Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

Ρομπέν των δασών


                                     Τους είδε την τελευταία στιγμή. Να μπαίνουν βιαστικοί και μετά να χωρίζουν αρπάζοντας ο καθένας ένα καλάθι από μπροστά της. Ήταν η δεύτερη φορά που τύχαινε τέτοιο συμβάν και η δεύτερη φορά που συναντούσε τον ίδιο άνθρωπο να κάνει το ίδιο πράγμα. Η αλήθεια είναι ότι δεν έκλεβαν για τον εαυτό τους. Ό,τι άρπαξαν την προηγούμενη φορά τα μοίρασαν αδιακρίτως στους περαστικούς. Ναι, αλλά μέσα στη βιασύνη τους πώς ξέρουν, αν αυτοί που τα πήραν είχαν πραγματική ανάγκη κι όχι κάποιοι διπλανοί τους;

    Ποιοι είναι αυτοί που αυτοπροσδιορίστηκαν φύλακες άγγελοι των άλλων; Ήταν ένας καθαρός εγωισμός, μια έπαρση σχεδόν ενοχλητική.  Τα προϊόντα μιας διαρπαγής είναι ευπρόσδεκτα; Τότε γιατί ένα μέρος των διαρπαγέντων επιστράφηκε πίσω, από τους θέλοντας και μη προσωρινούς δέκτες; Να μιλήσει ή όχι; Ξέρει ότι διακινδυνεύει από τους απρόβλεπτους νεαρούς, αλλά δεν είναι του χαρακτήρα της να μένει άφωνη σε κάτι που αυτή πιστεύει ως λαθεμένο. Τους ξέρει καλά αυτούς τους επαναστάτες του σαλονιού. Αυτούς που διυλίζουν τον κώνωπα ανάμεσα σε δυο σφηνάκια τις μεταμεσονύκτιες ώρες περικυκλωμένοι από ακκιζόμενες νεαρές. Αντίθετα ξέρει ότι η μάνα της και το μωρό της, από το δικό της μισθό  περιμένουν για να ζήσουν.

     Τρώει καθημερινώς στη μάπα τις παραξενιές των πελατών, ανέχεται την υπεροψία των προϊσταμένων της, έχει τη διαρκή έγνοια να «βγάλει» κάθε φορά το μήνα και αυτά τα χορτασμένα τσογλάνια μπορούν να το παίζουν ανεύθυνα τον Ρομπέν των Δασών. Ε λοιπόν όχι! Δεν μπορεί να συγκρατήσει την παρόρμηση που την κυριεύει. Νιώθει ότι πνίγεται.  Η σιωπή είναι συνενοχή. Δεν το ανέχεται κάποιοι, χωρίς κόστος και χωρίς καμιά αντίστοιχη προσωπική εμπειρία, να παριστάνουν τους καλούς και δίκαιους, τους υπεράνω. Ενώ στη πράξη δεν ξέρουν πού παν τα τέσσερα.

    Έτσι κολύμπησε στη θάλασσα της αβεβαιότητας και της διακινδύνευσης.

    Του το πέταξε κατάμουτρα: «Εσένα σε ξέρω από την άλλη φορά. Πάψε να παριστάνεις τον υπεράνω. Ένας κοινός κλέφτης είσαι και τίποτα άλλο. Να το ξέρεις ότι έτσι αισθάνομαι εγώ μια σκληρά εργαζόμενη μητέρα των 700 ευρώ!»

   «Σκάσε, μωρή σκρόφα. Σκατά είσαι εργαζόμενη. Ένα συμβιβασμένο τσανάκι του αφεντικού είσαι και τίποτα άλλο»

   «Εγώ, βρε κακομαθημένο καθίκι, κάνω καθημερινό οκτάωρο, για να πάρω τα 700 ευρώ. Εσύ δεν αντέχεις να δουλέψεις ούτε μια εβδομάδα. Αλλά, τι να κάνουμε. Βλέπεις σε σένα καθαρίζει η μαμά»

   «Είσαι φτιαγμένη για δούλα, ξεφτιλισμένη. Αυτή είναι η μοίρα σου!»

   «Αν τόσο αγαπάς τους φτωχούς να βρεις μια δουλειά και με την αμοιβή σου να βοηθάς όποιον νομίζεις κι έχει ανάγκη. Εσύ είσαι ο έξυπνος κι όλοι οι άλλοι ηλίθιοι! Μωρέ τι μετριοφροσύνη!»

    Δεν υπήρχε περιθώριο για πολλές κουβέντες. Βιαστικοί, σίγουροι για τα βήματά τους, αναχώρησαν με τα λάφυρα. Οι άλλοι άρπαξαν στην κυριολεξία από τα χέρια αυτόν που συμμετείχε στον απρόσμενο διάλογο σέρνοντάς τον έξω από το μαγαζί. Του είπε ο σύντροφός του

   «Καλά, χαζός είσαι; Ήταν αυτή ώρα για συζητήσεις;»

   «Μα δεν την είδες την πουτάνα τι επίθεση μου έκανε;»

    Αφού μοίρασαν σε τυχαίους περαστικούς ό,τι είχαν «κοινωνικοποιήσει» από το σούπερ- μάρκετ,  χάθηκαν στα δρομάκια της περιοχής. Έτυχε να έχει δίπλα του τον εκ των πραγμάτων «αρχηγό» που σημείωσε τα λόγια της υπαλλήλου.

    «Σε γνωρίζει αυτή. Πρέπει να πας λίγο στην άκρη. Να ξεχαστούν τα πράγματα. Άλλωστε μέσα από τη δράση φαίνεται ότι τέτοιες ενέργειες δεν κινητοποιούν τις μάζες που μας ενδιαφέρουν. Ίσως μια ολοκληρωτική καταστροφή ενός πολυκαταστήματος θα ήταν ένα ταρακούνημα. Ας προβληματιστείς και συ να έχουμε μια πρόταση στην επόμενη συνάντηση.  Εσύ απόφευγε τα γνωστά σου μέρη»

    Η ταμίας του πολυκαταστήματος έβριζε από μέσα της τον εαυτό της. «Τι ήθελες μαλακισμένη να ανακατευτείς; Λες πως είσαι κι αριστερή. Εντάξει! Δεν συμφωνείς με τέτοιες μεθόδους. Πρέπει να το κάνεις βούκινο; Εσύ θα βγάλεις τα κάστανα από τη φωτιά; Κάνε και μια φορά την πάπια».

   Ο κρύος προϊστάμενος της είχε γίνει στενός κορσές. Γνωρίζοντας ότι δεν έχει άντρα, ενώ έχει παιδί, τη θεώρησε στην αρχή εύκολη λεία να περνάει αξόδευτα τον καιρό του. Όμως έκανε λάθος υπολογισμούς χωρίς να σκεφτεί το απόλυτο φτύσιμο που συνάντησε η απόπειρά του. Γρήγορα κατάλαβε ότι έχει να κάνει με στραβόξυλο και έκανε την υποχώρησή του. Όμως της το είχε κρατημένο. Μήπως τώρα θα στηριχθεί εδώ για να της κάνει τον εκβιασμό του;

   Μετά από λίγο νάτος μπροστά της με τον πικρό λόγο στο στόμα του.

   «Αυτό που έκανες ήταν επικίνδυνο. Έβαλες σε κίνδυνο το κατάστημα και τους πελάτες που ήταν μέσα»

   «Άκου να δεις, κύριε προϊστάμενε, αν δεν σου αρέσω πες μου να ψάξω για άλλη δουλειά. Είχα πριν τους άλλους, τώρα μου το παίζεις εσύ τσάμικο ταμπάκο. Το ξέρεις ότι αυτά εγώ δεν τα σηκώνω. Εξηγηθήκαμε;»

  Ας το διάολο! Πρέπει να βάλει τη μάνα της να της ράψει το στόμα.  

 

                                                                                       Μάρτιος 2009

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου