Μ’ ένα λυγμό
δέχτηκε την είδηση. Το χτύπημα ήταν βαρύ. Βλέπεις ήταν η μονάκριβη κόρη της.
Τώρα πια τίποτε δεν την κρατούσε στη ζωή. Έφερε στο μυαλό τους σημαντικούς σταθμούς της ζωής της. Τη
γλυκιά μητρική αγκαλιά, την αχνή εικόνα του πατέρα που πέθανε νωρίς απ’ την
καρδιά του, το σχολείο που πήγε, όχι πολλά, μέχρι τις πρώτες τάξεις του
γυμνάσιου, την κυρά Κατίνα που την έστειλε η μάνα της να μάθει μοδίστρα. Βλέπεις ο θάνατος του πατέρα τους άφησε
ασκέπαστους οικονομικά. Η μάνα δούλευε και το μεροκάματό της ήταν το μόνο οικογενειακό
έσοδο. Ευτυχώς είχαν το πατρικό σπίτι και αυτό τους κάλυπτε από το πρόβλημα της
στέγης. Κουτσά στραβά με το λιτό τρόπο τα έβγαζαν πέρα όλα τα χρόνια μέχρι τη
μέρα που έθαψε και τη μάνα της. Η ίδια δούλευε σε μια υφαντουργία και στις
ελεύθερες ώρες έραβε ή διόρθωνε κανένα ρούχο στη γειτονιά.
Η
υφαντουργία που δούλευε δεν άντεξε στο συναγωνισμό των επόμενων χρόνων και
άδοξα έκλεισε, αφήνοντας στο δρόμο όλους τους εργαζόμενους. Ο γάμος της που
είχε προηγηθεί ήταν μια σκέτη αποτυχία. Ο άλλος μόλις έμαθε ότι έρχεται παιδί
εξαφανίστηκε χωρίς καμιά εξήγηση Ευτυχώς από ένα σημείο και μετά της βγήκε μια
μικρή πρόωρη σύνταξη και έτσι συνέχισαν να τα γυροφέρνουν. Πούλησε και κάτι άγονα
χωραφάκια που είχε ο πατέρας της στο χωριό και η κόρη ξεπετάχτηκε.
Η κόρη, της
πρόσθεσε νέες πιο οδυνηρές λύπες. Από παιδάκι και μόλις έγινε έφηβη τα προβλήματα άρχισαν να τους
ζώνουν. Η κόρη δε συμβιβαζόταν με τη μίζερη ζωή στην οποία είχε από νωρίς
συμβιβαστεί η μάνα και γρήγορα αναζήτησε
τρόπους να μετέχει στη «μεγάλη ζωή». Με τα μικρά προσόντα, που είχε, αλλά με
μόνο εφόδιο την νεανική της φρεσκάδα μπόρεσε να δοκιμάσει μερικά από τα αγαθά
που επιθυμούσε. Όμως αυτά δε χαρίζονται. Θέλουν το αντίτιμό τους κι ενώ στην
αρχή πρόσφερε χωρίς συγκρατημό τα νιάτα της σύντομα φάνηκε ότι αυτό δε φτάνει.
Κάποιος με τα αντίστοιχα προσόντα την έβγαλε σύντομα στο κλαρί, αφού
προηγουμένως την έμπασε και στα ναρκωτικά. Ο φαύλος κύκλος της κατηφόρας την
έδεσε γερά στην πορεία προς το γκρεμό. Έμεινε μόνη κι αβοήθητη σε μια γωνιά του
δρόμου κι εκεί άφησε την τελευταία της πνοή. Όταν, τρεμάμενη και με το φόβο να
την παραλύει, η μάνα της με αστυνομική συνοδεία πήγε στο νεκροτομείο για
αναγνώριση, λίγο πριν λιποθυμήσει, είδε το άμοιρο παιδί της, θύμα των επιλογών
του.
Έπρεπε τώρα
πια να πάρει τις αποφάσεις της. Δεν έχει νόημα να συνεχίσει να ζει. Μα η σκέψη
της σταμάτησε μπρος στο δίλημμα. Έχει το δικαίωμα να αφαιρέσει μόνη τη ζωή της;
Βλέπεις ήταν και θεοφοβούμενη. Τι ψυχή θα παραδώσει όταν βρεθεί ενώπιον του κριτή της;
Έτσι άλλαξε την
αρχική παρόρμηση να δώσει η ίδια βίαιο τέλος στη ζωή της. Θα επιβάλλει την
πλήρη απομόνωση. Θα «αναχωρήσει» από την κοινωνία κλεισμένη στο σπίτι της,
ζώντας με τους όρους της μοναστικής ζωής και την αυστηρή πειθαρχία που αυτή
απαιτεί. Θα τρώει τα στοιχειώδη για να διατηρείται στη ζωή και θα προσεύχεται
ζητώντας από τον Κύριο συγχώρεση γι αυτήν και την κόρη της. Δε θα πει σε
κανέναν τίποτα. Έκοψε το τηλέφωνο. Έκλεισε την τηλεόραση και την μετέφερε στο
υπόγειο. Σε δυο συγγενείς που κάθονταν αλλού τους είπε ότι πάει στο χωριό του
πατέρα της. Θα βγαίνει αποκλειστικά και μόνο για τις λίγες προμήθειες και δε θ’
ανοίγει σε κανέναν. Οι λογαριασμοί θα έμεναν απλήρωτοι. Δεν άνοιγε φώτα κι όλοι
οι ενδιαφερόμενοι πίστεψαν ότι λείπει σε ταξίδι. Της κόψανε το φως, όχι όμως το
νερό.
Μετά απ’
έναν ολόκληρο χρόνο ένας περίεργος γείτονας παραπονέθηκε για την άσχημη μυρωδιά
που έβγαινε από το σπίτι της. Όταν παρά τα παρατεταμένα χτυπήματα δεν υπήρξε
καμιά ανταπόκριση, παραβιάστηκε από την Αστυνομία, που εντωμεταξύ είχε
ειδοποιηθεί, η πόρτα και στη κρεβατοκάμαρα βρέθηκε ένα σκελετωμένο πτώμα σε
αποσύνθεση. Δύσκολα αναγνωρίστηκε από τους περίοικους και η τραγική υπόθεση
έκλεισε χωρίς να ακουστεί τίποτα περισσότερο.
2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου