Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2017



ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΜΑΡΑΣΛΗ

Το κείμενο που ακολουθεί, είναι η εισήγηση της Κορνηλίας Τσεβίκ, (υποψήφιας διδάκτορος του Α.Π.Θ.), φιλολόγου της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας του Ζαππείου, και του Τμήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της Πόλης, στο Συνέδριο με θέμα « Τα Μαράσλεια Σχολεία στη Ν.Α. Ευρώπη: Εκατό Χρόνια Λειτουργίας του Μαράσλειου Διδακτηρίου Θεσσαλονίκης (1905-2005)» που πραγματοποιήθηκε στο Κέντρο Ιστορίας του Δήμου Θεσσαλονίκης, στις
3-4. 6. 2005, υπό την αιγίδα του Τμήματος Φιλοσοφίας – Παιδαγωγικής.

Κοινωνία και εκπαίδευση στην Κωνσταντινούπολη στο β΄μισό του 19ου αιώνα και η Πατριαρχική Αστική Σχολή Μαρασλή

Κυρίες και κύριοι Σύνεδροι,
Η κοινωνική και εκπαιδευτική ζωή της Κων/πολης, στο β΄μισό του 19ου αιώνα, μαζί με την πνευματική άνθηση, δημιούργησαν το κλίμα για την πνευματική αναβάθμιση. Εκλεκτοί άνδρες του γένους, επένδυσαν σε σχολεία που θεωρήθηκαν πυρήνες του κοινωνικού μηχανισμού για την άνοδο του πολιτιστικού επιπέδου της κοινωνίας. Μεταξύ αυτών έχουμε και το φωτεινό παράδειγμα του εθνικού ευεργέτη Γρηγορίου Μαρασλή από την Οδυσσό, ο οποίος χρηματοδότησε την ιστορική Πατριαρχική Αστική Σχολή στο Φανάρι της Κων/πολης, που είναι από τότε γνωστή ως Πατριαρχική Μαράσλειος Σχολή.
Ποιοί είναι οι κοινωνικοί και εκπαιδευτικοί παράγοντες που καθορίζουν το κλίμα της εποχής; Τί γνωρίζουμε για τη Μαράσχλειο Σχολή; Είναι τα θέματα που θα μας απασχολήσουν σήμερα.
Η αριθμητική δύναμη του ελληνικού στοιχείου και η ποσοτική σχέση του τόσο με το κυρίαρχο μουσουλμανικό στοιχείο, όσο και με τις άλλες εθνικές ομάδες της πρωτεύουσας, αποτελεί φαινόμενο άξιο ιδιαίτερης προσοχής. Ο πληθυσμός της Πόλης, σύμφωνα με την επίσημη στατιστική του 1897, κυμαίνεται στους 1.052.000 συνολικά κατοίκους. Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι επίσημες ελληνικές εκτιμήσεις βασισμένες στις στατιστικές του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ανεβάζουν τον αριθμό των ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, σε 364.459.
Σε σχέση με τις άλλες εθνικές και θρησκευτικές κοινότητες, οι Έλληνες ορθόδοξοι υπολείπονταν αριθμητικά απέναντι στους μουσουλμάνους.
Η κατανομή του ελληνικού πληθυσμού στο εσωτερικό της πόλης είχε αρχικά βασιστεί σ΄ένα μάλλον στατικό πρότυπο. Οι Οθωμανοί κατακτητές είχαν μονοπωλήσει τον κεντρικό τομέα, ενώ οι λίγοι Έλληνες που είχαν εναπομείνει, μετά την Άλωση, περιορίστηκαν γύρω από τις ορθόδοξες εκκλησίες που συνέχιζαν να λειτουργούν. Οι λατρευτικές αυτές εστίες χρησίμευαν ακόμη ως γενικότερα πνευματικά κέντρα ενώ, βαθμιαία, αναδύθηκαν στην περιφέρειά τους σχολεία, πολιτιστικοί σύλλογοι και ευαγή ιδρύματα.
Θα ήταν δυνατό να υποστηριχτεί ότι, στην εσωτερική δυναμική της, η ελληνική παρουσία συναρτήθηκε ως ένα βαθμό με τη διαμόρφωση πολιτικών και κοινωνικών φαινομένων που συνέχονταν με την ανάδειξη νέων οικονομικών και κοινωνικοπολιτικών κέντρων στην Κωνσταντινούπολη. Ενώ ο τομέας της παλαιάς πόλης έχασε την οικονομική του βαρύτητα, ο Γαλατάς και το Πέρα εξελίχτηκαν σε εστίες όχι μόνο εμπορικής και τραπεζικής δραστηριότητας, αλλά και εντεινόμενης διεθνούς πολιτικής και κοινωνικής ζύμωσης.
Ο Α. Σύνβετ παρατηρεί ότι: Η σημαντική αυτή κοινότητα το 1878 βρίσκεται σε περίοδο άνθησης. Στην ανώτερη δοίηκηση, στα ελεύθερα επαγγέλματα, διαθέτει στελέχη μεγάλης ικανότητας. Στον τραπεζικό τομέα, στο εμπόριο, οι Έλληνες κατέχουν αδιαμφισβήτητα την πρώτη θέση.
Η Κωνσταντινούπολη υπήρξε πάντοτε σημαντικό διοικητικό, εμπορικό, πνευματικό και οικονομικό κέντρο. Ήδη όμως, στο δεύτερο μισό του 19ου αι, ενίσχυσε αποφασιστικά την παρουσία της στο χώρο της διεθνούς αγοράς, παρέχοντας πλούσιες ευκαιρίες απασχόλησης. Οι Έλληνες θα επωφεληθούν, για να αναλάβουν πρωταγωνιστικό ρόλο ως μέλη της επιχειρηματικής μικροαστικής τάξης των μεταπρατών, χρηματιστών και παραγγελιοδόχων, εξασφαλίζοντας την επικοινωνία των Ευρωπαίων εισαγωγέων και τραπεζιτών με τοπικά όργανα και φορείς. Παράλληλα, επεξέτειναν την επιρροή τους στους κόλπους μιας κοινωνίας στο στάδιο της ανάπτυξής της, κυρίως ως δικηγόροι, ιατροί, φαρμακοποιοί και μηχανικοί. Τέλος, υπεισέρχονταν σε βάθος στην κατηγορία των μεσαίας τάξης μισθωτών υπαλλήλων μεγάλων δυτικοευρωπαϊκών επιχειρήσεων ή εμπορικών οίκων, τραπεζών, ασφαλιστικών εταιρειών, πρακτορείων και εφοπλιστικών γραφείων –πολλά από τα οποία λειτουργούσαν και με ελληνικά κεφάλαια. Η παρουσία των Ελλήνων ήταν ακόμη ιδιαίτερα αισθητή στον τομέα της βιομηχανίας και της βιοτεχνίας.
Παράλληλα με τη σταδιακή επικράτηση της Βιομηχανικής Επανάστασης στην Ευρώπη, αλλάζουν και οι οικονομικές σχέσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τις ευρωπαϊκές χώρες.
Η αναβίωση μιας ισχυρής ελληνικής εμπορικής κοινότητας στην Κωνσταντινούπολη, μετά τη σοβαρή υποβάθμισή της εξαιτίας των γεγονότων της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, θα συνυφανθεί με μια εντυπωσιακή αναβάθμιση στο πλαίσιο των νέων συνθηκών που επικράτησαν μετά τα μέσα του 19ου αιώνα. Η άρση του συστήματος Yed –i Vahit, η ανάκληση των ειδικών αδειών μεταφοράς και η κατάργηση των εσωτερικών τελωνειακών τελών, συνέπεσαν με την ευρεία εισαγωγή βιομηχανικών προϊόντων στην οθωμανική επικράτεια –δέκα εκατομμύρια εισαγομένων αγαθών στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη της δεκαετίας του 1860 – και τη διάνοιξη μιας τουρκικής αγοράς που, κατά βάση, λειτουργούσε πάνω στις αρχές του ελεύθερου εμπορίου. Βαθμιαία η ένταξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη σφαίρα επιρροής του ευρωπαϊκού καπιταλιστικού συστήματος ευνόησε την ανάπτυξη των ευρύτερων αυτών εμπορικών διασυνδέσεων μέσω της Κωνσταντινούπολης, σημείου διασταύρωσης των οδών μεταξύ Δύσης και Ανατολής.
Πέρα από την εξασφάλιση της ιθύνουσας θέσης στο εμπόριο, οι Έλληνες προσαρμόστηκαν δυναμικά στις νέες μορφές οικονομικής δραστηριότητας που αναδύθηκαν, -κυρίως μετά το 1860,- επικεντρωμένες στην Κωνσταντινούπολη. Σημαντικό μέρος των κεφαλαίων που συσσωρεύτηκαν μέσω του εμπορίου διοχετεύτηκε στον τραπεζικό τομέα, ιδίως μετά την ύφεση στο πεδίο του διαμετακομιστικού εμπορίου.
Οπωσδήποτε, όμως, οι Έλληνες δέσποζαν ή, έστω, διατηρούσαν ισχυρή την παρουσία τους σε ορισμένους τομείς, γεγονός που ενίσχυε την συνείδηση της ιδιαίτερης ταυτότητας στους κόλπους της ίδιας της εθνικής οικογένειας αλλά και, ακόμη, μεταξύ των τρίτων. Οι εκπρόσωποί τους ήταν παρόντες σε κάθε σχεδόν κλάδο της μεγάλης αγοράς εργασίας που αποτελούσε η Κωνσταντινούπολη. Χαρακτηρίζονταν, όμως, κυρίως για τη σύμπτυξη μιας ευημερούσας μεσαίας τάξης, τα μέλη της οποίας συνεισέφεραν τις ικανότητες και το δυναμισμό τους στο πεδίο της οικονομικής ζωής.
Σύμφωνα με τις εξαγγελίες του μεταρρυθμιστικού διατάγματος Χάττι- Χουμαγιούν (1856), η δημόσια διοίκηση όφειλε να ανοίξει τις πύλες σε όλους τους υπηκόους του σουλτάνου, ανεξάρτητα από τον ιδιαίτερο εθνικό ή θρησκευτικό τους προσανατολισμό.
Στο επίπεδο της κρατικής μηχανής, η διπλωματική υπηρεσία ήταν ανοιχτή για τους Έλληνες περισσότερο από κάθε άλλο κλάδο της δημόσιας διοίκησης.
Χαρακτηριστικά, στις αρχές της δεκαετίας του 1880, σε σύνολο 23.826 κρατικών λειτουργών στην Κωνσταντινούπολη, δεν εντοπίζονταν παρά μόνο 248 Έλληνες –ποσοστό 1,2%.
Το ελληνικό στοιχείο της πρωτεύουσας, ισχυρό στο οικονομικό και ενισχυμένο στο κοινωνικό πεδίο, αφού είχε δημιουργήσει ισχυρούς εκπαιδετικούς και πολιτισμικούς φορείς και διεισδύσει, έστω και σε μικρή έκταση, στη διοικητική ιεραρχία –ιδιαίτερα στη διπλωματική υπηρεσία, ήταν εύλογο ήδη να επιδιώκει την πρόσβαση στα ανώτερα κλιμάκια της κρατικής εξουσίας. Η ματαίωση όμως από τον Αβδούλ Χαμήτ της εφαρμογής των βασικών προδιαγραφών του μεταρρυθμιστικού προγράμματος, και συγκεκριμένα της αρχής της ισοπολιτείας μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών στους κόλπους ενός φιλελεύθερου συνταγματικού κράτους, διέψευσε την τολμηρή αυτή προσδοκία.
Μετά την επικράτηση της επανάστασης των Νεότουρκων (1908), διαμορφώθηκαν ιδιαίτερα αρνητικές συνθήκες για τον ελληνισμό της Πόλης και της Μικράς Ασίας.
Μετά το 1923 η ελληνική συμμετοχή στην οικονομική ζωή της Πόλης συνεχίζεται μέσα σε κλίμα αβεβαιότητας.


2.1. Εκπαίδευση
Ο διάσημος Γάλλος γεωγράφος Elisee Reclus, που περιηγήθηκε τη Μ. Ασία στα μέσα του 19ου αιώνα μιλώντας για τη φιλομάθεια των Ελλήνων είπε:
« Κανένας λαός δεν καταβάλλει τόσες προσπάθειες για τη μόρφωση των παιδιών του, όσο οι Έλληνες της τουρκοκρατούμενης Μ. Ασίας. Σε κάθε πόλη ή χωριό το σχολείο είναι «η μεγάλη υπόθεση». Οι έμποροι και οι επαγγελματίες, μετά τις εμπορικές τους συναλλαγές και δοσοληψίες, θα συζητήσουν μόνο για τα σχολεία και τις παιδαγωγικές μεθόδους, που πρέπει να εφαρμόζονται. Το πρώτο πράγμα που θα κάνουν, όταν κάποιος ξένος φθάσει στην πόλη ή το χωριό τους, είναι να τον οδηγήσουν στο σχολειό τους».
Η ορθόδοξη εκκλησία, με την ένταξή της στις δομές του Οθωμανικού πολιτειακού μορφώματος μετά την Άλωση, αποκτά ευρύτερες δικαιοδοσίες, μία από τις οποίες είναι η παιδεία. Παρέχεται δηλαδή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο το ΄΄προνόμιο΄΄ της διαχείρισης της παιδείας των πνευματικών του υπηκόων.
Όλες οι μαρτυρίες της εποχής συγκλίνουν προς την ίδια κατεύθυνση : «Δεν υπάρχει άλλη κοινότητα που να έχει στον ίδιο βαθμό συμβάλλει στην ανάπτυξη της δημόσιας εκπαίδευσης», επισημαίνει επιγραμματικά, το 1878, ένας αξιόλογος ξένος παρατηρητής, ο Α. Σύνβετ.
Στον τομέα της παιδείας, απόρροια των «προνομίων» που αναγνώριζε ο εκάστοτε σουλτάνος από την εποχή του Μωάμεθ του Πορθητή και του Πατριάρχη Γενναδίου, η εκπαιδευτική πολιτική, η διδακτέα ύλη και τα αναλυτικά προγράμματα των σχολείων της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως σχεδιάζονταν από την Πατριαρχική Εκπαιδευτική Επιτροπή, η οποία συγκροτήθηκε το 1836. Στις εργασίες αυτές, συντονιστικό ρόλο είχε ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως (1860), μαζί με μία ομάδα από εκπαιδευτικούς συλλόγους που ιδρύθηκαν στη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Καθοριστική πρέπει να θεωρηθεί και η δυνατότητα που έδινε το μεταρρυθμιστικό διάταγμα Χάττι- Χουμαγιούν (1856), που επέτρεπε στα ΄΄Μιλλέτ΄΄ (εθνικές μειονότητες) να ιδρύουν δημόσια σχολεία επιστημών, τεχνών και βιομηχανίας, διασφαλίζοντας το δικαίωμα της ανώτερης παιδείας μετά τη στοιχειώδη πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Τη βάση του εκπαιδευτικού συστήματος του ελληνισμού της Πόλης συνιστούσαν τα κατώτερα ενοριακά σχολεία.
Παράλληλα με τα ενοριακά σχολεία λειτουργούσαν και ιδιωτικά ελληνικά σχολεία, τα οποία ως προς τη διδακτέα ύλη εποπτεύονταν από το Πατριαρχείο.
Το 1902, απαριθμούνταν 185 σχολεία με 612 διδασκάλους και 19.132 μαθητές: ανάμεσά τους συγκαταλέγονταν έξι Γυμνάσια (τρία στο Πέρα, ένα στο Φανάρι και δύο στη Χάλκη) με 83 καθηγητές και 1.030 σπουδαστές, 137 σχολεία μέσου τύπου και 42 ΄΄γραμματοδιδασκαλεία΄΄, που εντοπίζονταν στο δυτικό κυρίως τμήμα της πρωτεύουσας. Με αναφορά σε μόνη την περιφέρεια της αρχιεπισκοπής, Κωνσταντινουπόλεως, οι στατιστικές αναφέρουν 71 σχολεία με 360 δασκάλους για το ακαδημαϊκό έτος 1903-4 και 72 με 398 για το 1904-5 δέκα χρόνια νωρίτερα, ο Επιθεωρητής των Σχολείων της ίδιας περιοχής είχε αναφέρει την ύπαρξη, αντίστοιχα, 68 σχολείων και 294 καθηγητών με 10.749 μαθητές –5.496 αγόρια και 5.253 κορίτσια, ανεβάζοντας σε δεκατέσσερις χιλιάδες τον αριθμό τους για την ευρύτερη περιφέρεια της πρωτεύουσας.
Τα ελληνικά σχολεία της Κωνσταντινούπολης διακρίνονταν σε ανώτερα και κατώτερα. Στην πρώτη κατηγορία υπάγονταν: η Θεολογική Σχολή, η οποία ιδρύθηκε στη Χάλκη το 1844, η Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή, το αρχαιότερο εκπαιδευτικό ίδρυμα του υπόδουλου έθνους με κατεύθυνση προς τη γενική παιδεία, η Ελληνοεμπορική Σχολή της Χάλκης, σε λειτουργία από το 1831, το Ζωγράφειον Γυμνάσιον, εξειδικευμένο στις θετικές επιστήμες, καθώς και το Ελληνογαλλικόν Λύκειον του Χ. Χατζηχρήστου –και τα δύο στο Πέρα. Το Εθνικόν Ζάππειον Παρθεναγωγείον, το οποίο ιδρύθηκε το 1875 στο Πέρα, το Εθνικόν Ιωακείμειον Παρθεναγωγείων στο Φανάρι και το Ανώτερον Παρθεναγωγείον ΄΄Η Παλλάς΄΄, το οποίο λειτούργησε από το 1874 ως το 1899. Τα κατώτερα ή ΄΄αστικά΄΄ εκπαιδευτήρια διέθεταν πέντε ως επτά τάξεις, ενώ τα ΄΄δημοτικά΄΄ περιορίζονταν σε δύο με τέσσερις.
Κατά το διάστημα 1900-1915, η διοίκηση της ελληνορθόδοξης εκπαίδευσης, στην Αρχιεπισκοπή της Κων/Πόλεως ακολουθεί το παρακάτω σχήμα:
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης είναι η ανώτατη αρχή της ελληνικής κοινότητας και της ελληνικής παιδείας ενσωματωμένος στο οθωμανικό διοικητικό σύστημα.
Σημαντικό ρόλο παίζει και το Υπουργείο Παιδείας της Οθωμανικής Κυβέρνησης, ο έλεγχος του οποίου προς τα σχολεία των κοινοτήτων, παρά τις προσπάθειες για μεταβολή του προνομιακού καθεστώτος, παραμένει χαλαρός. Από το 1908 η κρατική εποπτεία γίνεται αμεσότερη και περισσότερο έντονη, χωρίς όμως να παρακάμπτει τη θρησκευτική ηγεσία των μιλλέτ, κάτι που γίνεται σε πρώτη φάση το 1915 και ολοκληρώνεται από το 1923 κι εξής.
Ο Πατριάρχης πλαισιώνεται από τα Δύο Σώματα, δηλαδή την Ιερά Σύνοδο και το Διαρκές Εθνικό Μικτό Συμβούλιο. Το τελευταίο συγκροτείται από δώδεκα μέλη, τέσσερις μητροπολίτες – ο πρώτος τη τάξει από τους οποίους προεδρεύει –και οκτώ λαϊκούς.
Τα ειδικότερα θέματα ρυθμίζονται με εγκυκλίους υπογεγραμμένες από την Μ. Πρωτοσυγγελία, ύστερα από αποφάσεις της Πατριαρχικής Κεντρικής Εκπαιδευτικής Επιτροπής.
Οι εφορίες διαχειρίζονται τα οικονομικά των σχολείων και έχουν την ευθύνη της επιλογής των δασκάλων, ο διορισμός και η τυχόν παύση, όμως, των οποίων, όπως και καθε άλλη σημαντική ενέργεια της εφορίας, γίνεται μετά από έγκριση της Π.Κ.Ε.Ε., προς την οποία οφείλει η εφορία να υποβάλλει κάθε χρόνο έκθεση πεπραγμένων.
Στη βάση, τέλος, της διοικητικής πυραμίδας βρίσκεται ο διευθυντής της κάθε σχολής, ο οποίος επιλέγεται από την εφορία με κριτήριο τις σπουδές του και την εμπειρία του.
Το πρόσφορο έδαφος στους κόλπους της Πόλης, το β΄μισό του 19ου αιώνα θα δημιουργήσει αισθητή πνευματική ανάπτυξη και τρέχουσα πνευματική ζωή.
Την περίοδο από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι το 1922 η Πόλη αποτελεί κέντρο φιλολογικών, γλωσσικών και λογοτεχνικών διεργασιών.
Μέχρι το 1922 οι απογευματινές συναντήσεις των λογίων και διανοουμένων της εποχής, στα σταυροδρομίτικα σπίτια, με τους δημοτικιστές και τους καθαρευουσιάνους, δημιούργησαν ζυμώσεις έντονης πνευματικότητας, με κυρίαρχο το ανδρικό φύλο και ελάχιστες μορφωμένες Πολίτισσες.
Τα φαναριώτικα σαλόνια των Θ. Γεωργιάδη και Ανδρέα Σπαθάρη, επίσης τα φιλογικά σαλόνια του Πέραν, ήταν μουσικοφιλολογικές συκεντρώσεις που άφησαν εποχή. Η ευρύτητα και το περιεχόμενο των πνευματικών ενδιαφερόντων και των πολιτιστικών δραστηριοτήτων της ελληνικής κοινότητας αναδίνεται παραστατικά και μέσα από την ζωογόνο παρουσία της λογοτεχνίας , του τύπου, του θεάτρου και του κινηματογράφου.

Πατριαρχική Αστική Σχολή Μαρασλή
Η Πατριαρχική Αστική Σχολή Μαρασλή βρίσκεται στο Φανάρι, δίπλα ακριβώς στο Πατριαρχείο. Ήταν εθνική σχολή, έχοντας μάλιστα ως πρόεδρο της εφορίας τον Πρωτοσύγγελο. Η ίδρυσή της χάνεται στο βάθος του χρόνου, καθώς αποτελεί τη μετεξέλιξή του « κοινού» σχολείου που λειτουργεί στο Φανάρι από τα πρώτα μετά την Άλωση χρόνια, ως προκαταρκτική σχολή και παράρτημα της Πατριαρχικής Ακαδημίας (της μετέπειτα Μεγάλης του Γένους Σχολής), έχοντας κοινή διεύθυνση και εφορία, ακόμα και κατά το διάστημα (1837-1850) που η Σχολή είχε μεταφερθεί στην Ξηροκρήνη. Η σταδιακή ενσωμάτωση του τριτάξιου Ελληνικού σχολείου στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, που ολοκληρώθηκε με τη μεταρρύθμιση του 1873, κατά την οποία η τελευταία γίνεται οκτατάξια με 4τάξιο Ελληνικό τμήμα και 4τάξιο Γυμνάσιο, οδηγούν στη χειραφέτηση του Προκαταρκτικού Τμήματος, που στη συνέχεια, από το 1882, εξελίσσεται σε πλήρη επτατάξια αστική σχολή. Στις 29 Ιουνίου 1901 τελούνται – ΄΄δημοτελέστατα και μεγαλοπρεπέστατα΄΄- τα εγκαίνια του νέου κτιρίου της σχολής, που χτίστηκε με χρηματοδότηση του εθνικού ευεργέτη Γ. Μαρασλή από την Οδησσό. Από το 1902, μετά την ίδρυση διδασκαλικού τμήματος στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, η Πατριαρχική Αστική Σχολή Μαρασλή, όπως πλέον έχει ονομαστεί, χρησιμοποιείται για την υποδειγματική διαδασκαλία και τις ασκήσεις των μαθητών του νεοϊδρυθέντος τμήματος.
Στις αρχές επομένως του 20ου αιώνα, η σχολή περιβάλλεται από μια αίγλη, που όμοιά της δεν συναντάται σε άλλη πρωτοβάθμια σχολή της Αρχιεπισκοπής. Οι τελετές λήξης του σχολικού έτους αποτελούν γεγονός ανάλογης σπουδαιότητας με τις τελετές των δευτεροβάθμιων μόνο σχολών ενώ αποτελεί πόλο έλξης για πολλούς μαθητές από διάφορα σημεία της Πόλης. Κατά το σχολικό έτος 1901- 02 ΄΄εφοίτησαν 463 μαθηταί, ορμώμενοι ου μόνον εκ των πέριξ συνοικιών, αλλά και εξ άλλων μάλλον απομεμακρυσμένων΄΄. Ομοίως, από τους 192 μαθητές του σχολικού έτους 1905-06΄΄...το τρίτον σχεδόν εκ Φαναρίου, οι δε λοιποί προήρχοντο εξ ετέρων ενοριών΄΄. Τα χρόνια οικονομικά προβλήματα όμως που αντιμετωπίζει, οδηγούν αρχικά στη μείωση του αριθμού των δασκάλων και, κατά συνέπεια, και των μαθητών που μπορεί να δεχθεί και στη συνέχεια (το 1909)- στη διακοπή της λειτουργίας των τριών ανωτέρων τάξεων, « ...καθόσον μάλιστα τα μαθήματα των τάξεων τούτων διδάσκονται εν ταις κατωτέραις τάξεσιν της Πατριαρχικής Μεγάλης του Γένους Σχολής . Ωστόσο, τα οικονομικά προβλήματα ξεπερνιούνται και από το επόμενο κιόλας σχολικό έτος (1910-11) επαναλειτουργεί η Πέμπτη τάξη και στη συνέχεια, καθώς από το 1912, με την ίδρυση των Σχολών Πρακτικών Γνώσεων και Εμπορίου, όλες οι αστικές σχολές γίνονται εξατάξιες. Έχοντας ως φυσική της συνέχεια τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, η Πατριαρχική Αστική Σχολή Μαρασλή δεν σχηματίζει Πρακτική τάξη.
Το πρόγραμμα της σχολής δε ταυτίζεται απόλυτα με τα εκάστοτε επίσημα προγράμματα της Π.Κ.Ε.Ε., χωρίς όμως και να διαφοροποιείται αισθητά. Η μεγαλύτερη διαφοροποίηση είναι η διδασκαλία των Γαλλικών από την Δ΄ τάξη – αντί της Ε΄-στο πρόγραμμα του 1902-03. Πλήρης εναρμόνιση θα επιτευχθεί μόνο με το επίσημο πρόγραμμα του 1912.
Ο Γεώργιος Τζαζόπουλος, συγγενής του Γρηγορίου Μαρασλή, μετά από 51 χρόνια, το 1951, πιστός στη διαθήκη του, ανέλαβε την ανοικοδόμηση του κτιρίου.
Το σχολείο Μαρασλή λειτουργεί και σήμερα στο ίδιο καλλιμάρμαρο κτίριο. Έχει εννέα μαθητές (πέντε αγόρια και τέσσερα κορίτσια), είναι πεντατάξιο και ακολουθεί το πρόγραμμα όλων των ομογενειακών δημοτικών σχολείων της Κων/πολης. Παρ΄όλη την πάροδο ενός και πλέον αιώνος εξακολουθεί να έχει ως φυσική του συνέχεια το γυμνασιακό τμήμα της Μεγάλης του Γένους Σχολής.
Ευχαριστώ όλους τους παράγοντες του Συνεδρίου για την άρτια οργάνωση του και την Πρόεδρο της Οργανωτικής Επιτροπής, κ.Σιδηρούλα-Ζιώγου Καραστεργίου που με κάλεσε να συμμετάσχω.

Βιβλιογραφία
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Κωνσταντινούπολη 1856-1908, Η Ακμή του Ελληνισμού, Εκδοτική Αθηνών 1994.
Σούλα Μπόζη, Ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης, Κοινότητα Σταυροδρομίου- Πέραν, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2002.
Σωτήρης Παλάσκας, Η ελληνική εκπαίδευση στην Κωνσταντινούπολη των αρχών του 20ού αιώνα: οι δημοτικές και αστικές σχολές αρρένων και οι αντίστοιχες μικτές (1900-1915), Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2001.
Χρίστος Π. Σολδάτος, Η εκπαιδευτική και η πνευματική κίνηση του ελληνισμού της Μ. Ασίας (1800-1922), Α΄- Β΄- Γ΄ τόμοι, Κεντρική Διάθεση, Βιβλιοπωλείο Γρηγόρη- Σόλωνος, Αθήνα 1991.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου