, 1897-1922: ιστορικές τομές και προέλευση μαθητών -
Copyright © 2004-2013 Αστέριος I. Κουκούδης
Από την απελευθέρωση έως τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, 1912-1918
Το φθινόπωρο του 1912, έχοντας, ήδη, συμμαχήσει κρυφά, τα Βαλκανικά Κράτη επιτέθηκαν στον κοινό εχθρό. Κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, ο στρατηγός Ταχσίν Πασάς παρέδωσε τη Θεσσαλονίκη στους προελαύνοντες Έλληνες. Στις 26 Οκτωβρίου, ο ελληνικός στρατός πρόλαβε κι απελευθέρωσε τη Θεσσαλονίκη πριν εισέλθουν σε αυτή οι τότε βούλγαροι σύμμαχοι. Ο πόλεμος έληξε τον Απρίλιο του 1913, αφήνοντας όλα τα μέλη της συμμαχίας, μα ιδιαίτερα τους Βούλγαρους, ανικανοποίητους με τη μοιρασιά των απελευθερωμένων εδαφών. Κατά το σχολικό έτος 1912-13, και σύμφωνα με την έλλειψη καταγραφών στα αρχεία που σώθηκαν, η Αστική Σχολή Βαρδαρίου δε λειτούργησε. Το πιθανότερο είναι πως πολλά από τα σχολεία της πόλης, αν όχι όλα και όλων των κοινοτήτων, μαζί με άλλα δημόσια κτήρια, στέγασαν ένα μεγάλο αριθμό στρατευμάτων και προσφύγων που συνέρρευσαν στην πόλη. Στις 29 Ιουνίου του 1913, ξεκίνησε ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος, ξεσηκώνοντας ακόμη μεγαλύτερα κύματα προσφύγων, που κινούνταν προς κάθε κατεύθυνση για να σωθούν. Ο ελληνικός στρατός προήλασε προς την Ανατολική Μακεδονία. Στο τέλος του πολέμου και σύμφωνα με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου αναγκάστηκε να αποσυρθεί από τα εδάφη της Δυτικής Θράκης, την οποία, τελικά, κράτησαν οι Βούλγαροι, ενώ η Ανατολική Θράκη επιστράφηκε στους Οθωμανούς. Ταυτόχρονα, οι Σέρβοι κατοχύρωσαν τα βορειότερα μακεδονικά εδάφη που σήμερα αποτελούν την π.Γ.Δ.Μ.. Σύμφωνα με τις καταγραφές στα αρχεία της Σχολής, λειτούργησε μόνο για τα επόμενα δύο σχολικά έτη, 1913-14 και 1914-15, καθώς επικράτησε σχετική γαλήνη και επιχειρήθηκε μερική επούλωση των πληγών.
Ωστόσο, η νηνεμία δεν κράτησε πολύ και η έλλειψη καταγραφών μας οδηγεί στη σκέψη πως η Σχολή δε λειτούργησε για τα επόμενα τέσσερα σχολικά έτη. Το καλοκαίρι του 1914, ξεκίνησε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και, το φθινόπωρο του 1915, οι Σύμμαχοι της Αντάντ αποβίβασαν τα πρώτα σώματα του «Στρατού της Ανατολής» στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Στις 30 Αυγούστου του 1916, αναγγέλθηκε η έναρξη του Εθνικού Διχασμού και ο Ελευθέριος Βενιζέλος οδήγησε την Ελλάδα στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων. Τον Αύγουστο 1917, η μεγάλη πυρκαγιά κατέκαψε, σχεδόν, τα τρία τέταρτα της παλιάς Θεσσαλονίκης εντός των τειχών, πιθανότατα μαζί με το παλιό κτήριο της Αστικής Σχολής Βαρδαρίου. Η λήξη του πολέμου ήρθε το φθινόπωρο 1918.
Στον πίνακα 2.1. καταγράφηκε το μαθητικό δυναμικό κατά τάξη και ανά σχολικό έτος για τα δύο χρόνια που φέρεται να λειτούργησε η Σχολή αυτή τη δεύτερη περίοδο. Παρατηρείται αλματώδη αύξηση του αριθμού των εγγραφέντων παιδιών, καθώς για το σχολικό έτος 1913-14 εγγραφήκαν 367 μαθητές και μαθήτριες, ενώ το σχολικό έτος 1914-15 εγγραφήκαν 830 μαθητές και μαθήτριες. Βλέπουμε πως η φοίτηση είναι πια μικτή, αν και οι αριθμοί των μαθητριών ήταν σαφώς μικρότεροι από αυτούς των μαθητών.
Στον πίνακα 2.2. παρουσιάζεται η ανά σχολικό έτος ποσοστιαία επί τοις εκατό προέλευση ή η καταγωγή των παιδιών από διάφορες περιοχές, όπως αυτές ομαδοποιηθήκαν και για την προηγούμενη περίοδο. Εντυπωσιακές είναι οι ανακατατάξεις που παρατηρούνται σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια. Αυτές ερμηνεύονται εύκολα αν μελετήσουμε τα πολεμικά επεισόδια, τα σύνορα που επαναχαράσσονταν, τις εθελούσιες μεταναστεύσεις, τις συχνά βίαιες μετακινήσεις πληθυσμών, τις εθνοκαθάρσεις και την προσφυγοποίηση χιλιάδων ανθρώπων.
Στον πίνακα 2.3. καταγράφεται αναλυτικότερα και ανά σχολικό έτος οι διάφοροι οικισμοί και οι αριθμοί των μαθητών που φέρονται να προέρχονταν από αυτούς. Έτσι, ενώ το 1913-14 οι προερχόμενοι από τη Θεσσαλονίκη μαθητές ανέρχονταν σε ποσοστό 40,59%, το 1914-15 το ποσοστό τους περιορίστηκε κατά πολύ, μόλις στο 14,69%. Ανάλογη πτωτική τάση παρατηρείται στους αριθμούς και τα ποσοστά των παιδιών που προέρχονταν από γειτονικούς οικισμούς του σημερινού νομού Θεσσαλονίκη, την Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, την Ανατολική Μακεδονία και την Ήπειρο. Αυτές οι μεταβολή σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, μα κυρίως μετά τη λήξη τους, καθώς η Σχολή κατακλύστηκε από τα παιδιά των προσφύγων, οι οποίοι κατάφυγαν για ασφάλεια στην πόλη της Θεσσαλονίκης, από τα εδάφη που κατοχυρώθηκαν στα γειτονικά κράτη.
Την πρώτη σχολική χρονιά επαναλειτουργίας, αμέσως μετά τη φερόμενη ως γηγενή ομάδα μαθητών ερχόταν η ομάδα των μαθητών από πόλεις και χωριά στο έδαφος της σημερινής π.Γ.Δ.Μ., με ποσοστό 10.35%. Ήταν μέλη των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων που είχαν περιέλθει στην κυριότητα των Σέρβων, (Σκόπια, Κρούσοβο, Μοναστήρι, Μπογδάντσα, Γευγελή, Στρώμνιτσα). Αποτέλεσαν την πρώτη μεγάλη προσφυγική ομάδα από γειτονική χώρα που κατάφυγε στη Θεσσαλονίκη. Την επόμενη σχολική χρονιά, αν και ο αριθμός των μαθητών αυτής της ομάδας παρέμεινε ο ίδιος, το ποσοστό τους περιορίστηκε στο 4,69%, καθώς αυξήθηκαν οι αριθμοί και τα ποσοστά άλλων προσφυγικών ομάδων14 .
Την τρίτη σε μέγεθος ομάδα μαθητών, στα 1913-14, συγκροτούσαν αυτοί που προέρχονταν από την Παλιά Ελλάδα, με 34 παιδιά και ποσοστό 9,26%. Την επόμενη σχολική χρονιά 1914-15, το ποσοστό τους παρέμεινε το ίδιο αν και ο αριθμός τους υπερδιπλασιάστηκε και έφτασε τους 77. Προέρχονταν από ένα μεγάλο αριθμό, 26 συνολικά, πόλεων, κωμοπόλεων, χωριών και νησιών από όλη σχεδόν την παλιά επικράτεια της χώρα και κυρίως από το Βόλο, την Αθήνα και τη Σύρο. Αν κρίνουμε από τα επαγγέλματα των πατεράδων τους, ήταν παιδιά ανθρώπων που ακολούθησαν την εδραίωση των ελληνικών αρχών. Άλλοι ήταν δραστήριοι εμποροβιοτέχνες και επαγγελματίες ή απλοί τεχνίτες και εργάτες, ακόμη και καιροσκόποι, που αναζήτησαν ευκαιρίες και προοπτικές στα νέα εδάφη. Λιγότεροι ήταν οι στρατιωτικοί, οι αστυνομικοί και οι δημόσιοι υπάλληλοι, μέλη μίας επιχείρησης οργάνωσης της νέας ελληνικής διοίκησης.
Στα 1913-14, την τέταρτη ομάδα συγκροτούσαν μαθητές προερχόμενοι από τη Δυτική Θράκη, με 33 παιδιά και ποσοστό 8,99%. Το γεγονός είναι εντυπωσιακό αν αναλογιστούμε πως την προηγούμενη περίοδο δεν είχε εντοπιστεί ούτε ένας μαθητής από αυτή την περιοχή. Την επόμενη σχολική χρονιά, ο αριθμός τους αυξήθηκε στους 41, αν και το ποσοστό τους περιορίστηκε στο 4,93%. Προέρχονταν από το Διδυμότειχο, το Σουφλί, τις Φέρρες, την Αλεξανδρούπολη, τη Μαρώνεια, την Κομοτηνή, την Ξάνθη και τα Άβδηρα. Αυτές οι εξελίξεις μπορούν να ερμηνευτούν αν επισημανθεί πως, κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, τα εδάφη της Δυτικής Θράκης πέρασαν στον έλεγχο των Βουλγάρων. Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, αποτέλεσαν μέρος της Βουλγαρίας ακόμη και μετά το Β’ Βαλκανικό Πόλεμο. Ο ελληνικός στρατός αποχώρησε και ο βουλγαρικός μαζί με τις διοικητικές αρχές επέστρεψαν. Έτσι, τους δόθηκε η ευκαιρία να ασκήσουν εντονότερες πιέσεις, άλλοτε με την τρομοκρατία και άλλοτε με την ωμή βία, στα μέλη των τοπικών ελληνορθόδοξων κοινοτήτων ώστε να εγκαταλείψουν τις προαιώνιες εστίες τους. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που παρέμειναν ανεπηρέαστοι και αμετακίνητοι. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι διώξεις εντατικοποιηθήκαν και παγιώθηκαν15 .
Ήδη από το 1881, οι Βούλγαροι είχαν ενσωματώσει στο κράτος τους ακμαίες ελληνικές κοινότητες στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας και εξελικτικά στα εδάφη της Ανατολικής Ρωμυλίας. Προσπάθησαν είτε να αφομοιώσουν είτε να ωθήσουν σε σταδιακή έξοδο προς την παλιά ελληνική επικράτεια μεγάλο αριθμό Ελλήνων. Από 1913 και μετά, αυτοί οι πρόσφυγες κατευθύνθηκαν κατά κύριο λόγω προς τα νέα ελληνικά εδάφη στη Μακεδονία. Με τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων, εκτός από τη Δυτική Θράκη, η Βουλγαρία προσέθεσε στην κυριότητά της ένα κομμάτι της βορειοανατολικής Μακεδονίας, ένα κομμάτι της βορειοδυτικής Θράκης, όπως κι ένα μικρό κομμάτι της βορειοανατολικής Θράκης στα παραλία του Εύξεινου Πόντου. Οι Έλληνες και αυτών των νεοαποκτηθέντων για τη Βουλγαρία περιοχών εκδιώχθηκαν συστηματικά16 . Έτσι, ενώ κατά το σχολικό έτος 1913-14 καταγράφηκαν μόνο 2 παιδιά από το Ορτάκιοϊ – Ιβαΐλοβγκραντ στη βορειοδυτική Θράκη, κατά το σχολικό έτος 1914-1915 καταγράφηκαν 57 μαθητές από όλη τη σημερινή επικράτεια της Βουλγαρίας, σχηματίζοντας ποσοστό 6,86%. Προέρχονταν από την Αγαθούπολη, το Κωστί, το Βασιλικό, τον Πύργο, το Καβακλί – Τοπόλοβγκραντ, τη Βάρνα, τη Φιλιππούπολη – Πλόβντιφ, το Στενήμαχο – Ασένοβγκραντ, και τα Βοδενά Φιλιππούπολης.
Ωστόσο, η θεαματικότερη αλλαγή αφορά την προσέλευση μαθητών από την Ανατολική Θράκη συμπεριλαμβανομένης και της Κωνσταντινούπολης. Κατά το σχολικό έτος 1913-14, εγγράφηκαν 23 παιδιά τα οποία αναλογούσαν σε ποσοστό 6,26%. Όμως, το επόμενο σχολικό έτος 1914-15, ο αριθμός τους εκτινάχθηκε στα 279, σχηματίζοντας τη μεγαλύτερη ομάδα εγγραφέντων, η οποία αντιστοιχούσε σε ποσοστό 33,61%. Προέρχονταν από 40 διαφορετικές πόλεις, κωμοπόλεις, μεγάλα και μικρά χωριά, από τα στενά του Βοσπόρου μέχρι τις περιφερειακές συνοικίες της Αδριανούπολης και τα χωριά της Θρακικής Χερσονήσου17 . Οι πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης, που εκείνα τα χρόνια βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη, είχαν βιώσει πραγματικά τραγικές εμπειρίες. Κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πόλεμου, οι τοπικές ελληνορθόδοξες κοινότητες δέχθηκαν έντονες πιέσεις από το βουλγαρικό στρατό, που προέλαυνε στην περιοχή, και υπήρξαν αντικείμενο βιαιοπραγιών από τον οθωμανικό στρατό, που οπισθοχωρούσε προς την Κωνσταντινούπολη. Λίγο μετά ακολούθησε ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος. Οι ρόλοι αντιστράφηκαν και ο οθωμανικός στρατός επέστρεψε στην περιοχή καταδιώκοντας το βουλγαρικό. Οι πολεμικές καταστάσεις, οι μάχες και οι πολιορκίες άφησαν πίσω τους καταστροφές και μεγάλο αριθμό θυμάτων. Βούλγαροι και Τούρκοι εφάρμοσαν στην περιοχή πολιτικές εθνοκάθαρσης και προσπάθησαν να απαλλαχθούν από όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό Ελλήνων. Τη μικρή περίοδο ανάμεσα στους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα πράγματα δεν ηρέμησαν. Οι οθωμανικές αρχές κατεύθυναν στην περιοχή κύματα μουσουλμάνων προσφύγων, που κατέφταναν από όλες τις Βαλκανικές Χώρες, και επιχείρησαν συστηματικά να τους εγκαταστήσουν στις εστίες των γηγενών Ελλήνων, τους οποίους προωθούσαν βίαια προς την Ελλάδα. Από τα τέλη του 1914, με την ευκαιρία της συμμετοχής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, οι διώξεις ήταν πλέον συστηματικές και απροκάλυπτες. Οι πιο τυχεροί βρέθηκαν στην Ελλάδα, ενώ ένας μεγάλος αριθμός εκτοπίστηκε και χάθηκε στη Μικρά Ασία. Υπολογίζεται πως από τους 193.000 πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης που κατάφυγαν στην Ελλάδα, ανάμεσα στα 1913 και 1917, περίπου 20.000 αναζήτησαν ασφάλεια και εγκαταστάθηκαν προσωρινά στην ίδια τη Θεσσαλονίκη18 .
Εξίσου περιπετειώδη και τραγικά ήταν τα βιώματα των προσφύγων που συνέρρευσαν από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και τον Καύκασο. Κατά το σχολικό έτος 1913-14, εγγραφήκαν μόλις 20 παιδιά από αυτές τις περιοχές. Το ποσοστό που τους αναλογούσε ήταν 5,44%. Το επόμενο σχολικό έτος 1914-15, ο αριθμός τους πολλαπλασιάστηκε και έφτασε τα 118 παιδιά. Βρίσκονταν στην τρίτη θέση, με ποσοστό 14,21%, όσο, περίπου, και το ποσοστό των μαθητών που φέρονταν να κατάγονταν από τη Θεσσαλονίκη. Προέρχονταν από 31 διαφορετικές πόλεις, κωμοπόλεις, χωριά και περιοχές, που εκτίνονταν από τις ακτές του Μαρμαρά, του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου μέχρι τις περιοχές του Καρς και του Καυκάσου. Οι Έλληνες αυτών των περιοχών επηρεαστήκαν σε περιορισμένο βαθμό και μόνο έμμεσα και αντανακλαστικά από τα πολεμικά γεγονότα των δύο Βαλκανικών Πολέμων. Κάποιοι προνοητικοί έφυγαν έγκαιρα και πριν τα σοβαρά προβλήματα, που οξυνθήκαν κι από τη σταδιακά προσαυξανόμενη άφιξη των μουσουλμάνων προσφύγων από τα Βαλκάνια. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία εισήλθε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων το Νοέμβριο του 1814. Από τότε επιταχύνθηκαν ανεμπόδιστα οι διώξεις. Οι νέοι άντρες επιστρατεύθηκαν και, ιδιαίτερα κατά μήκος των ακτών, ολόκληρα χωριά και πόλεις εκκενώθηκαν από τον ελληνικό πληθυσμό τους. Άλλοι στάλθηκαν με τη βία σε ελληνικό έδαφος και άλλοι οδηγήθηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Ένας μεγάλος αριθμός των προσφύγων κατάφυγε στη Θεσσαλονίκη. Οι πιο συστηματικές διώξεις και εκτοπίσεις, με απώτερο σκοπό τη φυσική εξόντωση, έλαβαν χώρα στις περιοχές του Πόντου19 .
Από την απελευθέρωση και μετά, τα μαθητολόγια της Σχολής επιβεβαιώνουν ένα μεγάλο μέρος των δυναμικών δημογραφικών ανατροπών που έλαβαν χώρα στην πόλη. Ξεκίνησε η δημογραφική περιθωριοποίηση των γηγενών Ελλήνων. Η ανερχόμενη μερίδα των λεγόμενων Παλαιοελλαδιτών καταλάμβανε όλο και πιο ρυθμιστικούς ρόλους, ενώ προοιωνιζόταν η καθοριστική και καταλυτική, για το μελλοντικό χαρακτήρα της πόλης, δραματική προσαύξηση του προσφυγικού στοιχείου. Οι νέοι κάτοικοι ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο την πολυσυλλεκτική γλωσσική και πολιτισμική διάσταση του ελληνικού στοιχείου. Συναντούμε και πάλι βλαχόφωνους, τόσο ανάμεσα στους γηγενής και τους μετοίκους από τη μακεδονική ενδοχώρα, όσο και ανάμεσα στους πρόσφυγες από την τότε σερβική επικράτεια και τους νεοαφιχθέντες από την Παλιά Ελλάδα. Υπήρχαν σλαβόφωνοι γηγενείς, μετανάστες και πρόσφυγες, όπως και αλβανόφωνοι20 από την Ήπειρο, τη Θράκη και την Παλιά Ελλάδα και επιπλέον τουρκόφωνοι Μικρασιάτες. Τώρα πια, έφτασαν και εγκαταστάθηκαν κι οι πρώτοι Πόντιοι, τόσο από τον καθαυτό Πόντο όσο και από τις περιοχές του Καυκάσου υπό ρωσική διοίκηση.
Πρέπει να επισημανθεί πως, αυτή την περίοδο, ανάμεσα στους εγγραφέντες μαθητές της Σχολής συναντούμε τα δύο πρώτα Εβραιόπουλα. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός πως δεν ήταν παιδιά γηγενών Θεσσαλονικιών Εβραίων, αλλά επρόκειτο για παιδιά Εβραίων ελληνικής υπηκοότητας από τη Λάρισα, που έφτασαν στην πόλη μαζί με τους άλλους Έλληνες από την Παλιά Ελλάδα. Επιπλέον, συναντούμε μία ενδιαφέρουσα μεταγραφή, έχουμε ένα μικρό μαθητή που, κατά τη σχολική χρονιά 1913-14, εγκατέλειψε το βουλγαρικό σχολείο και εγγράφηκε στην ελληνική Σχολή Βαρδαρίου.
Από τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου έως τη Μικρασιατική Καταστροφή, 1918-1922
Όταν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε, τα δημόσια κτήρια που επιβίωσαν της φωτιάς στέγαζαν προσωρινά τις ανάγκες των πολυπληθών προσφύγων, των πυροπαθών, των διάφορων υπηρεσιών και των εκστρατευτικών σωμάτων. Τα μαθητολόγια μαρτυρούν πως, αναγκαστικά, το σχολείο λειτούργησε από την επόμενη σχολική χρονιά, 1919-20. Ωστόσο, τώρα πια, δεν ονομαζόταν Αστική Σχολή Βαρδαρίου αλλά 1ο Πλήρες Εξατάξιο Μεικτό Δημοτικό Σχολείο Θεσσαλονίκης. Όσον αφορά το ιστορικό πλαίσιο, η Ελλάδα βρέθηκε στην παράταξη των νικητών και εξαργύρωσε με σημαντικά εδαφικά οφέλη τη συμμετοχή της στον πόλεμο. Της εκχωρήθηκε η Δυτική και η Ανατολική Θράκη μέχρι τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης και το δικαίωμα διοίκησης και μελλοντικής ενσωμάτωσης ενός μέρους της δυτικής Μικράς Ασίας με κέντρο τη Σμύρνη. Αντιμέτωπη για σειρά ετών με το δισεπίλυτο πρόβλημα των προσφύγων, η Ελλάδα επιχείρησε να τους προωθήσει πίσω στις παλιές τους εστίες και να οργανώσει καλύτερα τη διοίκηση των νέων εδαφών. Μέχρι το 1922, οι περισσότεροι πρόσφυγες είχαν επιστρέψει και προσπάθησαν να επανέλθουν στον πρότερο βίο τους. Ωστόσο, οι πολιτικοί και οι στρατιωτικοί επιχείρησαν να καταβάλουν την κεμαλική αντίσταση και να προωθήσουν τα ελληνικά συμφέροντα στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Η Μικρασιατική Εκστρατεία οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή.
Στον πίνακα 3.1. καταγράφεται το πως, κατά τη διάρκεια των τριών σχολικών ετών αυτής της περιόδου, το συνολικό δυναμικό των εγγραφέντων μαθητών παρέμεινε υψηλό. Συγκέντρωνε, το 1919-20: 395 μαθητές και μαθήτριες, το 1920-21: 359 και το 1921-22: 431.
Από τους πίνακες 3.2. και 3.3. αντλούμε τα παρακάτω στοιχεία. Την πρώτη χρονιά η πολυπληθέστερη ομάδα, με 96 παιδιά και ποσοστό 28,19%, εξακολουθούσε να προέρχεται από την Ανατολική Θράκη, όπως και στις καταγραφές πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατάγονταν από 21 διαφορετικές πόλεις και χωριά. Τη δεύτερη χρονιά ο αριθμός τους έπεσε στα 78 παιδιά και ποσοστό 21,66% και την τρίτη χρονιά ο αριθμός τους περιορίστηκε ακόμη περισσότερο, στα 52 παιδιά και ποσοστό 12,06%. Την ίδια πτωτική πορεία και σε αριθμούς και ποσοστά ακολούθησε και η ομάδα των παιδιών από τη Δυτική Θράκη, (1919-20: 15 παιδιά και ποσοστό 3,91%, 1920-21: 3 παιδιά και ποσοστό 0,83%, 1921-22: 7 παιδιά και ποσοστό 1,62%). Ανάλογο, λίγο ή πολύ, φαινόμενο παρατηρείται και στην περίπτωση των παιδιών από τη Μικρά Ασία, (1919-20: 67 παιδιά και ποσοστό 17,49%, 1920-21: 36 παιδιά και ποσοστό 10,00%, 1921-22: 62 παιδιά και ποσοστό 14,38%). Είναι προφανές πως αυτές οι πτωτικές μεταβολές δηλώνουν την επιστροφή στις εστίες τους ενός μεγάλου αριθμού προσφύγων, αν και είναι σαφές πως ήταν αρκετοί αυτοί που δεν επέστρεψαν, αποφεύγοντας τις τραγικές περιπέτειες της Μικρασιατικής Καταστροφής που ακολούθησε.
Ενδιαφέρον έχουν οι καταγραφές της πτωτικής πορείας που ακολούθησαν οι αριθμοί και τα ποσοστά των παιδιών της προσφυγικής ομάδας από το έδαφος της τότε νότιας Σερβίας και που σήμερα αποτελεί την π.Γ.Δ.Μ.. Ιδιαίτερα περιοριστήκαν οι αριθμοί των παιδιών από τις κοντινές πόλεις της Γευγελής και της Δοϊράνης, δίχως οι πόλεις αυτές να δοθούν στην Ελλάδα, όπως στις περιπτώσεις της Θράκης και της Μικράς Ασίας. Ίσως οι οικογένειές τους μετακινήθηκαν σε άλλη περιοχή της Θεσσαλονίκης ή και της χώρας. Ίσως πάλι, οι ταλαιπωρίες της προσφυγιάς να τους έφεραν σε τέτοιο βαθμό απελπισίας ώστε να τους οδήγησαν πίσω στις παλιές τους εστίες υπό σερβική διοίκηση21 . Αντιθέτως, ελάχιστα μεταβληθήκαν οι αριθμοί και τα ποσοστά της ομάδας των παιδιών από τα εδάφη της Βουλγαρίας, καθώς οι εστίες τους παρέμειναν υπό διοίκηση εχθρική ως προς την επιστροφή τους.
Ανοδική πορεία είχαν οι αριθμοί και τα ποσοστά των παιδιών που κατάγονταν από την Κεντρική και τη Δυτική Μακεδονία, την Ανατολική Μακεδονία, την Ήπειρο, και τους κοντινούς οικισμούς γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Ίσως, η προσωρινή επιστροφή ενός σημαντικού μέρους των προσφύγων στις εστίες τους να δημιούργησε κενά και ευκαιρίες που φρόντισαν να καλύψουν εσωτερικοί μετανάστες.
Από την άλλη μεριά, οι εντυπωσιακότερες ανοδικές μεταβολές αφορούσαν την ομάδα των παιδιών που καταγραφήκαν ως γηγενείς Θεσσαλονικείς, (1919-20: 43 παιδιά και ποσοστό 11,22%, 1920-21: 72 παιδιά και ποσοστό 20,00%, 1921-22: 109 παιδιά και ποσοστό 25,29%). Μέσα σε τρία χρόνια η ομάδα τους ήταν και πάλι πρώτη σε δυναμικό. Αυτή η μεταβολή, ίσως, οφειλόταν στο ότι είχαν γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη και έτσι καταγραφόταν ως γηγενή, αν και πολλά από αυτά ήταν παιδιά προσφύγων ή μεταναστών. Επιπλέον, αυτή την περίοδο άρχισε να αυξάνει σταθερά ο αριθμός των Εβραιόπουλων που εγγράφηκαν στο σχολείο, 3 παιδιά το σχολικό έτος 1919-20, 8 παιδιά το σχολικό έτος 1920-21 και 31 παιδιά το σχολικό έτος 1921-22. Οι πατεράδες όλων αυτών των παιδιών, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ήταν φτωχοί βιοπαλαιστές, Εβραίοι της πόλης, αλλά και πρόσφυγες από το Μοναστήρι, (καπνεργάτες, μικροπωλητές, οπωροπώληδες, παλαιοπώλες, υποδηματοποιοί, ξυλουργοί, αχθοφόροι, εργάτες και υπάλληλοι). Σίγουρα δε διέθεταν τα μέσα να στείλουν τα παιδιά τους στα ξένα σχολεία της πόλης, όπως συνήθως έκαναν οι ευπορότεροι ομόθρησκοί τους ή ήταν οπαδοί της ένταξης στη νέα ελληνική πραγματικότητα της πόλης, που είχε πια πάρει διαστάσεις παγίωσης22 . Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός πως, κατά το σχολικό έτος 1920-21, εγγραφήκαν δύο μουσουλμάνες μαθήτριες με καταγωγή από την ίδια τη Θεσσαλονίκη. Μέσα στα επόμενα χρόνια αυτά τα δύο μικρά κορίτσια, μαζί με χιλιάδες άλλα παιδιά, θα ακολουθήσουν μια αντίθετη πορεία προσφυγιάς στις απέναντι ακτές του Αιγαίου23 .
Ανοδική πορεία είχε και η ομάδα των παιδιών με καταγωγή από την Παλιά Ελλάδα, (1919-20: 14 παιδιά και ποσοστό 3,65%, 1920-21: 29 παιδιά και ποσοστό 8,05%, 1921-22: 51 παιδιά και ποσοστό 11,83%). Με γνώμονα τα επαγγέλματα των πατεράδων τους επιβεβαιώνεται η άποψη πως η οριστική ένταξη της Θεσσαλονίκης στην Ελλάδα, με τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, έφερε στην πόλη ένα σταθερά διογκούμενο αριθμό στρατιωτικών, αστυνομικών, δημοσίων υπαλλήλων και ελεύθερων επαγγελματιών από την Παλιά Ελλάδα. Όλοι αυτοί έμοιαζε να είναι καταλληλότεροι από τους γηγενείς και τους προσφυγές στην κάλυψη τέτοιων προνομιούχων θέσεων. Το πιθανότερο, όμως, είναι πως διέθεταν ισχυρότερες διασυνδέσεις και υποστήριξη από τις αρχές, αν μπορούμε να κρίνουμε από το γεγονός πως ήταν, πραγματικά, ελάχιστοι οι κάτοχοι τέτοιων εργασιών από άλλες ομάδες.
Αντί επιλόγου
Στην παρούσα μελέτη και στους πίνακές της επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί ένα πολύ μικρό κομμάτι της εκπαιδευτικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης. Έχοντας ως κέντρο αναφοράς τα μαθητολόγια της ιστορικής Αστικής Σχολής Βαρδαρίου, έγινε σαφές πως οι αξεπέραστες συνθήκες, που δημιούργησαν τα ιστορικά γεγονότα και οι πολεμικές ανακατατάξεις, επηρέασαν το δυναμικό, τη σύνθεση και την προέλευση των μαθητών μέσα σε 25 χρόνια. Στη συνέχεια και πέρα από τα χρονικά όρια της μελέτης, η Μικρασιατική Καταστροφή και οι συμφωνίες ανταλλαγής πληθυσμών με την Τουρκία και τη Βουλγαρία μεγέθυναν και επισφράγισαν αυτές τις δημογραφικές και πολιτισμικές αλλαγές. Για περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα, υπήρξε μια σταθερή ροή ενός μεγάλου και πολυσυλλεκτικού αριθμού μεταναστών και προσφύγων, οι οποίοι αναζήτησαν στη Θεσσαλονίκη ασφάλεια και προοπτική. Τα συνεχώς μεταβαλλόμενα όρια ανάμεσα στο «γηγενές» και το «ξένο» στοιχείο ήταν δύσκολο να προσδιοριστούν με σαφήνεια. Πολύ συχνά, ο «ξένος» δεν ήταν ανάγκη να ήταν αλλοεθνής, αλλόγλωσσος ή αλλόθρησκος για να θεωρείται και να αντιμετωπίζεται ως παρείσακτος και επικίνδυνος. Αρκούσε που είχε μια άλλη προέλευση. Όμως, η πόλη μπόρεσε να επουλώσει τις πληγές, αξιοποίησε με τον πιο θετικό τρόπο τις αλλαγές, δυνάμωσε, προόδευσε και, σίγουρα, βγήκε κερδισμένη.
Τα τελευταία δεκαπέντε και πλέον χρόνια, η χώρα μας και η Θεσσαλονίκη βιώνουν και πάλι ένα νέο περίγυρο δυναμικών ιστορικών γεγονότων και μια καινούργια δημογραφική μεταβολή, μία νέα πολιτισμική σύνθεση. Ο σύγχρονος αντικαταστάτης της Αστικής Σχολής Βαρδαρίου, το 57ο Δημοτικό Σχολείο είναι ένα από τα σχολεία της πόλης μας με υψηλό ποσοστό μαθητών, παιδιά αλλοδαπών μεταναστών, νεοπροσφύγων και παλινοστούντων ομογενών. Ως επακόλουθο, νέες Κασσάνδρες έχουν εκφράσει φόβους για αλλοίωση της ταυτότητας της πόλης και προβληματισμούς για την εκπαιδευτική αποτελεσματικότητα του σχολείου. Η γνώση του παρελθόντος συνηγορεί υπέρ μίας άμβλυνσης τέτοιων ανησυχιών. Ο «ξένος» έχει μια σταθερά διαχρονική παρουσία στη Θεσσαλονίκη και μάλιστα σε υψηλές αναλογίες. Προσέφερε και προσφέρει καθοριστικά στοιχεία στη συνεχώς μεταβαλλόμενη ταυτότητά της. Από την άλλη μεριά, έχει αποδειχθεί πως η πόλη είναι ικανή να οικειοποιηθεί και τελικά να ενσωματώσει αρμονικά τον «ξένο». Η αποδοχή του σύγχρονου «ξένου» στοιχείου θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μια νέα πρόκληση και ευκαιρία εμπλουτισμού και όχι απαραίτητα ως πηγή ανησυχίας και φόβου.
ΑΣΤΕΡΙΟΣ ΚΟΥΚΟΥΔΗΣ
Copyright © 2004-2013 Αστέριος I. Κουκούδης
Από την απελευθέρωση έως τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, 1912-1918
Το φθινόπωρο του 1912, έχοντας, ήδη, συμμαχήσει κρυφά, τα Βαλκανικά Κράτη επιτέθηκαν στον κοινό εχθρό. Κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, ο στρατηγός Ταχσίν Πασάς παρέδωσε τη Θεσσαλονίκη στους προελαύνοντες Έλληνες. Στις 26 Οκτωβρίου, ο ελληνικός στρατός πρόλαβε κι απελευθέρωσε τη Θεσσαλονίκη πριν εισέλθουν σε αυτή οι τότε βούλγαροι σύμμαχοι. Ο πόλεμος έληξε τον Απρίλιο του 1913, αφήνοντας όλα τα μέλη της συμμαχίας, μα ιδιαίτερα τους Βούλγαρους, ανικανοποίητους με τη μοιρασιά των απελευθερωμένων εδαφών. Κατά το σχολικό έτος 1912-13, και σύμφωνα με την έλλειψη καταγραφών στα αρχεία που σώθηκαν, η Αστική Σχολή Βαρδαρίου δε λειτούργησε. Το πιθανότερο είναι πως πολλά από τα σχολεία της πόλης, αν όχι όλα και όλων των κοινοτήτων, μαζί με άλλα δημόσια κτήρια, στέγασαν ένα μεγάλο αριθμό στρατευμάτων και προσφύγων που συνέρρευσαν στην πόλη. Στις 29 Ιουνίου του 1913, ξεκίνησε ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος, ξεσηκώνοντας ακόμη μεγαλύτερα κύματα προσφύγων, που κινούνταν προς κάθε κατεύθυνση για να σωθούν. Ο ελληνικός στρατός προήλασε προς την Ανατολική Μακεδονία. Στο τέλος του πολέμου και σύμφωνα με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου αναγκάστηκε να αποσυρθεί από τα εδάφη της Δυτικής Θράκης, την οποία, τελικά, κράτησαν οι Βούλγαροι, ενώ η Ανατολική Θράκη επιστράφηκε στους Οθωμανούς. Ταυτόχρονα, οι Σέρβοι κατοχύρωσαν τα βορειότερα μακεδονικά εδάφη που σήμερα αποτελούν την π.Γ.Δ.Μ.. Σύμφωνα με τις καταγραφές στα αρχεία της Σχολής, λειτούργησε μόνο για τα επόμενα δύο σχολικά έτη, 1913-14 και 1914-15, καθώς επικράτησε σχετική γαλήνη και επιχειρήθηκε μερική επούλωση των πληγών.
Ωστόσο, η νηνεμία δεν κράτησε πολύ και η έλλειψη καταγραφών μας οδηγεί στη σκέψη πως η Σχολή δε λειτούργησε για τα επόμενα τέσσερα σχολικά έτη. Το καλοκαίρι του 1914, ξεκίνησε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και, το φθινόπωρο του 1915, οι Σύμμαχοι της Αντάντ αποβίβασαν τα πρώτα σώματα του «Στρατού της Ανατολής» στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Στις 30 Αυγούστου του 1916, αναγγέλθηκε η έναρξη του Εθνικού Διχασμού και ο Ελευθέριος Βενιζέλος οδήγησε την Ελλάδα στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων. Τον Αύγουστο 1917, η μεγάλη πυρκαγιά κατέκαψε, σχεδόν, τα τρία τέταρτα της παλιάς Θεσσαλονίκης εντός των τειχών, πιθανότατα μαζί με το παλιό κτήριο της Αστικής Σχολής Βαρδαρίου. Η λήξη του πολέμου ήρθε το φθινόπωρο 1918.
Στον πίνακα 2.1. καταγράφηκε το μαθητικό δυναμικό κατά τάξη και ανά σχολικό έτος για τα δύο χρόνια που φέρεται να λειτούργησε η Σχολή αυτή τη δεύτερη περίοδο. Παρατηρείται αλματώδη αύξηση του αριθμού των εγγραφέντων παιδιών, καθώς για το σχολικό έτος 1913-14 εγγραφήκαν 367 μαθητές και μαθήτριες, ενώ το σχολικό έτος 1914-15 εγγραφήκαν 830 μαθητές και μαθήτριες. Βλέπουμε πως η φοίτηση είναι πια μικτή, αν και οι αριθμοί των μαθητριών ήταν σαφώς μικρότεροι από αυτούς των μαθητών.
Στον πίνακα 2.2. παρουσιάζεται η ανά σχολικό έτος ποσοστιαία επί τοις εκατό προέλευση ή η καταγωγή των παιδιών από διάφορες περιοχές, όπως αυτές ομαδοποιηθήκαν και για την προηγούμενη περίοδο. Εντυπωσιακές είναι οι ανακατατάξεις που παρατηρούνται σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια. Αυτές ερμηνεύονται εύκολα αν μελετήσουμε τα πολεμικά επεισόδια, τα σύνορα που επαναχαράσσονταν, τις εθελούσιες μεταναστεύσεις, τις συχνά βίαιες μετακινήσεις πληθυσμών, τις εθνοκαθάρσεις και την προσφυγοποίηση χιλιάδων ανθρώπων.
Στον πίνακα 2.3. καταγράφεται αναλυτικότερα και ανά σχολικό έτος οι διάφοροι οικισμοί και οι αριθμοί των μαθητών που φέρονται να προέρχονταν από αυτούς. Έτσι, ενώ το 1913-14 οι προερχόμενοι από τη Θεσσαλονίκη μαθητές ανέρχονταν σε ποσοστό 40,59%, το 1914-15 το ποσοστό τους περιορίστηκε κατά πολύ, μόλις στο 14,69%. Ανάλογη πτωτική τάση παρατηρείται στους αριθμούς και τα ποσοστά των παιδιών που προέρχονταν από γειτονικούς οικισμούς του σημερινού νομού Θεσσαλονίκη, την Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, την Ανατολική Μακεδονία και την Ήπειρο. Αυτές οι μεταβολή σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, μα κυρίως μετά τη λήξη τους, καθώς η Σχολή κατακλύστηκε από τα παιδιά των προσφύγων, οι οποίοι κατάφυγαν για ασφάλεια στην πόλη της Θεσσαλονίκης, από τα εδάφη που κατοχυρώθηκαν στα γειτονικά κράτη.
Την πρώτη σχολική χρονιά επαναλειτουργίας, αμέσως μετά τη φερόμενη ως γηγενή ομάδα μαθητών ερχόταν η ομάδα των μαθητών από πόλεις και χωριά στο έδαφος της σημερινής π.Γ.Δ.Μ., με ποσοστό 10.35%. Ήταν μέλη των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων που είχαν περιέλθει στην κυριότητα των Σέρβων, (Σκόπια, Κρούσοβο, Μοναστήρι, Μπογδάντσα, Γευγελή, Στρώμνιτσα). Αποτέλεσαν την πρώτη μεγάλη προσφυγική ομάδα από γειτονική χώρα που κατάφυγε στη Θεσσαλονίκη. Την επόμενη σχολική χρονιά, αν και ο αριθμός των μαθητών αυτής της ομάδας παρέμεινε ο ίδιος, το ποσοστό τους περιορίστηκε στο 4,69%, καθώς αυξήθηκαν οι αριθμοί και τα ποσοστά άλλων προσφυγικών ομάδων14 .
Την τρίτη σε μέγεθος ομάδα μαθητών, στα 1913-14, συγκροτούσαν αυτοί που προέρχονταν από την Παλιά Ελλάδα, με 34 παιδιά και ποσοστό 9,26%. Την επόμενη σχολική χρονιά 1914-15, το ποσοστό τους παρέμεινε το ίδιο αν και ο αριθμός τους υπερδιπλασιάστηκε και έφτασε τους 77. Προέρχονταν από ένα μεγάλο αριθμό, 26 συνολικά, πόλεων, κωμοπόλεων, χωριών και νησιών από όλη σχεδόν την παλιά επικράτεια της χώρα και κυρίως από το Βόλο, την Αθήνα και τη Σύρο. Αν κρίνουμε από τα επαγγέλματα των πατεράδων τους, ήταν παιδιά ανθρώπων που ακολούθησαν την εδραίωση των ελληνικών αρχών. Άλλοι ήταν δραστήριοι εμποροβιοτέχνες και επαγγελματίες ή απλοί τεχνίτες και εργάτες, ακόμη και καιροσκόποι, που αναζήτησαν ευκαιρίες και προοπτικές στα νέα εδάφη. Λιγότεροι ήταν οι στρατιωτικοί, οι αστυνομικοί και οι δημόσιοι υπάλληλοι, μέλη μίας επιχείρησης οργάνωσης της νέας ελληνικής διοίκησης.
Στα 1913-14, την τέταρτη ομάδα συγκροτούσαν μαθητές προερχόμενοι από τη Δυτική Θράκη, με 33 παιδιά και ποσοστό 8,99%. Το γεγονός είναι εντυπωσιακό αν αναλογιστούμε πως την προηγούμενη περίοδο δεν είχε εντοπιστεί ούτε ένας μαθητής από αυτή την περιοχή. Την επόμενη σχολική χρονιά, ο αριθμός τους αυξήθηκε στους 41, αν και το ποσοστό τους περιορίστηκε στο 4,93%. Προέρχονταν από το Διδυμότειχο, το Σουφλί, τις Φέρρες, την Αλεξανδρούπολη, τη Μαρώνεια, την Κομοτηνή, την Ξάνθη και τα Άβδηρα. Αυτές οι εξελίξεις μπορούν να ερμηνευτούν αν επισημανθεί πως, κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, τα εδάφη της Δυτικής Θράκης πέρασαν στον έλεγχο των Βουλγάρων. Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, αποτέλεσαν μέρος της Βουλγαρίας ακόμη και μετά το Β’ Βαλκανικό Πόλεμο. Ο ελληνικός στρατός αποχώρησε και ο βουλγαρικός μαζί με τις διοικητικές αρχές επέστρεψαν. Έτσι, τους δόθηκε η ευκαιρία να ασκήσουν εντονότερες πιέσεις, άλλοτε με την τρομοκρατία και άλλοτε με την ωμή βία, στα μέλη των τοπικών ελληνορθόδοξων κοινοτήτων ώστε να εγκαταλείψουν τις προαιώνιες εστίες τους. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που παρέμειναν ανεπηρέαστοι και αμετακίνητοι. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι διώξεις εντατικοποιηθήκαν και παγιώθηκαν15 .
Ήδη από το 1881, οι Βούλγαροι είχαν ενσωματώσει στο κράτος τους ακμαίες ελληνικές κοινότητες στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας και εξελικτικά στα εδάφη της Ανατολικής Ρωμυλίας. Προσπάθησαν είτε να αφομοιώσουν είτε να ωθήσουν σε σταδιακή έξοδο προς την παλιά ελληνική επικράτεια μεγάλο αριθμό Ελλήνων. Από 1913 και μετά, αυτοί οι πρόσφυγες κατευθύνθηκαν κατά κύριο λόγω προς τα νέα ελληνικά εδάφη στη Μακεδονία. Με τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων, εκτός από τη Δυτική Θράκη, η Βουλγαρία προσέθεσε στην κυριότητά της ένα κομμάτι της βορειοανατολικής Μακεδονίας, ένα κομμάτι της βορειοδυτικής Θράκης, όπως κι ένα μικρό κομμάτι της βορειοανατολικής Θράκης στα παραλία του Εύξεινου Πόντου. Οι Έλληνες και αυτών των νεοαποκτηθέντων για τη Βουλγαρία περιοχών εκδιώχθηκαν συστηματικά16 . Έτσι, ενώ κατά το σχολικό έτος 1913-14 καταγράφηκαν μόνο 2 παιδιά από το Ορτάκιοϊ – Ιβαΐλοβγκραντ στη βορειοδυτική Θράκη, κατά το σχολικό έτος 1914-1915 καταγράφηκαν 57 μαθητές από όλη τη σημερινή επικράτεια της Βουλγαρίας, σχηματίζοντας ποσοστό 6,86%. Προέρχονταν από την Αγαθούπολη, το Κωστί, το Βασιλικό, τον Πύργο, το Καβακλί – Τοπόλοβγκραντ, τη Βάρνα, τη Φιλιππούπολη – Πλόβντιφ, το Στενήμαχο – Ασένοβγκραντ, και τα Βοδενά Φιλιππούπολης.
Ωστόσο, η θεαματικότερη αλλαγή αφορά την προσέλευση μαθητών από την Ανατολική Θράκη συμπεριλαμβανομένης και της Κωνσταντινούπολης. Κατά το σχολικό έτος 1913-14, εγγράφηκαν 23 παιδιά τα οποία αναλογούσαν σε ποσοστό 6,26%. Όμως, το επόμενο σχολικό έτος 1914-15, ο αριθμός τους εκτινάχθηκε στα 279, σχηματίζοντας τη μεγαλύτερη ομάδα εγγραφέντων, η οποία αντιστοιχούσε σε ποσοστό 33,61%. Προέρχονταν από 40 διαφορετικές πόλεις, κωμοπόλεις, μεγάλα και μικρά χωριά, από τα στενά του Βοσπόρου μέχρι τις περιφερειακές συνοικίες της Αδριανούπολης και τα χωριά της Θρακικής Χερσονήσου17 . Οι πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης, που εκείνα τα χρόνια βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη, είχαν βιώσει πραγματικά τραγικές εμπειρίες. Κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πόλεμου, οι τοπικές ελληνορθόδοξες κοινότητες δέχθηκαν έντονες πιέσεις από το βουλγαρικό στρατό, που προέλαυνε στην περιοχή, και υπήρξαν αντικείμενο βιαιοπραγιών από τον οθωμανικό στρατό, που οπισθοχωρούσε προς την Κωνσταντινούπολη. Λίγο μετά ακολούθησε ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος. Οι ρόλοι αντιστράφηκαν και ο οθωμανικός στρατός επέστρεψε στην περιοχή καταδιώκοντας το βουλγαρικό. Οι πολεμικές καταστάσεις, οι μάχες και οι πολιορκίες άφησαν πίσω τους καταστροφές και μεγάλο αριθμό θυμάτων. Βούλγαροι και Τούρκοι εφάρμοσαν στην περιοχή πολιτικές εθνοκάθαρσης και προσπάθησαν να απαλλαχθούν από όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό Ελλήνων. Τη μικρή περίοδο ανάμεσα στους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα πράγματα δεν ηρέμησαν. Οι οθωμανικές αρχές κατεύθυναν στην περιοχή κύματα μουσουλμάνων προσφύγων, που κατέφταναν από όλες τις Βαλκανικές Χώρες, και επιχείρησαν συστηματικά να τους εγκαταστήσουν στις εστίες των γηγενών Ελλήνων, τους οποίους προωθούσαν βίαια προς την Ελλάδα. Από τα τέλη του 1914, με την ευκαιρία της συμμετοχής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, οι διώξεις ήταν πλέον συστηματικές και απροκάλυπτες. Οι πιο τυχεροί βρέθηκαν στην Ελλάδα, ενώ ένας μεγάλος αριθμός εκτοπίστηκε και χάθηκε στη Μικρά Ασία. Υπολογίζεται πως από τους 193.000 πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης που κατάφυγαν στην Ελλάδα, ανάμεσα στα 1913 και 1917, περίπου 20.000 αναζήτησαν ασφάλεια και εγκαταστάθηκαν προσωρινά στην ίδια τη Θεσσαλονίκη18 .
Εξίσου περιπετειώδη και τραγικά ήταν τα βιώματα των προσφύγων που συνέρρευσαν από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και τον Καύκασο. Κατά το σχολικό έτος 1913-14, εγγραφήκαν μόλις 20 παιδιά από αυτές τις περιοχές. Το ποσοστό που τους αναλογούσε ήταν 5,44%. Το επόμενο σχολικό έτος 1914-15, ο αριθμός τους πολλαπλασιάστηκε και έφτασε τα 118 παιδιά. Βρίσκονταν στην τρίτη θέση, με ποσοστό 14,21%, όσο, περίπου, και το ποσοστό των μαθητών που φέρονταν να κατάγονταν από τη Θεσσαλονίκη. Προέρχονταν από 31 διαφορετικές πόλεις, κωμοπόλεις, χωριά και περιοχές, που εκτίνονταν από τις ακτές του Μαρμαρά, του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου μέχρι τις περιοχές του Καρς και του Καυκάσου. Οι Έλληνες αυτών των περιοχών επηρεαστήκαν σε περιορισμένο βαθμό και μόνο έμμεσα και αντανακλαστικά από τα πολεμικά γεγονότα των δύο Βαλκανικών Πολέμων. Κάποιοι προνοητικοί έφυγαν έγκαιρα και πριν τα σοβαρά προβλήματα, που οξυνθήκαν κι από τη σταδιακά προσαυξανόμενη άφιξη των μουσουλμάνων προσφύγων από τα Βαλκάνια. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία εισήλθε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων το Νοέμβριο του 1814. Από τότε επιταχύνθηκαν ανεμπόδιστα οι διώξεις. Οι νέοι άντρες επιστρατεύθηκαν και, ιδιαίτερα κατά μήκος των ακτών, ολόκληρα χωριά και πόλεις εκκενώθηκαν από τον ελληνικό πληθυσμό τους. Άλλοι στάλθηκαν με τη βία σε ελληνικό έδαφος και άλλοι οδηγήθηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Ένας μεγάλος αριθμός των προσφύγων κατάφυγε στη Θεσσαλονίκη. Οι πιο συστηματικές διώξεις και εκτοπίσεις, με απώτερο σκοπό τη φυσική εξόντωση, έλαβαν χώρα στις περιοχές του Πόντου19 .
Από την απελευθέρωση και μετά, τα μαθητολόγια της Σχολής επιβεβαιώνουν ένα μεγάλο μέρος των δυναμικών δημογραφικών ανατροπών που έλαβαν χώρα στην πόλη. Ξεκίνησε η δημογραφική περιθωριοποίηση των γηγενών Ελλήνων. Η ανερχόμενη μερίδα των λεγόμενων Παλαιοελλαδιτών καταλάμβανε όλο και πιο ρυθμιστικούς ρόλους, ενώ προοιωνιζόταν η καθοριστική και καταλυτική, για το μελλοντικό χαρακτήρα της πόλης, δραματική προσαύξηση του προσφυγικού στοιχείου. Οι νέοι κάτοικοι ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο την πολυσυλλεκτική γλωσσική και πολιτισμική διάσταση του ελληνικού στοιχείου. Συναντούμε και πάλι βλαχόφωνους, τόσο ανάμεσα στους γηγενής και τους μετοίκους από τη μακεδονική ενδοχώρα, όσο και ανάμεσα στους πρόσφυγες από την τότε σερβική επικράτεια και τους νεοαφιχθέντες από την Παλιά Ελλάδα. Υπήρχαν σλαβόφωνοι γηγενείς, μετανάστες και πρόσφυγες, όπως και αλβανόφωνοι20 από την Ήπειρο, τη Θράκη και την Παλιά Ελλάδα και επιπλέον τουρκόφωνοι Μικρασιάτες. Τώρα πια, έφτασαν και εγκαταστάθηκαν κι οι πρώτοι Πόντιοι, τόσο από τον καθαυτό Πόντο όσο και από τις περιοχές του Καυκάσου υπό ρωσική διοίκηση.
Πρέπει να επισημανθεί πως, αυτή την περίοδο, ανάμεσα στους εγγραφέντες μαθητές της Σχολής συναντούμε τα δύο πρώτα Εβραιόπουλα. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός πως δεν ήταν παιδιά γηγενών Θεσσαλονικιών Εβραίων, αλλά επρόκειτο για παιδιά Εβραίων ελληνικής υπηκοότητας από τη Λάρισα, που έφτασαν στην πόλη μαζί με τους άλλους Έλληνες από την Παλιά Ελλάδα. Επιπλέον, συναντούμε μία ενδιαφέρουσα μεταγραφή, έχουμε ένα μικρό μαθητή που, κατά τη σχολική χρονιά 1913-14, εγκατέλειψε το βουλγαρικό σχολείο και εγγράφηκε στην ελληνική Σχολή Βαρδαρίου.
Από τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου έως τη Μικρασιατική Καταστροφή, 1918-1922
Όταν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε, τα δημόσια κτήρια που επιβίωσαν της φωτιάς στέγαζαν προσωρινά τις ανάγκες των πολυπληθών προσφύγων, των πυροπαθών, των διάφορων υπηρεσιών και των εκστρατευτικών σωμάτων. Τα μαθητολόγια μαρτυρούν πως, αναγκαστικά, το σχολείο λειτούργησε από την επόμενη σχολική χρονιά, 1919-20. Ωστόσο, τώρα πια, δεν ονομαζόταν Αστική Σχολή Βαρδαρίου αλλά 1ο Πλήρες Εξατάξιο Μεικτό Δημοτικό Σχολείο Θεσσαλονίκης. Όσον αφορά το ιστορικό πλαίσιο, η Ελλάδα βρέθηκε στην παράταξη των νικητών και εξαργύρωσε με σημαντικά εδαφικά οφέλη τη συμμετοχή της στον πόλεμο. Της εκχωρήθηκε η Δυτική και η Ανατολική Θράκη μέχρι τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης και το δικαίωμα διοίκησης και μελλοντικής ενσωμάτωσης ενός μέρους της δυτικής Μικράς Ασίας με κέντρο τη Σμύρνη. Αντιμέτωπη για σειρά ετών με το δισεπίλυτο πρόβλημα των προσφύγων, η Ελλάδα επιχείρησε να τους προωθήσει πίσω στις παλιές τους εστίες και να οργανώσει καλύτερα τη διοίκηση των νέων εδαφών. Μέχρι το 1922, οι περισσότεροι πρόσφυγες είχαν επιστρέψει και προσπάθησαν να επανέλθουν στον πρότερο βίο τους. Ωστόσο, οι πολιτικοί και οι στρατιωτικοί επιχείρησαν να καταβάλουν την κεμαλική αντίσταση και να προωθήσουν τα ελληνικά συμφέροντα στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Η Μικρασιατική Εκστρατεία οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή.
Στον πίνακα 3.1. καταγράφεται το πως, κατά τη διάρκεια των τριών σχολικών ετών αυτής της περιόδου, το συνολικό δυναμικό των εγγραφέντων μαθητών παρέμεινε υψηλό. Συγκέντρωνε, το 1919-20: 395 μαθητές και μαθήτριες, το 1920-21: 359 και το 1921-22: 431.
Από τους πίνακες 3.2. και 3.3. αντλούμε τα παρακάτω στοιχεία. Την πρώτη χρονιά η πολυπληθέστερη ομάδα, με 96 παιδιά και ποσοστό 28,19%, εξακολουθούσε να προέρχεται από την Ανατολική Θράκη, όπως και στις καταγραφές πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατάγονταν από 21 διαφορετικές πόλεις και χωριά. Τη δεύτερη χρονιά ο αριθμός τους έπεσε στα 78 παιδιά και ποσοστό 21,66% και την τρίτη χρονιά ο αριθμός τους περιορίστηκε ακόμη περισσότερο, στα 52 παιδιά και ποσοστό 12,06%. Την ίδια πτωτική πορεία και σε αριθμούς και ποσοστά ακολούθησε και η ομάδα των παιδιών από τη Δυτική Θράκη, (1919-20: 15 παιδιά και ποσοστό 3,91%, 1920-21: 3 παιδιά και ποσοστό 0,83%, 1921-22: 7 παιδιά και ποσοστό 1,62%). Ανάλογο, λίγο ή πολύ, φαινόμενο παρατηρείται και στην περίπτωση των παιδιών από τη Μικρά Ασία, (1919-20: 67 παιδιά και ποσοστό 17,49%, 1920-21: 36 παιδιά και ποσοστό 10,00%, 1921-22: 62 παιδιά και ποσοστό 14,38%). Είναι προφανές πως αυτές οι πτωτικές μεταβολές δηλώνουν την επιστροφή στις εστίες τους ενός μεγάλου αριθμού προσφύγων, αν και είναι σαφές πως ήταν αρκετοί αυτοί που δεν επέστρεψαν, αποφεύγοντας τις τραγικές περιπέτειες της Μικρασιατικής Καταστροφής που ακολούθησε.
Ενδιαφέρον έχουν οι καταγραφές της πτωτικής πορείας που ακολούθησαν οι αριθμοί και τα ποσοστά των παιδιών της προσφυγικής ομάδας από το έδαφος της τότε νότιας Σερβίας και που σήμερα αποτελεί την π.Γ.Δ.Μ.. Ιδιαίτερα περιοριστήκαν οι αριθμοί των παιδιών από τις κοντινές πόλεις της Γευγελής και της Δοϊράνης, δίχως οι πόλεις αυτές να δοθούν στην Ελλάδα, όπως στις περιπτώσεις της Θράκης και της Μικράς Ασίας. Ίσως οι οικογένειές τους μετακινήθηκαν σε άλλη περιοχή της Θεσσαλονίκης ή και της χώρας. Ίσως πάλι, οι ταλαιπωρίες της προσφυγιάς να τους έφεραν σε τέτοιο βαθμό απελπισίας ώστε να τους οδήγησαν πίσω στις παλιές τους εστίες υπό σερβική διοίκηση21 . Αντιθέτως, ελάχιστα μεταβληθήκαν οι αριθμοί και τα ποσοστά της ομάδας των παιδιών από τα εδάφη της Βουλγαρίας, καθώς οι εστίες τους παρέμειναν υπό διοίκηση εχθρική ως προς την επιστροφή τους.
Ανοδική πορεία είχαν οι αριθμοί και τα ποσοστά των παιδιών που κατάγονταν από την Κεντρική και τη Δυτική Μακεδονία, την Ανατολική Μακεδονία, την Ήπειρο, και τους κοντινούς οικισμούς γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Ίσως, η προσωρινή επιστροφή ενός σημαντικού μέρους των προσφύγων στις εστίες τους να δημιούργησε κενά και ευκαιρίες που φρόντισαν να καλύψουν εσωτερικοί μετανάστες.
Από την άλλη μεριά, οι εντυπωσιακότερες ανοδικές μεταβολές αφορούσαν την ομάδα των παιδιών που καταγραφήκαν ως γηγενείς Θεσσαλονικείς, (1919-20: 43 παιδιά και ποσοστό 11,22%, 1920-21: 72 παιδιά και ποσοστό 20,00%, 1921-22: 109 παιδιά και ποσοστό 25,29%). Μέσα σε τρία χρόνια η ομάδα τους ήταν και πάλι πρώτη σε δυναμικό. Αυτή η μεταβολή, ίσως, οφειλόταν στο ότι είχαν γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη και έτσι καταγραφόταν ως γηγενή, αν και πολλά από αυτά ήταν παιδιά προσφύγων ή μεταναστών. Επιπλέον, αυτή την περίοδο άρχισε να αυξάνει σταθερά ο αριθμός των Εβραιόπουλων που εγγράφηκαν στο σχολείο, 3 παιδιά το σχολικό έτος 1919-20, 8 παιδιά το σχολικό έτος 1920-21 και 31 παιδιά το σχολικό έτος 1921-22. Οι πατεράδες όλων αυτών των παιδιών, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ήταν φτωχοί βιοπαλαιστές, Εβραίοι της πόλης, αλλά και πρόσφυγες από το Μοναστήρι, (καπνεργάτες, μικροπωλητές, οπωροπώληδες, παλαιοπώλες, υποδηματοποιοί, ξυλουργοί, αχθοφόροι, εργάτες και υπάλληλοι). Σίγουρα δε διέθεταν τα μέσα να στείλουν τα παιδιά τους στα ξένα σχολεία της πόλης, όπως συνήθως έκαναν οι ευπορότεροι ομόθρησκοί τους ή ήταν οπαδοί της ένταξης στη νέα ελληνική πραγματικότητα της πόλης, που είχε πια πάρει διαστάσεις παγίωσης22 . Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός πως, κατά το σχολικό έτος 1920-21, εγγραφήκαν δύο μουσουλμάνες μαθήτριες με καταγωγή από την ίδια τη Θεσσαλονίκη. Μέσα στα επόμενα χρόνια αυτά τα δύο μικρά κορίτσια, μαζί με χιλιάδες άλλα παιδιά, θα ακολουθήσουν μια αντίθετη πορεία προσφυγιάς στις απέναντι ακτές του Αιγαίου23 .
Ανοδική πορεία είχε και η ομάδα των παιδιών με καταγωγή από την Παλιά Ελλάδα, (1919-20: 14 παιδιά και ποσοστό 3,65%, 1920-21: 29 παιδιά και ποσοστό 8,05%, 1921-22: 51 παιδιά και ποσοστό 11,83%). Με γνώμονα τα επαγγέλματα των πατεράδων τους επιβεβαιώνεται η άποψη πως η οριστική ένταξη της Θεσσαλονίκης στην Ελλάδα, με τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, έφερε στην πόλη ένα σταθερά διογκούμενο αριθμό στρατιωτικών, αστυνομικών, δημοσίων υπαλλήλων και ελεύθερων επαγγελματιών από την Παλιά Ελλάδα. Όλοι αυτοί έμοιαζε να είναι καταλληλότεροι από τους γηγενείς και τους προσφυγές στην κάλυψη τέτοιων προνομιούχων θέσεων. Το πιθανότερο, όμως, είναι πως διέθεταν ισχυρότερες διασυνδέσεις και υποστήριξη από τις αρχές, αν μπορούμε να κρίνουμε από το γεγονός πως ήταν, πραγματικά, ελάχιστοι οι κάτοχοι τέτοιων εργασιών από άλλες ομάδες.
Αντί επιλόγου
Στην παρούσα μελέτη και στους πίνακές της επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί ένα πολύ μικρό κομμάτι της εκπαιδευτικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης. Έχοντας ως κέντρο αναφοράς τα μαθητολόγια της ιστορικής Αστικής Σχολής Βαρδαρίου, έγινε σαφές πως οι αξεπέραστες συνθήκες, που δημιούργησαν τα ιστορικά γεγονότα και οι πολεμικές ανακατατάξεις, επηρέασαν το δυναμικό, τη σύνθεση και την προέλευση των μαθητών μέσα σε 25 χρόνια. Στη συνέχεια και πέρα από τα χρονικά όρια της μελέτης, η Μικρασιατική Καταστροφή και οι συμφωνίες ανταλλαγής πληθυσμών με την Τουρκία και τη Βουλγαρία μεγέθυναν και επισφράγισαν αυτές τις δημογραφικές και πολιτισμικές αλλαγές. Για περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα, υπήρξε μια σταθερή ροή ενός μεγάλου και πολυσυλλεκτικού αριθμού μεταναστών και προσφύγων, οι οποίοι αναζήτησαν στη Θεσσαλονίκη ασφάλεια και προοπτική. Τα συνεχώς μεταβαλλόμενα όρια ανάμεσα στο «γηγενές» και το «ξένο» στοιχείο ήταν δύσκολο να προσδιοριστούν με σαφήνεια. Πολύ συχνά, ο «ξένος» δεν ήταν ανάγκη να ήταν αλλοεθνής, αλλόγλωσσος ή αλλόθρησκος για να θεωρείται και να αντιμετωπίζεται ως παρείσακτος και επικίνδυνος. Αρκούσε που είχε μια άλλη προέλευση. Όμως, η πόλη μπόρεσε να επουλώσει τις πληγές, αξιοποίησε με τον πιο θετικό τρόπο τις αλλαγές, δυνάμωσε, προόδευσε και, σίγουρα, βγήκε κερδισμένη.
Τα τελευταία δεκαπέντε και πλέον χρόνια, η χώρα μας και η Θεσσαλονίκη βιώνουν και πάλι ένα νέο περίγυρο δυναμικών ιστορικών γεγονότων και μια καινούργια δημογραφική μεταβολή, μία νέα πολιτισμική σύνθεση. Ο σύγχρονος αντικαταστάτης της Αστικής Σχολής Βαρδαρίου, το 57ο Δημοτικό Σχολείο είναι ένα από τα σχολεία της πόλης μας με υψηλό ποσοστό μαθητών, παιδιά αλλοδαπών μεταναστών, νεοπροσφύγων και παλινοστούντων ομογενών. Ως επακόλουθο, νέες Κασσάνδρες έχουν εκφράσει φόβους για αλλοίωση της ταυτότητας της πόλης και προβληματισμούς για την εκπαιδευτική αποτελεσματικότητα του σχολείου. Η γνώση του παρελθόντος συνηγορεί υπέρ μίας άμβλυνσης τέτοιων ανησυχιών. Ο «ξένος» έχει μια σταθερά διαχρονική παρουσία στη Θεσσαλονίκη και μάλιστα σε υψηλές αναλογίες. Προσέφερε και προσφέρει καθοριστικά στοιχεία στη συνεχώς μεταβαλλόμενη ταυτότητά της. Από την άλλη μεριά, έχει αποδειχθεί πως η πόλη είναι ικανή να οικειοποιηθεί και τελικά να ενσωματώσει αρμονικά τον «ξένο». Η αποδοχή του σύγχρονου «ξένου» στοιχείου θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μια νέα πρόκληση και ευκαιρία εμπλουτισμού και όχι απαραίτητα ως πηγή ανησυχίας και φόβου.
ΑΣΤΕΡΙΟΣ ΚΟΥΚΟΥΔΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου