Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2017





Τα ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα της Κωνσταντινούπολης: Ένα οδοιπορικό στα ρωμαίικα σχολεία, μια νότα νοσταλγίας…

της Νίκης Γκόβα, Αρχαιολόγου   WWw.ellinismos.gr





Χρόνια πριν, όταν ακόμη η Κωνσταντινούπολη ζούσε σε βυζαντινούς αυτοκρατορικούς ρυθμούς η συνολική εικόνα των ελληνικών σχολείων της βασιλεύουσας -ήταν πολύ διαφορετική. Στα χρόνια που τα Βαλκάνια, η Μικρή Ασία και οι αραβικές κτήσεις τροφοδοτούσαν με ανθρώπινο δυναμικό και ύλη το κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα ελληνικά σχολεία ήταν το καμάρι της Κωνσταντινούπολης. Κάποια από αυτά, κατά την περίφημη περίοδο των μεταρρυθμίσεων του 19ου αιώνα, συγκαταλέγονταν μεταξύ των καλύτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Ευρώπης. Εκείνη την περίοδο, η Σορβόννη άνοιγε τις πύλες της για να δεχθεί μαθήτριες από το Ζάππειο Λύκειο. Το ίδιο ίσχυε και στην περίπτωση της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Με έδρα το Φανάρι, η Μεγάλη Σχολή τροφοδοτούσε την αυτοκρατορική ιντελιγκέντσια με νέα μυαλά. Το Ζωγράφειο Λύκειο ανταγωνιζόταν την Μεγάλη Σχολή καθώς επίσης και τα καλύτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ελλάδος και της Ευρώπης. Για τα μεσαία και τα κατώτερα στρώματα της Ρωμιοσύνης, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Κωνσταντινούπολης αποτελούσαν ονειρικό προορισμό για την νεολαία του γένους. Στα τέλη του 19ου αιώνα, τα παράλια του Βοσπόρου, το κέντρο της Κωνσταντινούπολης και η Χαλκηδόνα, καθώς και στις αρχές του 20ού αιώνα, τα Πριγκιποννήσια είχαν κατακλυστεί στην κυριολεξία από ελληνορθόδοξα εκπαιδευτικά ιδρύματα πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Στα μέσα του 20ού αιώνα τα ελληνορθόδοξα εκπαιδευτικά ιδρύματα είχαν χιλιάδες μαθητές και μαθήτριες. Αυτά τα ιδρύματα συνέχισαν να εκπαιδεύουν την διανόηση της Ρωμιοσύνης μέχρι τον σταδιακό διωγμό των Ρωμιών της Πόλης. Τότε συντελέσθηκε η παρακμή της ρωμαίικης παιδείας στην Κωνσταντινούπολη. Σήμερα παραμένουν σε λειτουργία ελάχιστα ιδρύματα και ο συνολικός αριθμός των ορθόδοξων μαθητών αγγίζει μόλις τους 250. Ο βυζαντινός δικέφαλος είναι πια παρελθόν και μια ανάμνηση…

Αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάννης, το νέο τουρκικό κράτος εφαρμόζει μια πολιτική «υποχρεωτικής αφομοίωσης» μέσω του προγράμματος «εθνικής παιδείας». Για την εμπέδωση της εθνικιστικής εκπαιδευτικής του πολιτικής, ο Κεμάλ απαγόρευσε την αυτόνομη ύπαρξη ξένων και μειονοτικών σχολείων, τα οποία μετέτρεψε ουσιαστικά σε τουρκικά κρατικά σχολεία, εντάσσοντάς τα στην τουρκική στρατογραφειοκρατία.



Τα ιστορικά σχολεία της Πόλης



Η Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή (τουρκικά: Fener Rum Erkek Lisesi) είναι το αρχαιότερο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Κωνσταντινούπολης. Στο Φανάρι, στην κορυφή του πέμπτου λόφου της Πόλης και πολύ κοντά στο Πατριαρχείο αποφασίστηκε επί πατριαρχίας Ιωακείμ Γ΄ να χτιστεί νέο μεγαλόπρεπο κτήριο όπου και στεγάστηκε από το 1883 η Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή που βρίσκεται υπό την πνευματική εποπτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αρχιτέκτονας ήταν ο Κωνσταντίνος Δημάδης που κατασκεύασε το κτήριο σε σχήμα αετού έτσι ώστε οι 25 αίθουσές του να έχουν άπλετο φωτισμό και οι 500 και πλέον μαθητές του να διδάσκονται τα μαθήματά τους σε συνθήκες απόλυτης υγιεινής. Το κτήριο καταλαμβάνει 3.020 τ.μ. και αποκαλείται από τους ντόπιους συχνά «κόκκινο κάστρο» λόγω της εμφάνισής του. Η Μεγάλη του Γένους Σχολή ιδρύθηκε μετά την άλωση της Πόλης από τον Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο και με πρώτο διευθυντή τον Ματθαίο Καμαριώτη και λειτουργεί αδιαλείπτως από το 1454, παρέχοντας μόρφωση υψηλού επιπέδου. Απόφοιτοί της οι Δραγουμάνοι της Υψηλής Πύλης, οι ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας, γόνοι διαπρεπών Φαναριώτικων οικογενειών, αρκετοί Πατριάρχες και σχεδόν όλοι οι Μητροπολίτες του Οικουμενικού Θρόνου, μέχρι και πολιτικοί του Νέου Ελληνικού κράτους.

Το 1904 λειτούργησε στη Σχολή παιδαγωγικό τμήμα από όπου αποφοιτούσαν διδάσκαλοι οι οποίοι προσλαμβάνονταν σε επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στα χρόνια 1907-1924 λειτουργούσε στη Σχολή ανεξάρτητη Μουσική Σχολή, απογευματινή και τετρατάξια. Οι απόφοιτοί της προσλαμβάνονταν ως ιεροψάλτες σε διάφορους ναούς του Οικουμενικού Θρόνου. Σήμερα η Μεγάλη του Γένους Σχολή λειτουργεί ως σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Για να μπορούν να προσέλθουν περισσότεροι μαθητές και από τα μακρινά σημεία της Πόλης τέθηκε στη διάθεσή τους πούλμαν που ονομαζόταν παλιότερα «Κόκκινο λεωφορείο» επειδή είχε τα χρώματα της Σχολής. Και ενώ μέχρι το 1945 οι μαθητές είχαν φτάσει τους 500, σήμερα λόγω πολιτικών αιτίων και λόγω ενός τούρκικου νόμου που επιβάλλει στους απόφοιτους του δημοτικού να εγγράφονται μόνο σε γυμνάσιο της περιοχής τους, ο αριθμός των μαθητών έχει πέσει κατακόρυφα. Ο ελληνικός πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης ανέρχεται σήμερα στους 2.000 και οι μαθητές της Σχολής στους 55. Τα μαθήματα τα οποία διδάσκονται στην Ελληνική Γλώσσα είναι Αρχαία, Νέα Ελληνικά, Μαθηματικά, Φυσιογνωστικά, Φυσική, Χημεία, Φυσική Αγωγή, Θρησκευτικά, Καλλιτεχνικά, Μουσική, Φιλοσοφία, Λογική, Ιστορία της Τέχνης, Βιολογία, Υγιεινή, Ψυχολογία. Τα μαθήματα που διδάσκονται στην Τουρκική Γλώσσα είναι Τουρκικά, Ιστορία, Γεωγραφία, Ηθική, Κοινωνιολογία, Στρατιωτικά. Διδάσκουν 14 Έλληνες και 7 Τούρκοι καθηγητές. Οι απόφοιτοι της Σχολής μπορούν να εισάγονται στα Ανώτερα και Ανώτατα Εκπαιδευτήρια της Τουρκίας, της Ελλάδας και των Πανεπιστημίων της αλλοδαπής.



Το Ζάππειον Παρθεναγωγείον (τουρκικά: Ozel Zapyon Rum Kiz Lisesi),
ιδρύθηκε το 1885-1886 με δωρεά του μεγάλου εθνικού ευεργέτη Κωνσταντίνου Ζάππα. Οι μεγάλοι εθνικοί ευεργέτες Κωνσταντίνος και Ευάγγελος Ζάππας, ο πρώτος, ιδρυτής του Ζαππείου Μεγάρου (στην Αθήνα) και ο δεύτερος οραματιστής της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων, ευτύχησαν να δουν το μεγαλοπρεπές εκπαιδευτήριο Ζάππειο στην Πόλη και την πραγματοποίηση των Ολυμπίων Ζαππείων (στην Αθήνα). Ο Κωνσταντίνος Ζάππας ανταποκρίθηκε στις κοινωνικές ανάγκες της εποχής του και με προθυμία ανέλαβε την χορηγία των απαραίτητων οικονομικών πόρων για την ίδρυση ενός εκπαιδευτηρίου – πρότυπο για την εποχή. Το Σεπτέμβριο του 1875 γίνεται η έναρξη των μαθημάτων σε ενοικιασμένο κτήριο στην περιοχή Μνηματακίων της Πόλης. Το 1879 το Ζάππειο ανακηρύσσεται ισόβαθμο με το Αρσάκειο. Η πνευματική αυτή συνεργασία συνεχίζεται μέχρι σήμερα, μεταξύ του Ιδρυτού («Ιδρυτής» ονομάζεται το άτομο το οποίο είναι υπεύθυνο να εκπροσωπεί το σχολείο ενώπιον των Τουρκικών Αρχών) του Ζαππείου κ. Νικολάου Κεφάλα και του Προέδρου της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας Αθηνών, καθηγητού κ. Μπαμπινιώτη. Το 1881 αρχίζει η ανέγερση του ιδιόκτητου κτηρίου του Παρθεναγωγείου με τις ευλογίες του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄, ο οποίος και θέτει το θεμέλιο λίθο. Το 1885 και σε πανηγυρικό κλίμα γίνονται τα εγκαίνια του μεγαλοπρεπούς κτηρίου, το οποίο φιλοξενεί ως οικότροφους μαθήτριες από τις Ελληνικές κοινότητες της Ανατολής και των Βαλκανικών χωρών. Στο Παρθεναγωγείο τους παρείχαν την ηθική, μορφωτική και επιστημονική διαπαιδαγώγηση για την εκτέλεση του προορισμού των Ζαππίδων στο σπίτι και στην κοινωνία. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τα γεγονότα του ’55 όπου αν και είχε μεγάλες υλικές ζημιές -οι οποίες αποκαταστάθηκαν μέσα σε μισό χρόνο- και του ’64 -χρονιά που υπήρξε σοβαρή μείωση του μαθητικού πληθυσμού του σχολείου λόγο των απελάσεων Ελλήνων υπηκόων Κων/πολιτών, ο μαθητικός πληθυσμός μειώθηκε και το Ζάππειο συνέχισε την πορεία του, ως κοινοτικό σχολείο. Το 2000 το Ζάππειο Λύκειο έγινε μεικτό. Από τις απόφοιτες του Παρθεναγωγείου πάρα πολλές έχουν διακριθεί στον εκπαιδευτικό, πνευματικό, πολιτικό και κοινωνικό τομέα. Το Ζάππειο θεωρείται σχολείο ισότιμο του Αρσακείου και σε αυτό φοιτούσαν μόνο κορίτσια έως το έτος 2000, όταν λόγω έλλειψης μαθητριών αναγκάστηκε να γίνει μεικτό σχολείο. Για πρώτη φορά λειτούργησε το 1875 σε ενοικιαζόμενο παλαιό κτήριο και από το 1885 στεγάστηκε στο σημερινό ιδιόκτητο κτήριο κοντά στην Πλατεία Ταξίμ, δίπλα στον ναό της Αγίας Τριάδας. Η πρώτη διευθύντρια του Ζαππείου το 1875 ήταν η Καλλιόπη Κεχαγιά, που καταγόταν από την Προύσα και είχε διατελέσει ήδη διευθύντρια του Αρσακείου Αθηνών. Το 1879 το Ζάππειο έδωσε τις πρώτες έξι απόφοιτές του, μία εκ των οποίων, η Ευθαλία Αδάμ, πήρε υποτροφία και σπούδασε παιδαγωγικά στο Παρίσι. Αυτό για την εποχή του θεωρήθηκε αληθινή επανάσταση. Σε μια εποχή που οι γυναίκες δεν μορφώνονταν καν, οι μαθήτριες του Ζαππείου διέπρεπαν στις επιστήμες και αποτελούσαν την απόλυτη πρωτοπορία. Από τότε μέχρι τις μέρες μας το Ζάππειο κάνει τεράστιες προσπάθειες να φανεί αντάξιο της φήμης του και των προσδοκιών των χορηγών του. Ακόμα και σήμερα οι απόφοιτοί του πετυχαίνουν σε ποσοστό 100% στα τουρκικά πανεπιστήμια, παρόλο που οι εξετάσεις είναι πολύ δύσκολες. Δύο εκατομμύρια άτομα δίνουν εξετάσεις κάθε χρόνο στην Τουρκία και τα πανεπιστήμια παίρνουν μόλις το 10%. Πολλά δυνατά μυαλά μένουν έξω από την ανώτατη εκπαίδευση και γενικά ζορίζονται πολύ τα παιδιά στη γείτονα χώρα για να καταφέρουν να σπουδάσουν. Αυτός ο συναγωνισμός, όμως, έχει ως αποτέλεσμα το υψηλό επίπεδο των τουρκικών πανεπιστημίων. Τις μαθήτριες του Ζαππείου τις έλεγαν Ζαππίδες, όρος που επικράτησε έναντι του Ζαππιάδες, που προτάθηκε από ειδικούς στην Ελλάδα. Οι μαθήτριες του Ζαππείου δεν ξεχώριζαν μόνο για την εμφάνισή τους, αλλά και για την έφεσή τους προς τις τέχνες, καθώς φοιτούσαν μέσα σ’ ένα επιβλητικό περιβάλλον γεμάτο με διάσπαρτα έργα τέχνης, που δεν βρίσκονταν πίσω από βιτρίνες όπως στα μουσεία, αλλά ήταν διαθέσιμα για διαρκή και άμεση αισθητική καλλιέργεια. Οι Έλληνες της Πόλης παρείχαν στα παιδιά τους εκπαίδευση που διακινεί όλες τις αισθήσεις και γι’ αυτό οι Κωνσταντινοπολίτες, παρά τους οικονομικούς διωγμούς, παραμένουν αριστοκρατικές προσωπικότητες. Δεν απέκτησαν αρχοντιά από τα πλούτη, αλλά από ευγένεια ψυχής. Οι καλλιτεχνικές ευαισθησίες είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό των Ελλήνων της Πόλης από την εποχή του Βυζαντίου μέχρι σήμερα. «Ο σκοπός ήταν να μορφώσουν τις μελλοντικές διδασκάλισσες αλλά, ακόμη κι αν δεν συνέβαινε αυτό, οι θυγατέρες των καλών οικογενειών θα έπρεπε να μορφωθούν αφού θα γίνονταν μητέρες και θα ανέτρεφαν τις επόμενες γενιές που θα κατοικούν στην Πόλη και θα λέγονται Πολίτισσες» λέει η κυρία Φιλίππου, η σημερινή διευθύντρια του Σχολείου. Επίσης, υπογραμμίζει την αγαστή συνεργασία με τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία, τη βοήθεια του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων, τις συνδρομές από τις αποφοίτους, αλλά «η έννοια δεν σταματά...», όπως χαρακτηριστικά συμπληρώνει. «Εδώ βρίσκεται ένα κομμάτι του ελληνικού πολιτισμού. Πιστεύω ότι μια μέρα θα μεριμνήσουν κάποιοι παράγοντες ώστε να μη χαθεί αυτό το κόσμημα. Και παραμένω αισιόδοξη. Εργάζομαι εδώ επειδή πιστεύω ότι είναι χρέος μας να προσέξουμε αυτό το ιστορικό σχολείο...»

Στο κεφαλόσκαλο της μεγάλης εσωτερικής σκάλας του Ζαππείου είχε τοποθετηθεί από το 1916 το μαρμάρινο άγαλμα του Κωνσταντίνου Ζάππα, που είναι εφάμιλλης γλυπτικής αξίας με εκείνο που υπάρχει στο Ζάππειο Μέγαρο της Αθήνας. Στα ανθελληνικά όμως επεισόδια του 1955, ο τουρκικός όχλος εισέβαλε στο σχολείο και μεταξύ άλλων καταστροφών έσπρωξε το άγαλμα, που έσπασε σε τρία κομμάτια. Οι Ρωμιοί με μεγάλο κόπο, λόγω του βάρους των δύο τόνων, μάζεψαν τα κομμάτια και τα τοποθέτησαν πίσω από το κεφαλόσκαλο. Οι τουρκικές αρχές έδωσαν εντολή να επισκευαστούν τα σκαλοπάτια που καταστράφηκαν από την πτώση του αγάλματος, ίσως για να επαλειφθούν τα σημάδια των βανδαλισμών. Οι τότε υπεύθυνοι του σχολείου χρησιμοποίησαν με βαριά καρδιά υποδεέστερα τοπικά μάρμαρα στα σκαλοπάτια, που δεν είχαν καμία σχέση με τα πρώτης ποιότητας αρχικά μάρμαρα Πεντέλης. Το σπασμένο άγαλμα του Ζάππα έμεινε επί 44 ολόκληρα χρόνια στο κεφαλόσκαλο να μαυρίζει, μέχρι που κάποιοι Ρωμιοί βρήκαν το θάρρος να ενώσουν τα κομμάτια του και να το φυλάξουν προσωρινά σε κάποια αίθουσα για άλλα 11 χρόνια. Όταν το 2010, στο πλαίσιο μιας επίσκεψης Τούρκου υπουργού στην Αθήνα, ανακοινώθηκε ότι τα ελληνικά αγάλματα της Πόλης θα αναστηλωθούν στην αρχική τους θέση, η ελληνική κοινότητα έφερε αμέσως γερανό και αναστήλωσε το άγαλμα του Ζάππα. Στις 17 Οκτωβρίου 2010, ο Πατριάρχης έκανε λειτουργία στον γειτονικό ναό της Αγίας Τριάδας και αμέσως μετά ευλόγησε τα αποκαλυπτήρια του αγάλματος στο Ζάππειο. Τα τελευταία χρόνια το σχολείο έχει λιγοστούς μαθητές -αλλά αποτελεί το πιο πολυπληθές της Πόλης. Διαθέτει κοντά 90 μαθητές σε όλες τις βαθμίδες. Φιλοξενεί επίσης ένα από τα δυο νηπιαγωγεία, στα οποία πηγαίνουν Ρωμιόπαιδα.



Το Ζωγράφειο Λύκειο (τουρκικά: Özel Zoğrafyon Rum Lisesi) βρίσκεται στο κέντρο της Πόλης, σε μικρή απόσταση από το Πέραν. Είναι ένα από τα λίγα εναπομείναντα ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Κωνσταντινούπολη. Το σχολείο βρίσκεται στο κέντρο της Πόλης σε ένα στενό κάθετα στον κεντρικό πεζόδρομο του Πέραν της Κωνσταντινούπολης, πολύ κοντά στο ελληνικό προξενείο, που βρίσκεται στον εν λόγω πεζόδρομο. Η ιστορία του Ζωγραφείου σχολείου ανάγεται στον 19ο αιώνα, όταν υπήρξαν ανάγκες για εκπαιδευτική στέγαση, μιας και το Ζάππειον Μέγαρο από μόνο του δεν μπορούσε να καλύψει αυτές τις ανάγκες. Επίσης η σχολή που λειτουργούσε στο Σταυροδρόμι της Παναγίας είχε πάνω από 800 μαθητές και έτσι αποφασίστηκε να γίνει ένας έρανος για να χτιστεί ένα καινούριο και σύγχρονο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Έτσι πολλοί ήταν εκείνοι που πρόσφεραν για το έργο αυτό, με κορυφαίο τον διαμένοντα στο Παρίσι Χρηστάκη Ζωγράφο, ο οποίος είχε δώσει πάνω από 10.000χρυσές λίρες της εποχής. Το 1890 η γενική συνέλευση της κοινότητας αποφάσισε σε ένδειξη τιμής να ονομαστεί το σχολείο Ζωγράφειο. Στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό υπερίσχυσε η πρόταση του αρχιτέκτονα Περικλή Φωτιάδη και έτσι πραγματοποιήθηκε το χτίσιμο του σχολείου έτσι ακριβώς όπως είναι σήμερα. Το 1899 το Ζωγράφειο έδωσε τους πρώτους αποφοίτους του. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του επί 34 χρόνια Διευθυντή του κ. Φραγκόπουλου, πριν τις απελάσεις του 1964 υπήρχε το αδιαχώρητο από πλευράς μαθητών (περί τους 730), με αποτέλεσμα να κατεδαφισθεί η στέγη και να ανεγερθεί ένας ακόμη όροφος. Τα προηγούμενα χρόνια το σχολείο είχε μια πραγματική άνθηση και πάντα πάνω από 350 μαθητές. Δυστυχώς το Σχολείο πλήρωσε πολύ ακριβά κάθε ελληνοτουρκική διένεξη, έτσι οι μαθητές του μειώθηκαν σταδιακά το 1955 (Σεπτεμβριανά), το 1964 (απελάσεις Κωνσταντινουπολιτών) και το 1974 (Εισβολή Αττίλα στην Κύπρο). Σήμερα και εδώ παρατηρείται σημαντική συρρίκνωση του μαθητικού δυναμικού, το οποίο δεν είναι περισσότεροι από 54 μαθητές και 20 εκπαιδευτικούς. Ο Διευθυντής, κ. Δερμιτζόγλου Ιωάννης, έχει τονίσει πολλές φορές ότι από τους 92 μαθητές που ξεκίνησαν το 1972 στη δική του τάξη, αποφοίτησαν το 1978 οι 37 και σήμερα μόλις 4 έχουν απομείνει στην Κωνσταντινούπολη. «Σήμερα στο σχολείο μας φοιτούν 49 μαθητές από την Α΄ γυμνασίου ως την Δ΄ λυκείου» αναφέρει σε μια συνέντευξή του, μεταξύ αυτών και οι δύο κόρες του. «Δεν μας αρέσουν όμως τα μνημόσυνα. Πιστεύουμε ότι και οι λίγοι αξίζουν τα καλύτερα και δεν σταματάμε να ονειρευόμαστε. Τι θεωρούμε κέρδος μας; Να προσθέσουμε έστω κι έναν μαθητή στις τάξεις μας. Δεν έχουμε περιθώριο να χάσουμε χρόνο. Θέλουμε να δικαιώσουμε τους υποστηρικτές, απόφοιτους και ελλαδίτες φίλους, που κάνουν δυνατή τη λειτουργία του σχολείου, αφού μέσα από την προσφορά τους συνεχίζει να ζει το Ζωγράφειο. Προσπαθώ τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο να διατηρηθούν ζωντανά τα ήθη και τα έθιμά μας. Τι είναι αυτό που λείπει από το Ζωγράφειο; Το έμψυχο υλικό. Εννοώ τους μαθητές και όχι τους δασκάλους. Εμείς είμαστε μια μερίδα ανθρώπων που πληρώσαμε καλώς ή κακώς τις καλές και τις δύσκολες ημέρες μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και κάθε πρόβλημα που υπήρξε στη Μεγαλόνησο το οποίο είχε αντίκτυπο στα μέρη μας. Θα υπάρξει επόμενη γενιά;», αναρωτιέται προβληματισμένος ο κος Δεμιρτόγλου. Το 2004 στην Αθήνα ιδρύθηκε ο σύλλογος «Φίλοι του Ζωγραφείου Λυκείου Κωνσταντινούπολης», με στόχο την ανεύρεση πόρων για την εύρυθμη λειτουργία του σχολείου.



Στο νησί της Χάλκης, το τρίτο από τα Πριγκηπόνησα στη θάλασσα του Μαρμαρά, όπου βρίσκεται η Θεολογική Σχολή, κλειστή από το 1971. Η Σχολή είναι χτισμένη στο «Λόφο της Ελπίδος» του νησιού, με κάτοψη σε σχήμα Π, που «αγκαλιάζει» το καθολικό της Μονής της Αγίας Τριάδος και οι σημερινές εγκαταστάσεις είναι δημιουργήματα του τέλους του 19ου αιώνα, αφού ο σεισμός του 1894 κατάστρεψε τις εγκαταστάσεις, που είχαν δημιουργηθεί πενήντα χρόνια πριν. Πριν κλειστεί από τις τούρκικες αρχές το 1971 ήταν η κύρια θεολογική σχολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Η σχολή στεγαζόταν αρχικά στη σταυροπηγιακή Μονή της Αγίας Τριάδας, στη Χάλκη, η οποία είχε ιδρυθεί από τον Πατριάρχη Φώτιο Α΄ της Κωνσταντινούπολης (858-861 και 878-886). Το 1844, ο Πατριάρχης Γερμανός Δ΄ κατά την πρώτη του πατριαρχεία (1842-1845), ίδρυσε το 1843 θεολογική Σχολή στις εγκαταστάσεις της μονής της Αγίας Τριάδας, την οποία και εγκαινίασε το αμέσως επόμενο έτος στις 13 Σεπτεμβρίου 1844. Όλα τα κτήρια εκτός από ένα παρεκκλήσι καταστράφηκαν στο μεγάλο σεισμό που συνέβη στη Κωνσταντινούπολη στις 28 Ιουνίου του 1894 με συνέπεια να διακοπεί η λειτουργία της. Μετά από εκτεταμένες επισκευές και αναστηλώσεις από τον αρχιτέκτονα Περικλή Φωτιάδη, διάρκειας 17 μηνών, η σχολή με νέο πλέον κτίριο εγκαινιάστηκε στις 1 Οκτωβρίου του 1896. Σημαντική ανακαίνιση έγινε στη δεκαετία του '50. Οι θεολογικές εγκαταστάσεις περιλαμβάνουν το Παρεκκλήσιo της Αγίας Τριάδoς, κοιτώνες, αναρρωτήριο, γραφεία, και την πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη η οποία κατέχει σημαντική ιστορική συλλογή βιβλίων, περιοδικών και χειρογράφων. Πολλοί Ορθόδοξοι θεολόγοι, ιερείς, επίσκοποι και πατριάρχες φοίτησαν στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης, συμπεριλαμβανομένου και του Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Οι φοιτητές στη Χάλκη περιλάμβαναν όχι μόνο γηγενείς Έλληνες, αλλά και Ορθόδοξους Χριστιανούς από όλο τον κόσμο, προσδίδοντας στη σχολή έναν διεθνή χαρακτήρα. Επίσης, πολλοί πατριάρχες, επίσκοποι και πρώην δάσκαλοι έχουν ταφεί σε ειδική περιοχή του κήπου.

Το 1971 η σχολή έκλεισε εξαιτίας ενός τουρκικού νόμου που απαγόρευε τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων. Το 1998 η επιτροπή ιδιοκτητών της σχολής διατάχθηκε να διαλυθεί, αλλά διεθνής κριτική έπεισε την Άγκυρα να ακυρώσει τη διαταγή. Η Χάλκη έχει λάβει διεθνή προσοχή τα τελευταία χρόνια. Τον Οκτώβριο του 1998, το Κογκρέσο των ΗΠΑ υποστήριξε την επαναλειτουργία της Χάλκης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αναφέρει επίσης το ζήτημα στις διαπραγματεύσεις για την τουρκική προσχώρηση στην ΕΕ. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον επισκέφθηκε τη Χάλκη στην επίσκεψή του στην Τουρκία το 1999 και ζήτησε από τον Τούρκο Πρόεδρο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ να επιτρέψει την επαναλειτουργία της σχολής. Τον Αύγουστο του 2011, ο Τούρκος Πρωθυπουργός Ερντογάν αποφάσισε με διάταγμα ότι τα ακίνητα και τα θρησκευτικά κτίρια του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης, τα οποία κατασχέθηκαν στο παρελθόν πρέπει να επιστραφούν προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Τον Σεπτέμβριο του 2011 ο Μητροπολίτης της Προύσας, ο Ελπιδοφόρος Λαμπρινίδης διορίστηκε ηγούμενος της Μονής της Αγίας Τριάδας, όπου στεγάζεται η Θεολογική Σχολή. Οι προετοιμασίες για την «επόμενη μέρα» έχουν ξεκινήσει. Η Σχολή είναι έτοιμη να δεχθεί τους 25 φοιτητές του πρώτου έτους. Οι επίσημες γλώσσες, υποχρεωτικές για όλους τους σπουδαστές, θα είναι η ελληνική και η αγγλική. Οι φοιτητές στη Χάλκη, όπως ίσχυε και παλιά, θα προέρχονται από όλο τον κόσμο, μεταξύ αυτών και από άλλες Ορθόδοξες και Χριστιανικές Εκκλησίες. Σε ερώτηση γιατί να ανοίξει η Σχολή της Χάλκης, τη στιγμή που υπάρχουν Σχολές στην Ελλάδα, αλλά και στη Βοστόνη, ο Μητροπολίτης Προύσης λέει χαρακτηριστικά: «Η Σχολή προϋπήρχε και έκλεισε με έναν άδικο και προσβλητικό τρόπο, και για την Εκκλησία μας και για την Ομογένειά μας. Η Σχολή λειτουργούσε από το 1844, αδιαλείπτως. Έδωσε Πατριάρχες, Προκαθημένους σ’ όλη την Ορθοδοξία. Επομένως, είναι μία από τις Σχολές οι οποίες αποτελούν για την Εκκλησία και για το Πατριαρχείο μας έναν θεσμό. Πέρα από αυτό, υπάρχει και το θέμα του ανθρωπίνου δικαιώματος στην Παιδεία. Ο κάθε απόφοιτος της Χάλκης είναι ένας Οικουμενικός κληρικός. Είναι εκείνος, που θα μπορεί να πάει οπουδήποτε στον Κόσμο, να αναλάβει οποιαδήποτε ενορία, θα ομιλεί ξένες γλώσσες, θα μπορεί να έχει επικοινωνία με το γείτονά του, τον Ρωμαιοκαθολικό, τον Προτεστάντη, τον Εβραίο, τον Μουσουλμάνο, και δεν θα “γκετοποιεί” την Ορθοδοξία.» Παράλληλα και το Οικουμενικό Πατριαρχείο ελπίζει ότι οι υποσχέσεις από την τουρκική κυβέρνηση ότι θα επιτραπεί η επαναλειτουργία της Χάλκης θα τηρηθούν.

Το Παλαιό Κεντρικό Παρθεναγωγείο εγκαινιάστηκε στις 12 Οκτωβρίου 1893 και ο Στέφανος Ζαφειρόπουλος ήταν ο εμπνευστής και ιδρυτής του σχολείου. Τα δύο αδέρφια είχαν δωρίσει 6.000 λίρες και το οικόπεδο του σχολείου στο οποίο έγινε και το κτήριο. Το σχολείο προϋπήρχε σαν μια ξύλινη παράγκα όπως περιγράφεται. Οι ανάγκες, όμως, αφού από την πρώτη μέρα λειτουργίας του είχε 100 μαθητές, το έκαναν να έχει μεγάλη επιτυχία και αποδοχή. Μερικοί από τους ευεργέτες ήταν η τσαρική οικογένεια της Ρωσίας, ο Γεώργιος Ζαρίφης, ο Στέφανος Ράλλης, ο Κλεάνθης Καλλιάδης κ.λπ.

Το Ιωακείμειο γυμνάσιο - λύκειο θηλέων έχει μια μακρόχρονη όσο και πολύ έντονη ιστορία. Οι ανάγκες για ένα εκπαιδευτήριο το οποίο θα κάλυπτε την μόρφωση και εκπαίδευση για τις νεαρές Ελληνίδες της Πόλης από τις διάφορες πολυπληθείς συνοικίες, έφεραν σαν θα ανταποκρινόταν σε αυτές τις ανάγκες. Έτσι το σχολείο που ανέθρεψε γενιές και γενιές κοριτσιών της Ελληνικής Πολίτικης Ομογένειας δημιουργήθηκε το 1884 έπειτα από δωρεά 2.000 και πλέον χρυσών λιρών που άφησε στη διαθήκη του ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Β'. Χτίστηκε από τον αρχιτέκτονα Β, Ιωαννίδη. σε δυο οικόπεδα που είχε δωρίσει ο Πατριάρχης. Το Ιωακείμειο παρθεναγωγείο βρισκόταν υπό την διοίκηση και άμεση εξάρτηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Εδώ και λίγα χρόνια οι εργασίες του έχουν ανασταλεί μιας και δεν υπάρχει μεγάλος αριθμός μαθητριών.

Η Αστική Σχολή του Γαλατά ιδρύθηκε περίπου το 1910 και έδινε διπλώματα αναφορικά με κάποια επαγγέλματα. Η ιστορική της πορεία είχε άμεση συνάρτηση με τις μαθήτριες, μιας και στην αρχή ήταν θηλέων. Έπειτα από τον Μικρασιατικό πόλεμο, το πρόγραμμα του σχολείου εμπλουτίστηκε με περισσότερα μαθήματα τεχνολογικής κατεύθυνσης και σιγά σιγά για ένα διάστημα το σχολείο άρχισε να δέχεται και αγόρια. Μετά από τα Σεπτεμβριανά του 1955 όταν έγιναν οι ανθελληνικές εκδηλώσεις και οι διωγμοί εις βάρος της ελληνικής κοινότητας, το σχολείο άρχισε να έχει όλο και λιγότερους μαθητές. Το σχολείο διοικούνταν από τη διεύθυνση του Ζωγραφείου σχολείου μιας και οι μαθητές του προέρχονταν κυρίως από το Ζωγράφειο χωρίς αυτό να είναι απόλυτο. Σήμερα το κτήριο του σχολείου παραμένει έρημο.

Αντί επιλόγου

Πήρε ολόκληρες δεκαετίες στους Τούρκους να κάνουν απλή αναφορά στις πληγές που προκάλεσαν στους Ρωμιούς, αλλά σιωπούν ένοχα μπροστά στον αφανισμό των ελληνικών σχολείων της Πόλης. Το τουρκικό κατεστημένο δεν επιτρέπει στα ελληνόπουλα χωρίς τουρκική υπηκοότητα να φοιτήσουν στα ελληνικά σχολεία της Πόλης. Έτσι, τα παιδιά των Ελλήνων, που ζουν για επιχειρηματικούς λόγους στην Κωνσταντινούπολη, αναγκάζονται να φοιτούν σε ξένα κολέγια, τη στιγμή που δίπλα τους λειτουργούν μεγαλειώδη ελληνικά σχολεία, με Έλληνες καθηγητές και ελληνικό αναλυτικό πρόγραμμα. Όταν ξεμείνουν εντελώς από μαθητές τα ρωμαίικα σχολεία, θα κατασχεθούν τα κτήριά τους, σύμφωνα με τουρκικό νόμο. Η προοπτική της ευρωπαϊκής ένταξης της Τουρκίας, η γενικότερη αλλαγή κλίματος που παρατηρείται σε μια σημαντική μερίδα της τουρκικής κοινωνίας, η οποία «νοσταλγεί» το πολυφυλετικό της παρελθόν, η ελάττωση του φόβου και της κινδυνολογίας, η μεγαλύτερη συμμετοχή των νέων της μειονότητας στο πολιτικό γίγνεσθαι, η εγκατάσταση ελληνικών επιχειρήσεων στην Τουρκία, αποτελούν ορισμένα νέα δεδομένα, τα οποία στην εξέλιξή τους μπορεί να οδηγήσουν και σε μια προοπτική «ανοίγματος» των σχολείων όχι μόνο στους ρουμ ορτοντόξ, αλλά και σε κάθε ντόπιο ή ξένο μαθητή. Και ας μην ξεχνούμε ότι ανεξάρτητα από τη δημογραφική της κατάσταση, η ρωμαίικη μειονότητα αποτελεί σήμερα, από ιστορική και πολιτισμική, τουλάχιστον, άποψη, την πιο αυτονόητη γέφυρα που ενώνει την Τουρκία με την Ευρώπη.

Άρθρο στο περιοδικό "5+1"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου