Μισοκοιμισμένη, με τη τσίμπλα ακόμα
στα μάτια, μπήκε- δευτέρα πρωί με καθυστέρηση μισής ώρας- στο γραφείο του
Υπουργείου κρατώντας ένα γεμάτο ποτήρι με αφράτο φραπέ, το καλαμάκι κι ένα
ολόφρεσκο κουλούρι Θεσσαλονίκης.
«Μην της μιλάτε παιδιά, ακόμα δε
ξύπνησε»
Eίπε συνάδελφος που καθόταν στο
διπλανό γραφείο. Τράβηξε γερά μια ρουφηξιά απ’ το φραπέ και δάγκωσε με βουλιμία
το κουλούρι.
Μπροστά της η γραφομηχανή με τη σελίδα
αφημένη στη θέση της και τη λέξη ημιτελή από την περασμένη Παρασκευή, που έφυγε
σαν κυνηγημένη. Αφού πέρασε κάποιος χρόνος κι άρχισε να επικοινωνεί με το
περιβάλλον χτύπησε δυο τρία γράμματα και τακτοποιήθηκε καλύτερα στη θέση της.
Για πιο άνεση ανέβασε το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο.
Τότε από κάτω ακούστηκε μια υπόκωφη
φωνή. Το ένα μπούτι έλεγε στο άλλο
«Καλέ πού ήσουν; Απ’ την Παρασκευή
έχω να σε δω!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου