Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

«Ποίηση με μυρωδιά γιασεμιού»

Λίγες σκέψεις μετά την ανάγνωση των ποιημάτων του Λευτέρη Τσίλογλου 

Η ποιητική γραφή του Λευτέρη Τσίλογλου χαρακτηρίζεται από απλότητα και ενάργεια στο λόγο, σαφήνεια στη νοηματική απόδοση, αυθεντικότητα και γνησιότητα στην απόδοση των αισθημάτων και των σκέψεων. Εύκολα διακρίνεται πίσω από αυτά ο  σκεπτόμενος άνθρωπος, ο  ευαίσθητος  αγωνιστής, ο ερευνητικός  στοχαστής.  Εκ πεποιθήσεως θιασώτης του απλού και του φυσικού, με ύφος καθημερινού λόγου, αλλά και με ιδιαίτερη επιδεξιότητα στη διαχείριση ενός προσωπικού γλωσσικού κώδικα, υφαίνει τον καμβά, όπου θα αποτυπωθεί με τρόπο άλλοτε αυθόρμητο και άλλοτε παιγνιώδη, συχνά αναπάντεχο ένας πλούσιος λυρισμός, δύσκολα κατατάξιμος σε τεχνοτροπικές κατηγορίες ποιητικών ρευμάτων, γι’ αυτό ίσως πιο γνήσιος.

 Ευδιάκριτα  το ψυχολογικό υπόστρωμα αναζητά την έκφρασή του στο λόγο, με διάθεση αυτοαποκάλυψης περνώντας από το δρόμο της καρδιάς και των αισθήσεων. Συχνά, ωστόσο,  παρεμβαίνει ο νους και η συνήθεια , για να ιχνηλατήσουν τους τρόπους έκφρασης  μέσα από δρόμους οικείους, αυτούς των μαθηματικών σχέσεων και των θεμάτων των φυσικών επιστημών: οι ισότητες, οι εξισώσεις, το μηδέν , η «ευκλείδεια τελειότητα»  συνδέονται με τα πιο μεγάλα μυστήρια της ζωής  συνταιριάζονται με τη σιωπή, τη μοναξιά, την κραυγή, τον κίνδυνο. Το «μάτι φασματοσκόπιο», τα κάτοπτρα, οι «διαθλασμένες εικόνες» τοποθετούνται στο «γκρίζο φόντο της μνήμης», για να ανασυνθέσουν οπτασίες και οράματα.

Ο «αψηλάφητος χώρος» των παρελθοντικών αναζητήσεων τροφοδοτεί συναισθήματα, εικόνες , πλούσιο βιωματικό υλικό. Η ποιητική αφήγηση διεγείρει πνευματικά το στοχασμό και την αναζήτηση, ενώ οι αισθήσεις διεγείρονται , καθώς οι «μαβιές λύπες βρίσκουν τη θέση τους να κρεμαστούν στα βλέφαρα», τότε που «οι ώρες οι απογευματινές ντύνονται στα κόκκινα φορέματα», σε «τοπία γεμάτα σιωπές». Άλλοτε πάλι «ήχοι παράφωνοι» και μνήμες απόμακρες αντηχούν στον εσωτερικό κόσμο του ποιητικού υποκειμένου, ενώ «μετέωρες ανεκπλήρωτες επιθυμίες» παλεύουν να μορφοποιηθούν σε λόγο. Και τότε, με τρόπο διδακτικό σχεδόν, αναδύεται  στα μάτια του αναγνώστη «το νέο αλφαβητάρι των ανθρώπινων σχέσεων», που το μαθαίνει ίσως κανείς με την καρδιά, το ένστικτο ή τις αισθήσεις. Έτσι ανατρέπεται η συμβατική οπτική και μοιάζει  κοινός «ο πενιχρός    απολογισμός»  της ζωής.

Η επιτηδειότητα του δημιουργού εκφράζεται στην έντεχνη επιλογή των στοιχείων του λόγου, στην κατάλληλη  διαχείριση της  τεχνικής και της «τέχνης της Ποιήσεως», καθώς οι λέξεις κάποτε αποτυπώνουν τις ανησυχίες του νου και τις αναζητήσεις της ψυχής. Σπανιότερα διαφαίνεται η υπολανθάνουσα  υπαρξιακή αγωνία, όταν ο λόγος   ζωντανεύει , «για να υπενθυμίσει τη μοίρα όλων των φθαρτών , για να αφήσει την τελευταία του πνοή πάνω στο χαρτί». Πρόκειται για τις  ίδιες λέξεις, που συνθέτουν σύντομες σουρρεαλιστικές προσλήψεις , έτσι ως εφήμερη και ταχεία διαφυγή από το ρεαλιστικό πλαίσιο αναφοράς, αλλά και ως αφετηρία στη συμβολιστική αναγωγή των ποιητικών θεμάτων. Τα δάκρυα είτε γιασεμιά είτε μπίλιες-παιχνίδια των φτωχόπαιδων είτε «καταψυκτική» παρακαταθήκη, το «τυμπανιαίο πτώμα» στη θάλασσα, τα «δάκτυλα με τα κόκκινα νύχια, σκαπάνες στα σφραγισμένα απάτητα σπήλαια» αισθητοποιούν σχόλια προσωπικά και ανομολόγητα και δίνουν την  «τέταρτη»  διάσταση του ποιητικού λόγου.

Πέρα από αυτούς τους δρόμους του υποσυνείδητου,  στην αντίληψη του ποιητή και μαζί και στην άποψη του κάθε σκεπτόμενου αναγνώστη  η σκέψη είναι «άπιαστη ταξιδεύτρα», ενώ τα «όνειρα ελλειπτικά, που εύκολα κομματιάζονται και, όταν κανείς τολμά να τα πλησιάσει, «σπάει τα μούτρα του στον τοίχο που τον χωρίζει από την πραγματικότητα».  Οι ποιητικές διατυπώσεις γίνονται μικρές κραυγές στην «κουπαστή του σύντομου ταξιδιού της ζωής», αποκαλύπτουν προσλήψεις του «απύθμενου της σκοτεινής σπηλιάς», του σκοτεινού υπόγειου του καθενός μας όπως θα έλεγε ένας άλλος σύγχρονος ποιητής. (Γιώργης Μανουσάκης)

Με δεδομένη τη χρονική περίοδο της σύνθεσης της από αυτή τη γραφή αποκαλύπτεται  η ποίηση – καταφύγιο στις μαρτυρικές ώρες του εγκλεισμού, δημιουργική διέξοδος , ενσάρκωση ωστόσο ταυτοχρόνως εσώτερης έφεσης αλλά και ενορατικής εγρήγορσης μιας ευαίσθητης συνείδησης, κυρίως όταν η οπτική γωνία του φυλακισμένου εκφράζεται   με το σαρκασμό, την ονειροπόληση, την αναζήτηση των διαχρονικών και των άχρονων αξιών της τέχνης και της παράδοσης. (Μοντιλιάνι , Καραγκιόζης)

Ο σημερινός αναγνώστης των ποιημάτων του εγκλεισμού του Λευτέρη Τσίλογλου δεν διακρίνει εύκολα τη χρονική απόσταση από τη συγγραφή ούτε των ερωτικών ούτε των άλλων ποιημάτων. (Η ομαδοποίηση των ποιημάτων της συλλογής  δική του.) Τα 40 αυτά χρόνια δεν φαίνεται να άφησαν τα ίχνη τους στη σκέψη, στη διάθεση , στον ψυχισμό του συγγραφέα, όπως  τον αντικρίζει και τον βλέπει κανείς σήμερα.  Ο λόγος δεν είναι μόνο το αειθαλές της σκέψης ενός πραγματικού πνευματικού δημιουργού, αλλά το γεγονός ότι τα ποιήματα αυτά φαίνονται απαύγασμα  ενός  ειλικρινούς μονολόγου, μιας εξομολόγησης γεννημένης από την ανάγκη όχι μόνο της  αυτοέκφρασης αλλά και της διαισθητικής αναζήτησης της ψυχικής προσέγγισης του συνανθρώπου, του συναγωνιστή της ζωής. Γιατί έτσι τα ποιήματα αυτά γίνονται αφορμές οικείωσης, μέσα αλληλοαναγνώρισης   και διαπροσωπικής επικοινωνίας, τέτοιας που μόνο η ποίηση  μπορεί να προσφέρει.

Το «βιβλίο της ζωής»  στον ποιητικό λόγο του Λευτέρη Τσίλογλου  μπορεί να έχει παροράματα. Όμως τέτοια βιβλία της ποίησης γεμίζουν τη ζωή μας με χρωματιστά όνειρα, με μυρωδάτα γιασεμιά, που φέρνουν τη συγκίνηση της  μνήμης , που προκαλούν την ανάγκη της περισυλλογής και αναβιώνουν κάθε στιγμή τα ένστικτα και τον αισθησιασμό του έρωτα. Γι’ αυτό στα βιβλία της ποίησης σαν αυτό δεν βρίσκει ο αναγνώστης  παροράματα, αλλά προσωπικά θαύματα και οικεία οράματα.

Στέλλα Αλιγιζάκη,

(φιλόλογος – ιστορικός)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου