ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ
ΠΟΛΕΩΝ ΚΑΙ ΧΩΡΙΩΝ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ, ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
*Χάρτης της Αρχαίας Θράκης
*Χάρτης της Αρχαίας Θράκης
Γράφει ο Παντελής
Στεφ. Αθανασιάδης
Ας επιχειρήσουμε
σήμερα, ένα μακρύ νοερό ταξίδι στο βάθος του χρόνου της ιστορίας, με την
παρουσίαση ορισμένων ιστορικών Θρακικών πόλεων και σημαντικών χωριών, όπου
άνθισε ο Ελληνισμός, κατά τον 19ο αιώνα, παρά τις ιδιαίτερα δυσχερείς και
αντίξοες συνθήκες, όπως περιγράφονται στον αρχειακό φάκελο της Βιβλιοθήκης της
Βουλής για τη Θράκη και σε άλλες πηγές, που χρησιμοποιήθηκαν στην παρούσα
εργασία.
Τα στοιχεία που παρατίθενται αποσπασματικά, αποτελούν θα μπορούσε να πει κανείς ένα Πανόραμα των Θρακικών Πόλεων, έστω και με την μερική χρησιμοποίησή τους εδώ. Γιατί πράγματι, δεν αφορούν όλες τις πόλεις της ενιαίας Θράκης. Η έλλειψη αναφοράς σε ορισμένες πόλεις σημαίνει απλά, ότι δεν βρήκα στην έρευνά μου σχετικές αναφορές γι’ αυτές. Αυτό δεν μειώνει καθόλου την ιστορική παρουσία τους και το σημαντικό ρόλο που έπαιξαν.
Κατ’ αρχήν, σ’ αυτό το φανταστικό ταξίδι στη Θράκη του περασμένου αιώνα, από μια «Στατιστική Κατάσταση της Ραιδεστού και των Πέριξ»[1] που συνέταξε στις 25 Σεπτεμβρίου 1881, ο Θρακικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Ραιδεστού, αντλούμε στοιχεία, για την πρώτη ομάδα πόλεων και χωριών. Το ιστορικό κείμενο υπογράφουν ο Πρόεδρος Γρ. Λαζίδης και ο Γεν. Γραμματέας Παπαδόπουλος Δ.
Τα στοιχεία που παρατίθενται αποσπασματικά, αποτελούν θα μπορούσε να πει κανείς ένα Πανόραμα των Θρακικών Πόλεων, έστω και με την μερική χρησιμοποίησή τους εδώ. Γιατί πράγματι, δεν αφορούν όλες τις πόλεις της ενιαίας Θράκης. Η έλλειψη αναφοράς σε ορισμένες πόλεις σημαίνει απλά, ότι δεν βρήκα στην έρευνά μου σχετικές αναφορές γι’ αυτές. Αυτό δεν μειώνει καθόλου την ιστορική παρουσία τους και το σημαντικό ρόλο που έπαιξαν.
Κατ’ αρχήν, σ’ αυτό το φανταστικό ταξίδι στη Θράκη του περασμένου αιώνα, από μια «Στατιστική Κατάσταση της Ραιδεστού και των Πέριξ»[1] που συνέταξε στις 25 Σεπτεμβρίου 1881, ο Θρακικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Ραιδεστού, αντλούμε στοιχεία, για την πρώτη ομάδα πόλεων και χωριών. Το ιστορικό κείμενο υπογράφουν ο Πρόεδρος Γρ. Λαζίδης και ο Γεν. Γραμματέας Παπαδόπουλος Δ.
*Η "Στατιστική
Έκθεσις" του Θρακικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ραιδεστού
του έτους 1881
του έτους 1881
ΡΑΙΔΕΣΤΟΣ:
«Κατοικείται υπό 30.000 περίπου κατοίκων. Τούτων Αρμένιοι μεν 15.000, Οθωμανοί
και Έλληνες ανά 7.000 και 1.000 Ιουδαίοι και τινές Καθολικοί. Και των μεν
Αρμενίων οι πλείστοι εισίν γεωργοί και χειρώνακτες, ολίγιστοι δε έμποροι. Των
δε Οθωμανών οι μεν γεωργοί και χειρώνακτες, ολίγιστοι δε έμποροι. Των δε
Ελλήνων και Ιουδαίων οι πλείστοι έμποροι, ολίγιστοι δε γεωργοί και
χειρώνακτες».
*Η Ραιδεστός κατά την
απελευθέρωσή της το 1920
ΗΡΑΚΛΕΙΑ: «Ο πληθυσμός
αυτής ανέρχεται εις 2.000 ων 200 Οθωμανοί οι δε λοιποί Έλληνες, ασχολούνται δε
εις την κτηνοτροφίαν και εμπόριον, ιδίως δε εις την γεωργίαν. Έχει Ελληνικήν
Σχολήν με μαθητάς 20 υπό ένα διδάσκαλον, Δημοτικήν Σχολήν με μαθητάς 125 υπό
ένα διδάσκαλον ως και Παρθεναγωγείον με 75 μαθητρίας και μίαν διδάσκαλον,
συντηρούνται δε άπασαι αι Σχολαί υπό της Κοινότητος εκ των εισοδημάτων του
εκείσε προσοδοφόρου προσκυνήματος του Αγίου Γεωργίου».
*Τυρολόη: Ό,τι
απέμεινε από την Ελληνική συνοικία.
Η εικόνα είναι από το http://www.thrakiki.gr/photon11112007.htm
Η εικόνα είναι από το http://www.thrakiki.gr/photon11112007.htm
ΤΣΟΡΛΟΥ (ΤΥΡΟΛΟΗ):
«Κώμη μεσόγειος Β.Α. της Ραιδεστού και περί τας 5 ώρας αυτής απέχουσα, ο
πληθυσμός αυτής ανέρχεται εις 6.000 ων 1.000 μόνον Οθωμανοί και 1.000 Ιουδαίοι
και Αρμένιοι, οι δε επίλοιποι Έλληνες. Και οι μεν Οθωμανοί εισίν γεωργοί και
τινές χειρώνακτες οι δε λοιποί Έλληνες γεωργοί, ποιμένες, έμποροι και
χειρώνακτες. Έχει Ελληνικήν Σχολήν με μαθητάς 20 και ένα διδάσκαλον, Δημοτικήν
Σχολήν με μαθητάς 150 υπό δύο διδασκάλους και Παρθεναγωγείον με μαθητρίας 120
και μίαν διδάσκαλον, συντηρούνται δε άπασαι υπό της Κοινότητος».
ΚΕΣΣΑΝΗ: «Η πόλις Κεσσάνη κατοικείται υπό 4.000 Ελλήνων και 3.000 Οθωμανών. Οι πλείστοι των Ελλήνων εισίν έμποροι, τινές δε αγωγείς και χειρώνακτες και ολίγιστοι ποιμένες και γεωργοί. Των δε Οθωμανών οι πάντες εισίν γεωργοί και αγωγείς. Έχει Ελληνοδιδακτικήν Σχολήν με 2 διδασκάλους και 220 μαθητάς, ως και Παρθεναγωγείον με 80 μαθητρίας υπό μίαν διδάσκαλον».
*Κεσσάνη, άποψη
ΚΕΣΣΑΝΗ: «Η πόλις Κεσσάνη κατοικείται υπό 4.000 Ελλήνων και 3.000 Οθωμανών. Οι πλείστοι των Ελλήνων εισίν έμποροι, τινές δε αγωγείς και χειρώνακτες και ολίγιστοι ποιμένες και γεωργοί. Των δε Οθωμανών οι πάντες εισίν γεωργοί και αγωγείς. Έχει Ελληνοδιδακτικήν Σχολήν με 2 διδασκάλους και 220 μαθητάς, ως και Παρθεναγωγείον με 80 μαθητρίας υπό μίαν διδάσκαλον».
*Κεσσάνη, άποψη
Για την Κεσσάνη του
1876, έχει διασωθεί στο «Νεολόγο» στις 29 Μαρτίου, μια άλλη περιγραφή της, με
επιπλέον στοιχεία.
«Η κωμόπολις αύτη κειμένη επί οροπεδίου έχει θέαν λαμπράν. Συνίσταται δε εκ χιλίων τριακοσίων οικιών, εξ ών οκτακόσιαι πεντήκοντα εισίν χριστιανικαί, αι δε λοιπαί Οθωμανικαί. Η κωμόπολις είναι οπωσούν εμπορική και κατά Παρασκευήν εκάστης εβδομάδος γίνεται εμπορική αγορά (παζάρ) εις ήν οι χωρικοί φέρουσι διάφορα αυτών γεννήματα πωλούντες εις εντοπίους και ξένους. Οι έμποροι διά των καμήλων και αμαξών καταβιβάζουσι τα γεννήματά εις τον λιμένα Ξηρού, απέχοντα της κωμοπόλεως 5 ώρας».
Οι Χριστιανοί κάτοικοι της Κεσσάνης, διατηρούσαν το 1876 ελληνικό σχολείο με δύο διδασκάλους, έναν ελληνοδιδάσκαλο και ένα τουρκοδιδάσκαλο, αλληλοδιδακτική σχολή και παρθεναγωγείο.
ΧΑΡΙΟΥΠΟΛΙΣ: «Πόλις μεσόγειος κατοικουμένη υπό 1.500 Ελλήνων και 1.000 Οθωμανών. Εν ταύτη εισίν εγκατεστημένοι πολλοί Ηπειρώται ομογενείς έμποροι, συναρωγή των οποίων διατηρούνται τα εκεί Εκπαιδευτήρια. Οι δε αυτόχθονες ασχολούνται εις την γεωργίαν και την κτηνοτροφίαν. Η Δημοτική αυτής σχολή έχει μαθητάς 75 και μίαν ελληνικήν τάξιν, διδασκομένους υπό ενός διδασκάλου το δε Παρθεναγωγείον το πρώτον κατά το παρελθόν έτος συσταθέν συνδρομή του εν Αθήναις προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων Συλλόγου είχε κατά το παρελθόν έτος μαθητρίας περί τα 30 υπό μιας διδασκάλου, ών ο αριθμός κατά το ενεστώς έτος ηύξησεν αρκούντως».
ΠΕΡΙΣΤΑΣΙΣ: «Κατοικείται υπό 5.000 Ελλήνων και 500 Οθωμανών ασχολουμένων εις το εμπόριον, την γεωργίαν και ναυτιλίαν. Συντηρούσιν Ελληνικήν Σχολήν με μαθητάς 20. Δημοτικήν Σχολήν με μαθητάς 220 τη αρωγή της εν Κων/λει Φιλεκπ. Αδελφότητος. Υπάρχουσι πέριξ αυτής και τινα χωρία άτινα έχουσιν Γραμματοδιδασκαλεία».
ΠΑΝΙΔΟΝ: «Κώμη παράλιος κειμένη νοτίως της Ραιδεστού και απέχουσα αυτής μίαν ώραν. Κατοικούσιν εν αυτή περί τας 2.000 κάτοικοι, ών Οθωμανοί 200 και οι λοιποί Έλληνες. Καταγίνονται δε οι πλείστοι εις την γεωργίαν και τινες εις την αλιείαν και ναυτιλίαν. Έχει Δημοτικήν Σχολήν, διδάσκονται δε εν αυτή μαθηταί μεν υπέρ τους 100, μαθήτριαι δε υπέρ τας 20 υπό ένα διδάσκαλον και ένα βοηθόν συνδιδακτικής και αλληλοδιδακτικής. Την προς συντήρησιν δαπάνην καταβάλλουσι οι κάτοικοι».
ΚΟΥΜΒΑΟΝ: «Κώμη παράλιος νοτίως του Πανίδου και μίαν απέχουσα αυτού ώραν. Κατοικείται υπό 2.500 Ελλήνων, οίτινες καταγίνονται εις την γεωργίαν τινές δε και εις την ναυτιλίαν και αλιείαν. Έχει δημοτικήν σχολήν διατηρουμένην υπό της κοινότητος με μαθητάς 150 και 10 μαθητρίας, υπό δύο διδασκάλους κατά την συνδιδακτικήν μέθοδον».
*Γεννήκιοι (Νεοχώρι) το 1920
«Η κωμόπολις αύτη κειμένη επί οροπεδίου έχει θέαν λαμπράν. Συνίσταται δε εκ χιλίων τριακοσίων οικιών, εξ ών οκτακόσιαι πεντήκοντα εισίν χριστιανικαί, αι δε λοιπαί Οθωμανικαί. Η κωμόπολις είναι οπωσούν εμπορική και κατά Παρασκευήν εκάστης εβδομάδος γίνεται εμπορική αγορά (παζάρ) εις ήν οι χωρικοί φέρουσι διάφορα αυτών γεννήματα πωλούντες εις εντοπίους και ξένους. Οι έμποροι διά των καμήλων και αμαξών καταβιβάζουσι τα γεννήματά εις τον λιμένα Ξηρού, απέχοντα της κωμοπόλεως 5 ώρας».
Οι Χριστιανοί κάτοικοι της Κεσσάνης, διατηρούσαν το 1876 ελληνικό σχολείο με δύο διδασκάλους, έναν ελληνοδιδάσκαλο και ένα τουρκοδιδάσκαλο, αλληλοδιδακτική σχολή και παρθεναγωγείο.
ΧΑΡΙΟΥΠΟΛΙΣ: «Πόλις μεσόγειος κατοικουμένη υπό 1.500 Ελλήνων και 1.000 Οθωμανών. Εν ταύτη εισίν εγκατεστημένοι πολλοί Ηπειρώται ομογενείς έμποροι, συναρωγή των οποίων διατηρούνται τα εκεί Εκπαιδευτήρια. Οι δε αυτόχθονες ασχολούνται εις την γεωργίαν και την κτηνοτροφίαν. Η Δημοτική αυτής σχολή έχει μαθητάς 75 και μίαν ελληνικήν τάξιν, διδασκομένους υπό ενός διδασκάλου το δε Παρθεναγωγείον το πρώτον κατά το παρελθόν έτος συσταθέν συνδρομή του εν Αθήναις προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων Συλλόγου είχε κατά το παρελθόν έτος μαθητρίας περί τα 30 υπό μιας διδασκάλου, ών ο αριθμός κατά το ενεστώς έτος ηύξησεν αρκούντως».
ΠΕΡΙΣΤΑΣΙΣ: «Κατοικείται υπό 5.000 Ελλήνων και 500 Οθωμανών ασχολουμένων εις το εμπόριον, την γεωργίαν και ναυτιλίαν. Συντηρούσιν Ελληνικήν Σχολήν με μαθητάς 20. Δημοτικήν Σχολήν με μαθητάς 220 τη αρωγή της εν Κων/λει Φιλεκπ. Αδελφότητος. Υπάρχουσι πέριξ αυτής και τινα χωρία άτινα έχουσιν Γραμματοδιδασκαλεία».
ΠΑΝΙΔΟΝ: «Κώμη παράλιος κειμένη νοτίως της Ραιδεστού και απέχουσα αυτής μίαν ώραν. Κατοικούσιν εν αυτή περί τας 2.000 κάτοικοι, ών Οθωμανοί 200 και οι λοιποί Έλληνες. Καταγίνονται δε οι πλείστοι εις την γεωργίαν και τινες εις την αλιείαν και ναυτιλίαν. Έχει Δημοτικήν Σχολήν, διδάσκονται δε εν αυτή μαθηταί μεν υπέρ τους 100, μαθήτριαι δε υπέρ τας 20 υπό ένα διδάσκαλον και ένα βοηθόν συνδιδακτικής και αλληλοδιδακτικής. Την προς συντήρησιν δαπάνην καταβάλλουσι οι κάτοικοι».
ΚΟΥΜΒΑΟΝ: «Κώμη παράλιος νοτίως του Πανίδου και μίαν απέχουσα αυτού ώραν. Κατοικείται υπό 2.500 Ελλήνων, οίτινες καταγίνονται εις την γεωργίαν τινές δε και εις την ναυτιλίαν και αλιείαν. Έχει δημοτικήν σχολήν διατηρουμένην υπό της κοινότητος με μαθητάς 150 και 10 μαθητρίας, υπό δύο διδασκάλους κατά την συνδιδακτικήν μέθοδον».
*Γεννήκιοι (Νεοχώρι) το 1920
ΝΕΟΧΩΡΙΟΝ: «Χωρίον
μεσόγειον ορεινόν ΝΔ του Κουμβάου κατοικείται υπό 1.200 κατοίκων οίτινες εισίν
γεωργοί και κτηνοτρόφοι, οι πλείστοι δε αμπελουργοί. Η Δημοτική αυτού Σχολή
περιέχουσα μαθητάς 76 διδασκομένους υπό ενός διδασκάλου κατά την συνδιδακτικήν
μέθοδον διατηρείται εν μέρει μεν υπό των κατοίκων και εν μέρει υπό του προς
Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων Συλλόγου».
ΝΑΪΠ- ΚΙΟΪ: «Κώμη βορείως του Νεοχωρίου μίαν και ημίσειαν ώραν απέχουσα αυτού. Κατοικείται υπό 1.500 Ελλήνων ασχολουμένων εις την γεωργίαν. Διατηρεί Δημοτικήν Σχολήν περιλαμβάνουσαν μίαν τάξιν Ελληνικής Σχολής με μαθητάς 65. Η διδασκαλία γίνεται κατά την συνδιδακτικήν μέθοδον υπό ενός διδασκάλου».
ΣΧΟΛΑΡΙΟΝ: «Κωμόπολις ελληνική ΝΔ του Ναϊπ- Κιοϊ και μίαν ώραν απ’ αυτού απέχουσα, τέσσαρας δε εκ Ραιδεστού. Ο πληθυσμός αυτού ανέρχεται εις 8.000 Έλληνας ποιμένας το πλείστον και γεωργούς εν μέρει. Η Δημοτική αυτής Σχολή περιλαμβάνει μαθητάς 140 εις τέσσαρας διηρημένας τάξεις και μίαν Ελληνικήν υπό δύο διδασκάλων διδασκομένας συνδιδακτικώς. Έχει και Παρθεναγωγείον όπερ συστηθέν προ δύο ετών έχει μαθητρίας 80 υπό μιας διδασκάλου κατά την συνδιδακτικήν μέθοδον, την δαπάνην δε και των δύο καταβάλλει η Κοινότης».
ΤΣΑΝΑΚΤΣΗ: «Χωρίον δυτικώς του Σχολαρίου μίαν ώραν αυτού απέχον. Κατοικείται υπό 500 Ελλήνων ασχολουμένων εις την γεωργίαν. Η Δημοτική αυτού Σχολή περιλαμβάνουσα 30 μαθητάς υπό ενός διδασκάλου συντηρείται δαπάναις της κοινότητος, βοηθούντος και του προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων Συλλόγου».
ΝΑΪΠ- ΚΙΟΪ: «Κώμη βορείως του Νεοχωρίου μίαν και ημίσειαν ώραν απέχουσα αυτού. Κατοικείται υπό 1.500 Ελλήνων ασχολουμένων εις την γεωργίαν. Διατηρεί Δημοτικήν Σχολήν περιλαμβάνουσαν μίαν τάξιν Ελληνικής Σχολής με μαθητάς 65. Η διδασκαλία γίνεται κατά την συνδιδακτικήν μέθοδον υπό ενός διδασκάλου».
ΣΧΟΛΑΡΙΟΝ: «Κωμόπολις ελληνική ΝΔ του Ναϊπ- Κιοϊ και μίαν ώραν απ’ αυτού απέχουσα, τέσσαρας δε εκ Ραιδεστού. Ο πληθυσμός αυτού ανέρχεται εις 8.000 Έλληνας ποιμένας το πλείστον και γεωργούς εν μέρει. Η Δημοτική αυτής Σχολή περιλαμβάνει μαθητάς 140 εις τέσσαρας διηρημένας τάξεις και μίαν Ελληνικήν υπό δύο διδασκάλων διδασκομένας συνδιδακτικώς. Έχει και Παρθεναγωγείον όπερ συστηθέν προ δύο ετών έχει μαθητρίας 80 υπό μιας διδασκάλου κατά την συνδιδακτικήν μέθοδον, την δαπάνην δε και των δύο καταβάλλει η Κοινότης».
ΤΣΑΝΑΚΤΣΗ: «Χωρίον δυτικώς του Σχολαρίου μίαν ώραν αυτού απέχον. Κατοικείται υπό 500 Ελλήνων ασχολουμένων εις την γεωργίαν. Η Δημοτική αυτού Σχολή περιλαμβάνουσα 30 μαθητάς υπό ενός διδασκάλου συντηρείται δαπάναις της κοινότητος, βοηθούντος και του προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων Συλλόγου».
ΣΙΜΙΤΛΗ: «Κώμη ελληνική νοτίως του Σχολαρίου και μίαν ώραν απέχουσα αυτού. Κατοικείται υπό 2.000 Ελλήνων ποιμένων το πλείστον και εν μέρει γεωργών. Η Δημοτική αυτής Σχολή περιλαμβάνουσα και μίαν Ελληνικήν τάξιν συντηρείται υπό της κοινότητος. Το όλον των μαθητών αυτής ανέρχεται εις 80 συνδιδακτικώς υπό ενός διδασκάλου διδασκομένους».
ΣΙΛΤΖΙ- ΚΙΟΪ: «Δυτικώς του Σιμιτλή δύο ώρας απέχον. Κατοικείται υπό Ελλήνων 1.500 απάντων ασχολουμένων εις την γεωργίαν. Έχει Δημοτικήν Σχολήν με 70 μαθητάς περίπου υπό ένα διδάσκαλον συνδιδακτικώς διδασκομένους. Η σχολή αύτη συντηρείται υπό της Κοινότητος τη αρωγή του προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων Συλλόγου».
*Το φρούριο της Αίνου
Μια άλλη ομαδοποιημένη
παρουσίαση πόλεων και χωριών της Θράκης του περασμένου αιώνα και συγκεκριμένα
της περιοχής της Αίνου, περιλαμβάνεται σε έκθεση του εκπαιδευτικού Ν. Γ.
Χατζόπουλου, που είναι γραμμένη στις Φέρρες στις 2 Μαΐου 1882[2]. Σ’ αυτήν,
μεταξύ άλλων αναφέρονται:
ΑΙΝΟΣ: «Πόλις παράλιος κειμένη εις την αριστεράν όχθην και παρά τας εκβολάς του Έβρου. Αρχαιοτάτη μνημονευομένη και παρ’ Ομήρου εν τοις στοιχείοις Β΄ και Δ΄ της Ιλιάδος. Προ της συστάσεως του Δεδέαγατς ήτο η αποθήκη του εμπορίου της Νοτιοδυτικής Θράκης από Παζαρτζηκίου και των λοιπών μερών μέχρις Αίνου και ενηργείτο ευρύ εμπόριον εξαγωγής σιτηρών. Διότι εφορτώνοντο ετησίως 3-4 πολλάκις δε και 5 εκατομμύρια κοιλά[3] Κωνσταντινουπόλεως. Προ 40-50 ετών ηρίθμει υπέρ τας δύω χιλιάδας οικίας. Νυν δεν μόλις αριθμεί 800-900 ων αι 100-130 εισίν οθωμανικαί αι δε λοιπαί ελληνικαί. Έχει σχολεία καλώς συντηρούμενα δια κληροδοτημάτων, οία Ελλ. Σχολήν, Δημοτικήν, Παρθεναγωγείον, εφέτος δε εσυστήθη Νηπιαγωγείον».
ΜΑΪΣΤΡΟΣ: «Χωρίον Ελλ. προς ανατολάς της Αίνου κείμενον και ταύτης απέχον περί την μίαν ώραν. Ελλ. οικογένειαι 100».
ΤΣΕΛΕΜΠΗ: «Προς ανατολάς της Αίνου και εις απόστασιν πέντε ωρών κείται το χωρίον Τσελεμπή εις ωραίαν τοποθεσίαν κατάφυτον και κατάρρυτον, έχουσα διαυγές και δροσερώτατον πόσιμον ύδωρ. Προ έτους φαίνεται ότι ήτο πολυπληθέστερον και ευτυχές. Νυν όμως μόλις αριθμεί 50-60 οικογενείας ζώσας δια της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και μάλιστα της ξυλανθρακοποιίας».
ΑΓΙΑΣΜΑ: (Κοτζιαλή τουρκιστί) «Προς νότον άλλου χωρίου, ούτινος απέχει μόλις 20 λεπτά της δ’ Αίνου πέντε ώρας και της θαλάσσης δύω. Έχει λιμενίσκον τινά «Αρκούδα» καλούμενον παρά τον λιμένα Ξηρού (Μέλανος κόλπου). Κατοικείται υπό 140 Ελληνικών οικογενειών, αίτινες ζώσι δια της γεωργίας, κτηνοτροφίας και ανθρακοποιϊας. Εις τα δύω ταύτα χωρία ως και εν Κιμερλή φαίνεται καθαρώτατος ο ελληνικός τύπος και γίνονται οι Αρχαίοι κυκλικοί χοροί. Πλείσται δε απαντώσιν φράσεις και λέξεις ελληνικαί ως και παραμύθια. Εν τούτω μόνω τω χωρίω εξ όλων των εν τη επαρχία, υπάρχει Δημοτική τις Σχολή, ονόματι μόνον».
ΚΟΣΚΟΡΙ: «Το χωρίον τούτο ηρίθμει προ 70-80 ετών υπέρ τας 400 ελληνικάς οικογενείας. Κείμενον όμως εν τω μέσω Κεσσάνης και Κυψάλων διεσκορπίσθη ένθεν μεν ένεκα των ανυποφόρων αυθαιρεσιών των τότε αναλγήτων Οθωμανών, ένθεν δε ένεκα του νοσώδους αυτού κλίματος. Διότι επί πεδιάδος τελματώδους και εν μέσω δύω λιμνών εν αις αλιεύονται άφθονοι και ωραίοι κυπρίνοι και εγχέλεις. Περιέχει νυν μόλις 15-20 ελληνικάς οικογενείας και ισαρίθμους βουλγαρικάς μετοικησάσας εις το χωρίον τούτο εκ των Βουλγαρικών χωρίων του τμήματος Φερρών».
Σχετικά με την περισσή ελληνικότητα ορισμένων χωριών της Θράκης, όπως συνέβαινε στο Αγίασμα και το Κιμερλή, σε δημοσίευμα του «Νεολόγου» της Κωνσταντινούπολης, αναφέρονται και άλλα χωριά με έκδηλη την ελληνικότητα στη ντοπιολαλιά τους. Γράφει συγκεκριμένα η εφημερίδα:
«Εν μέση Θράκη απαντώνται δέκα περίπου αξιόλογα χωρία λαλούντα την αλβανικήν. Δεύτερον ότι εν τισι χωρίοις, ως επί της αριστεράς όχθης του ποταμού Άρδας κείμενα, Γιαλιά, Μπεζκτέζιδες, Μπάρη, Ουρούμκιοϊ (Ρωμιοχώρι) κλπ. και τα εν τη επαρχία Χάφσας χωρία Πέτρα και Σκόπελος, λαλείται η ελληνική γλώσσα κατ’ ιδιάζοντα τινά τύπον, διαφυλάττουσα πολλάς αρχαίας λέξεις και φράσεις και τινά προσωδίαν, πολύ δε καθαρωτέρα της γλώσσης ήν λαλούσιν οι κάτοικοι των εντεύθεν της Άρδας ελληνικών χωρίων, διεφθαρμένας εκ της αναμίξεως πλείστων τουρκικών λέξεων».
Η εφημερίδα ζητούσε μάλιστα να γίνει επιτόπια μελέτη πριν εξαφανισθεί το ελληνικό αυτό ιδίωμα.
Σε μια άλλη έκθεση με ημερομηνία 3 Αυγούστου 1883, απευθυνόμενη προς την Εκπαιδευτική και Φιλανθρωπική Αδελφότητα στην Κωνσταντινούπολη, ο Νικόλαος Γ. Χατζόπουλος υπογράφων ως «ευπειθέστατος θεράπων» δίνει περιγραφές για τις δύο σημαντικότερες πόλεις του σημερινού νομού Ροδόπης.
ΑΙΝΟΣ: «Πόλις παράλιος κειμένη εις την αριστεράν όχθην και παρά τας εκβολάς του Έβρου. Αρχαιοτάτη μνημονευομένη και παρ’ Ομήρου εν τοις στοιχείοις Β΄ και Δ΄ της Ιλιάδος. Προ της συστάσεως του Δεδέαγατς ήτο η αποθήκη του εμπορίου της Νοτιοδυτικής Θράκης από Παζαρτζηκίου και των λοιπών μερών μέχρις Αίνου και ενηργείτο ευρύ εμπόριον εξαγωγής σιτηρών. Διότι εφορτώνοντο ετησίως 3-4 πολλάκις δε και 5 εκατομμύρια κοιλά[3] Κωνσταντινουπόλεως. Προ 40-50 ετών ηρίθμει υπέρ τας δύω χιλιάδας οικίας. Νυν δεν μόλις αριθμεί 800-900 ων αι 100-130 εισίν οθωμανικαί αι δε λοιπαί ελληνικαί. Έχει σχολεία καλώς συντηρούμενα δια κληροδοτημάτων, οία Ελλ. Σχολήν, Δημοτικήν, Παρθεναγωγείον, εφέτος δε εσυστήθη Νηπιαγωγείον».
ΜΑΪΣΤΡΟΣ: «Χωρίον Ελλ. προς ανατολάς της Αίνου κείμενον και ταύτης απέχον περί την μίαν ώραν. Ελλ. οικογένειαι 100».
ΤΣΕΛΕΜΠΗ: «Προς ανατολάς της Αίνου και εις απόστασιν πέντε ωρών κείται το χωρίον Τσελεμπή εις ωραίαν τοποθεσίαν κατάφυτον και κατάρρυτον, έχουσα διαυγές και δροσερώτατον πόσιμον ύδωρ. Προ έτους φαίνεται ότι ήτο πολυπληθέστερον και ευτυχές. Νυν όμως μόλις αριθμεί 50-60 οικογενείας ζώσας δια της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και μάλιστα της ξυλανθρακοποιίας».
ΑΓΙΑΣΜΑ: (Κοτζιαλή τουρκιστί) «Προς νότον άλλου χωρίου, ούτινος απέχει μόλις 20 λεπτά της δ’ Αίνου πέντε ώρας και της θαλάσσης δύω. Έχει λιμενίσκον τινά «Αρκούδα» καλούμενον παρά τον λιμένα Ξηρού (Μέλανος κόλπου). Κατοικείται υπό 140 Ελληνικών οικογενειών, αίτινες ζώσι δια της γεωργίας, κτηνοτροφίας και ανθρακοποιϊας. Εις τα δύω ταύτα χωρία ως και εν Κιμερλή φαίνεται καθαρώτατος ο ελληνικός τύπος και γίνονται οι Αρχαίοι κυκλικοί χοροί. Πλείσται δε απαντώσιν φράσεις και λέξεις ελληνικαί ως και παραμύθια. Εν τούτω μόνω τω χωρίω εξ όλων των εν τη επαρχία, υπάρχει Δημοτική τις Σχολή, ονόματι μόνον».
ΚΟΣΚΟΡΙ: «Το χωρίον τούτο ηρίθμει προ 70-80 ετών υπέρ τας 400 ελληνικάς οικογενείας. Κείμενον όμως εν τω μέσω Κεσσάνης και Κυψάλων διεσκορπίσθη ένθεν μεν ένεκα των ανυποφόρων αυθαιρεσιών των τότε αναλγήτων Οθωμανών, ένθεν δε ένεκα του νοσώδους αυτού κλίματος. Διότι επί πεδιάδος τελματώδους και εν μέσω δύω λιμνών εν αις αλιεύονται άφθονοι και ωραίοι κυπρίνοι και εγχέλεις. Περιέχει νυν μόλις 15-20 ελληνικάς οικογενείας και ισαρίθμους βουλγαρικάς μετοικησάσας εις το χωρίον τούτο εκ των Βουλγαρικών χωρίων του τμήματος Φερρών».
Σχετικά με την περισσή ελληνικότητα ορισμένων χωριών της Θράκης, όπως συνέβαινε στο Αγίασμα και το Κιμερλή, σε δημοσίευμα του «Νεολόγου» της Κωνσταντινούπολης, αναφέρονται και άλλα χωριά με έκδηλη την ελληνικότητα στη ντοπιολαλιά τους. Γράφει συγκεκριμένα η εφημερίδα:
«Εν μέση Θράκη απαντώνται δέκα περίπου αξιόλογα χωρία λαλούντα την αλβανικήν. Δεύτερον ότι εν τισι χωρίοις, ως επί της αριστεράς όχθης του ποταμού Άρδας κείμενα, Γιαλιά, Μπεζκτέζιδες, Μπάρη, Ουρούμκιοϊ (Ρωμιοχώρι) κλπ. και τα εν τη επαρχία Χάφσας χωρία Πέτρα και Σκόπελος, λαλείται η ελληνική γλώσσα κατ’ ιδιάζοντα τινά τύπον, διαφυλάττουσα πολλάς αρχαίας λέξεις και φράσεις και τινά προσωδίαν, πολύ δε καθαρωτέρα της γλώσσης ήν λαλούσιν οι κάτοικοι των εντεύθεν της Άρδας ελληνικών χωρίων, διεφθαρμένας εκ της αναμίξεως πλείστων τουρκικών λέξεων».
Η εφημερίδα ζητούσε μάλιστα να γίνει επιτόπια μελέτη πριν εξαφανισθεί το ελληνικό αυτό ιδίωμα.
Σε μια άλλη έκθεση με ημερομηνία 3 Αυγούστου 1883, απευθυνόμενη προς την Εκπαιδευτική και Φιλανθρωπική Αδελφότητα στην Κωνσταντινούπολη, ο Νικόλαος Γ. Χατζόπουλος υπογράφων ως «ευπειθέστατος θεράπων» δίνει περιγραφές για τις δύο σημαντικότερες πόλεις του σημερινού νομού Ροδόπης.
*Η Μαρώνεια σε καρτ
ποστάλ ταχυδρομημένη το 1906
ΜΑΡΩΝΕΙΑ: «Αρχαιοτάτη
Ελληνική πολίχνη προς Α. της Κιουμουλτζίνης, απέχουσα ταύτης μεν πέντε περίπου
ώρας, του Δεδέ- Αγάτζ επτά περίπου ώρας και περί την μίαν ώραν της θαλάσσης. Η
κωμόπολις αύτη ήκμαζε προ ολίγων ετών δια του εμπορίου των καπνών, όπερ
ενήργουν ελληνίστατοι κάτοικοι αυτής. Νυν δε ένεκα των προ εξαετίας περίπου
ληστοπραξιών του διαβοήτου Πέτκο και του Παππά, μόλις περιλαμβάνει 300-350
οικογενείας, ενώ πρότερον είχε διπλάσιον ως έγγιστα πληθυσμόν. Έχει Ελληνικήν
Σχολήν, Δημοτικήν και Παρθεναγωγείον».
Στο απόσπασμα αυτό περιλαμβάνεται και η σημαντική ιστορική πληροφορία για τις καταστροφές και τις ληστείες που υπέστη η Μαρώνεια στις αρχές του 1878, από τον διαβόητο Βούλγαρο Βοεβόδα Πέτκο, που είχε γεννηθεί στην Αισύμη Έβρου. Και ορισμένοι Βούλγαροι θέλουν τώρα, να τον παρουσιάσουν ως απελευθερωτή.
Για τη Μαρώνεια όμως, υπάρχει και ένα άλλο επιπλέον απόσπασμα:
«Η επαρχία Μαρωνείας εκκλησιαστικώς συγκροτείται εκ των δύο νήσων Θάσσου και Σαμοθράκης και ετέρων τεσσαράκοντα εννέα, αριθ. 49 χωρίων, πόλεων και κωμοπόλεων, κειμένων εν Θράκη και πολιτικώς υπαγομένων εις διαφόρους Διοικήσεις, υποδιοικήσεις και Μουδιρλήκια, λίαν απ’ αλλήλων απεχούσας, οίον το Μουτεσαριφλίκιον Κιουμουλτζίνης, το Καϊμακαμλήκιον Δαρί- Δερέ, το Καϊμακαμλήκιον Δεδέ- Αγάτζ και τα υπ’ αυτό Μουδηρλίκια Μάκρης, Φερρών και του αρτισύστατου Μουδηρλικίου εν τω Βουλγαρικώ χωρίω Δουάν- Ασάρ ούτινος Μουδίρης διατελεί ο γνωστός επί παμβουλγαριστικώ φανατισμώ Καλογιάννης Πέτκου Καλογιάννογλου».
Μουδίρης είναι ο επικεφαλής του διοικητικού συμβουλίου, το οποίο αποτελούσε επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας μια μορφή αυτοδιοίκησης των χωριών και κωμοπόλεων. Μερικές φορές εκδίκαζε και υποθέσεις μικροπταισμάτων, αγροτικών ζημιών κλπ.
Οι Έλληνες, επιπλέον της διοικητικής αυτής οργάνωσης του οθωμανικού κράτους, είχαν δική τους αυτοδιοίκηση με τις Δημογεροντίες, που αποτελούσαν αιρετοί άρχοντες, τις Εφορίες που απέβλεπαν στην συντήρηση και εποπτεία των σχολείων και τις επιτροπές των ναών.
Στο απόσπασμα αυτό περιλαμβάνεται και η σημαντική ιστορική πληροφορία για τις καταστροφές και τις ληστείες που υπέστη η Μαρώνεια στις αρχές του 1878, από τον διαβόητο Βούλγαρο Βοεβόδα Πέτκο, που είχε γεννηθεί στην Αισύμη Έβρου. Και ορισμένοι Βούλγαροι θέλουν τώρα, να τον παρουσιάσουν ως απελευθερωτή.
Για τη Μαρώνεια όμως, υπάρχει και ένα άλλο επιπλέον απόσπασμα:
«Η επαρχία Μαρωνείας εκκλησιαστικώς συγκροτείται εκ των δύο νήσων Θάσσου και Σαμοθράκης και ετέρων τεσσαράκοντα εννέα, αριθ. 49 χωρίων, πόλεων και κωμοπόλεων, κειμένων εν Θράκη και πολιτικώς υπαγομένων εις διαφόρους Διοικήσεις, υποδιοικήσεις και Μουδιρλήκια, λίαν απ’ αλλήλων απεχούσας, οίον το Μουτεσαριφλίκιον Κιουμουλτζίνης, το Καϊμακαμλήκιον Δαρί- Δερέ, το Καϊμακαμλήκιον Δεδέ- Αγάτζ και τα υπ’ αυτό Μουδηρλίκια Μάκρης, Φερρών και του αρτισύστατου Μουδηρλικίου εν τω Βουλγαρικώ χωρίω Δουάν- Ασάρ ούτινος Μουδίρης διατελεί ο γνωστός επί παμβουλγαριστικώ φανατισμώ Καλογιάννης Πέτκου Καλογιάννογλου».
Μουδίρης είναι ο επικεφαλής του διοικητικού συμβουλίου, το οποίο αποτελούσε επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας μια μορφή αυτοδιοίκησης των χωριών και κωμοπόλεων. Μερικές φορές εκδίκαζε και υποθέσεις μικροπταισμάτων, αγροτικών ζημιών κλπ.
Οι Έλληνες, επιπλέον της διοικητικής αυτής οργάνωσης του οθωμανικού κράτους, είχαν δική τους αυτοδιοίκηση με τις Δημογεροντίες, που αποτελούσαν αιρετοί άρχοντες, τις Εφορίες που απέβλεπαν στην συντήρηση και εποπτεία των σχολείων και τις επιτροπές των ναών.
*Η Κομοτηνή
ΚΙΟΥΜΟΥΛΤΖΗΝΑ (σήμερα
Κομοτηνή): «Έδρα Μουτασερίφου και Μητροπολίτου, συγκείμενη εξ οικογενειών
χιλίων εξακοσίων περίπου, Τουρκικών, Χριστιανικών, Ιουδαϊκών και ολίγων
Αρμενίων. Περιλαμβάνει 650-700 οικογενείας Χριστιανικάς, εν αίς και 100 ως
έγγιστα Βουλγαρικαί. Έχει Ελληνικήν Σχολήν, δύο Παρθεναγωγεία, δύο Δημοτικά
Σχολεία και έν νηπιαγωγείον ιδρυθέν δαπάναις του εξ Ηπείρου Κωνσταντίνου Χ*Ζωίδου
και δαπάναις αυτού συντηρουμένου». (Πρόκειται για το νηπιαγωγείο, που σώζεται
ακόμα στον περίβολο του ιερού ναού του Αγίου Γεωργίου στην Κομοτηνή, όπως
αναφέρει η Μαρία Μαρκίδου στην εργασία της «Η Παιδεία στην Κομοτηνή πριν από το
1920» Θρακική Επετηρίδα, του Μορφωτικού Συλλόγου Κομοτηνής[4].
Επίσης μια μάλλον δυσμενής εικόνα για την σημερινή Κομοτηνή, δημοσιεύεται στο «Νεολόγο» της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος γράφει στις 23 Νοεμβρίου 1871:
«Το νοσηρόν αυτής κλίμα επηρεάζεται μεγάλως εκ των ατμοσφαιρικών μεταβολών. Ιδία κατά Ιούλιον, Αύγουστον και Σεπτέμβριον οι μαστίζοντες την πόλιν ενδημικοί πυρετοί υποθαλπόμενοι εκ των κατά την εποχήν ταύτην πνεόντων ετησίων και της ένεκα των τελμάτων και του βορβόρου πνιγηράς ατμοσφαίρας, καθιστώσιν αφόρητον τη εν αυτή διατριβήν».
Η εφημερίδα γράφει επίσης ότι η Γκιουμουλτζίνα προηγήθηκε της Ξάνθης «εις την ανίδρυσιν εκπαιδευτικών ιδρυμάτων» αλλά καθυστέρησε στη πρόοδο της Παιδείας. Ασκείται μάλιστα στο δημοσίευμα αυτό έντονη κριτική κατά του Μητροπολίτη Μαρωνείας, γιατί δεν έδειχνε ενδιαφέρον για τα εκπαιδευτικά πράγματα.
ΧΙΡΚΑΣ (Κίρκη, σήμερα): «Ελληνικόν χωρίον εις το οποίον ο εν Αθήναις Σύλλογ. Προς Διάδοσιν των Γραμμάτων, συστάσει και ενεργεία του πρώην εν Δεδέαγατς Έλλ. Υποπροξένου κυρίου Αλ. Αντωνιάδου εχορήγησεν εικοσάλιρον βοήθειαν».
Μια από τις εκθέσεις του Ν. Γ. Χατζόπουλου που διασώθηκε, αναφέρεται στην Αλεξανδρούπολη, τότε που ήταν μια μικρή κωμόπολη, ένα ψαροχώρι με το όνομα Δεδέαγατς. Στην έκθεση αυτή, υπογραμμίζεται, ότι υπερισχύει ο Ελληνισμός, παρά την πανσπερμία των φυλών, που κατοικούσαν εκεί.
Επίσης μια μάλλον δυσμενής εικόνα για την σημερινή Κομοτηνή, δημοσιεύεται στο «Νεολόγο» της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος γράφει στις 23 Νοεμβρίου 1871:
«Το νοσηρόν αυτής κλίμα επηρεάζεται μεγάλως εκ των ατμοσφαιρικών μεταβολών. Ιδία κατά Ιούλιον, Αύγουστον και Σεπτέμβριον οι μαστίζοντες την πόλιν ενδημικοί πυρετοί υποθαλπόμενοι εκ των κατά την εποχήν ταύτην πνεόντων ετησίων και της ένεκα των τελμάτων και του βορβόρου πνιγηράς ατμοσφαίρας, καθιστώσιν αφόρητον τη εν αυτή διατριβήν».
Η εφημερίδα γράφει επίσης ότι η Γκιουμουλτζίνα προηγήθηκε της Ξάνθης «εις την ανίδρυσιν εκπαιδευτικών ιδρυμάτων» αλλά καθυστέρησε στη πρόοδο της Παιδείας. Ασκείται μάλιστα στο δημοσίευμα αυτό έντονη κριτική κατά του Μητροπολίτη Μαρωνείας, γιατί δεν έδειχνε ενδιαφέρον για τα εκπαιδευτικά πράγματα.
ΧΙΡΚΑΣ (Κίρκη, σήμερα): «Ελληνικόν χωρίον εις το οποίον ο εν Αθήναις Σύλλογ. Προς Διάδοσιν των Γραμμάτων, συστάσει και ενεργεία του πρώην εν Δεδέαγατς Έλλ. Υποπροξένου κυρίου Αλ. Αντωνιάδου εχορήγησεν εικοσάλιρον βοήθειαν».
Μια από τις εκθέσεις του Ν. Γ. Χατζόπουλου που διασώθηκε, αναφέρεται στην Αλεξανδρούπολη, τότε που ήταν μια μικρή κωμόπολη, ένα ψαροχώρι με το όνομα Δεδέαγατς. Στην έκθεση αυτή, υπογραμμίζεται, ότι υπερισχύει ο Ελληνισμός, παρά την πανσπερμία των φυλών, που κατοικούσαν εκεί.
*Δεδέαγατς ή
Αλεξανδρούπολη
ΔΕΔΕΑΓΑΤΣ:
«Αρτισύστατος κωμόπολις εμπορική παράλιος και ο τελευταίος των εν τη
Νοτιοδυτική Θράκη Σιδηροδρόμων σταθμός. Έχει τανύν 450-500 νεοδμήτους οικοδομάς
και περί τας 1500-2000 ψυχάς.
Οικογενείας δε μονίμους οικούσας εις Δεδέαγατς περί τας 100-120 προερχομένας εκ διαφόρων μερών και εθνικοτήτων και διαφόρων ιδεών ηθών και εθίμων. Τανύν υπερισχύει εκείσε ο Ελληνισμός. Διότι ου μόνον εκ των ως άνω είρηται οικογενειών τα 3/4 εισίν ομογενείς, αλλά και το εμπόριον ενεργείται υπό Ελλήνων είτε ως εμπόρων ή εργατοϋπαλλήλων και μεσιτών είτε τεχνιτών ή εργατών.
Έχει νυν η εν Δεδέαγατς Ελληνική Κοινότης Εκκλησίαν ξυλίνης οικοδομής, λιθόκτιστον Δημοτικήν Σχολήν, εν ή φοιτώσι περί τα 100-120 παιδία, εν οίς και 20-25 θήλεα. Ανήγειρε δε και έτερον ευρύ κτίριον λίθινον προορισμένον δια Παρθεναγωγείον....».
Στην ίδια αξιόλογη έκθεση, υπάρχει και μία άλλη παράγραφος στην οποία επισημαίνονταν με οξυδέρκεια από τότε η ανάγκη επέκτασης του σιδηροδρομικού δικτύου, κάτι που έγινε αργότερα. Η ενόραση των ανθρώπων της εποχής εκείνης, είναι περίπου ταυτόσημη με την ενόραση σύγχρονων διορατικών συμπατριωτών μας, που με βάση τα νέα δεδομένα, ζητούν την λεγόμενη «σιδηροδρομική Εγνατία».
«Το Δεδέαγατς σπουδαίον αποβήσεται κέντρον εμπορικής και πνευματικής εργασίας αν ως επανειλημμένως λέγεται, προαχθεί εις Μουτεσαριφιλίκιον και ενωθεί ο Σιδηρόδρομος μετά των σιδηροδρόμων της Βουλγαρίας, αν ποτέ πραγματοποιηθώσιν ούτοι».
Οι κάτοικοι του Δεδέαγατς, από το 1873 είχαν ενδιαφερθεί για το άνοιγμα προξενικού πρακτορείου βλέποντας την οικονομική και εμπορική άνοδο, που παρουσίαζε η νεοσύστατη πόλη με τη λειτουργία του σιδηροδρόμου και του λιμανιού.
Στο Ιστορικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών έχει διασωθεί μια χειρόγραφη επιστολή [5] που έγραψαν στις 24 Δεκεμβρίου 1873 Έλληνες υπήκοοι κάτοικοι του Δεδέαγατς ζητώντας από τον Έλληνα πρόξενο της Αδριανούπολης τη σύσταση προξενικού πρακτορείου, με το αιτιολογικό, ότι ήδη λειτουργούσε αυστριακό προξενικό πρακτορείο, Έλληνες υπήκοοι θα διαμένουν διαρκώς εκεί, ενώ θα προσεγγίζουν πλοία συνεχώς.
«Δια ταύτα παρακαλούμεν υμάς όπως λάβητε την πρόνοιαν ταύτην και καλοθελήσητε ίνα αποκαταστήσετε πρόσωπον τοιούτον».
Ως κατάλληλο πρόσωπο ο πρόξενος της Αδριανούπολης υποδείκνυε στις 18 Ιανουαρίου 1874 τον Β. Σούχορ, πράκτορα της ατμοπλοΐας των Λόυδ και προξενικό πράκτορα της Αυστρίας ευυπόληπτο άνδρα, καταγόμενο από την Μυτιλήνη. Τελικά στις 20 Απριλίου 1874 αποδείχθηκε, ότι ο Σούχορ είχε αυστριακή υπηκοότητα και αυτό ήταν κώλυμα.
Οικογενείας δε μονίμους οικούσας εις Δεδέαγατς περί τας 100-120 προερχομένας εκ διαφόρων μερών και εθνικοτήτων και διαφόρων ιδεών ηθών και εθίμων. Τανύν υπερισχύει εκείσε ο Ελληνισμός. Διότι ου μόνον εκ των ως άνω είρηται οικογενειών τα 3/4 εισίν ομογενείς, αλλά και το εμπόριον ενεργείται υπό Ελλήνων είτε ως εμπόρων ή εργατοϋπαλλήλων και μεσιτών είτε τεχνιτών ή εργατών.
Έχει νυν η εν Δεδέαγατς Ελληνική Κοινότης Εκκλησίαν ξυλίνης οικοδομής, λιθόκτιστον Δημοτικήν Σχολήν, εν ή φοιτώσι περί τα 100-120 παιδία, εν οίς και 20-25 θήλεα. Ανήγειρε δε και έτερον ευρύ κτίριον λίθινον προορισμένον δια Παρθεναγωγείον....».
Στην ίδια αξιόλογη έκθεση, υπάρχει και μία άλλη παράγραφος στην οποία επισημαίνονταν με οξυδέρκεια από τότε η ανάγκη επέκτασης του σιδηροδρομικού δικτύου, κάτι που έγινε αργότερα. Η ενόραση των ανθρώπων της εποχής εκείνης, είναι περίπου ταυτόσημη με την ενόραση σύγχρονων διορατικών συμπατριωτών μας, που με βάση τα νέα δεδομένα, ζητούν την λεγόμενη «σιδηροδρομική Εγνατία».
«Το Δεδέαγατς σπουδαίον αποβήσεται κέντρον εμπορικής και πνευματικής εργασίας αν ως επανειλημμένως λέγεται, προαχθεί εις Μουτεσαριφιλίκιον και ενωθεί ο Σιδηρόδρομος μετά των σιδηροδρόμων της Βουλγαρίας, αν ποτέ πραγματοποιηθώσιν ούτοι».
Οι κάτοικοι του Δεδέαγατς, από το 1873 είχαν ενδιαφερθεί για το άνοιγμα προξενικού πρακτορείου βλέποντας την οικονομική και εμπορική άνοδο, που παρουσίαζε η νεοσύστατη πόλη με τη λειτουργία του σιδηροδρόμου και του λιμανιού.
Στο Ιστορικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών έχει διασωθεί μια χειρόγραφη επιστολή [5] που έγραψαν στις 24 Δεκεμβρίου 1873 Έλληνες υπήκοοι κάτοικοι του Δεδέαγατς ζητώντας από τον Έλληνα πρόξενο της Αδριανούπολης τη σύσταση προξενικού πρακτορείου, με το αιτιολογικό, ότι ήδη λειτουργούσε αυστριακό προξενικό πρακτορείο, Έλληνες υπήκοοι θα διαμένουν διαρκώς εκεί, ενώ θα προσεγγίζουν πλοία συνεχώς.
«Δια ταύτα παρακαλούμεν υμάς όπως λάβητε την πρόνοιαν ταύτην και καλοθελήσητε ίνα αποκαταστήσετε πρόσωπον τοιούτον».
Ως κατάλληλο πρόσωπο ο πρόξενος της Αδριανούπολης υποδείκνυε στις 18 Ιανουαρίου 1874 τον Β. Σούχορ, πράκτορα της ατμοπλοΐας των Λόυδ και προξενικό πράκτορα της Αυστρίας ευυπόληπτο άνδρα, καταγόμενο από την Μυτιλήνη. Τελικά στις 20 Απριλίου 1874 αποδείχθηκε, ότι ο Σούχορ είχε αυστριακή υπηκοότητα και αυτό ήταν κώλυμα.
*Δεδέαγατς, το ρωσικό
προξενείο, κατά το 1911
Στην επιστολή των
Ελλήνων του Δεδέαγατς σώζονται με ευκρίνεια οι υπογραφές των περισσοτέρων, που
είχαν την πρωτοβουλία να ζητήσουν τη δημιουργία του προξενικού πρακτορείου.
Είναι οι: Ν. Παππά Μιχαήλ, Στεφανής Α. Ιωάννης, Ιγγλέσης Ι. Θ., Μαμάης Μιχαήλ,
Κανατάρης Αντώνιος για τον αγράμματο Γεώργιο, Στεφανής Κ. Ιωάννης, Αθανασίου Π.
Νικόλαος, Σωτηρίου Κ., Τρίτου Δημήτριος, Σιδερίδης Γεώργιος, Ζώρζης Κώστας,
Σιδερίδης Μ. Ι., Γεωργίου Γουλέρμος, Κοτζιάς Δημήτριος. Υπάρχουν ακόμα 3-4
δυσανάγνωστες υπογραφές.
Αξίζει εδώ να αναφέρουμε, ότι σύμφωνα με δημοσίευμα του «Νεολόγου» της Κωνσταντινούπολης, του Απριλίου 1877, με διοικητική απόφαση άρχισε στο Δεδέαγατς η λειτουργία κάθε Πέμπτη, λαϊκής αγοράς.
Ας επανέλθουμε όμως στην περιγραφή των πόλεων και χωριών της Θράκης, σύμφωνα με τα έγγραφα που υπάρχουν στη Βιβλιοθήκη της Βουλής.
Για τη Μάκρη υπάρχει μια αναφορά του Χατζόπουλου γραμμένη στις 3 Αυγούστου 1883 στην Αίνο.
ΜΑΚΡΗ: «Κωμόπολις και έδρα Μουδίρη περιλαμβάνουσα 300 οικογενείας Χριστιανικάς και Οθωμανικάς. Έχει Δημοτικήν Σχολήν συντηρουμένην δαπάναις της Κοινότητος και Νηπιαγωγείον διατηρούμενον τέως υπό της Σεβ. Φιλεκπαιδευτικής και Φιλανθρωπικής Αδελφότητος».
Σε μια αναφορά με ημερομηνία 19 Ιουνίου 1880 δίδεται η ακόλουθη περιγραφή για τα Μάλγαρα:
ΜΑΛΓΑΡΑ: «Έλληνες Μαλγάρων, αριθμός οικιών 225, στέφανα 250, μαθηταί Ελλην. της Αλληλοδιδακτικής Σχολής μετά μαθητριών εν συνόλω 120. Διδάσκαλοι δύο, ων ο μεν Έλλην διδάσκει εν δυσίν δωματίοις της Εκκλησίας, ο δε δημοδιδάσκαλος εν Σχολή ετοιμορρόπω, λαμβάνοντες ομού γρόσ. 10.000. Ο μισθός ούτος πληρώνεται δια συνεισφορών των κατοίκων ή εκ του ταμείου της Εκκλησίας. Αρμένιοι κατοικούντες εν Μαλγάροις αριθμ. οικιών 358, στέφανα 405, Τούρκοι κατοικούντες εν Μαλγάροις 420».
Σε άλλη έκθεση, που απευθύνεται προς τον Πρόεδρο της Εκπαιδευτικής και Φιλανθρωπικής Αδελφότητος στην Κωνσταντινούπολη, υπογραφόμενη από το διευθυντή της Αστικής Σχολής Ι. Ανθόπουλο, γίνεται ειδική μνεία στη φυσιογνωμία των Μαλγάρων. Το έγγραφο αυτό περιέχει και πίνακα με τα ονόματα 24 ελληνικών χωριών της περιφέρειας αυτής με φοβερά μάλιστα εκπαιδευτικά προβλήματα για τους κατοίκους των χωριών αυτών. Η έκθεση του Ανθόπουλου έχει ημερομηνία 23 Οκτωβρίου 1887.
«Η κωμόπολις Μάλγαρα ούσα το κέντρον 60 χωρίων και οικουμένη υπό 6 χιλιάδων κατοίκων. Η κωμόπολις Μάλγαρα ούσα το κέντρον 60 χωρίων και οικουμένη υπό 6 χιλιάδων κατοίκων διήρηται εις τρεις κοινότητας Ελληνικήν, Αρμενικήν και Τουρκικήν ων η δευτέρα υπερέχει των άλλων κατά τον πληθυσμόν. Οι κάτοικοι δε αυτής εισίν φιλόπονοι και καταγινόμενοι εις την γεωργίαν των δημητριακών και το εμπόριον. Η δε ελληνική κοινότης αριθμούσα περί τας 250 οικογενείας διήρηται εις δύο συνοικίας εις την του Αγίου Χαραλάμπους και του Αγίου Γεωργίου εχούσης εκάστης ιδίαν εκκλησίαν και σχολείον προς εκπαίδευσιν και μόρφωσιν της εν εκάστη συνοικία οικούσης νεολαίας. Αμφότεραι δε αι συνοικίαι αναγνωρίζουσιν την κατά καιρόν υπό του Μητροπολίτου Ηρακλείας εκλεγομένην κατά πλειοψηφίαν δημογεροντίαν, προεδρευομένην υπό του Μητροπολιτικού Επιτρόπου Ηρακλείας. Και η μεν σχολή του Αγίου Χαραλάμπους διευθύνεται και συντηρείται υπό της υμετέρας αδελφότητος και της ενταύθα κοινότητος η δε του Αγίου Γεωργίου δαπάναις της ιδίας συνοικίας, ής διδάσκαλος είναι ελλείψει πόρων ο ιερεύς".
Από άλλα έγγραφα πληροφορούμαστε, ότι το 1881 τα Μάλγαρα είχαν πληθυσμό 6.500 κατοίκων.
Μια άλλη ομάδα εγγράφων και πινάκων αναφέρονται στο Καβακλή[6] και τα περίχωρά του, με την πρόσθετη ιστορική πληροφορία, ότι το χωριό Τσικούρκιοϊ υπέστη λεηλασία από Κιρκάσιους.
ΚΑΒΑΚΛΗ: «Χωρίον καθαρώς ελληνικόν εκ 1.200 οικογενειών συγκείμενον, έχον δύο εκκλησίας και δέκα ιερείς. Σχολεία δε, έχει 1) Ελληνικόν φοιτώμενον υπό 60 μαθητών και διευθυνόμενον υπό διδασκάλου, διδάσκοντος το τεχνολογικός μέρος της Γραμματικής και έχοντος μισθόν εκ 40 λιρών, χορηγουμένην υπό των προκρίτων κ. Χατζή Πέτρου και Χρήστου Παπάζογλου. 2) Δύο αλληλοδιδακτικά αριθμούντα 70 μαθητάς και δύο διδασκάλους πληρωνομένους παρά των μαθητών και διδάσκοντας Οκτάηχον και Ψαλτήριον. Το χωρίον ευπορεί».
ΚΑΡΥΑΙ: «Χωρίον Ελληνικόν εκ 300 οικογενειών συγκείμενον έχον Εκκλησίαν και 4 ιερείς. Σχολεία δε υπάρχουσιν τα εξής: α) Σχολείον Ελληνικόν με 30 μαθητάς και ένα διδάσκαλον, του οποίου ο εκ 30 λιρών μισθός πληρώνεται υπό των ευπορούντων. β) Αλληλοδιδακτικόν έχον 40 μαθητάς και ένα διδάσκαλον πληρωνόμενον υπό των μαθητών και διδάσκοντα Οκτώηχον και Ψαλτήριον. Το χωρίον ευπορεί».
ΔΟΥΑΝΟΓΛΟΥ: «Χωρίον Ελληνικό εξ 130 οικογενειών συγκείμενον, έχον εκκλησίαν μεθ’ ενός ιερέως, σχολείον αλληλοδιδακτικόν, φοιτώμενον υπό 20 μαθητών και διεθυνόμενον υπό διδασκάλου κατά το εν Αδριανουπόλει σύστημα και πληρωνομένου 20 λίρας ετησίως.
ΑΚ ΜΠΟΥΝΑΡ: «Ρωμαίικον. Χωρίον συγκείμενον εξ 120 οικογενειών Ελληνικών και εξ 150 Βουλγαρικών υπαγομένων νυν όμως εις την Μ. Εκκλησίαν και εν μεγίστη ομονοία συζώσιν μετά των Ελλήνων. Υπάρχει εκκλησία μετά δύο ιερέων, ών ο είς διδάσκει 20 μαθητάς».
ΤΣΙΚΟΥΡΚΙΟΪ: «Χωρίον Ελληνικόν εξ 20 τανύν οικογενειών, καθότι λεηλατηθέν πέρυσι υπό των Κιρκασίων, έχον Εκκλησίαν και ιερέα διδάσκοντα πέντε περίπου μαθητάς».
Σπάνια και ενδιαφέρουσα συνοπτική εικόνα για το χωριό Σκούταρι της Αδριανούπολης και την ιστορία του, περιλαμβάνεται σε επιστολή του δάσκαλου Λαμπουσιάδη προς τον Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο της Αδριανούπολης με ημερομηνία 20 Ιουλίου 1880, διασώθηκε στα αρχεία της Βιβλιοθήκης της Βουλής.
ΣΚΟΥΤΑΡΙ: «Η κώμη αύτη κειμένη προς δυσμάς της Αδριανουπόλεως απέχουσα δε απ’ αυτής 4 ½ ώρας ηρίθμει προ 400 ή και 500 ετών περί τας 7.000 οικίας και 65.000 κατοίκους, δηλαδή ήτο κωμόπολις και όχι κώμη χρηματίσασα και έδρα Σουλτάνων προ της αλώσεως της Αδριανουπόλεως υπό των Τούρκων. Σώζονται δε και ερείπια της αρχαίας επισημότητός της. Οίον, έν τέμενος, είς λουτρών, τείχη κατεστραμμένα, τέσσαρες λόφοι ονομαστοί εφ’ ών εμάχοντο οι Τούρκοι κατά των ημετέρων. Τόπος ονομαστός όπου έκειντο τα ανάκτορα και τα λοιπά, ών περιττόν νομίζω όπως ποιώ λόγον ενταύθα. Μακράν έως έν τέταρτον της ώρα κείται κωμίδιον ονομαζόμενον «Παππά Μαχαλέ» ήτοι συνοικία εφ’ ής εκάθητο ο Διοικητής της κωμοπόλεως.
Ταύτα περί της αρχαίας αυτής καταστάσεως, καταστραφείσης δε της κωμοπόλεως, ένεκεν των αλλεπαλλήλων των Τούρκων ή μάλλον ειπείν των Γενιτσάρων επιδρομών και σφαγών εκ των 7.000 οίκων και 65.000 λαών έμειναν ή μάλλον εναπελείφθησαν ήδη περί τας 164 οικίας και υπέρ τους 1.000 κατοίκους, άπαντας Έλληνας αγνούς και το θρήσκευμα Ορθοδόξους, υπό την δικαιοδοσίαν του Έλληνος Ημών Μητροπολίτου υπαγομένων.
Η δε επί έν τέταρτον μακράν κειμένη κώμη «Παππά Μαχαλέ» αριθμεί περί τας 45 οικίας και αυτοί Έλληνες την εθνικότητα και Χριστιανοί Ορθόδοξοι το θρήσκευμα, αποτελούσι δε μετά της κώμης Σκουτάρεως έν όλον, καθότι υστερούνται και ναού. Και επομένως εκτός τούτου πλήρης επικρατεί σύμπνοια επί πάντων και περί πάντων, των μεν μετά των δε.
Εν τη κώμη Σκουτάρεως ευρίσκεται προς τούτοις και Ναός υπό την επωνυμίαν «της υπεραγίας Θεοτόκου» κατασκευασθείς υπό των Ρώσων κατά το έτος 1829.
Το αίσθημα του ενταύθα λαού απαιτεί ανάπτυξιν, καθότι προ αιώνων οι δυστυχείς λαοί εισίν βεβαρημένοι εις τον βόρβορον της αμαθείας. Και επομένως αν ως είπον ανωτέρω ούτοι ήσαν ανεπτυγμένοι, όλα τα πέριξ Βουλγαρικά χωρία θα ήσαν ήδη ελληνικά».
Αξίζει εδώ να αναφέρουμε, ότι σύμφωνα με δημοσίευμα του «Νεολόγου» της Κωνσταντινούπολης, του Απριλίου 1877, με διοικητική απόφαση άρχισε στο Δεδέαγατς η λειτουργία κάθε Πέμπτη, λαϊκής αγοράς.
Ας επανέλθουμε όμως στην περιγραφή των πόλεων και χωριών της Θράκης, σύμφωνα με τα έγγραφα που υπάρχουν στη Βιβλιοθήκη της Βουλής.
Για τη Μάκρη υπάρχει μια αναφορά του Χατζόπουλου γραμμένη στις 3 Αυγούστου 1883 στην Αίνο.
ΜΑΚΡΗ: «Κωμόπολις και έδρα Μουδίρη περιλαμβάνουσα 300 οικογενείας Χριστιανικάς και Οθωμανικάς. Έχει Δημοτικήν Σχολήν συντηρουμένην δαπάναις της Κοινότητος και Νηπιαγωγείον διατηρούμενον τέως υπό της Σεβ. Φιλεκπαιδευτικής και Φιλανθρωπικής Αδελφότητος».
Σε μια αναφορά με ημερομηνία 19 Ιουνίου 1880 δίδεται η ακόλουθη περιγραφή για τα Μάλγαρα:
ΜΑΛΓΑΡΑ: «Έλληνες Μαλγάρων, αριθμός οικιών 225, στέφανα 250, μαθηταί Ελλην. της Αλληλοδιδακτικής Σχολής μετά μαθητριών εν συνόλω 120. Διδάσκαλοι δύο, ων ο μεν Έλλην διδάσκει εν δυσίν δωματίοις της Εκκλησίας, ο δε δημοδιδάσκαλος εν Σχολή ετοιμορρόπω, λαμβάνοντες ομού γρόσ. 10.000. Ο μισθός ούτος πληρώνεται δια συνεισφορών των κατοίκων ή εκ του ταμείου της Εκκλησίας. Αρμένιοι κατοικούντες εν Μαλγάροις αριθμ. οικιών 358, στέφανα 405, Τούρκοι κατοικούντες εν Μαλγάροις 420».
Σε άλλη έκθεση, που απευθύνεται προς τον Πρόεδρο της Εκπαιδευτικής και Φιλανθρωπικής Αδελφότητος στην Κωνσταντινούπολη, υπογραφόμενη από το διευθυντή της Αστικής Σχολής Ι. Ανθόπουλο, γίνεται ειδική μνεία στη φυσιογνωμία των Μαλγάρων. Το έγγραφο αυτό περιέχει και πίνακα με τα ονόματα 24 ελληνικών χωριών της περιφέρειας αυτής με φοβερά μάλιστα εκπαιδευτικά προβλήματα για τους κατοίκους των χωριών αυτών. Η έκθεση του Ανθόπουλου έχει ημερομηνία 23 Οκτωβρίου 1887.
«Η κωμόπολις Μάλγαρα ούσα το κέντρον 60 χωρίων και οικουμένη υπό 6 χιλιάδων κατοίκων. Η κωμόπολις Μάλγαρα ούσα το κέντρον 60 χωρίων και οικουμένη υπό 6 χιλιάδων κατοίκων διήρηται εις τρεις κοινότητας Ελληνικήν, Αρμενικήν και Τουρκικήν ων η δευτέρα υπερέχει των άλλων κατά τον πληθυσμόν. Οι κάτοικοι δε αυτής εισίν φιλόπονοι και καταγινόμενοι εις την γεωργίαν των δημητριακών και το εμπόριον. Η δε ελληνική κοινότης αριθμούσα περί τας 250 οικογενείας διήρηται εις δύο συνοικίας εις την του Αγίου Χαραλάμπους και του Αγίου Γεωργίου εχούσης εκάστης ιδίαν εκκλησίαν και σχολείον προς εκπαίδευσιν και μόρφωσιν της εν εκάστη συνοικία οικούσης νεολαίας. Αμφότεραι δε αι συνοικίαι αναγνωρίζουσιν την κατά καιρόν υπό του Μητροπολίτου Ηρακλείας εκλεγομένην κατά πλειοψηφίαν δημογεροντίαν, προεδρευομένην υπό του Μητροπολιτικού Επιτρόπου Ηρακλείας. Και η μεν σχολή του Αγίου Χαραλάμπους διευθύνεται και συντηρείται υπό της υμετέρας αδελφότητος και της ενταύθα κοινότητος η δε του Αγίου Γεωργίου δαπάναις της ιδίας συνοικίας, ής διδάσκαλος είναι ελλείψει πόρων ο ιερεύς".
Από άλλα έγγραφα πληροφορούμαστε, ότι το 1881 τα Μάλγαρα είχαν πληθυσμό 6.500 κατοίκων.
Μια άλλη ομάδα εγγράφων και πινάκων αναφέρονται στο Καβακλή[6] και τα περίχωρά του, με την πρόσθετη ιστορική πληροφορία, ότι το χωριό Τσικούρκιοϊ υπέστη λεηλασία από Κιρκάσιους.
ΚΑΒΑΚΛΗ: «Χωρίον καθαρώς ελληνικόν εκ 1.200 οικογενειών συγκείμενον, έχον δύο εκκλησίας και δέκα ιερείς. Σχολεία δε, έχει 1) Ελληνικόν φοιτώμενον υπό 60 μαθητών και διευθυνόμενον υπό διδασκάλου, διδάσκοντος το τεχνολογικός μέρος της Γραμματικής και έχοντος μισθόν εκ 40 λιρών, χορηγουμένην υπό των προκρίτων κ. Χατζή Πέτρου και Χρήστου Παπάζογλου. 2) Δύο αλληλοδιδακτικά αριθμούντα 70 μαθητάς και δύο διδασκάλους πληρωνομένους παρά των μαθητών και διδάσκοντας Οκτάηχον και Ψαλτήριον. Το χωρίον ευπορεί».
ΚΑΡΥΑΙ: «Χωρίον Ελληνικόν εκ 300 οικογενειών συγκείμενον έχον Εκκλησίαν και 4 ιερείς. Σχολεία δε υπάρχουσιν τα εξής: α) Σχολείον Ελληνικόν με 30 μαθητάς και ένα διδάσκαλον, του οποίου ο εκ 30 λιρών μισθός πληρώνεται υπό των ευπορούντων. β) Αλληλοδιδακτικόν έχον 40 μαθητάς και ένα διδάσκαλον πληρωνόμενον υπό των μαθητών και διδάσκοντα Οκτώηχον και Ψαλτήριον. Το χωρίον ευπορεί».
ΔΟΥΑΝΟΓΛΟΥ: «Χωρίον Ελληνικό εξ 130 οικογενειών συγκείμενον, έχον εκκλησίαν μεθ’ ενός ιερέως, σχολείον αλληλοδιδακτικόν, φοιτώμενον υπό 20 μαθητών και διεθυνόμενον υπό διδασκάλου κατά το εν Αδριανουπόλει σύστημα και πληρωνομένου 20 λίρας ετησίως.
ΑΚ ΜΠΟΥΝΑΡ: «Ρωμαίικον. Χωρίον συγκείμενον εξ 120 οικογενειών Ελληνικών και εξ 150 Βουλγαρικών υπαγομένων νυν όμως εις την Μ. Εκκλησίαν και εν μεγίστη ομονοία συζώσιν μετά των Ελλήνων. Υπάρχει εκκλησία μετά δύο ιερέων, ών ο είς διδάσκει 20 μαθητάς».
ΤΣΙΚΟΥΡΚΙΟΪ: «Χωρίον Ελληνικόν εξ 20 τανύν οικογενειών, καθότι λεηλατηθέν πέρυσι υπό των Κιρκασίων, έχον Εκκλησίαν και ιερέα διδάσκοντα πέντε περίπου μαθητάς».
Σπάνια και ενδιαφέρουσα συνοπτική εικόνα για το χωριό Σκούταρι της Αδριανούπολης και την ιστορία του, περιλαμβάνεται σε επιστολή του δάσκαλου Λαμπουσιάδη προς τον Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο της Αδριανούπολης με ημερομηνία 20 Ιουλίου 1880, διασώθηκε στα αρχεία της Βιβλιοθήκης της Βουλής.
ΣΚΟΥΤΑΡΙ: «Η κώμη αύτη κειμένη προς δυσμάς της Αδριανουπόλεως απέχουσα δε απ’ αυτής 4 ½ ώρας ηρίθμει προ 400 ή και 500 ετών περί τας 7.000 οικίας και 65.000 κατοίκους, δηλαδή ήτο κωμόπολις και όχι κώμη χρηματίσασα και έδρα Σουλτάνων προ της αλώσεως της Αδριανουπόλεως υπό των Τούρκων. Σώζονται δε και ερείπια της αρχαίας επισημότητός της. Οίον, έν τέμενος, είς λουτρών, τείχη κατεστραμμένα, τέσσαρες λόφοι ονομαστοί εφ’ ών εμάχοντο οι Τούρκοι κατά των ημετέρων. Τόπος ονομαστός όπου έκειντο τα ανάκτορα και τα λοιπά, ών περιττόν νομίζω όπως ποιώ λόγον ενταύθα. Μακράν έως έν τέταρτον της ώρα κείται κωμίδιον ονομαζόμενον «Παππά Μαχαλέ» ήτοι συνοικία εφ’ ής εκάθητο ο Διοικητής της κωμοπόλεως.
Ταύτα περί της αρχαίας αυτής καταστάσεως, καταστραφείσης δε της κωμοπόλεως, ένεκεν των αλλεπαλλήλων των Τούρκων ή μάλλον ειπείν των Γενιτσάρων επιδρομών και σφαγών εκ των 7.000 οίκων και 65.000 λαών έμειναν ή μάλλον εναπελείφθησαν ήδη περί τας 164 οικίας και υπέρ τους 1.000 κατοίκους, άπαντας Έλληνας αγνούς και το θρήσκευμα Ορθοδόξους, υπό την δικαιοδοσίαν του Έλληνος Ημών Μητροπολίτου υπαγομένων.
Η δε επί έν τέταρτον μακράν κειμένη κώμη «Παππά Μαχαλέ» αριθμεί περί τας 45 οικίας και αυτοί Έλληνες την εθνικότητα και Χριστιανοί Ορθόδοξοι το θρήσκευμα, αποτελούσι δε μετά της κώμης Σκουτάρεως έν όλον, καθότι υστερούνται και ναού. Και επομένως εκτός τούτου πλήρης επικρατεί σύμπνοια επί πάντων και περί πάντων, των μεν μετά των δε.
Εν τη κώμη Σκουτάρεως ευρίσκεται προς τούτοις και Ναός υπό την επωνυμίαν «της υπεραγίας Θεοτόκου» κατασκευασθείς υπό των Ρώσων κατά το έτος 1829.
Το αίσθημα του ενταύθα λαού απαιτεί ανάπτυξιν, καθότι προ αιώνων οι δυστυχείς λαοί εισίν βεβαρημένοι εις τον βόρβορον της αμαθείας. Και επομένως αν ως είπον ανωτέρω ούτοι ήσαν ανεπτυγμένοι, όλα τα πέριξ Βουλγαρικά χωρία θα ήσαν ήδη ελληνικά».
*Η Αδριανούπολη
Η Αδριανούπολη ήταν
πάντα η σπουδαιότερη πόλη του Θρακικού Ελληνισμού. Ήταν η μητρόπολή του.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1829 υπεγράφη η συνθήκη της Αδριανούπολης με το άρθρο 10 της οποίας η Τουρκία αποδέχθηκε χωρίς όρους όλες τις διατάξεις της συνθήκης του Λονδίνου, που αποτέλεσαν την αφετηρία της αναγνώρισης της Ελλάδας ως ανεξάρτητου κράτους.
Το 1852 σύμφωνα με αναφορά του υποπρόξενου Ιωσήφ Βαρότση[7], υπέστη μεγάλες καταστροφές από πυρκαγιά που ξέσπασε στις 22 Ιουλίου, στην μεγάλη αγορά της πόλης και αποτέφρωσε 600 εργαστήρια, χάνια και καφενεία. Στις 21 Ιουλίου είχε γίνει και άλλη μια απόπειρα εμπρησμού σε άλλη αγορά, αλλά η φωτιά κατασβέσθηκε γρήγορα από την Πολιτοφυλακή. Ο Βαρότσης αποδίδει τα αίτια της πυρκαγιάς σε έριδες μεταξύ των Τούρκων.
Μια άλλη πυρκαγιά αναφέρει ο Βαρότσης, ότι κατέκαψε 70 σπίτια στις 17 Φεβρουαρίου 1849[8].
Μια ανάλυση της σπουδαιότητας της Αδριανούπολης, αλλά και του ελληνικού χαρακτήρα της, περιλαμβάνεται στα αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών. Είναι έκθεση του Έλληνα πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Ανδρέα Κουντουριώτη προς τον υπουργό Εξωτερικών Αλέξανδρο Ραγκαβή, με ημερομηνία 6 Δεκεμβρίου 1857[9]. Μ’ αυτήν προτείνει στην κυβέρνηση να αναβαθμίσει το υποπροξενείο, σε προξενείο, λόγω της σπουδαίας θέσης της Αδριανούπολης, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
«Κύριε, υπουργέ, γράφει ο Κουντουριώτης, εκ των επαρχιών της Ευρωπαϊκής Τουρκίας η Θράκη ως είναι γνωστόν διακρίνεται καθ’ όλην την Ανατολήν δια τε την εξαιρετικήν θέσιν της, το εμπόριον και τον πληθυσμόν της. Απασών δε των πόλεων της Θρακικής, η Αδριανούπολις, καθ’ όλους τους λόγους κατέχει μετά το Βυζάντιον την επιφανεστέραν και διασημοτέραν θέσιν. Η πόλις αύτη είναι το κέντρον όλου του εσωτερικού εμπορίου, είναι ο μέγας κρίκος ο συνδέων δια ξηράς την Μητρόπολιν με τας άλλας εμπορικάς πόλεις της Θράκης, της Μακεδονίας, της Βουλγαρίας κλπ. είναι δε η πολυπληθεστέρα των άλλων και η μάλλον υπό Χριστιανών κατοικουμένη. Αλλ΄ η Αδριανούπολις έχει ένα άλλον ουσιωδέστερον χαρακτήρα. Είναι η μόνη καθαρώς Ελληνική πόλις η διατηρήσασα ανέκαθεν αγνόν τον τύπον του εθνισμού της και αντιτάξασα πάντοτε γενναίαν και επίμονον αντίστασιν κατά των επιδρομών και αξιώσεων των άλλων φυλών. Εις την πόλιν ταύτην είναι ανάγκη η Ελλάς να αντιπροσωπεύηται μ’ όλην την αξιοπρέπειαν, ήν απαιτούν τα συμφέροντα άτινα κέκληται να προστατεύση εις τας χώρας ταύτας…».
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1829 υπεγράφη η συνθήκη της Αδριανούπολης με το άρθρο 10 της οποίας η Τουρκία αποδέχθηκε χωρίς όρους όλες τις διατάξεις της συνθήκης του Λονδίνου, που αποτέλεσαν την αφετηρία της αναγνώρισης της Ελλάδας ως ανεξάρτητου κράτους.
Το 1852 σύμφωνα με αναφορά του υποπρόξενου Ιωσήφ Βαρότση[7], υπέστη μεγάλες καταστροφές από πυρκαγιά που ξέσπασε στις 22 Ιουλίου, στην μεγάλη αγορά της πόλης και αποτέφρωσε 600 εργαστήρια, χάνια και καφενεία. Στις 21 Ιουλίου είχε γίνει και άλλη μια απόπειρα εμπρησμού σε άλλη αγορά, αλλά η φωτιά κατασβέσθηκε γρήγορα από την Πολιτοφυλακή. Ο Βαρότσης αποδίδει τα αίτια της πυρκαγιάς σε έριδες μεταξύ των Τούρκων.
Μια άλλη πυρκαγιά αναφέρει ο Βαρότσης, ότι κατέκαψε 70 σπίτια στις 17 Φεβρουαρίου 1849[8].
Μια ανάλυση της σπουδαιότητας της Αδριανούπολης, αλλά και του ελληνικού χαρακτήρα της, περιλαμβάνεται στα αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών. Είναι έκθεση του Έλληνα πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Ανδρέα Κουντουριώτη προς τον υπουργό Εξωτερικών Αλέξανδρο Ραγκαβή, με ημερομηνία 6 Δεκεμβρίου 1857[9]. Μ’ αυτήν προτείνει στην κυβέρνηση να αναβαθμίσει το υποπροξενείο, σε προξενείο, λόγω της σπουδαίας θέσης της Αδριανούπολης, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
«Κύριε, υπουργέ, γράφει ο Κουντουριώτης, εκ των επαρχιών της Ευρωπαϊκής Τουρκίας η Θράκη ως είναι γνωστόν διακρίνεται καθ’ όλην την Ανατολήν δια τε την εξαιρετικήν θέσιν της, το εμπόριον και τον πληθυσμόν της. Απασών δε των πόλεων της Θρακικής, η Αδριανούπολις, καθ’ όλους τους λόγους κατέχει μετά το Βυζάντιον την επιφανεστέραν και διασημοτέραν θέσιν. Η πόλις αύτη είναι το κέντρον όλου του εσωτερικού εμπορίου, είναι ο μέγας κρίκος ο συνδέων δια ξηράς την Μητρόπολιν με τας άλλας εμπορικάς πόλεις της Θράκης, της Μακεδονίας, της Βουλγαρίας κλπ. είναι δε η πολυπληθεστέρα των άλλων και η μάλλον υπό Χριστιανών κατοικουμένη. Αλλ΄ η Αδριανούπολις έχει ένα άλλον ουσιωδέστερον χαρακτήρα. Είναι η μόνη καθαρώς Ελληνική πόλις η διατηρήσασα ανέκαθεν αγνόν τον τύπον του εθνισμού της και αντιτάξασα πάντοτε γενναίαν και επίμονον αντίστασιν κατά των επιδρομών και αξιώσεων των άλλων φυλών. Εις την πόλιν ταύτην είναι ανάγκη η Ελλάς να αντιπροσωπεύηται μ’ όλην την αξιοπρέπειαν, ήν απαιτούν τα συμφέροντα άτινα κέκληται να προστατεύση εις τας χώρας ταύτας…».
*Αδριανούπολη: Η
μεγάλη γέφυρα του ποταμού Τούντζα
Περιγραφή των γεφυρών
της περιοχής της Αδριανούπολης υπάρχει στην τουρκική εφημερίδα «Τζεριντέϊ Χαβαδίς»
τον Μάιο του 1873 με την ευκαιρία της σιδηροδρομικής σύνδεσης
Κωνσταντινούπολης- Αδριανούπολης. Η γέφυρα του Μιντάτ Πασά και η γέφυρα του
Αχμέτ Πασά είχαν η κάθε μια μήκος 750 μ. Η γέφυρα του Σουλτάν Μουράτ στον
ποταμό Εργίνη (προφανώς εννοεί τη Μακρά Γέφυρα, το Ουζούν Κιοπρού) είχε μήκος
1350 μ. και 170 αψίδες.
Στην περιοχή της Αδριανούπολης, ετελούντο την εποχή εκείνη 64 μεγάλα και 71 μικρά πανηγύρια.
Στην περιοχή της Αδριανούπολης, ετελούντο την εποχή εκείνη 64 μεγάλα και 71 μικρά πανηγύρια.
*Το χωριό Γενίκιοϊ της
Αδριανούπολης
Η Αδριανούπολη με τα
περίχωρά της αριθμούσε 25.451 οικίες σε 277 οικισμούς και 335 χωριά. Οι
κάτοικοι έφταναν τα 179.767 άτομα Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί, Αθίγγανοι κλπ. Σε
όλη την επαρχία της Αδριανούπολης τα οθωμανικά σχολεία Ρουσδιγιέ έφταναν τα 20
με 1.150 μαθητές. Υπήρχαν επίσης 28 ταμεία ορφανών με κεφάλαια ύψους 11.171.818
γροσίων και 37 γεωργικά ταμεία με κεφάλαια ύψους 32.682.171 γροσίων.
Για την Αδριανούπολη και το νομό της συνολικά, υπάρχει και μια αναλυτική περιγραφή στο «Νεολόγο». Δημοσιεύθηκε σε συνέχειες από τις 28 Ιανουαρίου 1876. Περιλαμβάνει αναλυτικές πληροφορίες για την οικονομία της περιοχής, για τη διοικητική της διαίρεση, για τη σύνθεση του πληθυσμού, για τη βιομηχανία, για την αγροτική παραγωγή, τις αλυκές, τα μεταλλεία, τα δάση κλπ.
Το 1877 η ελληνική κυβέρνηση τίμησε με το παράσημο του αργυρού σταυρού του Σωτήρος τον γιατρό της Αδριανούπολης Α. Κριτή[13].
Για την Αδριανούπολη και το νομό της συνολικά, υπάρχει και μια αναλυτική περιγραφή στο «Νεολόγο». Δημοσιεύθηκε σε συνέχειες από τις 28 Ιανουαρίου 1876. Περιλαμβάνει αναλυτικές πληροφορίες για την οικονομία της περιοχής, για τη διοικητική της διαίρεση, για τη σύνθεση του πληθυσμού, για τη βιομηχανία, για την αγροτική παραγωγή, τις αλυκές, τα μεταλλεία, τα δάση κλπ.
Το 1877 η ελληνική κυβέρνηση τίμησε με το παράσημο του αργυρού σταυρού του Σωτήρος τον γιατρό της Αδριανούπολης Α. Κριτή[13].
*Το μητροπολιτικό
Μέγαρο της Ξάνθης κατά το 1910
Ο «Νεολόγος»
Κωνσταντινούπολης έγραφε το 1871, ότι η Ξάνθη αριθμούσε περί τους 10.000
κατοίκους, που είχαν σαν κύρια απασχόλησή τους το εμπόριο των καπνών «ων η κατ’
έτος εξαγωγή υπερβαίνει το ποσό των 2,5 εκατομμυρίων οκάδων».
Περιγραφές πόλεων της Βόρειας Θράκης, διασώθηκαν στο Ιστορικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών, χάρη στην αναφορά του υποπρόξενου
Γερ. Πάγκαλου, που διηύθυνε το προξενικό πρακτορείο της Ελλάδας στον Πύργο. Έχει ημερομηνία 26 Μαίου 1856 [14].
Περιγραφές πόλεων της Βόρειας Θράκης, διασώθηκαν στο Ιστορικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών, χάρη στην αναφορά του υποπρόξενου
Γερ. Πάγκαλου, που διηύθυνε το προξενικό πρακτορείο της Ελλάδας στον Πύργο. Έχει ημερομηνία 26 Μαίου 1856 [14].
*Πύργος ή όπως
αποκαλείται σήμερα Μπουργκάς
ΠΥΡΓΟΣ: «Φέρει
κατοίκους έως 3.000 ως έγγιστα. Οίκους 450 εξ ών οι 250 είναι Χριστιανών.
Εξάγει εκ του εσωτερικού σίτον δούρον και τέναρον, κριθήν, βρώμην και
αραβόσιτον, το όλον έως 1.000.000 κοιλά επιτόπια, ήτοι Κωνσταντινουπόλεως
2.000.000. Η πόλις κείται εντός κόλπου και εν καιρώ χειμώνος είναι το
καταφύγιον των κινδυνευόντων πλοίων, τα οποία προσορμίζονται εις τους εντός του
κόλπου τούτου ευρισκομένους δύο λιμένας Κατσιβελόσκαλαν και Πόρον, απέχοντας
εντεύθεν δύο ως έγγιστα μίλια προς Νότον».
ΑΓΧΙΑΛΟΣ: «Κείται προς το Βορειοανατολικόν μέρος του Πύργου, απέχουσα τρεις ώρας ως έγγιστα άνευ λιμένος. Οίκους έχει 550 ως έγγιστα εξ ών 50 είναι Οθωμανικοί. Εξάγει δε όσα ο Πύργος αλλά ολιγότερον ποσόν οίον επτακοσίας έως οκτακοσίας χιλιάδας κοιλά επιτόπια, δηλαδή Κωνσταντινουπόλεως 1.500.000. Έχει δε κατοίκους έως 4.000 και πλοία έως 30 μικρού μεγέθους τα οποία ταξιδεύουν φέροντα ελληνικήν σημαίαν. Εις τον τόπον αυτόν υπάρχουν Αλυκαί».
ΣΩΖΟΠΟΛΙΣ: «Κείται προς το Βορειανατολικόν μέρος, απέχει δια ξηράς ώρας έξ, θαλάσσης 5. Έχει οικίας 250 έως 300, απάσας Χριστιανικάς. Εξάγει σκουμπριά, τσίρους και οίνον. Τα δε πλοία ελλιμενίζονται εις αυτήν.
ΑΓΧΙΑΛΟΣ: «Κείται προς το Βορειοανατολικόν μέρος του Πύργου, απέχουσα τρεις ώρας ως έγγιστα άνευ λιμένος. Οίκους έχει 550 ως έγγιστα εξ ών 50 είναι Οθωμανικοί. Εξάγει δε όσα ο Πύργος αλλά ολιγότερον ποσόν οίον επτακοσίας έως οκτακοσίας χιλιάδας κοιλά επιτόπια, δηλαδή Κωνσταντινουπόλεως 1.500.000. Έχει δε κατοίκους έως 4.000 και πλοία έως 30 μικρού μεγέθους τα οποία ταξιδεύουν φέροντα ελληνικήν σημαίαν. Εις τον τόπον αυτόν υπάρχουν Αλυκαί».
ΣΩΖΟΠΟΛΙΣ: «Κείται προς το Βορειανατολικόν μέρος, απέχει δια ξηράς ώρας έξ, θαλάσσης 5. Έχει οικίας 250 έως 300, απάσας Χριστιανικάς. Εξάγει σκουμπριά, τσίρους και οίνον. Τα δε πλοία ελλιμενίζονται εις αυτήν.
ΜΕΣΕΜΒΡΙΑ: «Κείται
προς το Νοτιοανατολικόν μέρος απέχουσα ημών ώρας έξ δια ξηράς, δια δε θαλάσσης
οκτώ. Εξάγει μόνον οίνον και ξυλείαν, Τσίρους δε και Σκουμπριά ολίγα. Έχει
οικίας ως 200 εξ ών αι 50 Οθωμανικαί, κατοίκους δε έως 1.500».
ΑΓΑΘΟΠΟΛΙΣ: «Ορμητήριον απέχον 8 ώρας δια θαλάσσης, ξηράς δε δεκατέσσερας. Εξάγει ολίγην ξυλείαν και κάρβουνα. Έχει δε πλοία 30.
ΣΙΛΥΜΝΟΣ: «Πασαλίκιον 18 ώρας απέχον εντεύθεν, έχει κατοίκους 15.000, οίκους έως 3.000 διαφόρων εθνών εξ ών 50 Ιουδαίοι και 50 Αρμένιοι. Υπάγεται σε εις της δικαιοδοσίαν του Πασαλικίου Πύργου ανέκαθεν. Επίσης και όλαι αι άλλαι Μεσόγειοι πόλεις αι ανωτέρω αναφερόμεναι. Εξάγει αμπάδες οίον κάπες, οίνον και σίτον εις αρκετήν ποσότητα. Η εξαγωγή των γίνεται δια του Πύργου».
ΙΑΜΠΟΛΙΣ: «Μεσόγειος πόλις, απέχει 28 ώρας εντεύθεν. Έχει οίκους 1.800 ως έγγιστα εξ ών οι 600 Οθωμανοί και οι 200 Ιουδαίοι. Εξάγει κασέρι, τυρί, μαλλία, άλευρον, σίτον. Την διαχωρίζει δε ποταμός, από την Αδριανούπολιν».
ΑΕΤΟΣ: «Πόλις Μεσόγειος απέχουσα 4 ώρας ημών. Έχει οίκους 250 εξ ών οι 150 Χριστιανικοί, κατοίκους δε 3.000, άπαντας Γεωργούς».
Ο υποπρόξενος Γεράσιμος Πάγκαλος στο έγγραφό του μας δίνει και μια άλλη πληροφορία. Ότι μεταξύ Πύργου και Αετού, υπήρχαν θερμά λουτρά «ιαματικότατα, αρχαιότατα».
ΑΓΑΘΟΠΟΛΙΣ: «Ορμητήριον απέχον 8 ώρας δια θαλάσσης, ξηράς δε δεκατέσσερας. Εξάγει ολίγην ξυλείαν και κάρβουνα. Έχει δε πλοία 30.
ΣΙΛΥΜΝΟΣ: «Πασαλίκιον 18 ώρας απέχον εντεύθεν, έχει κατοίκους 15.000, οίκους έως 3.000 διαφόρων εθνών εξ ών 50 Ιουδαίοι και 50 Αρμένιοι. Υπάγεται σε εις της δικαιοδοσίαν του Πασαλικίου Πύργου ανέκαθεν. Επίσης και όλαι αι άλλαι Μεσόγειοι πόλεις αι ανωτέρω αναφερόμεναι. Εξάγει αμπάδες οίον κάπες, οίνον και σίτον εις αρκετήν ποσότητα. Η εξαγωγή των γίνεται δια του Πύργου».
ΙΑΜΠΟΛΙΣ: «Μεσόγειος πόλις, απέχει 28 ώρας εντεύθεν. Έχει οίκους 1.800 ως έγγιστα εξ ών οι 600 Οθωμανοί και οι 200 Ιουδαίοι. Εξάγει κασέρι, τυρί, μαλλία, άλευρον, σίτον. Την διαχωρίζει δε ποταμός, από την Αδριανούπολιν».
ΑΕΤΟΣ: «Πόλις Μεσόγειος απέχουσα 4 ώρας ημών. Έχει οίκους 250 εξ ών οι 150 Χριστιανικοί, κατοίκους δε 3.000, άπαντας Γεωργούς».
Ο υποπρόξενος Γεράσιμος Πάγκαλος στο έγγραφό του μας δίνει και μια άλλη πληροφορία. Ότι μεταξύ Πύργου και Αετού, υπήρχαν θερμά λουτρά «ιαματικότατα, αρχαιότατα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου