Η θρησκευτικότητα στην εποχή των παιδικών μας χρόνων ήταν διάχυτη κι έντονη σ’ όλες της δραστηριότητες της μικρής μας κοινωνίας. Ο φόβος για την τιμωρία που μας επιφυλάσσεται, αν εκτραπούμε από το δρόμο της εκκλησίας, ήταν κυρίαρχος και μόνιμος σύντροφος στη σκέψη μας. Καθημερινό βάσανο, αλλά και προστατευτικό πέπλο. Μέτρο σύγκρισης και σημείο αναφοράς της κάθε πράξης μας.
Κάθε
σπίτι, παρά τη στενότητα του χώρου, είχε σε μια γωνιά ψηλά στον τοίχο τις εικόνες. Πάντα παρούσα η βρεφοκρατούσα
Παναγία, κυρίαρχη σε κάθε επίκληση για
βοήθεια και απάγκιο λιμάνι ελπίδας. Δίπλα της κι ο κονταροφόρος Άη Γιώργης Το
καντήλι χωρίς διακοπή ήταν αναμμένο για να υπενθυμίζει, με τ’ ασθενικό του φως,
την κυριαρχία πάνω μας της ύπαρξης του Θεού. Αυτός είναι πανταχού παρών και τα
πάντα πληρών, μπορεί να παρακολουθεί και να καταγράφει κάθε πράξη και σκέψη
μας. Συνεχής υπενθύμιση από πολλές αφορμές ότι οι άνθρωποι είμαστε φθαρτά κι
αδύνατα πλάσματα πάνω στη φύση, ότι η
ζωή μας είναι ένα πεπερασμένο πέρασμα προς την αιωνιότητα κι αναλόγως της
επίγεια συμπεριφορά μας θα αμειφθούμε με τα καλά του Παραδείσου ή αντίθετα θα
τιμωρηθούμε αιωνίως με τα αποτρόπαια βασανιστήρια της Κόλασης. Στο πυρ το
εξώτερον
Όμως μη γίνει καμιά παρεξήγηση. Αυτό δε σήμαινε ότι η ζωή μας ήταν
ανθόσπαρτη από αγιοσύνη. Κάθε άλλο. Απλώς σε κάθε ηθική μας παρεκτροπή
εισπράτταμε ατάκα κι επιτόπου την επίγεια τιμωρία των τύψεων και του φόβου των
μελλοντικών τιμωριών. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ζητούσαμε, μέσω του μυστηρίου
της εξομολόγησης, την άφεση των αμαρτημάτων μας. Εκείνη τη στιγμή στον ιερέα
ήμασταν, σχεδόν, ειλικρινείς και πάντα φοβισμένοι.
Η εκκλησία ήταν το κέντρο της ζωής μας. Τόπος κι ευκαιρία συγκέντρωσης
των ανθρώπων. Περιλάμβανε επιβλητικές για τα παιδικά μας μάτια τελετουργίες.
όμορφους ψαλμούς, το θέαμα της εποχής. Ένα μεγάλο δέλεαρ για τα παιδικά μας
μάτια ήταν οι χρυσοποίκιλτες στολές για τα παπαδάκια, οι δευτεραγωνιστικοί
ρόλοι τους στη λειτουργία, τα εξαπτέρυγα και όλα τα σχετικά της τελετουργίας.
Προσωπικά για άγνωστο λόγο ο ρόλος αυτός δεν προσέλκυσε ποτέ την προσοχή μου.
Αντίθετα μου άρεσε να στριμώχνομαι δίπλα στον αριστερό ψάλτη και να
σιγομουρμουρίζω μαζί του τις ψαλμωδίες.
Ο εκκλησιασμός πολλές φορές ήταν εμμέσως
υποχρεωτικός, αφού αρκετές Κυριακές πηγαίναμε συντεταγμένοι όλοι μαζί με το
σχολείο. Εγώ όμως πήγαινα κι αυθορμήτως μόνος μου γιατί το ένιωθα και σαν μια
κοινωνική εκδήλωση, όπου έχεις την ευκαιρία να συναντάς και να βλέπεις
ανθρώπους ντυμένους με τα «καλά» τους κι όχι με την καθημερινή εργατική φόρμα
τους. Ακόμα πρέπει ν’ ομολογήσω ότι στην εκκλησία, έστω λίγο μακριά στον
απέναντι γυναικωνίτη, σου δινόταν η σπάνια ευκαιρία να δεις όμορφες υπάρξεις
που οι γονείς τους σε άλλες στιγμές τις κράταγαν απόμακρες κρυμμένες στο στενό
οικογενειακό τους περιβάλλον.
Ήταν οι περίοδοι των νηστειών, η
σαρακοστή, οι τελετουργίες της μεγάλης εβδομάδας του Πάσχα που, στα παιδικά μου
χρόνια, ήταν κι η κυρίαρχη χριστιανική γιορτή. Το κατηχητικό που διδασκόμασταν
γνώσεις, τραγούδια και χριστιανικές συμπεριφορές. Με κάποιο, όχι ρητά
διατυπωμένο, τρόπο ήταν κι αυτό υποχρεωτικό. Δεν ήταν αυτά μόνο. Σε πάμπολλες
άλλες ευκαιρίες ο νους κι ο χρόνος μας ήταν προσηλωμένος σε θρησκευτικού
χαρακτήρα απασχολήσεις.
Πρώτον τα θαύματα ή για να είμαι πιο ακριβής κυρίως τα κατασκευασμένα
θαύματα. Έχει σχεδόν ξεχαστεί στη σημερινή πραγματικότητα η συχνή εμφάνιση της
Παναγίας, του Χριστού και διαφόρων αγίων στα τζαμλίκια σπιτιών και
καταστημάτων. Τότε η είδηση κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα με ζηλευτή ταχύτητα
και το πυκνό πλήθος συνέρρεε να δει το
θαύμα και να δοξάσει τ’ όνομα του Κυρίου. Σήμερα βεβαίως γνωρίζω, από εθελούσια
ομολογία ενός από τους δράστες, τον τρόπο που συχνά γινόντανε αυτές οι
εικονικές εμφανίσεις. Λίγο χάραγμα του επιθυμητού πλαισίου εν είδει πατικούρας
πάνω στο τζάμι και στη συνέχεια ενστάλαξη αμελητέας ποσότητας πετρελαίου ή
λαδιού. Τις περισσότερες φορές αυτές οι εμφανίσεις ερμηνεύονταν από γνώστες και
ερμηνευτές των θεϊκών εντολών σαν οι ύστατες προειδοποιήσεις του Θεού ότι
έχουμε ξεστρατίσει από τον ίσιο δρόμο. Είναι σημάδι ότι πλησιάζει η στιγμή της
κρίσης. Οπότε πλησιάζει η αμοιβή ή τιμωρία ενώπιον του φοβερού βήματος. Την
ίδια ερμηνεία έδωσε ένας γλυκύτατος γέρος θεολόγος στο σεισμό της Αθήνας το
1980. Τότε βιαστικός κι αθυρόστομος τον «έβαλα στη θέση του» λέγοντάς του το «έξυπνο»:
«Καλά, Θεός είναι αυτός ή ο εκδικητής Ζορό;»
Αμέσως δαγκώθηκα γιατί είδα πόσο πληγώθηκε ο καημένος, αλλά η ζημιά είχε
γίνει, κι ο χρόνος δε γύριζε πίσω. Δεν το είπε με κακία ο σεμνός κι αθόρυβος
άνθρωπος, ούτε από υστεροβουλία. Αυτό ήταν το πιστεύω του κι η κυρίαρχη
συνήθεια κι έπρεπε να σεβαστώ τα χρόνια του. Ποτέ ο άνθρωπος δεν αποχωρίζεται
οριστικά τα ελαττώματά του. Ενδεχομένως χάνει στη πορεία τα προτερήματα, αν κάποτε
είχε.
Στη συνέχεια αναφέρω τις ολονυχτίες που γίνονταν συχνά σε ένα από τα σπίτια
της γειτονιάς. Παραμονή μιας γιορτής ή μιας οικογενειακής επετείου. Κανονικά η
ολονυχτία έπρεπε να είναι ξαγρύπνια γεμάτη κατάνυξη, αφιερωμένη στον Άγιο με
προσευχές κι ανάγνωση σχετικών κειμένων. Στην πράξη όμως ήταν μια ακόμα
ευκαιρία για κουτσομπολιό κι ανταλλαγή πληροφοριών. Στην ξαγρύπνια υπήρχε
προσφορά κάποιου φαγώσιμου κι αυτό αποτελούσε κίνητρο συμμετοχής. Αν η επόμενη μέρα ήταν εργάσιμη αυτός που είχε
να κάνει μεροκάματο πήγαινε νωρίς και κοιμόταν. Ο περίεργος ή αργόσχολος καθόταν
μέχρι το πρωί.
Μια άλλη συχνή θρησκευτική ενασχόληση ήταν τα σημειώματα που έβρισκες
συχνά πυκνά κάτω απ’ την πόρτα σου. Τι ήταν αυτά; Χειρόγραφα, τις περισσότερες
φορές κακογραμμένα αποσπάσματα από θρησκευτικά κείμενα. Απειλητικού κι εκφοβιστικού
κυρίως περιεχομένου. Ήταν η εποχή; Ποιος, αλήθεια ήταν ο εμπνευστής αυτής της
φάμπρικας;
Πάντως όλα λειτουργούσαν πάνω στο εξής μοτίβο:
Φόβισε τον άλλο και θα παραμείνει στο μαντρί. Αποσπάσματα από την Αποκάλυψη ή
άλλο άγιο βιβλίο, πάντα όμως με το υστερόγραφο. «Κάνε δέκα αντίγραφα του
κειμένου και μοίρασε τα σε άλλα σπίτια. Αν δεν το κάνεις θα καείς στο πυρ το
εξώτερον της κολάσεως»
Στην
αρχή από τον αυθόρμητο φόβο που σου προκαλεί η απειλή του άγνωστου ακολούθησα
τη συμβουλή. Όμως μη νομίζετε ότι ήταν εύκολο να κάνεις δέκα αντίγραφα με το
χέρι. Έτσι στη συνέχεια, όταν έπεφταν εγκαίρως στα χέρια μου, τα έτρωγε ο
σκουπιδοτενεκές. Έλα όμως που τις περισσότερες φορές έπεφτε στα χέρια της θρησκόληπτης
γιαγιάς μου, της κόνα- Μαριγώς κι άντε να φέρεις αντίρρηση σε φανατικό όταν
επιπλέον αναμένεις από αυτόν κάποιο χαρτζιλίκι. Με το πέρασμα του χρόνου κόπασε
αυτή η κοπιαστική συνήθεια.
Μια άλλη ενασχόληση μας που είχε σχέση με τις
θρησκευτικές συνήθειες της εποχής ήταν και τούτη. Το Ψυχοσάββατο την αράζαμε
στην πόρτα του νεκροταφείου ή σεργιανούσαμε στα μονοπάτια του νεκροταφείου,
ανάμεσα στους τάφους όπου τότε οι περισσότεροι συγγενείς που είχαν δικούς τους
θαμμένους σ’ αυτό, κάνανε τρισάγιο στον τάφο του ζητώντας συγχώρεση για τα
αμαρτήματα του αποθανόντος. Ο παπάς του νεκροταφείου δεν προλάβαινε να πάει από
τάφο σε τάφο για να πει την παράκληση και την ευχή, παίρνοντας το αναγκαίο και
σχεδόν αναπόφευκτο ρεγάλο. Κάθε οικογένεια που είχε νεκρό ετοίμαζε το
στολισμένο δίσκο με τα κόλλυβα, ένα νόστιμο και δυσεύρετο σε άλλες περιπτώσεις
γλυκό. Πλησίαζες την πενθούσα χήρα κι έλεγες σεμνά
« Να σχωρεθούν τα πεθαμένα σας, κυρία!»
Εκείνη μ’ ένα κουτάλι σου έδινε στη χούφτα μια κουταλιά. Τις πρώτες τις
τρώγαμε κατευθείαν, αλλά μετά από πέντε έξη τις αποθηκεύαμε σε πρόχειρα χωνάκια
από εφημερίδα ή οποιοδήποτε άλλο χαρτί για αργότερα. Στον περίγυρο μας,
ευτυχώς, δε υπήρξαν περιπτώσεις δηλητηριάσεων, που σε άλλους χώρους συχνά
σημειώθηκαν.
Μεταξύ μας δεν ανταλλάσαμε κακίες. Η ατμόσφαιρα του νεκροταφείου, τα
κλάματα των συγγενών δεν άφηναν χώρο για τρέλες ή άλλες ακατάλληλες
συμπεριφορές. Το μόνο που αποτολμούσαμε ήταν ο μεταξύ μας σχολιασμός για το ποιας χήρας είναι πιο νόστιμα τα κόλλυβα και ποιας τα
χειρότερα. Ήτανε μια καλή ευκαιρία να γλυκαθεί το στοματάκι μας. Κάτι που
σήμερα δε το συναντάς. Η σημερινή αφθονία έχει καταργήσει τέτοιου είδους
ελλείψεις, αλλά και χαρές!
Άφησα τελευταίο την συμμετοχή μου για δυο σχεδόν χρόνια στη θρησκευτική
οργάνωση της Χριστιανικής αγωγής. Δυο χρόνια στην κρίσιμη εφηβική μου περίοδο,
συμμετείχα με όλη την απαιτούμενη αφοσίωση στη ζωή των «Χριστιανικών Μαθητικών
Ομάδων». Κανείς δεν με υποχρέωσε να κάνω κάτι τέτοιο, ούτε ακόμα μου το πρότεινε.
Πήγα αποκλειστικά με δική μου θέληση και πρωτοβουλία να καταναλώσω το περίσσευμα
της ενεργητικότητας που ένιωθα μέσα μου. Έχω καλές αναμνήσεις και καλούς φίλους
από αυτή την περίοδο. Την περιπέτεια αυτή της ζωής μου την έχω ιστορίσει σε μια
άλλη ευκαιρία κι εδώ δεν θα επανέλθω. Απλώς θέλω να προσθέσω δυο παρατηρήσεις.
Πρώτον, εκεί έμαθα να σέβομαι το θρησκευτικό
αίσθημα των ανθρώπων και δεύτερον εκεί πρωτοβίωσα την ευτυχία και τον εφησυχασμό
που γεύεσαι με την απόλυτη πίστη σε κάτι. Δυστυχώς αυτήν την ευτυχία δεν θα την
ξανανιώσω. Μέσα μου επικράτησε ο ορθολογισμός. Αλλά από λογική χόρτασα. Χωρίς
κιόλας να συναντήσω τις απαντήσεις στα ερωτήματα που με πύκνωναν. Μήπως η
ανυστερόβουλη πίστη είναι και το μοναδικό μονοπάτι να συναντήσεις την
πολυπόθητη ευτυχία;
Εφιαλτικό, ασφαλώς, ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Ιούνιος 2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου