Η ελληνική παιδεία στην Πελαγονία (πΓΔΜ)
Ελληνικό Γυμνάσιο Μοναστηρίου
Του Θωμά Σιδέρη
Από τα τέλη του 18ου αιώνα κιόλας το Μοναστήρι, η καρδιά της Πελαγονίας, αναδεικνύεται σε σπουδαίο πνευματικό και εκπαιδευτικό κέντρο.
Το πρώτο ελληνικό σχολείο ιδρύθηκε το 1830 από το Δημήτριο Βαρνάβα. Τα περισσότερα, βέβαια, διδακτήρια ανεγέρθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Πελαγονίας το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα με την οικονομική και ηθική υποστήριξη των ελληνόφωνων και βλαχόφωνων κοινοτήτων, της Ιεράς Μητρόπολης Πελαγονίας, του Ελληνικού Προξενείου, αλλά και με την αρωγή που απλόχερα προσέφεραν οι απόδημοι Μοναστηριώτες και κυρίως, οι ικανότατοι έμποροι που όργωναν στην κυριολεξία τη Βαλκανική και άφηναν το αποτύπωμά τους στις μεγάλες πόλεις και στα πολυσύχναστα λιμάνια της Ευρώπης.
Σύμφωνα με την εκτίμηση του Edward Stanford το 1877 στην επισκοπή Καστοριάς, Πελαγονίας, Βελούσας, Κορυτσάς και Βοδενών υπήρχαν 111 σχολεία, στα οποία φοιτούσαν συνολικά 5.361 μαθητές. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Ιωάννης Καλοστύπης υπολόγιζε «το ολικόν άθροισμα των εν Μακεδονία ελληνικών Σχολείων» στα 846 εκπαιδευτήρια με την εξής κατανομή: 3 Γυμνάσια, 3 Διδασκαλεία, μία Ιερατική Σχολή, 71 Ελληνικά Σχολεία, 74 Παρθεναγωγεία, 283 Δημοτικά, 80 Νηπιαγωγεία και 331 Γραμματοδιδασκαλεία, ενώ ο συνολικός αριθμός των μαθητών ανερχόταν σε 45.870 παιδιά και εφήβους.
Τα «Τσούφλεια Εκπαιδευτήρια» Γευγελής
(1890-1913, Αθήνα, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη)
Το Μοναστήρι στα χρόνια της τουρκοκρατίας ήταν μία Βαβέλ εθνοτήτων και θρησκειών. Μουσουλμάνοι, χριστιανοί, εβραίοι και προτεστάντες αναζητούσαν το δικό τους καθαρτήριο ψυχών, ενώ τους δρόμους του Μοναστηρίου και τα χωριά της Πελαγονίας περιδιάβαιναν Οθωμανοί, Έλληνες, Αρμένιοι, Βούλγαροι, Τσιγγάνοι και διάφοροι Ευρωπαίοι.
Εξαιτίας αυτής της πληθυσμιακής σύνθεσης, η κοινωνική δομή του Μοναστηρίου ήταν ευμετάβλητη και οι ισορροπίες πιο εύθραυστες, ακόμα και από αυτούς τους ύαλους των Σεβρών. Ως εκ τούτου, η γη της Πελαγονίας αποδεικνυόταν το πλέον πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν σαν παραφυάδες διάφορες μορφές προπαγάνδας.
Οι κυριότερες από αυτές ήταν η βουλγαρική, κυρίως μετά το 1870 και αφότου ιδρύθηκε η αυτοκέφαλη βουλγαρική Εκκλησία και η ρουμανική, με βασικό πρωταγωνιστή τον Απόστολο Μαργαρίτη, βλάχικης καταγωγής. Για να επιτύχουν τους σκοπούς τους οι προπαγάνδες αυτές, προέβαιναν σε αθρόα ίδρυση οργανώσεων, αποστολών, εκκλησιών και σχολείων. Για το λόγο αυτό και ο Μαργαρίτης, υποκινούμενος από την Αυστρία και με την άμεση οικονομική ενίσχυση του Βουκουρεστίου ίδρυσε ρουμανικά σχολεία σε πολλά βλάχικα χωριά της βόρειας Μακεδονίας.
Του Θωμά Σιδέρη
Από τα τέλη του 18ου αιώνα κιόλας το Μοναστήρι, η καρδιά της Πελαγονίας, αναδεικνύεται σε σπουδαίο πνευματικό και εκπαιδευτικό κέντρο.
Το πρώτο ελληνικό σχολείο ιδρύθηκε το 1830 από το Δημήτριο Βαρνάβα. Τα περισσότερα, βέβαια, διδακτήρια ανεγέρθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Πελαγονίας το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα με την οικονομική και ηθική υποστήριξη των ελληνόφωνων και βλαχόφωνων κοινοτήτων, της Ιεράς Μητρόπολης Πελαγονίας, του Ελληνικού Προξενείου, αλλά και με την αρωγή που απλόχερα προσέφεραν οι απόδημοι Μοναστηριώτες και κυρίως, οι ικανότατοι έμποροι που όργωναν στην κυριολεξία τη Βαλκανική και άφηναν το αποτύπωμά τους στις μεγάλες πόλεις και στα πολυσύχναστα λιμάνια της Ευρώπης.
Σύμφωνα με την εκτίμηση του Edward Stanford το 1877 στην επισκοπή Καστοριάς, Πελαγονίας, Βελούσας, Κορυτσάς και Βοδενών υπήρχαν 111 σχολεία, στα οποία φοιτούσαν συνολικά 5.361 μαθητές. Δέκα χρόνια αργότερα, ο Ιωάννης Καλοστύπης υπολόγιζε «το ολικόν άθροισμα των εν Μακεδονία ελληνικών Σχολείων» στα 846 εκπαιδευτήρια με την εξής κατανομή: 3 Γυμνάσια, 3 Διδασκαλεία, μία Ιερατική Σχολή, 71 Ελληνικά Σχολεία, 74 Παρθεναγωγεία, 283 Δημοτικά, 80 Νηπιαγωγεία και 331 Γραμματοδιδασκαλεία, ενώ ο συνολικός αριθμός των μαθητών ανερχόταν σε 45.870 παιδιά και εφήβους.
Τα «Τσούφλεια Εκπαιδευτήρια» Γευγελής
(1890-1913, Αθήνα, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη)
Το Μοναστήρι στα χρόνια της τουρκοκρατίας ήταν μία Βαβέλ εθνοτήτων και θρησκειών. Μουσουλμάνοι, χριστιανοί, εβραίοι και προτεστάντες αναζητούσαν το δικό τους καθαρτήριο ψυχών, ενώ τους δρόμους του Μοναστηρίου και τα χωριά της Πελαγονίας περιδιάβαιναν Οθωμανοί, Έλληνες, Αρμένιοι, Βούλγαροι, Τσιγγάνοι και διάφοροι Ευρωπαίοι.
Εξαιτίας αυτής της πληθυσμιακής σύνθεσης, η κοινωνική δομή του Μοναστηρίου ήταν ευμετάβλητη και οι ισορροπίες πιο εύθραυστες, ακόμα και από αυτούς τους ύαλους των Σεβρών. Ως εκ τούτου, η γη της Πελαγονίας αποδεικνυόταν το πλέον πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν σαν παραφυάδες διάφορες μορφές προπαγάνδας.
Οι κυριότερες από αυτές ήταν η βουλγαρική, κυρίως μετά το 1870 και αφότου ιδρύθηκε η αυτοκέφαλη βουλγαρική Εκκλησία και η ρουμανική, με βασικό πρωταγωνιστή τον Απόστολο Μαργαρίτη, βλάχικης καταγωγής. Για να επιτύχουν τους σκοπούς τους οι προπαγάνδες αυτές, προέβαιναν σε αθρόα ίδρυση οργανώσεων, αποστολών, εκκλησιών και σχολείων. Για το λόγο αυτό και ο Μαργαρίτης, υποκινούμενος από την Αυστρία και με την άμεση οικονομική ενίσχυση του Βουκουρεστίου ίδρυσε ρουμανικά σχολεία σε πολλά βλάχικα χωριά της βόρειας Μακεδονίας.
Ταυτόχρονα, την περίοδο αυτή περιδιαβαίνουν την Πελαγονία διάφοροι περιηγητές. Ένας από αυτούς, ο Βικτόρ Μπεράρ επισκέπτεται τη Μακεδονία στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα. Ο Μπεράρ γεωγράφος, ελληνιστής και βαθιά ρομαντικός, δίνει τη δική του εκδοχή για το πολυεθνικό Μοναστήρι.
«Στη χριστιανική συνοικία του μοναστηριού είναι αδύνατο να μη νιώσεις τον έλληνα σε κάθε σου βήμα. Τα μεγάλα τετράγωνα σπίτια με τις τσίγκινες στέγες, τα παράθυρα και τα τζάμια, τα bow-windows, τα πέτρινα μπαλκόνια φανερώνουν με την πρώτη ματιά την αγάπη του έλληνα για τον ήλιο και το φως. Έτσι είναι χτισμένη και η παραλία της Σμύρνης, έτσι και οι πλατείες της Αθήνας. Το σπίτι του έλληνα στην πρόσοψη, όλο πορτοπαράθυρα, μπορεί να είναι κάπως άβολο για τον ιδιοκτήτη του, φαίνεται όμως τόσο μεγάλο, τόσο ωραίο, τόσο επιθυμητό στο διαβάτη.
Μουσουλμανικό το Μοναστήρι στα βόρεια, στους κήπους, στις λεύκες, στα κυπαρίσσια, στα πλατάνια που απλώνουν τη σκιά τους πάνω σε ναργιλέδες και σε τουρμπάνια. Ελληνικό στα νότια, στα ξενοδοχεία της ανατολής, στους πύργους της Ανατολής, τους πύργους του Άιφελ, στα μπαλκόνια με τις πολύχρωμες προσόψεις, τους ντενεκέδες, τους πωλητές λαδιού, σαρδέλας και πετρελαίου. Εβραϊκό σε μερικούς δρόμους ενός παλιού γκέτο, δρόμους σκοτεινούς, γεμάτους ασπρόρουχα, παλιοκούρελα και γυναίκες με μάτια που φανερώνουν το βίτσιο. Αυτό είναι το Μοναστήρι που βλέπουμε στα μάτια μας…».
Το τρένο διέσχιζε τις εύφορες πεδιάδες της Πελαγονίας. Αρκετά χρόνια ενωρίτερα οι αδελφοί Ιωάννης και Θεοχάρης Δημητρίου και ο Δημήτριος Μουσίκος, μεγάλοι ευεργέτες και δωρητές των διδακτηρίων του Μοναστηρίου, είχαν χαράξει τους δικούς τους προσωπικούς δρόμους. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η οικονομική και πνευματική άνθηση του Μοναστηρίου επέδρασε θετικά στην ανάπτυξη και των γειτονικών κοινοτήτων.
.
Σπουδαία διδακτήρια και αξιοζήλευτο εκπαιδευτικό έργο συναντούμε και στο Μεγάροβο, στο Τύρνοβο, στη Νιζόπολη, στη Νεγκοβάνη, στο Κρούσοβο, στη Μηλόβιστα, στο Γκόπεσι, στη Νέβεσκα, στον Περλεπέ, στη Ρέσνα, στη Μπελκαμένη και αλλού.
Το 1900 στα σχολεία του Μοναστηρίου φοιτούσαν 2.800 μαθητές και ανάμεσα στους σοφούς δασκάλους τους συγκαταλεγόταν και ο «αδάμαστος εις φρόνημα γυμνασιάρχης Τζουμετίκος και ουδεμία πρωτεύουσα νομού της ελευθέρας Ελλάδας παρουσίαζε την εκπαιδευτικήν οργάνωσιν του Μοναστηρίου κατά την εποχήν αυτήν».
Σύμφωνα με τη «Στατιστική της επαρχίας Πελαγονίας κατά το σχολικόν έτος 1907-1908» σε ολόκληρη την επαρχία υπήρχαν 54 ελληνικά εκπαιδευτήρια με 4.644 μαθητές (1.983 αγόρια, 916 κορίτσια, 1.765 νήπια) και 136 εκπαιδευτικούς.
Το σχολικό έτος 1912-1913 ήταν η τελευταία χρονιά λειτουργίας των ελληνικών σχολείων στην Πελαγονία. Στα φαιοπράσινα βαγόνια του σιδηροδρομικού σταθμού Μοναστηρίου επικάθισαν γρήγορα, σα σκόνη, οι προσδοκίες για ένωση με την Ελλάδα.
Στις σκοτεινές σκευοφόρους, όμοιες με φαντάσματα, στοιβάχτηκαν πρόχειρα τα υπάρχοντα των Ελλήνων Μοναστηριωτών, τα υπάρχοντα της προσφυγιάς.
«Κατά το τελευταίον σχολικόν έτος 1912 ο ολικός αριθμός των φοιτώντων ανήρχετο εις 2.595 μαθητάς και μαθητρίας, το δε προσωπικόν των διδασκόντων εις 67. Και ούτω εις το εξατάξιον Γυμνάσιον εφοίτων 250 μαθηταί, εις την Κεντρική Αστικήν 518, εις την Β’ Δημοτικήν 173, εις το Οικονόμειον Νηπιαγωγείον 86, εις την δημοτικήν Σχολήν Γενή 65, εις το Νηπιαγωγείον Γενή 72, εις την Δημοτικήν Αρναούτ 78, εις το Νηπιαγωγείον Αρναούτ 91, εις το Κεντρικόν Νηπιαγωγείον 164, εις το Νηπιαγωγείον των Κήπων 213, εις τας δύο σχολάς των λόφων (Μπαΐρ) 65, εις την Δημοτικήν Λεικής Βρύσης 62, εις το Κεντρικόν Παρθεναγωγείον 686 μαθήτριαι και εις το διδασκαλείον 62 μαθηταί».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου