Παρασκευή 13 Απριλίου 2018









Σεργιάνι στου Βόλου τις ακρογιαλιές. Εικόνες μιας άλλης εποχής... βενζινάκατος του προσεγγίζει την ακτή των Αλυκών το 1961 –

Στου Βόλου τις ακρογιαλιές με οδηγό τη μνήμη και τις νοσταλγικές εικόνες μιας άλλης εποχής θα σεργιανήσουμε νοερά, με πλοηγό δύο αφηγήσεις, που ζωντανεύουν στιγμιότυπα άλλων εποχών. Ο Γρηγόρης Καρταπάνης και ο Τάσσος Μητρογώγος μιλούν στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ για παλιότερες εποχές, όταν στο Βόλο κυκλοφορούσαν αμαξάκια και το τραμ, που μετέφεραν κατά παρέες τους Βολιώτες στις γύρω ακτές, προκειμένου να απολαύσουν το μπάνιο τους, κουβαλώντας το καλάθι με τα καλούδια που γεύονταν μετά το θαλασσινό μπάνιο. Όλα είναι τόσο μακρινά, αλλά και τόσο κοντινά ταυτόχρονα, νοσταλγικά αλλά και συναρπαστικά, υπενθυμίζοντας ότι αυτά που πέρασαν, ευτυχώς, δεν έχουν ξεχαστεί.

Ρεπορτάζ: ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ

Ο ερευνητής Γρηγόρης Καρταπάνης έχει μελετήσει επί μακρόν το συγκεκριμένο θέμα, καταγράφοντας τα αποτελέσματα της έρευνάς του και προσωπικές μαρτυρίες σε μια σειρά δημοσιευμάτων στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ. Ο ίδιος έχει βιώσει το κλίμα της εποχής ως παιδί, καθώς ο πατέρας του, Παντελής, διέθετε βενζινακάτους, που μετέφεραν στις χρυσές εποχές πλήθος κόσμου στις γύρω ακτές, σε όλη την διάρκεια του καλοκαιριού.

Στο κέντρο «Πευκάκια» (νυν Μπούρτζι) παρέα στα 1963 – αρχείο Γ. Καρταπάνη

Τις εποχές που ήταν όλα διαφορετικά, ακόμη και τα μπάνια στη θάλασσα είχαν διαφορετική οργάνωση και υπόκεινταν σε κανόνες, όταν πρωτοεμφανίστηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα στην περιοχή μας. Ο κόσμος έκανε το θαλάσσιο λουτρό του στις οργανωμένες πλαζ αποκλειστικά, χωριστά οι άνδρες από τις γυναίκες, χάρη στις καμπίνες που υπήρχαν στην πλαζ και υπό την αυστηρή επίβλεψη τόσο από το προσωπικό της επιχείρησης, όσο και από αστυνομικό ή λιμενικό όργανο.

Στον Βόλο η πρώτη, έστω και υποτυπώδης, οργανωμένη πλαζ, λειτούργησε στο 1890 περίπου στην παραλία κάτω από το κτίριο της εξωραϊστικής, γύρω στα 1890 και διέθετε αναψυκτήριο, αλλά και καμπίνες, ομπρέλες και όλα τα συναφή. Λίγο αργότερα, μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, μετά το 1899, δημιουργήθηκε η πλαζ του Αναύρου που συγκέντρωνε τα καλοκαίρια ολόκληρη τη βολιώτικη κοινωνία. Αρκετά αργότερα, το 1928, προστίθεται και η Πλαζ Λουτρών Αλυκών του Δ. Θεοδώρου, στον χώρο όπου σήμερα βρίσκεται η πλαζ του Ε.Ο.Τ, όπως αναφέρει ο ίδιος.

Ο Γρηγόρης Καρταπάνης (αριστερά) με φίλο του στην αφετηρία των βενζινακάτων στην παραλία του Βόλου – αρχείο Γρ. Καρταπάνη

Παράλληλα με τα οργανωμένα, εμφανίζονται και τα ελεύθερα, μικτά μπάνια, εκτός των καθορισμένων χώρων των λουτρικών επιχειρήσεων, σε ελεύθερες παραλίες, τακτική που με την πάροδο του χρόνου προσελκύει όλο και περισσότερους λουόμενους, από τη δεκαετία του ’20 κυρίως κι ακόμη περισσότερο μετά το 1930. Ηδη από το 1922 και μετά, τα Πευκάκια αποτελούν μια τέτοια ελεύθερη ακτή, όπως και ολόκληρη η ακτογραμμή από τον Αγ. Κωνσταντίνο ως τον Αναυρο ή κι ακόμη πιο πέρα στη Γορίτσα.

Τα μικτά μπάνια, η νέα τάση της εποχής, που έμελλε να κυριαρχήσει, επεκτάθηκαν σταδιακά και στις παραλίες των Αλυκών, εκτός της πλαζ, όπου οι λουόμενοι χωρίς διαχωρισμό των φύλων απολάμβαναν τα καλοκαιρινά τους μπάνια.

Η βενζινάκατος Ελλη το 1971 στην σκάλα Μπακονικόλα – αρχείο Γρ. Καρταπάνη

Οι περίφημες βενζίνες

 Η βενζινάκατος μεταφέρει κόσμο στο Μπούρτζι το 1935 – φωτό Σολομωνίδης

Η μετάβαση στα Πευκάκια και τις Αλυκές
πραγματοποιούνταν με τις βενζίνες, τα μικρά γραφικά επιβατικά πλεούμενα που αποτελούσαν σημείο αναφοράς για το λιμάνι του Βόλου και τις κοντινές ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες, από τις αρχές της δεκαετίας του ’20 μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’80. Ακόμη κι όταν στις Αλυκές επεκτάθηκε μεταπολεμικά η αστική συγκοινωνία, το μεγαλύτερο ποσοστό των επισκεπτών προτιμούσε τη θαλάσσια διαδρομή, απολαμβάνοντας παράλληλα το δροσερό ταξιδάκι.

Παράλληλα δημιουργήθηκε και τρίτη γραμμή (Βόλος – Σουτραλί), η οποία διατηρήθηκε ως το 1970 περίπου, ενώ ο συνολικός αριθμός των σκαφών που εξυπηρετούσαν τον κόσμο ήταν 17, όπως γράφει σε σχετικό αφιέρωμα ο Γρηγόρης Καρταπάνης.

Τα Πευκάκια, ως «χώρος λήψης λουτρού», αρχίζει να χρησιμοποιείται από την τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα, ενώ ακολουθούν οι Αλυκές από το 1928. Τα Πευκάκια γνώρισαν επίσης δρομολογιακή βραδινή έξαρση στα χρόνια του μεσοπολέμου, αλλά και μεταπολεμικά, ως το 1967, τότε που έκλεισε το ομώνυμο ονομαστό κέντρο. Μετά από μια νεκρή τριετία, επανήλθε η ζωηρή κίνηση από το 1971 έως το 1990 περίπου, με τη λειτουργία του γνωστού κέντρου (ντίσκο) Μπούρτζι.

Φωτογραφία του Ιωσαφάτ από την πλάζ των Αλυκών στα 1930

Πολλοί Βολιώτες, ο οποίοι αδυνατούσαν να διαθέσουν έστω και το ελάχιστο αντίτιμο για να μεταβούν στις γύρω ακτές με τις βενζίνες, έκαναν το μπάνιο τους όχι στις θεσμοθετημένες ακτές, Αναυρο, Πευκάκια, Αλυκές, αλλά έξω από το λιμάνι, προς τον Αγ. Κωνσταντίνο, ή ακόμη και μέσα σε αυτό, κάτι που απαγορευόταν ρητά από τον κανονισμό λιμένος. Στο άρθρο 11, με τίτλο «Λουτρά» του κανονισμού του 1923 (παρ. 1) αναφέρεται: «Απαγορεύομεν να λούωνται κατά μήκος της παραλίας από του τελωνείου, μέχρι των λουτρών Αναύρου, εντός του λιμένος της προβλήτος, και του λιμενοβραχίονος…». Πολλοί βολιώτες για να αποφύγουν τα έξοδα του εισιτηρίου μετάβασης, αλλά και τη «χρήση δικαιώματος λουτρού» δηλ. την πληρωμή εισόδου στις οργανωμένες πλαζ, αρχικά του Αναύρου και κατόπιν και των Αλυκών, προτιμούσαν ακόμη και τον χώρο του λιμανιού για μπάνιο.

 Νεαροί, τολμηροί κολυμβητές, ειδικότερα, έκαναν τις βουτιές τους στο κορδόνι, στην δεκαετία του ’30, φαινόμενο που παρουσίασε έξαρση για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Δύο νέοι μπροστά στις καμπίνες του Αναύρου στην περίοδο του μεσοπολέμου

«Ο κόσμος ξεχύνονταν στις ακτές»

«Από το 1974 μέχρι το 1981 – 82 όταν πήγα στο Ναυτικό, θυμάμαι τα δρομολόγια που γίνονταν σε Πευκάκια και Αλυκές με πολύ κόσμο, γεμάτες πλαζ, πραγματικό πανηγύρι, σε όλη την διάρκεια του καλοκαιριού. Ξεκινούσε στις αρχές Ιουνίου η σεζόν και κρατούσε μέχρι τα πρώτα Σαββατοκύριακα του Σεπτεμβρίου, εάν βοηθούσε ο καιρός. Σε αντίθετη περίπτωση, τα δρομολόγια με τις βενζίνες περιορίζονταν αισθητά» αναφέρει ο Γρηγόρης Καρταπάνης.

Οικογένεια λουομένων στα Πευκάκια (από την «Μαγνησία στο πέρασμα του χρόνου»)

Ο ίδιος θυμάται ότι στο πανηγύρι του Τρικερίου, στις 9 και 10 Σεπτεμβρίου, οι βενζινάκατοι μετέφεραν πλήθος προσκυνητών από διάφορες ακτές του Παγασητικού. «Είναι μνήμες αξεθώριαστες, εμπειρίες ζωής που τις θυμάμαι ακόμη, με πολύ νοσταλγία, και βλέπω πόσο διαφορετικά είναι τώρα τα πράγματα» υπογραμμίζει ο ίδιος.

Ανατρέχοντας σε καλοκαιρινές εποχές ξεγνοιασιάς του παρελθόντος, αναφέρει ότι «ο κόσμος ξεχύνονταν στις γύρω ακτές, γίνονταν πραγματικά ένας πανζουρλισμός και από τη δεκαετία του ‘ 70 που την θυμάμαι έντονα, υπήρξε μια κάμψη στη δρομολογιακή δραστηριότητα των βενζινακάτων, με την έννοια ότι υπήρχαν πολλά ιδιωτικά αυτοκίνητα πλέον. Ο κόσμος έφευγε μακρύτερα, προτιμούσε άλλες ακρογιαλιές, αλλά παρότι βίωσα την φθίνουσα πορεία της μετάβασης στις γύρω ακτές με τις βενζίνες, θυμάμαι ότι τον Αύγουστο κυρίως, η εποχή που γινόταν η εμποροπανήγυρη, πολύς κόσμος έρχονταν από τα ενδότερα της Θεσσαλίας. Επαιρναν τις βενζίνες να πάνε για μπάνιο στα Πευκάκια, στις Αλυκές».

Οι Βολιώτες που ακολουθούσαν χερσαίες διαδρομές, πήγαν στις ακτές με το τραμ και την αστική συγκοινωνία αργότερα. Στα Πευκάκια και τις Αλυκές, μετέβαιναν αποκλειστικά με τις βενζινακάτους, όταν δεν υπήρχε μέσο οδικής μεταφοράς. «Στις Αλυκές μεταπολεμικά, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, υπήρχε αστική συγκοινωνία, το νούμερο 6, που εξυπηρετούσε αρκετούς λουόμενους» αναφέρει ο Βολιώτης μελετητής.

Στις αναμνήσεις των παιδικών και των νεανικών του χρόνων κυριαρχεί η εικόνα των καλαθιών με το κολατσιό της ημέρας. «Πολύς κόσμος έρχονταν για μπάνιο από την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας, Λαρισαίοι, Καρδιτσιώτες, οι οποίοι έπαιρναν το τρένο κι έρχονταν για μπάνιο, κάνοντας ημερήσια εκδρομή. Ξεκινούσαν το πρωί από τον τόπο τους και επέστρεφαν αργά το βράδυ, παίρνοντας μαζί τους κοφίνια με το γεύμα της ημέρας, κεφτεδάκια και άλλα συναφή» θυμάται ο ίδιος.

«Ηταν ένα διαφορετικό τοπίο που παρήλθε ανεπιστρεπτί πιστεύω. Η χρυσή εποχή ήταν από τα μέσα της δεκαετίας του ‘50 μέχρι τα μέσα στις δεκαετίας του ’70 για τις βενζίνες του Βόλου» υπογραμμίζει ο Γρηγόρης Καρταπάνης.

Οσα (δεν) παίρνει ο άνεμος

Ο Τάσσος Μητρογώγος θυμάται καλοκαιρινές στιγμές από τον παλιό Βόλο

Τέλος, στους καύσωνες του καλοκαιριού (ελπίζουμε) και με τον φίλο μου γιατρό Γιάννη Κουτσούκο καθήσαμε στην θαλασσινή αύρα του Μαράθου και θυμηθήκαμε καύσωνες του παρελθόντος και πως οι παλιοί Βολιώτες τους αντιμετώπιζαν.

Οι κυρίες, λοιπόν, με τα «παρασόλια» (ομπρέλες) και μια βεντάλια ανά χείρας, οι κύριοι με τα ψαθάκια και όλοι να καταφεύγουν, αφού δεν υπήρχαν τα εμφιαλωμένα, για νερό στα καφενεία της παραλίας ή και στις πηγές νερού όπως όπισθεν του κινηματογράφου Αχίλλειο. Εκεί… παραμόνευε και ο παγωτατζής, ο αξέχαστος Καρακατσόπουλος να μας δροσίζει.

Φυσικά υπήρχαν και τα μπάνια στη θάλασσα που άρχιζαν από τα «μπλόκια» του Παπαστράτου -όπου και οι εγκαταστάσεις του ΝΟΒ- συνεχίζονταν στα «Κύματα», τον Αγιο Κωνσταντίνο, το «Ξενία» και τον Αναυρο. Εκεί υπήρχαν και καμπίνες μέσα στη θάλασσα, λίγα μέτρα από την ακτή σε 50, 80 πόντους, όπου ανεβαίνοντας 2 – 3 σκαλοπάτια, φορούσες το μαγιό σου, άφηνες τα ρούχα σου και κολυμπούσες στα βαθιά, κάνοντας μακροβούτια. Εκεί συνέβη και ένα δραματικό γεγονός, όταν ο φίλος και συμμαθητής μου Στεργιούλης «καρφώθηκε» στον βυθό και έχασε τη ζωή του, συνταράσσοντας την κοινωνία του Βόλου.

Υπήρχαν όμως για την αντιμετώπιση του καύσωνα και το βουνό, Πορταριά, Μακρινίτσα, Τσαγκαράδα, για τους έχοντες τη δυνατότητα να συνδυάσουν τη δροσιά με την ψυχαγωγία. Το ξενοδοχείο Ζησάκη στην Πορταριά όπου τα βράδια έπαιζε η ορχήστρα Γ. Μαυραντώνη, με τον Ν. Τσαχτίρη, Ν. Αμαξόπουλο, Κ. Βακαλόπουλο, Γ. Φασούλα, Σ. Πασιά και με τραγούδι από τον Γ. Γκανίλα και τον γράφοντα.

Για τους μη έχοντες υπήρχαν οι αυλές με λουλούδια και γιασεμιά με αρκετή δροσιά στις μονοκατοικίες και τα διώροφα, πριν ο Βόλος καταντήσει τσιμεντούπολη με πολυκατοικίες που έκοβαν και τη θαλασσινή αύρα.

Μ’ αυτά και άλλα οι Βολιώτες αντιμετώπιζαν τις ζέστες και τέτοια εποχή (τέλος Αυγούστου) άλλαζαν τα καιρικά φαινόμενα με μπουρίνια, βροχές, πλημμύρες όπου ο Βόλος θρήνησε θύματα στην περιοχή του Αναύρου και ευτυχώς υπήρξε και ένας σωτήρας, ο τερματοφύλακας του Ολυμπιακού Βόλου Παρίσης Τσιγαρίδας, που έσωσε από πνιγμό συμπολίτες μας.

Ας ελπίσουμε ότι μελλοντικά δεν θ’ αντιμετωπίσουμε παρόμοια καιρικά φαινόμενα. Καλό φθινόπωρο.

AddThis Sharing Buttons

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου