Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017



Από τον τοίχο της Μαριάνθης  Μπελλα


Σχολή Παιγνιδίων και Εφηρμοσμένης Διακοσμητικής (Παπαστράτειος)

Στα τέλη της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα οι Ελληνίδες άρχισαν να αναπτύσσουν νέες μορφές δράσης, ιδρύοντας σωματεία για την διεκδίκηση κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων.

Τον Ιανουάριο του 1920 ιδρύθηκε το φεμινιστικό σωματείο «Σύνδεσμος Ελληνίδων υπέρ των δικαιωμάτων της γυναικός» (εφεξής Σ.Ε.Δ.Γ.), με πρωτοβουλία της Αύρας Θεοδωροπούλου και της Μαρίας Νεγροπόντη, σε συνεννόηση με τη «Διεθνή Ένωση για τη Γυναικεία Ψήφο» (“International Woman Suffrage Alliance”). Ο Σ.Ε.Δ.Γ. διεκδικούσε την απελευθέρωση των γυναικών μέσα από την ισότιμη ένταξή τους στην αγορά εργασίας και την απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων, με τα οποία θα μπορούσαν να βελτιώσουν νομοθετικά τη θέση τους. Στον τομέα της εκπαίδευσης διεκδικούσε ευρύτερη μόρφωση που ήταν απαραίτητο εφόδιο για την πνευματική και ηθική ανύψωση των γυναικών και ένα σχολικό σύστημα που να αναγνωρίζει και να κατοχυρώνει το δικαίωμά τους στην εργασία. Ο Σ.Ε.Δ.Γ. στήριξε την ίδρυση σχολών, κυρίως επαγγελματικών, για να εφοδιάσει τις γυναίκες των χαμηλών κοινωνικών τάξεων με ένα επάγγελμα που θα τους επέτρεπε να ενταχτούν στην αγορά εργασίας και να γίνουν αυτοσυντήρητες.

Αρχικά ο Σ.Ε.Δ.Γ. στήριξε τη λειτουργία του «Κυριακού Σχολείου Εργατριών» το οποίο ιδρύθηκε το 1911, με πρωτοβουλία της Αύρας Θεοδωροπούλου και υποστήριξη του Εργατικού Κέντρου Αθήνας. Λειτούργησε ως το 1922 παρέχοντας δωρεάν στοιχειώδη εκπαίδευση, επαγγελματική μόρφωση και γνώσεις απαραίτητες για την βελτίωση των συνθηκών της ζωής των εργατριών. Για την οργάνωση του προγράμματος σπουδών συνεργάσθηκε και ο Δημήτρης Γληνός. Το 1921 ο Σ.Ε.Δ.Γ. συμμετείχε στην Εφορευτική Επιτροπή της «Ανωτέρας Γυναικείας Σχολής» που ιδρύθηκε με σκοπό να δώσει στις Ελληνίδες ανώτερη (μεταγυμνασιακού επιπέδου) φιλοσοφική, ιστορική, κοινωνιολογική και καλλιτεχνική μόρφωση. Η σχολή είχε διευθυντή τον Δημήτρη Γληνό και εκλεκτό εκπαιδευτικό προσωπικό από δημοτικιστές διανοούμενους και επιστήμονες (Γληνός, Σωτηρίου, Κλεάνθους, Παπαντωνίου, Τσούντας, Κουγέας, Τριανταφυλλόπουλος, Δοξιάδης, Χαριτάκης, Μηλιάδης, Βαρβαρέσος, Δοντάς, Χόνδρος). Λειτούργησε με επιτυχία επί δύο χρόνια (1921-1923) συγκεντρώνοντας μεγάλο αριθμό φοιτητριών.

Η Μικρασιατική Καταστροφή και η αθρόα άφιξη των προσφύγων δεν άφησαν ασυγκίνητες τις Ελληνίδες, οι οποίες ασχολήθηκαν με το προσφυγικό πρόβλημα προσφέροντας υπηρεσίες είτε ατομικά είτε συλλογικά. Την εποχή αυτή ιδρύθηκαν από τα φεμινιστικά σωματεία πολλά δημόσια και ιδιωτικά ορφανοτροφεία, οικοτροφεία, επαγγελματικές σχολές και βιοτεχνικά εργαστήρια για κορίτσια πρόσφυγες, τα οποία παρείχαν δωρεάν στοιχειώδη εκπαίδευση (μαθήματα ανάγνωσης, γραφής, αριθμητικής, οικοκυρικών και υγιεινής) και επαγγελματική μόρφωση πάνω στις «γυναικείες τέχνες» (κοπτική, ραπτική, πλέξιμο, κέντημα, ύφανση κ.ά.). Το 1922 ο Σ.Ε.Δ.Γ. ίδρυσε το ορφανοτροφείο «Εθνική Στέγη», που στεγαζόταν στο κτήριο του Χαροκόπειου, στην Καλλιθέα. Σε αυτό συντηρούνταν 85 ορφανές προσφυγοπούλες από τη Μικρά Ασία, οι οποίες εκπαιδεύονταν στην κατασκευή ψάθινων επίπλων και πλεκτών ειδών, τα οποία πωλούνταν σε τιμές ασυναγώνιστες. Το ίδρυμα συντηρούνταν από δωρεές και από τις εισπράξεις της εργασίας των ορφανών. Διευθύντριά του ήταν η Άννα Παπαδημητρίου, η οποία αφοσιώθηκε ολόψυχα στο έργο της οργάνωσης και λειτουργίας του. Λίγο αργότερα, το 1923,  ο Διεθνής Σύνδεσμος Γυναικών ίδρυσε ένα οικοτροφείο για τη στέγαση και περίθαλψη κοριτσιών προσφύγων, που ονομάστηκε «Το Σπίτι του κοριτσιού», το οποίο στεγάστηκε  σε κτήριο της οδού Νάξου 56, στην Κυψέλη. Σε αυτό στεγάζονταν δωρεάν, τρέφονταν, ενδύονταν και σπούδαζαν γράμματα και τέχνες 150 νεαρές προσφυγοπούλες. Σκοπός του ιδρύματος ήταν τα κορίτσια αυτά να ζήσουν σε ασφαλές περιβάλλον, να μορφωθούν και να αποκτήσουν επαγγελματικά εφόδια ώστε μελλοντικά να ενταχτούν στην αγορά εργασίας και να κερδίσουν το ψωμί τους.

Το 1925 ο Σ.Ε.Δ.Γ. ίδρυσε την «Εσπερινή Σχολή Γυναικών Υπαλλήλων» δίνοντας την δυνατότητα στις Ελληνίδες υπαλλήλους να συμπληρώσουν τη μόρφωσή τους. Το πρόγραμμα των μαθημάτων της σχολής καταρτίστηκε από διακεκριμένους επιστήμονες και καθηγητές της «Ανωτάτης Εμπορικής Σχολής», οι οποίοι συμμετείχαν στο εκπαιδευτικό προσωπικό της. Οι απόφοιτες μετά από επιτυχείς εξετάσεις έπαιρναν απολυτήριο και είχαν τη δυνατότητα, σε περίπτωση που ήταν διορισμένες στο δημόσιο, να πάρουν προαγωγή και σε περίπτωση που ήταν άνεργες να διοριστούν σε δημόσιες υπηρεσίες ή να προσληφθούν
σε εταιρείες και γραφεία. Το 1927 η σχολή αναγνωρίστηκε επίσημα από το Κράτος, μετονομάστηκε σε «Εσπερινή Πρακτική Σχολή Γυναικών Υπαλλήλων» και διέθετε διτάξιο εμπορικό, μονοτάξιο τεχνικό τμήμα και τμήματα ξένων γλωσσών. Το 1953 αναβαθμίστηκε, έγινε μέση εμπορική σχολή με επταετή φοίτηση και μετονομάστηκε σε «Εσπερινή Εμπορική Σχολή».



Σχολή παιγνιδίων και εφηρμοσμένης διακοσμητικής

Το 1929 ο Σ.Ε.Δ.Γ. ίδρυσε τη «Σχολή παιγνιδίων και εφηρμοσμένης διακοσμητικής», η οποία στεγαζόταν στο «ωραίο ευάερο και φωτεινό» σπίτι της οικογένειας Κολιάτσου (Πάτμου 39, στάση Λυσσιατρείο, στα Πατήσια). Μέχρι το 1928 αποτελούσε τμήμα της «Εσπερινής Πρακτικής Σχολής Γυναικών Υπαλλήλων». Διευθυντής του τεχνικού τμήματος της σχολής ήταν ο Γερμανός  καθηγητής Ερρίκος Χάνε, διπλωματούχος της Σχολής Καλών Τεχνών του Μονάχου, με ειδίκευση στην κατασκευή παιχνιδιών. Διευθύντρια του τμήματος γενικής παιδείας ήταν η φιλόλογος Έλλη Λαμπρίδη, με  ειδίκευση στα παιδαγωγικά. Στη σχολή δημιουργήθηκαν δύο ημερήσια τμήματα στα οποία γράφτηκαν 65 παιδιά, από τα οποία 39 ήταν κορίτσια. Βασική προϋπόθεση εγγραφής ήταν να έχουν τελειώσει το δημοτικό σχολείο. Εκτός από το τμήμα των παιχνιδιών, τον πρώτο χρόνο λειτουργίας της σχολής (1929) δημιουργήθηκαν και τέσσερα τμήματα διακοσμητικής: ξύλου, δέρματος, υφάσματος, χαρτιού και αγγειοπλαστικής. Οι μαθητές και οι μαθήτριες παρακολουθούσαν μαθήματα (τεχνικά και γενικής παιδείας) επί 6 ώρες την ημέρα. Στη σχολή λειτουργούσαν επίσης και ελεύθερα τμήματα, ένα απογευματινό διακοσμητικής για κορίτσια δυο φορές την εβδομάδα (Τετάρτη και Σάββατο 3-5) και ένα παιχνιδιών (Κυριακή 9-12 και Τετάρτη 6-8) στα οποία γράφτηκαν 40 μαθητές και μαθήτριες.

Η Διοικητική Επιτροπή της σχολής έλαβε την απόφαση τα ετήσια δίδακτρα να είναι χαμηλά και προσιτά για τα παιδιά των λαϊκών τάξεων (250 δρχ. τον χρόνο) και να χορηγηθεί συσσίτιο από το Πατριωτικό Ίδρυμα Περιθάλψεως, το οποίο κόστιζε ελάχιστα (3 δρχ.), ενώ 12 άπορα παιδιά τρέφονταν δωρεάν από εράνους. Με συνεισφορές των μελών του Σ.Ε.Δ.Γ. και άλλων κυριών εξασφαλίστηκε και το απογευματινό κολατσιό των παιδιών χωρίς να επιβαρυνθεί η σχολή. Παράλληλα, τα παιδιά είχαν δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και παρακολουθούνταν από γιατρό. Εξασφαλίστηκε, επίσης, μισό εισιτήριο στα μέσα μαζικής μεταφοράς, σε συνεργασία με την εταιρεία «Πάουερ». Επίσης, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου (Κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου), εγκρίθηκε πίστωση για την πληρωμή των εισιτηρίων των άπορων παιδιών που δεν είχαν να πληρώσουν το μισό εισιτήριο. Για όσα παιδιά έμεναν σε μακρινές συνοικίες (Βύρωνας, Καισαριανή κ.ά.) η Διοικητική Επιτροπή της σχολής φρόντισε να μεταφέρονται με ιδιωτικό αυτοκίνητο από το σπίτι τους στη σχολή. Οι μαθητές και οι μαθήτριες δεν επιβαρύνονταν με την αγορά τεχνικών υλικών γιατί αυτά παραχωρούνταν δωρεάν από τη σχολή, αλλά πλήρωναν τα βιβλία γενικής παιδείας (με δόσεις), ενώ τα άπορα παιδιά τα έπαιρναν δωρεάν.

Η ίδρυση της σχολής ήταν πολύ σημαντική γιατί η τέχνη της κατασκευής παιχνιδιών ήταν καινούργια στη χώρα μας, θα δημιουργούσε νέες θέσεις εργασίας και θα κάλυπτε την ανάγκη των παιδιών για παιχνίδια φτιαγμένα από ελληνικά χέρια και σύμφωνα με τις παραδόσεις και τις συνήθεις του τόπου. Τα παιχνίδια που εισάγονταν από το εξωτερικό ήταν πανάκριβα και μόνο τα παιδιά των εύπορων οικογενειών μπορούσαν να τα αποκτήσουν και να τα χαρούν. Με τη δημιουργία του νέου επαγγέλματος του/της κατασκευαστή/στριας παιχνιδιών θα περιοριζόταν το συνάλλαγμα για την εισαγωγή παιχνιδιών από άλλες χώρες και θα δημιουργούνταν παιχνίδια φτηνά και προσιτά για τα παιδιά όλων των κοινωνικών τάξεων. Η σχολή ήταν διτάξια, απευθυνόταν κυρίως σε παιδιά που προέρχονταν από την εργατική και μικροαστική τάξη και άνοιγε νέους τομείς επαγγελματικής δραστηριότητας σε αγόρια και κορίτσια.

Ο διευθυντής του τεχνικού τμήματος Ερρίκος Χάνε ξεκίνησε, από το 1929, τη διδασκαλία κατασκευής παιχνιδιών από ξύλο, ύφασμα και ψάθα χρησιμοποιώντας νέες παιδαγωγικές μεθόδους. Παράλληλα, γίνονταν και βοηθητικά μαθήματα όπως η διακοσμητική σε ξύλο ή ύφασμα, καθώς και μαθήματα γενικής παιδείας για να συμπληρωθούν οι γνώσεις που είχαν αποκτήσει τα παιδιά στο δημοτικό σχολείο (ελληνικά, απλή αριθμητική, καταστιχογραφία, οικονομική γεωγραφία, ιστορία, ιστορία της τέχνης κ.ά.). Σκοπός της Διοικητικής Επιτροπής αλλά και των διευθυντών ήταν η σχολή να συνεχίσει τη λειτουργία της και να στηριχτεί από την ελληνική κοινωνία ώστε να γίνει αυτοσυντήρητη.





ν. Η σχολή οργάνωνε συχνές εκδρομές για να έρθουν οι μαθητές/τριες σε επαφή με τη φύση και να εμπνευστούν από τα τοπία, τα ζώα και τα φυτά, καθώς και κινηματογραφικές προβολές για να αποκτήσουν επιπλέον ερεθίσματα. Στη σχολή δίδαξαν σημαντικοί καλλιτέχνες (Βασιλείου, Εξάρχου, Αναγνωστοπούλου, Θωμόπουλος, Μόσχος, Σώχος κ.ά.) που εργάστηκαν με όρεξη και προσπάθησαν να εμπνεύσουν στους μαθητές και τις μαθήτριες το ενδιαφέρον για την καλλιτεχνική δημιουργία.

Στις 21 Ιουλίου 1931 πραγματοποιήθηκε μεγάλη έκθεση στην οποία παρουσιάστηκαν έργα των μαθητών/τριών. Μέσα από την έκθεση αυτή φάνηκε η πρόοδος που είχε συντελεστεί, καθώς και η ανάπτυξη της πρωτοβουλίας και της ελεύθερης δημιουργικής έκφρασης των παιδιών. Οι μαθητές/τριες έμαθαν να κατασκευάζουν ξύλινα ζώα, κούκλες με εθνικές ενδυμασίες, φιγούρες που παρίσταναν διάφορους λαϊκούς τύπους από την καθημερινή ζωή (γαλατάς, λούστρος, τσομπάνης, παγωτατζής), καθώς και ήρωες του Ντίσνεϊ (Μίκι Μάους) που τους μάθαιναν από την παρακολούθηση κινηματογραφικών ταινιών. Από το 1932 μέχρι το 1937 κατασκευάστηκαν 20.000 παιχνίδια που πουλήθηκαν αμέσως στην ελληνική αγορά. Η Διοικητική Επιτροπή της σχολής, με πρόεδρο την ακαταπόνητη Μαρία Σβώλου, εργάστηκε με ζήλο για τη συνέχιση και αναβάθμιση της σχολής, καθώς και την οικονομική της ενίσχυση από το κράτος.

   Το 1940 η Παπαστράτειος μετονομάστηκε σε "Σχολή Αμφιέσεως και Διακοσμητικής" και εκπαίδευε ξυλουργούς και μοδίστρες. Ακολούθησαν και άλλες αλλαγές στα μαθήματα και τις ειδικότητες. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η Διοικητική Επιτροπή έκανε προσπάθειες να της ξαναδώσει την παλαιά προπολεμική της αίγλη, αλλά η χώρα είχε ήδη μπει σε άλλη τροχιά και υπήρχαν διαφορετικές προτεραιότητες.

   Στο κτήριο της σχολής τα τελευταία 20 χρόνια στεγάζεται το Eπαγγελματικό Λύκειο Υμηττού. Από το αρχείο του φαίνεται ότι οι πρώτοι μαθητές/τριες αποφοίτησαν το 1930 (28 αγόρια και κορίτσια). Πίνακες και άλλα έργα μαθητών/τριών διακοσμούν σήμερα τους χώρους του.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Έφη Αβδελά, & Αγγέλικα Ψαρρά, Ο φεμινισμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου: Μια ανθολογία, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1985.

Ανώνυμος, «Επίκαιρα», Ο Αγώνας της Γυναίκας, 100 (1929). Ανακτημένο από τον διαδικτυακό τόπο www.genderpanteion.gr, στις 5/11/2017.

Ανώνυμος, «Οι Σχολές μας», Ο Αγώνας της Γυναίκας, 101 (1929). Ανακτημένο από τον διαδικτυακό τόπο www.genderpanteion.gr, στις 5/11/2017.

Ανώνυμος, «Επαγγελματική Σχολή Παιχνιδιών και Διακόσμησης», Ο Αγώνας της Γυναίκας, 103 (1929). Ανακτημένο από τον διαδικτυακό τόπο www.genderpanteion.gr, στις 5/11/2017.

Ανώνυμος, "Η ΙΑ΄ τακτική συνέλευση του Σ.Δ.Γ", Ο Αγώνας της Γυναίκας, 112-113 (1930). Ανακτημένο από τον διαδικτυακό τόπο www.genderpanteion.gr, στις 12/11/2017.

Αύρα Θεοδωροπούλου, "Παπαστράτειος Δημοτική Σχολή Συνοικισμός Υμηττού",  Ο Αγώνας της Γυναίκας, 143 (1931). Ανακτημένο από τον διαδικτυακό τόπο www.genderpanteion.gr, στις 12/11/2017. 

Μαριάνθη Μπέλλα, Η Ανωτέρα γυναικεία σχολή του Δημήτρη Γληνού (1921-1923) και η εκπαίδευση των γυναικών στην Ελλάδα, αδημοσίευτη διπλωματική εργασία, Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών «Ιστορία και Διδακτική της Ιστορίας», ΠΤΔΕ του ΕΚΠΑ, Αθήνα 2011.

Μαριάνθη Μπέλλα, "Περίθαλψη και εκπαίδευση κοριτσιών προσφύγων του 1922, Η περίπτωση του «Σπιτιού του κοριτσιού» στην Κυψέλη". Ανακτημένο από τον διαδικτυακό τόπο http://criticeduc.blogspot.gr/2017/05/1922.html, στις 11/11/2017.

Αλέκα Μπουτζουβή, «Γυναικείο κίνημα. Όψεις και δράσεις 1909-1922», στο Β. Παναγιωτόπουλος (Επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770—2000, τόμ. 6ος (Από το κίνημα στο Γουδί ως τη Μικρασιατική Καταστροφή), εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 285, σσ. 283-292.

Σάσα Μόσχου-Σακορράφου, Ιστορία του ελληνικού φεμινιστικού κινήματος, Αθήνα 1990.

ΔΙΚΤΥΟΓΡΑΦΙΑ






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου