Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ ΜΑΣ ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ Η ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΓΚΑΤΖΙΑ
Α. Καταγωγή – Οικογενειακά στοιχεία
Με λένε Ευσταθία Γκατζιά και είμαι 67 ετών. Η μητέρα μου κατάγεται από το Δομοκό και ο πατέρας μου από την Υπάτη. Η μητέρα μου ασχολιόταν με τα οικιακά και ο πατέρας μου δούλευε σε μαγαζί με υποδήματα.
Τους αγαπούσα και τους δυο, αλλά και η συμπεριφορά των γονιών μου απέναντι σε μένα και στα αδέρφια μου ήταν άριστη.
Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στο Δομοκό και στη Λαμία και τα νεανικά μου στη Λαμία.
Στη γειτονιά μου υπήρχαν σπίτια χαμηλά, δρόμοι από χώμα, αλάνα δίπλα και πιο πέρα το στρατόπεδο Τσαλτάκη. Η συνοικία μας λεγόταν: Παλιό Γυμναστήριο. Επίσης είχε πολλά δέντρα...
Παντρεύτηκα με προξενιό, που διοργάνωσε η θεία του άντρα μου με τον πατέρα μου. Είχα και έναν αδερφό με τον οποίο δε μάλωσα ποτέ.
Εκείνη την εποχή τα αγόρια και τα κορίτσια δεν ήταν το ίδιο περιορισμένα. Τα κορίτσια ήταν περισσότερο και δεν έβγαιναν από το σπίτι έτσι άσκοπα έξω στους δρόμους για να κάνουν βόλτες. Έβγαιναν μόνο μερικές φορές, αλλά και τότε έπρεπε στις 8 μμ να είναι οπωσδήποτε πάλι στο σπίτι. Τα μικρότερα παιδιά, όταν η μητέρα έλειπε σε δουλειές, τα πρόσεχε η γιαγιά.
Αταξίες δεν έκανα και γι’ αυτό ο πατέρας μου ποτέ δε σήκωσε χέρι πάνω μου, μόνο η γιαγιά μου μερικές φορές.
Β. Σχολική ζωή
Πήγα στο 10ο Δημοτικό της Λαμίας. Είχε 6 αίθουσες. Ήταν διώροφο και υπήρχαν γραφεία για κάθε δάσκαλο. Στο μεγάλο προαύλιο υπήρχαν 3 ψηλά πεύκα και μια σειρά από βρύσες. Επίσης ολόγυρα υπήρχαν ψηλά κάγκελα. Η απόσταση του σχολείου από το σπίτι ήταν 500 μέτρα, μικρή απόσταση, και μαζευόμασταν όλα τα παιδιά της γειτονιάς και πηγαίναμε με τα πόδια. Μου άρεσε πάρα πολύ το σχολείο. Δεν υπήρχε κάτι που να μην μου αρέσει σ’ αυτό. Θυμάμαι ιδιαίτερα το παιχνίδι με τις φίλες μου.
Είχε πολλούς μαθητές και πήγαινα πρωί και απόγευμα. Το πρωί 8:30 – 1:30 και το απόγευμα 3:00 – 7:30. τα μαθήματά μας ήταν : Ιστορία, Γεωγραφία, Φυσική, Έκθεση, Γλώσσα, Θρησκευτικά, Γυμναστική, Μουσική, Καλλιγραφία, Αγωγή του πολίτη και Αριθμητική. Για κάθε τάξη ήταν και ένας δάσκαλος. Ήταν αυστηρότατοι και χρησιμοποιούσαν βέργα (βίτσα). Τις βίτσες μας έστελναν και τις κόβαμε εμείς. Αυτοί όμως που διάβαζαν δεν έτρωγαν ξύλο.
Στη γειτονιά μου όλα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, πήγαιναν στο σχολείο και όλα το τελείωναν, αρκετά συνέχιζαν και στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο.
Είχαμε πλάκα και κοντύλι στις δύο πρώτες τάξεις. Στις επόμενες τάξεις είχαμε τετράδια και μολύβια. Στις εθνικές γιορτές η συμμετοχή μας ήταν υποχρεωτική με ποιήματα και σκετς. Ένα ποίημα που θυμάμαι είναι το : «Πόσο μ’ αρέσουν οι καραμελίτσες. Θα ’θελα να ’χα δέκα σακουλίτσες. Να σας κεράσω όλα τα παιδάκια απ’ τα δικά μου τα χεράκια». Αυτό το είπα στην πρώτη Δημοτικού.
Τα βιβλία μας είχαν σκληρό εξώφυλλο και μεγάλα γράμματα. Δεν κράτησα κανένα.
Από το σπίτι μερικές φορές παίρναμε κολατσιό (ψωμί σκέτο) κι άλλες φορές μια δεκάρα. Στα διαλείμματα παίζαμε κυνηγητό, κρυφτό, τυφλόμυγα. Πέρασα και στην παρέλαση. Τα παιδιά φορούσαν παραδοσιακές ενδυμασίες.
Οι γονείς μου δεν ήξεραν πολλά γράμματα, είχαν βγάλει μόνο το Δημοτικό. Εγώ ήθελα να σπουδάσω, αλλά τους γονείς μου δεν τους ενδιέφεραν οι σπουδές. Ήθελαν να δουλέψουμε. Στα μαθήματά μου δε με βοηθούσε κανένας ούτε ξένες γλώσσες μαθαίναμε. Δεν υπήρχαν τέτοιου είδους φροντιστήρια.
Τα ρούχα μας και τα παπούτσια ήταν παλιά (της εποχής) και η σχολική μου τσάντα από πανί.
Γ. Παιχνίδια
Παίζαμε τσιλίκα (ήταν από ξύλο), εφτάπετρο (με κεραμίδια), κουτσό, γουρνούλες, μπάλα (από πανιά). Όλα παίζονταν στην αλάνα. Η τσιλίκα παιζόταν με ένα μικρό και ένα μεγάλο ξύλο. Χτυπάγαμε με το μεγάλο το μικρό και όποιος το πήγαινε πιο μακριά νικούσε. Το εφτάπετρο παιζόταν με 7 κεραμίδια το ένα επάνω στο άλλο. Τα χτυπούσαμε με τη μπάλα και αυτός που τα έριχνε κυνηγούσε τους άλλους. Για το κουτσό χαράζαμε πέντε κουτάκια κάτω στο χώμα και στηριζόμασταν στο ένα πόδι. Μπροστά μας ήταν ένα κεραμιδάκι και πηδώντας στο ένα πόδι πάντα προσπαθούσαμε να το προχωράμε χτυπώντας το ελαφρά, αλλά αν ακουμπούσε το κεραμίδι ή το πόδι στη γραμμή χάναμε. Οι γουρνούλες. Είναι σαν το σημερινό γκολφ, με τη μόνη διαφορά ότι αντί για μπαστούνι είχαμε ξύλο. Η μπάλα. Παίζαμε ποδόσφαιρο κλωτσώντας την. Τα αγόρια, κυρίως, παίζανε ποδόσφαιρο με μπάλες φτιαγμένες από πανιά. Τα κορίτσια παίζαμε και με κούκλες που μόνες μας τις κάναμε. Οι κούκλες ήταν το αγαπημένο παιχνίδι όλων των κοριτσιών. Πετούσαμε και χαρταετό που κατασκευάζαμε από εφημερίδες.
Απ’ τα παιχνίδια μου θυμάμαι περισσότερο τις «κουμπάρες», παιχνίδι με κούκλες. Τις κούκλες τις φτιάχναμε με πανιά. Τα παιχνίδια που παίζαμε μαζί αγόρια και κορίτσια ήταν η τσιλίκα, το εφτάπετρο, οι γουρνούλες, η μπάλα, το κυνηγητό και το κρυφτό.
Μου άρεσε να ζωγραφίζω κι έφκιανα ανθρωπάκια με λάσπη. Ποδήλατο δεν είχα, φτιάχναμε όμως πατίνι, μια σανίδα από ξύλο και για ρόδες λοριμάν.
Πουλιά κυνηγούσαμε με ξόβεργες και σφεντόνες, αλλά δεν είχαμε πουλιά σε κλουβί.
Παγωτά δεν έτρωγα μικρή, δεν υπήρχαν τότε.
Δ. Άλλα ενδιαφέροντα
Όταν υπήρχε ελεύθερος χρόνος, η γιαγιά μας διηγούνταν παραμύθια ή διαβάζαμε μόνοι μας. Εφημερίδες και περιοδικά δεν είχαμε. Τα παραμύθια που μας έλεγε η γιαγιά ήταν η Σταχτοπούτα, το πουλάκια στο σχολείο και ο παπουτσωμένος γάτος.
Περίπατο πηγαίναμε στα Πηγαδούλια, στην οδό Υψηλάντου.
Το αγαπημένο μου φαγητό ήταν το κρέας με μακαρόνια που τρώγαμε κάθε Κυριακή.
Τα κορίτσια τραγουδούσαν του Λαζάρου και τα αγόρια τα Κάλαντα. Πηγαίναμε ανά δύο. Μας έδιναν δεκάρες, αυγά, σταφίδες και καρύδια.
Τα βράδια καθόμασταν έξω και παίζαμε, ενώ οι γιαγιάδες κουβέντιαζαν.
Καμιά φορά κλέβαμε φρούτα και ο ιδιοκτήτης μας κυνηγούσε.
Στην εκκλησία, στον Άγιο Δημήτρη, πήγαινα κάθε Κυριακή και μετά είχα κατηχητικό. Η εκκλησία μας γέμιζε από κόσμο κάθε Κυριακή.
Οι μεγαλύτεροι μας αντιμετώπιζαν καλά.
Με τον αθλητισμό δεν ασχολούμασταν ούτε ανέκδοτα λέγαμε.
Ε. Κοινωνική – Πολιτιστική ζωή
Διασκεδάζαμε το Πάσχα, τις Απόκριες και στα πανηγύρια που γίνονταν μια φορά το χρόνο. Τότε οι μεγάλοι χορεύανε και τα παιδιά έπαιζαν. Τα τραγούδια ήταν δημοτικά και συνοδεύονταν από βιολί, κλαρίνο και λαούτο. Δεν θυμάμαι κανέναν σπουδαίο οργανοπαίχτη ή τραγουδιστή. Στο σπίτι δε γλεντούσαμε. Τα λόγια ενός τραγουδιού που λέγαμε και μου άρεσε είναι: «Λουλούδι της Μονεμβασιάς και κάστρο της Λαμίας και Παλαμήδι τ’ Αναπλιού να ανοίξεις να μπω μέσα».
Οι μεγαλύτεροι χόρευαν βαλς, ταγκό και ελληνικούς χορούς.
Τα Χριστούγεννα μαζεύονταν όλο το σόι και τρώγαμε και πίναμε. Το Πάσχα πηγαίναμε στην εκκλησία, γυρίζαμε, τρώγαμε τη μαγειρίτσα και τσουγγρίζαμε κόκκινα αυγά.
Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς ντυνόμασταν μασκαράδες και πηγαίναμε στα σπίτια. Δεν γινόταν καρναβάλι, αλλά περνούσε η καμήλα.
Στις παραμονές των μεγάλων εορτών όλη η οικογένεια νήστευε. Μόνο τα πολύ μικρά παιδιά δεν νήστευαν τότε. Τις μέρες εκείνες τρώγαμε όσπρια, ζυμαρικά, χαλβά, ετοιμάζαμε τα σπίτια και, σαν έφτανε η μεγάλη γιορτή, φορούσαμε τα καλά μας, στρώναμε τα προικιά, κερνάγαμε τους επισκέπτες μας και τρώγαμε όλοι μαζί χαρούμενοι. Ιδιαίτερα γιορτάζαμε την Αγία Παρασκευή συμμετέχοντας στο πανηγύρι που γινόταν στην Ταράτσα, κοντά στο νέο Νοσοκομείο, και στην Άμπλιανη. Ο πατέρας μου φορούσε κοστούμι και η μητέρα μου ταγέρ.
Οι γυναίκες την εποχή εκείνη δε φορούσαν πολλά κοσμήματα. Φορούσαν μόνο σταυρό. Τα μαλλιά τους τα μάζευαν κότσο, αλογοουρά και κοτσίδες και δεν τα έβαφαν. Όταν γιόρταζε κάποιος μεγάλος του πήγαιναν δώρο ποτά, στους μικρούς πήγαιναν καραμέλες. Με τους συγγενείς μας είχαμε περισσότερες σχέσεις.
Στις 8 Σεπτεμβρίου πηγαίναμε στο παζάρι που γινόταν στο Πάρκο. Αγοράζαμε εσώρουχα και προικιά.
Τσίρκο, όταν ήμουν παιδί, δεν είδα ποτέ, γιατί δεν ήρθε ποτέ, πήγαινα όμως στον κινηματογράφο και έβλεπα ελληνικές ταινίες. Έβλεπα και καραγκιόζη, θέατρο όμως δεν είδα ποτέ, ούτε και σε άλλες εκδηλώσεις πήγα.
Οι γάμοι γίνονταν στην εκκλησία, όπου η νύφη πήγαινε με τα πόδια. Μετά ακολουθούσε το τραπέζι με παραδοσιακούς χορούς.
Για κάποιους υπήρχαν παρατσούκλια όπως : Σαμαράς, έτσι αποκαλούσαν τον Μάνο γιατί έφτιαχνε σαμάρια, Γρινιάτσος, έτσι έλεγαν τον Τσότζορα, επειδή γκρίνιαζε …
Στ. Εμπειρίες από την καθημερινή ζωή
Το πρωί τα παιδιά και οι γονείς ξυπνούσανε στις 6:00 και το βράδυ κοιμόμασταν στις 9:00. Δεν πηγαίναμε διακοπές, κάναμε όμως μπάνια στη θάλασσα. Βοηθούσαμε τους γονείς μας στις δουλειές του σπιτιού. Οι γυναίκες εκτός από τις δουλειές του σπιτιού έκαναν και άλλες. Πήγαιναν και δούλευαν στα χωράφια, σε εργοστάσια και σε μαγαζιά.
Μαζί μας στο σπίτι έμενε και η γιαγιά, ο παππούς μου είχε πεθάνει. Όλα τα παιδιά του σπιτιού μέναμε σε ένα δωμάτιο και κοιμόμασταν κάτω στα χαλιά. Τρώγαμε όλοι μαζί. Οι γονείς μου που δούλευαν σε μαγαζί έτρωγαν ψωμί και ελιές. Τα φαγητά μας τα διατηρούσαμε σε ένα μεγαλούτσικο φανάρι που γύρω – γύρω είχε ψιλή σήτα για να μην μπαίνουν διάφορα έντομα. Για τα ψώνια πήγαιναν τα παιδιά στο μπακάλη και τα κέρματα που χρησιμοποιούσαν ήταν δεκάρες.
Ταξίδια δεν κάναμε τότε συχνά. Το πιο μακρινό που πήγα ήταν στο Δομοκό. Ξενιτεμένους δεν είχαμε και τηλέφωνα δεν υπήρχαν.
Το 1952 έγινε ένας πολύ δυνατός σεισμός στο Δομοκό και έπεσαν κάποια σπίτια.
Το 1967 είχαμε μια επιδημία ασιατικής γρίπης. Υπήρχαν φάρμακα και ενέσεις, αλλά πέθαναν πολλοί άνθρωποι. Όταν αρρωσταίναμε πηγαίναμε στους γιατρούς, πηγαίναμε όμως και σε πρακτικούς. Τα πιο συνηθισμένα μας φάρμακα ήταν το κινίνο και η ασπιρίνη. Η γιαγιά μου μάζευε βότανα, η μαμά μου δεν τα γνώριζε. Η μητέρα μου με μάθαινε να ράβω και να κεντώ.
Στην εποχή μου δεν υπήρξε κανένα σημαντικό γεγονός με εξαίρεση τη Χούντα. Όταν υποδουλώθηκε η Ελλάδα το 1941 εγώ ήμουνα ενός έτους και δε θυμάμαι τίποτα. Στην κατοχή θύματα εμείς δεν είχαμε, αλλά δεν είχαμε να φάμε.
Ζ. Συνθήκες ζωής
Τις καθημερινές τα φαγητά μας ήταν ψωμί, ελιές, όσπρια και χόρτα. Το χειμώνα ζεσταινόμασταν με το τζάκι και τις σόμπες με ξύλα που είχαμε στο σπίτι. Για το φωτισμό είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα που φώτιζε και τους δρόμους με τις λάμπες που υπήρχαν στις κολόνες.
Το σπίτι μας αποτελούνταν από δυο δωμάτια, κουζίνα και υπόγειο. Για να μπει κανείς σ’ αυτό έπρεπε να ανέβει πέντε σκαλάκια. Είχε και μια μικρή αυλή. Έτσι περίπου ήταν όλα τα σπίτια. Στον κήπο μας είχαμε αρκετά δέντρα συκιές, βερικοκιές, δαμασκηνιές, βυσσινιές και μουριές. Ζώα δεν είχαμε καθόλου.
Στο σπίτι μας είχαμε και δυο βρύσες. Μαγειρεύαμε με γκαζιέρα και τα σκεύη μας ήταν από χαλκό. Είχαμε και ένα ψυγείο πάγου. Το ψωμί μας το αγοράζαμε από το φούρνο.
Τα καθημερινά μας ρούχα ήταν φτωχικά. Τα έραβε η μάνα μου με βελόνες και μηχανή. Υφαίναμε και κουρελούδες. Δεν είχαμε κάποια πρότυπα, ούτε δίναμε ιδιαίτερη σημασία στην εμφάνιση. Τα ρούχα μας τα πλέναμε στη σκάφη στο πλυσταριό μας. Χρησιμοποιούσαμε και αλισίβα (σταχτόνερο). Τα απλώναμε στα σχοινιά και τα σιδερώναμε με σίδερο με κάρβουνα
Για την προσωπική μας καθαριότητα χρησιμοποιούσαμε μόνο σαπούνι. Μέσα στο σπίτι μας δεν υπήρχε μπάνιο, έτσι πλενόμασταν στο πλυσταριό. Μπάνιο κάναμε μια φορά στις δεκαπέντε μέρες.
Από τα χρόνια εκείνα νοσταλγώ περισσότερο την ησυχία, τον ύπνο έξω, την ασφάλεια που αισθανόμασταν. Η εποχή εκείνη ήταν πολύ καλύτερη και διέφερε από τη σημερινή όσο η μέρα από τη νύχτα.
Φωτογραφίες βγάζαμε στο σχολείο, στις γιορτές και όταν συγκεντρωνόταν όλο το σόι. Δε θα τις δάνειζα όμως γιατί αποτελούν κειμήλια. Και δεν πρέπει να βγουν από το σπίτι.
ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ ΜΑΣ» ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ/ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ ΤΟΥ 3ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΛΑΜΙΑΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 2010, ΣΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΕΡ. ΚΑΚΟΥΡΑ – ΚΩΝ. ΜΠΑΛΩΜΕΝΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου