνήμης χουντικού επιβήτορα της εξουσίας Ασλανίδη που είχε πει: «Κάθε πόλη θα αποκτήσει το στάδιο, κάθε κοινότητα γυμναστήριό». Κάντε την αλλαγή της λέξης στάδιο με πανεπιστήμιο και του γυμναστηρίου με ΤΕΙ. Τότε θα είστε μέσα στην περιγραφή των εξελίξεων στο χώρο της παιδείας.
Δυο εξηγήσεις μπορεί κάποιος να δώσει σ’ αυτό το φαινόμενο..
Πρώτον η τακτοποίηση των ημετέρων και πάσης φύσεως ενδιαφερομένων για οποιαδήποτε βαθμίδας θέση σε «ανώτατο ίδρυμα». Με την ευκαιρία έγινε καθηγητής Πανεπιστημίου και η κουτσή Μαρία. Καταργήθηκε η έδρα για να χωράνε σε κάθε επιστημονικό αντικείμενο όσοι νομίζουμε. Κτίρια νοικιασμένα, διασκορπισμένα σ’ όλη την πόλη, για να έχει ο καθένας το προσωπικό του γραφείο, απ’ όπου προφανώς δεν θα κάνει την ανύπαρκτη έρευνα αλλά τα πάσης φύσεως ραντεβού, μέσα στα οποία είναι και η εξασφάλιση πηγών για νέα εισοδήματα και τις απαραίτητες κοινωνικές επαφές. Επιβάρυναν τις κρατικές δαπάνες σε υπερβολικό βαθμό για το επίπεδο αντοχής της δική μας οικονομίας .
Δεύτερον η πίεση των «τοπικών κοινωνιών» και οι «τοπικοί άρχοντες» της περιοχής. Βλέπεις το άνοιγμα ενός ιδρύματος θα δώσει εργασία σε κατοίκους της περιοχής ( Μέσα σ’ αυτούς θα τακτοποιήσουμε και μερικούς δικούς μας ). Οι νέοι φοιτητές που θα έρθουν πρέπει κάπου να κοιμούνται. Άρα θα μοσχονοικιάσουμε τα άδεια διαμερίσματά μας ή θα χτίσουμε κι άλλα. Μια από τις «κατακτήσεις» των κυβερνήσεων των τελευταίων δεκαετιών είναι που μετέτρεψε μια σειρά παραγωγούς της υπαίθρου, μια σειρά επαγγελματίες και μαστόρους των πόλεων σε ρεντρούμηδες, που μαζεύουν νοίκια, ίσως και αδήλωτα στην εφορία. Από παραγωγοί μετατράπηκαν σε εισοδηματίες- παράσιτα.
Οι διορισμοί σε δημόσιες θέσεις συνεχίστηκαν με ισχυρούς ρυθμούς και γέμιζαν τα γραφεία νέων απροσδιόριστης χρησιμότητας οργανισμών τόσο που από ένα σημείο και μετά οι πάσης φύσεως μισθολογικές υποχρεώσεις υπερέβησαν τις συνολικές κρατικές εισπράξεις οπότε χρειαζόταν πια να τσοντάρουν με τα δανεικά με συνέπεια την αύξηση των υποχρεώσεων με τη συσσώρευση των συνεπαγόμενων τόκων.
Όμως δεν ήταν η μόνη και ίσως η πιο κύρια οικονομική ζημιά, που υπέστη η χώρα με αυτήν την αδιέξοδη πολιτική. Οι διοριζόμενοι αφαιρούνταν από την πραγματική παραγωγική διαδικασία και μετατρεπόντουσαν σε άπραγους και άχρηστους υπαλλήλους. Η βαθμιαία αύξηση των αμοιβών των δημοσίων λειτουργών έκανε ελκυστικό επιχειρηματία το δημόσιο, γιατί ήταν μια ξεκούραστη, ολιγόωρη υποχρέωση, χωρίς πίεση και κίνδυνο απόλυσης. Για κάθε νέο πανάξιο και ικανό για δημιουργία Ελληνόπουλο, ο διορισμός σε αυτό μετατράπηκε σε απόλυτο ιδανικό. Όποιος δεν καταλαβαίνει τι ζημιά κάνει αυτό στην χώρα δεν ξέρει τίποτα από οικονομία και επιχειρηματικότητα.
Ενώ η κρατική μηχανή συνεχώς ξεχείλωνε μια σειρά δράσεις, που το μικρότερο κράτος παλαιότερα εξυπηρετούσε το ίδιο, τώρα το ξεχειλωμένο ανάθετε αυτές τις δράσεις σε τρίτους, στην «επάρατη ιδιωτική οικονομία». Εδώ άνοιξε νέο επίπεδο δράσης λαμπρό. Για να βάλει ο αρμόδιος υπάλληλος την υπογραφή του έπρεπε τις περισσότερες φορές να ισχύουν ένας εκ των εξής όρων. Πρώτον να πάρει το μερίδιο του από την αμοιβή ( κοινώς μίζα ) ή η εταιρεία που αναλαμβάνει την εργασία να είναι από άτομα που έχουν κάποιου είδους σχέση μαζί του ( συγγενική, φιλική κα.) Θα είχε ενδιαφέρον κάποιος παράξενος ερευνητής να ψάξει αυτόν τον τομέα.
Η μίζα καθαγιάστηκε κι έγινε θεσμός από τον ίδιο τον πρωθυπουργό όταν δικαιολόγησε το «δωράκι» για έναν διοικητή κρατικού οργανισμού. Μια τέτοια αθώα εκ πρώτης όψεως δήλωση έδωσε την κατεύθυνση στον οποιοδήποτε, ελαστικής συνείδησης δημόσιο λειτουργό να θεωρεί πλέον αναφαίρετο δικαίωμα του να βάζει το «δάκτυλο στο μέλι». Το κράτος φαλίρισε άλλα όχι και οι υπάλληλοι του. Όχι και οι συναλλασσόμενοι μαζί του. Οι εφοριακοί, οι υπάλληλοι των πολεοδομιών, οι τελωνιακοί, οι δασάρχες, οι γεωπόνοι και τόσες άλλες ειδικότητες, που στο κράτος βρήκαν την κότα που έκανε τα χρυσά αυγά έλυσαν με εύκολο τρόπο τα οικονομικά τους προβλήματα. Φτιάχτηκαν!
Όταν κάποια στιγμή η αυτοκρατορία του ΠΑΣΟΚ, μετά από μια περίπου εικοσαετία με μικρά διαλείμματα, έληξε και επέστρεψε στην εξουσία η συντηρητική παράταξη με νέο αρχηγό, γόνο της γνωστής οικογένειας, κάποιοι με ανακούφιση αναστέναξαν ελπίζοντας ότι η παράλυση και η διάλυση των πάντων τέλειωσε. Ότι θα μπει κάποια τάξη και θα συμμαζευτεί κάπως η κατάσταση. Ότι επιτέλους θα σταματήσει η κατηφόρα. Οποία όμως ψευδαίσθηση!
Με έναν αναποφάσιστο αρχηγό, χωρίς την αναγκαία πυγμή και χωρίς καθαρό όραμα. Με στελέχη διψασμένα για εξουσία, με οπαδούς που αναμένουν επιτέλους ένα κομμάτι από τη μοιρασιά, με την προσμονή να τακτοποιήσουν κι αυτοί τα δικά τους παιδιά, η πορεία στη συνέχεια ήταν ναρκοθετημένη. Το δηλητήριο του ΠΑΣΟΚ είχε ποτίσει ολόκληρη την ελληνική κοινωνία και την είχε μετατρέψει σχεδόν ολόκληρη σε οπαδούς της λογικής του: Το κράτος πρέπει να με ζει!
Αλλά η συντηρητική παράταξη έδειξε και μια άλλη σημαντική υστέρηση σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες της χώρας. Μία διστακτικότητα υπέρ το δέον μεγάλη να αντιμετωπίσει τους παρανομούντες. Δυστυχώς μεγάλωσε μια γενιά που θεωρεί δικαίωμα της να καίει ξένες περιουσίες να καταστρέφει μνημειακά κτίρια. Θεωρεί σχεδόν σίγουρο ότι οι κατασταλτικές αρχές δεν μπορούν να τον συλλάβουν κι αν κατ’ εξαίρεση συμβεί αυτό θα έχει τέτοια κοινωνική στήριξη που στο τέλος θα τη βγάλει καθαρή! Ναι, έχοντας συγχρόνως το φωτοστέφανο του αγωνιστή και υπερασπιστή των λαϊκών κατακτήσεων. Πώς αυτά συμβιβάζονται, μόνο κάποιοι ανεύθυνοι κύκλοι μπορούν να μας το εξηγήσουν. Τη δεξιά παράταξη την κυνηγά το κόμπλεξ της ενοχής που φέρει από το κοντινό παρελθόν. Φοβάται, όπως ο διάολος το λιβάνι, μην την κατηγορήσουν για αναβίωση των διώξεων. Αυτοί βεβαίως που την κατηγορούν μπορούν με ασφάλεια να αυθαιρετούν, να αγνοούν τον νόμο, να λειτουργούν στην πράξη ως εχθροί αυτής της χώρας. Το δικαίωμα αυτό τους το δίνει η αυτοανακήρυξη τους σε δημοκράτες κι αγωνιστές.
Όταν ο «σοφός λαός» έφερε πάλι στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον ελλειπή κληρονομικό διάδοχο Γιωργάκη Παπανδρέου η φούσκα έσκασε. Ο Κωστάκης προνοητικός πρόλαβε κι έβγαλε την ουρά του έγκαιρα έξω και με την παρατεταμένη σιωπή του γλύτωσε πολλές από τις κατάρες, που του αναλογούσαν.
Ας είμαστε κατά το δυνατόν δίκαιοι. Αυτούς τους ηγέτες ο λαός τους εξέλεξε, ο λαός τους εξουσιοδότησε να διαχειριστούν τις τύχες της χώρας Είναι εικόνες και ομοίωση του ίδιου. Φοβάμαι ότι τα διάφορα αδιέξοδα κινήματα, όπως οι αγανακτισμένοι, νιώθουν επιπλέον προδομένοι γιατί έδωσαν μάχες να έρθουν αυτοί στην εξουσία, είναι από τους πρωτεργάτες αυτών των «νικών». Η διάψευση των προσδοκιών ότι τέλειωσαν πλέον τα ρουσφέτια κι εμείς δεν προλάβαμε να τακτοποιηθούμε ή να τακτοποιήσουμε τα παιδιά μας είναι η νέα κινητήρια δύναμη. Η στάση τους εμπεριέχει έναν αρνητισμό που δεν βοηθά το ξεπέρασμα της κρίσης. Ακούμε συνεχώς, σχεδόν απ’ όλους, αντιμνημονιακά συνθήματα.
Βεβαίως είναι γεγονός ότι η ζωή της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού χειροτέρεψε. Εκεί που είχαμε φτάσει αυτό είναι αναπόφευκτη συνέπεια. Απλώς καλύτεροι χειρισμοί θα απάλυναν λίγο την κατάσταση. Ενώ ακούμε χιλιάδες καταδικαστικές απόψεις για την πολιτική που ακολουθείται, δεν ακούμε σχεδόν καμιά εναλλακτική πρόταση διεξόδου. Λεφτά για τις υπάρχουσες οικονομικές υποχρεώσεις δεν υπάρχουν. Τελεία και παύλα! Πρέπει να δεχτούμε το αναπόφευκτο, ειδάλλως κοροϊδεύουμε εαυτούς και αλλήλους.
Χρειάζεται να προσγειωθούμε και ν’ αντιμετωπίζουμε δημιουργικά και με ομόθυμη διάθεση την κατάσταση, αν κάποια στιγμή θέλουμε να ξεπεράσουμε το δύσκολο κάβο. Τέρμα τα ψέματα και τα «ισοδύναμα μέτρα»
Οι οικονομικές καταρρεύσεις στη χώρα μας έχουν ξανασυμβεί. Είναι λοιπόν εκ των προτέρων δεδομένο ότι εδώ το πάθημα δεν έγινε μάθημα. Λένε, το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού. Το πολλάκις όμως;
Ας στρέψουμε την προσοχή μας στην τελευταία οικονομική περιπέτεια κι ας αναζητήσουμε τα αφετηριακά της αίτια, Το ερώτημα που προκύπτει από μόνο του είναι:
Πότε άρχισε ο κατήφορος; Ποια είναι η ρίζα του κακού; Ποιοι είναι οι κύριοι υπεύθυνοι αυτής της κατρακύλας; Βεβαίως οι μαρξιστογενείς φίλοι μου θα ορθώσουν τις γνωστές γενικόλογες αντιρρήσεις τους.
«Το πρόβλημα δεν είναι θέμα προσώπων, αλλά είναι θέμα θεσμών, επιπέδου ανάπτυξης των οικονομικών σχέσεων και αντανακλά την ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας μας». Προσωπικά αντίθετα πιστεύω στην κυριαρχική επίδραση του ανθρώπινου παράγοντα στις εξελίξεις, της προσωπικότητας εκείνης που μπορεί να εμπνεύσει και να παρασύρει το εύπλαστο και εύθραυστο ανώνυμο πλήθος. Το παραπάνω ερώτημα δεν μπορεί ν’ απαντηθεί αν δεν κάνουμε μια σύντομη ερευνητική βουτιά στα γεγονότα των τελευταίων δεκαετιών στη χώρα.
Μετά τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο η χώρα μας, φτωχή και από πριν Ψωροκώσταινα, βγαίνει πολλαπλώς τραυματισμένη. Κυρίως στις οικονομικές δομές της, αλλά και με τις πολιτικές κατάσταση στην οξύτερη της μορφή εξαιτίας της διαπάλης για την κατάκτηση της εξουσίας που φούντωσε μετά την αποχώρηση των Γερμανών κατακτητών. Αυτή η διαπάλη έφτασε στα ακραία όριά της με την ένοπλη εμφύλια σύρραξη. Μια σύρραξη που αποτέλειωσε την καταστροφή στη χώρα.
Η μεγάλη πλειοψηφία του λαού μας ζει αυτήν την περίοδο κάτω από συνθήκες στερήσεων με κυρίαρχο το κυνηγητό για την εξασφάλιση του άρτου του επιούσιου. Προσθετικά, αλλά όχι λιγότερο σημαντικά, πρέπει να υπογραμμίσω ότι ένα μεγάλο κομμάτι του λαού ζει τις συνέπειες της ήττας της Αριστερής παράταξης με τις εκδικητικές διώξεις από την πλευρά των νικητών.
Ο παραγωγικός ιστός είναι σε αποσύνθεση, η βιομηχανία στα σπάργανα κι όλα είναι σε αναμονή για τη νέα εξόρμηση. Οι μόνες ενισχυτικές οικονομικές ενέσεις είναι η Αμερικάνική βοήθεια μέσω του σχεδίου Μάρσαλ. Το νέο παγκόσμιο αφεντικό είναι οι Αμερικανοί, αφού οι ευρωπαϊκές χώρες είναι καθημαγμένες από τις ανθρώπινες και υλικές καταστροφές που προκάλεσε η πολύχρονη πολεμική σύρραξη που εξελίχθηκε στο ευρωπαϊκό έδαφος. Αυτά ισχύουν για όλα τα επόμενα χρόνια, χρόνια ψυχρού πολέμου κι ανταγωνισμού των δυο στρατοπέδων, μέχρι την κατάρρευση του σοσιαλιστικού. Στη χώρα κυριαρχούν οι επιπτώσεις του εμφύλιου σπαραγμού, τα κυνηγητά και ο αποκλεισμός των ηττημένων, ο φόβος των νικητών για ενδεχόμενη ρεβάνς.
Μέσα από πισωγυρίσματα η ζωή σιγά – σιγά εξομαλύνεται κι αρχίζει η οικονομική ανάπτυξη. Οι περιπέτειες του λαού συνεχίζονται αδιακόπως, αλλά δημιουργούνται οι πρώτες συνθήκες για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Η βίαιη όμως κατάληψη της εξουσίας από τους επίορκους συνταγματάρχες διακόπτει αυτήν την πορεία για επτά χρόνια κι όταν επιτέλους αποκαθίσταται λίγο ή πολύ η λαϊκή κυριαρχία εκδηλώνεται χωρίς μέτρο και συγκρατημό η καταπιεσμένη επιθυμία του λαού για δικαιώματα κι ανθρώπινο επίπεδο διαβίωσης.
Όλοι τα θέλουν όλα εδώ και τώρα. Συμπεριφορά ευκόλως ερμηνεύσιμη, πλην όμως όχι ρεαλιστική. Δεν υπάρχει το απαραίτητο φορτίο υπομονής και εγκαρτέρησης για μια βαθμιαία πορεία ανάπτυξης. Πάντα στη πατρίδα μας όλα γίνονται υπό συνθήκες χρονικής πίεσης και βιασύνης, στοιχείο που εξαρχής υπονομεύει την πιθανότητα αίσιας έκβασης. Ας γίνουμε συγκεκριμένοι, εστιάζοντας την προσοχή μας στα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση.
Η πρώτη έγνοια μιας έντιμης κυβέρνησης είναι να πετύχει τον ισολογισμό ανάμεσα στα δημόσια έσοδα και τα έξοδα. Βεβαίως στη χώρα μας απ’ ανέκαθεν υπάρχει μια ανοιχτή ψαλίδα ανάμεσα στις εισαγωγές και τις εξαγωγές. Οι καταναλωτικές ανάγκες των εισαγόμενων αγαθών αυξάνονται συνεχώς με το χρόνο, ενώ οι εξαγωγές, κυρίως γεωργικών προϊόντων και πρώτων υλών, προχωρούν με βήμα σημειωτόν. Η συμβολή των προϊόντων της εγχώριας βιομηχανίας ήταν πενιχρή. Το άνοιγμα της ψαλίδας περιόριζε αρκετά το μεταναστευτικό και κυρίως το ναυτιλιακό συνάλλαγμα που ετησίως εισέρρεε στη χώρα. Ισορροπία απόλυτη ποτέ δεν επιτυγχανόταν, όμως τα πράγματα ήταν σχετικώς υπό έλεγχο.
Η πρώτη αλλαγή έγινε, με την είσοδό μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τότε άρχισαν να εισρέουν στη χώρα κεφάλαια με τις αγροτικές ενισχύσεις για αναδιαρθρώσεις καλλιεργειών και μεθόδων παραγωγής. Ομοίως σημαντικά για την εποχή κεφάλαια μπήκαν στη χώρα σε προγράμματα εκσυγχρονισμού της εγχώριας βιομηχανίας και για τα απαραίτητα έργα υποδομής. Μια διαδικασία και μια προεργασία της χώρας να περάσει σε ανώτερο επίπεδο ανάπτυξης.
Αν αυτά τα κεφάλαια αξιοποιούνταν για τους σκοπούς που δόθηκαν, αν υπήρχε στοιχειώδης έλεγχος, θα είχαμε τελικώς θετικές επιπτώσεις. Δυστυχώς οι ενισχύσεις κατευθύνθηκαν σε άσκοπές καταναλωτικές δαπάνες, σε αγορές ακινήτων και καταθέσεις σε τράπεζες της Ελλάδος και του εξωτερικού. Ποτέ δεν έγινε ουσιαστικός έλεγχος της αξιοποίησής τους και οι διάφορες αναφορές των κυβερνητικών υπηρεσιών απεδείχθησαν στη συνέχεια ψεύτικες και διάτρητες. Σήμερα γνωρίζουμε πόσες και ποιες απάτες έγιναν με τη σιωπηρή κάλυψη και ανοχή των υπευθύνων παραγόντων.
Άρχισε με φόρα να περνάει και στη χώρα μας η «ωραιοποίηση» των στατιστικών στοιχείων και κάποιες έγκαιρες και ψύχραιμες φωνές που ψέλλισαν τότε τις ενστάσεις τους ακούστηκαν παράταιρες και χάθηκαν μέσα στο σάλαγο. Δυστυχώς δεν αξιοποιήθηκε η ευκαιρία για ουσιαστική στροφή στη χώρα, όταν ακόμα λειτουργούσαν κάποιοι θεσμοί και δεν είχε επέλθει η λαίλαπα της διάλυσης των πάντων, που ακολούθησε.
Όταν ανέβηκε το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία χάθηκε το μέτρο. Ακολουθήθηκε η βάνδαλη συνταγή «πονάει χέρι, κόψει χέρι». Η κρατική διοίκηση με μια δήθεν προοδευτική απόφαση έχασε με μια κίνηση όλα τα διευθυντικά της στελέχη και μαζί έχασε και τον μπούσουλά της. Στη θέση των διευθυντών μπήκαν αδαείς, αλλά και θρασείς κομισάριοι. Στην πορεία καταργήθηκε κάθε έλεγχος των υπαλλήλων αφού όλοι οι θεσμοί ελέγχου βαπτίστηκαν αναχρονιστικοί, καταπιεστικοί και κατάλοιπα του προηγούμενου αυταρχικού καθεστώτος. Ο μέσος υπάλληλος μετέτρεψε αυτήν την ελευθερία σε μαξιλάρι αράγματος, αφού είδε ότι η όποια στάση του δεν θα είχε καμιά επίπτωση στην υπηρεσιακή του εξέλιξη. Εκείνο που μόνο μετρούσε ήταν η προσκόλληση στα νέα αφεντικά. Μαζί χάθηκε και η αγωνία για τη δημοσιονομική ισορροπία.
Βιαστικές και άκριτες αποφάσεις, που όμως άρεσαν στο εκλογικό σώμα, ήρθαν κι έδεσαν με την καταστροφή. Ενδεικτικά αναφέρω την περίπτωση κατά την οποία εν μια νυκτί άλλαξε άρδην το δικαίωμα του εργαζόμενου στην ετήσια άδειά του. Από την πρώτη χρονιά είχε ο εργαζόμενος πια δικαίωμα μηνιαίας άδειας. Ποιος να τολμήσει να φέρει αντίρρηση σ’ ένα τέτοιο «φιλολαϊκό» μέτρο. Όμως η οικονομία δεν άντεχε τέτοιες αυθαιρεσίες. Και εγώ θα ήθελα να είμαι νέος, όμορφος και πλούσιος, αλλά οι επιθυμίες μου δεν σημαίνει ότι γίνονται αυτόματα και πράξεις. Εκατοντάδες βιοτεχνίες έκλεισαν την ίδια χρονιά μην αντέχοντας την νέα επιβάρυνση.
Ευτυχώς ( ή δυστυχώς ) η ανεργία στη χώρα δεν μεγάλωσε γιατί την ίδια χρονιά ο κρατικός μηχανισμός άρχισε να ξεχειλώνει. Τώρα δεν διοριζότανε κάποιος σε δημόσια θέση για να καλύψει μια πραγματική ανάγκη, αλλά γιατί ο βουλευτής εξαργύρωνε τις προεκλογικές του υποσχέσεις στους ψηφοφόρους του, μετατρέποντας ακόμα έναν παραγωγό αγαθών της υπαίθρου σε άχρηστο γραφιά η φύλακα σε μια νεότευκτη δημόσια υπηρεσία που φύτρωνε από το τίποτα. Η πληγή άρχισε υπόγεια να κακοφορμίζει και μετά από χρόνια κάποιοι θα συνειδητοποιούσαν το μέγεθος της καταστροφής. Στην ίδια κατεύθυνση βοηθούσε η κομματική διαπάλη σε κάθε ανανέωση της εξουσίας. Θυμηθείτε το ανεύθυνο «Τσοβόλα δώστα όλα»
Εντάξει, από τη δική του πλευρά. Αυτός ήταν ο Ανδρέας. Δεν έδινε δεκάρα για τη μελλοντική πορεία της χώρας. Ενδιαφερόταν μόνο για το παρόν και το ζούσε σε όλες τις εκδοχές του. Εκείνο με το οποίο εκστασιαζόταν ήταν η αποθέωση του από το ανώνυμο κι άκριτο πλήθος. Από αυτή τη θέση θέλω να υπογραμμίσω, για λόγους δίκαιης κατανομής των ευθυνών, την ενθουσιώδη υποδοχή της κοινής γνώμης στην λογική αυτή χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι μελλοντικές συνέπειες αυτής της αντίληψης. Υπάρχει και σ’ αυτό η εξήγηση
Στα χρόνια εκείνα η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων αισθανόταν το κράτος ως τρίτο παράγοντα που δεν τον αφορά άμεσα παρά μόνο στο βαθμό να του εξασφαλίζει ό,τι επιθυμεί. Το κράτος διαθέτει ένα άπατο πηγάδι με λεφτά και είναι ευκαιρία στον καθένα να αρπάξει όσο το δυνατόν περισσότερα, χωρίς να δίνει πουθενά λογαριασμό και να έχει την υποχρέωση να ανταποδίδει τα οφέλη. Με τη έκρηξη της κρίσης φάνηκε καθαρά ότι η κατάσταση του κρατικού μηχανισμού αφορά όλους. Το πηγάδι δεν είναι άπατο. Ότι και σ’ αυτό υπάρχουν όρια. Θα μπορούσα να πω το οξύμωρο ότι αυτή η συνειδητοποίηση είναι μια από τις θετικές πλευρές της κρίσης.
Στα ίδια χρόνια βλέπουμε μια ισχυροποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος, όχι τόσο από τη πλευρά της μαζικοποίησης του, όσο από την ικανότητα του να επεμβαίνει και να επηρεάζει τις εξελίξεις. Τα συνδικάτα και οι εκπρόσωποί τους εξοπλίζονται με μια σειρά δικαιώματα και προνόμια. Αυτή η εξέλιξη βρίσκει την απόλυτη κάλυψη των μαζικών μέσων ενημέρωσης.
Οι γρήγορες οικονομικές κατακτήσεις κάποιων από τους εργαζόμενους ( κυρίως αυτών που εργάζονταν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα ) ήταν πολύ μεγαλύτερες από την αντίστοιχη αποδοτικότητά τους. Εκβιάζοντας πέτυχαν παροχές δυσανάλογες με τις αντοχές των αντίστοιχων οργανισμών και τα οικονομικά βάρη που δημιουργούσε η εύκολη κι «ανέξοδη» υποχωρητικότητα των εκάστοτε διοικητών περνούσε στο κράτος και μέσω του κράτους σ’ όλο τον λαό.
Τα νοσοκομεία φύτρωναν σαν λάχανα σ’ όλες τις πόλεις και τα εγκαίνια τους γίνονταν με τυμπανοκρουσίες και δαπανηρές παράτες. Σ’ αυτά τακτοποιούνταν χιλιάδες άνθρωποι, χωρίς καμιά μελέτη σκοπιμότητας για τη χρησιμότητά τους. Το ΕΣΥ αποθεώθηκε απ’ όλους λες κι έλυνε ως θαυματουργό φάρμακο όλες τις ασθένειες. Οι δαπάνες για μισθοδοσία και η κραιπάλη για τα φάρμακα έγιναν μαύρες τρύπες, ενώ συγχρόνως συνεχίστηκαν τα παράπονα για ελλείψεις, παράπονα που εκπορεύονταν από οργανωμένους κύκλους που είχαν συμφέροντα για τη συνέχιση του πάρτι. Ας θυμηθούμε ότι παλαιότερα ο τελειόφοιτος γιατρός έκανε έως και γάμο σκοπιμότητας για να πάρει την προίκα και να αγοράσει τον απαιτούμενο εξοπλισμό ή ακόμα καλύτερα να βάλει μπροστά την ιδιωτική κλινική. Τώρα το ΕΣΥ του εξασφάλιζε δωρεάν τα πάντα και μάλιστα με επιπλέον καλό μισθό. Αλήθεια ποια η σκοπιμότητα στην Ελλάδα να υπάρχουν πάνω από δέκα νοσοκομεία που να έχουν το όνομα του Γ. Γεννηματά; Αν είχε ανακαλύψει το φάρμακο της αθανασίας ίσως υπήρχε κάποια δικαιολογία. Τώρα όμως γιατί;
Κάτι ανάλογο και ίσως πιο έντονο έγινε με τα πανεπιστήμια. Στον τομέα αυτόν υλοποιήθηκε επιτέλους το όνειρο του αλήστου μνήμης χουντικού επιβήτορα της εξουσίας Ασλανίδη που είχε πει: «Κάθε πόλη θα αποκτήσει το στάδιο, κάθε κοινότητα γυμναστήριό». Κάντε την αλλαγή της λέξης στάδιο με πανεπιστήμιο και του γυμναστηρίου με ΤΕΙ. Τότε θα είστε μέσα στην περιγραφή των εξελίξεων στο χώρο της παιδείας.
Δυο εξηγήσεις μπορεί κάποιος να δώσει σ’ αυτό το φαινόμενο..
Πρώτον η τακτοποίηση των ημετέρων και πάσης φύσεως ενδιαφερομένων για οποιαδήποτε βαθμίδας θέση σε «ανώτατο ίδρυμα». Με την ευκαιρία έγινε καθηγητής Πανεπιστημίου και η κουτσή Μαρία. Καταργήθηκε η έδρα για να χωράνε σε κάθε επιστημονικό αντικείμενο όσοι νομίζουμε. Κτίρια νοικιασμένα, διασκορπισμένα σ’ όλη την πόλη, για να έχει ο καθένας το προσωπικό του γραφείο, απ’ όπου προφανώς δεν θα κάνει την ανύπαρκτη έρευνα αλλά τα πάσης φύσεως ραντεβού, μέσα στα οποία είναι και η εξασφάλιση πηγών για νέα εισοδήματα και τις απαραίτητες κοινωνικές επαφές. Επιβάρυναν τις κρατικές δαπάνες σε υπερβολικό βαθμό για το επίπεδο αντοχής της δική μας οικονομίας .
Δεύτερον η πίεση των «τοπικών κοινωνιών» και οι «τοπικοί άρχοντες» της περιοχής. Βλέπεις το άνοιγμα ενός ιδρύματος θα δώσει εργασία σε κατοίκους της περιοχής ( Μέσα σ’ αυτούς θα τακτοποιήσουμε και μερικούς δικούς μας ). Οι νέοι φοιτητές που θα έρθουν πρέπει κάπου να κοιμούνται. Άρα θα μοσχονοικιάσουμε τα άδεια διαμερίσματά μας ή θα χτίσουμε κι άλλα. Μια από τις «κατακτήσεις» των κυβερνήσεων των τελευταίων δεκαετιών είναι που μετέτρεψε μια σειρά παραγωγούς της υπαίθρου, μια σειρά επαγγελματίες και μαστόρους των πόλεων σε ρεντρούμηδες, που μαζεύουν νοίκια, ίσως και αδήλωτα στην εφορία. Από παραγωγοί μετατράπηκαν σε εισοδηματίες- παράσιτα.
Οι διορισμοί σε δημόσιες θέσεις συνεχίστηκαν με ισχυρούς ρυθμούς και γέμιζαν τα γραφεία νέων απροσδιόριστης χρησιμότητας οργανισμών τόσο που από ένα σημείο και μετά οι πάσης φύσεως μισθολογικές υποχρεώσεις υπερέβησαν τις συνολικές κρατικές εισπράξεις οπότε χρειαζόταν πια να τσοντάρουν με τα δανεικά με συνέπεια την αύξηση των υποχρεώσεων με τη συσσώρευση των συνεπαγόμενων τόκων.
Όμως δεν ήταν η μόνη και ίσως η πιο κύρια οικονομική ζημιά, που υπέστη η χώρα με αυτήν την αδιέξοδη πολιτική. Οι διοριζόμενοι αφαιρούνταν από την πραγματική παραγωγική διαδικασία και μετατρεπόντουσαν σε άπραγους και άχρηστους υπαλλήλους. Η βαθμιαία αύξηση των αμοιβών των δημοσίων λειτουργών έκανε ελκυστικό επιχειρηματία το δημόσιο, γιατί ήταν μια ξεκούραστη, ολιγόωρη υποχρέωση, χωρίς πίεση και κίνδυνο απόλυσης. Για κάθε νέο πανάξιο και ικανό για δημιουργία Ελληνόπουλο, ο διορισμός σε αυτό μετατράπηκε σε απόλυτο ιδανικό. Όποιος δεν καταλαβαίνει τι ζημιά κάνει αυτό στην χώρα δεν ξέρει τίποτα από οικονομία και επιχειρηματικότητα.
Ενώ η κρατική μηχανή συνεχώς ξεχείλωνε μια σειρά δράσεις, που το μικρότερο κράτος παλαιότερα εξυπηρετούσε το ίδιο, τώρα το ξεχειλωμένο ανάθετε αυτές τις δράσεις σε τρίτους, στην «επάρατη ιδιωτική οικονομία». Εδώ άνοιξε νέο επίπεδο δράσης λαμπρό. Για να βάλει ο αρμόδιος υπάλληλος την υπογραφή του έπρεπε τις περισσότερες φορές να ισχύουν ένας εκ των εξής όρων. Πρώτον να πάρει το μερίδιο του από την αμοιβή ( κοινώς μίζα ) ή η εταιρεία που αναλαμβάνει την εργασία να είναι από άτομα που έχουν κάποιου είδους σχέση μαζί του ( συγγενική, φιλική κα.) Θα είχε ενδιαφέρον κάποιος παράξενος ερευνητής να ψάξει αυτόν τον τομέα.
Η μίζα καθαγιάστηκε κι έγινε θεσμός από τον ίδιο τον πρωθυπουργό όταν δικαιολόγησε το «δωράκι» για έναν διοικητή κρατικού οργανισμού. Μια τέτοια αθώα εκ πρώτης όψεως δήλωση έδωσε την κατεύθυνση στον οποιοδήποτε, ελαστικής συνείδησης δημόσιο λειτουργό να θεωρεί πλέον αναφαίρετο δικαίωμα του να βάζει το «δάκτυλο στο μέλι». Το κράτος φαλίρισε άλλα όχι και οι υπάλληλοι του. Όχι και οι συναλλασσόμενοι μαζί του. Οι εφοριακοί, οι υπάλληλοι των πολεοδομιών, οι τελωνιακοί, οι δασάρχες, οι γεωπόνοι και τόσες άλλες ειδικότητες, που στο κράτος βρήκαν την κότα που έκανε τα χρυσά αυγά έλυσαν με εύκολο τρόπο τα οικονομικά τους προβλήματα. Φτιάχτηκαν!
Όταν κάποια στιγμή η αυτοκρατορία του ΠΑΣΟΚ, μετά από μια περίπου εικοσαετία με μικρά διαλείμματα, έληξε και επέστρεψε στην εξουσία η συντηρητική παράταξη με νέο αρχηγό, γόνο της γνωστής οικογένειας, κάποιοι με ανακούφιση αναστέναξαν ελπίζοντας ότι η παράλυση και η διάλυση των πάντων τέλειωσε. Ότι θα μπει κάποια τάξη και θα συμμαζευτεί κάπως η κατάσταση. Ότι επιτέλους θα σταματήσει η κατηφόρα. Οποία όμως ψευδαίσθηση!
Με έναν αναποφάσιστο αρχηγό, χωρίς την αναγκαία πυγμή και χωρίς καθαρό όραμα. Με στελέχη διψασμένα για εξουσία, με οπαδούς που αναμένουν επιτέλους ένα κομμάτι από τη μοιρασιά, με την προσμονή να τακτοποιήσουν κι αυτοί τα δικά τους παιδιά, η πορεία στη συνέχεια ήταν ναρκοθετημένη. Το δηλητήριο του ΠΑΣΟΚ είχε ποτίσει ολόκληρη την ελληνική κοινωνία και την είχε μετατρέψει σχεδόν ολόκληρη σε οπαδούς της λογικής του: Το κράτος πρέπει να με ζει!
Αλλά η συντηρητική παράταξη έδειξε και μια άλλη σημαντική υστέρηση σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες της χώρας. Μία διστακτικότητα υπέρ το δέον μεγάλη να αντιμετωπίσει τους παρανομούντες. Δυστυχώς μεγάλωσε μια γενιά που θεωρεί δικαίωμα της να καίει ξένες περιουσίες να καταστρέφει μνημειακά κτίρια. Θεωρεί σχεδόν σίγουρο ότι οι κατασταλτικές αρχές δεν μπορούν να τον συλλάβουν κι αν κατ’ εξαίρεση συμβεί αυτό θα έχει τέτοια κοινωνική στήριξη που στο τέλος θα τη βγάλει καθαρή! Ναι, έχοντας συγχρόνως το φωτοστέφανο του αγωνιστή και υπερασπιστή των λαϊκών κατακτήσεων. Πώς αυτά συμβιβάζονται, μόνο κάποιοι ανεύθυνοι κύκλοι μπορούν να μας το εξηγήσουν. Τη δεξιά παράταξη την κυνηγά το κόμπλεξ της ενοχής που φέρει από το κοντινό παρελθόν. Φοβάται, όπως ο διάολος το λιβάνι, μην την κατηγορήσουν για αναβίωση των διώξεων. Αυτοί βεβαίως που την κατηγορούν μπορούν με ασφάλεια να αυθαιρετούν, να αγνοούν τον νόμο, να λειτουργούν στην πράξη ως εχθροί αυτής της χώρας. Το δικαίωμα αυτό τους το δίνει η αυτοανακήρυξη τους σε δημοκράτες κι αγωνιστές.
Όταν ο «σοφός λαός» έφερε πάλι στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον ελλειπή κληρονομικό διάδοχο Γιωργάκη Παπανδρέου η φούσκα έσκασε. Ο Κωστάκης προνοητικός πρόλαβε κι έβγαλε την ουρά του έγκαιρα έξω και με την παρατεταμένη σιωπή του γλύτωσε πολλές από τις κατάρες, που του αναλογούσαν.
Ας είμαστε κατά το δυνατόν δίκαιοι. Αυτούς τους ηγέτες ο λαός τους εξέλεξε, ο λαός τους εξουσιοδότησε να διαχειριστούν τις τύχες της χώρας Είναι εικόνες και ομοίωση του ίδιου. Φοβάμαι ότι τα διάφορα αδιέξοδα κινήματα, όπως οι αγανακτισμένοι, νιώθουν επιπλέον προδομένοι γιατί έδωσαν μάχες να έρθουν αυτοί στην εξουσία, είναι από τους πρωτεργάτες αυτών των «νικών». Η διάψευση των προσδοκιών ότι τέλειωσαν πλέον τα ρουσφέτια κι εμείς δεν προλάβαμε να τακτοποιηθούμε ή να τακτοποιήσουμε τα παιδιά μας είναι η νέα κινητήρια δύναμη. Η στάση τους εμπεριέχει έναν αρνητισμό που δεν βοηθά το ξεπέρασμα της κρίσης. Ακούμε συνεχώς, σχεδόν απ’ όλους, αντιμνημονιακά συνθήματα.
Βεβαίως είναι γεγονός ότι η ζωή της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού χειροτέρεψε. Εκεί που είχαμε φτάσει αυτό είναι αναπόφευκτη συνέπεια. Απλώς καλύτεροι χειρισμοί θα απάλυναν λίγο την κατάσταση. Ενώ ακούμε χιλιάδες καταδικαστικές απόψεις για την πολιτική που ακολουθείται, δεν ακούμε σχεδόν καμιά εναλλακτική πρόταση διεξόδου. Λεφτά για τις υπάρχουσες οικονομικές υποχρεώσεις δεν υπάρχουν. Τελεία και παύλα! Πρέπει να δεχτούμε το αναπόφευκτο, ειδάλλως κοροϊδεύουμε εαυτούς και αλλήλους.
Χρειάζεται να προσγειωθούμε και ν’ αντιμετωπίζουμε δημιουργικά και με ομόθυμη διάθεση την κατάσταση, αν κάποια στιγμή θέλουμε να ξεπεράσουμε το δύσκολο κάβο. Τέρμα τα ψέματα και τα «ισοδύναμα μέτρα»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου