Το πρώτο του φιλί
Είναι κάτι μνήμες, μικρές και μακρινές, που σε συντροφεύουν δεκαετίες κι όταν έρχονται απρόσκλητες στο μυαλό, σου απαλύνουν το σκοτάδι που η ζωή πολλές φορές μας επιφυλάσσει. Είναι σαν τα φτωχά ψιχουλάκια από το αντίδωρο που πέφτουν στο χώμα από τον απρόσεκτο χριστιανό, που μετά το τέλος της λειτουργίας βγαίνει στο προαύλιο της εκκλησίας και τρώει σε μικρές μπουκιές το αγιασμένο σώμα του Χριστού. Τότε τα σπουργίτια έρχονται και λαίμαργα τα τσιμπολογάνε προσπαθώντας να κοπάσουν λίγο την πείνα τους. Έτσι κι οι μνήμες. Εκεί που η καταιγίδα ανταριάζει τη ζωή σου αυτές σπάνε το αδιαπέραστο τείχος από τα νέφη που κρύβουν τον ουρανό και μια στενή δέσμη φωτεινών ακτίνων του ήλιου κατορθώνει να ζεστάνει την παγωμένη διάθεσή σου, να θωπεύσει τον σπόρο ελπίδας και χαράς που ζει ίσως κοιμισμένος εντός σου.
Το θυμόταν σαν να έγινε χθες, ενώ πέρασαν τόσα και τόσα ταραγμένα χρόνια. Ήταν στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου, που στην ιδιαίτερη πατρίδα του για πρακτικούς λόγους και εξ ανάγκης, το σχολείο ήταν μεικτό σε αντίθεση με όλα τα γυμνάσια της χώρας, όπου με την στενή και σεμνότυφη αντίληψη της εποχής τ’ αγόρια και τα κορίτσια έπρεπε να πηγαίνουν σε ξεχωριστά σχολεία που βρίσκονταν σε ξεχωριστά κτίρια. Να μην μπαίνουν, λέει, σε πειρασμούς. Όμως οι ορμονικές λειτουργίες μπορούν να ησυχάσουν και να υπακούσουν στις κρατικές απαγορεύσεις;
Είχανε μάθημα Αρχαίων. Κύρου Ανάβασις. Κι ο καλός φιλόλογος διάνθιζε το μάθημα με ιστορίες των πρωταγωνιστών αυτής της ενδιαφέρουσας περιπέτειας. Θέλω εδώ να θυμίσω ότι τότε οι γνώσεις ήταν είδος «εν ανεπαρκεία» κι έτσι τέτοιες ευκαιρίες ήταν σπάνιες κι όταν υπήρχαν συγκέντρωναν ευχαρίστως την προσοχή εκείνων που είχαν την περιέργεια να μάθουν. Οι πληροφορίες δεν κυκλοφορούσαν τόσο αυτονόητα όπως διαδίδονται σήμερα. Βιβλία στα σπίτια ήταν πολύ λίγα έως ανύπαρκτα, οι εγκυκλοπαίδειες κλειδωμένες στις βιβλιοθήκες. Η τηλεόραση ήταν ακόμα όνειρο μακρινού μέλλοντος. Μόνο οι τοπικές εφημερίδες κι αυτές στο καφενείο κι αν τύχει και είναι ελεύθερες από τους μεγάλους που είχαν προτεραιότητα.
Στη μέση του μαθήματος άνοιξε απότομα η πόρτα ταράζοντας όχι μόνο τους μαθητές, αλλά και τον ίδιο τον καθηγητή. Τότε κι αυτός ήταν συνεχώς υπό τον έλεγχο του γυμνασιάρχη και του επιθεωρητή. Η προαγωγή ή η μετάθεση του ήταν κυρίως υπόθεση της έκθεσης που θα υπέβαλλαν αυτοί οι δυο για το έργο του. Η απότομη είσοδος δεν ήταν όμως για κακό. Ο γυμνασιάρχης έφερνε στην αίθουσα μια νέα μαθήτρια, που συνοδευόταν από τον πατέρα της, ανώτερο κρατικό υπάλληλο σε μια γεωργική υπηρεσία όπως πληροφορήθηκαν αργότερα. Μετά τις αναγκαίες συστάσεις οι μεγάλοι αποχώρησαν και το κορίτσι κάθισε μόνο του σ’ ένα απ’ τα άδεια θρανία της τάξης. Θα ήταν συμμαθήτριά τους. Μέσα στον περιορισμένο χώρο του σχολείου, αλλά και της συνοικίας τους αυτό ήταν γεγονός. Εκεί στο προαύλιο την παρατήρησε για πρώτη φορά. Από μακριά μέτραγε με τα μάτια τα χαρακτηριστικά της και τα θαύμαζε. Μικροκαμωμένη με συμμετρικά κατανεμημένα τα μέρη του σώματός της, όσο βέβαια του επέτρεπε να δει η ολόσωμη μπλε ποδιά και το λευκό στρογγυλό γιακαδάκι που κύκλωνε το λαιμό. Μακριά ίσα καστανά μαλλιά δεμένα πίσω με μια άσπρη κορδέλα. Μάτια μεγάλα που κοιτούσαν γεμάτα περιέργεια τους ανθρώπους και τα αντικείμενα. . Στην αρχή ήταν μόνη της μα σύντομα την πλησίασαν δυο κορίτσια της τάξης. Αυτός δεν τόλμησε. Ήταν πάντα διστακτικός κι εσωστρεφής.
Στις επόμενες μέρες θα έρχονταν περισσότερες πληροφορίες.. Ο πατέρας της πήρε ξαφνική μετάθεση κι προσωρινά θα άφηναν τη μοναχοκόρη τους στην αδελφή της μάνας της, που ζούσε στη γειτονιά μας.. Στην αρχή απροσανατόλιστη στο νέο περιβάλλον κινούνταν διστακτικά. Σύντομα όμως πήρε το θάρρος και προσαρμόστηκε με άνεση στις ιδιαιτερότητες του νέου χώρου και έδειξε ότι είχε τον απαιτούμενο αέρα για τις κοινωνικές δραστηριότητες.. Δεν ήταν κακή ή αδιάφορη μαθήτρια. Έκοβε το μυαλό της, μόνο που δεν χώνευε τα μαθηματικά. Τα είχε πάρει απ’ την αρχή με κακό μάτι κι είχε κενά. Άλγεβρα και Γεωμετρία. Γι αυτόν, αντίθετα, ήταν η μεγάλη του αγάπη. Αφοσίωση έως ανωμαλίας. Έτσι ήρθε το πλησίασμα. Είχαν περάσει ήδη αρκετές μέρες στο νέο περιβάλλον όταν την πρωτοβουλία την πήρε εκείνη
«Κώστα, να σου πω κάτι; Δυσκολεύομαι στα μαθηματικά. Εσύ βλέπω είσαι σαΐνι. Θα ήθελες να με βοηθήσεις;»
«Ό,τι θέλεις Αργυρώ. Είμαι στη διάθεσή σου!»
«Θα σου πω αύριο»
Τον γέμισε η προσδοκία. Λες να βρεθούνε μόνοι τους κοντά; Που ξέρεις;
Την άλλη μέρα χαρούμενη του είπε
«Ρώτησα τη θεια μου και μου είπε ναι! Αρκεί νάναι κι αυτή παρούσα. Δυστυχώς πρέπει να έρχεσαι στο σπίτι μας. Μπορείς Κώστα;»
Ήταν δυνατόν να πει όχι;
Η αρχή έγινε από την επόμενη κιόλας μέρα. Κάθισαν δίπλα- δίπλα στο τραπέζι της κουζίνας κι η θεία στον νεροχύτη έκανε δουλειές.
Ιδιότητες κι ασκήσεις στα ισοσκελή τρίγωνα για τη Γεωμετρία. Ταυτότητες κι απλοποιήσεις αλγεβρικών παραστάσεων στην Άλγεβρα. Εξηγήσεις σιγά-σιγά, ερμηνευτικά λόγια, ερωτήσεις εκατέρωθεν ήταν το περιεχόμενο του πρώτου μαθήματος. Η θεία δίπλα απίκο λες και είχε να πλύνει τα πιάτα ενός συντάγματος. Στο επόμενο μάθημα που έγινε μια από τα ίδια, αλλά αυτή τη φορά η θεία είχε επισκέψεις κι έπρεπε να μένει στο σαλόνι. Στο μάθημα ήταν μόνοι. Όμως συχνά, για το φόβο των Ιουδαίων, έμπαινε στην κουζίνα και ρωτούσε μη θέλουν κάτι. Τον φίλευε, άλλωστε, με σταφίδες και ξηρούς καρπούς και αυτός τα τιμούσε δεόντως.
Ο ίδιος κούτσουρο θα έμενε ακίνητος στον αιώνα τον άπαντα. Πάλι εκείνη είχε τον πρώτο λόγο. Αισθάνθηκε το μπούτι της να τον ακουμπάει με πίεση και να τον κοιτάει ενώ συγχρόνως είχε τον νου της και στην πόρτα. Άμαθος και παρθένος από αντίστοιχες εμπειρίες ανατρίχιασε σ’ όλο του το σώμα. Απλώς γύρισε και την κοίταξε αμίλητος. Εκείνη πιο τολμηρή του έπιασε το χέρι και το ακούμπησε στιγμιαία στο στήθος της. Ένας θόρυβος τους έκανε να απομακρυνθούν, αλλά μετά από λίγο το κορίτσι τον ξαναπλησίασε και τώρα το πρόσωπό της προσέγγισε το δικό του. Θέλοντας και μη, με το φόβο κυρίαρχο μέσα του, ακούμπησε απαλά τα χείλη του στα δικά της κι εκείνη ανταποκρίθηκε πιο τολμηρά πιέζοντας τα δικά της ενώ συγχρόνως άνοιγε το στόμα. Ένιωσε στο στόμα του το σάλιο της κι άρχισε να τρέμει. Η αναστάτωση ήταν γι αυτόν πρωτόφαντη. Νέος θόρυβος τους απομάκρυνε πάλι. Αυτή τη φορά οριστικά. Η θεια ήρθε μέσα και τους είπε να τελειώνουν γιατί θέλουν να την δουν οι επισκέπτες της. Αυτό ήταν! Στη συνέχεια η εξέλιξη των πραγμάτων ήταν ραγδαία, τόσο που δεν πρόλαβε να την ξαναδεί. Την επόμενη μέρα ο πατέρας της ήρθε και την πήρε μαζί του στη νέα θέση που τοποθετήθηκε.
Αυτός έμεινε με τη ζωντανή αίσθηση του πρώτου φιλιού, της παρθενικής επαφής του με το άλλο φύλο. Κάποιος τρίτος με τα σημερινά δεδομένα θα έλεγε
«Μωρέ και τι ήταν;»
Κι όμως δε θα μπορεί να καταλάβει πως αυτό το απλό συμβάν εκείνον τον σημάδευσε οριστικά. Ενώ η ζωή του επεφύλαξε στη συνέχεια αρκετούς δεσμούς, το βιαστικό πρώτο φιλί κάθε φορά που το φέρνει στον νου του δίνει ακέρια την έντονη πρώτη συγκίνηση. Για το κορίτσι δεν ξέρει τίποτα. Ούτε κι έψαξε να την βρει. Εκείνη θα θυμάται άραγε αυτό το φιλί; Προτιμάει η απάντηση στο ερώτημα να μείνει μετέωρη κι αμφίβολη. Θα ήθελε όμως κάτι να έχει μείνει και σ’ αυτήν.
Είναι κάτι μνήμες, μικρές και μακρινές, που σε συντροφεύουν δεκαετίες κι όταν έρχονται απρόσκλητες στο μυαλό, σου απαλύνουν το σκοτάδι που η ζωή πολλές φορές μας επιφυλάσσει. Είναι σαν τα φτωχά ψιχουλάκια από το αντίδωρο που πέφτουν στο χώμα από τον απρόσεκτο χριστιανό, που μετά το τέλος της λειτουργίας βγαίνει στο προαύλιο της εκκλησίας και τρώει σε μικρές μπουκιές το αγιασμένο σώμα του Χριστού. Τότε τα σπουργίτια έρχονται και λαίμαργα τα τσιμπολογάνε προσπαθώντας να κοπάσουν λίγο την πείνα τους. Έτσι κι οι μνήμες. Εκεί που η καταιγίδα ανταριάζει τη ζωή σου αυτές σπάνε το αδιαπέραστο τείχος από τα νέφη που κρύβουν τον ουρανό και μια στενή δέσμη φωτεινών ακτίνων του ήλιου κατορθώνει να ζεστάνει την παγωμένη διάθεσή σου, να θωπεύσει τον σπόρο ελπίδας και χαράς που ζει ίσως κοιμισμένος εντός σου.
Το θυμόταν σαν να έγινε χθες, ενώ πέρασαν τόσα και τόσα ταραγμένα χρόνια. Ήταν στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου, που στην ιδιαίτερη πατρίδα του για πρακτικούς λόγους και εξ ανάγκης, το σχολείο ήταν μεικτό σε αντίθεση με όλα τα γυμνάσια της χώρας, όπου με την στενή και σεμνότυφη αντίληψη της εποχής τ’ αγόρια και τα κορίτσια έπρεπε να πηγαίνουν σε ξεχωριστά σχολεία που βρίσκονταν σε ξεχωριστά κτίρια. Να μην μπαίνουν, λέει, σε πειρασμούς. Όμως οι ορμονικές λειτουργίες μπορούν να ησυχάσουν και να υπακούσουν στις κρατικές απαγορεύσεις;
Είχανε μάθημα Αρχαίων. Κύρου Ανάβασις. Κι ο καλός φιλόλογος διάνθιζε το μάθημα με ιστορίες των πρωταγωνιστών αυτής της ενδιαφέρουσας περιπέτειας. Θέλω εδώ να θυμίσω ότι τότε οι γνώσεις ήταν είδος «εν ανεπαρκεία» κι έτσι τέτοιες ευκαιρίες ήταν σπάνιες κι όταν υπήρχαν συγκέντρωναν ευχαρίστως την προσοχή εκείνων που είχαν την περιέργεια να μάθουν. Οι πληροφορίες δεν κυκλοφορούσαν τόσο αυτονόητα όπως διαδίδονται σήμερα. Βιβλία στα σπίτια ήταν πολύ λίγα έως ανύπαρκτα, οι εγκυκλοπαίδειες κλειδωμένες στις βιβλιοθήκες. Η τηλεόραση ήταν ακόμα όνειρο μακρινού μέλλοντος. Μόνο οι τοπικές εφημερίδες κι αυτές στο καφενείο κι αν τύχει και είναι ελεύθερες από τους μεγάλους που είχαν προτεραιότητα.
Στη μέση του μαθήματος άνοιξε απότομα η πόρτα ταράζοντας όχι μόνο τους μαθητές, αλλά και τον ίδιο τον καθηγητή. Τότε κι αυτός ήταν συνεχώς υπό τον έλεγχο του γυμνασιάρχη και του επιθεωρητή. Η προαγωγή ή η μετάθεση του ήταν κυρίως υπόθεση της έκθεσης που θα υπέβαλλαν αυτοί οι δυο για το έργο του. Η απότομη είσοδος δεν ήταν όμως για κακό. Ο γυμνασιάρχης έφερνε στην αίθουσα μια νέα μαθήτρια, που συνοδευόταν από τον πατέρα της, ανώτερο κρατικό υπάλληλο σε μια γεωργική υπηρεσία όπως πληροφορήθηκαν αργότερα. Μετά τις αναγκαίες συστάσεις οι μεγάλοι αποχώρησαν και το κορίτσι κάθισε μόνο του σ’ ένα απ’ τα άδεια θρανία της τάξης. Θα ήταν συμμαθήτριά τους. Μέσα στον περιορισμένο χώρο του σχολείου, αλλά και της συνοικίας τους αυτό ήταν γεγονός. Εκεί στο προαύλιο την παρατήρησε για πρώτη φορά. Από μακριά μέτραγε με τα μάτια τα χαρακτηριστικά της και τα θαύμαζε. Μικροκαμωμένη με συμμετρικά κατανεμημένα τα μέρη του σώματός της, όσο βέβαια του επέτρεπε να δει η ολόσωμη μπλε ποδιά και το λευκό στρογγυλό γιακαδάκι που κύκλωνε το λαιμό. Μακριά ίσα καστανά μαλλιά δεμένα πίσω με μια άσπρη κορδέλα. Μάτια μεγάλα που κοιτούσαν γεμάτα περιέργεια τους ανθρώπους και τα αντικείμενα. . Στην αρχή ήταν μόνη της μα σύντομα την πλησίασαν δυο κορίτσια της τάξης. Αυτός δεν τόλμησε. Ήταν πάντα διστακτικός κι εσωστρεφής.
Στις επόμενες μέρες θα έρχονταν περισσότερες πληροφορίες.. Ο πατέρας της πήρε ξαφνική μετάθεση κι προσωρινά θα άφηναν τη μοναχοκόρη τους στην αδελφή της μάνας της, που ζούσε στη γειτονιά μας.. Στην αρχή απροσανατόλιστη στο νέο περιβάλλον κινούνταν διστακτικά. Σύντομα όμως πήρε το θάρρος και προσαρμόστηκε με άνεση στις ιδιαιτερότητες του νέου χώρου και έδειξε ότι είχε τον απαιτούμενο αέρα για τις κοινωνικές δραστηριότητες.. Δεν ήταν κακή ή αδιάφορη μαθήτρια. Έκοβε το μυαλό της, μόνο που δεν χώνευε τα μαθηματικά. Τα είχε πάρει απ’ την αρχή με κακό μάτι κι είχε κενά. Άλγεβρα και Γεωμετρία. Γι αυτόν, αντίθετα, ήταν η μεγάλη του αγάπη. Αφοσίωση έως ανωμαλίας. Έτσι ήρθε το πλησίασμα. Είχαν περάσει ήδη αρκετές μέρες στο νέο περιβάλλον όταν την πρωτοβουλία την πήρε εκείνη
«Κώστα, να σου πω κάτι; Δυσκολεύομαι στα μαθηματικά. Εσύ βλέπω είσαι σαΐνι. Θα ήθελες να με βοηθήσεις;»
«Ό,τι θέλεις Αργυρώ. Είμαι στη διάθεσή σου!»
«Θα σου πω αύριο»
Τον γέμισε η προσδοκία. Λες να βρεθούνε μόνοι τους κοντά; Που ξέρεις;
Την άλλη μέρα χαρούμενη του είπε
«Ρώτησα τη θεια μου και μου είπε ναι! Αρκεί νάναι κι αυτή παρούσα. Δυστυχώς πρέπει να έρχεσαι στο σπίτι μας. Μπορείς Κώστα;»
Ήταν δυνατόν να πει όχι;
Η αρχή έγινε από την επόμενη κιόλας μέρα. Κάθισαν δίπλα- δίπλα στο τραπέζι της κουζίνας κι η θεία στον νεροχύτη έκανε δουλειές.
Ιδιότητες κι ασκήσεις στα ισοσκελή τρίγωνα για τη Γεωμετρία. Ταυτότητες κι απλοποιήσεις αλγεβρικών παραστάσεων στην Άλγεβρα. Εξηγήσεις σιγά-σιγά, ερμηνευτικά λόγια, ερωτήσεις εκατέρωθεν ήταν το περιεχόμενο του πρώτου μαθήματος. Η θεία δίπλα απίκο λες και είχε να πλύνει τα πιάτα ενός συντάγματος. Στο επόμενο μάθημα που έγινε μια από τα ίδια, αλλά αυτή τη φορά η θεία είχε επισκέψεις κι έπρεπε να μένει στο σαλόνι. Στο μάθημα ήταν μόνοι. Όμως συχνά, για το φόβο των Ιουδαίων, έμπαινε στην κουζίνα και ρωτούσε μη θέλουν κάτι. Τον φίλευε, άλλωστε, με σταφίδες και ξηρούς καρπούς και αυτός τα τιμούσε δεόντως.
Ο ίδιος κούτσουρο θα έμενε ακίνητος στον αιώνα τον άπαντα. Πάλι εκείνη είχε τον πρώτο λόγο. Αισθάνθηκε το μπούτι της να τον ακουμπάει με πίεση και να τον κοιτάει ενώ συγχρόνως είχε τον νου της και στην πόρτα. Άμαθος και παρθένος από αντίστοιχες εμπειρίες ανατρίχιασε σ’ όλο του το σώμα. Απλώς γύρισε και την κοίταξε αμίλητος. Εκείνη πιο τολμηρή του έπιασε το χέρι και το ακούμπησε στιγμιαία στο στήθος της. Ένας θόρυβος τους έκανε να απομακρυνθούν, αλλά μετά από λίγο το κορίτσι τον ξαναπλησίασε και τώρα το πρόσωπό της προσέγγισε το δικό του. Θέλοντας και μη, με το φόβο κυρίαρχο μέσα του, ακούμπησε απαλά τα χείλη του στα δικά της κι εκείνη ανταποκρίθηκε πιο τολμηρά πιέζοντας τα δικά της ενώ συγχρόνως άνοιγε το στόμα. Ένιωσε στο στόμα του το σάλιο της κι άρχισε να τρέμει. Η αναστάτωση ήταν γι αυτόν πρωτόφαντη. Νέος θόρυβος τους απομάκρυνε πάλι. Αυτή τη φορά οριστικά. Η θεια ήρθε μέσα και τους είπε να τελειώνουν γιατί θέλουν να την δουν οι επισκέπτες της. Αυτό ήταν! Στη συνέχεια η εξέλιξη των πραγμάτων ήταν ραγδαία, τόσο που δεν πρόλαβε να την ξαναδεί. Την επόμενη μέρα ο πατέρας της ήρθε και την πήρε μαζί του στη νέα θέση που τοποθετήθηκε.
Αυτός έμεινε με τη ζωντανή αίσθηση του πρώτου φιλιού, της παρθενικής επαφής του με το άλλο φύλο. Κάποιος τρίτος με τα σημερινά δεδομένα θα έλεγε
«Μωρέ και τι ήταν;»
Κι όμως δε θα μπορεί να καταλάβει πως αυτό το απλό συμβάν εκείνον τον σημάδευσε οριστικά. Ενώ η ζωή του επεφύλαξε στη συνέχεια αρκετούς δεσμούς, το βιαστικό πρώτο φιλί κάθε φορά που το φέρνει στον νου του δίνει ακέρια την έντονη πρώτη συγκίνηση. Για το κορίτσι δεν ξέρει τίποτα. Ούτε κι έψαξε να την βρει. Εκείνη θα θυμάται άραγε αυτό το φιλί; Προτιμάει η απάντηση στο ερώτημα να μείνει μετέωρη κι αμφίβολη. Θα ήθελε όμως κάτι να έχει μείνει και σ’ αυτήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου