Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2017








Εδώ και λίγες μέρες γίνονται όμορφες αναρτήσεις σε αγαπημένους ιστότοπους γύρω από το θέμα της σημασίας που έχει για τα παιδιά του Δημοτικού το πρόσωπο της δασκάλας ή του δασκάλου. Διάβασα μέσα από το Μικροί Μεγάλοι  την ανάρτηση του ιστολογίου Άμπρα Κατάμπρα  όπου η  Άννα, δασκάλα η ίδια,   περιγράφει ένα περιστατικό με ένα μαθητή να της λέει «o μπαμπάς και η μαμά είπαν πως αυτά που είπατε είναι βλακείες …» και εξηγεί γιατί αυτού του είδους η συμπεριφορά των γονιών είναι λανθασμένη. Στον αντίποδα αυτού, η Corfumum δηλώνει στο μπλογκ της συγκινημένη από τη στάση της κορούλας της, που υπερασπίστηκε με ζήλο το δίκιο της δασκάλας της και δεν άφησε περιθώρια αμφισβήτησης του προσώπου της από τη μαμά.

Όλα αυτά παίρνουν μια νέα διάσταση με τη βοήθεια της λογοτεχνίας, που μας μεταφέρει κάπου στην αρχή του περασμένου αιώνα και μας θυμίζει μια άλλη εποχή, με αυταρχικές παιδαγωγικές μεθόδους αλλά και λαχτάρα για μάθηση, δίψα για γνώση και σεβασμό  στο σχολείο, παρά την αυστηρότητα και τους περιορισμούς. Μοιράζομαι μαζί σας ένα  συναρπαστικό  απόσπασμα από το Αναφορά στο Γκρέκο του Νίκου Καζαντζάκη, στο οποίο ο μεγαλύτερος των συγγραφέων μας περιγράφει την πρώτη του μέρα στο σχολειό, τη γνωριμία του με το δάσκαλο και ένα περιστατικό που  σφράγισε στο νου του την …απόλυτη επικράτηση της πατρικής φιγούρας έναντι του δασκάλου:

H καθιερωμένη αναμνηστική φωτογραφία για τους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Λιδωρικίου, σχολική χρονιά 1925-26.

Νίκος Καζαντζάκης, [Πρώτη μέρα στο σχολείο με τον πατέρα]

Με τα μαγικά πάντα μάτια, με το πολύβουο, γεμάτο μέλι και μέλισσες μυαλό, μ’ έναν κόκκινο μάλλινο σκούφο στο κεφάλι και τσαρουχάκια με κόκκινες φούντες στα πόδια, ένα πρωί κίνησα για το σχολείο, μισό χαρούμενος, μισό αλαφιασμένος, και με κρατούσε ο πατέρας μου από το χέρι. Η μητέρα μου είχε δώσει ένα κλωνί βασιλικό, να τον μυρίζομαι, λέει, να παίρνω κουράγιο, και μου κρέμασε το χρυσό σταυρουλάκι της βάφτισής μου στο λαιμό.
– Με την ευχή του Θεού και με την ευχή μου… μουρμούρισε και με κοίταξε με καμάρι.

Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγάρι
κι ένιωθα μέσα μου περφάνια και φόβο, μα το χέρι μου ήταν βαθιά σφηνωμένο στη χούφτα του πατέρα μου κι αντρειευόμουν. Πηγαίναμε, πηγαίναμε, περάσαμε τα στενά σοκάκια, φτάσαμε στην εκκλησιά του Αϊ- Μηνά, στρίψαμε, μπήκαμε σ’ ένα παλιό χτίρι, με μια φαρδιά αυλή, με τέσσερις μεγάλες κάμαρες στις γωνιές κι ένα κατασκονισμένο πλατάνι στη μέση. Κοντοστάθηκα, δείλιασα, το χέρι μου άρχισε να τρέμει μέσα στη μεγάλη ζεστή χούφτα.

Ο πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάιδεψε. Τινάχτηκα, ποτέ δε θυμόμουν να μ’ είχε χαϊδέψει. Σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηξε πίσω το χέρι του:
– Εδώ θα μάθεις γράμματα, είπε, να γίνεις άνθρωπος. Κάμε το σταυρό σου.

Ο δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι, κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα, μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο.
– Ετούτος είναι ο γιος μου, του ‘πε ο πατέρας μου.
Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη χούφτα του και με παράδωσε στο δάσκαλο.
– Το κρέας δικό σου, του ‘πε, τα κόκαλα δικά μου, μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο.
– Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη, έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα.

Μια μέρα που κάναμε Ιερά Ιστορία φτάσαμε στον Ησαύ που πούλησε στον Ιακώβ τα πρωτοτόκια του για ένα πιάτο φακή. Το μεσημέρι, γυρίζοντας στο σπίτι, ρώτησα τον πατέρα μου τι θα πει πρωτοτόκια. Έβηξε, έξυσε το κεφάλι.
– Πήγαινε να φωνάξεις το θείο σου το Νικολάκη.
Είχε βγάλει το Δημοτικό ο θείος μου αυτός, ήταν ο πιο γραμματισμένος της οικογένειας, αδερφός της μητέρας μου. Κοντορεβιθούλης, φαλακρός, με μεγάλα μάτια φοβισμένα, με τεράστια χέρια, όλο τρίχες.
– Έλα εδώ, του’ πε ο πατέρας μου ως τον είδε, του λόγου σου που σπούδασες, εξήγα!
Έσκυψαν κι οι δυο τους απάνω στο  βιβλίο, έκαμαν συμβούλιο.
– Πρωτοτόκια θα πει κυνηγετική στολή, είπε ύστερα από πολλή σκέψη ο πατέρας μου.
Ο θείος κούνησε το κεφάλι:
– Θαρρώ θα πει τουφέκι, αντιμίλησε μα η φωνή του έτρεμε.
– Κυνηγετική στολή, βρουχήθηκε ο πατέρας μου.
Μάζεψε τα φρύδια του, κι ο θείος μου λούφαξε.
Την άλλη μέρα ο δάσκαλος ρωτάει:
– Τι θα πει πρωτοτόκια;
Πετάχτηκα:
– Κυνηγετική στολή!
– Τι ανοησίες είναι αυτές; Ποιος αγράμματος σου τις είπε;
– Ο πατέρας μου!
Ο δάσκαλος ζάρωσε, τον  φοβόταν κι αυτός τον πατέρα μου. Πού να του φέρει αντίρρηση!

(απόσπασμα από το Αναφορά στο Γκρέκο)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου