Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017




Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Αρχή φόρμας

Τέλος φόρμας
o    Tο Εργαστήριο Γενικής και Γεωργικής Μετεωρολογίας


Ίδρυση και ιστορική αναδρομή
Tο Εργαστήριο Γενικής και Γεωργικής Μετεωρολογίας προέρχεται από το διαχωρισμό του Εργαστηρίου Φυσικής και Γεωργικής Μετεωρολογίας που ιδρύθηκε το 1920 και απετέλεσε και το πρώτο ‘Εργαστήριο Μετεωρολογίας’ σε Εκπαιδευτικό Ίδρυμα της χώρας. Το Εργαστήριο άρχισε να λειτουργεί ταυτόχρονα με την ίδρυση του Πανεπιστημίου υπό τη μορφή της Γεωπονικής Σχολής (Βασιλικά Διατάγματα της 21-11-1920 «Περί εργαστηρίων Ανωτέρας Γεωπονικής Σχολής» (ΦΕΚ τ. Α′ αριθμ. 274/28-11-1920) και της 31-1-1920 «Περί εκτελέσεως του νόμου 1844 περί Ανωτέρας Γεωπονικής Σχολής» -ίδρυση εδρών-άρθρο 10 και μαθημάτων-άρθρο 4, ΦΕΚ τ. Α′ αριθμ. 36/11-2-1920). Τη σημερινή του ονομασία το Εργαστήριο φέρει μετά το διαχωρισμό του αρχικού Εργαστηρίου το Μάρτιο του 2000 (ΦΕΚ τ. Α′, αριθμ. 72/10-3-2000, Π.Δ. υπ’ αριθμ. 87, άρθρο 1, παράγραφος 2β). 
Στις απαρχές του, το Εργαστήριο οργανώθηκε από τον Καθηγητή Νικόλαο Κρητικό ο οποίος και διετέλεσε πρώτος Διευθυντής του Εργαστηρίου. Το 1929 διορίσθηκε σε θέση Τακτικού Επιμελητού του Εργαστηρίου ο Β. Κυριαζόπουλος, μετέπειτα Καθηγητής Μετεωρολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Το Εργαστήριο στεγάζονταν σε τρεις αίθουσες του ισογείου της «Γεωπονικής Σχολής». Κατά τα πρώτα έτη λειτουργίας της Σχολής, το μάθημα της Μετεωρολογίας και Κλιματολογίας και οι παράλληλες εργαστηριακές ασκήσεις διδάσκονταν στην τότε επονομαζόμενη «Β΄ Τάξη» της Γεωπονικής Σχολής, ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 και για πάνω από 60 έτη, το βασικό μάθημα της Γεωργικής Μετεωρολογίας διδάσκεται πλέον στα Α και Β εξάμηνα του 1ου Έτους Σπουδών. Το πρώτο εκπαιδευτικό σύγγραμμα του Εργαστηρίου ήταν εκείνο του Καθηγητή Ν. Κρητικού με τίτλο «Μαθήματα Μετεωρολογίας και Κλιματολογίας» που τυπώθηκε το 1922.
Εκτός των εκπαιδευτικών σκοπών του, το Εργαστήριο είχε ως στόχο και αντικείμενο την παρακολούθηση και μελέτη των μετεωρολογικών συνθηκών της περιοχής, την παροχή των αναγκαίων δεδομένων στα λοιπά Εργαστήρια της Σχολής και την επιστημονική μελέτη των διαφόρων μετεωρολογικών και λοιπών φυσικών φαινομένων σχετικών με τη Γεωργία ή άλλων συναφών επιστημονικών αντικειμένων. Για την κάλυψη των ανωτέρω εκπαιδευτικών και ερευνητικών αναγκών, το Εργαστήριο ίδρυσε και λειτούργησε Μετεωρολογικούς Σταθμούς (Μετεωρολογικοί Σταθμοί). Ο πρώτος από αυτούς ιδρύθηκε ως Μετεωρολογικός Σταθμός Α΄ Τάξης στο χώρο της Γεωπονικής Σχολής και έφερε συνήθως το όνομα «Σταθμός Βοτανικού» ή «Σταθμός Αθηνών». Ο Σταθμός ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1920 και κατά τα πρώτη έτη οι μετρήσεις είχαν αποσπασματικό χαρακτήρα. Μία «θερμοκρασιακή ανωμαλία» κατά τη διάρκεια του μηνός Απριλίου του 1923, αποτέλεσε και την πρώτη επιστημονική δημοσίευση του Ν. Κρητικού στο έγκυρο διεθνές περιοδικό “Meteorologische Zeitschrift. Η κανονική λειτουργία του Σταθμού και η εκτέλεση συστηματικών παρατηρήσεων ξεκινάει στα τέλη του 1929, όταν διορίστηκε στη θέση Τακτικού Επιμελητού του Εργαστηρίου ο Β. Κυριαζόπουλος. Ο Σταθμός εξακολουθεί να λειτουργεί μέχρι και σήμερα, παρέχοντας μετεωρολογικά δεδομένα αλλά και εξυπηρετώντας εκπαιδευτικές και ερευνητικές ανάγκες του Πανεπιστημίου (Κλασσικός Μετεωρολογικός Σταθμός).
Με την ίδρυση και λειτουργία αυτού του Σταθμού, στα πλαίσια των αναγκών της Γεωπονικής Σχολής, εκτός από την καταγραφή και μελέτη των μετεωρολογικών φαινομένων, εξασφαλίζονταν η παροχή μετεωρολογικών δεδομένων για τη μελέτη καλλιεργειών φυτών σε παρακείμενους πειραματικούς αγρούς, αλλά γενικότερα και η παροχή αναγκαίων μετεωρολογικών και κλιματικών στοιχείων στα διάφορα Εργαστήρια της Σχολής καθώς επίσης και σε άλλους φορείς. Με τον τρόπο αυτό το Εργαστήριο κάλυπτε ένα ευρύ φάσμα των αντικειμένων της Γεωργικής Μετεωρολογίας. Ας σημειωθεί ότι οι μετεωρολογικές παρατηρήσεις συνεχίσθηκαν και καθ’ όλο το διάστημα που η Γεωπονική Σχολή μεταφέρθηκε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1937-1943).


Ο Σταθμός Βοτανικού (Αθηνών) τη δεκαετία του 1930
 Το 1933 το Εργαστήριο ίδρυσε και λειτούργησε, με τη συνεργασία του Σανατορίου «Σανατόριο Γ. Φούγκ και Γ. Σταύρου» στην Πάρνηθα, το Μετεωρολογικό Σταθμό «Σταθμός Πάρνηθος». Ο σκοπός του Σταθμού αυτού ήταν η εξυπηρέτηση του Σανατορίου από την άποψη των μετεωρολογικών και κλιματικών δεδομένων, αλλά και η παροχή μετεωρολογικών δεδομένων για τη μελέτη καλλιεργειών φυτών σε παρακείμενο πειραματικό αγρό του Εργαστηρίου Γενικής και Ειδικής Γεωργίας της Γεωπονικής Σχολής («Ξερολίβαδο») (περισσότερες λεπτομέρειες του Σταθμού Πάρνηθας).


Ο Σταθμός Πάρνηθας τη δεκαετία του 1930 

Ανάλογα, το έτος 1938 το Εργαστήριο ίδρυσε και λειτούργησε, με τη συνεργασία του Νοσοκομείου «Ασκληπιείο Βούλας», στη Βούλα Αττικής, που τότε περιελάμβανε κυρίως μονάδα Σανατορίου (το Νοσοκομείο αυτό ξεκίνησε ως Σανατόριο παιδιών και κατόπιν – το 1948 – εξελίχθηκε στο γνωστό «Ορθοπεδικό Νοσοκομείο»), με κύριο σκοπό την εξυπηρέτηση του Σανατορίου από την άποψη των μετεωρολογικών και κλιματικών δεδομένων (περισσότερες λεπτομέρειες του Σταθμού).
Η γνώση μετεωρολογικών δεδομένων στην περίπτωση των Σανατορίων ήταν πολύ σημαντική γιατί την εποχή εκείνη η θεραπεία της φυματίωσης στηρίζονταν στη μακρά κατάκλιση και παροχή ανάπαυσης σε ευνοϊκό, κατά περίπτωση, κλίμα όπου και εφαρμόζονταν ήλιο- και ανεμοθεραπεία. Στο Σανατόριο της Πάρνηθας, που αποτελούσε παράρτημα του Νοσοκομείου «Ευαγγελισμός», γίνονταν η θεραπεία της πνευμονικής φυματίωσης (λόγω των ευνοϊκών συνθηκών που παρουσίαζε το ορεινό κλίμα σε αυτή την περίπτωση της φυματίωσης) ενώ, αντίθετα, στο Σανατόριο Βούλας γίνονταν η θεραπεία της φυματίωσης οστών, κυρίως παιδιών, που απαιτούσε συνθήκες παραθαλάσσιου κλίματος. Ένας πολύ μικρός αριθμός από τα δεδομένα αυτά εμφανίζεται σε επιστημονικές εργασίες του Β. Κυριαζόπουλου σε συνεργασία με το γνωστό πνευμονολόγο – φυματιολόγο Ι. Βεγκλίδη, Διευθυντού του Αντιφυματικού Ιατρείου του Νοσοκομείου «Ευαγγελισμός» και Πάρνηθας. Αξίζει να σημειωθεί ότι από το Ακαδημαϊκό Έτος 1934-35, εκτός των σπουδαστών της Γεωπονικής Σχολής, την εκτέλεση μετεωρολογικών παρατηρήσεων στο Σταθμό Αθηνών ξεκίνησαν να παρακολουθούν και οι τεταρτοετείς φοιτητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. 
Στα πλαίσια των δεδομένων των Σταθμών των δύο Σανατορίων, ενδιαφέρον παρουσιάζει μία μεγάλη χρονοσειρά μετρήσεων με κατα-θερμόμετρο. Οι τιμές που προκύπτουν από τις μετρήσεις του οργάνου αυτού, που γενικά είναι σπάνιες στη διεθνή βιβλιογραφία, είναι ενδεικτικές της ψυκτικής ικανότητας του περιβάλλοντος, μία βιοκλιματική παράμετρο, που το 1945 οι Siple and Passel, έθεσαν σαν βάση για έναν από τους πρώϊμους και πλέον διεθνώς γνωστούς βιομετεωρολογικούς – βιοκλιματικούς δείκτες (cooling power index) ο οποίος εξακολουθεί να εφαρμόζεται μέχρι και σήμερα.  

 Οι μετρήσεις με κατα-θερμόμετρο στα Σανατόρια γίνονταν στους ειδικά διαμορφωμένους εξώστες όπου μεταφέρονταν οι ασθενείς καθημερινώς για να δεχθούν την επίδραση του ήλιου και του ανέμου. Στη φωτογραφία διακρίνονται οι εξώστες ασθενών στο Σανατόριο Βούλας στα μέσα της δεκαετίας του 1930, περίοδο που συμπίπτει με τις μετρήσεις του εκεί εγκατεστημένου Μετεωρολογικού Σταθμού του Εργαστηρίου (σύνδεσμος φωτογραφίας) 

Πορεία της μέσης ημερήσιας θερμοκρασίας αέρος (οC) στους σταθμούς Βοτανικού, Πάρνηθας και Βούλας κατά το 1ο δεκαήμερο Ιουλίου του έτους 1940

Και οι δύο αυτοί Σταθμοί στα Σανατόρια λειτούργησαν μέχρι και το 1964 (τα Σανατόρια σταμάτησαν τη λειτουργία τους το 1960) κλείνοντας ταυτόχρονα και ένα σχεδόν 30ετούς διάρκειας κύκλο επιστημονικής δραστηριότητας του Εργαστηρίου, στον τομέα των επιπτώσεων ιδιαίτερων μετεωρολογικών συνθηκών στην υγεία του ατόμου. Η εκλεκτική συγγένεια των ερευνητικών ενδιαφερόντων του Εργαστηρίου σε θέματα επιπτώσεων κλιματικών συνθηκών στον ανθρώπινο πληθυσμό, επανέρχεται 20 έτη σχεδόν αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, σε εντελώς νέο πλαίσιο και με διαφορετική προοπτική, με την ερευνητική δραστηριότητα του Εργαστηρίου να εστιάζει στις επιπτώσεις των κλιματικών παραμέτρων στη θερμική άνεση του ανθρώπου όπως αυτή διαμορφώνεται στο αστικό και ορεινό περιβάλλον (μικρόκλιμα-βιόκλιμα), καθώς και στις επιβαρύνσεις – επιπτώσεις των ρύπων από τη διάχυση και διάδοσή τους σε συστήματα του γεωργικού και αστικού περιβάλλοντος, θέματα ενταγμένα πλέον, σύμφωνα με τα διεθνώς κείμενα, στη συναφή της Γεωργικής Μετεωρολογίας Επιστήμη της Βιοκλιματολογίας-Βιομετεωρολογίας.
Ο τεράστιος όγκος των δεδομένων των ετών 1934 – 1964, 1938 – 1964 και 1930-2007 των Σταθμών Πάρνηθας, Βούλας και Βοτανικού (Αθηνών), αντίστοιχα, αποτελούν αρχειακό υλικό του Εργαστηρίου και, παράλληλα με το σχεδιασμό για ψηφιοποίηση και δημοσίευσή τους στο μέλλον, έχει σχεδιασθεί και η κατάλληλη συντήρηση των βιβλίων των καταγραφών των τιμών των μετεωρολογικών παραμέτρων, καθώς επίσης και των βιβλίων με τις μετεωρολογικές παρατηρήσεις («ΔΕΛΤΙΑ»). Από τα δεδομένα αυτά, μόνο ένας πολύ μικρός αριθμός δεδομένων (κυρίως θερμοκρασίας αέρα) έχουν δημοσιευθεί κατά τα πρώτα έτη λειτουργίας του Εργαστηρίου. Οι πρώτες αυτές επιστημονικές δημοσιεύσεις του Εργαστηρίου βασισμένες στα δεδομένα των μετεωρολογικών σταθμών είναι οι εξής:
   

        N. CRITIKOS, 1924. Ein ausserordentlicher Temperaturfall in Athen in Monat April 1923. Meteorologische Zeitschrift, Heft 2.

        N. CRITIKOS, 1929. Ueber die Struktur des Taues. Gerlands Beitrage zur Geophysik. Bd. XXI, Heft 1.

        
Β. ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΣ. 1932. Ελάχισται τιμαί της θερμοκρασίας εις την κορυφήν της χλόης. Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών, 7, 1932. σ. 401. (ανακοινώθηκε από τον Δ. Αιγινήτη).

        Β. ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΣ – Ι. ΒΕΓΚΛΙΔΗΣ. Σύγχρονοι έρευναι Ιατρικής Κλιματολογίας, ‘Ασκληπιός’, Αθήνα, 1934.

        Β. ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΣ. 1935. Ποσοτικαί μετρήσεις επί της δρόσου εν Αθήναις. Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών, Απρίλιος 1935.
.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου