Παιδικές αναμνήσεις -3
Οι συνήθεις χώροι των παιχνιδιών μας ήταν κυρίως το προαύλιο του δημοτικού σχολείου, με τη μεγάλη ελεύθερη αυλή, ο χώρος γύρω από την μικρή τότε εκκλησία. Αργότερα ο νέος μεγάλος ναός έκοψε εγκάρσια τον ελεύθερο χώρο. Ήταν ακόμα της «Γριάς το αμπέλι» και ο ελεύθερος χώρος δίπλα στη βιομηχανία του «Οινοπνεύματος». Εκεί βρίσκονταν και τα όμορφα πέτρινα σπίτια που είχαν χτίσει για τα στελέχη τους οι ιδιοκτήτες της μεγάλης τότε κλωστοϋφαντουργίας, αδελφοί Παπαγεωργίου. Τον ελεύθερο χώρο κοντά στο ποτάμι, δίπλα στις γραμμές του τρένου, τον λέγαμε με το όνομα του διπλανού περιβολάρη: του «Ζαχαρία». Οι τελευταίοι δυο χώροι είναι σήμερα οικοδομημένοι ακόμα και με πολυκατοικίες.
Το πιο συνηθισμένο ομαδικό παιχνίδι στη γειτονιά ήταν το ποδόσφαιρο. . Αντίπαλοι ήταν συνήθως ομάδες από διπλανές γειτονιές ή κι από την ίδια χωρισμένες από δυο αρχικούς εκλέκτορες με τη μέθοδο της διαδοχικής επιλογής. Ένας δικός μου, ένας δικός σου. Στην περίπτωση αυτή ενδιαφέρον είχε ο τρόπος με τον οποίο ο ένας εκλέκτορας αποκτούσε το δικαίωμα της αρχικής επιλογής, που ήταν και το κρίσιμο σημείο. Οι αγώνες είχαν πείσμα και φανατισμό, με ατελείωτα ωράρια, έτσι που το βράδυ όταν πέφταμε στο κρεβάτι να ήμασταν κανονικά πτώματα
Πολλές φορές χώρος των παιχνιδιών μας ήταν και οι στενοί δρόμοι της προσφυγικής μας γειτονιάς. Τότε οι μανάδες μας δεν είχαν το φόβο των αυτοκινήτων, αλλά ούτε και την υπερπροστασία που τελευταία παρατηρείται. Το πέρασμα αυτοκινήτου με εξαίρεση τον κεντρικό δρόμο, το Φαρδύ, ήταν σπάνιο φαινόμενο και ως εκ τούτου αντικείμενο περιέργειας και σχολιασμού. Μας είχαν στην πραγματικότητα σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας κινήσεων με τη συνεπαγόμενη όμως προσωπική ευθύνη που αυτή η εμπιστοσύνη δημιουργούσε. Εκεί τα μόνα παράπονα που συναντούσαμε ήταν η αντίδραση μερικών γκρινιάρηδων ηλικιωμένων, που τους ενοχλούσε οι φωνές μας κι ο φόβος μη τυχόν σπάσουμε κανένα τζάμι.
Άλλα παιχνίδια ήταν το «τσιλίκι» και το «κρυφτό». Το πρώτο παιζόταν με ξύλα και ήταν περισσότερο για τα αγόρια. Το δεύτερο ήταν μια από τις σπάνιες ευκαιρίες να ξεμοναχιάζεσαι με μια κοπέλα, που κι αυτή το επιθυμούσε, να στριμώχνεσαι σε μια γωνιά αναζητώντας μια στοιχειώδη σωματική επαφή, ένα τρεμούλιασμα εξαιτίας της και το πιο προχωρημένο ένα βιαστικό και φοβισμένο απαλό φιλί, μέχρις ότου αυτός που τα «φυλάει» να διακόψει, με την ανακάλυψη της κρυψώνας σου, την ατελή μυσταγωγία που ζούσες. Και όλα αυτά στο μουγκό κι αμίλητο, χωρίς να ανταλλάσσεις μαζί της ούτε μία κουβέντα. Η συζήτηση έκλεινε τους δρόμους γιατί μετά μπορούσε να δημιουργεί υποχρεώσεις και δεσμεύσεις, κάτι που αποφευγόταν, σαν τον διάολο, κι από τους δυο.
Μεγάλο ενδιαφέρον ήταν τα μαζέματα προς το δειλινό ή νωρίς το βράδυ για συζητήσεις. Εκεί ξεδιπλώνονταν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε παιδιού, οι ικανότητές του είτε να συγκεντρώνει την προσοχή του υπόλοιπου ακροατηρίου είτε να παραδίνεται στον χλευασμό, το γιουχάισμα και την αποδοκιμασία. Λίγοι μπορούσαν να προκαλέσουν με τις ιστορίες τους, που κάπου είχαν ακούσει ή διαβάσει, την προσοχή και το ενδιαφέρον του «απαιτητικού ακροατηρίου».
Ιδιαίτερη επιτυχία είχαν οι πραγματικές ιστορίες ή τα κουτσομπολιά για ζωντανούς και γνωστούς ανθρώπους της γειτονιάς και της γύρω περιοχής, εικόνες που είδε το αδιάκριτο μάτι, λόγια που άρπαξε το λαίμαργο αυτί. Αρκεί να μη θάβανε γονείς παιδιού που ήταν παρόν στη συζήτηση, γιατί τότε υπήρχε ένα φυσιολογικό κράτημα. Στο στενό κύκλο της γειτονιάς, ο καθένας ήταν στο στόχαστρο σχεδόν όλων. Προσωπική ζωή και μυστικά ήταν σπάνια και δύσκολα διατηρούμενα. Όλα ήταν ξεδιπλωμένα στη κοινή θέα.
Αλίμονο αν γινόταν αντιληπτή μια αποκλίνουσα συμπεριφορά εκ μέρους κάποιου. Τότε τα αρνητικά σχόλια πλημμύριζαν το χώρο και, αναλόγως της ποιότητας της εκτροπής, οι συνέπειες μπορούσαν να φτάσουν έως και την πλήρη απομόνωση. Όμως μη γίνει καμιά παρεξήγηση. Όταν και εκεί που χρειαζόταν η εκδήλωση του αισθήματος της αλληλεγγύης, εκεί που χρειαζόταν ένα πέπλο προστασίας κυρίως από τις συχνές αυθαιρεσίες της αλαζονικής εξουσίας της σκοτεινής εκείνης πολιτικής περιόδου τότε η γειτονιά λειτουργούσε συμπαγής, σαν συμπαραστάτης και βοηθός, σύσσωμη σαν μια γροθιά.
Οι συνήθεις χώροι των παιχνιδιών μας ήταν κυρίως το προαύλιο του δημοτικού σχολείου, με τη μεγάλη ελεύθερη αυλή, ο χώρος γύρω από την μικρή τότε εκκλησία. Αργότερα ο νέος μεγάλος ναός έκοψε εγκάρσια τον ελεύθερο χώρο. Ήταν ακόμα της «Γριάς το αμπέλι» και ο ελεύθερος χώρος δίπλα στη βιομηχανία του «Οινοπνεύματος». Εκεί βρίσκονταν και τα όμορφα πέτρινα σπίτια που είχαν χτίσει για τα στελέχη τους οι ιδιοκτήτες της μεγάλης τότε κλωστοϋφαντουργίας, αδελφοί Παπαγεωργίου. Τον ελεύθερο χώρο κοντά στο ποτάμι, δίπλα στις γραμμές του τρένου, τον λέγαμε με το όνομα του διπλανού περιβολάρη: του «Ζαχαρία». Οι τελευταίοι δυο χώροι είναι σήμερα οικοδομημένοι ακόμα και με πολυκατοικίες.
Το πιο συνηθισμένο ομαδικό παιχνίδι στη γειτονιά ήταν το ποδόσφαιρο. . Αντίπαλοι ήταν συνήθως ομάδες από διπλανές γειτονιές ή κι από την ίδια χωρισμένες από δυο αρχικούς εκλέκτορες με τη μέθοδο της διαδοχικής επιλογής. Ένας δικός μου, ένας δικός σου. Στην περίπτωση αυτή ενδιαφέρον είχε ο τρόπος με τον οποίο ο ένας εκλέκτορας αποκτούσε το δικαίωμα της αρχικής επιλογής, που ήταν και το κρίσιμο σημείο. Οι αγώνες είχαν πείσμα και φανατισμό, με ατελείωτα ωράρια, έτσι που το βράδυ όταν πέφταμε στο κρεβάτι να ήμασταν κανονικά πτώματα
Πολλές φορές χώρος των παιχνιδιών μας ήταν και οι στενοί δρόμοι της προσφυγικής μας γειτονιάς. Τότε οι μανάδες μας δεν είχαν το φόβο των αυτοκινήτων, αλλά ούτε και την υπερπροστασία που τελευταία παρατηρείται. Το πέρασμα αυτοκινήτου με εξαίρεση τον κεντρικό δρόμο, το Φαρδύ, ήταν σπάνιο φαινόμενο και ως εκ τούτου αντικείμενο περιέργειας και σχολιασμού. Μας είχαν στην πραγματικότητα σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας κινήσεων με τη συνεπαγόμενη όμως προσωπική ευθύνη που αυτή η εμπιστοσύνη δημιουργούσε. Εκεί τα μόνα παράπονα που συναντούσαμε ήταν η αντίδραση μερικών γκρινιάρηδων ηλικιωμένων, που τους ενοχλούσε οι φωνές μας κι ο φόβος μη τυχόν σπάσουμε κανένα τζάμι.
Άλλα παιχνίδια ήταν το «τσιλίκι» και το «κρυφτό». Το πρώτο παιζόταν με ξύλα και ήταν περισσότερο για τα αγόρια. Το δεύτερο ήταν μια από τις σπάνιες ευκαιρίες να ξεμοναχιάζεσαι με μια κοπέλα, που κι αυτή το επιθυμούσε, να στριμώχνεσαι σε μια γωνιά αναζητώντας μια στοιχειώδη σωματική επαφή, ένα τρεμούλιασμα εξαιτίας της και το πιο προχωρημένο ένα βιαστικό και φοβισμένο απαλό φιλί, μέχρις ότου αυτός που τα «φυλάει» να διακόψει, με την ανακάλυψη της κρυψώνας σου, την ατελή μυσταγωγία που ζούσες. Και όλα αυτά στο μουγκό κι αμίλητο, χωρίς να ανταλλάσσεις μαζί της ούτε μία κουβέντα. Η συζήτηση έκλεινε τους δρόμους γιατί μετά μπορούσε να δημιουργεί υποχρεώσεις και δεσμεύσεις, κάτι που αποφευγόταν, σαν τον διάολο, κι από τους δυο.
Μεγάλο ενδιαφέρον ήταν τα μαζέματα προς το δειλινό ή νωρίς το βράδυ για συζητήσεις. Εκεί ξεδιπλώνονταν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε παιδιού, οι ικανότητές του είτε να συγκεντρώνει την προσοχή του υπόλοιπου ακροατηρίου είτε να παραδίνεται στον χλευασμό, το γιουχάισμα και την αποδοκιμασία. Λίγοι μπορούσαν να προκαλέσουν με τις ιστορίες τους, που κάπου είχαν ακούσει ή διαβάσει, την προσοχή και το ενδιαφέρον του «απαιτητικού ακροατηρίου».
Ιδιαίτερη επιτυχία είχαν οι πραγματικές ιστορίες ή τα κουτσομπολιά για ζωντανούς και γνωστούς ανθρώπους της γειτονιάς και της γύρω περιοχής, εικόνες που είδε το αδιάκριτο μάτι, λόγια που άρπαξε το λαίμαργο αυτί. Αρκεί να μη θάβανε γονείς παιδιού που ήταν παρόν στη συζήτηση, γιατί τότε υπήρχε ένα φυσιολογικό κράτημα. Στο στενό κύκλο της γειτονιάς, ο καθένας ήταν στο στόχαστρο σχεδόν όλων. Προσωπική ζωή και μυστικά ήταν σπάνια και δύσκολα διατηρούμενα. Όλα ήταν ξεδιπλωμένα στη κοινή θέα.
Αλίμονο αν γινόταν αντιληπτή μια αποκλίνουσα συμπεριφορά εκ μέρους κάποιου. Τότε τα αρνητικά σχόλια πλημμύριζαν το χώρο και, αναλόγως της ποιότητας της εκτροπής, οι συνέπειες μπορούσαν να φτάσουν έως και την πλήρη απομόνωση. Όμως μη γίνει καμιά παρεξήγηση. Όταν και εκεί που χρειαζόταν η εκδήλωση του αισθήματος της αλληλεγγύης, εκεί που χρειαζόταν ένα πέπλο προστασίας κυρίως από τις συχνές αυθαιρεσίες της αλαζονικής εξουσίας της σκοτεινής εκείνης πολιτικής περιόδου τότε η γειτονιά λειτουργούσε συμπαγής, σαν συμπαραστάτης και βοηθός, σύσσωμη σαν μια γροθιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου