Είχε επιτέλους επιστρέψει στη βάση
του. Πατρίδα, μωρέ, και πάλι πατρίδα! Home
sweet home!
Κάποια στιγμή πριν περίπου ένα χρόνο είχε
πάρει μια παράτολμη για τα γράδα του απόφαση. Αφού δεν του δίνεται η ευκαιρία
εδώ να βρει μια αξιοπρεπή για τα μέτρα και τα προσόντα του εργασία, θα
αναζητήσει τη τύχη του στη Γαλλία. Από μικρός πήγαινε στο Γαλλικό Ινστιτούτο
και έτσι ήταν προχωρημένος στη γλώσσα.
Κάποιος κολλητός του τον τσίγκλησε, δίνοντάς
του και την ευκαιρία
«Έλα, ρε Μπάμπη στο Παρίσι. Θα σε
φιλοξενήσω εγώ. Το σπίτι μου έχει χώρο. Θα βρεις κάποια απασχόληση για τα
στοιχειώδη σου έξοδα»
Πες-πες τελικά τον τούμπαρε. Η μάνα
του προσπάθησε να τον αποτρέψει.
«Πού πας, γιε μου, να τραβιέσαι σε
περιπέτειες; Εδώ έχεις σπίτι να κοιμηθείς, ένα πιάτο φαί να φας…»
Μα απ’ τη στιγμή που τον ζύγισε ότι
δε μπορεί να του αλλάζει γνώμη, του έδωσε μυστικά απ’ το γρουσούζη πατριό του,
κάποιες οικονομίες που είχε κρυμμένες για ώρα ανάγκης. Αυτές ήταν που του
εξασφάλισαν τα πρώτα έξοδα. Ας είναι καλά η μάνα! Στις δύσκολες στιγμές, η κυρά
Μαρία, πάντα βάζει πλάτη.
Στο Παρίσι κάθισε στο σπίτι του
Βασίλη κι από την πρώτη μέρα συζήτησε μαζί του τις πιθανές περιπτώσεις που θα
μπορούσε να απευθυνθεί. Λόγω ενός μικρού σχετικού παρελθόντος ζήτησε με email από τα κύρια κανάλια μην
τυχόν προσληφθεί ως ανταποκριτής τους στη Γαλλική πρωτεύουσα. Καμία
ανταπόκριση. Ήταν προφανές, σε φάση περικοπών, να μην υπάρξει ελπίδα. Σε
περιφερειακά κανάλια υπήρξε κάποια ανταπόκριση με την προϋπόθεση της άμισθης
προσφοράς με ασαφείς υποσχέσεις για το μέλλον αν βελτιωθούν τα πράγματα. Τζίφος
δηλαδή, αφού οι ανάγκες ήταν ζωντανές εδώ και τώρα.
Έφτασε να δουλέψει παρκαδόρος σ’
ένα γκαράζ με νυχτερινό ωράριο και λίγα μαύρα λεφτά, με τη σκέψη ότι είναι
εντελώς προσωρινό. Είχε συνάψει μια
ερωτική σχέση με μια Μαροκινή, που γνώρισε ένα μοναχικό βράδυ σε μια πλατεία.
Σχέση μόνο σαρκική -χωρίς αισθήματα εκατέρωθεν- κι άρα εκ των πραγμάτων
αδιέξοδη. Σύντομα πήρε τέλος. Στη μέση της χρονιάς άρχισε να σκέφτεται την
επιστροφή. Αφού έφαγε στη μάπα κι άλλες απογοητεύσεις το αποφάσισε ότι εδώ δεν
έχει μέλλον.
Ο φίλος του ο Βασίλης δεν μπορούσε
να τον βοηθήσει περισσότερο και κάνοντας φρικτές οικονομίες μάζεψε τα χρήματα
για το εισιτήριο της επιστροφής. Γύρισε πίσω με τη γεύση της αποτυχίας να
πλημυρίζει τη σκέψη του.
Όταν γύρισε άπρακτος στην Αθήνα ο
πατριός του έκανε κάποια ειρωνικά σχόλια και με το ζόρι κρατήθηκε να μη
χειροδικήσει μαζί του. Αντίθετα με χαρά τον υποδέχτηκε το σίγουρο στήριγμα, η
μάνα του. Ευτυχώς το σπίτι ήταν του μακαρίτη πατέρα του κι έτσι ο άθλιος
πατριός δε μπορούσε να θέσει θέμα για τη συγκατοίκηση. Αν δεν ήθελε ας πήγαινε
στο διάολο. Όμως η μάνα του τον ήθελε κι αυτόν κοντά της κι έτσι θέλοντας και
μη υπήρξε μια αμοιβαία ανοχή.
Όταν βρήκε στα γνωστά του στέκια
τις παλαιές του παρέες είδε ότι στη διάρκεια της απουσίας του πολύ μικρές
αλλαγές είχαν συμβεί. Στασιμότητα έλους. Μέσα του μια σιγανή στην αρχή φωνή
άρχισε να φωνάζει και να ζητάει εξελίξεις. Τότε κατάλαβε πλήρως ότι το να κλαις
τη μοίρα σου στο καφενείο και να αναπτύσσονται μέσα σου αντικοινωνικά αισθήματα
ο δρόμος αυτός είναι αδιέξοδο και δεν οδηγεί πουθενά. Άρχιζε να τον τριβελίζουν
οι σκέψεις
«Καλά, λύση δεν υπάρχει. Η ακινησία
θα μας οδηγήσει στο σάπισμα. Δε μπορώ ν’ αφήνω το χρόνο να περνάει
ανεκμετάλλευτος. Πρέπει να βρεθεί μια διέξοδος»
Έκανε μια αρχική συζήτηση με δυο
κολλητούς του και τους έβαλε την ιδέα να σκεφτούνε την αναζήτηση λύσης. Όταν
δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό πάει το βουνό στον Μωάμεθ. Η δουλειά δε θα έρθει να
μας βρει. Θα πάμε εμείς να την βρούμε
«Θα γίνουμε παραγωγοί ! Τι
χρειαζόμαστε ; Γη και γνώσεις. Μια ιδέα είναι να ασχοληθούμε με αρωματικά φυτά!
Αυτό είναι…»
Έπεσαν με τα μούτρα να βρουν
λύσεις. Ο ένας τους είχε κάτι χωραφάκια αφημένα δεκαετίες σε ένα χωριό στα
Τζουμέρκα κι ο άλλος ήταν μανούλα στο διαδίκτυο. Εκεί οι γνώσεις σε περιμένουν
αρκεί να τις αναζητήσεις. Ανέλαβε ενθέρμως αυτό το καθήκον. Ο Μπάμπης ήταν ο
νονός της ιδέας και συνάμα αυτός που ενέπνευσε τον ενθουσιασμό στην ομάδα. Όμως
σύντομα κατάλαβαν ότι η απόσταση ανάμεσα στα λόγια και τα έργα είναι μεγάλη.
Δεν αποθαρρύνθηκαν. Διέθεταν μεγάλα
όπλα. Νιάτα, όρεξη και τον κοινό νου. Το σχέδιο μπήκε στο αυλάκι…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου