Το σημερινό χωριό, σύμφωνα με μύθους και διηγήσεις παλαιότερων κατοίκων, χτίστηκε στους πρόποδες του ανατολικού Κισσάβου και μάλιστα άρχισε να χτίζεται από το πιο χαμηλό σημείο του χωριού, ώστε να μην είναι ορατό από τη θάλασσα. Έτσι γλίτωναν από τους πειρατές, που συνέχεια λεηλατούσαν τον παράλιο οικισμό και οι κάτοικοι δεν μπορούσαν να ησυχάσουν. Γι’ αυτό αναγκάστηκαν να αφήσουν όλες τους τις περιουσίες και να δημιουργήσουν ένα χωριό απαλλαγμένο από τις επιδρομές των πειρατών. Όσον αφορά το νεότερο όνομα του χωριού, Αθανάτη, υπάρχουν δύο εκδοχές : 1) Η μια αναφέρει ότι ονομάστηκε Αθανάτη γιατί πίστευαν οι κάτοικοι του ότι θα ήταν πλέον αθάνατοι, αφού δεν υπάρχει ορατότητα από την πλευρά της θάλασσας και δεν κινδύνευαν από πειρατές πια. 2) Η άλλη εκδοχή, που είναι και η επικρατέστερη, αναφέρει ότι το χωριό ονομάστηκε Αθανάτη γιατί μια επιδημία είχε πέσει στο χωριό (πανώλη) και οι κάτοικοι πέθαιναν ο ένας μετά τον άλλο, σε σημείο να τείνει να εξαφανιστεί όλος ο οικισμός. Μάλιστα οι Δανιήλ Φιλιππίδης - Γρηγόριος Κωνσταντάς στη "Γεωγραφία Νεωτερική" (Βιέννη, 1791) αναφέρουν τον οικισμό ως Θανάτου. Όσοι επέζησαν από αυτή τη μεγάλη αρρώστια θέλησαν να ονομάσουν το χωριό Αθανάτη, χάριν ευφημισμού, για να εξορκίσουν το κακό. Μια που επέζησαν από μια τέτοια επιδημία, έλεγαν, τώρα πλέον είναι αθάνατοι. Αργότερα το χωριό επεκτάθηκε με τη συνένωση των γύρω οικισμών: Μαλάτη, Γκορτσιά, Άλλη Χώρα, και μάλιστα κάθε οικισμός αναπτύχθηκε σε ορισμένο σημείο του χωριού, δηλαδή οι κάτοικοι της Μαλάτης στο δυτικό τμήμα, οι κάτοικοι της Γκορτσιάς στο βόρειο τμήμα και οι κάτοικοι της Άλλης Χώρας ανατολικά. Και σήμερα αυτοί οι μαχαλάδες φέρουν τα ονόματα των αρχικών οικισμών και τα κτήματά τους είναι εκεί που υπήρχαν αυτοί οι οικισμοί πριν τη συνένωση. Σήμερα ως όνομα χρησιμοποιείται πια το Μελιβοία, πατρίδα του μυθικού ήρωα Φιλοκτήτη, που είναι το αρχαίο, και όχι το νεότερο Αθανάτη.
Η παλιά Μελιβοία
Παλιότερα ο πληθυσμός του χωριού ξεπερνούσε τους 2.500 κατοίκους. Απ’ το 1965 ο πληθυσμός άρχισε να μειώνεται δραστικά γιατί αρκετά μεγάλος αριθμός κατοίκων μετανάστευσε στο εξωτερικό (Γερμανία, Αυστραλία, Η.Π.Α, Καναδά) και ελάχιστοι επέστρεψαν και εγκαταστάθηκαν ξανά στο χωριό. Τις τελευταίες δεκαετίες οι νεότεροι κάτοικοι εγκατέλειψαν το χωριό (εσωτερική μετανάστευση) και εγκαταστάθηκαν στις μεγάλες πόλεις, κυρίως στη Λάρισα, η οποία απέχει σχετικά λίγα χιλιόμετρα (47 χιλ.), και στην Αθήνα, που παρέχουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Είναι δε τόσο μεγάλο το κύμα αστυφιλίας τα τελευταία χρόνια, που αν επισκεφτεί κάποιος το χωριό καθημερινή ημέρα, ελάχιστους νέους θα συναντήσει. Η μεγαλύτερη ομάδα των κατοίκων είναι άτομα άνω των 50 ετών. Η Μελιβοία γνωρίζει τις παλιές της δόξες μόνο τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Τους καλοκαιρινούς μήνες το μεγαλύτερο τμήμα των κατοίκων μεταφέρεται στους παράλιους οικισμούς, όπου οι περισσότεροι έχουν ιδιοκτησίες. Οι παράλιοι οικισμοί του χωριού μάλιστα τα τελευταία χρόνια παρουσιάζουν μεγάλη τουριστική ανάπτυξη, τόσο από εσωτερικό τουρισμό όσο και από ξένους τουρίστες.
Οι κάτοικοι μιλούν κυρίως τη χαρακτηριστική διάλεκτο της Θεσσαλίας, χωρίς ιδιαίτερους ιδιωματισμούς.
Οδικά το χωριό συνδέεται με την Αγιά και τη Λάρισα που είναι το κέντρο της επαρχίας καθώς και με όλους τους παράλιους οικισμούς και τα γύρω χωριά. Θαλάσσια συγκοινωνία δεν υπάρχει. Υπάρχει μικρό λιμάνι στην Κουτσουπιά που δεν επιτρέπει προσέγγιση μεγάλων σκαφών. Παλιά υπήρχε από τη θάλασσα εμπορική συναλλαγή με τα παράλια της Μαγνησίας με καΐκια. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με την γεωργία και πολύ λίγο με την κτηνοτροφία και την αλιεία. Η ορεινή φύση του χωριού δε βοήθησε ιδιαίτερα προσοδοφόρες καλλιέργειες, γι' αυτό και δεν υπάρχει πλούτος. Τα πεδινά κτήματα είναι λίγα αναλογικά με τους κατοίκους και το γεγονός ότι οι καλλιέργειες δεν αποδίδουν ιδιαίτερα ανάγκασε τους περισσότερους κατοίκους να μεταναστεύσουν. Παλαιότερα το χωριό ασχολούνταν ιδιαίτερα με την εκτροφή μεταξοσκώληκα και ήταν από τους σημαντικούς τροφοδότες εργοστασίων μεταξιού στη Βιέννη. Σήμερα κανένας κάτοικος πλέον δεν εκτρέφει μεταξοσκώληκα. Εδώ και μερικές δεκαετίες σταμάτησαν την εκτροφή και έχουν μείνει μόνο οι μουριές, το δέντρο που με το φύλλωμα του τρέφεται ο μεταξοσκώληκας. Τώρα καλλιεργούνται κυρίως κάστανα, λίγα οπωροφόρα (κεράσια, μήλα, αχλάδια) και πολλές ελιές. Υπάρχουν μάλιστα και πέντε ελαιοτριβεία νέας τεχνολογίας που δουλεύουν από την αρχή Νοεμβρίου έως τα μέσα Φεβρουαρίου. Το χωριό προμηθεύεται κυρίως σιτηρά και χειμερινά λαχανικά ενώ προμηθεύει άλλες περιοχές με μεγάλες ποσότητες ελαιόλαδου, ελιές, οπωρικά και κάστανα. Την εποχή της συγκομιδής του κάστανου στο χωριό γίνεται πανηγύρι από τους εμπόρους και τους παραγωγούς. Ορισμένοι κάτοικοι του χωριού παράγουν σε ιδιωτικά αποστακτήρια τσίπουρο φτιαγμένο από σύκα. Ονομαστό ήταν παλαιότερα το τσίπουρο από κούμαρο που παρήγαγαν ορισμένοι κάτοικοι αλλά, επειδή είναι δύσκολη η συγκομιδή του κούμαρου, πλέον δεν παράγεται. Πολλά από τα προϊόντα πουλιούνται κυρίως στις λαϊκές αγορές της Αγιάς και της Λάρισας και τους καλοκαιρινούς μήνες στους παράλιους οικισμούς.
Στο χωριό και γύρω από αυτό υπάρχουν πολλές εκκλησίες. Στον παράλιο οικισμό της Βελίκας υπάρχει το βυζαντινό μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, που κτίστηκε επί Κομνηνών και γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη. Το μοναστήρι κάηκε επί Τουρκοκρατίας και ξανακτίστηκε. Ανασκαφές που έγιναν στο χώρο του παλιού μοναστηριού έφεραν στο φως αξιόλογα ευρήματα και νομίσματα που μαρτυρούν τον πλούτο του. Η εκκλησία που σώζεται σήμερα έχει αξιολογότατες τοιχογραφίες, αλλά πολλές εικόνες της είχαν κλαπεί πριν μερικά χρόνια. Τώρα όσες έχουν μείνει φυλάσσονται στην εκκλησία του χωριού. Στις 8 Μαΐου γινόταν σημαντική εμποροπανήγυρη. Στις περισσότερες περιοχές γύρω από το χωριό που υπάρχουν κτίσματα, υπάρχουν και εκκλησίες στις οποίες την ημέρα της γιορτής των ομωνύμων Αγίων γινόταν πανηγύρι. Αξιοπερίεργο είναι το ότι η Μελιβοία ενώ γεωγραφικά υπάγεται στο νομό Λάρισας, εκκλησιαστικά υπάγεται στη Μητρόπολη Δημητριάδος (Μαγνησίας).
Σήμερα στο χωριό λειτουργεί τετραθέσιο δημοτικό σχολείο.
Το σχολείο του χωριού
Υπάρχει πολιτιστικός σύλλογος με το όνομα "Φιλοκτήτης" και ποδοσφαιρική ομάδα με το ίδιο όνομα. Υπάρχει γεωργικός συνεταιρισμός και αγροτικό ιατρείο. Οι παράλιοι οικισμοί έχουν επίσης πολιτιστικούς συλλόγους που φροντίζουν για τον εξωραϊσμό των παραλιών.
Τα ήθη και έθιμα δεν παρουσιάζουν κάτι διαφορετικό απ' ό,τι γίνεται συνήθως. Ένα αποκριάτικο έθιμο που αξίζει να καταγραφεί και, από όσο ξέρω, δεν υπάρχει σε άλλους τόπους, είναι το ακόλουθο: το Σάββατο της Τυρινής όσοι είναι αρραβωνιασμένοι κερνούν χαλβά, όχι το συνηθισμένο αλλά ένα άλλο είδος χαλβά που βγαίνει μόνο τις απόκριες. Είναι ξηρός με σουσάμι και στραγάλι. Περνάει σχεδόν όλο το χωριό ντυμένο καρναβάλια - όχι με έτοιμες στολές, αλλά είτε με ό,τι παλιό έχουν στο σπίτι είτε με αντρικά ρούχα οι γυναίκες και γυναικεία οι άντρες -, από τα σπίτια των αρραβωνιασμένων, όπου κερνιούνται, χορεύουν και κάνουν διάφορα αστεία, και έπειτα μαζεύονται στα καφενεία του χωριού και γλεντάνε μέχρι το πρωί. Το βράδυ της Κυριακής καίνε στην κεντρική πλατεία του χωριού κέδρα που τα έχουν μαζέψει από προηγούμενες μέρες από τη γύρω περιοχή.
Την Καθαρά Δευτέρα σχηματίζουν διάφορες ομάδες ντυμένοι καρναβάλια, ανάλογα με το θέμα που έχουν διαλέξει, και παίζουν διάφορα σκετς που τα έχουν γράψει μόνοι τους.
Η παλιά Μελιβοία
Παλιότερα ο πληθυσμός του χωριού ξεπερνούσε τους 2.500 κατοίκους. Απ’ το 1965 ο πληθυσμός άρχισε να μειώνεται δραστικά γιατί αρκετά μεγάλος αριθμός κατοίκων μετανάστευσε στο εξωτερικό (Γερμανία, Αυστραλία, Η.Π.Α, Καναδά) και ελάχιστοι επέστρεψαν και εγκαταστάθηκαν ξανά στο χωριό. Τις τελευταίες δεκαετίες οι νεότεροι κάτοικοι εγκατέλειψαν το χωριό (εσωτερική μετανάστευση) και εγκαταστάθηκαν στις μεγάλες πόλεις, κυρίως στη Λάρισα, η οποία απέχει σχετικά λίγα χιλιόμετρα (47 χιλ.), και στην Αθήνα, που παρέχουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Είναι δε τόσο μεγάλο το κύμα αστυφιλίας τα τελευταία χρόνια, που αν επισκεφτεί κάποιος το χωριό καθημερινή ημέρα, ελάχιστους νέους θα συναντήσει. Η μεγαλύτερη ομάδα των κατοίκων είναι άτομα άνω των 50 ετών. Η Μελιβοία γνωρίζει τις παλιές της δόξες μόνο τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Τους καλοκαιρινούς μήνες το μεγαλύτερο τμήμα των κατοίκων μεταφέρεται στους παράλιους οικισμούς, όπου οι περισσότεροι έχουν ιδιοκτησίες. Οι παράλιοι οικισμοί του χωριού μάλιστα τα τελευταία χρόνια παρουσιάζουν μεγάλη τουριστική ανάπτυξη, τόσο από εσωτερικό τουρισμό όσο και από ξένους τουρίστες.
Οι κάτοικοι μιλούν κυρίως τη χαρακτηριστική διάλεκτο της Θεσσαλίας, χωρίς ιδιαίτερους ιδιωματισμούς.
Οδικά το χωριό συνδέεται με την Αγιά και τη Λάρισα που είναι το κέντρο της επαρχίας καθώς και με όλους τους παράλιους οικισμούς και τα γύρω χωριά. Θαλάσσια συγκοινωνία δεν υπάρχει. Υπάρχει μικρό λιμάνι στην Κουτσουπιά που δεν επιτρέπει προσέγγιση μεγάλων σκαφών. Παλιά υπήρχε από τη θάλασσα εμπορική συναλλαγή με τα παράλια της Μαγνησίας με καΐκια. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με την γεωργία και πολύ λίγο με την κτηνοτροφία και την αλιεία. Η ορεινή φύση του χωριού δε βοήθησε ιδιαίτερα προσοδοφόρες καλλιέργειες, γι' αυτό και δεν υπάρχει πλούτος. Τα πεδινά κτήματα είναι λίγα αναλογικά με τους κατοίκους και το γεγονός ότι οι καλλιέργειες δεν αποδίδουν ιδιαίτερα ανάγκασε τους περισσότερους κατοίκους να μεταναστεύσουν. Παλαιότερα το χωριό ασχολούνταν ιδιαίτερα με την εκτροφή μεταξοσκώληκα και ήταν από τους σημαντικούς τροφοδότες εργοστασίων μεταξιού στη Βιέννη. Σήμερα κανένας κάτοικος πλέον δεν εκτρέφει μεταξοσκώληκα. Εδώ και μερικές δεκαετίες σταμάτησαν την εκτροφή και έχουν μείνει μόνο οι μουριές, το δέντρο που με το φύλλωμα του τρέφεται ο μεταξοσκώληκας. Τώρα καλλιεργούνται κυρίως κάστανα, λίγα οπωροφόρα (κεράσια, μήλα, αχλάδια) και πολλές ελιές. Υπάρχουν μάλιστα και πέντε ελαιοτριβεία νέας τεχνολογίας που δουλεύουν από την αρχή Νοεμβρίου έως τα μέσα Φεβρουαρίου. Το χωριό προμηθεύεται κυρίως σιτηρά και χειμερινά λαχανικά ενώ προμηθεύει άλλες περιοχές με μεγάλες ποσότητες ελαιόλαδου, ελιές, οπωρικά και κάστανα. Την εποχή της συγκομιδής του κάστανου στο χωριό γίνεται πανηγύρι από τους εμπόρους και τους παραγωγούς. Ορισμένοι κάτοικοι του χωριού παράγουν σε ιδιωτικά αποστακτήρια τσίπουρο φτιαγμένο από σύκα. Ονομαστό ήταν παλαιότερα το τσίπουρο από κούμαρο που παρήγαγαν ορισμένοι κάτοικοι αλλά, επειδή είναι δύσκολη η συγκομιδή του κούμαρου, πλέον δεν παράγεται. Πολλά από τα προϊόντα πουλιούνται κυρίως στις λαϊκές αγορές της Αγιάς και της Λάρισας και τους καλοκαιρινούς μήνες στους παράλιους οικισμούς.
Στο χωριό και γύρω από αυτό υπάρχουν πολλές εκκλησίες. Στον παράλιο οικισμό της Βελίκας υπάρχει το βυζαντινό μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, που κτίστηκε επί Κομνηνών και γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη. Το μοναστήρι κάηκε επί Τουρκοκρατίας και ξανακτίστηκε. Ανασκαφές που έγιναν στο χώρο του παλιού μοναστηριού έφεραν στο φως αξιόλογα ευρήματα και νομίσματα που μαρτυρούν τον πλούτο του. Η εκκλησία που σώζεται σήμερα έχει αξιολογότατες τοιχογραφίες, αλλά πολλές εικόνες της είχαν κλαπεί πριν μερικά χρόνια. Τώρα όσες έχουν μείνει φυλάσσονται στην εκκλησία του χωριού. Στις 8 Μαΐου γινόταν σημαντική εμποροπανήγυρη. Στις περισσότερες περιοχές γύρω από το χωριό που υπάρχουν κτίσματα, υπάρχουν και εκκλησίες στις οποίες την ημέρα της γιορτής των ομωνύμων Αγίων γινόταν πανηγύρι. Αξιοπερίεργο είναι το ότι η Μελιβοία ενώ γεωγραφικά υπάγεται στο νομό Λάρισας, εκκλησιαστικά υπάγεται στη Μητρόπολη Δημητριάδος (Μαγνησίας).
Σήμερα στο χωριό λειτουργεί τετραθέσιο δημοτικό σχολείο.
Το σχολείο του χωριού
Υπάρχει πολιτιστικός σύλλογος με το όνομα "Φιλοκτήτης" και ποδοσφαιρική ομάδα με το ίδιο όνομα. Υπάρχει γεωργικός συνεταιρισμός και αγροτικό ιατρείο. Οι παράλιοι οικισμοί έχουν επίσης πολιτιστικούς συλλόγους που φροντίζουν για τον εξωραϊσμό των παραλιών.
Τα ήθη και έθιμα δεν παρουσιάζουν κάτι διαφορετικό απ' ό,τι γίνεται συνήθως. Ένα αποκριάτικο έθιμο που αξίζει να καταγραφεί και, από όσο ξέρω, δεν υπάρχει σε άλλους τόπους, είναι το ακόλουθο: το Σάββατο της Τυρινής όσοι είναι αρραβωνιασμένοι κερνούν χαλβά, όχι το συνηθισμένο αλλά ένα άλλο είδος χαλβά που βγαίνει μόνο τις απόκριες. Είναι ξηρός με σουσάμι και στραγάλι. Περνάει σχεδόν όλο το χωριό ντυμένο καρναβάλια - όχι με έτοιμες στολές, αλλά είτε με ό,τι παλιό έχουν στο σπίτι είτε με αντρικά ρούχα οι γυναίκες και γυναικεία οι άντρες -, από τα σπίτια των αρραβωνιασμένων, όπου κερνιούνται, χορεύουν και κάνουν διάφορα αστεία, και έπειτα μαζεύονται στα καφενεία του χωριού και γλεντάνε μέχρι το πρωί. Το βράδυ της Κυριακής καίνε στην κεντρική πλατεία του χωριού κέδρα που τα έχουν μαζέψει από προηγούμενες μέρες από τη γύρω περιοχή.
Την Καθαρά Δευτέρα σχηματίζουν διάφορες ομάδες ντυμένοι καρναβάλια, ανάλογα με το θέμα που έχουν διαλέξει, και παίζουν διάφορα σκετς που τα έχουν γράψει μόνοι τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου