Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ΕΚΠΑ}

Οι εισιτήριες εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, καθιερώθηκαν, όπως θα δούμε, μετά την απότομη –από το 1922 και ύστερα- αλλαγή των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών στη χώρα μας: με τον ερχομό στην Ελλάδα πε...ρισσότερων του ενός εκατομμυρίου προσφύγων.

Από της ιδρύσεως του το 1837, η εγγραφή στις σχολές του Πανεπιστημίου ήταν ελεύθερη, αρκεί ο υποψήφιος να έκανε μια αίτηση και να ήταν κάτοχος απολυτηρίου Γυμνασίου.

Οι συνθήκες της εποχής όμως δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την καθιέρωση όρων εισαγωγής. Και τούτο καθορίστηκε από:

1. Τις πιέσεις που ασκούν οι διάφοροι επαγγελματικοί κλάδοι για τον πληθωρισμό πτυχιούχων. Το φαινόμενο ήταν από παλαιά πιο έντονο στους δικηγόρους και τους γιατρούς. Τα επαγγέλματα αυτά είναι περιζήτητα. Από αυτούς που γράφονται στο Πανεπιστήμιο, πάνω από 7 στους 10 απορροφούνται από αυτές τις δύο σχολές.
2. Τη διάθεση των Πανεπιστημιακών αρχών να ανεβάσουν το επίπεδο των σπουδών στο Πανεπιστήμιο.
3. Τις περιορισμένες υποδομές (κτίρια, αμφιθέατρα και κυρίως εργαστήρια) εκεί που είναι εντελώς απαραίτητα.

Είναι φανερό ότι, με την καθιέρωση δυνατότητας επιλογής που θα αποκτήσουν, οι πανεπιστημιακές αρχές θα πολλαπλασιάσουν τις εξουσιαστικές τους δυνάμεις, το κύρος τους και τη δυνατότητα παρέμβασής τους στα πράγματα.

Παρεμπιπτόντως, μέσα από τα «εξέταστρα» που θα πλήρωναν οι υποψήφιοι θα διασφάλιζαν ένα όχι ευκαταφρόνητο ποσό για την εποχή, γι’ αυτούς και το ίδρυμα.

Αφορμή δίνει το γεγονός ότι το 1924, στο Χημικό Τμήμα της Φυσικομαθηματικής σχολής, παρουσιάζονται απόφοιτοι γυμνασίου υπερδιπλάσιοι από τις υπάρχουσες εργαστηριακές θέσεις. Η απασχόληση του φοιτητή σ’ αυτές είναι καθημερινή και πολύωρη. Με τον αυτόματο διπλασιασμό των θέσεων, δεν μπορούσε να γίνει απότομη έκπτωση στην απαιτούμενη προετοιμασία, για τον υποψήφιο χημικό (αυτό έγινε αργότερα με τον περιορισμό των ασκήσεων και με την καθιέρωση διπλής βάρδιας). Έτσι, εκ των πραγμάτων, έπρεπε να γίνει επιλογή. Οι υποψήφιοι εξετάστηκαν προφορικά από επιτροπή, και με κατάλληλους χειρισμούς παρέμεινε ο επιθυμητός αριθμός.

Αυτή η διαδικασία έβαλε σε σκέψεις τη σύγκλητο, που μετά δύο χρόνια, γενίκευσε το μέτρο σε όλες τις Σχολές. Είναι χαρακτηριστικές οι τοποθετήσεις των Πανεπιστημιακών αρχών πάνω στο πρόβλημα.

Ο Πρύτανης Δημ. Π. Παπούλιας, καθηγητής του αστικού δικαίου στη Νομική της Αθήνας (που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη σύνταξη των εισηγητικών προτάσεων νομοθετημάτων για την εκπαίδευση εκείνη την εποχή), στην έκθεση πεπραγμένων του ακαδημαϊκού έτους 1923 – 1924, μεταξύ άλλων γράφει:

[...] Η εν τω πανεπιστημίω διδασκαλία κατά το παρελθόν έτος, διεξήχθη κανονικώς [...] Προσκόπτει όμως η διδασκαλία ένεκα της ελλιπούς μορφώσεως (οι υπογραμμίσεις δικές μας) των πλείστων των εκ των εκπαιδευτηρίων της μέσης εκπαιδεύσεως απολυομένων μαθητών, οίτινες κτώνται το δικαίωμα της εις το Πανεπιστήμιον φοιτήσεως, άνευ του προσήκοντος ελέγχου των γνώσεων […] Της ελλείψεως ταύτης η θεραπεία θα επιτευχθεί δια των εισιτηρίων εξετάσεων, οίτινες εφαρμοσθείσαι από του τρέχοντος έτους εις το Χημικόν Τμήμα της Σχολής Φυσικών και Μαθηματικών επιστημών, θέλουσιν από του μεταπροσεχούς έτους επεκταθή επί πάσας τας Σχολάς του Πανεπιστημίου. Προσκόπτει προσέτι η διδασκαλία και ένεκα του ανεπαρκούς χώρου των διδακτηρίων [...] Προς άρσιν του ατόπου τούτου, πρέπει να μελετηθή το ζήτημα αν εν συνδιασμώ προς τα εισιτηρίους εξετάσεις θα ηδύνατο να ορισθή ο αριθμός των εις ωρισμένας Σχολάς εισαγομένων φοιτητών […] ης ην μοιραίως φερόμεθα εάν ήθελεν εξακολουθήσει η δυσανάλογος αύξησις κατά τα τελευταία έτη… του αριθμού των φοιτητών […]

Ο καθηγητής της Αστρονομίας, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Δημήτριος Αιγινήτης, το 1926, είναι συγχρόνως και υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση του δικτάτορα Πάγκαλου. Στην εισηγητική του έκθεση στο Νομοθετικό διάταγμα Περί τροποποιήσεως του οργανισμού του εν Αθήνησιν Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, μεταξύ άλλων, γράφει:

[...] Ως κύρια αίτια της ατελούς λειτουργίας του Πανεπιστημίου είναι: α) η ατελής εγκύκλιος γυμνασιακή μόρφωσις των φοιτητών […] ήτις καταβιβάζει την πανεπιστημιακήν διδασκαλίαν εις στοιχειώδες επίπεδον [...] β) Η ανεπαρκής ή ελλιπής ή και παντελώς ενίοτε ελλείπουσα πρακτική εν εργαστηρίοις, φροντιστηρίοις, κλινικαίς, μουσείοις, εργοστασίοις ... και άλλαις της θεωρητικής διδασκαλίας εφαρμογαίς […] γ) Το σφαλερόν και ελλειπές σύστημα των εξετάσεων, καθ’ ο βαθμολογείται και βραβεύεται η μνήμη και η τύχη, αλλά δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν ή δεν εκδηλούται επαρκώς η κρίσις, η πρωτοβουλία και η ιδιοφυϊα, αντιθέτως προς τον πρωτεύοντα ρόλον της εκπαιδεύσεως. […]

[...] Προς εξακρίβωσιν της πνευματικής ταύτης ωριμότητας, αι εισαγωγικαί εξετάσεις .... δεν πρέπει να περιορίζονται […] μόνο εις το γυμνάσιον διδασκομένην ύλην, αλλά να επεκτείνεται ως γίνεται αλλαχού […] εις εξετάσεις γενικής ωριμότητας, διδομένων και θεμάτων προκαλούντων με την κρίσιν και την δημιουργική σκέψιν […] Τοιαύτα π.χ. θέματα είναι, συγκρίσεις προσώπων, ιστορικών γεγονότων και εποχών εκ της ιστορίας, ερμηνείαι και αναπτύξεις εκ της ελληνικής και λατινικής φιλολογίας, λύσεις προβλημάτων μαθηματικών, φυσικών κλπ. [...]

Το 1929–1930, ο Ελευθέριος Βενιζέλος αναθέτει στον Κωνσταντίνο Καραθεοδωρή, να κάνει μια έκθεση και προτάσεις για την αναδιοργάνωση του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην έκθεσή του αυτή, ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρής, μεταξύ άλλων, εισηγείται:

[...] Εις την Ελλάδα επικρατεί η γνώμη ότι νομοθετική επέμβασις, δηλαδή απλή τροποποίησις του οργανισμού του Πανεπιστημίου, δύναται να βελτιώση την λειτουργίαν του ιδρύματος. Η πείρα σχεδόν όλων των ξένων πανεπιστημίων... διδάσκει ότι τοιαύτα μέτρα δεν δύνανται να τελεσφορήσωσι και μάλλον θα φέρουν αντίθετον του ποθουμένου αποτέλεσμα. Το πανεπιστήμιον δεν δύναται να παραβληθεί προς σύστημα τηλεφώνων, το οποίον αντικαθίσταται ευκόλως δι’ άλλου τελειοτέρου, είναι αντιθέτως πολύ ευαίσθητος ζωντανός οργανισμός, όστις αντιδρά ενίοτε κατ’ απροσδόκητον τρόπον εις πάσαν εξωτερικήν επέμβασιν.

[...] Εφόσον η μέση εκπαίδευσις δεν ίσταται εις το ποθούμενον ύψος και θα παρέλθουν αρκετά έτη δια να επιτευχθή τούτο, βεβαίως οι φοιτηταί θα προσέρχονται με ολιγώτερα των απαιτουμένων εφόδια και η μόρφωσίς των καθίσταται δυσχερεστέρα και δι’ αυτούς και δια το διδακτικόν προσωπικόν […]

Ο Γεώργιος Θ. Ματθαιόπουλος, καθηγητής της Οργανικής Χημείας στη Φυσικομαθηματική Σχολή, πρύτανης το ακαδημαϊκό έτος 1928-1929, στην έκθεση πεπραγμένων κατά την πρυτανεία του, μεταξύ άλλων γράφει:

[…] Ο ολονέν αυξανόμενος αριθμός των φοιτητών, και αφ’ ετέρου η μη επαρκής μόρφωσις πολλών των εκ των εκπαιδευτηρίων της μέσης εκπαιδεύσεως απολυομένων και εις το Πανεπιστήμιον προσερχόμενων μαθητών, ήδη από μακρού επέσυρε την προσοχήν των Πανεπιστημιακών αρχών• από δε του 1871, και δη εντονώτερον από του 1881 και μετέπειτα, εξεφράσθη η γνώμη του δι’ εισιτηρίων εξετάσεων ελέγχου των γνώσεων, τας οποίας εκ των σχολείων εκείνων απεκόμισαν οι επιθυμούντες να εγγράφουν εις το Πανεπιστήμιον. Ένεκεν όμως διαφόρων αντιδράσεων αφ’ ενός και του πνεύματος αφ’ ετέρου όπερ δια τας Πανεπιστημιακάς σπουδάς επεκράτει, θέλοντος ταύτας ελευθέρας και προσιτάς δι’ όλους τους κατά τεκμήριον έχοντας απόκτηση την ωρι¬μότητα προς τούτο, πιστοποιουμένην δια του γυμνασιακού απολυτηρίου, μόλις κατά το 1926 κατωρθώθη να εφαρμοσθούν γενικώς αι εισιτήριοι εξετάσεις εις πάσας τας σχολάς του Πανεπιστημίου, αφ’ ου από του 1924 εφηρμόσθησαν δια τους εφιεμένους να λάβουν το πτυχίον του Χημικού. Αι εισιτήριοι εξετάσεις κατέδειξαν δυστυχώς την πλήρη ανεπάρκειαν πολλών ουχί μόνον εις τα φυσιογνωστικά μα¬θήματα, την ιστορίαν και τα λατινικά, άλλα και εις αυτήν την ελληνικήν γλώσσαν. Αι ανορθογραφίαι αυτών κατέπλησσον, οι βαρβαρισμοί, οι σολοικισμοί, αι ακυρολεξίαι ήσαν παμπληθείς, η δε ασυναρτησία, η ασυνταξία και η ελλειψις ύφους εις την διατύπωσιν των ιδεών αυτών προυκάλεσαν πλέον το αίσθημα της λύπης, ίνα μη τι άλλο είπω, και ευρέθην εις την ανάγκην και από των στηλών του ημε¬ρησίου τύπου να υποδείξω τον επερχόμενον κίνδυνον σχε¬τικώς προς την μόρφωσιν της νέας γενεάς, της μετ’ ολίγον ηγέτιδος του Ελληνισμού! […]

[…] Καθ’ ημάς το ακατάρτιστον των αποφοίτων των γυμνασίων οφείλεται το μεν εις την κακώς εφαρμοσθείσαν νέαν εκπαιδευτικήν πολιτικήν, δεύτερον εις την πλημμελή διδασκαλίαν κατά τους πολεμικούς χρόνους και τρίτον εις την μεγάλην επιείκειαν των λειτουργών της μέσης εκπαιδεύσεως, οι όποιοι χαριζόμενοι ή πιεζόμενοι διηυκόλυνον το όνειρον παντός ελληνόπαιδος, εις την απόκτησιν απολυτηρίου. […]

[…] Τα αποτελέσματα των εισιτηρίων εξετάσεων έχουν ως έξης από της πρώτης αυτών εφαρμογής μέχρι του έτους τούτου.
Κατά το 1926-1927 επί 1892 εξετασθέντων απερρίφθησαν 224, κατά το 1927-1928 επί 2555 εξετασθέντων απερρίφθησαν 872, και το 1928-1929 επί 2679 απερρίφθησαν 881 και τέλος το 1929-1930 επί 1936 εξετασθέντων απερρίφθησαν 549. Ήτοι κατά το πρώτον έτος απερρίφθησαν ένεκα της επικρατήσεως ευνόητου επιεικείας 13 τοις %, κατά το δεύτερον 31 τοις %, κατά το τρίτον πάλιν 31 τοις % κατά δε το τέταρτον, αν και εβελτιώθη το ποιον των απολυομένων των Γυμνασίων, προσήλθον δε ολιγώτεροι, οι καλλίτερον παρεσκευασμένοι, πάλιν απερρίφθησαν 29 τοις %. […]

[…] Εκ του κατωτέρω πίνακος καταφαίνεται το βάσιμον της γνώμης ημών:
1910-11 ενεγράφησαν 992 1920-21 ενεγράφησαν 1600
1911-12 » 801 3921-22 » 2220
1912-13 » 774 1922-23 » 2911
1913-14 » 844 1923-24 » 3898
1914-15 » 782 1924-25 » 4201
1915-16 » 1049 1925-26 » 4586
1916-17 » 1298 1926-27 » 2490
1917-18 » 2865 1927-28 » 1457
1918-19 » 1817 1928-29 » 1897
1919-20 » 1688 1929-30 » 1681
Ήτοι οι εγγραφέντες κατά το 1929-1930 είνε μόλις κατά 40 τοις % περισσότεροι των εγγραφέντων κατά το 1910-1911, εν ω ο πληθυσμός της Ελλάδος ηύξησεν εν τω μεταξύ κατά 300 τοις %. […]

Σε λίγο όμως, ΕΠΙΚΡΑΤΕΊ και η αντίληψη του κλειστού αριθμού των εισαγομένων κατά σχολή.

Η αντίληψη για τον περιορισμό του αριθμού των φοιτητών κυριαρχεί παντού.

Στο περιοδικό Επιστημολόγος (Διευθυντής Ι. Φ. Δημάρατος, στο τεύχος 2, Φεβρουάριος 1932, στην στήλη Διάφορες ειδήσεις, σελ. 42), υπάρχει η ακόλουθη αναφορά:

Η ανωτάτη Σχολή των αρχιτεκτόνων, κατόπιν εισηγήσεως του κοσμήτορος αυτής Ν. Κιτσίκη, απεφάσισε να ληφθώσι μέτρα περιοριστικά της εισόδου εις αυτήν. Εζήτησε αι εξετάσεις να γίνωνται αυστηρώτεραι και προ παντός να γίνωνται εις μαθήματα εκ των οποίων θα κρίνεται η ιδιοφυϊα των υποψηφίων δια την αρχιτεκτονική. Ούτως απεφασίσθη να εξετάζωνται εις το σχέδιο και την ζωγραφική. Επίσης απεφάσισε να τεθεί όριον αριθμού των σπουδαστών αυτών, ώστε η σπουδή των να είναι δυνατή και καρποφόρος.

Στην ίδια στήλη παρακάτω:

Δια διατάγματος καταρτιζομένου υπό του Υπουργείου Παιδείας, περιορίζεται ο αριθμός των εισακτέων φοιτητών, δια το πανεπιστημιακόν έτος 1932-1933 εις μεν την Ιατρικήν εις 200 εις δε την Οδοντιατρική εις 50.

Ο Γεώργιος Παπανδρέου, υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση Ελευθέριου Βενιζέλου, κατά την αγόρευσή του στη Βουλή, στο σχέδιο νόμου Περί οργανισμού του Πανεπιστημίου Αθηνών (1932), αναφερόμενος στο πρόβλημα των εισιτηρίων εξετάσεων, λέει:

[...] Ο οργανισμός ημών εμπνέεται από την αρχήν ότι, οι καθηγητές είναι μέσον μας, σκοπός είναι οι φοιτηταί και ότι το Πανεπιστήμιον πρέπει να προσαρμοστεί εις την ανάγκην πληρεστέρας μορφώσεων των φοιτητών. Οργανούμεν πρώτον κατά διάφορον τρόπον τας εισιτηρίους εξετάσεις των φοιτητών, αφού γενική γραμμή της εκπαιδευτικής πολιτικής της κυβερνήσεως ετέθη ο περιορισμός του πληθωρισμού και η βελτίωσις της ποιότητος.

Αφού δια τον λόγον τούτον διατηρήσαμεν τας εισιτηρίου εξετάσεις και ωρίσαμεν επίσης περιορισμένον αριθμόν κατ’ έτος, των εισαγομένων φοιτητών, ήτο φυσικόν ότι εθεωρήσαμεν επιβαλόμενον ακριβώς διότι υπήρξαμεν αυστηροί να καταστώμεν απολύτως δίκαιοι. Ο τρόπος κατά τον οποίον μέχρι σήμερον διεξήγοντο οι εισιτήριοι εξετάσεις, υπήρξε πραγματικώς ατελής (προφορικές ενώπιον τριμελούς επιτροπής καθηγητών).

Ο νέος οργανισμός προβλέπει ότι, διάταγμα θα ορίση τον τρόπον των νέων εισιτηρίων από του προσεχούς ακαδημαϊκού έτους. Εν τω μεταξύ καταρτίσαμε επιτροπήν από καθηγητάς του Πανεπιστημίου και ανωτέρους εκπαιδευτικούς και το διάταγμα είναι σχεδόν έτοιμον, εις τρόπον ώστε να είμεθα βέβαιοι ότι από του προσεχούς τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους, δεν θα επαναληφθούν αι ανωμαλίαι και τα βάσιμα παράπονα, τα οποία ηκούσθηκαν κατά το τρέχον και το παρελθόν έτος, δια τας εισιτηρίους εξετάσεις του Πανεπιστημίου.

Από την έναρξη των εξετάσεων τέθηκε επί τάπητος το πρόβλημα της αντικειμενικότητας και του αδιάβλητου των εξετάσεων. Με έξωθεν πολιτικές παρεμβάσεις, υπήρξαν υποψήφιοι, που για διαφόρους –πραγματικούς ή φανταστικούς- λόγους έμπαιναν στο Πανεπιστήμιο από το παράθυρο.

Υπάρχουν, όμως και αντίθετες απόψεις.

Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, γνωστός μετέπειτα πολιτικός, καθηγητής τότε στη Νομική Σχολή, στο περιοδικό Νέος Κόσμος (Ιούλιος 1934), αναφερόμενος στα λεγόμενα περί του επιπέδου των γυμνασιακών σπουδών υποστηρίζει: ότι είναι μύθος η άποψη ότι το γυμνάσιο βγάζει αστοιχείωτα παιδιά. Μύθος ο οποίος εξυφάνθη υπ’ εκείνων οι οποίοι το όλον πνευματικόν κύρος των το εξαρτούν από την γνώσιν ορθογραφικών τινών κανόνων.

Ο καθηγητής της Φιλοσοφίας Χ. Θεοδωρίδης, στην παρέμβασή του στο 1ο Παμφοιτητικό συνέδριο τον Μάη 1936, γράφει:

[…] Δεν πρέπει να περιορίζεται ο αριθμός των σπουδαστών καθόσον η πολιτεία δεν έχει το δικαίωμα να καταπνίξει τον πόθον των νέων προς σπουδήν […]

Στη δεκαετία του 1920-30, ιδρύονται νέες σχολές που σύντομα γίνονται ανώτατες, και καθορίζουν εισιτήριες εξετάσεις για τους σπουδαστές τους.

Η Γεωπονική, η ΑΣΟΕΕ , το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, η Πάντειος είναι τέτοια παραδείγματα. Το 1933, καθιερώνονται εξετάσεις και στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες.

Ενώ τίθενται περιορισμοί στον αριθμό των εισαγομένων, ο πληθυσμός των αποφοίτων από τα γυμνάσια και τα πρακτικά λύκεια συνεχώς αυξάνεται.

Είναι φανερό ότι το ίδιο διάστημα παρουσιάζονται όλο και περισσότερες σχολές προετοιμασίας (φροντιστήρια) υποψηφίων για τα ανώτατα ιδρύματα.

Για τη λειτουργία τους ακόμα δεν υπάρχει το νομικό πλαίσιο αδειοδότησης και ελέγχου από το Κράτος. Αυτό θα γίνει αρχικά το 1938 κι οριστικά το 1940, με τον αναγκαστικό νόμο 2545/1940 Περί ιδιωτικών σχολείων, φροντιστηρίων κλπ.. Έτσι, πηγές μας γι’ αυτήν την περίοδο είναι οι προσωπικές μαρτυρίες, οι εφημερίδες τα περιοδικά, τα διαφημιστικά φυλλάδια των φροντιστηρίων, τα οποία, εξαιτίας του εφήμερου συνήθως χαρακτήρα τους, δύσκολα διατηρούνται και λίγα διασώθηκαν.

Στην προσωπική μου βιβλιοθήκη, με πολύχρονη αναζήτηση και αντίστοιχες δαπάνες συγκέντρωσα κι αρχειοθέτησα αρκετά τέτοια φυλλάδια.
Δείτε περισσότερα
Φωτογραφία: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ΕΚΠΑ}

 
Οι εισιτήριες εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, καθιερώθηκαν, όπως θα δούμε,  μετά την απότομη –από το 1922 και ύστερα- αλλαγή των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών στη χώρα μας: με τον ερχομό στην Ελλάδα περισσότερων του ενός εκατομμυρίου προσφύγων.

Από της ιδρύσεως του το 1837, η εγγραφή στις σχολές του Πανεπιστημίου ήταν ελεύθερη, αρκεί ο υποψήφιος να έκανε μια αίτηση και να ήταν κάτοχος απολυτηρίου Γυμνασίου.  

Οι συνθήκες της εποχής όμως δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την καθιέρωση όρων εισαγωγής. Και τούτο καθορίστηκε από: 

1. Τις πιέσεις που ασκούν οι διάφοροι επαγγελματικοί κλάδοι για τον πληθωρισμό πτυχιούχων. Το φαινόμενο ήταν από παλαιά  πιο έντονο στους δικηγόρους και τους γιατρούς.  Τα επαγγέλματα αυτά είναι περιζήτητα.  Από αυτούς που γράφονται στο Πανεπιστήμιο, πάνω από  7 στους 10 απορροφούνται από αυτές τις δύο σχολές.
2. Τη διάθεση των Πανεπιστημιακών αρχών να ανεβάσουν το επίπεδο των σπουδών στο Πανεπιστήμιο.
3. Τις περιορισμένες υποδομές (κτίρια, αμφιθέατρα και κυρίως εργαστήρια) εκεί που είναι εντελώς απαραίτητα.

Είναι φανερό ότι, με την καθιέρωση δυνατότητας επιλογής που θα αποκτήσουν, οι πανεπιστημιακές αρχές θα πολλαπλασιάσουν τις εξουσιαστικές τους δυνάμεις, το κύρος τους και τη δυνατότητα παρέμβασής τους στα πράγματα. 

Παρεμπιπτόντως, μέσα από τα «εξέταστρα» που θα πλήρωναν οι υποψήφιοι θα διασφάλιζαν ένα όχι ευκαταφρόνητο ποσό για την εποχή, γι’ αυτούς και το ίδρυμα. 

Αφορμή δίνει το γεγονός ότι το 1924, στο Χημικό Τμήμα της Φυσικομαθηματικής σχολής, παρουσιάζονται απόφοιτοι γυμνασίου υπερδιπλάσιοι από τις υπάρχουσες εργαστηριακές θέσεις.  Η απασχόληση του φοιτητή σ’ αυτές είναι καθημερινή και πολύωρη. Με τον αυτόματο διπλασιασμό των θέσεων, δεν μπορούσε να γίνει απότομη έκπτωση στην απαιτούμενη προετοιμασία, για τον υποψήφιο χημικό (αυτό έγινε αργότερα με τον περιορισμό των ασκήσεων και με την καθιέρωση διπλής βάρδιας). Έτσι, εκ των πραγμάτων, έπρεπε να γίνει επιλογή. Οι υποψήφιοι εξετάστηκαν προφορικά από επιτροπή, και με κατάλληλους χειρισμούς παρέμεινε ο επιθυμητός αριθμός. 

Αυτή η διαδικασία έβαλε σε σκέψεις τη σύγκλητο, που μετά δύο χρόνια, γενίκευσε το μέτρο σε όλες τις Σχολές.  Είναι χαρακτηριστικές οι τοποθετήσεις των Πανεπιστημιακών αρχών πάνω στο πρόβλημα.

Ο Πρύτανης Δημ. Π. Παπούλιας, καθηγητής του αστικού δικαίου στη Νομική της Αθήνας (που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη σύνταξη των εισηγητικών προτάσεων νομοθετημάτων για την εκπαίδευση εκείνη την εποχή), στην έκθεση πεπραγμένων του ακαδημαϊκού έτους 1923 – 1924, μεταξύ άλλων γράφει:

[...] Η εν τω πανεπιστημίω διδασκαλία κατά το παρελθόν έτος, διεξήχθη κανονικώς [...]  Προσκόπτει όμως η διδασκαλία ένεκα της ελλιπούς μορφώσεως (οι υπογραμμίσεις δικές μας) των πλείστων των εκ των εκπαιδευτηρίων της μέσης εκπαιδεύσεως απολυομένων μαθητών, οίτινες κτώνται το δικαίωμα της εις το Πανεπιστήμιον φοιτήσεως, άνευ του προσήκοντος ελέγχου των γνώσεων […] Της ελλείψεως ταύτης η θεραπεία θα επιτευχθεί δια των εισιτηρίων εξετάσεων, οίτινες εφαρμοσθείσαι από του τρέχοντος έτους εις το Χημικόν Τμήμα της Σχολής Φυσικών και Μαθηματικών επιστημών, θέλουσιν από του μεταπροσεχούς έτους επεκταθή επί πάσας τας Σχολάς του Πανεπιστημίου.  Προσκόπτει προσέτι η διδασκαλία και ένεκα του ανεπαρκούς χώρου των διδακτηρίων [...] Προς άρσιν του ατόπου τούτου, πρέπει να μελετηθή το ζήτημα αν εν συνδιασμώ προς τα εισιτηρίους εξετάσεις θα ηδύνατο να ορισθή ο αριθμός των εις ωρισμένας Σχολάς εισαγομένων φοιτητών […] ης ην μοιραίως φερόμεθα εάν ήθελεν εξακολουθήσει η δυσανάλογος αύξησις κατά τα τελευταία έτη… του αριθμού των φοιτητών […]  

Ο καθηγητής της Αστρονομίας, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Δημήτριος Αιγινήτης, το 1926, είναι συγχρόνως και υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση του δικτάτορα Πάγκαλου.  Στην εισηγητική του έκθεση στο Νομοθετικό διάταγμα Περί τροποποιήσεως του οργανισμού του εν Αθήνησιν Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, μεταξύ άλλων, γράφει:

[...]  Ως κύρια αίτια της ατελούς λειτουργίας του Πανεπιστημίου είναι: α) η ατελής εγκύκλιος γυμνασιακή μόρφωσις των φοιτητών […] ήτις καταβιβάζει την πανεπιστημιακήν διδασκαλίαν εις στοιχειώδες επίπεδον [...] β) Η ανεπαρκής ή ελλιπής ή και παντελώς ενίοτε ελλείπουσα πρακτική εν εργαστηρίοις, φροντιστηρίοις, κλινικαίς, μουσείοις, εργοστασίοις ... και άλλαις της θεωρητικής διδασκαλίας εφαρμογαίς […]  γ) Το σφαλερόν και ελλειπές σύστημα των εξετάσεων, καθ’ ο βαθμολογείται και βραβεύεται η μνήμη και η τύχη, αλλά δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν ή δεν εκδηλούται επαρκώς η κρίσις, η πρωτοβουλία και η ιδιοφυϊα, αντιθέτως προς τον πρωτεύοντα ρόλον της εκπαιδεύσεως. […] 

[...] Προς εξακρίβωσιν της πνευματικής ταύτης ωριμότητας, αι εισαγωγικαί εξετάσεις .... δεν πρέπει να περιορίζονται […] μόνο εις το γυμνάσιον διδασκομένην ύλην, αλλά να επεκτείνεται ως γίνεται αλλαχού […] εις εξετάσεις γενικής ωριμότητας, διδομένων και θεμάτων προκαλούντων με την κρίσιν και την δημιουργική σκέψιν […] Τοιαύτα π.χ. θέματα είναι, συγκρίσεις προσώπων, ιστορικών γεγονότων και εποχών εκ της ιστορίας, ερμηνείαι και αναπτύξεις εκ της ελληνικής και λατινικής φιλολογίας, λύσεις προβλημάτων μαθηματικών, φυσικών κλπ. [...]  

Το 1929–1930, ο Ελευθέριος Βενιζέλος αναθέτει στον Κωνσταντίνο Καραθεοδωρή, να κάνει μια έκθεση και προτάσεις για την αναδιοργάνωση του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην έκθεσή του αυτή, ο Κωνσταντίνος  Καραθεοδωρής, μεταξύ άλλων, εισηγείται:

[...]  Εις την Ελλάδα επικρατεί η γνώμη ότι νομοθετική επέμβασις, δηλαδή απλή τροποποίησις του οργανισμού του Πανεπιστημίου, δύναται να βελτιώση την λειτουργίαν του ιδρύματος.  Η πείρα σχεδόν όλων των ξένων πανεπιστημίων... διδάσκει ότι τοιαύτα μέτρα δεν δύνανται να τελεσφορήσωσι και μάλλον θα φέρουν αντίθετον του ποθουμένου αποτέλεσμα.  Το πανεπιστήμιον δεν δύναται να παραβληθεί προς σύστημα τηλεφώνων, το οποίον αντικαθίσταται ευκόλως δι’ άλλου τελειοτέρου, είναι αντιθέτως πολύ ευαίσθητος ζωντανός οργανισμός, όστις αντιδρά ενίοτε κατ’ απροσδόκητον τρόπον  εις πάσαν εξωτερικήν επέμβασιν.

[...] Εφόσον η μέση εκπαίδευσις δεν ίσταται εις το ποθούμενον ύψος και θα παρέλθουν αρκετά έτη δια να επιτευχθή τούτο, βεβαίως οι φοιτηταί θα προσέρχονται με ολιγώτερα των απαιτουμένων εφόδια και η μόρφωσίς των καθίσταται δυσχερεστέρα και δι’ αυτούς και δια το διδακτικόν προσωπικόν […]  

Ο Γεώργιος Θ. Ματθαιόπουλος, καθηγητής της Οργανικής Χημείας στη Φυσικομαθηματική Σχολή, πρύτανης το ακαδημαϊκό έτος 1928-1929, στην έκθεση πεπραγμένων κατά την πρυτανεία του, μεταξύ άλλων γράφει:

[…] Ο ολονέν αυξανόμενος αριθμός των φοιτητών, και αφ’ ετέρου η μη επαρκής μόρφωσις πολλών των εκ των εκπαιδευτηρίων της μέσης εκπαιδεύσεως απολυομένων και εις το Πανεπιστήμιον προσερχόμενων μαθητών, ήδη από μακρού επέσυρε την προσοχήν των Πανεπιστημιακών αρχών• από δε του 1871, και δη εντονώτερον από του 1881 και μετέπειτα, εξεφράσθη η γνώμη του δι’ εισιτηρίων εξετάσεων ελέγχου των γνώσεων, τας οποίας εκ των σχολείων εκείνων απεκόμισαν οι επιθυμούντες να εγγράφουν εις το Πανεπιστήμιον. Ένεκεν όμως διαφόρων αντιδράσεων αφ’ ενός και του πνεύματος αφ’ ετέρου όπερ δια τας Πανεπιστημιακάς σπουδάς επεκράτει, θέλοντος ταύτας ελευθέρας και προσιτάς δι’ όλους τους κατά τεκμήριον έχοντας απόκτηση την ωρι¬μότητα προς τούτο, πιστοποιουμένην δια του γυμνασιακού απολυτηρίου, μόλις κατά το 1926 κατωρθώθη να εφαρμοσθούν γενικώς αι εισιτήριοι εξετάσεις εις πάσας τας σχολάς του Πανεπιστημίου, αφ’ ου από του 1924 εφηρμόσθησαν δια τους εφιεμένους να λάβουν το πτυχίον του Χημικού. Αι εισιτήριοι εξετάσεις κατέδειξαν δυστυχώς την πλήρη ανεπάρκειαν πολλών ουχί μόνον εις τα φυσιογνωστικά μα¬θήματα, την ιστορίαν και τα λατινικά, άλλα και εις αυτήν την ελληνικήν γλώσσαν. Αι ανορθογραφίαι αυτών κατέπλησσον, οι βαρβαρισμοί, οι σολοικισμοί, αι ακυρολεξίαι ήσαν παμπληθείς, η δε ασυναρτησία, η ασυνταξία και η ελλειψις ύφους εις την διατύπωσιν των ιδεών αυτών προυκάλεσαν πλέον το αίσθημα της λύπης, ίνα μη τι άλλο είπω, και ευρέθην εις την ανάγκην και από των στηλών του ημε¬ρησίου τύπου να υποδείξω τον επερχόμενον κίνδυνον σχε¬τικώς προς την μόρφωσιν της νέας γενεάς, της μετ’ ολίγον ηγέτιδος του Ελληνισμού! […]

[…] Καθ’ ημάς το ακατάρτιστον των αποφοίτων των γυμνασίων οφείλεται το μεν εις την κακώς εφαρμοσθείσαν νέαν εκπαιδευτικήν πολιτικήν, δεύτερον εις την πλημμελή διδασκαλίαν κατά τους πολεμικούς χρόνους και τρίτον εις την μεγάλην επιείκειαν των λειτουργών της μέσης εκπαιδεύσεως, οι όποιοι χαριζόμενοι ή πιεζόμενοι διηυκόλυνον το όνειρον παντός ελληνόπαιδος, εις την απόκτησιν απολυτηρίου. […]

[…] Τα αποτελέσματα των εισιτηρίων εξετάσεων έχουν ως έξης από της πρώτης αυτών εφαρμογής μέχρι του έτους τούτου.
Κατά το   1926-1927   επί  1892   εξετασθέντων απερρίφθησαν  224, κατά   το   1927-1928  επί   2555  εξετασθέντων απερρίφθησαν   872, και   το   1928-1929   επί   2679   απερρίφθησαν 881  και τέλος το 1929-1930 επί  1936  εξετασθέντων απερρίφθησαν 549. Ήτοι κατά το  πρώτον έτος απερρίφθησαν ένεκα  της επικρατήσεως   ευνόητου   επιεικείας   13 τοις %, κατά το δεύτερον  31   τοις  %, κατά το  τρίτον πάλιν  31  τοις % κατά δε το  τέταρτον, αν και εβελτιώθη  το ποιον των απολυομένων των Γυμνασίων, προσήλθον δε ολιγώτεροι, οι καλλίτερον παρεσκευασμένοι, πάλιν απερρίφθησαν 29 τοις %. […]

[…] Εκ  του  κατωτέρω  πίνακος  καταφαίνεται το   βάσιμον της γνώμης ημών:
1910-11  ενεγράφησαν  992 1920-21   ενεγράφησαν  1600
1911-12 » 801 3921-22 » 2220
1912-13 » 774 1922-23 » 2911
1913-14 » 844 1923-24 » 3898
1914-15 » 782 1924-25 » 4201
1915-16 » 1049 1925-26 » 4586
1916-17 » 1298 1926-27 » 2490
1917-18 » 2865 1927-28 » 1457
1918-19 » 1817 1928-29 » 1897
1919-20 » 1688 1929-30 » 1681
Ήτοι οι εγγραφέντες κατά το 1929-1930 είνε μόλις κατά 40 τοις % περισσότεροι των εγγραφέντων κατά το 1910-1911, εν ω ο πληθυσμός της Ελλάδος ηύξησεν εν τω μεταξύ κατά 300 τοις %. […]

Σε λίγο όμως, ΕΠΙΚΡΑΤΕΊ και η αντίληψη του κλειστού αριθμού των εισαγομένων κατά σχολή.

Η αντίληψη για τον περιορισμό του αριθμού των φοιτητών κυριαρχεί παντού.

Στο περιοδικό Επιστημολόγος (Διευθυντής Ι. Φ. Δημάρατος, στο τεύχος 2, Φεβρουάριος 1932, στην στήλη Διάφορες ειδήσεις, σελ. 42), υπάρχει η ακόλουθη αναφορά: 

Η ανωτάτη Σχολή των αρχιτεκτόνων, κατόπιν εισηγήσεως του κοσμήτορος αυτής Ν. Κιτσίκη,  απεφάσισε να ληφθώσι μέτρα περιοριστικά της εισόδου εις αυτήν. Εζήτησε αι εξετάσεις να γίνωνται αυστηρώτεραι και προ παντός να γίνωνται εις μαθήματα εκ των οποίων θα κρίνεται η ιδιοφυϊα των υποψηφίων δια την αρχιτεκτονική.  Ούτως απεφασίσθη να εξετάζωνται εις το σχέδιο και την ζωγραφική.  Επίσης απεφάσισε να τεθεί όριον αριθμού των σπουδαστών αυτών, ώστε η σπουδή των να είναι δυνατή και καρποφόρος.

Στην ίδια στήλη παρακάτω: 

Δια διατάγματος καταρτιζομένου υπό του Υπουργείου Παιδείας, περιορίζεται ο αριθμός των εισακτέων φοιτητών, δια το πανεπιστημιακόν έτος 1932-1933 εις μεν την Ιατρικήν εις 200 εις δε την Οδοντιατρική εις 50.

Ο Γεώργιος Παπανδρέου, υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση Ελευθέριου Βενιζέλου, κατά την αγόρευσή του στη Βουλή, στο σχέδιο νόμου Περί οργανισμού του Πανεπιστημίου Αθηνών (1932), αναφερόμενος στο πρόβλημα των εισιτηρίων εξετάσεων, λέει:

[...] Ο οργανισμός ημών εμπνέεται από την αρχήν ότι, οι καθηγητές είναι μέσον μας, σκοπός είναι οι φοιτηταί και ότι το Πανεπιστήμιον πρέπει να προσαρμοστεί εις την ανάγκην πληρεστέρας μορφώσεων των φοιτητών.  Οργανούμεν πρώτον κατά διάφορον τρόπον τας εισιτηρίους εξετάσεις των φοιτητών, αφού γενική γραμμή της εκπαιδευτικής πολιτικής της κυβερνήσεως ετέθη ο περιορισμός του πληθωρισμού και η βελτίωσις της ποιότητος.

Αφού δια τον λόγον τούτον διατηρήσαμεν τας εισιτηρίου εξετάσεις και ωρίσαμεν επίσης περιορισμένον αριθμόν κατ’ έτος, των εισαγομένων φοιτητών, ήτο φυσικόν ότι εθεωρήσαμεν επιβαλόμενον ακριβώς διότι υπήρξαμεν αυστηροί να καταστώμεν απολύτως δίκαιοι.  Ο τρόπος κατά τον οποίον μέχρι σήμερον διεξήγοντο οι εισιτήριοι εξετάσεις, υπήρξε πραγματικώς ατελής (προφορικές ενώπιον τριμελούς επιτροπής καθηγητών).

Ο νέος οργανισμός προβλέπει ότι, διάταγμα θα ορίση τον τρόπον των νέων εισιτηρίων από του προσεχούς ακαδημαϊκού έτους.  Εν τω μεταξύ καταρτίσαμε επιτροπήν από καθηγητάς του Πανεπιστημίου και ανωτέρους εκπαιδευτικούς και το διάταγμα είναι σχεδόν έτοιμον, εις τρόπον ώστε να είμεθα βέβαιοι ότι από του προσεχούς τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους, δεν θα επαναληφθούν αι ανωμαλίαι και τα βάσιμα παράπονα, τα οποία ηκούσθηκαν κατά το τρέχον και το παρελθόν έτος, δια τας εισιτηρίους εξετάσεις του Πανεπιστημίου.    

Από την έναρξη των εξετάσεων τέθηκε επί τάπητος το πρόβλημα της αντικειμενικότητας και του αδιάβλητου των εξετάσεων.  Με έξωθεν πολιτικές παρεμβάσεις, υπήρξαν υποψήφιοι, που για διαφόρους –πραγματικούς ή φανταστικούς- λόγους έμπαιναν στο Πανεπιστήμιο από το παράθυρο.

Υπάρχουν, όμως και αντίθετες απόψεις.

Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, γνωστός μετέπειτα πολιτικός, καθηγητής τότε στη Νομική Σχολή, στο περιοδικό Νέος Κόσμος   (Ιούλιος 1934), αναφερόμενος στα λεγόμενα περί του επιπέδου των γυμνασιακών σπουδών υποστηρίζει: ότι είναι μύθος η άποψη ότι το γυμνάσιο βγάζει αστοιχείωτα παιδιά. Μύθος ο οποίος εξυφάνθη υπ’ εκείνων οι οποίοι το όλον πνευματικόν κύρος των το εξαρτούν από την γνώσιν ορθογραφικών τινών κανόνων. 

Ο καθηγητής της Φιλοσοφίας Χ. Θεοδωρίδης, στην παρέμβασή του στο 1ο Παμφοιτητικό συνέδριο τον Μάη 1936, γράφει: 

[…] Δεν πρέπει να περιορίζεται ο αριθμός των σπουδαστών καθόσον η πολιτεία δεν έχει το δικαίωμα να καταπνίξει τον πόθον των νέων προς σπουδήν […]

Στη δεκαετία του 1920-30, ιδρύονται νέες σχολές που σύντομα γίνονται ανώτατες, και καθορίζουν εισιτήριες εξετάσεις για τους σπουδαστές τους. 

Η Γεωπονική, η ΑΣΟΕΕ  , το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, η Πάντειος  είναι τέτοια παραδείγματα. Το 1933, καθιερώνονται εξετάσεις και στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες. 

Ενώ τίθενται περιορισμοί στον αριθμό των εισαγομένων, ο πληθυσμός των αποφοίτων από τα γυμνάσια και τα πρακτικά λύκεια συνεχώς αυξάνεται. 

Είναι φανερό ότι το ίδιο διάστημα παρουσιάζονται όλο και περισσότερες σχολές προετοιμασίας (φροντιστήρια) υποψηφίων για τα ανώτατα ιδρύματα. 

Για τη λειτουργία τους ακόμα δεν υπάρχει το νομικό πλαίσιο αδειοδότησης και ελέγχου από το Κράτος. Αυτό θα γίνει αρχικά το 1938 κι οριστικά το 1940, με τον αναγκαστικό νόμο 2545/1940 Περί ιδιωτικών σχολείων, φροντιστηρίων κλπ.. Έτσι, πηγές μας γι’ αυτήν την περίοδο είναι οι προσωπικές μαρτυρίες, οι εφημερίδες τα περιοδικά, τα διαφημιστικά φυλλάδια των φροντιστηρίων, τα οποία, εξαιτίας του εφήμερου συνήθως χαρακτήρα τους, δύσκολα διατηρούνται και λίγα διασώθηκαν. 

Στην προσωπική μου βιβλιοθήκη, με πολύχρονη αναζήτηση και αντίστοιχες δαπάνες συγκέντρωσα κι αρχειοθέτησα αρκετά τέτοια φυλλάδια.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου