Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Το πολικό αρκουδάκι

                 
                    Ήταν ένα τυπικό αρκτικό τοπίο. Το μόνο χρώμα που έβλεπες, μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι σου, ήταν το λευκό του απάτητου χιονιού που είχε καλύψει τα πάντα. Μικρά υψώματα, δέντρα σχεδόν απογυμνωμένα από τα φύλλα τους, αλλά κατάφορτα από χιόνι και απέραντη ηρεμία. Λες και σταμάτησε η ζωή. Όμως αυτή ήταν η απατηλή πρώτη εντύπωση, η επιπόλαια. Μια προσεκτικότερη ματιά θα σου έδειχνε ανάγλυφα τη ζωή να παλεύει  με θάρρος και πείσμα για να συνεχίσει να υπάρχει ακόμα και μέσα σ’ αυτές τις οριακές συνθήκες.

 Σχεδόν κρυμμένη στο χαμηλό λόφο, πίσω από μια σειρά δένδρων, ήταν η είσοδος της μικρής σπηλιάς, που φιλοξενούσε μια οικογένεια από πολικές αρκούδες. Ο μπαμπάς αρκούδος, η μαμά αρκούδα και το μικρό αρκουδάκι. Από το πρωί ο μπαμπάς αρκούδος είχε βγει για κυνήγι. Να εξασφαλίσει την τροφή της οικογένειας. Μύριζε χειροτέρευση των καιρικών συνθηκών και φρόντιζε για τις αναγκαίες προμήθειες.

  Η μαμά αρκούδα έκανε τη συνηθισμένη λάτρα μέσα στο καταφύγιό τους κι ο μικρούλης στριφογύριζε στα πόδια της. Έβγαινε για λίγο έξω. Σε λίγο γύριζε μέσα. Σε λίγο ξαναέβγαινε πάλι. Συνεχώς μουρμούριζε αλλά δεν τολμούσε να τα πει φωναχτά αυτά που βασάνιζαν το μυαλό του.

 Κάποια στιγμή η μάνα τον πρόσεξε και κατάλαβε ότι κάτι τον απασχολεί. Τον ρώτησε με μητρικό ενδιαφέρον

 «Τι συμβαίνει, παιδί μου;»

 «Τίποτα, ρε μάνα. Κάτι δικά μου»

 Η ανησυχία του δεν έλεγε να καταλαγιάσει, όπως και το συνεχές μέσα- έξω από τη σπηλιά. Η μάνα του δεν άντεξε να τον βλέπει έτσι. Τον σταμάτησε με το ζόρι και ταρακουνώντας τον του είπε

 «Άστα αυτά, μικρέ! Κάτι σ’ απασχολεί και δεν θα σ’ αφήσω ήσυχο αν δεν μου το πεις»

 Αφού το σκέφτηκε αρκετά δευτερόλεπτα επιτέλους το αρκουδάκι μίλησε

 «Ρε μάνα να σε ρωτήσω κάτι;»

 «Ναι παιδί μου, είμαι όλη αυτιά

 «Ρε μάνα εγώ είμαι σίγουρα πολικό αρκουδάκι;»

 «Ναι παιδί μου, ασφαλώς! Εγώ είμαι πολική  αρκούδα κι ο πατέρας σου είναι πολικός αρκούδος και άρα κι εσύ είσαι πολικό αρκουδάκι. Γιατί όμως ρωτάς;»

 «Είσαι σίγουρη, ρε μάνα; Χωρίς παρεξήγηση. Θα τολμήσω να το πω. Μην τυχόν, πριν από καιρό πέρασε από τα μέρη μας κανένας γκρίζος κι έκανες μαζί του καμιά κουτσουκέλα;

 «Θα σου δώσω μια ανάποδη, μικρέ, και θα ’ναι όλη δικιά σου! Δεν ντρέπεσαι να περνάνε απ’ το μυαλό σου τέτοιες σκέψεις; Και να τις πετάς κατάμουτρα, βρε, στη μάνα σου. Ευτυχώς δεν είναι εδώ ο πατέρας σου. Θα σε καταχέριζε κανονικά. Πες μου επιτέλους γιατί ρωτάς;»

 « Ρε μάνα, με συγχωρείς. Δεν ήθελα να σε στενοχωρήσω. Απλώς να σου πω κάτι. Εγώ προσωπικά…… κρυώνω εδώ λιγάκι!

 

 

 

 Μάρτιος 2011

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου