Ο μέσος άνθρωπος νιώθει την ανάγκη κάπου να στηρίζεται, κάπου ν’ ακουμπάει, να νιώθει το στοιχειώδες αίσθημα της ασφάλειας. Είναι σαν τον απελπισμένο ναυαγό, που αρπάζει με απόγνωση τη σανίδα που συναντά λίγο πριν χάσει και την τελευταία ελπίδα και αφεθεί να τον ρουφήξει η αφιλόξενη θάλασσα.
Σαν τον διψασμένο οδοιπόρο στην κατάξερη έρημο όταν μπροστά του συναντά ένα παγούρι γεμάτο νερό, ενώ η κατάξερη γλώσσα του είναι πια πληγωμένη. Ο μέσος άνθρωπος ζητάει μια νησίδα ελπίδας, τρέφεται με την αναμονή ενός χαρμόσυνου γεγονότος. Σαν τον κάτοχο ενός λαχείου που το σφίγγει στην τσέπη του και φαντάζεται σενάρια αν του πέσει ο πρώτος αριθμός. Δεν ζητά όμως το υπερβολικό. Το ελάχιστο ζητά. Ένα καλό λόγο, ένα ζεστό βλέμμα, ένα υποσχετικό νεύμα.
Σαν τον διψασμένο οδοιπόρο στην κατάξερη έρημο όταν μπροστά του συναντά ένα παγούρι γεμάτο νερό, ενώ η κατάξερη γλώσσα του είναι πια πληγωμένη. Ο μέσος άνθρωπος ζητάει μια νησίδα ελπίδας, τρέφεται με την αναμονή ενός χαρμόσυνου γεγονότος. Σαν τον κάτοχο ενός λαχείου που το σφίγγει στην τσέπη του και φαντάζεται σενάρια αν του πέσει ο πρώτος αριθμός. Δεν ζητά όμως το υπερβολικό. Το ελάχιστο ζητά. Ένα καλό λόγο, ένα ζεστό βλέμμα, ένα υποσχετικό νεύμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου