Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

Αστική Σχολή Βαρδαρίου Πρώτο μέρος

, 1897-1922: Copyright © 2004-2013 Αστέριος I. Κουκούδης
ιστορικές τομές και προέλευση μαθητών - Πρώτο μέρος
Η Αστική Σχολή Βαρδαρίου υπήρξε το δεύτερο πρωτοβάθμιο εκπαιδευτήριο για αγόρια που έθεσε σε λειτουργία η ελληνορθόδοξη κοινότητα Θεσσαλονίκης, μετά από αυτό της Κεντρικής Αστικής Σχολής. Το πιθανότερο είναι πως πρωτολειτούργησε στα 1866, στα δυτικά της περιτειχισμένης ακόμη πόλης, σε μια προσπάθεια να καλύψει τις διογκούμενες εκπαιδευτικές ανάγκες της κοινότητας. Κατά το σχολικό έτος 1874-1875, στην Αστική Σχολή Βαρδαρίου φαίνεται πως είχαν εγγραφεί 93 μικροί μαθητές, ενώ στην Κεντρική Σχολή είχαν εγγραφεί 340 μαθητές και στο παρθεναγωγείο 344 μαθήτριες. Σε αυτούς τους αριθμούς συμπεριλαμβανόταν και οι μαθητές και οι μαθήτριες των εξαρτημένων μικτών νηπιαγωγείων. Από τους 93 μαθητές της Αστικής Σχολής Βαρδαρίου μόλις 5 δεν κατάγονταν από την ίδια την πόλη.
Είναι ευτύχημα που η μεγάλη πυρκαγιά του `17 δεν κατάστρεψε το αρχείο της Σχολής, το οποίο χρονολογείται από το 1897. Είναι βέβαιο πως υπήρξαν και παλαιότερα κώδικες, που όμως δεν γνωρίζουμε αν χάθηκαν στην πυρκαγιά ή αν ο ατυχής ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 στάθηκε η αιτία να μη διασωθούν μέχρι τις μέρες μας. Στις μέρες μας, το αρχείο φυλάσσεται στο 57ο Δημοτικό Σχολείο, στο σχολικό συγκρότημα που κτίστηκε τη δεκαετία του `30 και που περικλείουν οι οδοί Κρυστάλλη, Συγγρού και Αμβροσίου. Ωστόσο, πολλά και πολύτιμα ιστορικά στοιχεία μπορούν να αντληθούν ή και να επιβεβαιωθούν μέσα από το αρχείο που έχει διασωθεί. Για αυτή την παρουσίαση αντλήθηκαν πληροφορίες από τους τρεις παλαιότερους κώδικες του αρχείου3 .
Το ενδιαφέρον αυτής της παρουσίασης επικεντρώνεται στο πως τα ιστορικά γεγονότα και οι συνθήκες επηρέασαν τη σύνθεση του μαθητικού δυναμικού ως προς την προέλευσή του. Είναι γνωστό πως, καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η αναπτυσσόμενη Θεσσαλονίκη υπήρξε ένας ισχυρός πόλος έλξης για ένα μεγάλο αριθμό μεταναστών πολλών και διαφορετικών εθνικών, γλωσσικών θρησκευτικών, και πολιτισμικών ομάδων4 . Στα 1835, μετά τα γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης, και σύμφωνα με οθωμανικό απογραφικό κατάστιχο του Ιστορικού Αρχείου Θεσσαλονίκης5 , τα άρρενα μέλη της τοπικής ελληνορθόδοξης κοινότητας αριθμούσαν 3.641 ψυχές, συμπεριλαμβανομένων και των νεογέννητων αγοριών. Αυτό σημαίνει πως μαζί με τις γυναίκες και τα κορίτσια ίσως ξεπερνούσαν τις 7.000 ψυχές. Ίσως, λοιπόν, οι χριστιανοί να αντιστοιχούσαν στο 21,69% των κατοίκων της πόλης, οι μουσουλμάνοι στο 33,76% και οι Εβραίοι στο 44,55%, σε ένα συνολικό πληθυσμό 35.000 με 40.000 κατοίκων. Σύμφωνα με την απογραφή, οι 1.277 χριστιανοί άντρες και ποσοστό 35,26% αντιμετωπίζονταν ως ξένοι – μέτοικοι και όχι ως οριστικοί κάτοικοι της πόλης, καθώς οι ίδιοι ή οι γονείς τους είχαν πρόσφατα εγκατασταθεί στην πόλη, πιθανότατα μετά τα τραγικά γεγονότα της επανάστασης του ’21 και μέσα στα δέκα επόμενα χρόνια.
Σύμφωνα με τα στοιχεία για τους τόπους καταγωγής ή προέλευσής τους σχημάτιζαν ένα ετερόκλητο μωσαϊκό. Στην πλειοψηφία τους προέρχονταν από την κοντινή περιφέρεια της Θεσσαλονίκης, αλλά και από πιο μακρινές περιοχές της μακεδονικής ενδοχώρας. Ωστόσο, υπήρχαν μέτοικοι κι από άλλες οθωμανικές επαρχίες, από τη Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Βουλγαρία ή και από τη νεοσύστατη ακόμη μικρή Ελλάδα. Ανάμεσα στους μετοίκους, αλλά πιθανότατα κι ανάμεσα στους γηγενείς, υπήρχαν άντρες που είχαν ως μητρικές γλώσσες άλλες από τα ελληνικά. Οι βλαχόφωνοι σχημάτιζαν μία ιδιαίτερα μεγάλη ομάδα μετοίκων. Υπήρχε και ένα μεγάλο πλήθος σλαβόφωνων προερχόμενων από πόλεις όπως η Δίβρη, η Δοϊράνη, το Κιλκίς, αλλά και τα χωριά στα δυτικά της πόλης. Θα πρέπει επίσης να υπήρχαν, έστω και ελάχιστοι, Αρβανίτες και Αρμένιοι, ίσως και Βόσνιοι χριστιανοί. Από τα μέσα, περίπου, του 19ου αιώνα και μετά, τα βαλκανικά εθνικά ιδεολογήματα παρείσφρεαν, σταδιακά, ανάμεσα στους ορθόδοξους χριστιανούς της πόλης. Η πρώτη διάσπαση έρχεται στα 1871, καθώς αρκετοί από τους σλαβόφωνους μετοίκους έθεσαν τα θεμέλια μίας μικρής, αλλά σταδιακά εξελισσόμενης, τοπικής εξαρχικής - βουλγαρικής κοινότητας και των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της6 .
Από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο έως την απελευθέρωση, 1897-1912
Με τη λήξη του ατυχούς για την Ελλάδα ελληνοτουρκικού πολέμου στα 1897 και μέχρι την απελευθέρωση στα 1912, οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης και της μακεδονικής ενδοχώρας, χριστιανοί, μουσουλμάνοι και εβραίοι, τόσο σε ατομικό και οικογενειακό όσο και σε κοινοτικό επίπεδο, βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις της εποχής κι ακόμη περισσότερο με τα καταλυτικά εθνικά ιδεολογήματα7 . Υπήρξε έντονη αντιπαράθεση ανάμεσα στα Βαλκανικά Κράτη και την Οθωμανική Αυτοκρατορία για την τύχη των τελευταίων ευρωπαϊκών επαρχιών της, με αποκορύφωμα τον ένοπλο Μακεδονικό Αγώνα την περίοδο 1904-1908 και την επανάσταση των Νεότουρκων στα 19088 . Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα όλων των κοινοτήτων της πόλης είναι σίγουρο πως αντικατόπτριζαν τα πολιτικά φαινόμενα και τις πολεμικές εντάσεις εκείνης της εποχής.
Από το 1897 μέχρι και το 1908, στους δύο πρώτους κώδικες του αρχείου της Αστικής Σχολής Βαρδαρίου καταγράφονται κατά σχολικό έτος και ονομαστικά οι εγγραφέντες μαθητές όλων των τάξεων εκτός, συνήθως, της πρώτης τάξης. Επιπλέον, μας μεταφέρονται πληροφορίες σχετικές με τη βαθμολογία, την παρακολούθηση, τη διαγωγή, την προαγωγή, το θρήσκευμα, το προηγούμενο σχολείο φοίτησης, τον τόπο καταγωγής και το επάγγελμα του πατέρα του κάθε μαθητή. Δυστυχώς, στις καταγραφές που σώθηκαν, από το σχολικό έτος 1908-09 και μέχρι και το σχολικό έτος 1911-12, δεν αναφέρεται ο τόπος καταγωγής και το επάγγελμα του πατέρα και έτσι δε στάθηκε ικανό να αξιοποιηθούν για την παρούσα μελέτη. Δεν μπορούμε να είμαστε πολύ σίγουροι γιατί υπήρξε αυτή παράληψη. Ίσως να έπαιξαν κάποιο ρόλο τα ιδεολογήματα και οι πολιτικές επιρροές της επανάστασης των Νεότουρκων για «ισότητα και αδελφότητα».
Στον πίνακα 1.1. παρουσιάζονται αναλυτικότερα οι πληροφορίες για το μαθητικό δυναμικό ανά τάξη και σχολικό έτος9 . Αν και δε γνωρίζουμε πόσοι, ακριβώς, ήταν όλοι οι μαθητές κατά σχολικό έτος, συμπεριλαμβανομένων και των μαθητών της πρώτης τάξης, μπορούμε να παρατηρήσουμε πως, μέσα σε έντεκα χρόνια, το δυναμικό των εγγραφέντων μαθητών διπλασιάστηκε. Από 67 καταχωρήσεις μαθητών για το σχολικό έτος 1897-98 καταλήγουμε σε 133 καταχωρήσεις για το σχολικό έτος 1907-08.
Στον πίνακα 1.2. παρουσιάζεται η ανά σχολικό έτος ποσοστιαία επί τοις εκατό προέλευση ή η καταγωγή των μαθητών από διάφορες περιοχές και ειδικότερα: 1. Από τη Θεσσαλονίκη. 2. Από κοντινούς οικισμούς του σημερινού νομού Θεσσαλονίκης. 3. Από τη σημερινή Κεντρική και Δυτική Μακεδονία μαζί με την επαρχία Ελασσόνας. 4. Από τη σημερινή Ανατολική Μακεδονία. 5. Από τα εδάφη της π.Γ.Δ.Μ.. 6. Από την Ήπειρο, βόρεια και νότια, όπως την ορίζει η ελληνική ιστοριογραφία. 7. Από τη Δυτική Θράκη. 8. Από την Ανατολική Θράκη μαζί με την Κωνσταντινούπολη. 9. Από τα εδάφη της σημερινής Βουλγαρίας. 10. Από τη Μικρά Ασία και τις περιοχές του Καυκάσου. 11. Από τα υπό οθωμανική κυριαρχία ή εξάρτηση νησιά του Αιγαίου. 12. Από τα εδάφη του τότε ελληνικού κράτους, (Παλιά Ελλάδα). Και τέλος, 13. από διάφορες μακρινές ή άγνωστες - αταύτιστες περιοχές.
Στον πίνακα 1.3. παρουσιάζονται αναλυτικότερα και ανά σχολικό έτος οι διάφοροι οικισμοί και οι αριθμοί των μαθητών, που φέρονται να κατάγονταν ή να προέρχονταν από αυτούς. Παρατηρούμε, λοιπόν, πως η μεγαλύτερη ομάδα μαθητών παρουσιάζεται να κατάγεται από την ίδια τη Θεσσαλονίκη, με ποσοστό που κυμάνθηκε μεταξύ 40,32% και 65,90% και με μέσο όρο 53,90%.
Ακολουθούσε η ομάδα των μαθητών που προέρχονταν από κοντινούς οικισμούς, με ποσοστό που κυμάνθηκε μεταξύ 5,97% και 17,29%, με μέσο όρο 12,39%. Οι περισσότεροι από αυτούς τους οικισμούς ήταν κεφαλοχώρια, που κατοικούνταν κυρίως από αγροτοκτηνοτρόφους, όπως ο Πεντάλοφος, το Ασβεστοχώρι, τα Λαγυνά, το Μελισσοχώρι, ο Δρυμός, η Άσσηρος, ο Λαγκαδάς, ο Βερτίσκος, ο Σωχός, τα Βασιλικά και η Επανομή. Ωστόσο, υπήρχαν, έστω και λίγοι, μαθητές από οικισμούς που τότε ήταν μικρά τσιφλίκια, κυρίως μουσουλμάνων ιδιοκτητών, όπως η Σίνδος, η Βαλμάδα, το Άδενδρο και το Μεγάλο Έμβολο10 . Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως τη μεγαλύτερη ομάδα, με συνεχή παρουσία και με αυξητική τάση, συγκροτούσαν μαθητές που προέρχονταν από το Μελισσοχώρι, την παλιά Μπάλτζα. Σύμφωνα με τις καταγραφές για το επάγγελμα των πατεράδων τους παρατηρούμε πως, σχεδόν όλοι, ήταν κηπουροί, δηλαδή καλλιεργητές οπωρολαχανικών στους μπαχτσέδες έξω από τα δυτικά τείχη της πόλης. Τα μαθητολόγια έρχονται να επιβεβαιώσουν νεότερες ιστοριογραφικές καταγραφές για τη μαζική εγκατάσταση Μπαλτζινών «μπαχτσεβάνων» στην πόλη της Θεσσαλονίκης11 .
Η τρίτη σε δυναμικό ομάδα των μαθητών προερχόταν από τους υπόλοιπους νομούς της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας μαζί με την υπό οθωμανική κυριαρχία επαρχία Ελασσόνας. Κυμαινόταν μεταξύ 6,06% και 19,35%, με μέσο όρο 11,06%. Καταγράφηκαν από ένας έως δύο ή τρεις μαθητές ανά έτος από πόλεις όπως τα Γιαννιτσά, η Έδεσσα, η Νάουσα, η Βέροια, η Κοζάνη, η Σιάτιστα και η Καστοριά. Το ίδιο ίσχυε και για μικρές κωμοπόλεις και ακμαία κεφαλοχώρια όπως η Κασσάνδρα, η Βάβδος, η Γαλάτιστα, ο Κολινδρός, το Λιτόχωρο, το Λιβάδι Ελασσόνας, η Βλάστη, η Νεάπολη Βοΐου, το Βογατσικό, η Κορησός, η Κλεισούρα και το Νυμφαίο, ή και μικρά χωριά όπως ο Άγιος Πέτρος Παιονίας, η Σκοτίνα και η Μηλιά Πιερίας, ο Άγιος Γεώργιος Γρεβενών, το Τσακνοχώρι, το Κριμήνι και ο Αυγερινός Βοΐου. Οι κάτοικοι των πόλεων, των κωμοπόλεων και τα κεφαλοχωριών διατηρούσαν στενές παραδοσιακές σχέσεις με τη αγορά και το διοικητικό κέντρο της Θεσσαλονίκης. Συνέρρευσαν κατά κύματα, καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, ακολουθώντας παραδοσιακές τάσεις μετανάστευσης προς αυτή. Επρόκειτο, κυρίως, για εμποροβιοτέχνες και επαγγελματίες, οι οποίοι εργάζονταν για μεγάλα χρονικά διαστήματα μακριά από τις ιδιαίτερες πατρίδες τους, ενώ οι οικογένειές τους παρέμεναν στις αρχικές τους εστίες12 . Ωστόσο, τα μαθητολόγια μαρτυρούν πως δεν ήταν λίγες οι οικογένειες που ακολούθησαν τους ξενιτεμένους στις νέες τους εστίες. Τα ίδια, λίγο ή πολύ, ίσχυαν και για τις μικρότερες ομάδες που προέρχονταν από πόλεις και κωμοπόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας, όπως οι Σέρρες, το Σιδηρόκαστρο, τα Άνω Πορόια και η Καβάλα, ή τα εδάφη της σημερινής π.Γ.Δ.Μ., όπως το Μοναστήρι, η Νιζόπολη, η Ρέσνα, το Κρούσοβο, η Δοϊράνη και η Στρώμνιτσα.
Τέταρτη σε μέγεθος ομάδα ήταν αυτή των μαθητών από την Παλιά Ελλάδα, με πτωτική όμως τάση, που κυμάνθηκε μεταξύ 11,26% και 1,19%, με μέσο όρο 6,04%. Υπήρχαν μαθητές από πόλεις όπως η Αθήνα, ο Πειραιάς, ο Βόλος και η Λάρισα, από νησιά όπως η Ζάκυνθος και η Σύρος, αλλά και από μικρά βλαχοχώρια της νότιας Πίνδου, όπως οι Καλαρίτες στον τότε νομό Άρτας και η Πύρρα Τρικάλων. Είναι σχεδόν σίγουρο πως αυτοί οι μικροί μαθητές ήταν έλληνες και όχι οθωμανοί υπήκοοι, όπως οι υπόλοιποι συμμαθητές τους. Οι γονείς τους είχαν ακολουθήσει μια γνωστή μεταναστευτική τάση από το ελληνικό βασίλειο προς τα οθωμανικά εδάφη. Εκμεταλλευόμενοι τις διομολογήσεις, οι οποίες ίσχυαν και για τους έλληνες πολίτες πέρα από τους άλλους ευρωπαίους, αναζήτησαν ή δημιουργούσαν ευκαιρίες οικονομικής και κοινωνικής ανέλιξης.
Η πέμπτη σε μέγεθος ομάδα μαθητών προερχόταν από την Ήπειρο, από πόλεις, περιοχές και χωριά όπως τα Ιωάννινα, το Ζαγόρι, η Πεδινή και το Βασιλικό Ιωαννίνων, το Λεσκοβίκι, η Κορυτσά και ο Πρωτόπαπας. Είναι γνωστό πως η φτωχή και πολύπαθη Ήπειρος δεν μπορούσε να συντηρήσει τα παιδιά της και τα έστελνε στην ξενιτιά για να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη13 . Αυτή την περίοδο πριν την απελευθέρωση, οι αριθμοί και τα ποσοστά των μαθητών από περιοχές όπως η Θράκη, τα νησιά του Αιγαίου, η Μικρά Ασία με τον Καύκασο και η Βουλγαρία ήταν πραγματικά μικροί ή και ασήμαντοι.
Οι καταγραφές στα μαθητολόγια αυτής της περιόδου μας προσφέρουν σημαντικά συμπεράσματα. Κάποιες χρονιές, το άθροισμα των αριθμών και των ποσοστών των μαθητών, οι οποίοι προέρχονταν ή κατάγονταν από κοντινά ή μακρινά μέρη, άγγιζε ή και ξεπερνούσε το μισό του συνολικού μαθητικού δυναμικού. Έτσι, επιβεβαιώνεται η ιδιαίτερα ισχυρή συρροή ενός μεγάλου αριθμού χριστιανών μεταναστών και μετοίκων προερχόμενων κυρίως από τη μακεδονική ενδοχώρα. Σε εποχές που η εκπαιδευτική ένταξη των παιδιών δήλωνε τις εθνικές επιλογές και τις ταυτίσεις των οικογενειών τους, παρατηρούμε πως οι νεόφερτοι προσαύξαναν σε καθοριστικό βαθμό το μέγεθος και το δυναμικό της τοπικής ελληνορθόδοξης κοινότητας. Αξίζει και πρέπει να επισημανθεί το γεγονός πως οι γλωσσικές ταυτότητες των νεόφερτων μαθητών, άρα και των ελληνορθόδοξων μετοίκων και, γενικότερα, των κατοίκων της πόλης, ξεπερνούσαν κατά πολύ τα στενά όρια της απόλυτης και αποκλειστικής ελληνοφωνίας. Καταγράφηκαν βλαχόφωνοι προερχόμενοι τόσο από βλαχοχώρια και τις βλάχικες εγκαταστάσεις της οθωμανικής μακεδονικής ενδοχώρας, (Λιβάδι Ελασσόνας, Βλάστη, Κλεισούρα, Νυμφαίο, Άνω Πορόια, Μοναστήρι, Νιζόπολη, Ρέσνα, Κρούσοβο), όσο και από βλαχοχώρια της νότιας Πίνδου στην ελληνική επικράτεια, (Καλαρίτες, Πύρρα Τρικάλων). Επίσης, υπήρχε ένας αξιόλογος αριθμός σλαβόφωνων μετοίκων οι οποίοι παρέμεναν προσκυρωμένοι στην ελληνική παράταξη και ήταν ανεπηρέαστοι από τα εθνικά ιδεολογήματα και τις προτάσεις των γειτονικών βαλκανικών κρατών. Προέρχονταν τόσο από αστικά κέντρα όπου επικρατούσε η σλαβοφωνία ανάμεσα στους χριστιανούς, (Έδεσσα, Γιαννιτσά, Λαγκαδάς, Δοϊράνη, Στρώμνιτσα), όσο και από κεφαλοχώρια και μικρά χωριά ή τσιφλίκια, (Κορησός Καστοριάς, Άγιος Πέτρος Παιονίας, Άδενδρο, Βαλμάδα, Σίνδος, Πεντάλοφος, Ασβεστοχώρι, Άσσηρος, Σωχός). Δεν έλειπαν ούτε οι αλβανόφωνοι ελληνορθόδοξοι από πόλεις και χωριά της Βόρειας Ηπείρου, (Λεσκοβίκι, Κορυτσά, Πρωτόπαπας).
ΑΣΤΕΡΙΟΣ ΚΟΥΚΟΥΔΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου