Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017




Στιλβωτές υποδημάτων (λούστροι) της προπολεμικής Λαμίας



“… στο δρόμο, οκτώ χρονών παιδί, το ορφανό, τα ’χε χαμένα. Βρέθηκε ένας Χριστιανός και του λέει «έλα δω ρε, να σε μάθω να γυαλίζεις παπούτσια» και τον πήγε σ’ ένα μαραγκό, έδωσε ενάμιση κατοστάρικο, του έφτιαξε κασελάκι, του πήρε βερνίκια και τον αμόλυσε :  «Άμα έχεις μυαλό κάτι θα κάνεις …»”.

Νίκου Τσιφόρου,Τα παιδιά της πιάτσας”, σ. 351, Αθήνα, 1976.





1.      Ανάγκη και επάγγελμα

   Οι δρόμοι και οι πλατείες[1][1] της Λαμίας αλλά και όλου του νομού στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα ήταν με χώμα, ενώ αρκετοί δρόμοι ήταν στενοί και χωρίς πεζοδρόμια. Από τη σκόνη, το νερό της βροχής και τις λάσπες τα παπούτσια λερώνονταν. Επιπλέον, τα παπούτσια στα χρόνια εκείνα γίνονταν με παραγγελία (δεν υπήρχαν έτοιμα στα καταστήματα) και είχαν σημαντικό κόστος. Δύσκολα οι άνθρωποι της εποχής εκείνης είχαν δύο ζευγάρια[1][2] παπούτσια.

   Το νέο και συχνό βάψιμο και γυάλισμα των παπουτσιών ήταν απαραίτητο, ώστε να αντέξουν περισσότερο χρόνο και να δείχνουν όμορφα. Για τους άνδρες που έβγαιναν “στην πιάτσα” και στις κοινωνικές συναναστροφές τους τα μαύρα ή καφέ δερμάτινα παπούτσια ή σκαρπίνια έπρεπε πάντα να είναι λουστραρισμένα[1][3] και να δείχνουν στο μάτι.

   Την υπηρεσία αυτή ανέλαβαν οι στιλβωτές ή όπως επικράτησε στον κόσμο οι “λούστροι”. Ένα επάγγελμα της πόλης, που κάλυψε αυτή την ανάγκη και σε κάποιους ανθρώπους έδωσε ένα μικρό  αλλά τίμιο εισόδημα για να ζήσει η οικογένειά τους.





2.     Οι άνθρωποι της δουλειάς

   Η λέξη “λούστρος” προήλθε από την ιταλική λέξη lustro, που σημαίνει «λάμψη». Η ίδια λέξη χρησιμοποιείται και για την ουσία (το βερνίκι) επάλειψης και στίλβωσης (γυάλισμα) της επιφάνειας. Τα μικρότερης ηλικίας άτομα, τα λέγανε λουστράκια.

Ένας λουστράκος

  Ήταν φτωχοί άνθρωποι, συνήθως αγράμματοι, που προήλθαν από τη συνοικία των Αγίων Θεοδώρων της Λαμίας (Σλα Μαχαλά), αλλά και κάποιοι που ήρθαν από ορεινές και άγονες περιοχές ή χωριά στην πόλη, αναζητώντας καλύτερη τύχη. Άνθρωποι εργατικοί και έντιμοι επαγγελματίες οι περισσότεροι.

   Υπήρχαν λούστροι σταθερής θέσης και πλανόδιοι. Στην ανατολική πλευρά[1][4] του Σταροπάζαρου (όπως έλεγαν παλιά την πλατεία Πάρκου) είχαν 4-5 σταθερές θέσεις (τις βροχερές μέρες στεγάζονταν απέναντι, κάτω απ’ τις μαρκίζες των καταστημάτων). Αντίστοιχα υπήρχαν και στην πλατεία Λαού με τα κασελάκια στη σειρά μπροστά στα καφενεία (π.χ. είχαν στέκι ο Δημ Γουλόπουλος, ο Κόγιας, κ.ά.). Όταν γινόταν το παζάρι στην πλατεία Πάρκου, με τις παράγκες, τότε ανάγκαζαν τους λούστρους να φύγουν. Αυτοί υπερασπίζονταν το δικαίωμα στο χώρο και γίνονταν μεγάλοι καβγάδες. Έβαζαν κάποιους να μεσολαβήσουν στο δήμαρχο και τελικά τους άφηναν ένα μικρό χώρο για τα κασελάκια.

   Υπήρχαν οι νόμιμοι και οι παράνομοι. Οι πρώτοι είχαν άδεια άσκησης επαγγέλματος. Οι πλανόδιοι ήταν χωρίς άδεια, γι’  αυτό όταν έβλεπαν χωροφύλακα το “έβαζαν στα πόδια” μαζί με τα σύνεργα της δουλειάς τους.

   Στο πόστο τους ήταν πάντα σταθεροί. Διεκδικούσαν τη θέση τους κι αν εμφανιζόταν κάποιος άλλος τότε τον έδιωχναν. Με βάση τον άγραφο νόμο της πιάτσας είχαν δικαιώματα στο επιλεγμένο σημείο κι άλλος λούστρος δε μπορούσε να το χρησιμοποιήσει πέραν αυτού. Οι πλανόδιοι πήγαιναν σε μέρη όπου σύχναζε κόσμος (σταθμούς λεωφορείων, τραίνου, πλατείες Λαού και Πάρκου κυρίως, καφενεία, κ.ά.).

   Μια από τις πρώτες δουλειές των χωρικών και γενικά των επισκεπτών, για δουλειές στην πόλη μας, ήταν και το βάψιμο των παπουτσιών, μέχρι και την επόμενη επίσκεψή τους. Οι λούστροι γνώριζαν τους περισσότερους στα χρόνια εκείνα και ειδικά ήξεραν τις προτιμήσεις των πελατών τους.

   Στην κοινωνική διαστρωμάτωση η θέση του λούστρου θεωρούνταν κοινωνικά υποδεέστερη[1][5]. Η προπολεμική κοινωνία κατέτασσε άτυπα τους λούστρους και τους τσιγγάνους (γύφτους) στο τέλος της κοινωνικής κλίμακας. Βέβαια το επάγγελμα ήταν ταπεινό από τη φύση του, ο λούστρος όσο διαρκούσε η δουλειά του δεν κοιτούσε ψηλά στον πελάτη, εκτός αν ήταν ανάγκη να του πει κάτι.

   Η απειλή που διατύπωνε κάποιος πατέρας στο μαθητή - γιο του τότε ήταν: “Αν δεν παίρνεις τα Γράμματα, θα πας να γίνεις λούστρος”, αναγκάζοντάς τον να προκόψει και να διακριθεί στα γράμματα. Αρκετές φορές η λέξη “λούστρος” χρησιμοποιούνταν και σαν βρισιά[1][6]: “Ρε λούστρο” ή “είσαι λούστρος”.





Τα σύνεργα της δουλειάς
Όμορφο κασελάκι με σκαμνί

   Όλος ο εξοπλισμός και τα απαραίτητα υλικά και εργαλεία της δουλειάς τους ήταν μέσα στο “κασελάκι” τους. Ήταν ένα κουτί, συνήθως ξύλινο και συχνά διακοσμημένο με φύλλα από μπρούντζο σε διάφορα σχέδια. Είχε συρτάρια για τις βαφές (βερνίκια) και τα πανιά γυαλίσματος. Στα πλαϊνά είχε θήκες για τις βούρτσες βαψίματος και γυαλίσματος. Στη μέση της επάνω πλευράς του είχε το πάτημα (μεταλλικό ή ξύλινο), όπου ο πελάτης στήριζε το παπούτσι του για βάψιμο. Για τη μεταφορά του, το “κασελάκι” είχε έναν μακρύ ιμάντα που τον περνούσε στον ώμο του. Ορισμένα απ’ αυτά ήταν αληθινά κομψοτεχνήματα.

  Αυτό ήταν όλη η περιουσία τους. Συνοδευόταν από το αναγκαίο χαμηλό σκαμνί.





4.    Επί το έργον

   Καθισμένος στο χαμηλό σκαμνάκι ο λούστρος περίμενε υπομονετικά. Για να προσελκύσει[1][7] τους πελάτες χτύπαγε ρυθμικά το κασελάκι, με μια βούρτσα. Ο πελάτης πλησίαζε κι άπλωνε, όπως ήταν όρθιος, πρώτα το δεξί πόδι πάνω στην ειδική μεταλλική βάση της κασέλας. Έτσι άρχισε η “ιεροτελεστία” του βαψίματος.

Στιλβωτής σε ώρα
εργασίας

   Ο λούστρος δίπλωνε το μπατζάκι του πελάτη για να μη λερωθεί και έχωνε χαρτόνια από κουτιά τσιγάρων στα πλάγια, ώστε να προστατέψει την κάλτσα. Ξεσκόνιζε με μια βούρτσα το παπούτσι, έβαζε λίγη αλοιφή από το μπουκαλάκι με το κατάλληλο χρώμα, και την άπλωνε παντού με τη βούρτσα βαψίματος.

   Με ελαφρύ κτύπημα της βούρτσας στο παπούτσι έδινε το σύνθημα στον πελάτη να αλλάξει πόδι. Επαναλάμβανε την ίδια διαδικασία. Μετά επέστρεφε στο πρώτο παπούτσι για να του δώσει το τελικό γυάλισμα με άλλες βούρτσες γυαλίσματος. Με πανί (μάλλινο ή βελούδο) και με ειδική αλοιφή, ολοκλήρωνε το γυάλισμα το «ευρωπαϊκό» όπως το έλεγαν, που έκανε “καθρέφτη” το παπούτσι, μαζί με την ευχή του λούστρου, γνήσια και εγκάρδια, στον πελάτη του:

   - Με τις υγείες σας”!

   Στα μεταπολεμικά χρόνια (δεκαετία 1950-1960) για βάψιμο-γυάλισμα έπαιρναν 1,5 δραχ. Με 10 και πλέον πελάτες έπαιρναν ένα καλό μεροκάματο.

   Όταν κουράζονταν καθισμένοι στο σκαμνί τους χωρίς δουλειά, μερικοί λούστροι γίνονταν και πλανόδιοι. Περνούσαν από τα καφενεία κυρίως όπου σύχναζαν οι μάγκες, που φορούσαν σκαρπίνια. Ο πελάτης του καφενείου τότε, με ένα νεύμα του, τον καλούσε για λουστράρισμα, ενώ ο ίδιος έπινε τον ελληνικό καφέ του, διαβάζοντας την εφημερίδα του. Όσο φτωχός κι αν ήταν ο πελάτης έδειχνε “άρχοντας” στη διάρκεια του λουστραρίσματος κυρίως στο καφενείο όπου οι άλλοι τον έβλεπαν, έστω για λίγα λεπτά.

   Για αύξηση της πελατείας κάποιοι εύρισκαν έξυπνα τεχνάσματα. Ο Νίκος Τσιφόρος[1][8] στα “Παιδιά της πιάτσας” αναφέρει έναν τρόπο :



“… μ’ ένα παλιοσιδεράκι και δώστου-δώστου, ξεκόλλαγε μια πλάκα από το πεζοδρόμιο. Έβαζε από κάτω νερό κι ένα πετραδάκι για να μπαλαντζάρη η πλάκα και να μη φαίνεται. Ερχότανε ο περαστικός, πάταγε την πλάκα, πεταγότανε το νερό, του πιτσίλιζε παπούτσια και παντελόνι, τον έκανε μαντάρα. Πώς να βολευτή, εύρισκε πιο εκεί το λουστράκι «φτιάχτα και γυάλιστα» …”.





5.     Οι λούστροι της προπολεμικής Λαμίας


Περιμένοντας τον πελάτη

   Οι κάτοικοι της συνοικίας των Αγίων Θεοδώρων (ιστορικά Σλα μαχαλάς, ή κοινά Γύφτικα)  ήταν πάντα μικροαστοί ή μάλλον οικονομικά και κοινωνικά προλετάριοι. Στην πλειοψηφία ήταν εργάτες, όπως και οι γονείς τους. Το σχολείο, το άφηναν πολύ νωρίς (ή δεν πήγαιναν καθόλου) για τη βιοπάλη.



   Άνθρωποι ζεστοί, ανοιχτόκαρδοι, φιλότιμοι, καθαροί και γελαστοί, παρά τα οικογενειακά φορτία, τους θανάτους παιδιών από ασθένειες και τα - μονίμως - λειψά οικονομικά.

   Έκαναν οποιαδήποτε δουλειά για να ζήσουν. Τους έδιναν τις δύσκολες, τις βαριές και ανθυγιεινές δουλειές, όπως του αχθοφόρου, του οδοκαθαριστή, του εκδοροσφαγέα, κ.ά., που τις αναλάμβαναν αγόγγυστα, αφού έτσι έβγαινε το μεροκάματο.



   Τρία άτομα άσκησαν το ταπεινό αλλά τίμιο επάγγελμα του στιλβωτή, όπως γραφόταν τότε. Αυτοί ήταν :








   Οι δύο ήταν Λαμιώτες, ενώ ο Ιωάν. Αναγνωστόπουλος καταγόταν απ’ το Αμούρι. Όπως αμέσως φαίνεται από τον πίνακα, δεν έζησαν πολλά χρόνια. Ο μέσος όρος ζωής τους ήταν 37 χρόνια!

   Από την ενορία του Ι. Ν. της Παναγίας Δέσποινας, όπου διέμεναν πολλοί εργάτες, αγρότες, κτηνοτρόφοι και επαγγελματίες, έχουμε έναν ακόμη λούστρο της Λαμίας. Επιπλέον ξέρουμε γι’ αυτόν ότι ήταν παντρεμένος. Οι σκληρές συνθήκες εργασίας όμως, συντόμευσαν τα χρόνια ζωής του.






   Στην ενορία του Ι. Ν. της Ευαγγελίστριας διέμενε και καταγράφηκε ένας ακόμα Λαμιώτης στιλβωτής. Πέθανε σε πρώιμη ηλικία στα σκληρά χρόνια της Κατοχής. Τα επιπλέον στοιχεία του δίνονται :






   Στις άλλες ενορίες δεν καταγράφηκαν στιλβωτές, προφανώς επειδή προέρχονταν από άλλους τόπους και τελεύτησαν εκεί. Πάντως[1][9] ο αριθμός τους ήταν μικρός.

   Στις περισσότερες πόλεις οι στιλβωτές δεν είχαν σωματείο. Αντίθετα στη Λαμία, το 1926 ίδρυσαν το Σύλλογο Στιλβωτών Λαμίας. Όπως συνήθιζαν τότε όλα τα Σωματεία, έτσι και οι Στιλβωτές είχαν δικό τους λάβαρο (δηλ. την ελληνική σημαία) που είχε επάνω της τον άγιο του σωματείου. Το 1933, στη γιορτή του Αγίου Παντελεήμονος (28 Ιουλίου), πήγαν (για πρώτη φορά) ομαδικά με τις οικογένειές τους στο Ναό των Αγίων Θεοδώρων και εκκλησιάσθηκαν[1][10], ακολουθώντας τη σημαία που κρατούσε προπορευόμενος φουστανελοφόρος.

   Τις επόμενες δεκαετίες παρέμειναν μορφές μοναχικές, χωρίς επαγγελματική εκπροσώπηση, ατόνησε κι έπαψε η οργάνωσή τους και βέβαια δεν μπορούμε να μιλήσουμε για συνδικαλισμό.





6.    Επιλεγόμενα

   Τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αι., περίπου μισό εκατομμύριο Έλληνες μετανάστευσαν για εργασία στην Αμερική (ΗΠΑ). Εκτός από τη σωματική ικανότητα δεν διέθεταν άλλα προσόντα (λίγοι ήταν τεχνίτες). Έτσι αναλάμβαναν σκληρές και ανθυγιεινές εργασίες. Αρκετοί έγιναν λούστροι (στο βορρά, οι περισσότεροι λούστροι ήταν Έλληνες).

   Τα χρόνια που ακολούθησαν, στα μεταπολεμικά χρόνια, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου του ελληνικού λαού και τα προϊόντα της τεχνολογίας (σπρέι βαφής, αυτόματα γυαλιστικά, κλπ.) υποκατέστησαν το επάγγελμα του στιλβωτή. Παράλληλα όμως άνοιξαν - λίγα σε αριθμό – στιλβωτήρια[1][11] στη Λαμία, όπου έκαναν και αλλαγές βαφής σε παπούτσια.

   Τα σημερινά συνηθισμένα παπούτσια (κυρίως σπορ, αθλητικά και πλαστικοποιημένα) δεν χρειάζονται βάψιμο και λουστράρισμα. Η ανάγκη παραμένει για τα επίσημα (μαύρα ή καφέ) δερμάτινα παπούτσια, που αναζητά τη γοητεία της “ιεροτελεστίας” που δίνει ο λούστρος στο κασελάκι του.

   Στη Γουώλ Στριτ[1][12] (Wall Street) με τους χρηματιστές των γραφείων μεγάλων εταιρειών, οι στιλβωτές παπουτσιών επέστρεψαν! Τα γραφεία επισκέπτονται στιλβωτές με τιμές από 6-10 δολάρια. Ο νέος τρόπος[1][13] (αποφεύγοντας τις διαρροές μυστικών) είναι ένστολοι στιλβωτές μαζεύουν τα παπούτσια και τα φέρνουν στο στιλβωτήριο για γυάλισμα, οπότε οι χρηματιστές δουλεύουν κυκλοφορώντας με τις κάλτσες!

   Στα χρόνια της Κατοχής κάποιοι στιλβωτές έβαψαν άρβυλα ανταρτών, στρατιωτών, Ιταλών, Γερμανών και Εγγλέζων. Μια ιδιότυπη μορφή αντίστασης έκανε ένας πατριώτης λούστρος[1][14] στο Ναύπλιο. Γυάλισε τις αρβύλες μερικών ναζί με υγρά μπαταρίας αυτοκινήτου και τις κατέστρεψε. Όμως μια φορά τον κατάλαβε ένας Γερμανός και τού έσπασε το κασελάκι και το πέταξε στη θάλασσα, στον ίδιον δε έριξε κάτι γερές κλωτσιές που κόντεψε να του σπάσει τα κόκαλα.

   Η εγκάρδια θερμή ευχή του καλού ανθρώπου και στιλβωτή (ή λούστρου χωρίς καμία μειωτική έννοια) μετά το τέλος της εργασίας του προς τον πελάτη ας συνοδεύει όλους :

   - Με τις υγείες σας”!



                                  Κωνσταντίνος Αθ. Μπαλωμένος

                                             φυσικός





Αναφορές - Βιβλιογραφία



1.       Βιβλία Ιερών Ναών της Λαμίας

2.      εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, 1927, 1933, Λαμία.

3.      εφ. ΕΘΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ, 1965, Λαμία.

4.      Νίκου Τσιφόρου : “Τα παιδιά της πιάτσας”, 1976, Αθήνα.

5.      Ιστοσελίδα http://www.konios.gr/

6.      Ιστοσελίδα  http://www.eglimatikotita.gr/

7.      Ιστοσελίδα www.travelpaths.gr/

8.     Ιστοσελίδα http://www.patris.gr/

9.      Ιστοσελίδα http://news.kathimerini.gr





--------------------------------------------------------

Δημοσιεύτηκε στην εφ. “ΛΑΜΙΑΚΟΣ ΤΥΠΟΣ”, φ. 20509, Παρασκευή 13 Δεκ. 2013, Λαμία.



       ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ



[1][1] Η στρώση της πλατείας Ελευθερίας της Λαμίας από μπετόν και η πισσόστρωση της πλατείας Σιταγοράς (σήμερα Πάρκου) αποφασίστηκε το 1927. (εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, φ. 2, 13-11-1927, Λαμία)

[1][2] Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που είχαν ένα  και μοναδικό ζευγάρι, καθημερινό και επίσημο (Κυριακάτικο).

[1][3] τα λέγανε και λουστρίνια, επειδή το δέρμα από το λούστρο γινόταν γυαλιστερό.

[1][4] Εκδόθηκε και μεταγενέστερη αστυνομική διάταξη “Περί εξασκήσεως του επαγγέλματος Στιλβωτού” με αριθ. 8/β’/26-1-1965, όπου υποχρεώνει τους στιλβωτές της Λαμίας στην ανατολική πλευρά της πλατείας Βασ. Κωνσταντίνου, σε μόνιμες θέσεις, όπως και στον υπόλοιπο νομό, απαγορεύοντας τη μετακίνηση με ποινή την αφαίρεση της άδειας άσκησης επαγγέλματος. (εφ. ΕΘΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ, 25-2-1965, Λαμία)

[1][5] Όσο φτωχή κι αν ήταν εκείνα τα χρόνια η υπόλοιπη κοινωνία, δεν έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση για τους λούστρους. Κοινωνική σκληρότητα.

[1][6] Στη σύγχρονη γλώσσα διατηρήθηκε ως μειωτικός και υβριστικός χαρακτηρισμός.

[1][7] Μεταγενέστερα, μερικοί λούστροι έκαναν επίδειξη της δεξιοτεχνίας τους στο κοινό, πετώντας τις βούρτσες στριφογυριστά στον αέρα, ή τις χτυπούσαν ρυθμικά στο κασελάκι.

[1][8] Νίκου Τσιφόρου : “Τα παιδιά της πιάτσας”, σ. 347, Αθήνα, 1976.

[1][9] Το 1920 η Λαμία είχε πληθυσμό 11.380 κατοίκους.

[1][10] εφ. Η ΕΠΑΡΧΙΑ, φ. 691, σ. 1, 29-7-1933, Λαμία

[1][11] Ένα ήταν στην οδό Ρήγα Φεραίου (γωνία με οδό Αινιάνων) κατά τη δεκαετία 1960-70.

[1][12] Αναδημοσίευση είδησης από την εφ. The New York Times”, στο Διαδίκτυο στις 27-8-2013.

[1][13] Από την εταιρία Goldman Sachs.

[1][14] λεγόταν Μάρκος Αράπογλου, από το Ναύπλιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου