Παιδικές αναμνήσεις - 4
Στα παιδικά μας χρόνια τα ξενύχτια με τα γλέντια ήταν σπάνια. Βεβαίως γίνονταν τέτοια γλέντια με τη μέθοδο της συνεισφοράς, του ρεφενέ, που λέγανε τότε. Αλλά δεν ήταν και συχνά! Το σύνηθες ήταν οι άνθρωποι της γειτονιάς να κοιμούνται νωρίς, γιατί την άλλη μέρα τους περίμενε το πρωινό ξύπνημα για το μεροκάματο. Τηλεόραση, ευτυχώς, ακόμα δεν υπήρχε. Η έξοδος για βόλτα στην παραλία, για κινηματόγραφο ή ένα «εξοχικό» κέντρο ήταν σπάνιες και ίσως μόνο τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές. Ήταν και το άλλο που σήμερα ακούγεται λίγο τραβηγμένο αλλά όμως και τόσο πραγματικό.
«Επιτρέπεται να παραμένει το φως ανοιχτό τόσες ώρες; Ποιος θα πληρώσει αργότερα τον λογαριασμό;»
Τα περισσότερα σπίτια δεν είχαν ακόμα δικά τους ρολόγια. Οι περισσότεροι κάτοικοι λειτουργούσαν με βάση τις σειρήνες των εργοστασίων. Η προειδοποιητική στις επτά το πρωί με το μήνυμα «Ξεκινήστε». Η σειρήνα των οκτώ για την έναρξη της εργασίας. Το σφύριγμα των δώδεκα για το μεσημεριανό διάλειμμα του φαγητού και η σειρήνα στη μία για την επανέναρξη της εργασίας. Τέλος, η σειρήνα των πέντε όταν ερχόταν το ανακουφιστικό τέλος της ημερήσιας εργασίας. Τότε οι εκατοντάδες των εργατών ανέβαιναν με τα πόδια προς τα πάνω και περνώντας τις γέφυρες που ενώνανε τη πόλη με τη συνοικία μας επιστρέφανε στα σπίτια τους. Λίγο νερό να πλύνουν τα χέρια και το πρόσωπο κι ο άντρας της οικογένειας μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό που άρχιζε να βράζει στη γκαζιέρα χωνόταν σ’ ένα από τα πολυάριθμα τσιπουράδικα για λίγη συζήτηση κι ένα εικοσπενταράκι με λίγο μεζέ. Αυτή ήταν μια συνηθισμένη μέρα του πατέρα μου αλλά και του τυχαίου διπλανού γείτονα.
Ένα στοιχείο του χαρακτήρα μου, στα παιδικά μου χρόνια ήταν η διαρκής αίσθηση ενός κάποιου θολού και αόριστου κυνηγητού. Να προλάβω κάτι ,να ξεφύγω από κάτι, να κερδίσω λίγο χρόνο, να πάω έγκαιρα και λίγο πιο μπροστά από τον άλλον. Να τελειώσω με αυτήν την υποχρέωση, Εγώ, εκείνα τα χρόνια δεν περπατούσα. Συνεχώς έτρεχα, σαν να με κυνηγούσαν. Ένας διαρκής συναγερμός, μια αυτοϋποβαλλόμενη αγωνία για την επόμενη στιγμή, γι’ αυτό που έρχεται και θα με φτάσει, για τον άγνωστο παράγοντα που μπορεί να μου κάνει κακό. Μια ενοχή και για αμαρτήματα που δεν είχα κάνει. Αλλά αν τα είχα κάνει και δεν το ήξερα; Διαρκές τρεχαλητό να πάω έγκαιρα εκεί που πρέπει. Να εκπληρώσω την υποχρέωση, που απροσδιόριστα είχα. Στοιχεία που θέλεις δε θέλεις σε συνοδεύουν μετά σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής. Γίνονται κεντίδια και ανεξίτηλα στίγματα πάνω στο δέρμα σου. Αργότερα αυτό το χαρακτηριστικό απόκτησε σύγχρονα ονόματα όπως άγχος ή στρες.
Αντίθετα, μια ευχάριστη παιδική ονειροπόληση, που με συντρόφευε τα βράδια πριν με πάρει ο ύπνος, ήταν η εξής: Κλείνοντας τα μάτια, φανταζόμουν τον εαυτό μου να γίνεται αόρατος κι ανάλαφρος, να είναι σε θέση να κατασκοπεύει, χωρίς αυτός να γίνεται αντιληπτός όλους τους άλλους ανθρώπους σε ιδιωτικές τους στιγμές, ιδιαίτερα με υπάρξεις με τις οποίες θα ήθελα πολλά πάρε- δώσε μαζί τους, αλλά που δεν τολμούσα να το ομολογήσω μπροστά τους. Ήταν μια γλυκιά δραπέτευση από την πραγματικότητα, ήταν μια προσομοίωση των απόκρυφων και «αμαρτωλών» επιθυμιών μου. Μέσα σ’ αυτήν την φαντασίωση είχα προσδώσει στον εαυτό μου όλες τις χρήσιμες ιδιότητες, όπως να πετάω, να περνάω μέσα από τοίχους, ν’ ακούω τα πάντα κι από μακριά. Πόσο ανακουφιστικό, αλήθεια, είναι κάτι τέτοιο!
Το περίπτερο της κυρίας Καλλιόπης, γεροντοκόρης από τη Μικρά Ασία, με αναμνήσεις από μια ζωή άλλου επιπέδου από αυτό που τώρα ζούσε στην Ελλάδα, με απομεινάρια των καλών ημερών μέσα στο σπίτι -περίπτερό της, πουλούσε καραμέλες, τσιγάρα και διάφορα ψιλικά, χρήσιμα στη νοικοκυρά. Δεν είχε εφημερίδες. Αυτές τις έβρισκες μόνο στο κεντρικό περίπτερο στο Φαρδύ. Δεν υπήρχαν άλλωστε πολλοί που θα διέθεταν χρήματα για την αγορά μιας εφημερίδας. Μόνο το καφενείο είχε εφημερίδα και μάλιστα μια από τις ημερήσιες τοπικές. «Ταχυδρόμος» ή «Θεσσαλία» και από τις βδομαδιάτικες το «Θάρρος» του Αλέκου Τράκκα.
Στις μεγάλες δυσκολίες, που υπήρξαν στη συνέχεια της ζωής της, εκποιούσε πολύτιμα ενθύμια, που μπόρεσε να σώσει από τη βίαιη μετακίνησή της από την αρχική της πατρίδα. Μέσα στα άλλα πουλούσε και την προσωπική συλλογή του πατέρα της με γραμματόσημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που σαν σύνολο είχε οπωσδήποτε μια αξία, αλλά σε μεμονωμένα κομμάτια, που εμείς αγοράζαμε, αφού μας έπειθε με τις ωραίες ιστορίες που τα έντυνε για να μας τα πλασάρει, ήταν μάλλον άδηλη η αξία τους. Κάπου, αλλά δεν θυμάμαι πού, πρέπει να έχω μερικά κομμάτια από αυτή τη συλλογή.
Η κυρά Καλλιόπη, που είχε πια τα χρονάκια της, περνούσε δύσκολες μέρες και με την υγεία της, αλλά ποτέ δεν έχασε το ύφος και τις συνήθειες της χαμένης παλαιάς ένδοξης ζωής της, αρκεί αυτές να μην είχαν ιδιαίτερες οικονομικές απαιτήσεις.
Στα παιδικά μας χρόνια τα ξενύχτια με τα γλέντια ήταν σπάνια. Βεβαίως γίνονταν τέτοια γλέντια με τη μέθοδο της συνεισφοράς, του ρεφενέ, που λέγανε τότε. Αλλά δεν ήταν και συχνά! Το σύνηθες ήταν οι άνθρωποι της γειτονιάς να κοιμούνται νωρίς, γιατί την άλλη μέρα τους περίμενε το πρωινό ξύπνημα για το μεροκάματο. Τηλεόραση, ευτυχώς, ακόμα δεν υπήρχε. Η έξοδος για βόλτα στην παραλία, για κινηματόγραφο ή ένα «εξοχικό» κέντρο ήταν σπάνιες και ίσως μόνο τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές. Ήταν και το άλλο που σήμερα ακούγεται λίγο τραβηγμένο αλλά όμως και τόσο πραγματικό.
«Επιτρέπεται να παραμένει το φως ανοιχτό τόσες ώρες; Ποιος θα πληρώσει αργότερα τον λογαριασμό;»
Τα περισσότερα σπίτια δεν είχαν ακόμα δικά τους ρολόγια. Οι περισσότεροι κάτοικοι λειτουργούσαν με βάση τις σειρήνες των εργοστασίων. Η προειδοποιητική στις επτά το πρωί με το μήνυμα «Ξεκινήστε». Η σειρήνα των οκτώ για την έναρξη της εργασίας. Το σφύριγμα των δώδεκα για το μεσημεριανό διάλειμμα του φαγητού και η σειρήνα στη μία για την επανέναρξη της εργασίας. Τέλος, η σειρήνα των πέντε όταν ερχόταν το ανακουφιστικό τέλος της ημερήσιας εργασίας. Τότε οι εκατοντάδες των εργατών ανέβαιναν με τα πόδια προς τα πάνω και περνώντας τις γέφυρες που ενώνανε τη πόλη με τη συνοικία μας επιστρέφανε στα σπίτια τους. Λίγο νερό να πλύνουν τα χέρια και το πρόσωπο κι ο άντρας της οικογένειας μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό που άρχιζε να βράζει στη γκαζιέρα χωνόταν σ’ ένα από τα πολυάριθμα τσιπουράδικα για λίγη συζήτηση κι ένα εικοσπενταράκι με λίγο μεζέ. Αυτή ήταν μια συνηθισμένη μέρα του πατέρα μου αλλά και του τυχαίου διπλανού γείτονα.
Ένα στοιχείο του χαρακτήρα μου, στα παιδικά μου χρόνια ήταν η διαρκής αίσθηση ενός κάποιου θολού και αόριστου κυνηγητού. Να προλάβω κάτι ,να ξεφύγω από κάτι, να κερδίσω λίγο χρόνο, να πάω έγκαιρα και λίγο πιο μπροστά από τον άλλον. Να τελειώσω με αυτήν την υποχρέωση, Εγώ, εκείνα τα χρόνια δεν περπατούσα. Συνεχώς έτρεχα, σαν να με κυνηγούσαν. Ένας διαρκής συναγερμός, μια αυτοϋποβαλλόμενη αγωνία για την επόμενη στιγμή, γι’ αυτό που έρχεται και θα με φτάσει, για τον άγνωστο παράγοντα που μπορεί να μου κάνει κακό. Μια ενοχή και για αμαρτήματα που δεν είχα κάνει. Αλλά αν τα είχα κάνει και δεν το ήξερα; Διαρκές τρεχαλητό να πάω έγκαιρα εκεί που πρέπει. Να εκπληρώσω την υποχρέωση, που απροσδιόριστα είχα. Στοιχεία που θέλεις δε θέλεις σε συνοδεύουν μετά σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής. Γίνονται κεντίδια και ανεξίτηλα στίγματα πάνω στο δέρμα σου. Αργότερα αυτό το χαρακτηριστικό απόκτησε σύγχρονα ονόματα όπως άγχος ή στρες.
Αντίθετα, μια ευχάριστη παιδική ονειροπόληση, που με συντρόφευε τα βράδια πριν με πάρει ο ύπνος, ήταν η εξής: Κλείνοντας τα μάτια, φανταζόμουν τον εαυτό μου να γίνεται αόρατος κι ανάλαφρος, να είναι σε θέση να κατασκοπεύει, χωρίς αυτός να γίνεται αντιληπτός όλους τους άλλους ανθρώπους σε ιδιωτικές τους στιγμές, ιδιαίτερα με υπάρξεις με τις οποίες θα ήθελα πολλά πάρε- δώσε μαζί τους, αλλά που δεν τολμούσα να το ομολογήσω μπροστά τους. Ήταν μια γλυκιά δραπέτευση από την πραγματικότητα, ήταν μια προσομοίωση των απόκρυφων και «αμαρτωλών» επιθυμιών μου. Μέσα σ’ αυτήν την φαντασίωση είχα προσδώσει στον εαυτό μου όλες τις χρήσιμες ιδιότητες, όπως να πετάω, να περνάω μέσα από τοίχους, ν’ ακούω τα πάντα κι από μακριά. Πόσο ανακουφιστικό, αλήθεια, είναι κάτι τέτοιο!
Το περίπτερο της κυρίας Καλλιόπης, γεροντοκόρης από τη Μικρά Ασία, με αναμνήσεις από μια ζωή άλλου επιπέδου από αυτό που τώρα ζούσε στην Ελλάδα, με απομεινάρια των καλών ημερών μέσα στο σπίτι -περίπτερό της, πουλούσε καραμέλες, τσιγάρα και διάφορα ψιλικά, χρήσιμα στη νοικοκυρά. Δεν είχε εφημερίδες. Αυτές τις έβρισκες μόνο στο κεντρικό περίπτερο στο Φαρδύ. Δεν υπήρχαν άλλωστε πολλοί που θα διέθεταν χρήματα για την αγορά μιας εφημερίδας. Μόνο το καφενείο είχε εφημερίδα και μάλιστα μια από τις ημερήσιες τοπικές. «Ταχυδρόμος» ή «Θεσσαλία» και από τις βδομαδιάτικες το «Θάρρος» του Αλέκου Τράκκα.
Στις μεγάλες δυσκολίες, που υπήρξαν στη συνέχεια της ζωής της, εκποιούσε πολύτιμα ενθύμια, που μπόρεσε να σώσει από τη βίαιη μετακίνησή της από την αρχική της πατρίδα. Μέσα στα άλλα πουλούσε και την προσωπική συλλογή του πατέρα της με γραμματόσημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που σαν σύνολο είχε οπωσδήποτε μια αξία, αλλά σε μεμονωμένα κομμάτια, που εμείς αγοράζαμε, αφού μας έπειθε με τις ωραίες ιστορίες που τα έντυνε για να μας τα πλασάρει, ήταν μάλλον άδηλη η αξία τους. Κάπου, αλλά δεν θυμάμαι πού, πρέπει να έχω μερικά κομμάτια από αυτή τη συλλογή.
Η κυρά Καλλιόπη, που είχε πια τα χρονάκια της, περνούσε δύσκολες μέρες και με την υγεία της, αλλά ποτέ δεν έχασε το ύφος και τις συνήθειες της χαμένης παλαιάς ένδοξης ζωής της, αρκεί αυτές να μην είχαν ιδιαίτερες οικονομικές απαιτήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου