Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2017


Όταν έγινα δάσκαλος
Μια συγκλονιστική ανθρώπινη ιστορία στα χρόνια του Εμφυλίου
Αυτό είναι το “σχολείο” που δίδαξε ο Θωμάς Μπαρμπαγιάννης.
του ΘΩΜΑ ΣΙΔΕΡΗ
Η περίπτωση του Θωμά Μπαρμπαγιάννη είναι μοναδική. Εκείνα τα πέτρινα μεταπολεμικά χρόνια σ’ ένα χωριό φτωχό, ταχύ και άγονο, όπως τα περισσότερα της Μάνης, πήρε την απόφαση ν’ ανοίξει μόνος του το δημοτικό σχολείο και να φωνάξει τα παιδιά του χωριού να τους κάνει μάθημα σε μια αίθουσα, που δεν ήταν ακριβώς αίθουσα αλλά το δωμάτιο ενός σπιτιού. Δήλωσαν «παρών» πάνω από 120 μαθητές, πολλοί μάλιστα ήταν μεγαλύτεροι απ’ αυτόν. Ύστερα, για τυπικούς λόγους, ζήτησε και έλαβε την προφορική άδεια του διευθυντή πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης που έδρευε στο Γύθειο. Στις πρώτες εξετάσεις που έγιναν στο σχολείο, μαζί με τους μαθητές πήρε απολυτήριο δημοτικού και ο δάσκαλος.
Η κουβέντα με τον Θωμά Μπαρμπαγιάννη περιέχεται στο βιβλίο “Το Απουσιολόγιο του Χρόνου”, εκδ. “Μ. Γκιούρδας”, 2010
Από πού κατάγεστε;
Εγώ κατάγομαι από την ανατολική Μάνη. Το χωριό το δικό μου, εκεί δηλαδή που γεννήθηκα, λέγεται Άγιος Νικόλαος. Άλλοι το λένε Κάτω Παχιάνικα. Βρίσκεται μεταξύ Κότρωνα και Λάγιας, προς τον Λακωνικό Κόλπο. Το κέντρο όμως ήτανε η Κοκκάλα, η πιο μεγάλη κοινότητα της περιοχής. Επειδή ήτανε παραλιακό μέρος, όλοι φεύγανε από τα ορεινά και πηγαίνανε εκεί. Εκεί πήγαμε κι εμείς για να μείνουμε.
Πώς ήταν η ζωή αμέσως μετά τον πόλεμο;
Ο πόλεμος τέλειωσε το ’44, αλλά πριν προλάβουμε να πούμε «δόξα σοι ο θεός», ήρθε ο Εμφύλιος. Υποφέραμε, δεν είχαμε στον ήλιο μοίρα. Αλλά το χειρότερο είναι ότι στο μέρος που είμαστε δεν είχαμε καμιά επαφή με την υπόλοιπη Ελλάδα. Κάτι καϊκάκια πήγαιναν πού και πού στο Γύθειο. Όταν όμως έπιανε φουρτούνα, δεν πηγαίνανε ούτε κει… Εκείνη την εποχή πεθαίνανε πολλές γυναίκες πάνω στη γέννα. Δεν υπήρχε γιατρός, δεν υπήρχε τίποτα. Στις αρχές του ‘5οβάλανε βαπόρια που έκαναν το δρομολόγιο μέχρι τον Πειραιά και ξανά πάλι πίσω. Αλλά τι να το κάνεις τότε… Ο κόσμος είχε αρχίσει να φεύγει από τα χωριά. Φύγανε πολλοί…
Υπήρχαν πολλά παιδιά στην Κοκκάλα και στα γύρω χωριά;
Υπήρχανε πάρα πολλά. Και αγόρια και κορίτσια. Κάθε οικογένεια είχε κι εφτά κι οχτώ κι εννιά παιδιά. Μόλις μεγαλώνανε, μπαίνανε στο καράβι και φεύγανε. Τώρα δεν υπάρχουνε παιδιά στο χωριό μου.
Θυμάστε τον δάσκαλο που είχατε;
Πώς δεν το θυμάμαι! Λεγόταν Μελάς Γεώργιος. Δεν ξέρω αν
είχε τελειώσει Παιδαγωγική Ακαδημία ή κάποια άλλη σχολή. Νομίζω ότι τότε υπήρχε και η Ριζάρειος που έβγαζε δασκάλους. Ήτανε καλός δάσκαλος. Και αυστηρός.
Γιατί τον λέτε αυστηρό;
Θυμάμαι ότι έδερνε πολύ τα ανίψια του. Είχε δυο ανίψια, τον Τάκη και τον Γιώργο. Όταν δεν ξέρανε μάθημα, τους έριχνε πολύ ξύλο. Πριν απ’ αυτόν ήτανε ένας άλλος δάσκαλος, ο Γεωργιάκος. Αυτός ήτανε ακόμα πιο αυστηρός. Αυτός θυμάμαι ότι έδερνε περισσότερο τον γιο του. Ο μαυροπίνακας είχε χωρίσει στα δυο από το κεφάλι του γιου του, όταν δεν ήξερε να πει το μάθημα. Ο γιος του όταν μεγάλωσε έγινε γιατρός, λαρυγγολόγος. Ήτανε μάλιστα και διευθυντής στο Κρατικό Νοσοκομείο της Νίκαιας. Αυτός ο δάσκαλος έκανε και κάτι άλλο. Όσα παιδιά έρχονταν αδιάβαστα, τα άφηνε νηστικά το μεσημέρι.
Είχατε βιβλία;
Δεν είχαμε ούτε τετράδια. Τα βιβλία ήτανε μεταχειρισμένα και δεν είχαν όλοι. Είμαστε πολύ φτωχοί. Αλλά τα γράμματα τα παίρναμε. Πέρα όμως από την ανάγνωση, τη γραφή και την αριθμητική, δεν ξέραμε τίποτα άλλο. Είχαμε μικρό κοινωνικό ορίζοντα και δεν είχαμε κάποια εγκυκλοπαιδική μόρφωση.
Πώς ήταν το σχολείο που πηγαίνατε;
Ήτανε σπίτι. Ανήκε στον Δημοσθένη Κούβαρη. Αυτός ήτανε χτίστης και το ‘χε φτιάξει μόνος του. Είχε τρία παιδιά. Ο ένας του γιος ήτανε γιατρός και ήτανε ο πρώτος που σκοτώθηκε στον πόλεμο του ’13… Τότε πηγαίναμε σχολείο πρωί και απόγευμα. Το πρώτο πράγμα που κάναμε το πρωί ήτανε να κρεμάσουμε σ’ ένα καρφί στον στοίχο το ταγάρι με το φαγητό. Κάθε μέρα ήτανε το ίδιο. Ένα κομμάτι ψωμί που βγάζαμε την ψίχα προσεχτικά για να καλύψουμε τον πασπαλά.
Σας έβαζαν οι μεγάλοι να κάνετε δουλειές;
Από εφτά κι οχτώ χρονών είχαμε το αξινάρι μας και σκαλίζαμε να βγάλουμε τα λάγκουνα. Ακόμα έχω στα χέρια μου τα σημάδια της αξίνας. Μια άλλη δουλειά ήτανε το ξεβοτάνισμα. Πριν σπείρουμε το χωράφι έρπεπε να κάνουμε μερικές εργασίες πρώτα. Η πρώτη ήτανε να το αναπαρώσουμε. Τα ζώα που βοσκούσαν το καλοκαίρι στο χωράφι, έριχναν τις πέτρες και τις ξερολιθιές μέσα. Εμείς τα παιδιά τις μαζεύαμε και τις ξαναβάζαμε στη θέση τους. Μια άλλη που κάναμε ήτανε το λάζωμα, το κόψιμο των αγκαθιών. Τα παραμερίζαμε και ύστερα τα ξεραίναμε και τα καίγαμε. Τον Σεπτέμβριο με τα πρωτοβρόχια τα σκάβαμε και τα σπέρναμε. Την άνοιξη πάλι είχαμε το θέρισμα. Κουβαλούσαμε τα σιτάρια στους μύλους. Κάποιοι είχανε στο σπίτι τους μύλο και τους δούλευαν με το χέρι. Από τη σοδειά δεν έμενε τίποτα στο τέλος.
Ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε;
Θυμάμαι ένα γεροντάκι που ζούσε στο χωριό Σπείρα. Εκεί πηγαίναμε με τον πατέρα μου, εγώ ήμουνα το τρίτο παιδί, και τον βοηθούσαμε στο χτίσιμο. Κουβαλούσαμε πέτρες, λάσπη και ό,τι άλλο μάς ζητούσε. Αυτός ο γέρος λοιπόν ήτανε με τα γυαλάκια του και κάθε μέρα διάβαζε. Δεν ήξερα όμως τι. Μια μέρα που το άφησε στο πεζούλι και μπήκε μέσα, εγώ πήγα σιγά σιγά και κοίταξα το εξώφυλλο. Διάβαζε τη «Χαλιμά», ένα βιβλίο μεγάλο. Είχε όλες τις ιστορίες της μέσα. Αυτό το βιβλίο βρέθηκε στα χέρια μου στα χρόνια της Κατοχής. Το διάβαζα ξανά και ξανά, μέχρι που το έμαθα όλο απέξω. Προπαντός τα «Εφτά ταξίδια του Σεβάχ του Θαλασσινού» με είχανε αιχμαλωτίσει.
Πώς έγιναν τα γεγονότα και ξαφνικά βρεθήκατε δάσκαλος στο σχολείο της Κοκκάλας;
Είναι μια μεγάλη ιστορία που κι εγώ ο ίδιος δυσκολεύομαι να την πιστέψω. Πολλές φορές λέω αλήθεια είναι αυτό ή όνειρο το ‘βλεπα ή μήπως το διάβασα σε κάποιο βιβλίο. Εγώ καταρχήν θέλω να πω πως ήμουνα ένας πολύ καλός μαθητής και όλοι θαυμάζανε τις γνώσεις μου. Σχολείο πήγα μέχρι το ’38. Τότε ήτανε η δικτατορία του Μεταξά. Αυτός κατήργησε όλα τα ημιγυμνάσια που υπήρχανε και έκανε τα γυμνάσια οκτατάξια. Έπρεπε δηλαδή το παιδί από την Τετάρτη τάξη του δημοτικού να πάει στο γυμνάσιο. Ένα παιδί λοιπόν από την Κοκκάλα πού θα πήγαινε; Θα πήγαινε στο Γύθειο; Πού θα ‘μενε; Αυξήσανε πολύ και τις εγγραφές. Η «κανονιά» χτύπησε και μένα. Ο πατέρας μου είχε εννιά παιδιά. Το επάγγελμά του ήτανε χτίστης. Πήγαινε για δουλειά στα γύρω χωριά της Μάνης αλλά και παραπέρα. Ήτανε από τους καλούς χτίστες…
Εγώ και κατά τα χρόνια της Κατοχής και μετέπειτα ασχολούμουν με γεωργικές δουλειές και με τα ζώα. Δεν έπαψα όμως να διαβάζω ποτέ. Ήξερα όλα τα βιβλία του δημοτικού. Τα ‘χα διαβάσει τόσο καλά που τα ‘χα μάθει όλα απέξω…
Και να σου πω εδώ ένα περιστατικό. Όταν πήγα στρατιώτης και παρουσιάστηκα στο Κέντρο Καλαμών, ένας ανθυπολοχαγός μάς έκανε μια ερώτηση. Ποιος από σας ξέρει να μας πει όταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης έκανε την επανάσταση τι υπήρχε πάνω στη σημαία. Τι παραστάσεις είχε δηλαδή. Στο λόχο μου υπήρχανε πολλά μορφωμένα παιδιά, απόφοιτοι γυμνασίου και πτυχιούχοι εξ’ αναβολής. Κανένας όμως δεν το ήξερε. Εγώ που το ήξερα, πήρα το λόγο. Με ‘βαλε ο ανθυπολοχαγός στη μέση για να το ακούσουν όλοι. Είπα λοιπόν ότι από τη μια πλευρά η σημαία είχε το εικόνισμα της Παναγιάς κι από την άλλη έγραφε «Εκ της τέφρας αναγεννώμενοι». Παραξενεύτηκε και με ρώτησε «πού τα ξέρεις εσύ αυτά». Του απάντησα ότι έτρεφα μεγάλη αγάπη για την Ιστορία. Από τη μέρα εκείνη και μετά, με έβαζε συχνά και άλλα στους άλλους στρατιώτες κεφάλαια της Ιστορίας… Μου λέγανε πολλοί ότι αν τα κατάφερνα και πήγαινα στο Πανεπιστήμιο, θα πετύχαινα πολλά στη ζωή μου…
Εκτός από τα βιβλία του δημοτικού, ήξερα απέξω και τα βιβλία που διδάσκονταν οι δάσκαλοι στη Ριζάρειο. Μου τα είχε δώσει ένας συγχωριανός μου που πήγαινε να γίνει παπάς και δάσκαλος…
Μια μέρα λοιπόν σκέφτηκα ν’ ανοίξω το σχολείο ξανά. Ήτανε μια απόφαση που πήρα ξαφνικά. Βρισκόμουν στα άνω Παχιάνικα, το χωριό ενός φίλου μου που λέγεται Στέλιος Λεκοδημήτρης. Μιλώντας μαζί του, του ανέφερα αυτό που είχα στο μυαλό μου. Τον ρώτησα τι γράμματα ξέρει κι αυτός μου είπε ότι δεν ξέρει. Μου φάνηκε περίεργο σε τέτοια ηλικία να μην ξέρει γράμματα. Του λέω, θ’ ανοίξω το σχολείο, θα ‘ρθεις; Κι εκείνος μου λέει θα ‘ρθω. Μετά του είπα να βρει ένα τετράδιο κι ένα μολύβι να κάνουμε μαζί κα΄ποιες ασκήσεις. Το παιδί είχε πάει μέχρι δευτέρα τάξη στο σχολείο. Εγώ ήμουνα τότε 18 ετών. Έτσι έγινε. Εκείνος ήτανε ο πρώτος μαθητής μου. Αυτό έγινε το 1946.
Πώς πείσατε τους συγχωριανούς σας ότι θα τα καταφέρετε;
Το ήθελα πάρα πολύ. Αλλά σκεφτόμουν και τι θα πουν οι άλλοι. Εγώ έβοσκα πρόβατα. Τι θα πήγαινα να τους έλεγα; Ότι θ’ ανοίξω το σχολείο και θα γίνω δάσκαλος;
Σκέφτηκα λοιπόν να βρω έναν τρόπο. Πρώτα έπρεπε ν’ αποκτήσουν εμπιστοσύνη σε μένα. Η βάση είναι οι γονείς και οι κηδεμόνες. Όταν αυτοί δε μ’ εμπιστεύονταν, δε θα κατάφερνα τίποτα. Θα το πάθαινα σαν κάποιους άλλους σε άλλα χωριά που λέγανε στα παιδιά «φέρτε ένα σκαμνάκι και πάμε στην εκκλησιά να κάνουμε μάθημα». Αυτό κρατούσε λίγες μέρες και ύστερα τίποτα. Εγώ όμως ήθελα ν’ ανοίξω το σχολείο και να γίνω κανονικός δάσκαλος. Να ‘ναι σχολείο πραγματικό, με πίνακα, με θρανία, με βιβλία. Τα μαθητολόγια και τα περισσότερα βιβλία είχαν καταστραφεί. Στην Κατοχή αλλά και στα χρόνια του Εμφυλίου μέσα στο σχολείο διανυκτέρευαν στρατιώτες. Τον χειμώνα για να ζεσταθούν έκαιγαν τα βιβλία…
Σε λίγες μέρες θα γιορτάζαμε την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου. Λέω είναι ευκαιρία. Θα γράψω έναν αγωνιστικό λόγο και μέσα εκεί θα μιλήσω για την αγραμματοσύνη των παιδιών τους και πως πρέπει να ξανανοίξει το σχολείο. Πρέπει όμως με το λόγο αυτόν να τους εντυπωσιάσω. Να καταλάβουν τα προσόντα μου και να μ’ εμπιστευθούν. Ζήτησα από τον πρόεδρο του χωριού να μ’ αφήσει να εκφωνήσω τον πανηγυρικό. Εκείνος με ρωτάει «τι θα πεις;». Ξέρω εγώ, του απαντώ, έχω διαβάσει και ξέρω. Έτσι, μ’ άφησε…
Ο λόγος που έβγαλα νομίζω ότι ήτανε καλός. Είχα στο μεταξύ διασπείρει στα γύρω χωριά ότι θα γίνει μεγάλη γιορτή στην Κοκκάλα επ’ ευκαιρία της εθνικής επετείου ώστε να μαζευτεί πολύ κόσμος.
Όταν ήρθε εκείνη η μέρα, πήγα πολύ πρωί και χτύπησα την καμπάνα του Άη Γιώργη στην πλατεία. Σιγά σιγά άρχισε να μαζεύεται κόσμος. Ήρθαν, θυμάμαι, και πολλοί άντρες από το Νύφι.
Μιλούσα και όλοι με άκουγαν με προσοχή. Κατάλαβα τότε ότι έπιασε τόπο η ομιλία μου. Στο τέλος αναφέρθηκα και στο σχολείο. Όταν είπα ότι σκοπεύω να το ξανανοίξω, άρχισαν να με χειροκροτάνε.
Τι έγινε μετά;
Μόλις είδα την ανταπόκριση που είχε η πρότασή μου και τη θέληση πάνω απ’ όλα των ανθρώπων ν’ ανοίξει το σχολείο ξανά, πήρα μια κόλλα και έγραψα στον επιθεωρητή του γραφείου πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης που βρισκότανε στο Γύθειο. Στο γράμμα φαινότανε ότι την πρόταση την έκαναν οι γονείς. Μιλούσανε λοιπόν για την αγραμματοσύνη των παιδιών τους, αλλά και για την εμπιστοσύνη που έδειχναν σε κάποιον που ήξερε γράμματα και ήθελε να βοηθήσει την κατάσταση, δηλαδή έγραφα εγώ για τον εαυτό μου. Στο τέλος οι γονείς ζητούσαν να λειτουργήσει το σχολείο και να έρχεται με τη λήξη της σχολικής χρονιάς μια επιτροπή να ελέγχει τις γνώσεις των μαθητών και να υπογράφει τα ενδεικτικά. Έγραψα επίσης ότι ο δάσκαλος θα πληρώνεται από τους γονείς. Αφού ετοίμασα το γράμμα, πήγα και βρήκα αρκετούς γονείς για να το υπογράψουν. Την επομένη το πρωί ξεκίνησα να πάω στο Γύθειο να το παραδώσω στον επιθεωρητή. Έφαγα τον τόπο μέχρι να βρω πού ήτανε το γραφείο του. Εντέλει το βρήκα, ήτανε εκεί πάνω ψηλά, στον Κουμαρό. Μπήκα μέσα, χαιρέτισα μ’ όλους τους τύπους και παρέδωσα τον φάκελο. Του λέω «κύριε επιθεωρητά, αυτό είναι για σας». Τον είδα όμως πολύ φοβισμένο. Νόμιζε πως ήμουνα σύνδεσμος των ανταρτών και θα του έδινα κάποιο φιρμάνι. Τον πήρε τον φάκελο τρέμοντας, τον άνοιξε και άρχισε να διαβάζει την αναφορά. Εγώ πρακολουθούσα τις κινήσεις του και την έκφραση του προσώπου του για να δω πώς θα του φανεί. Εντέλει, κάποια στιγμή τον είδα που χαμογέλασε. Σηκώνει το κεφάλι του και με ρωτάει: «Ποιος την έγραψε αυτή την αίτηση;» του απαντάω, «εγώ». «Και ποιος είναι υποψήφιος δάσκαλος»; Λέω πάλι «εγώ». Με κοίταξε απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια. Με ‘κανε και μένα να κοιτάξω κάτω, γιατί προς στιγμήν είχα ξεχάσει αν φορούσα παπούτσια ή όχι. Κατόπιν μου λέει: «θα σου δώσω την άδεια που ζητάς, αλλά να έχεις υπόψη σου ότι το πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου θα ‘ρθεις πάλι να κάνεις μια αίτηση για να έρθει ο δάσκαλος να εξετάσει τους μαθητές και να τους δώσει τα ενδεικτικά».
Μετά τον επιθεωρητή πήγα στο βιβλιοπωλείο του Ανδρεΐκου και ζήτησα τα βιβλία που έπρεπε να ‘χει ένα σχολείο: μαθητολόγια, βιβλία ύλης, βιβλία συσσιτίου. Ζήτησα κιμωλίες, σφουγγάρια, τετράδια, μολύβια, γομολάστιχες. Ένα καροτσάκι γεμίσαμε μέχρι εκεί πάνω και το σύραμε μέχρι τον μώλο που θα έπαιρνα το καΐκι για την Κοκκάλα.
Πώς πήγε η πρώτη χρονιά;
Το νέο διαδόθηκε πολύ γρήγορα και ήρθαν ένα σωρό παιδιά. Τον Ιούνιο ήρθε και ο δάσκαλος για να εξετάσει τους μαθητές μου. Εγώ όμως δεν είχα μείνει με σταυρωμένα χέρια. Επειδή πολλά παιδιά είχαν μεγαλώσει και πήγαιναν ακόμα σε μικρές τάξεις, τους έφτιαξα απολυτήρια δημοτικού για να μπορούν να συνεχίσουν στο γυμνάσιο. Αν πήγαιναν κανονικά, θα περνούσα τα είκοσι κι απολυτήριο δε θα ‘χαν πάρει. Αυτό βοήθησε πολλά παιδιά να συνεχίσουν τις σπουδές τους. Έγιναν γιατροί, στρατιωτικοί, δικηγόροι. Ακόμα κι εκείνοι όμως που έμειναν με το απολυτήριο του δημοτικού, μπόρεσαν και βρήκαν δουλειά στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς.
Πόσα χρόνια κάνατε μάθημα στο σχολείο;
Δυο χρόνια. Μετά με πήρανε φαντάρο. Η επιθεώρηση, όμως, αφού είδε ότι το σχολείο είχε πολλά παιδιά, έστειλε αμέσως άλλον δάσκαλο.
Ανταμειφθήκατε από τους γονείς για τη δουλειά σας;
Ηθικά μόνο. Αλλά αυτό μου αρκούσε. Οι γονείς μου δε με θέλανε δάσκαλο. Με θέλανε βοσκό. Όλη τη μέρα λοιπόν καθόμουν μέσα στο σχολείο. Το μεσημέρι που έστελνα τα παιδιά στο σπίτι τους να φάνε, εγώ έμενα πίσω. Καθόμουν νηστικός να περάσει η ώρα να ξαναρθούνε και να ξαναρχίσουμε μάθημα. Και τον χειμώνα κρύωνα. Κρύωνα πολύ.
Βλέπετε μαθητές μας από τότε;
Ναι, τους βλέπω και συγκινούμαι. Δεν το χωράει ο νους μου που ‘κανα τέτοιο πράγμα εγώ.









Αρχή φόρμας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου