Πέμπτη 22 Μαρτίου 2018






 


                  Η     λύτρωση


 




































Λ Ε Υ Τ Ε Ρ Η Σ       Τ Σ Ι Λ Ο Γ Λ Ο Υ









                     Η     λύτρωση









Περιεχόμενα



ΚΕΦΑΛΑΙΟ   ΠΡΩΤΟ



1. Το  όνειρο  της  Μαριγώς

2. Ο  Τάσος

3. Η Μαριγώ σπάει την παράδοση

4. Ο Τάσος και η Μαριγώ ευλογούνται στην εκκλησία

5. Η  προσγείωση στην πραγματικότητα

6. Ο Τάσος προβληματίζεται

7. Η εγκατάσταση στην πόλη

8. Ο  χρόνος   τρέχει,  ο  άτιμος



ΚΕΦΑΛΑΙΟ   ΔΕΥΤΕΡΟ



9. Πως  μπλέκει  τα  πράγματα  η  μοίρα

10.Η   θεαματική  συνάντηση

11. Νέες προοπτικές



ΚΕΦΑΛΑΙΟ   ΤΡΙΤΟ



12. Το  αθόρυβο  ζευγάρι

13. Η  δική μου αναχώρηση

14. Ο  Ηλίας στην Αθήνα

15. Τα αποτελέσματα

16. Αρχίζει η φοιτητική περίοδος

17. Η ζωή συνεχίζεται

18. Εξελίξεις με τον κυρ Αντώνη

19. Η κηδεία

20. Ο Ηλίας  συνεχίζει  τις  σπουδές  του

21. Η  πρώτη  φορά



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ



22. Ο όμορφος  έρωτας του Νίκου και της Μαριώς

23. Το τραγικό συμβάν

24. Η κατάσταση οδηγείται σε αδιέξοδο

25. Η παραίτηση

26. Τα  επακόλουθα



ΚΕΦΑΛΑΙΟ   ΠΕΜΠΤO



27. Το επόμενο βήμα του Ηλία 

28. Παρηγοριά σε άλλη αγκαλιά



ΚΕΦΑΛΑΙΟ   ΕΚΤΟ



29. Ο Τάσος και η Μαριγώ

30. Ο Φώτης φοιτητής

31. Είναι σύμπτωση ή θεϊκή βούληση

32. Η εξομολόγηση του Φώτη στον Ηλία

33. Ο  Ηλίας αποφασίζει

34. Επικοινωνία Ηλία και Φώτη

35.  Η χαρά της Μαριγώς

36. Σχεδιάζοντας  τις  επόμενες  ενέργειες

37.  Απόπειρα επανασύνδεσης

 38. Η  συζήτηση με τον δικηγόρο



ΚΕΦΑΛΑΙΟ   ΕΒΔΟΜΟ



39.  Ο  Μπάμπης  θυμάται

40.  Η νέα φάση της ζωής του

41.  Το  πεδίο του Άρεως



ΚΕΦΑΛΑΙΟ   ΟΓΔΟΟ


42.  Το άνοιγμα της υπόθεσης

43. Η  Ματίνα  κι  ο  Ηλίας

44.  Η αρχή έγινε

45. Οι εξελίξεις συνεχίζονται





 ΚΕΦΑΛΑΙΟ   ΕΝΑΤΟ

46. Ο Μπάμπης σε έλλειψη

47.  Η επανεμφάνιση του δράκου του Πεδίου του Άρεως

48.  Το νέο πρόσωπο  

49.  Το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται

50.  Η δημοσιοποίηση της σύλληψης

51. Οι ανακοινώσεις

52. Η ευτυχία αυτών που πρόλαβαν















                                               















ΚΕΦΑΛΑΙΟ   ΠΡΩΤΟ

1. Το  όνειρο  της  Μαριγώς

«Ψες το βράδυ, Τάσο μου, σε είδα στ’ όνειρό μου. Ήσουν λέει ψηλά στο λόφο του χωριού κι αγνάντευες τα σπίτια, τις ράχες και τους μπαξέδες μας. Σιμά στα πόδια σου ήταν ξαπλωμένος ο αγαπημένος Μούργος, ο πιστός κι αφοσιωμένος φύλακας. Σιγοτραγουδούσες για τη κακή σου μοίρα. Για τον στενάχωρο τόπο που γεννήθηκες και μεγάλωσες. Τι είναι αλήθεια το χωριό μας; Ένα βαθούλωμα περικυκλωμένο από απότομα βουνά. Να ‘ ναι όλος και μόνο αυτός ο κόσμος σου. Ενώ ο παππούς, που έφυγε πριν λίγο απ’ τη ζωή, σου έλεγε πως πέρα, μακριά και πίσω απ’ τα βουνά, υπάρχουν άλλες μεγάλες κι όμορφες πολιτείες με παλάτια και χρυσάφια με μυριάδες κόσμο που τις γεμίζει και πιο πέρα μια θάλασσα πλατειά που δεν τελειώνει ποτέ και τη διασχίζουν μεγάλα καράβια μ’ ανθρώπους κι εμπορεύματα. Υπάρχουν σου έλεγε απίθανες ομορφιές που καμιά γλώσσα δεν μπορεί να περιγράψει. Ήξερε, βλέπεις, πολλά ο παππούς γιατί διάβαζε βιβλία και τα είχε δει με τα μάτια του στα ταξίδια που είχε κάνει. Λίγοι ξέρανε όσα αυτός»

Τα λόγια αυτά τα έλεγε μόνη της ελπίζοντας στο θαύμα. Ένα καλό πουλάκι να τα ταξιδέψει μέχρι τα αυτιά του αγαπημένου της. Τα έλεγε για την δική της ηρεμία και παρηγοριά. Απτόητη συνέχισε

«Αυτά έλεγε το τραγούδι σου με το βαθύ παράπονο αν κάποια στιγμή θα μπορέσεις κι εσύ να δεις και θα ζήσεις σ’ αυτούς τους άγνωστους τόπους. Όταν δε έβαλες τη φλογέρα στο στόμα ο θρηνητικός της ήχος ξεχύθηκε παντού, η γύρω φύση έκανε μια στάση σεβασμού και κατανόησης. Λες και τα πουλιά που πριν κελαηδούσαν χαρούμενα σταμάτησαν για λίγο ν’  ακούσουν και να συμμεριστούν κι αυτά τον πόνο σου»

 «. Κι εγώ που σ’ αγαπώ; Κι εγώ που ζω κι αναπνέω με
την έγνοια σου αναρριγούσα,  σκεφτόμουν κι έλεγα… Μακάρι Παναγιά μου να μπορέσει ο αγαπημένος μου! Μακάρι να σπάσει τα δεσμά του μικρού μας κακορίζικου κόσμου. Όμως φοβάμαι. Άραγε θα με πάρεις και μένα μαζί σου; Δεν έχω σίγουρα τη δική σου τόλμη και δύναμη, αλλά μα το θεό σου λέω. Έχω τόση αγάπη για σένα, που θα τα καταφέρω κι εγώ. Θα μετακινήσω βουνά, θα διασχίσω ποταμούς και θάλασσες. Αρκεί να είμαι δίπλα σου, να σου κρατώ το χέρι και ν’ αντλώ κουράγιο απ’ τη δύναμή σου».

«Όμως τι τραγικό κι αβέβαιο! Βάζω το ερώτημα: Εσύ μ’ αγαπάς καθόλου; Δε λέω όσο εγώ, αλλά έστω και μια σταλίτσα, ένα ψιχουλάκι, μια θεσούλα σε κάποια άκρη της καρδιάς σου»

Μονολογούσε κάτω από το πλατάνι η όμορφη Μαριγώ, όταν μετά το ξύπνημα και το λίγο γάλα μ’ ένα κομμάτι ψωμί κάλυψε την ανάγκη της πείνας μέχρι τη μεσημεριανή οικογενειακή μάζωξη. Τον «δικό» της, τον Τάσο δεν πρόλαβε να του πει την καλημέρα. Είχε απ’ το πουρνό ο έρμος πάει τα πρόβατα στην πλαγιά. Ίσως τολμήσει να του πει λίγα για το όνειρο, που η εντύπωσή του ακόμα την πλημμυρίζει και την κάνει να κάνει συνεχώς λάθη στις βελονιές.

Θα στηθεί, δήθεν τυχαία κατά το ηλιοβασίλεμα όταν ο Τάσος γυρίσει τα ζωντανά στο μαντρί για να τον δει. Δεν έχει το θάρρος να του πει όσα νιώθει μα μια καλησπέρα μπορεί να την πει. Κι αυτό είναι κάτι. Λίγο περισσότερο απ’ το τίποτα. Μια μέρα όμως θα κάνει το μεγάλο τόλμημα. Θα πάει μόνη της να τον βρει εκεί που βόσκει τα ζωντανά του. Ίσως την παρεξηγήσει, αλλά δεν αντέχει τόσο βάρος να το σέρνει μόνη της. Ο κόσμος, αν το μάθει, σίγουρα θα την κακολογήσει, μα τώρα τι κερδίζει πέρα απ’ το να βρέχει το μαντήλι της τα βράδια όταν ο ύπνος απ’ τη σκέψη δεν έρχεται και αθόρυβα αυτή να κλαίει;



2. Ο  Τάσος



Ναι! Δεν το λέω, ούτε μπορώ να τ’ αρνηθώ. Εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα, είναι η οικογένεια μου, είναι οι τάφοι των προγόνων μου. Ξέρω ένα προς ένα τα μονοπάτια της περιοχής, τα πάτησε πολλές φορές το πόδι μου κι αγαπώ αυτόν τον τόπο. Εδώ ζούνε η μάνα κι η αδελφή μου. Τον πατέρα μου τον έχασα νωρίς, γι αυτό ο παππούς γύρισε απ’ τα ταξίδια του να γίνει το στήριγμα της οικογένειας. Κι επάξια έπαιξε για χρόνια αυτό το ρόλο. Αλλά ο χάρος πριν λίγο καιρό μας τον πήρε. Είναι σαν να μας έκοψε ένα κομμάτι από τον καθένα μας. Ιδιαίτερα στη μάνα που ήταν ο πατέρας της, αλλά και σε μένα που οι ιστορίες του με «ταξίδευαν» σε άγνωστους τόπους, μου κέντριζαν το ενδιαφέρον και μου άναψαν την επιθυμία της φυγής και της συνάντησης με το άγνωστο που ο παππούς το έντυνε γλυκά με τις όμορφες περιγραφές του. Το ήθελε τόσο πολύ να σπάσει τα δεσμά του στενού περιβάλλοντος και να δει ζωντανά με τα μάτια του αυτά που άκουσε ή «ξέρει» εμμέσως με τις περιγραφές. Και το είχε πετύχει.

 Αλλά πώς να αφήσει μόνες τη μάνα κι αδελφή; Αυτός και μόνο αυτός είναι ο προστάτης της οικογένειας. Τουλάχιστον με την κυρίαρχη αντίληψη για τον άνδρα και τη γυναίκα. Στην περίπτωση της μάνας του σίγουρα αυτό ακούγεται παράφωνο γιατί η κυρά Καταφυγή αξίζει σε μυαλό και ικανότητες πάνω από δυο άνδρες.

Και να ήταν μόνο αυτές; Πώς θα αποχωριστεί το γλυκό πρόσωπο της όμορφης Μαριγώς; Η αλήθεια είναι ότι μέχρι στιγμής μόνο τους τυπικούς χαιρετισμούς έχουν ανταλλάξει και μια φορά σε κάποια βαφτίσια αντάλλαξαν μια  χειραψία. Όμως μέσα στα μάτια της το βλέπει κολυμπάνε επιθυμίες για πολλά περισσότερα μεταξύ τους. Τα μάτια της του λένε πολλά. Όχι ότι έχει εμπειρίες και ξέρει. Απλώς το διαισθάνεται. Ελπίζει και τα δικά του να της μιλάνε για όσα ποθεί μαζί της. Εδώ κάτι πρέπει να γίνει. Τα έβαζε με τον εαυτό του

«Πάρε λίγο θάρρος βρε χαμένε και πες τη το. Αφού την αγαπάς!»

Όταν κατά το ηλιοβασίλεμα γύριζε τα ζωντανά στο μαντρί την είδε κάτω απ’ το πλατάνι. δήθεν να κεντάει κάτι απ’ τα προικιά της. Μάλλον αυτόν περίμενε για να τον χαιρετίσει. Της μίλησε με ζέση και βρήκε ανάλογη ανταπόκριση. Νάτο λοιπόν!

Ας μη χάνει άλλο χρόνο. Αν κι όποτε οι δρόμοι τους πάλι συναντηθούν θα νικήσει το φόβο και την παράλυση που τον πιάνει όταν την πλησιάζει

«Πάψε να είσαι δειλός βρε άνδρα. Πάρε θάρρος βρε κατρουλιάρη. Παντελόνια φοράς ρε; Θα σε πάρουν χαμπάρι οι φίλοι σου και θα γίνεις ρεζίλι»





3. Η Μαριγώ σπάει την παράδοση



Δεν πάει άλλο. Αφού ο δικός της δεν παίρνει καμιά πρωτοβουλία θα πάρει η ίδια τα ηνία κι γίνει ό,τι είναι να γίνει. Κάτι την προειδοποιεί μέσα στη καρδιά της ότι ο κόμπος έφτασε στο χτένι. Το επόμενο κιόλας πρωί, αφού έκανε τις συνήθεις δουλειές στο σπίτι, χωρίς να πει κουβέντα στη μάνα της πήρε το μονοπάτι, που ακολουθούσε ο Τάσος αναζητώντας τον. Δεν υπολόγισε αν τη δει κανένα τρίτο μάτι κι αυτό για την εποχή που μιλάμε και τον απομονωμένο τόπο του χωριού ήταν μια ριψοκίνδυνη πράξη.

Αφού περπάτησε αρκετά είδε στην πλαγιά τα πρόβατα. Κάπου εκεί θα καθόταν ο δικός της. Πράγματι άκουσε σε λίγο τον ήχο της φλογέρας και συμπέρανε ότι βρίσκεται στο σωστό δρόμο. Ο Μούργος ήταν που πρώτος αισθάνθηκε τον ερχομό της κι ανασηκώθηκε μ’ ανησυχία δίνοντας το σύνθημα στον Τάσο ότι κάποιος πλησιάζει.

Την είδε να έρχεται και του κοπήκαν τα γόνατα. Αναρωτήθηκε

«Εδώ ψηλά η Μαριγώ και μάλιστα μόνη της; Κάτι θα συνέβη»

Έτρεξε προς το μέρος της κι ο Μούργος από πίσω

«Τι έγινε καλή μου; Ποια συμφορά μας βρήκε;»

Εκείνη δε μίλησε. Τον πλησίασε και με τα μάτια δακρυσμένα χώθηκε στην αγκαλιά του. Τα χέρια του Τάσου προστατευτικά την έσφιξαν πάνω του. Όταν σήκωσε το γεμάτο δάκρυα πρόσωπό της του είπε με απόγνωση

«Δεν αντέχω άλλο Τάσο μου! Σ’ αγαπάω και δε μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα»

«Εγώ νομίζεις σ’ αγαπώ λιγότερο κορίτσι μου;»

Έτσι όπως το πρόσωπό της ήταν ανασηκωμένο και τον κοίταζε με λίγο φόβο και πολλή λατρεία ακούμπησε απαλά τα χείλη του στο βρεγμένο της μάγουλο και σκούπισε τα δάκρυα που το είχαν γεμίσει. Η άλλη έκλεισε τα μάτια και αναμετρήθηκε με το ρίγος που την κυρίευσε. Ήξερε ότι τίποτα δεν ξέρει αλλά και τίποτα δε θα τη σταματούσε αρκεί ο άρχοντας της καρδιάς της να το θελήσει. Πήρε την απόφαση να του δώσει τα πάντα.

Μα ο άλλος δεν είχε το θάρρος να πάρει ό,τι του προσφερόταν. Ίσως και να μην κατάλαβε την προσφορά. Την έβαλε να καθίσει στον καθαρό βράχο και της είπε

«Είσαι το κορίτσι μου. Αυτή που θέλω να είναι δίπλα μου σ’ όλη τη ζωή μου. Πάντα ήθελα να στο πω, αλλά φοβόμουν μην συναντήσω την άρνησή σου. Θα το πούμε στους δικούς μας και θα ‘ρθω να σε ζητήσω απ’ τη μάνα σου»

«Κι ο μεγάλος σου πόθος να γνωρίσεις άλλους τόπους;»

«Είναι μεγάλο το δίλημμα…»

Για λίγο έπεσε μεταξύ τους μια αμηχανία, που ψύχρανε τον αρχικό ενθουσιασμό, αλλά σύντομα ο Τάσος έσπασε τον πάγο

«Εσένα δε σ’ αλλάζω με τίποτα. Θα γίνεις γυναίκα μου ο κόσμος να χαλάσει»

Τότε και μόνο τότε η Μαριγώ του πρόσφερε τα ζεστά της χείλια, που ο Τάσος με ορμή τα ρούφηξε λες κι ήταν οδοιπόρος στην έρημο μέρες χωρίς νερό στα χείλη του

«Μια υπόσχεση και μόνο θέλω. Αν η πεθυμιά να φύγεις- που την ξέρω και την καταλαβαίνω - σε πνίγει και δε γίνεται αλλιώς παρά να φύγεις, θα με πάρεις μαζί σου! Μη με υποτιμάς. Γι αυτά που αγαπώ μπορώ να κάνω θαύματα»

«Εντάξει, γλυκιά μου, στο υπόσχομαι»

«Από τώρα στο λέω. Αν δεν τηρήσεις την υπόσχεσή σου και μ’ αφήσεις στα κρύα του λουτρού θα πέσω στο γκρεμό, εκεί στο καραούλι πίσω, και το κρίμα όλο στο λαιμό σου»







4. Ο Τάσος και η Μαριγώ ευλογούνται στην εκκλησία



Όταν το είπαν στους δικούς τους δεν έγινε και γιορτή, ούτε πέταξαν απ’ τη χαρά τους, μα εξαρχής κατάλαβαν ότι τίποτα δεν θα τους σταματούσε. Έγιναν οι αναγκαίες συνεννοήσεις για το που θα κάτσουν κι ορίστηκε ο γάμος θα γίνει στη μοναδική εκκλησία του χωριού. Ο ηλικιωμένος παπάς ζωντάνεψε, γιατί τέτοιες ευκαιρίες στο στενό περιβάλλον του χωριού ήταν σπάνιες. Απ’ το διπλανό κεφαλοχώρι ειδοποιήθηκαν οι μουσικοί για το γλέντι που θα ακολουθούσε. Η οικογένεια της Μαριγώς έβγαλε από τον ντορβά κάποιες λίρες που είχαν με τα χρόνια  με κόπο μαζευτεί για τα έξοδα του γάμου και τα βασικά προικιά της νύφης, που θα πήγαινε στο σπίτι του γαμπρού.. Η μάνα κι αδελφή του Τάσου ετοίμασαν το δωμάτιο στο σπίτι τους που θα εγκατασταθεί το νέο ζευγάρι και κάποιες προστριβές που υπήρξαν λύθηκαν με την αυστηρή παρέμβαση του Τάσου

«Η Μαριγώ θα είναι η γυναίκα μου και θέλω να την σέβεστε»

Η μάνα κι αδελφή θέλοντας ή μη δέχτηκαν την προσταγή του αρχηγού της οικογένειας

Ο Τάσος έσφαξε για το γλέντι δεκάδες κεφάλια απ’ το κοπάδι του με τα δικά του χέρια. Όταν πήγαν κάτι να του πουν απάντησε κάθετα

«Μια φορά παντρεύεται ο Τάσος κι όχι όποια όποια. Την ωραιότερη κοπέλα της περιοχής, τη Μαριγώ»

Εκείνη κλεισμένη στο σπίτι για τις δικές της ετοιμασίες τα μάθαινε κι έλιωνε για τον δικό της. Μέτραγε το χρόνο ώρα με την ώρα κι ο καταραμένος τα ζώα μου αργά. Χριστέ μου σε λίγες μέρες τ’ όνειρό μιας ζωής θα γινόταν πραγματικότητα.

Την Κυριακή του γάμου όλο το χωριό γιόρταζε και με τη σκέψη του γλεντιού που θα επακολουθούσε. Ο γάμος έγινε νωρίς το μεσημέρι, αλλά οι σούβλες μπήκαν απ’ τo πρωί στη φωτιά. Όλο το χωριό ήταν σήμερα στο πόδι. Δυο μεγάλα σόγια ενώνονταν μ’ έναν γάμο αν και λίγο ως πολύ όλοι οι κάτοικοι ήταν και λίγο ή πολύ συγγενείς. Άνθρωποι ήρθαν κι από κοντινά χωριά. Ευκαιρία για γλέντι, φαγητό και γνωριμίες. Βλέπεις οι ευκαιρίες για κοινωνικές εκδηλώσεις ήταν σπάνιες αν εξαιρέσεις τα πανηγύρια και τον κυριακάτικο εκκλησιασμό.

Όταν το σόι της Μαριγώς έφερε στην πόρτα της εκκλησιάς και την παρέδωσαν στον Τάσο κι οι δυο ήταν βαθειά συγκινημένοι. Η Μαριγώ έτοιμη να αναλυθεί σε λυγμούς ο Τάσος την συγκράτησε

«Κουράγιο καλή μου σε λίγο θα ‘μαστε αντρόγυνο»

 Αυτό την ζωντάνεψε και πάτησε καλά στα πόδια της. Όταν πρωτοφιλήθηκαν μπροστά σ’ όλους χώθηκε σαν πουλάκι στην αγκαλιά του και σφίχτηκε με δύναμη πάνω του. Του ψιθύρισε με γλυκιά προσμονή στ’ αυτί του.

«Μην αργήσουμε να πάμε μέσα Τάσο μου»

«Δε γίνεται κορίτσι μου» της απάντησε. «έχουμε γλέντι έξω και μας περιμένουν. Μην ανησυχείς. Έχουμε όλη τη ζωή μπροστά μας» 

Οι ετοιμασίες που είχαν γίνει για το γλέντι του γάμου ήταν πρωτοφανείς για το χωριό. Τα ψητά , οι πίτες, οι σαλάτες κι όλα τα άλλα εδώδιμα ήταν να χορτάσουν συντάγματα. Τα κρασιά, που είχαν καταφτάσει από το κεφαλοχώρι έρεαν με αφθονία. Τραγούδι, χορός και οι μουσικοί ξεσήκωσαν τους πάντες. Όλοι σύντομα στο τσακίρ κέφι. Βλέπεις παντρεύονταν τα δυο πιο όμορφα παιδιά του χωριού.

Ο χορός σταματημό δεν είχε. Παρ’ όλα αυτά το μυαλό της Μαριγώς ήταν σ’ αυτά που θα επακολουθήσουν. Έβλεπε τον Τάσο να οδηγεί με λεβεντιά το χορό και έφτιαχνε με το νου της την εικόνα μαζί του στο νυφικό κρεβάτι κι έλιωνε μόνο με τη σκέψη. Μουρμούριζε από μέσα της. «Κάνε υπομονή κορίτσι μου Δικός σου είναι. Καμιά δε μπορεί τώρα να τον ακουμπήσει. Αν τολμήσει θα της βγάλει τα μάτια»

Κι ήρθε το ξημέρωμα. Τότε και μόνο τότε ο Τάσος είπε στην ομήγυρη

«Φτάνει για σήμερα. Πάμε λίγο να κοιμηθούμε και το απόγευμα πάλι εδώ να συνεχίσουμε»

 Σε ένα λεφτό η πλατεία είχε αδειάσει. Αγκάλιασε τη Μαριγώ και της είπε

«Πάμε κορίτσι μου να ξεκουραστούμε λίγο. Θέλω το γάμο μας να τον θυμούνται όλοι. Δεν είναι όποιος κι όποιος. Ο Τάσος παντρεύτηκε τη Μαριγώ»

Γεμάτη περηφάνια για τον δικό της του απάντησε

«Πάμε άντρα μου!»

Ο άλλος την έσφιξε στην αγκαλιά του. Πρώτη φορά το άκουγε και του άρεσε πολύ. Στο δικό τους δωμάτιο γδύθηκαν και με τις πιτζάμες κι έπεσαν στο κρεβάτι. Το σώμα του ενός ένιωσε τη ζεστασιά του άλλου, μα η κούραση η σωματική και η ψυχολογική δεν άφησε περιθώρια για τίποτε περισσότερο. Σε λίγο αγκαλιασμένοι χάθηκαν στον ύπνο κι ήρεμες αναπνοές ήταν ο μόνος ήχος. 

Μετά από τρεις με τέσσερις ώρες ανακουφιστικού ύπνου άρχισαν να ξυπνούν. Πρώτη η Μαριγώ. Ήταν χωμένη στην προστατευτική αγκαλιά του Τάσου σχεδόν κολλημένη πάνω του. Ένιωθε στο κορμί της τον διεγερμένο ανδρισμό του κι ανατρίχιασε σύγκορμη. Όλα τα ζούσε έντονα και για πρώτη φορά. Χωρίς να το επιδιώξει, λες και το σώμα μόνο του λειτουργούσε άρχισε να τρίβεται πάνω του. Αναπόφευκτο ήταν να ξυπνήσει κι ο Τάσος.

Δεν ειπώθηκε κουβέντα. Τα σώματα από μόνα τους μίλησαν τη γλώσσα της επιθυμίας, βρήκαν τις διαδρομές κι ένιωσαν την πλήρωση. Η Μαριγώ πέταγε από ευτυχία σκαρφαλωμένη πάνω στον Τάσο. Τον έσφιγγε πάνω της λες κι αν τον αφήσει θα πέσει στο βάραθρο. Αυτό είναι τελικά η ευτυχία, σκέφτηκε από μέσα της

«Σήκω κορίτσι μου να πιούμε έναν καφέ και να ξυπνήσουμε. Σε λίγη ώρα θα μας περιμένουν στην πλατεία για τη συνέχεια. Δεν είπαμε. Το γάμο μας να τον θυμούνται όλοι»

Πετάχτηκε η Μαριγώ στην προσταγή του Τάσου. Όταν αργότερα πήγαν στην πλατεία αυτή τώρα γεμάτη δύναμη και περηφάνια συνόδεψε τον Τάσο της στο χορό. Κι όλοι διάβασαν στο λαμπερό της πρόσωπο την ευτυχία που ξεχείλιζε από πάνω της.



5. Η  προσγείωση στην πραγματικότητα



Οι βραδιές που ακολούθησαν ήταν καλύτερες. Η αμοιβαία αγάπη που τους ένωσε επιβεβαιώθηκε από το ερωτικό τους ταίριασμα. Αλλά η ζωή δεν είναι μόνο αγάπες κι έρωτες. Σε λίγο καιρό φάνηκαν τα προβλήματα. Κι ήταν πολλών ειδών.

Μέσα σ’ ένα σπίτι που αρχόντισσες ήταν ήδη η μάνα κι η κόρη της οικογένειας του Τάσου προστέθηκε μια νύφη. Ήταν αδύνατο να μην υπάρξει ανταγωνισμός και διεκδίκηση της αρχηγίας. Η Μαριγώ τα ήξερε αυτά. Δεχόταν την πρωτοκαθεδρία της μάνας, αλλά δεν μπορούσε ν’ ανεχτεί να την συμπεριφέρονται ως υπηρέτρια. Ήταν πρόθυμη να αναλάβει το μερίδιο στο σύνολο των υποχρεώσεων ενός νοικοκυριού, αλλά εδώ γινόταν προσπάθεια να τ’ αναλάβει όλα κι οι δυο άλλες να περιοριστούν στο ρόλο των προσταγών. Για αρκετές μέρες υπόβοσκε ένας εκνευρισμός, τα μαλώματα παρέμεναν μεταξύ των γυναικών κι ο Τάσος, αφελής άντρας τίποτα δεν χαμπάρισε.

Όλα έχουν τα όρια τους. Κάποια στιγμή η Μαριγώ τους το είπε κατά πρόσωπο.

«Αγαπητές μου, πεθερά και κουνιάδα, στο σπίτι δεν ήρθε η υπηρέτρια. Ήρθε η περήφανη γυναίκα του Τάσου. Δε λέω. Έχω το μερίδιο στο νοικοκυριό του σπιτιού, αλλά αυτό και μόνο. Έκανα υπομονή ένα μήνα, αλλά εσείς παρατραβάτε το σχοινί και είναι ευκαιρία να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα. Τέλος»

Επενέβη η αδελφή

«Σου κάναμε την τιμή να σε μπάσουμε στο σπίτι μας Μαριγώ και βγάζεις γλώσσα;»

«Ο γιος σας μ’ έφερε εδώ. Δεν ήρθα παρακαλετή. Τότε να αρχίσω να τον ψήνω να πάμε αλλού να κάτσουμε. Το πατρικό μου έχει χώρο.»

Το ενδεχόμενο αυτό, που δεν τους είχε περάσει απ’ το στενό μυαλό τους, τους κατατρόμαξε. Τις επόμενες μέρες ήταν κυρίες απέναντί της. Η Μαριγώ το σκέφτηκε ψύχραιμα. Ας μην ανοίξω μέτωπο με την οικογένεια του Τάσου. Μάνα κι αδελφή είναι. Φυσικό είναι να τις αγαπάει κι η διαμάχη θα τον στεναχωρήσει. Κάτι που δεν είναι μέσα στις επιδιώξεις της. Όμως η αλλαγή της συμπεριφοράς τους της έδειξε ότι έχει τη δύναμη να ισορροπεί καταστάσεις.

Δεν πέρασε πολλής καιρός και τα δεδομένα άλλαξαν ραγδαία. Οι αχνές αρχικά ενδείξεις μέρα με τη μέρα γίνονταν πιο σαφείς. Ζαλάδες, εμετοί κι όλα τα συναφή έδειξαν ότι μέσα της μεγαλώνει μια νέα ζωή. Το νέο γέμισε χαρά και περηφάνια τον Τάσο που θα γίνει πατέρας. Αρκετά επηρέασε και τη μάνα η προοπτική ν’ αποκτήσει εγγόνι. Ο Τάσος έδωσε αυστηρές εντολές στις δικές του

«Θα μου προσέχετε τη Μαριγώ σαν τα μάτια σας. Όχι μέχρι τη γέννα βαριές δουλειές. Και συ Μαριγώ το παιδί μας και τα μάτια σου!»

Εκείνη που δεν είδε το γεγονός θετικά ήταν η αδελφή. Έβλεπε ότι με το παιδί έχανε τελικώς το παιχνίδι. Ποτέ δε χώνεψε το γεγονός του γάμου του αδελφού της πριν να αποκατασταθεί η ίδια. Αλλά το προξενιό δεν ερχόταν και μάλλον θα έμενε τελικά στο ράφι. Δεν μπορούσε όμως ν’ αντιδράσει. Ο Τάσος, ως άνδρας ήταν ο αρχηγός της οικογένειας κι η μάνα τον αγαπούσε ιδιαίτερα. Κατά τη γνώμη της περισσότερο από την ίδια. Έτσι η αρχική αντιπάθεια με το κύλημα του χρόνου  ενισχύθηκε τόσο που μετασχηματίστηκε σε μίσος. Μέσα στο μυαλό της πέρασε η ιδέα μήπως μπορούσε να προκαλέσει ατύχημα για να χάσει το παιδί.

Η Μαριγώ όμως έβλεπε την κακία στο πρόσωπο της αδελφής κι είχε το νου της. Δεν θα της έδινε ευκαιρία να της προκαλέσει ζημιά. Έτσι ο χρόνος της εγκυμοσύνης ολοκληρώθηκε κι η μαμή έβγαλε με ασφάλεια στη ζωή ένα υγιέστατο κοριτσάκι. Η χαρά του Τάσου δεν περιγραφόταν. Κέρασε στο καφενείο της πλατείας όλο τον κόσμο. Το ίδιο ενθουσιασμένη ήταν κι η γιαγιά. Ακόμα κι η θεία που αρχικά είδε αρνητικά την εγκυμοσύνη η θέα της νέας ζωής έσπασε την ψυχρότητα. Όταν το πήρε στην αγκαλιά της ένιωσε την τρυφερότητα που σου γεννάει μια νέα ύπαρξη. Πώς να το κάνουμε; Αίμα της είναι. Απλώς ζήλεψε κι ήθελε κι αυτή δικό της.



6. Ο Τάσος προβληματίζεται



Οι μέρες της χαράς πέρασαν γρήγορα. Εκεί στη μοναξιά που πάει τα ζωντανά του ο Τάσος έχει πέσει σε σκέψεις. Με τα ζωντανά μόνο δε ζει η οικογένεια. Ήρθε τώρα και το κορίτσι και μέσα στα σχέδια είναι πολλά παιδιά. Πώς θα τα βγάλω πέρα; Δε γίνεται! Πρέπει ν’ αναζητήσω άλλη λύση. Τι στο διάολο να κάνω; Τέχνη δεν ξέρω, απόθεμα χρηματικό λίγα πράγματα. Έχω και τις υποχρεώσεις της μάνας κι αδελφής, που δε μπορώ να αγνοήσω. Αδιέξοδο;

«Θα το συζητήσω πρώτα με τη Μαριγώ»

 Αυτός είναι ο άνθρωπος που θα ζήσω μαζί και θα μοιραστεί μαζί μου χαρές και λύπες. Αμ έπος αμ έργον! Δεν το περίμενε. Συνάντησε ένθερμη υποστηρίκτρια των σκέψεών του τη γυναίκα του. Που να φανταστεί ο αθώος άνδρας την επιθυμία της γυναίκας του να ξεφύγει από τον κλοιό των δυο άλλων και να είναι νοικοκυρά στο σπιτικό της.

«Να πάμε στην πόλη Τάσο μου! Θα πάμε στα Γιάννενα. Το έχω σκεφτεί. Έχω εκεί μια θεια χήρα που θα δεχθεί να μας φιλοξενήσει.  Μόνη της δύσκολα τα βγάζει πέρα και σαν δώρο θα δει τον πηγαιμό μας. Εμένα πάντα μ’ αγαπούσε. Άκου την ιδέα μου. Να μην ψάξεις δουλειά στα εργοστάσια της πόλης ή σε κάποιο μαγαζί. Υποζύγιο σε άλλο αφεντικό δε θέλω να δω τον Τάσο μου. Θα νοικιάσουμε ένα χώρο και θ’ ανοίξεις χασάπικο. Τη δουλειά την ξέρεις καλά. Θα προμηθεύεσαι κρέατα από δω και θα τα πουλάς στην πόλη. Θα έρχεσαι να βλέπεις και τους δικούς σου και δεν θα τους αφήσεις χωρίς τη φροντίδα σου. Εγώ θα βοηθήσω. Μη με υποτιμάς! Πολλά μπορώ να κάνω. Α! και κάτι ακόμα. Φεύγοντας απ’ το σπίτι η μάνα μου, μου  έδωσε δέκα χρυσές. Δεν στο είπα για να τα έχουμε στην έκτακτη ανάγκη. Αυτή η ώρα ήρθε τώρα…»

Ο Τάσος έμεινε. Βρε τη Μαριγώ! Όλα τα είχε σκεφτεί, όλα τα είχε μετρήσει. Ρε τι πλάσματα έξυπνα που είναι αυτές οι γυναίκες! Τα είπε από μέσα του γιατί απ’ έξω το μόνο που ψέλλισε ήταν

«Καλή η ιδέα σου φαίνεται. Άσε να το σκεφτώ λίγο και θα το ανακοινώσουμε και στους άλλους»

Η Μαριγώ κατάλαβε ότι είχε κερδίσει το παιχνίδι, αλλά του άφησε την τελευταία λέξη. Άλλωστε αυτό πάντα ήταν τ’ όνειρό της

«Εντάξει Τάσο μου. Εσύ αποφασίζεις…»

Όταν ανακοινώθηκε στη μάνα κι αδελφή το σχέδιο δε βρήκε κανέναν ενθουσιασμό.

Η μάνα παραπονεμένη είπε

«Και πότε θα βλέπω εγώ την εγγονή μου; Τι θα τρώμε εμείς εδώ χωρίς εισοδήματα και χωρίς την προστασία σου Τάσο μου;»

Η αδελφή

«Δε μου φαίνεται παράξενο. Έτσι κι αλλιώς ποτέ δε σκέφτηκες ότι έχεις αδελφή!»

Ο Τάσος κράτησε την ψυχραιμία του και παρέθεσε επιχειρήματα

«Με ένα κοπάδι δε θα μπορούσαμε να συντηρηθούμε όλοι. Ιδιαίτερα τώρα που η οικογένεια μεγαλώνει και άρα αυξάνονται και τα έξοδα. Θα αφήσω δυο  κατσίκες να έχετε γάλα και τυρί. Υπάρχει και το κοτέτσι. Εγώ θα έρχομαι συχνά εδώ για να προμηθεύομαι κρέατα και θα καλύπτω τις ανάγκες σας. Με έχετε, μωρέ, για αχάριστο άνθρωπο, που δε σκέφτομαι μάνα κι αδελφή; Στην αρχή ναι! Θα δυσκολευτούμε μέχρι να πάρει μπρος το σχέδιο. Αλλά ελπίζω ότι όλα θα πάνε καλά. Εσύ αδελφούλα βρες τον άνθρωπό σου και θα σε παντρέψω μ’ όλες τις τιμές. Θα έχω κι εγώ τον νου μου. Βάλτε το καλά στο μυαλό σας. Άλλη λύση για μας δεν υπάρχει! Αν όλα πάνε καλά και θα θέλετε και σεις αργότερα θα σας φέρω και σας στην πόλη»



7. Η εγκατάσταση στην πόλη



Το άλμα, παρά τις δυσκολίες, παρά τα προβλήματα και τις υποχρεώσεις που άφηνε πίσω, ο Τάσος το έκανε. Και με δραστήριο τρόπο έλυσε τα γραφειοκρατικά προβλήματα, που για πρώτη φορά στη ζωή του αντιμετώπιζε. Ήταν από τους ανθρώπους που όταν πάρουν μια απόφαση δίνουν τα πάντα. Το ενδεχόμενο της αποτυχίας και της επιστροφής στο χωριό ήταν ενδεχόμενο από την αρχή αποκλεισμένο. Δίπλα του συμπαραστάτη κι εμψυχωτή είχε τη Μαριγώ, που όταν ξέφυγε από τον κλοιό της πεθεράς και κουνιάδας, άνοιξε τα φτερά της κι έδειξε τις πραγματικές της δυνατότητες.

Ήρθε κι η καλή είδηση. Η αδελφή του βρήκε τον άνθρωπό της. Ο Τάσος της έκανε ένα γάμο αντάξιο του δικού του και στο γαμπρό που ήταν ένα καλό παιδί απ’ το χωριό, ενώπιον όλων του είπε

«Το πατρικό μας σπίτι θα μείνει στην αδελφή μου. Είναι η προίκα της. Ο λόγος μου φτάνει και περισσεύει»

 Εκείνη τον αγκάλιασε κι όλες οι συσσωρευμένες με τα χρόνια πίκρες που είχε μέσα της έλιωσαν, σαν το λίγο χιόνι στον νοτιά. Έτσι λύθηκε και το θέμα της μάνας του, που ήταν μια από τις έγνοιες του. Θα κάτσει στο χωριό, που είναι και η εσωτερική της επιθυμία και δεν είναι μακριά ο καιρός να νταντέψει το εγγόνι από την κόρη της. Της είναι πιο οικείο από τη νύφη της.

Μη γίνει καμιά παρεξήγηση. Ο Τάσος έδωσε μάχες να ξεπεράσει τις γραφειοκρατικές τρικλοποδιές που αντιμετώπισε από τις δημόσιες αρχές και τους υπάλληλους του Δήμου να πάρει τις «απαραίτητες» άδειες. Εκεί έμαθε ότι πρέπει να χρυσώνεις για να πετύχεις αυτό που δικαιούσαι. Με βαριά καρδιά προσαρμόστηκε στα καθιερωμένα. Δεν είχε την εμπειρία , ούτε τη γνώση να δώσει μάχες με τον αόρατο εχθρό, αλλά το άχτι για αυτήν την κατάσταση ήταν μια πίκρα αφόρητη στα χείλη του. Η Μαριγώ που τον ήξερε απέξω κι ανακατωτά επενέβη έγκαιρα πριν την έκρηξη

«Άσε Τάσο αυτές τις δουλειές να τις βγάζω εγώ πέρα. Ξέρω εγώ… Και μη μου στεναχωριέσαι γιατί έχεις παιδιά να θρέψεις»

«Παιδιά;»

«Άμ τι νόμιζες, άντρα μου! Αφού είσαι καρπερός. Το δεύτερο μπήκε στο φούρνο!»

«Μαριγώ μου είσαι βράχος! Τι θα έκανα ο έρμος χωρίς εσένα;»

Πώς τα κατάφερνε η Μαριγώ να ξεπερνά τις δυσκολίες με γαλιφιές, αλλά και με απαιτήσεις που δε σήκωναν αντίρρηση, μόνο αυτή ήξερε. Σημασία έχει ότι η δουλειά έστρωνε, το χασάπικο απόκτησε πολλούς ευχαριστημένους πελάτες και οι πωλήσεις ήταν τόσες, που από μόνο του το χωριό δεν μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες των προμηθειών. Άνοιξε παρτίδες και μ’ άλλα κοντινά χωριά και εκ των πραγμάτων αγόρασε τρίκυκλο για τις μεταφορές.

Το αγόρι που γεννήθηκε στην κλινική της πόλης, μ’ έναν πόνο, ήταν το στεφάνωμα της αγάπης τους



8. Ο  χρόνος   τρέχει,  ο  άτιμος



Πότε γέννησε την κόρη, τη γλυκιά της Μαριώ, πότε έφυγε απ’ το χωριό, πότε γέννησε τα δυο αγόρια, Δημήτρη και Φώτη, που πήραν τα ονόματα των πατεράδων τους, ούτε το κατάλαβε. Τρόπος του λέγειν βεβαίως γιατί στη διάρκεια των χρόνων που πέρασαν χρειάστηκε να ξεπεράσουν πολλές δυσκολίες και στεναχώριες, αλλά μέσα της υπήρχε μια γεμάτη ευτυχία και πλήρωση. Παντρεύτηκε τον άνδρα που αγαπούσε κι αγαπά. Με αυτόν έκανε παιδιά και μαζί με τον Τάσο της δίνουν μέρα με τη μέρα τη μάχη της ζωής.

Πήρε το μάθημά της. Όταν, λοιπόν, κάτι το θέλεις πολύ οι δυνάμεις σου πολλαπλασιάζονται, γίνεται πιο αποτελεσματικές γιατί οι στόχοι είναι μπροστά σου και σε προκαλούν να τους κατακτήσεις. Αλίμονο σε αυτούς που δεν ξέρουν τι θέλουν κι εξουδετερωμένοι αναμένουν το θαύμα να έρθει απ’ τον ουρανό. Τα θαύματα είναι πολύ σπάνια και η εξαίρεση της εξαίρεσης στον κανόνα. Η επιτυχία είναι αποτέλεσμα επιμονής, πείσματος και πολύχρονης προσπάθειας.

Η Μαριώ, ένα λουλούδι που καθώς περνούσε ο καιρός γινόταν ομορφότερο. Λυγερή, ήταν στην ηλικία που έριχνε μπόι και ήταν το καμάρι του πατέρα της. Η όποια επιθυμία της ήταν για τον Τάσο διαταγή. Κι η μικρή από νωρίς το είχε καταλάβει και το εκμεταλλευόταν δεόντως. Εδώ η Μαριγώ βουρλιζόταν κι έλεγε στον Τάσο της

«Μην την κακομαθαίνεις άνδρα μου! Αυτή θα μας καβαλήσει»

Για να ισορροπήσει καταστάσεις μερικές φορές έπαιξε το ρόλο του κακού. Την πλήγωνε αυτό αλλά δεν υπήρχε κι άλλος δρόμος.

Είχε τελειώσει το δημοτικό και την επόμενη σχολική χρονιά πήγαινε ήδη στη δευτέρα γυμνασίου. Με τις ανησυχίες της ηλικίας, αλλά μέσα στα πλαίσια της εποχής. Η τεχνολογία ακόμα δεν είχε γκρεμίσει τα τείχη των τοπικών κοινωνιών και το διαδίκτυο ήταν πολύ μακριά, ούτε σαν πρόβλεψη. Τα αγόρια μικρότερα και πιο συγκρατημένα ήταν στην πέμπτη και τρίτη δημοτικού. Οι υποχρεώσεις για τη Μαριγώ μεγάλες, αλλά πώς τα κατάφερνε να είναι εντάξει σ’ όλα και να βοηθά κάποιες ώρες στο μαγαζί μόνο αυτή το ήξερε

Η θεία της κάποια στιγμή είχε πεθάνει και με τη διαθήκη που είχε από πριν συντάξει άφηνε το σπίτι στην ανιψιά της.  Πληρώθηκαν οι φόροι κληρονομιάς και ο ερχομός των παιδιών τους υποχρέωσε να κάνουν την απαραίτητη επέκταση. Έριξαν δεύτερο όροφο στην αρχική μονοκατοικία με πρόβλεψη στατική και για έναν ακόμα. Ο Τάσος της είπε

«Θέλω όλα τα παιδιά μαζεμένα γύρω μας!»

Κι Μαριγώ γεμάτη περηφάνια για τον άνδρα της κουνούσε επιδοκιμαστικά το κεφάλι συμφωνώντας μαζί του. 

Και στο χωριό υπήρξαν οι αναπόφευκτες αλλαγές. Οι πατεράδες από νωρίς είχαν φύγει κι η σκληροτράχηλη ζωή που πέρασαν οι μανάδες συντόμευσαν τον χαμό τους. Τους πόνεσε, αλλά η ζωή προχωράει, οι υποχρεώσεις τρέχουν και τα κακά συμβάντα με το χρόνο αφομοιώνονται. Τα πατρικό του Τάσου σύμφωνα με την υπόσχεσή του έμεινε στην αδελφή του. Όμως έμενε το πατρικό της Μαριγώς όπου κάθε χρόνο και με την προτροπή του Τάσου τα παιδιά περνούσαν λίγες μέρες στο χωριό των γονιών τους. Είναι καλό και χρήσιμο να σέβεσαι και να κρατάς τις ρίζες σου και στο ζήτημα αυτό Τάσος και Μαριγώ ήταν σε ομοφωνία.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ   ΔΕΥΤΕΡΟ





9. Πως  μπλέκει  τα  πράγματα  η  μοίρα



Άνθρωποι που μεγάλωσαν σε διαφορετικούς τόπους, που δεν συναντήθηκαν ποτέ μέχρι τώρα οι δρόμοι τους, έρχεται μια στιγμή και τρακάρουν. Κι αυτό, χωρίς αμέσως να το συνειδητοποιούν καθορίζει το υπόλοιπο της ζωής τους. Το τυχαίο είναι ένας παράγοντας που δεν μπορεί ν’ αγνοηθεί. Δεν είναι ντε και καλά όλα προκαθορισμένα. Ίσως κάτι το ασήμαντο, κάτι που και συ δεν το παρατήρησες να είναι εκείνο που θα καθορίζει τις παραπέρα εξελίξεις. Σαν παράδειγμα μπορώ να πω την περίπτωση που χωρίς να θες υπήρξε καθυστέρηση στην άφιξή σου στο αεροδρόμιο από μποτιλιάρισμα που έγινε λόγω τροχαίου. Όταν έφτασες εκεί το αεροπλάνο απογειωνόταν. Θυμώνεις με την γκαντεμιά σου, ίσως βρίζεις και τους αρμόδιους πάνω στην έντασή σου, που βεβαίως δε φταίνε σε τίποτα και σε λίγη ώρα φτάνει η τραγική είδηση της πτώσης του αεροπλάνου που θα ταξίδευες με τις ολικές απώλειες των επιβατών.

Εσύ τότε δοξάζεις την τύχη σου. Η καθυστέρηση στο δρόμο ήταν ευεργετική. Σίγουρα ένας οπαδός του απόλυτου ντετερμινισμού θα πει ήταν προκαθορισμένο. Να σας πω την καθαρή αλήθεια. Δε μ’ αρέσει καθόλου αυτό. Θέλω στα συμβάντα της ζωής ν’ αφήνω ένα χώρο στο τυχαίο, το ακαθόριστο. Είναι το αλατοπίπερο που πρέπει να χρειάζεται κάθε φαγητό για να γίνει νόστιμο. Αν όλα είναι προκαθορισμένα- να παραθέσω το τελευταίο μου επιχείρημα- αξίζει τον κόπο να προσπαθείς να βελτιώσεις το υπάρχον;                                                                                                                      

……………………………………………………………………………………………………………………………

    Η Μαριώ, κόρη του Τάσου και της Μαριγώς, είναι πια μια πανέμορφη φοιτήτρια του Πολυτεχνείου. Σπουδάζει πολιτικός μηχανικός και λάμπει σαν φωτεινό αστέρι σε κάθε χώρο που πατάει. Μήλο της έριδας πολλών φιλόδοξων να τρυγήσουν την ομορφιά της, πολιορκείται με όλες τις μεθόδους από διάφορους. Ώριμους με προσόντα, που αναζητούν τη μάταιη απολεσθείσα νιότη τους με αναβάπτιση στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ, νέοι φιλόδοξοι κυνηγοί της ερωτικής απόλαυσης. Καθηγητές, βοηθοί, φοιτητές σε προχωρημένο έτος, αλλά και συμφοιτητές της που εκ των πραγμάτων έρχεται σε επαφή στα αμφιθέατρα, στις παραδόσεις μαθημάτων και στα εργαστήρια.

Η Μαριώ παρά την επαρχιακή της καταγωγή, παρά την έλλειψη προηγούμενων εμπειριών κατέχει μια αξιοζήλευτη ικανότητα. Με ευγένεια, χωρίς να αφήνει περιθώρια, αποκρούει ευγενικά όλες τις επιθέσεις και δηλώνει ότι το μόνο ενδιαφέρον της είναι η ομαλή συνέχιση των σπουδών. Τελικό σχέδιο η επιστροφή στην πόλη της όπου εκεί θα ασκήσει το επάγγελμα κοντά στην αγαπημένη οικογένειά της.

Κι εκεί που όλα τα έχει τακτοποιημένα στο μυαλό της και προχωρά ακάθεκτη στην υλοποίηση των σχεδίων ο κεραυνός τη χτυπάει κατακέφαλα κι αλλάζει άρδην την μέχρι τώρα πορεία της.  Τα όμορφα μάτια, η αέρινη κίνηση, η ευγένεια που απέπνεε ο άγνωστος πριν από λίγο Νίκος την αιχμαλώτισαν. Αυτό είναι που μέχρι τώρα δεν είχε νιώσει. Η αγάπη, η έλξη για έναν άνθρωπο κι η διάθεση να παραδοθείς στην αγκαλιά του. Η μάνα της είχε περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια την αγάπη της για τον πατέρα της και τη μάχη που έδωσε να τον κερδίσει. Σε αυτό το κλίμα κινούνταν κι οι διαθέσεις της Μαριώς, αυτό το κλίμα σήκωνε κι εποχή που μιλάμε.





10.Η   θεαματική  συνάντηση



Μια μέρα φεύγοντας απ’ τη σχολή πήγαινε για το νοικιασμένο δωμάτιο που είχε σε μια πολυκατοικία φάτσα στο πεδίο του Άρεως. Οι γονείς της είχαν φροντίσει για την αξιοπρεπή διαβίωση της στην Αθήνα. Είχανε πλέον την οικονομική δυνατότητα για κάτι τέτοιο. Καθώς περνούσε από τον κήπο του Μουσείου να περάσει στη Μαυρομματαίων στο καφενείο του κήπου σκόνταψε σ’ ένα σκαλί κι έπεσε φαρδιά πλατιά στο έδαφος, ενώ πονούσε αρκετά.

Δυο στιβαρά χέρια τη σήκωσαν ανάλαφρα και την κράτησαν κε ασφάλεια όρθια. Όταν σήκωσε πονώντας το κεφάλι είδε τον άνθρωπο που τη βοηθούσε να σταθεί όρθια και το θαύμα συνέβη. Λένε πως ο κεραυνοβόλος έρωτας είναι παραμύθι μα στη ζωή συμβαίνουν και παραμύθια. Πώς άλλωστε θα εξηγηθεί  η επιμονή του ανθρώπου να διατηρηθεί ζωντανός όσο γίνεται περισσότερο;

«Έλα να κάτσεις λίγο στην καρέκλα να συνέλθεις»

Κοίταξε κι είδε πως το τραπέζι που καθόταν κι έπινε τον καφέ του ήταν δυο μέτρα απόσταση από τη θέση του ατυχήματος. Δέχθηκε την προσφορά και κάθισε στη διπλανή καρέκλα

«Πιες λίγο νερό. Τι θες να παραγγείλω;»

«Τίποτα. Θα πιω μια γουλιά απ’ το ποτήρι σου»

Ο οικείος ενικός εγκαταστάθηκε μεταξύ τους αυθόρμητα, λες κι ήταν γνωστοί από παλαιά.

«Δεν ξέρω πως παραπάτησα. Χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα φαρδιά πλατειά στο έδαφος»

«Να σου πω την αμαρτία μου; Σε είδα από πιο πριν να πλησιάζεις και θαύμασα την ομορφιά σου. Εγώ φταίω. Σε μάτιασα!»

«Έλα καλέ! Πιστεύεις σε τέτοιες προλήψεις;»

Έτσι άρχισαν να ανταλλάσουν τις πρώτες πληροφορίες για το άτομό τους

«Νίκο με λένε και σπουδάζω στην ΑΣΟΕΕ οικονομικά. Τι να κάνω; Υπέκυψα στην επιθυμία του πατέρα μου, που είναι έμπορος και με θέλει κοντά του. Όταν του είπα ότι άλλα μ’ ενδιαφέρουν μου απάντησε. Κανείς δεν σου απαγορεύει ν’ ασχοληθείς μ’ αυτά που επιθυμείς αλλά παράλληλα με τις σπουδές σου. Θα στο πω γιατί είσαι καλή ακροάτρια. Με τον κινηματόγραφο θέλω ν’ ασχοληθώ. Όχι σαν ηθοποιός, αλλά ως σκηνοθέτης. Δεν το είπα ακόμα στους δικούς μου. Πρώτη φορά το ξεφουρνίζω. Είμαι στο πτυχίο και πρώτα ο θεός του χρόνου τελειώνω. Θα φροντίσω να πάρω κι άλλη αναβολή λόγω σπουδών και θα πάω στη σχολή Σταυράκου. Άκουσα καλά λόγια κι ήδη πήγα και ρώτησα….»

Πήρε μια ανάσα και συνέχισε

«Μα για στάσου. Τι λογοδιάρροια μ’ έπιασε όλο εγώ μιλάω! Πες και συ κάτι απ’ τα δικά σου;»

Δε δίστασε, σαν έτοιμη από καιρό, άρχισε να λέει τα δικά της

«Μαριώ με λένε. Σπουδάζω στο Πολυτεχνείο πολιτικός μηχανικός. Είμαι στο δεύτερο έτος. Χάρηκα για τη γνωριμία μας. Έγινε σε ειδικές συνθήκες, αλλά ευτυχώς που βρέθηκες κοντά. Πρέπει να πάω σπίτι. Περιμένω τηλέφωνο απ’ τους γονείς μου»

«Μπορείς να περπατήσεις;»

«Ελπίζω»

Σηκώθηκε δοκιμαστικά, αλλά ο πόνος πόνος. Έκανε μερικά βήματα μορφάζοντας. Σηκώθηκε και την κράτησε σταθερά με τα χέρια του.

«Δε γίνεται. Θα φέρω ένα ταξί»

«Δεν αξίζει τον κόπο. Στη Μαυρομματαίων κάθομαι, μόλις περάσουμε την Αλεξάνδρας»

«Θα σε κρατάω εγώ! Αν δεν ντρεπόσουν θα σε έπαιρνα στον ώμο μου»

Χαμογέλασε ευχαριστημένη

«Εντάξει αν με κρατάς θα τα καταφέρω!»

Κούτσα- κούτσα υποβασταζόμενη από τον Νίκο, έφτασε στο διαμέρισμά της. Έξω από την πόρτα της είπε με μια φωνή που είχε και το στοιχείο της προσταγής.

«Αν δε βεβαιωθώ ότι είσαι καλά δε γλυτώνεις από μένα. Πάμε μέσα…»

Η άλλη έφερε και για τα προσχήματα τις αρμόζουσες, αλλά χλιαρές, αντιρρήσεις αλλά ο Νίκος είχε ήδη εγκατασταθεί στο εσωτερικό του.

«Έχεις πουθενά κουτάκι για πρώτες βοήθειες;»

Ενώ πονούσε λίγο χαμογέλασε ευχαριστημένη

«Στην τουαλέτα, άνοιξε το ντουλαπάκι»

Την περιποιήθηκε με ιδιαίτερη φροντίδα, νιώθοντας κοντά του μια οικειότητα και μια εμπιστοσύνη, λες και τον ήξερε απ’ ανέκαθεν. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Της το έδωσε στα χέρια χωρίς να το σηκώσει. Η άλλη μ’ ένα συνωμοτικό ύφος έβαλε το δείκτη στα χείλη της, λέγοντας χωρίς λέξεις

«Μη μιλάς!»

Μετά σήκωσε το ακουστικό

«Ναι μάνα σε περίμενα…..»

Αρκετή ώρα άκουγε τη μια άκρη του της συνομιλίας με μονολεκτικά. Ναι, όχι, εντάξει. έγινε, θα πάω στο πρακτορείο κτλ, κτλ. Μια τυπική συνομιλία κόρης με τη μάνα της. Κάποια στιγμή τέλειωσε. Σαν να δικαιολογείτο του είπε

«Η μάνα μου βλέπεις. Ευτυχώς πρόλαβα κι ήμουν σπίτι χάρη και στη βοήθειά σου. Αν κάτι καταλάβαινε άρον- άρον θα κατέφθανε…»

« Εντάξει! Πέσε τώρα να κοιμηθείς! Αύριο θα είσαι περδίκι. Τώρα φεύγω. Μην ελπίζεις ότι γλύτωσες από μένα. Αύριο το πρωί θα περάσω να δω πως είσαι…»

«Θα σε περιμένω…»







11. Νέες προοπτικές



Έτσι με αυτόν τον τρόπο ένωσε η μοίρα δυο νέα και προικισμένα παιδιά, πάνω στο άνθος της ηλικίας τους, στο μέσο των σπουδών τους, από δυο ευτυχισμένες οικογένειες που τους υπεραγαπούσαν. Υπήρχαν όλα τα στοιχεία για μια ευτυχισμένη συνέχεια. Όμως κανείς δεν μπορεί να προδικάσει τις μελλοντικές εξελίξεις. Άλλες οι αρχικές ενδείξεις κι άλλα-δυστυχώς- τα τελικά αποτελέσματα.

………………………………………………………………………………………………………………………..

Η Μαριώ ξύπνησε το πρωί ευδιάθετη. Στο μυαλό της ήρθε το χθεσινό επεισόδιο και χαμογέλασε. Σηκώθηκε να δοκιμάσει το πόδι της και η κατάσταση  ήταν σίγουρα καλύτερη από χθες. Έφερε στο μυαλό της την εικόνα του Νίκου κι ένα ευχάριστο ρεύμα αέρα πέρασε απ’ τη διάθεσή της.

Δεν πρόλαβε περισσότερο να σκεφθεί. Το κουδούνι από κάτω χτύπησε διακριτικά. Αυτός θα είναι! Κι εγώ ακόμα είναι με τις πυτζάμες κι αχτένιστη. Καλά να πάθω! Όμως δεν είχε κι άλλη επιλογή Άνοιξε από κάτω, άνοιξε λίγο και τη δική της πόρτα και χώθηκε στην τουαλέτα. Όταν τον άκουσε ν’ ανοίγει την πόρτα του φώναξε

« Κλείσε την πόρτα. Έρχομαι σε λίγο»

«Μάλλον ήρθα νωρίς, ε;»

«Όχι, καλά έκανες»

Όταν μ’ ένα πρόχειρο χτένισμα βγήκε απ’ την τουαλέτα κι έκανε δυο τρία βήματα εκείνος χαρούμενος αναφώνησε

«Μπράβο Μαριώ μου! Έγινες καλά!»

Αυθόρμητα του ήρθε το «Μαριώ μου» κι η άλλη το εισέπραξε τόσο γλυκά. Βρε πόσο εύκολα δένονται δυο άνθρωποι! Τι άραγε να συμβαίνει και ταιριάζουν τόσο άνετα τα χνώτα του; Κάποιοι λένε Χημεία, κάποιοι ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Ότι και να είναι δυο άνθρωποι που ακόμα δεν είπαν ένα λόγο αγάπης, που ακόμα δεν αντάλλαξαν ένα φιλί, ένιωθαν σαν να είχαν νιώσει όλη τη γκάμα της ερωτικής περιπέτειας. Μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου!











ΚΕΦΑΛΑΙΟ   ΤΡΙΤΟ







12. Το  αθόρυβο  ζευγάρι



Όλα τα χρόνια που ήρθαν στην πόλη μας, τον όμορφο Βόλο, οι δυο τους ήταν μόνο. Κανείς δεν τους επισκέφτηκε από αλλού. Τους έζησα απ’ την πρώτη μέρα και νομίζω ότι είμαι αξιόπιστος μάρτυς ν’ αφηγηθώ την ευθύγραμμη ζωή τους. Χωρίς υπερβολές, σκοπιμότητες και παραποιήσεις. Αγόρασαν το σπίτι του κυρίου Αθανασίου, παλαιού διευθυντή του υποκαταστήματος της τράπεζας στη περιοχή μας, που πριν δυο τρία χρόνια είχε «αποδημήσει εις κύριον». Οι κληρονόμοι, διαφωνώντας πολύ- μέχρι ξεμαλλιάσματος μεταξύ τους - αποφάσισαν να το ξεφορτωθούν και να μοιράσουν τη λεία σύμφωνα με το νόμο.

 Ήθελε κάποιες επεμβάσεις για να γίνει αξιοπρεπώς κατοικήσιμο και σε πρώτη φάση βρήκαν- ρωτώντας- ντόπιους μαστόρους κι έκαναν μικρές επιδιορθώσεις. Στο διάστημα αυτό, του ενός μηνός, νοίκιασαν στο σπίτι μας, που ήταν ακριβώς απέναντι τους,  ένα δωμάτιο, που είχε και δική του ανεξάρτητη έξοδο και πλήρωσαν με προθυμία και προκαταβολικά χωρίς κανένα παζάρι τα χρήματα που τους ζήτησε η μάνα μου. Εκείνη τους πρότεινε να τρώνε μαζί μας αυτόν το μήνα, αλλά αρνήθηκαν ευγενικά

«Όχι δε θέλουμε να σας αναστατώσουμε. Ευχαριστούμε πολύ. Θα το ρυθμίσουμε μόνοι μας…»

Η μάνα δε μπορούσε να επιμείνει και πράγματι  σ’ αυτό το διάστημα έγιναν πελάτες στο εστιατόριο που ήταν δυο δρόμοι παρακάτω. Δέχτηκαν όμως  με ευχαρίστηση από τη μάνα μου ένα ολόγιομο πιάτο σπανακοτυρόπιτας που τους πήγε μια ενδιάμεση μέρα. Με τις θερμές ευχαριστίες τους και τα απαραίτητα κανακέματα που ευχαρίστησαν τον εγωισμό της μάνας μου. Χωρίς να το παινευτώ η μάνα μου ήταν μαγείρισσα πρώτης γραμμής.

Μόλις τέλειωσαν οι επισκευές ήρθαν τα πράγματά τους που φυλάσσονταν στην αποθήκη του σιδηροδρομικού σταθμού. Φαινόταν από μακριά ότι φυσάνε τον παρά. Από την ποικιλία και την ποιότητα των επίπλων και  όλων των άλλων αναγκαίων ενός σπιτιού. Βεβαίως υπήρχαν και κλειστά μπαούλα που ποτέ  δε μάθαμε τι περιέχουν κι οι μεταφορείς τα έχωσαν κλειστά μέσα στο σπίτι.

Ευγενικά κρατούσαν μακριά όλους που από περιέργεια ήθελαν να τους ξεψαχνίσουν. Απέφυγαν επιμελώς να κοινοποιήσουν οποιαδήποτε πληροφορία για το άτομο τους, παρά τις επανειλημμένες έως ενοχλητικές απόπειρες μερικών. Η αδηφάγα αδιακρισία στη γειτονιά της πόλης μας έμεινε ανικανοποίητη. Αυτή η μυστικότητα  τσιγκλούσε την περιέργεια όλων και στο στόμα κακοπροαίρετων ανθρώπων, που παντού και πάντοτε υπάρχουν, άρχισαν να κυκλοφορούν, χωρίς καμιά απόδειξη βέβαια, διάφορες απίθανες κι ευφάνταστες φήμες. 

«Μόλις βγήκε από τη φυλακή για απάτη κι ήρθαν εδώ να κρύψουν τις ντροπές τους….» ο ένας.

«Όχι καλέ! Μου το είπε ο συμπέθερός μου από την Αθήνα που είναι στα μέσα και τα έξω. Καπετάνιος σε εμπορικό καράβι ήταν και τα κονόμησε στο λαθρεμπόριο με ρολόγια..» πρόσθεσε ο άλλος.

«Ήταν στη Νότια Αφρική κι εκμεταλλεύτηκε τους ντόπιους μαύρους και τα κονόμησε. Στυγνός εργοδότης!»

 Ο καθένας πρόσθετε το κοντό και το μακρύ του, αλλά το μυστήριο παρέμενε ακέραιο. Και τι δεν ακούστηκε γι αυτούς. Δεν ξέρω όμως τι απ’ όλα αυτά έφτασε στ’ αυτιά τους. Εκείνο που ξέρω είναι πως δεν έδωσαν σε κανέναν δικαίωμα να πει κάτι για την εδώ διαβίωση τους. Η ευγένεια και η ηρεμία που τους χαρακτήριζε αφόπλιζε και τις πιο κακεντρεχείς γλώσσες.

Εμένα με συμπαθούσαν ιδιαίτερα κι όταν εκτάκτως ήθελαν κάτι από την αγορά η κυρά Κατίνα εμένα έστελνε αν ήμουν σπίτι. Κι εγώ το γούσταρα γιατί πάντοτε με κάτι με φίλευε. Γλυκό, τα ρέστα απ’ τα ψώνια. Τέτοια. Στα κάλαντα μόνο σε μένα άνοιγε την πόρτα κι έδινε καλό ρεγάλο. Δεν αρκούσε το χτύπημα στο κουδούνι. Έπρεπε να φωνάξω για να καταλάβουν ότι είμαι εγώ. Στους άλλους δεν άνοιγαν. Ένας ακόμα λόγος να τους σέρνουν κι άλλες κακίες

Ο άντρας της, ο κυρ Αντώνης, κάθε μέρα, όταν οι καιρικές συνθήκες το επέτρεπαν, καθόταν στην αναπαυτική πολυθρόνα του και διάβαζε κάτι χοντρά βιβλία με τίτλους και περιεχόμενο που ποτέ δεν έμαθα. Ο κυρ Αντώνης ήταν ένας ψηλός, λεπτός και σοβαρός άντρας, πάντα καλοντυμένος με μακριά καλοχτενισμένα μαύρα μαλλιά. Σε σπάνιες ευκαιρίες άκουσα τη φωνή του. Όλες τις πρακτικές εργασίες διεκπεραιώνονταν από τη γυναίκα του.

Δεν ήταν σφικτοχέρηδες, όχι. Για την εποχή που μιλάμε και τον κλειστό κύκλο της τοπικής κοινωνίας μάλλον θα τους χαρακτήριζα κουβαρντάδες.  Όταν πήγαιναν στη ταβέρνα – κι αυτό γινόταν σταθερά μια φορά την εβδομάδα- άφηναν γερό πουρμπουάρ στον σερβιτόρο, πληροφορία που άκουσα με τα αυτιά μου να το λέει σε κάποιο κύκλο ο ίδιος.

Για τα χρήματα που χαλούσαν έγιναν πολλές συζητήσεις κι από πολλούς. Δεν αξίζει να αναπαράγω τις μετέωρες φήμες. Εκείνα που θα αναφέρω είναι οι βάσιμες ειδήσεις. Πρώτα ο υπάλληλος – ταμίας της τράπεζας εξομολογήθηκε στη γυναίκα του εμπιστευτικά κι αυτή με τη σειρά της το κοινολόγησε το ίδιο εμπιστευτικά στη φιλενάδα της, οπότε δε χρειάστηκε κόπος να γίνει κοινό κτήμα όλης της πόλης η είδηση. Στο βιβλιάριό του μηνιαίως  μπαίνει ένα καλό ποσό, η πηγή του οποίου δεν ξεκαθαρίστηκε καθόλου. Το έμβασμα μάλλον ερχόταν από το εξωτερικό. Η ζωή τους από άποψη εξόδων δεν είχε στοιχεία ασωτίας, αλλά κι ούτε στέρησης. Ζούσαν στο επίπεδο μιας εύπορης οικογένειας.





13. Η  δική μου αναχώρηση





Με αυτόν τον ήρεμο τρόπο πέρασαν τα χρόνια μέχρι που έδωσα εξετάσεις και μπήκα στη Νομική της Αθήνας. Έτσι έπρεπε να φύγω. Με την αφήγηση για τον κυρ Αντώνη και την κυρά Κατίνα δε βρήκα χρόνο να πω για τα δικά μου βάσανα. Ήμουνα μοναχοπαίδι μιας μάνας που ήταν παλικάρι με τα όλα της.

Πολύ νωρίς έχασε τον άντρα της από ατύχημα στο εργοστάσιο και τον έκλαψε για μέρες σπαρακτικά.. Εγώ ήμουν πολύ μικρός κι αχνά θυμάμαι τη μορφή του. Η μόνη μνήμη που σέρνω είναι το τσίμπημα από το άγριο μουστάκι του όταν ερχόταν να μου δώσει ένα φιλί. Ακόμα ζούσε η γιαγιά από τη μάνα μου κι αυτή έβαλε πλάτη το πρώτο διάστημα, όταν προς στιγμή η μάνα μου με την απότομη αλλαγή έχασε το κουράγιο της και κλείστηκε στο καβούκι της. Πες, όμως πες απ’ τη γιαγιά καθώς οι μέρες περνούσαν  η μάνα συνερχόταν

«Έχεις παιδί να μεγαλώσεις Ελένη! Ξύπνα κι άσε τις πολυτέλειες. Κι εγώ έχασα νωρίς τον πατέρα σου αλλά δεν έκανα κι έτσι. Έλα να κάνουμε φαγητό στον Ηλία»

Αυτός ήμουν εγώ, που τα είχα και λίγο χαμένα με τις απότομες αλλαγές που υπήρξαν με το χαμό του πατέρα. Η μάνα σύντομα ανέλαβε τα ηνία κι ήταν για μένα πατέρας- μητέρα- δάσκαλος και φύλακας άγγελος. Μετά κόπων και βασάνων έβγαλε μια ψωροσύνταξη απ’ το ΙΚΑ, αλλά ξετρύπωσε κι άλλες ευκαιρίες να συμπληρώνει το εισόδημά της. Δεν έχω παράπονο. Για τα μέτρα της γειτονιάς μας, για το επίπεδο του μέσου ανθρώπου τίποτα σημαντικό δεν στερήθηκα. Νοίκιαζε το δωμάτιο, νοίκιαζε το πατρικό της, όταν χάσαμε και τη γιαγιά, διόρθωνε κανένα ρούχο γιατί έπιαναν τα χέρια της και πολλά ακόμα. Με σωστή διαχείριση είχε ένα κομπόδεμα και κάθε τόσο μου το τόνιζε

«Αυτά είναι για τις σπουδές σου, νεαρέ..»

Εγώ δεν έδινα καμιά προσοχή, μέχρι την ώρα που πράγματι παίξανε τον ρόλο τους.  Να παντρευτεί άλλον ποτέ δεν αποπειράθηκε και στις συμβουλές συγγενών και φίλων δείχνοντάς με, με καμάρι, έλεγε

«Στο σπίτι μου υπάρχει άντρας! Ο Ηλίας μου!»

Δυστυχώς η γλυκιά μου δε χόρτασε αντρική αγκαλιά. Έχω κι εγώ μια ευθύνη με την ύπαρξή μου. Κάποια στιγμή, δεκαοκτώ χρόνων, αποφοίτησα από το ενιαίο τότε γυμνάσιο κι η μάνα μου ήταν ανένδοτη και δε σήκωνε κουβέντα

«Θα πας στην Αθήνα να σπουδάσεις. Δεν κυνηγιέμαι μια ζωή να σε βλέπω να σέρνεσαι στα πόδια μου. Έχω άλλα όνειρα για σένα. Δε θα μου καταντήσεις να γίνεις ένας υπαλληλάκος σε κάποιο κακορίζικο αφεντικό…»

Κι αν η μάνα μου έλεγε κάτι άντε να μην υπακούσεις. Θα σου βγάλει ξύγκι μέχρι να περάσει το δικό της. Η αλήθεια να λέγεται. Αν έκανα λίγες κόνξες ήταν για τα μάτια του κόσμου. Από μέσα μου το γούσταρα πολύ. Βέβαια θα την άφηνα μόνη, μα αυτή είναι πεισματάρα σαν κυπραίικο γαϊδούρι και Ηλία μου μάζευέ τα και ξεκίνα.

Επιτέλους θα πήγαινα στην Αθήνα, που μέχρι τότε δεν είχε πατήσει το πόδι μου. Αλλά ακόμα δε σκεφτήκαμε το βασικό. Έχω τα κότσια να πετύχω στις εξετάσεις; Δε λέω καλός μαθητής ήμουν με καλούς βαθμούς στα μαθήματα, μα είχα την ατυχία να έχω συμμαθητή στην τάξη το γιο του γυμνασιάρχη και πάντα οι βαθμοί του ήταν λίγο πιο πάνω απ’ τους δικούς μου. Δεν ήταν βλάκας, ένας μέσος μαθητής ήταν, αλλά οι καθηγητές για να κάνουν εκδούλευση στον προϊστάμενό τους του κοπάναγαν ανεξήγητα εικοσάρια. Σε ένα μόνο με ξεπερνούσε. Στην έπαρση και τον εγωισμό. Κάποια μέρα μου το πέταξε στα μούτρα κιόλας

«Εγώ θα είμαι ο σημαιοφόρος, να χτυπάς τον κώλο σου κάτω..»

Αυτό ήταν αλήθεια και δεν κρατήθηκα. Του απάντησα στο ύφος του

«Στ’ αρχίδια μου και δυο αυγά Τουρκίας !»

Κακώς! Του έδωσα αξία. Δεν έχασε χρόνο, το μεταβίβασε στον πατέρα του, όπως εμμέσως το έμαθα. Ευτυχώς, δε θα τον έχω στα πόδια μου. Με τους βαθμούς που έχει μπαίνει στην Παιδαγωγική Ακαδημία της  Λάρισας, χωρίς εξετάσεις. Έχει παράδοση η οικογένεια να σιτίζεται επί γενεές απ’ το κράτος. Να πάει στο καλό! Μ’ εμένα τι γίνεται που θα δώσω εξετάσεις



14. Ο  Ηλίας στην Αθήνα

                                               

Η μάνα του, του είχε φάει τ’ αυτιά. Συμβουλές κι οδηγίες

Κοίτα πάλι! Πήρες ότι χρειάζεται; Μήπως ξέχασες τίποτα; Τα χαρτιά; Έξω απ’ το σταθμό του τρένου που θα κατέβεις έχει διάφορα ξενοδοχεία. Κλείσε δωμάτιο σ’ όποιο σ’ αρέσει. Άφησε τη βαλίτσα και ρώτα πώς θα πας στο Πανεπιστήμιο. Εκεί ρώτα που θα καταθέσεις την αίτηση για συμμετοχή στις εξετάσεις. Θα σου πούνε αυτοί. Τα λεφτά πρόσεχε. Στα ξαναλέω. Εκτός από το πορτοφόλι, που θα το βάζεις στην πίσω βαθειά τσέπη και θα κουμπώνεις πάντα το κουμπί, έχεις και σε δυο άλλα μέρη. Στο κασμιρένιο παντελόνι στη φόδρα πάνω δεξιά. Να πιάσε να δεις! Τα υπόλοιπα είναι στο ντυμένο βιβλίο «Υποδείγματα εκθέσεων» που είπες ότι το χρειάζεσαι για διάβασμα. Είναι μέσα απ’ το ντύσιμο. Μόλις τακτοποιηθείς να μου τηλεφωνήσεις. Στον μπακάλη άφησε τον αριθμό και θα σε πάρω εγώ απ’ τον ΟΤΕ. Μη μπλέξεις κακομοίρη μου! Μόλις τελειώσεις την εγγραφή πάρε το τρένο και πίσω. Θα έχω συνέχεια την έγνοια σου..»

«Εντάξει ρε μάνα! Μου τα είπες εκατό φορές..»

«Και να προσέχεις μην κρυώσεις εκεί μόνος σου. Να έχεις στο χέρι σου τη ζακέτα»

Όταν ξεκίνησε το τρένο ένιωσε ότι ξεκινά μια νέα φάση στη ζωή του. Κρυφός εγωιστής και με φιλοδοξίες ήξερε ότι πρέπει να δώσει μάχες και να τις κερδίσει.

Έφτασε στην Αθήνα με μηδενικές εμπειρίες μεγάλης πόλης, αλλά με σταθερή την απόφαση να πετύχει. Ακολούθησε τις συμβουλές της μάνας του κι έπιασε δωμάτιο σε ξενοδοχείο. Παζάρεψε την τιμή του δωματίου. Ο ξενοδόχος τον ρώτησε πόσες μέρες θα μείνει

«Δεν ξέρω ακριβώς αλλά δυο τρείς οπωσδήποτε..»

Δίνοντας μια προκαταβολή ο άλλος του έκανε μια καλή έκπτωση. Πρώτη εμπειρία: Δεν παίρνω δεδομένο ό,τι στην αρχή μου λένε. Ρώτησε πως αύριο το πρωί θα πάει στο Πανεπιστήμιο κι ο ξενοδόχος τον καθοδήγησε καλά.

«Απέξω έχει αφετηρία το τρόλεϊ. Θα κατέβεις στη στάση «Πλατεία Κλαυθμώνος» κι εκεί ρώτα πάλι»

Λένε, ρωτώντας πας στην πόλη. Πρωτάρης, αλλά ευγενικός κι ακούραστος βήμα- βήμα ολοκλήρωσε την απαραίτητη γραφειοκρατία και την τρίτη μέρα πήρε το τρένο της επιστροφής. Οι εξετάσεις θα αργούσαν. Αρχές Σεπτέμβρη.  Έχει μπροστά του καιρό, αλλά έχει και προετοιμασία. Κάποιοι συμμαθητές του εγκαταστάθηκαν ήδη στην Αθήνα για να παρακολουθήσουν το θερινό πρόγραμμα των φροντιστηρίων. Κυρίως αυτοί που θα ακολουθούσαν θετικές σχολές. Ο ίδιος δεν το θεώρησε απαραίτητο. Είχε βεβαίως προμηθευτεί αρκετά βοηθητικά βιβλία απ’ αυτά που κυκλοφορούσαν και περιείχαν και θέματα προηγούμενων ετών και υποδείγματα εκθέσεων, μεταφράσεις κειμένων. Να μπει στο κλίμα. Η αλήθεια είναι πως είχε μια αγωνία, αλλά και περίσσιο πείσμα να προχωρήσει.

Όλο τον υπόλοιπο καιρό διάβασε με την πείνα του πεινασμένου, ασταμάτητα, που ακόμα κι η μάνα του είπε

« Φτάνει παιδί μου! Θα κουραστεί το μυαλό σου»

Κι ήρθε η ώρα της κρίσης. Αυτή τη φορά η μάνα του επέβαλε την παρουσία της με κάθετο τρόπο

«Θα έρθω κι εγώ. Το χρειάζομαι κι ίσως βοηθήσω κιόλας. Δυο μέρες κρατάνε. Ας είμαι κοντά σου να μην έχεις και τις έγνοιες της διαβίωσης. Θα είμαι διακριτική και στην άκρια»

Το ύφος κι ο τρόπος της δεν άφηνε περιθώρια για αντιρρήσεις. Την ήξερε καλά τη μάνα του. Δέχτηκε το μοιραίο. Η αλήθεια είναι ότι τήρησε την υπόσχεση της. Τον περίμενε έξω από το χώρο και δεν τον ρωτούσε με την ενοχλητική περιέργεια των γονέων. Απλώς μια κουβέντα

«Καλά;»

«Καλά» απαντούσε κι αυτός

Μετά το τέλος του τέταρτου μαθήματος πήγαν σ’ ένα καλό εστιατόριο στο κέντρο να το «γιορτάσουν»

«Ηλία μου. Έχω βγάλει εισιτήριο με το αυριανό βραδινό τρένο. Κι εγώ μωρέ πρώτη φορά έρχομαι στην Αθήνα. Θα ήθελα να με πας να δω την Ακρόπολη. Εντάξει;»

Τι να της πει. Η μάνα του. Κολόνα σταθερή κι αναντικατάστατη

«Εντάξει, ρε μάνα!»



15. Τα αποτελέσματα



Ήταν αρχές Νοεμβρίου κι ακόμα τα αποτελέσματα δεν είχαν ανακοινωθεί. Κάθε μέρα πια στηνόταν στο περίπτερο του κεντρικού δρόμου που κάθε μεσημέρι έρχονταν οι αθηναϊκές εφημερίδες και ο περιπτεράς γνωστός τους τον άφηνε να τις ξεφυλλίζει. Στα μέσα του Νοεμβρίου στην εφημερίδα «Ακρόπολη» είδε τα αποτελέσματα της Νομικής. Με αδημονία τα μάτια του διέτρεξαν βιαστικά τα ονόματα χωρίς να δει το δικό του. Η καρδιά του πήγε να σπάσει. Πιο ήρεμα κοίταξε απ’ την αρχή. Α, μωρέ, γι αυτό δεν το είδε με την πρώτη. Δεν το φανταζόταν να είναι στις πρώτες θέσεις αφού τα είχε με σειρά επιτυχίας.

Έβγαλε μια χαρούμενη κραυγή που τρόμαξε όσους ήταν τριγύρω

«Πέτυχα, πέτυχα! Σ’ ευχαριστώ θεέ μου! Θα την αγοράσω κυρ Περικλή την εφημερίδα. Πόσο κάνει;»

«Μπράβο παιδί μου! Μπράβο. Πάρε την, δώρο του μαγαζιού»

«Σ’ ευχαριστώ»

Σα σίφουνας έτρεξε προς το σπίτι του να το πει στη μάνα του. Λίγο πριν μπει μέσα η  κυρά Κατίνα, που μόλις είχε ανοίξει την πόρτα του είπε

«Γιατί τρέχεις Ηλία; Τι έπαθες»

«Πέτυχα κυρά Κατίνα. Θα γίνω δικηγόρος!»

Μπράβο παιδί μου. Με τις ευχές μας»

Από μέσα τ’ άκουσε η μάνα του και βγαίνοντας με φόρα τον αγκάλιασε και τον γέμισε με φιλιά

«Αγόρι μου! Μπράβο μωρό μου. Αχ, τι χαρά είναι αυτή; Σ’ ευχαριστώ Παναγία μου για  την ευλογία που μας χάρισες»

Σ’ όλους στη γειτονιά έκανε εντύπωση η επιτυχία του Ηλία. Εκείνη την εποχή πολλοί λίγοι ήταν αυτοί που είχαν το πείσμα, τη δύναμη και την ικανότητα να έχουν τέτοιου είδους υπερβάσεις. Βλέπεις ότι οι εξετάσεις γίνονταν μόνο στις έδρες των ανωτάτων ιδρυμάτων, που βρίσκονταν σε δυο μόνο πόλεις. Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Ένα παιδί της επαρχίας έπρεπε να ταξιδεύσει εκεί με δικά του έξοδα, να βρει κατάλυμα για να κοιμάται, χρήματα να τρώει έξω από την οικογένεια και το τελευταίο. Να πληρώσει εξέταστρα για να έχει το δικαίωμα συμμετοχής.

Αυτά τα αναφέρω σ’ αυτή τη θέση για να δείξω πόσο εύκολα ξεχνιόνται οι   βελτιώσεις της ζωής κι οι περισσότεροι μένουν στο επίπεδο της διαρκούς γκρίνιας και μαντζιριάς. Υπήρχε όμως κι ένα θετικό τότε στοιχείο για τον μαθητή. Επειδή κάθε σχολή έκανε τις δικές της εξετάσεις, σε διαφορετική ημερομηνία κατά κανόνα από την άλλη, δινόταν η ευκαιρία σε όποιον ήθελε κι είχε τα χρήματα των εξετάσεων να δοκιμάσει την τύχη του πάνω από μια φορά. Οι διαφορετικές ημερομηνίες είχαν και μια άλλη επεξήγηση. Να μαζεύονται περισσότερα εξέταστρα στη σχολή μέρος των οποίων διανέμονταν στους καθηγητές κι ίσως στους βοηθούς που κυρίως έβγαζαν τον όγκο της διόρθωσης των γραπτών.

Όπως είναι σύνηθες στα προβλήματα που απασχολούν μια κοινωνία το καθένα έχει δυο όψεις. Σ’ αυτές συγκεντρώνονται τα καλά και τα κακά της κάθε φοράς διευθετήσεως. Άριστη λύση είναι αυτή που μειώνει τις κακές πλευρές, αφού η αναζήτηση  μόνο καλού είναι μια ουτοπία. 

Η μεγάλη έκπληξη, μετά από μερικές μέρες και καθώς ετοιμαζόμουν να πάω Αθήνα για την εγγραφή στη σχολή και την έναρξη των μαθημάτων, είχαμε μια διακριτική επίσκεψη από την κυρά Κατίνα του απέναντι σπιτιού.

«Γεια σας. Με στέλνει ο άντρας μου, με την παράκληση να μείνει μεταξύ μας. Χάρηκε πολύ για την επιτυχία του Ηλία. Όπως κι εγώ βέβαια. Ξέρει ότι θα χρειαστούν έκτακτα έξοδα και θα μας έδινε ευχαρίστηση να τσοντάρουμε κι εμείς λίγο. Να το θεωρήσετε σαν μια δωρεά που κάνουμε για την ψυχή μας»

Η κακομοίρα μάνα μου έβαλε τα κλάματα από τη συγκίνηση

«Όλα τα καλά του Θεού μας ήρθαν μαζί! Σας ευχαριστούμε μ’ όλη την καρδιά μας. Να ευχαριστήσεις τον άντρα σου και να σας έχει ο θεός καλά. Θα μπορούσε ο Ηλίας μου να έρθει κάποια στιγμή να ευχαριστήσει τον άντρα σου;

«Ναι θα τον περιμένουμε αύριο το απόγευμα. Να έρθει!»

Έδωσε ένα χοντρό φάκελο στη μάνα κι έφυγε. Όταν η μάνα άνοιξε το φάκελο έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα. Ένα μάτσο χαρτονομίσματα της μεγαλύτερης αξίας από αυτά που κυκλοφορούσαν στην εποχή. Ίσως έφταναν για όλα τα έξοδα των σπουδών…

«Να είναι καλά οι άνθρωποι. Μην ξεχάσεις να πας αύριο. Αμαρτία είναι..»            



16. Αρχίζει η φοιτητική περίοδος



Για την εγκατάσταση του γιου της πήγε στη Αθήνα κι η μάνα του. Να νοικιάσουν δωμάτιο, ν’ αγοράσουν ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι και δυο καρέκλες. Αυτά ήταν τα έπιπλα του φοιτητικού δωματίου, σε μια μονοκατοικία με ανεξάρτητα δωμάτια, εκεί που αρχίζουν οι ανηφόρες του Λυκαβηττού. Αυτός είχε μεταφέρει όσα βιβλία έκρινε ότι θα του χρειαστούν κι η μάνα ρούχα και το στοιχειώδες νοικοκυριό. Δεν ήταν μέσα στο πρόγραμμα να μαγειρεύει, εκτός από τα βασικά.

Μες το μυαλό του Ηλία ήταν οι εντυπώσεις του από την επίσκεψη στον κυρ Αντώνη. Σοβαρός, λιγομίλητος, του έδειξε ότι ενδιαφέρεται γι αυτόν, αλλά ως εκεί.

«Μια μόνο συμβουλή μπορώ να σου δώσω. Βάλε στόχους και πολέμα με πείσμα για την πραγματοποίηση τους. Εσύ θα τους διαλέξεις, αλλά να παραμείνεις σταθερός. Η επιτυχία δεν έρχεται έτοιμη στο πιάτο. Θέλει κόπο και χρόνο»

Αποπειράθηκε να τον ευχαριστήσει για την οικονομική βοήθεια, μα συνάντησε την κάθετη αντίδρασή του ν’ ακούσει ο,τιδήποτε. Προσπάθησε ασθενώς βέβαια μήπως εκμαιεύσει καμιά προσωπική πληροφορία, αλλά πάντα η συζήτηση αυτόματα άλλαζε θέμα. Ο γρίφος παρέμενε αναπάντητος κι άρα μυστηριώδης. Ήταν ηλίου φαεινότερον. Ήθελε να κρατήσει όλους μακριά από την προσωπική του ζωή. Κι έπρεπε να το δεχτεί. Μόνο καλό είχε δει από αυτήν την οικογένεια. Είχε ενημερώσει τη μάνα για τη συζήτηση κι εκείνη ήταν κάθετη

«Ίσως έχουν δικούς τους λόγους και πρέπει να το σεβαστούμε. Σε μας φέρθηκαν περισσότερο από καλά κι αυτό ας σου μείνει. Μην το ξεχάσεις ποτέ !»

Αφού τον τακτοποίησε σε όλες τις πλευρές επιτέλους γύρισε στην πατρίδα. Ο Ηλίας ανέπνευσε. Μη γίνει παρεξήγηση. Την αγαπά όσο τίποτα άλλο, αλλά θα ήθελε λίγο το πεδίο ελεύθερο. Είναι δεκαοκτάρης πια κι αναζητά τη δική του περιπέτεια. Όταν μπήκε για πρώτη φορά στο αμφιθέατρο της Νομικής ήταν μια νέα αξέχαστη εμπειρία. Εκατοντάδες νέα παιδιά συνομήλικα μ’ αυτόν, αλλά σε όλες τις δυνατές εκφάνσεις. Αγόρια σαν αυτόν που από μακριά μύριζαν επαρχία ντυμένα με τα ρούχα που κι αυτός ντυνόταν, κορίτσια μάλλον ίδιας καταγωγής, ντυμένα σεμνά να κοιτάζουν δεξιά αριστερά, ζώντας κι αυτά τις ίδιες πρωτόγνωρες εμπειρίες. Όμως δίπλα σ’ αυτά τα συνεσταλμένα άτομα υπήρχαν και οι άνετοι, γεμάτοι αυτοπεποίθηση και θάρρος, Αθηναίοι από καλές οικογένειες, μοντέρνα ντυμένοι και κοντά τους νεαρές πανέμορφες και ζηλευτές να ακκίζονταν αδιακόπως.

Είχε πολλά να μάθει και πολλά καρβέλια να καταναλώσει. Δόξα το θεό, μ’ αυτά τα άτομα θα ζούσε τα επόμενα τουλάχιστον τέσσερα χρόνια της ζωής του. Μέσα απ’ αυτόν τον κόσμο θα βρει φίλους, θα έχει κοινές εμπειρίες και πού ξέρεις ίσως κάτι περισσότερο. Είχε τον ενθουσιασμό και τις προσδοκίες του νεοφώτιστου, αλλά δε γνώριζε ότι η ζωή είναι πιο σύνθετη απ’ ότι εκ πρώτης όψεως δείχνει.

Δεν πρόλαβαν πολλά μαθήματα κι ήρθαν οι διακοπές των Χριστουγέννων. Στις λίγες όμως μέρες γνωρίστηκε με κάποιους, αγόρια και κορίτσια κι άρχιζε η πρώτη επιλογή. Κάποιοι του συστήθηκαν, σε άλλους συστήθηκε αυτός. Ήδη υπήρχαν δυο συμπολίτες του και μάλιστα η μία ήταν κορίτσι, που τώρα πρωτομίλησε μαζί του αφού πήγαινε στο θηλέων και καθόταν στην άλλη πλευρά της πόλης. Θα δούμε είπε από μέσα του. Δυο ακόμα ήταν από γειτονική πόλη, αλλά δεν πρόλαβε καθόλου να τους γραδάρει. Με τους συμπατριώτες έδωσαν ραντεβού να συναντηθούν την παραμονή των Χριστουγέννων το πρωί σε γνωστό στέκι της πόλης. Ωραία!

Με τους άλλους που μίλησε του έμειναν κάποια ερωτηματικά. Μια περίπτωση ήταν μια όμορφη και ήρεμη κοπέλα, που συνεχώς τον ρωτούσε για προσωπικές λεπτομέρειες. Από πού είναι, ποια η οικογενειακή κατάσταση, τι δουλειές κάνουν οι δικοί του, ποια ομάδα υποστηρίζει κι ακόμα πολλές. Δεν ενοχλήθηκε. Απαντούσε αυθόρμητα κι ειλικρινά, πρώτον γιατί ήταν κοπέλα και μετά του δημιουργούσε ένα κλίμα οικειότητας. Δεν ήταν κι εξοικειωμένος με γυναικεία παρέα. Μόνο όταν χώρισαν και τα ξανάφερε στο μυαλό του αναρωτήθηκε τη σκοπιμότητα του καταιγισμού των τόσων ερωτήσεων. Η Ματίνα θα ήταν μια περίπτωση που οι δρόμοι τους θα συναντιόνταν στο μέλλον. 

Δεν ήταν όμως μόνο αυτή. Κι άλλος τον στρίμωξε με ερωτήσεις, αλλά ήταν άγαρμπος και πολύ σίγουρος για τον εαυτό του και αυθόρμητα έκλεισε την πόρτα των πληροφοριών. Άρχισε να μαθαίνει. Αυτός ρωτούσε τον συνομιλητή του. Κι εκείνος άλλο που δεν ήθελε. Του τα είπε χαρτί και καλαμάρι

«Είμαστε μια ομάδα συμφοιτητών με κοινούς προβληματισμούς και άπειρη αγάπη για την πατρίδα. Αν θέλεις μπορείς να έρχεσαι στις συγκεντρώσεις μας»

Δεν ήξερε τι ν’ απαντήσει. Σίγουρα ήταν πολύ νωρίς να μπλέξει κάπου, αλλά και δεν ήθελε να είναι αρνητικός και κάθετος. Είπε

«Αυτό τον καιρό φίλε έχω πολλά προσωπικά προβλήματα και δεν έχω χρόνο για τίποτα άλλο πέρα από την παρακολούθηση των μαθημάτων κι αυτή με το ζόρι. Πάντως ευχαριστώ για την προσφορά. Θα το έχω κατά νου»

«Αν είναι κάτι που μπορούμε να βοηθήσουμε μη διστάσεις. Είμαστε στη διάθεσή σου..»

Το σκέφτηκε αργότερα. Καμιά χριστιανική οργάνωση θα είναι ή ακόμα και πολιτική. Αυτά τα περί αγάπης στην πατρίδα και από τα συμφραζόμενα υποπτευόταν περίπου τι. Δεν είχε καμιά όρεξη να μπλέξει σε κάτι τέτοιο. Κι η κοπέλα; Από εκεί τίποτα δεν είναι σίγουρο. Αν το ενδιαφέρον είναι προσωπικό και δεν κρύβει πίσω του υστερόβουλες άλλες επιδιώξεις δεν θα του κακοφαινόταν μια συνέχεια. Προς το παρόν επιφυλακτικότητα, μέχρι να καταλάβει τι συμβαίνει. Σίγουρα δεν έχει εμπειρίες, αλλά δεν είναι και κανένα κορόιδο που με την πρώτη θα τον σέρνουν απ’ τη μύτη.

Στην πατρίδα το ραντεβού που είχε συμφωνηθεί πραγματοποιήθηκε. Είχε ενδιαφέρον το θέμα. Όπως και να το κάνεις στην ίδια πόλη γεννήθηκαν κι ίσως εδώ μαζί να σταδιοδρομήσουν. Η Θέκλα κι ο Μάριος. Τα είπανε αναλυτικά για τα μελλοντικά τους όνειρα να επιστρέψουν στη γενέθλια πόλη μετά το τέλος των σπουδών. Ιδιαίτερα ο Μάριος που ο πατέρας του, από δεκαετίες ασκούσε τη δικηγορία στην πόλη. Στρωμένη δουλειά, με τίποτα δεν μπορεί να την αγνοήσεις. Η Θέκλα ήταν μια όμορφη κι αποφασιστική κοπέλα, που δεν έλιωνε κιόλας για το επάγγελμα του δικηγόρου. Τις σπουδές στη σχολή τις έβλεπε σαν ένα αναγκαίο πέρασμα σε άλλα σχέδια που είχε στο μυαλό της. Ανοιχτό μυαλό, με ενδιαφέροντα καλλιτεχνικά, δεν θα ήταν έκπληξη αν στην πορεία διάλεγε μια τέτοια καριέρα. Θα του άρεσε να κάνουν παρέα και στην Αθήνα. Της το είπε και βρήκε θετική ανταπόκριση.



17. Η ζωή συνεχίζεται



Καλά το είχε υποπτευθεί. Ο νεαρός με τα πατριωτικά ήταν σταλμένος εκπρόσωπος μιας εθνικιστικής δεξιάς οργάνωσης να τον οργανώσει κι ο Ηλίας δεν είχε καμιά όρεξη να μπλέξει με κάτι τέτοιο. Μέχρι τώρα δεν του δόθηκαν άλλωστε αφορμές να σκεφθεί και να τοποθετηθεί σε πολιτικής φύσεως προβλήματα. Η μάνα του είχε πολύ πρακτικότερα προβλήματα για να ασχοληθεί με τέτοιες πολυτέλειες κι ο πατέρας του δεν πρόλαβε να τον επηρεάσει αφού τον  έχασε όταν ήταν ακόμα πολύ μικρός. Κι ο ίδιος δεν έτυχε να προβληματιστεί μέχρι στιγμής σε τέτοιας χροιάς θεματολογία. Δεν υπήρξαν αφορμές.

Βεβαίως ήταν αδύνατον στην ηλικία και τους χώρους που κινούνταν να μείνει εκτός των πολιτικών προβληματισμών. Αυτού του είδους τα θέματα έρχονται και σου χτυπάνε απροειδοποίητα την πόρτα και μερικές φορές δεν είναι στο χέρι σου να αυτό καθορίσεις  το εύρος της προσωπικής σου συμμετοχής.

Η Ματίνα τον ξαναπλησίασε και τον ρώτησε πως πέρασε τις διακοπές του. Την ενημέρωσε αναλυτικά. Τη ρώτησε κι αυτή, πράγμα που δεν το είχε κάνει την προηγούμενη φορά. Και τώρα είχε μια πρώτη εικόνα. Γεννήθηκε στην Καλαμάτα, αλλά όταν ακόμα ήταν μικρή η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στου Ζωγράφου, όπου είχαν αγοράσει ένα διαμέρισμα. Ο πατέρας της ήταν λογιστής και έδωσε μάχες να βρει πελάτες στο νέο τόπο που ήρθε, μα στο τέλος τα κατάφερε και τώρα είναι καλά. Έχει ένα μικρότερο αδελφό, που φέτος τελειώνει το γυμνάσιο. Του χρόνου θα δώσει εξετάσεις, αλλά αυτός είναι καλός στις θετικές επιστήμες και προς τα εκεί προσανατολίζεται. Ήδη ο Ηλίας της είχε μιλήσει για τη δική του κατάσταση

Η Ματίνα ήταν ένας ζεστός άνθρωπος και θα του άρεσε να κάνει κάτι περισσότερο μαζί της. Αυτός της το πρότεινε

«Θέλεις να πάμε μαζί να δούμε καμιά ταινία;»

«Αμέ»

Του απάντησε αμέσως

«Εσύ θα προτείνεις που είσαι χρόνια στην Αθήνα και ξέρεις περισσότερα από μένα»

«Στο Ιντεάλ της Πανεπιστημίου παίζει μια γαλλική ταινία. Διάβασα στην  εφημερίδα καλή κριτική»

Πήγαν κι ήταν όμορφο έργο. Το συζήτησαν μετά κι είπαν παρόμοιες εντυπώσεις. Ταιριάζανε σαν άτομα, μα το παράξενο είναι πως δεν υπήρξε καμιά νύξη ή διάθεση για ερωτική σχέση. Ίσως να ήταν καλύτερα. Θα έμεναν δυο καλοί φίλοι.



18. Εξελίξεις με τον κυρ Αντώνη



Τον ειδοποίησε η μάνα του με τον τρόπο που είχαν συμφωνήσει. Η νοικοκυρά του είπε ότι τηλεφώνησε η μάνα του. Πήγε στον ΟΤΕ της Σόλωνος και τηλεφώνησε σπίτι. Είχαν βάλει με κάποιο σπρώξιμο- γνωστός μέσω γνωστού- τηλέφωνο σπίτι. Μεγάλη πολυτέλεια για εκείνη την εποχή. Η μάνα του επέμεινε

«Να μπορείς να μου τηλεφωνείς όποτε χρειάζεσαι κάτι, το ίδιο κι εγώ»

Με τα χρήματα που τους είχε δώσει το απέναντι ζευγάρι είχαν τη δυνατότητα για αυτήν την πολυτέλεια

«Έλα μάνα, τι συμβαίνει;»

«Ηλία μου, ο κυρ Αντώνης έπαθε συμφόρηση κι είναι ημιπαράλυτος στο νοσοκομείο. Μου είπε ότι θέλει να σε δει»

Κάποια δεύτερα σιωπής και μετά αποφασιστικά της είπε

«Θα πάρω το πρώτο λεωφορείο και θα έρθω»

«Εντάξει θα το πω στην Κατίνα»

Σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σκεφτόταν τι να τον θέλει. Έφερε στο μυαλό του όλες τις πληροφορίες που ήξερε για το ζεύγος και πράγματι η ζωή τους πριν έρθουν απέναντι από το σπίτι, ήταν ένα προστατευμένο μυστικό, ένα ασφαλές πέπλο που μέχρι τώρα δεν ξεκαθάρισε τίποτα. Για μια στιγμή είδε τη μάνα του κι άφησε τα λερωμένα ρούχα που είχε φέρει να πλυθούν.

«Πάω απέναντι;»

«Δεν είναι κανένας, Η κυρά Κατίνα είναι στο νοσοκομείο. Πήγαινε. Ίσως την προλάβεις εκεί»

Πήρε το λεωφορείο γιατί ήταν μακριά. Μπαίνοντας στην κεντρική είσοδο η κυρά Κατίνα έβγαινε από το θάλαμο που είχαν τον άνδρα της. Την αγκάλιασε και τη φίλησε

«Τι έγινε κυρά Κατίνα; Πώς είναι ο άνδρας σου;»

«Και μη χειρότερα Ηλία μου. Άσε τζάμπα θα πας μέσα τώρα. Μόλις και μετά βίας τον πήρε ο ύπνος, αφού του έδωσα και χάπι. Θα έρθουμε αύριο το πρωί»

«Τι να με θέλει; Ξέρεις εσύ τίποτα;»

«Ό,τι και να σε θέλει ο ίδιος θα στο πει. Πάμε σπίτι»

«Τι λένε οι γιατροί;»

«Τι να πουν; Μήπως ξέρουν κι αυτοί; Πάμε σπίτι. Σ’ ευχαριστώ πάντως που ανταποκρίθηκες στην πρόσκλησή μας. Κάνε υπομονή έως αύριο»

Δυστυχώς τα πράγματα δεν έρχονται όπως τα λογαριάζεις. Σήμερα είσαι, αύριο πας στον αγύριστο. Πάντοτε να έχεις κατά νου τη θνητότητα του ανθρώπου. Δεν αναφέρομαι μόνο στους άλλους, αλλά και στον ίδιο τον εαυτό σου. Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος. Ποιος το περίμενε ότι ο κυρ Αντώνης δε θα ξημέρωνε τη νέα μέρα. Ένα δεύτερο εγκεφαλικό κατά τη διάρκεια της νύχτας τον αποτέλειωσε.

Όταν την άλλη μέρα το πρωί έφτασαν στο νοσοκομείο ο Ηλίας με την κυρά Κατίνα έγιναν κοινωνοί της τραγικής είδησης. Ο Ηλίας το ένιωσε σα μαχαιριά κι αδικία να φύγει έτσι αναπάντεχα απ’ τη ζωή, αλλά η προσοχή του επικεντρώθηκε στην κυρά Κατίνα, που ήταν κι ο άντρας της. Την είδε ψύχραιμη. Χωρίς φωνές και υστερίες, μόνο το δάκρυ να τρέχει πνιχτά απ’ τα μάτια της. Ίσως να είχε χωνέψει λίγο- λίγο τον χαμό του ξέροντας την κατάστασή του, ίσως οι περιπέτειες της ζωής τα προηγούμενα χρόνια την είχαν σκληραγωγήσει στις συμφορές. Να πεις ότι δεν τον αγαπούσε; Πιο ταιριασμένο κι αρμονικό ζευγάρι μέχρι τώρα δεν είχε συναντήσει στη ζωή του.

Όταν ζήτησε να τον δει της είπαν ότι η σορός είχε μεταφερθεί στο νεκροτομείο του νοσοκομείου. Αυτή και μόνο μπορούσε να τον δει. Με κοίταξε. Της είπα πήγαινε. Γύρισε κλαμένη και προστατευτικά την αγκάλιασα για να την παρηγορήσω. Εκεί ένας υπάλληλος από γραφείο κηδειών ανέλαβε όλες τις τυπικές σ’ αυτές τις περιπτώσεις διαδικασίες. Η προϊσταμένη της έφερε μια μαύρη σακούλα

«Τα προσωπικά του είδη. Μαζέψαμε ότι ήταν στο κρεβάτι και το συρτάρι του. Θα ήθελα μια υπογραφή»

Έτσι κι έγινε. Στην επιστροφή δεν ειπώθηκε κουβέντα. Τι άλλωστε θα μπορούσε να ειπωθεί;. Όταν έφτασαν στο σπίτι της είπε

«Θέλετε να έρθω μέσα για παρέα;»

«Όχι. Ηλία μου! Θα ήθελα να μείνω λίγο μόνη»

«Να πω στη μητέρα μου να έρθει για συντροφιά;»

«Ναι, αλλά μετά από καμιά ώρα»



19. Η κηδεία



Με πολύ λίγο κόσμο γύρω του ο κυρ Αντώνης ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο της πόλης σ’ έναν νιόσκαφτο τάφο με μια σεμνή θρησκευτική τελετή με τον ιερέα να προσπαθεί για δικούς του λόγους να την συντομεύσει. Βλέπεις ζούσαν πολύ κλειστή ζωή, δεν είχαν ανοιχτεί σε παρέες κι ο θάνατός του πέρασε σχεδόν απαρατήρητος. Η κυρά Κατίνα αξιοπρεπής με σιωπηλή θλίψη, έθαβε τον μόνο σύντροφο της ζωής της. Η μόνη που είχε επαφή μαζί της αλλά σε πρακτικά πράγματα, ήταν η μητέρα του. Ποτέ μέχρι τώρα οι συζητήσεις δεν έφτασαν σε προσωπικές εξομολογήσεις. Κάτι που η μάνα μου σεβάστηκε και αυτό εκτιμήθηκε.

Μετά από δυο μέρες ο Ηλίας άρχισα να ετοιμάζεται να επιστρέψει στην Αθήνα. Η μάνα του  θύμισε

«Μην ξεχάσεις να χαιρετήσεις την κυρά Κατίνα!»

Άχρηστη προτροπή γιατί το είχε υπόψη του. Πήγε απέναντι, χτύπησε την πόρτα, είπε ποιος ήταν κι η πόρτα άνοιξε σχεδόν αμέσως

«Θα φύγω για Αθήνα κυρά Κατίνα κι ήρθα να σε χαιρετήσω»

Εκείνη με αποφασιστικό ύφος του είπε

«Πέρασε μέσα. Θέλω να σου μιλήσω»

Σε φέραμε εδώ απ’ την Αθήνα γιατί ο Αντώνης μου κάτι ήθελε να σου εμπιστευθεί. Δεν πρόλαβε να στο πει γιατί τον χάσαμε ξαφνικά πριν τον δεις. Όμως ο Αντώνης μου πάντα στη ζωή ήταν προνοητικός και δε θ’ άφηνε τίποτα σε εκκρεμότητα. Θυμάσαι όταν φύγαμε από το νοσοκομείο η προϊσταμένη μου έδωσε μια μαύρη σακούλα με τα πράγματά του; Μέσα εκεί, προαισθανόμενος το τέλος του μου άφησε ένα σύντομο σημείωμα με τις τελευταίες επιθυμίες του. Θα στο δείξω.

Γραμμένα με χέρι που μάλλον έτρεμε, ορνιθοσκαλίσματα που όμως διαβαζόντανε



        Καλή μου Κατίνα

 Δεν αισθάνομαι καλά και φοβάμαι μήπως δεν προλάβω.

Αυτά που θέλω να πω στον Ηλία εσύ τα ξέρεις. Στο

γραφείο στο αριστερό συρτάρι έχω έναν άσπρο

φάκελο. Μέσα έχει δυο κλειστά γράμματα για τον

Ηλία,  Το μικρό να τον ανοίξει μπροστά σου και να

τον διαβάσετε μαζί. Για το μεγαλύτερο λέω στον

πρώτο                     Σ’ αγαπώ

            Ο άνδρας σου Αντώνης



Την λίγη ώρα που χρειάστηκε να διαβάσει το βιαστικά γραμμένο σημείωμα του κυρ Αντώνη, το πρόσωπο της κυρά Κατίνας είχε γεμίσει με πνιχτά δάκρυα. Δεν ήξερε τι να πει και πώς να την παρηγορήσει. Εκείνο που μόνο παρηγορητικά τόλμησε να ψελλίσει ήταν

«Σας αγαπούσε πολύ ο κυρ Αντώνης κυρία Κατίνα!»

«Εγώ να δεις Ηλία μου! Ήμασταν δυο πληγωμένοι, από τις αναποδιές της ζωής, άνθρωποι. Δε λέω. Ο καθένας ίσως έζησε το προσωπικό του δράμα, μα εμείς σέρναμε τις μνήμες της δικής μας περιπέτειας. Ας μην μακρηγορώ. Ας βρούμε αυτά που λέει το σημείωμα. Για λόγους ευγένειας κι ευαισθησίας ήθελα να τ’ αναζητήσω μόνο με την παρουσία σου»

Προχώρησε στο γραφείο κι άνοιξε το συρτάρι. Πάνω- πάνω ήταν ο άσπρος φάκελος. Τον πήρε και τον έδωσε στον Ηλία

«Δικός σου είναι…»

Με τρεμάμενο χέρι τον πήρε κι άρχισε να τον ανοίγει. Πράγματι υπήρχαν δυο φάκελοι. Άνοιξε τον μικρό και άρχισε να διαβάζει. Επενέβη η κυρά Κατίνα

«Δυνατά Ηλία! Θέλω κι εγώ να τ’ ακούσω»

Άρχισε απ’ την αρχή



«  Αγαπητέ μας Ηλία

Από την πρώτη μέρα που σε γνωρίσανε νιώσαμε μια ιδιαίτερη

συμπάθεια για σένα. Αποδείχτηκε ότι ήσουν καλό παιδί.

Περισσότερο σε συμπαθήσαμε γιατί έμοιαζες ….

Ένας δυνατός λυγμός της κυρά Κατίνας διέκοψε το διάβασμά του

«Μη σταματάς Ηλία! Συνέχισε παιδί μου….»

Κι ο ίδιος πια είχε συγκινηθεί. Με τρεμάμενη φωνή συνέχισε να διαβάζει

«..γιατί έμοιαζες του δικού μας αγοριού που στην ηλικία σου τον χάσαμε

 με τραγικό, αλλά και άδικο τρόπο. Για μας αυτή η απώλεια ήταν σταμάτημα

της ζωής μας. Ο Νίκος ήταν ο ήλιος που έδινε φως στη ζωή μας.

 Μετά την απώλειά του πέρασε απ’ το μυαλό μας να πάμε κι εμείς

οικειοθελώς κοντά του, αλλά μας συγκράτησε ένα χρέος απέναντί του.

Φύγαμε απ’ τον τόπο που ζούσαμε, γιατί δεν αντέχαμε την ατμόσφαιρα

 εκεί πια  κι η καλή τύχη μας έφερε κοντά σας

Ξέρω ότι σε βάζω σε βάσανα, αλλά είναι για αργότερα όταν θα ασκείς το

επάγγελμα του δικηγόρου. Ελπίζω να τιμήσεις την εμπιστοσύνη που σου

δείχνουμε. Θα ήθελα όλα αυτά να μείνουν μόνο σε σένα. Ας μην τα

 κοινοποιήσεις μέχρι, αφού ανοίξεις το φάκελο κρίνεις εσύ. Επειδή

η επιθυμία μου είναι να κάνεις άνετες σπουδές έχω φροντίσει να ανοίξω

στην Εθνική τράπεζα έναν κοινό λογαριασμό. Η γυναίκα μου στο ίδιο

συρτάρι θα βρει το βιβλιάριο και θα στο δώσει. Άνοιξε μια θυρίδα

και βάλε το φάκελο εκεί για ασφάλεια. Δεν ξέρω αν θα πετύχεις τίποτα

Εκείνο που θέλω κι ελπίζω είναι να προσπαθήσεις.

Με αγάπη κι αναμονή 

  ΑΝΤΩΝΗΣ



Τι να πει πια! Κι αυτός έκλαιγε ακολουθώντας την κυρά Κατίνα που δε σταμάτησε σιωπηλά να δακρύζει. Του είπε

«Δεν έχω τίποτα να προσθέσω. Σέβομαι τη γραμμή που σου έδωσε ο Αντώνης μου και μου αρκεί. Στάσου ένα λεφτό να βρω το βιβλιάριο»

Το έκανε αυθόρμητα. Έτσι ένιωθε. Τη στιγμή που του έδινε το βιβλιάριο της φίλησε το χέρι

«Μη. Δε χρειάζεται. Εγώ νιώθω υποχρεωμένη. Δεν είναι ανάγκη να βάλεις τη μάνα σου σε ξένες έγνοιες. Και μην ανησυχείς θα την προσέχω εγώ. Δυο μοναχικές χήρες είμαστε. Ας ενώσουμε τις μοναξιές μας»



20. Ο Ηλίας  συνεχίζει  τις  σπουδές  του



Γύρισε στην Αθήνα και οι πρώτες υποχρεώσεις που διεκπεραίωσε ήταν οι εντολές που του έδινε η επιστολή του κυρ Αντώνη. Τις τήρησε κατά γράμμα. Ανθρώπινο χούι η περιέργεια. Μέσα απ’ το μυαλό του πέρασε ο πειρασμός ν’ ανοίξει το φάκελο μα συγκρατήθηκε. Θα ήταν προδοσία σε έναν άνθρωπο, που του φέρθηκε τόσο γενναιόδωρα. Όταν είδε το ποσόν στον κοινό λογαριασμό, που είχε  ανοίξει στην Εθνική συνάντησε την επόμενη έκπληξη της ζωής του. Το ποσό ήταν μεγάλο κι έφτανε όχι μόνο για τις σπουδές του, αλλά με το ρυθμό που ζούσε και τα έξοδα, που μηνιαίως είχε ίσως να έφταναν και για είκοσι ακόμα χρόνια. Όμως ίσως τα χρήματα χρειάζονται για την αποστολή που έχει επωμιστεί. Ας είναι συγκρατημένος.

Με τις υποχρεώσεις στη σχολή δε συνάντησε καμιά δυσκολία. Βέβαια όλα τ’ αποτελέσματα δεν είχαν ακόμα ανακοινωθεί, αλλά πίστευε ότι είχε πάει πολύ καλά. Με τη συμφοιτήτριά του Ματίνα κάνανε δυο τρεις φορές παρέα. Μια φορά θέατρο και μια σε ταβερνούλα στη Καισαριανή. Ένιωθε όμορφα μαζί της με μια οικειότητα λες και γνωρίζονται από παιδιά

Στην ταβέρνα ίσως το κρασάκι με το οποίο συνόδευσαν τους μεζέδες ανοίχτηκαν περισσότερο. Η Ματίνα του είπε για τις δυσκολίες που συνάντησε η οικογένειά της στην Καλαμάτα. Βλέπεις ο πατέρας της είχε στα χρόνια της Κατοχής πολιτική δράση και η ανταμοιβή που του δόθηκε ήταν κυνηγητό κι αποκλεισμοί.

«Αυτό μας ανάγκασε να φύγουμε απ’ την πατρίδα μας. Εγώ ήμουν μικρή. Δε μου κόστισε και πολύ. Σύντομα βρήκα νέες παρέες. Στον πατέρα μου κόστισε, γιατί στην Καλαμάτα ήταν όλη η ζωή του. Δεν το έβαλε κάτω. Αγωνίστηκε, βρήκε από την αρχή νέους πελάτες κι εξασφάλισε το ψωμί της οικογένειας.. Είναι αγωνιστής, ο πατέρας μου και γι αυτό τον αγαπώ»

Στον τομέα αυτόν ο Ηλίας δεν είχε τίποτα αντίστοιχο. Της είπε ότι τον πατέρα του τον έχασε όταν ήταν πολύ μικρός. Τόσο που μόνο αχνά θυμάται τη μορφή του. Της μίλησε για τον αγώνα που έδωσε η μάνα του να τον μεγαλώσει και συνέχισε

«Έτσι Ματίνα δεν έχω εμπειρίες σαν τις δικές σου, αλλά δεν είμαι εκτός κοινωνίας. Ξέρω κι εγώ στην πόλη μου ανθρώπους που είχαν περιπέτειες. Προφανώς αυτή η κατάσταση δε μ’ αρέσει»

Μεταξύ τους είχε πια εγκατασταθεί ένα κλίμα γλυκιάς θαλπωρής. Ο ένας χαιρόταν την παρέα του άλλου. Όταν βγήκαν στην πλατεία αυτή το είπε

«Θέλεις να πάμε με τα πόδια προς τα πάνω και να πάρουμε το λεωφορείο απ’ το τέρμα; Δεν είναι αργά»

Ο Ηλίας πλήρως ήταν αδαής και παρθένος με τις κοπέλες. Μέχρι τώρα δεν το επεδίωξε; Δεν του έτυχε; Σίγουρα δεν το κυνήγησε. Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε αυτό το καρδιοχτύπι στο στήθος. Και να ήταν μόνο αυτό μέσα στη χούφτα του ένιωσε το χέρι της Ματίνας να ζητάει να το σφίξει. Το έκανε. Και κοιτάχτηκαν στα μάτια. Αυτά ήταν με τη γλώσσα της σιωπής χιλιάδες λόγια. Τα ένιωσε, όπως- τι παράξενο!- συγχρόνως νόμιζε ότι πετούσε

Εκεί, ανάμεσα στους ανθρώπους που ανεβοκατέβαιναν την κεντρική λεωφόρο, τα λιγοστά ακόμα αυτοκίνητα και το λεωφορείο της γραμμής, αυτοί περπατούσαν λες κι ήταν τα μόνα ζωντανά πλάσματα στο χώρο. Όλες οι αισθήσεις τους είχαν απομονωθεί κι η μόνη επικοινωνία ήταν η μεταξύ τους σιωπηρή επικοινωνία ματιών και χεριού.

Η Ματίνα οδηγούσε το σκάφος. Όταν έφτασαν στην αφετηρία της γραμμής του λεωφορείου εκείνη τον αγκάλιασε τύλιξε το χέρι της γύρω απ’ το λαιμό του, πλησίασε το πρόσωπό της κι ακούμπησε απαλά τα χείλη της στα χείλη του Ηλία. Πόσο γλυκά ήταν! Το τρυφερό και παρθενικό φιλί για τον Ηλία ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Μετά του είπε με γλυκιά φωνή.

«Φτάνει για σήμερα Ηλία μου. Έχουμε μπροστά μας καιρό..»

«Έχουμε Ματίνα» της απάντησε μηχανικά ο Ηλίας..



21. Η  πρώτη  φορά



Όλη τη νύχτα ανήσυχος στριφογυρνούσε στο κρεβάτι του. Του ήταν αδύνατο να κλείσει μάτι. Συνέχεια η εικόνα της Ματίνας να τον πλησιάζει και να τον φιλάει στα χείλη τον αναστάτωνε σύγκορμα. Άργησε να κοιμηθεί, όπως άργησε και να ξυπνήσει. Τώρα που ξύπνησε ήθελε τα πάντα εδώ και τώρα. Μα άλλος τρόπος επαφής δεν υπήρχε. Έπρεπε να περιμένει να την δει στη σχολή.

Την έστησε έξω απ’ τη σχολή. Προσπάθησε να είναι ήρεμος, παρά την εσωτερική τρικυμία που πλέον τον έδερνε. Πριν συμπληρωθεί μια ώρα υπομονής την είδε να έρχεται με το χαμόγελο στα χείλη. Δεν μπόρεσε να το ανταποδώσει κι η Μαρίνα μ’ ενδιαφέρον τον ρώτησε

«Τι συμβαίνει Ηλία;»

Δίστασε για την απάντηση. Όμως στο τέλος τα λόγια βγήκαν μόνα τους απ’ το στόμα

«Πρέπει να σε δω μόνη Ματίνα. Μετά το μάθημα θα ήθελα να πάνε στο σπίτι μου. Εδώ κοντά είναι»

Η Ματίνα γυναίκα αισθάνθηκε το νόημα της πρόσκλησης χωρίς να ειπωθεί καμιά κουβέντα περί του πρακτέου. Τον κοίταξε χωρίς να πει τίποτα στα μάτια για αρκετά δεύτερα και μετά είπε

«Είσαι σίγουρος για τον εαυτό σου Ηλία; Με αυτά δε θέλω να παίζω. Δεν είναι πράγματα μιας μέρας κι ενός καπρίτσιου. Εγώ σε ξεχώρισα. Αν και για σένα είμαι ο άνθρωπός σου, ναι θα έρθω. Θέλω να μου το πεις εδώ και τώρα»

«Ναι Ματίνα μου. Σ’ αγαπάω. Τη νύχτα το κατάλαβα καλά και δε κοιμήθηκα καθόλου με τη σκέψη σου»

Έλαμψαν τα μάτια της και μειδίασε ελαφρά

«Πάμε τότε τώρα. Όμως να ξέρεις. Είμαι στο τομέα tabula rasa»

«Εγώ να δεις! Πάμε όμως»

Τον έπιασε το τρέμουλο. Τον κύκλωσαν τα ερωτήματα. Πώς θα της φανεί το δωμάτιο; Τα άφησα άνω κάτω. Δεν γίνεται να πάρω πίσω την πρόταση. Τι πρέπει να κάνω; Ποια είναι η σειρά; Μόνο θεωρητικές γνώσεις από κάποια μυθιστορήματα και κάποιες ταινίες. Μην ξεχνάμε ότι είναι επαρχιώτης σε μια κλειστή και συντηρητική κοινωνία και η απελευθέρωση και η γνώση των επόμενων χρόνων ήταν ακόμα μακριά.

«Αυτό είναι το δωμάτιό μου. Συγχώρησέ με για την ακαταστασία»

«Μη στεναχωριέσαι Ηλία. Δεν περίμενα κάτι διαφορετικό. Νάμαστε λοιπόν στο δωμάτιό σου»

Μια αμηχανία επικράτησε για λίγα δεύτερα, αλλά επιτέλους ο Ηλίας ξύπνησε

«Δεν έχω προηγούμενη εμπειρία, αλλά να το ξέρεις σ’ αγαπάω και θέλω να ανοίξω ιστορία μαζί σου»

«Φτάνει. Κι εγώ σε ξεχώρισα, κι εγώ σε πλησίασα. Κι εγώ το θέλω. Φτάνουν τα λόγια»

Τον αγκάλιασε σφιχτά και τον φίλησε. Ευτυχώς η Ματίνα τον έσπρωξε. Ήξερε ή ήταν μέσα στη γυναικεία φύση; Μόνο ο θεός μπορεί να δώσει την απάντηση. Ο ένας ψαχούλεψε το σώμα του άλλου, χωρίς γνώσεις αλλά και βιασύνες. Ήρεμα, σαν η αρχαιολιθική σκαπάνη  βρήκε έναν άγνωστο οικισμό και με προσεκτικό πλησίασμα προχωρούσε μην καταστρέψει κάτι

Κι έφτασε η στιγμή των στεναγμών και της γλύκας, αλλά τελείωσε σύντομα. Δε γνώριζαν ακόμα αν έφτασαν στο τέρμα της διαδρομής. Δεν πειράζει. Μπροστά τους θα είχαν ευκαιρίες επανάληψης, ανίχνευσης του πεδίου έρευνας και νέα γνώση. Προς το παρόν αγκαλισμένοι τρυφερά ο ένας να έχει βυθισμένο το βλέμμα του στον άλλο και συχνά τα χείλη να ανταλλάσουν ασπασμούς. Κουβέντα. Μια σιωπηλή μυσταγωγία επικοινωνίας, που μέσα της περιείχε τα πάντα. Εμείς οι δυο!



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ



22. Ο όμορφος  έρωτας του Νίκου και της Μαριώς



Καθόλου δε βιάστηκαν να ολοκληρώσουν τον έρωτά τους. Από την πρώτη στιγμή ο ένας ένιωσε πλασμένος για τον άλλον. Κι όταν αυτό έγινε ήταν μια μυσταγωγία.  Μια εύγλωττη επαλήθευση αυτό που απ’ την αρχή προαισθάνονταν.

Από την αρχή ο Νίκος το πρότεινε με περισσή περηφάνια

«Θέλω να σε πάω σπίτι μου. Θέλω να σε γνωρίσουν οι γονείς μου. Να μην ξέρουν ποιο είναι το κορίτσι που κέρδισε την καρδιά του μοναχογιού τους; Αφού έτσι κι αλλιώς θα γίνει γιατί να μην το κάνουμε αμέσως;»

Η Μαριώ δεν είχε αντίρρηση επί του θέματος, αλλά την συγκρατούσε ένας μικρός φόβος πως θα φανεί στους γονείς του Νίκου, Αστική οικογένεια με παράδοση στο εμπόριο, ενώ η ίδια επαρχιώτισσα με πατέρα που το πρώτο του επάγγελμα ήταν βοσκός στο χωριό του. Μη γίνει παρεξήγηση. Η ίδια ήταν πολύ περήφανη για τους γονείς της και τους αγαπούσε απεριόριστα. Όμως δεν μπορούσε συνεχώς ν’ αρνείται Ο αγαπημένος της Νίκος ένιωθε βαθειά αυτήν την ανάγκη.

«Να πάμε Νίκο μου. Να πάμε. Ρύθμισε εσύ το πότε»

Όταν αυτό έγινε την υποδέχτηκαν με τέτοια ζεστασιά, που όλοι οι προηγούμενοι φόβοι έφυγαν από μέσα της σαν ένα ρούχο που εύκολα το ξεκουμπώνεις και το βγάζεις από πάνω σου.

 Η μάνα του Νίκου αμέσως την αγκάλιασε και τη φίλησε σταυρωτά λέγοντας με έκδηλη υπερηφάνεια

«Καλέ τι όμορφο είναι κορίτσι του γιού μου;  Να μου τον προσέχεις Μαριώ έναν τον έχω»

Ο πατέρας Αντώνης με θαυμασμό απευθυνόμενος στον γιο του

«Πού το ανακάλυψες αυτό το όμορφο κορίτσι, γιε μου; Εσείς μωρέ θα κάνετε πολύ όμορφα παιδιά»

Μια τέτοια υποδοχή θα έλυνε τους δισταγμούς και του πιο φοβισμένου ή δύσπιστου ανθρώπου. Η Μαριώ βρέθηκε σ’ ένα περιβάλλον που απ’ τη πρώτη στιγμή το ένιωσε δικό της. Δίπλα της ο Νίκος την καμάρωνε. Ο πρώτος κόμπος λύθηκε με πλήρη επιτυχία. Τώρα στο μυαλό της Μαριώς έμπαινε εκ των πραγμάτων το επόμενο βήμα. Τον Νίκο της πρέπει να τον παρουσιάσει στους δικούς της. Για τη μάνα της δεν είχε κανένα φόβο.

 Εκεί που κόλλαγε ήταν ο πατέρας της ο Τάσος που την λάτρευε και την ήθελε να γυρίσει πίσω. Τώρα όμως τα πράγματα άλλαξαν. Δεν μπορούσε να ζητήσει από τον Νίκο, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Αθήνα, να πάει στην επαρχία, όταν κιόλας υπήρχε οικογενειακή στρωμένη επιχείρηση, που τον περίμενε. Έτσι η σκέψη της κόλλαγε ανάμεσα στις δυο αντικρουόμενες ανάγκες. Από μέσα της είπε. Άσε το πρόβλημα το αντιμετωπίζω κι αποφασίζω αργότερα

Στον Νίκο που την ρώτησε είπε

«Άσε. Όταν έρθει το καλοκαίρι θα πάμε μαζί στους δικούς μου»

Άλλα εσύ σχεδιάζεις κι άλλα η μοίρα σου επιφυλάσσει.



23. Το τραγικό συμβάν



Η παρουσία του Νίκου στο διαμέρισμα της Μαριώς ήταν πια συνηθισμένη. Οι δυο ερωτευμένοι νέοι ζούσαν τον έρωτά τους φροντίζοντας όμως να μην παραμελούν και τις σπουδές τους. Πολλές φορές διαβάζανε και μαζί στο σπίτι της Μαριώς. Ήταν κοντά  στις σχολές και των δυο και δε χάνανε άσκοπα ώρες σε ανούσιες απασχολήσεις.

Μια φορά υπήρξε ένα στρίμωγμα, όταν ήρθε η μάνα της να την επισκεφθεί. Η Μαριώ του είπε

«Είπαμε το καλοκαίρι θα σε γνωρίσω! Αυτές τις δυο τρεις μέρες εξαφανίσου»

Έτσι κι έγινε. Όταν η Μαριγώ γύρισε στα Γιάννενα επανήλθε η αρχική κατάσταση.

Ένα όμορφο ανοιξιάτικο δειλινό, αφού χαρήκαν τον έρωτά τους, είπαν να φάνε το κολατσιό τους μέσα στον κήπο του πεδίου του Άρεως. Περπάτησαν στα μονοπάτια και κάποια στιγμή κάθισαν σ’ ένα από τα απομονωμένα παγκάκια του κήπου κι άρχισαν να ετοιμάζονται για φαγητό.  Ξάφνου ο Νίκος αισθάνθηκε ένα τρομερό πόνο στο κεφάλι κι έπεσε ξαπλωμένος χάνοντας την αίσθηση των συμβαινόντων γύρω του.

Όταν κάποια στιγμή επανήλθε βρίσκοντας τις αισθήσεις του βρέθηκε μπροστά σ’ ένα αποτρόπαιο θέαμα. Ξαπλωμένη άτσαλα, ακίνητη με σχισμένα τα ρούχα, σαφώς κακοποιημένη σεξουαλικά η Μαριώ του. Πιέζοντας τον εαυτό του, σχεδόν σερνόμενος έφτασε κοντά της και την ταρακούνησε να την συνεφέρει. Μάταια!

Δεν πρόλαβε περισσότερα. Ένιωσε δυνατά χέρια να τον σηκώνουν και να τον ακινητοποιούν στο παγκάκι. Κάποιος προηγουμένως είχε δει δυο ξαπλωμένα σώματα στο μονοπάτι κι έτρεξε να ειδοποιήσει την Αστυνομία που μόλις είχε καταφθάσει. Συνέβη  κάτι που τον παρέλυσε. Ένας από τους άνδρες της Αστυνομίας κλείδωσε τα χέρια του με χειροπέδες. Έκπληκτος φώναξε

«Μα γιατί; Τη Μαριώ μου κοιτάξτε τι έχει!»

«Καλά ηρέμησε τώρα. Έχεις να απολογηθείς για αρκετά νεαρέ μου…»

Τον πέταξαν μέσα σ’ ένα τζιπ της αστυνομίας και χωρίς να του δώσουν καμιά εξήγηση, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του, παρά τις εκκλήσεις του να τον ενημερώσουν για την κατάσταση της Μαριώς. τον οδήγησαν στη Γενική Ασφάλεια. Εκεί κάποιος, ο αξιωματικός υπηρεσίας με απρόσωπο ψυχρό και υπηρεσιακό ύφος τον ενημέρωσε ότι είναι ύποπτος φόνου και θα κρατηθεί για ανάκριση μέχρι να αποφασιστεί η τύχη του.

Όταν αποπειράθηκε να μιλήσει δεν του επετράπη να πει τίποτα.

«Θα τα πεις το πρωί στον αξιωματικό που θα σου πάρει κατάθεση. Τώρα άδειασε τις τσέπες σου. Βγάλε το λουρί και τα κορδόνια απ τα παπούτσια σου πριν πας στο υπόγειο»

Ο Νίκος, ένα έξυπνο, ευγενικό παιδί, μορφωμένο, που μέχρι τώρα δεν είχε ποτέ βρεθεί μπροστά σε ακραίες καταστάσεις τα είχε πλήρως χαμένα. Νόμιζε ότι βλέπει ένα κακό όνειρο, ότι όλη αυτή η φρικτή κατάσταση δεν είναι αλήθεια. Κάποια στιγμή πριν τον οδηγήσουν στο κρατητήριο ζήτησε να ειδοποιηθούν οι γονείς του, αλλά κι εδώ η ίδια ψυχρή απάντηση

«Το πρωί στον αρμόδιο αξιωματικό»

Όταν πίσω του έκλεισε η πόρτα στο κελί που τον έκλεισαν νόμιζε ότι θα τρελαθεί. Το κεφάλι του βούιζε και στο πίσω μέρος του ένας οξύς πόνος. Τότε του ήρθε στο μυαλό η τελευταία μνήμη. Είχαν ανοίξει το φαγητό που θα έτρωγαν όταν αισθάνθηκε έναν ισχυρό πόνο στο κεφάλι και μετά τίποτα. Μόνο όταν κάπως συνήλθε είδε τη Μαριώ του σε άθλια κατάσταση. Με αφάνταστη δυσκολία την έφτασε και προσπάθησε να την συνεφέρει. Και τότε επενέβη η Αστυνομία. Προφανώς δε μπόρεσε να κοιμηθεί λεπτό

Το πρωί όταν τον οδήγησαν στον αξιωματικό ανακριτή η πρώτη κουβέντα που του πέταξε μ’ ένα ύφος περιφρονητικό ήταν

«Τι σου έφταιξε ρε, μαλάκα, το όμορφο κοριτσάκι και το έπνιξες;»

Η γνώση ότι η αγαπημένη του Μαριώ είναι νεκρή του ήρθε σαν κεραυνός πάνω στο κεφάλι

«Χριστέ μου!»  ψέλλισε «όχι η Μαριώ μου»

«Άσε το θέατρο και ξέρασέ τα όλα μη σε κάνουμε κιμά στο ξύλο!»

«Μα τι λέτε Αστυνόμε; Την αγαπημένη μου Μαριώ θα έκανα εγώ κακό;»

«Άσε τα σάπια νεαρέ! Το όργανο σε συνέλαβε τη στιγμή που την έπνιγες»

«Όχι! όχι, προσπαθούσα να την συνεφέρω. Ακούστε με σας παρακαλώ!»

«Δε θέλω να ακούσω τίποτα! Θα τα πεις στον ανακριτή όταν σε πάμε για κατάθεση»

«Θέλω να ειδοποιήσετε τους γονείς μου. Θέλω να ορίσουν δικηγόρο. Κάνετε μεγάλο λάθος. Εκεί πήγαμε να φάμε και μας επιτέθηκε τρίτος που με χτύπησε στο κεφάλι κι έχασα τις αισθήσεις μου. Η Μαριώ είναι η αγαπημένη μου! Μπορούσα ποτέ να της κάνω κακό. Πάτε στο διαμέρισμα της. Ρωτήστε γύρω ανθρώπους που μας έχουν δει πολλές φορές μαζί»

«Όλα θα γίνουν. Πέσαμε σε σαββατοκύριακο. Στον ανακριτή θα πας Δευτέρα πρωί. Οι γονείς σου ειδοποιήθηκαν. Όπως κι οι γονείς της κοπέλας. Δικηγόρο θα σου βρούνε οι γονείς σου. Επισκεπτήριο έχεις το απόγευμα. Τότε θα τους ζητήσεις ότι θέλεις»



24. Η κατάσταση οδηγείται σε αδιέξοδο



Τον οδήγησαν πάλι στο κελί. Εκεί τον περίμενε ένα πιάτο φαγητό κι ένα ποτήρι νερό. Να βάλει κάτι στο στόμα του ήταν αδύνατο. Ήπιε μονορούφι το νερό γιατί το στόμα του ήταν εντελώς στεγνό και πικρό. Συνειδητοποίησε ότι έμπλεξε πολύ άσχημα, μα τα δάκρυα που κύλισαν από τα μάτια του δεν ήταν φόβος. Ήταν η άφατη πίκρα για τον φρικτό χαμό της αγαπημένης του Μαριώς. Από τόση ευτυχία, από τόσο ευοίωνες προοπτικές πώς σε μια στιγμή όλα αναποδογύρισαν; Ποιος κακός δαίμονας ζήλεψε την τόση ευτυχία;

Όταν το απόγευμα τον ανέβασαν πάνω να κάνει επισκεπτήριο είδε τους γονείς του σαν να πέρασαν από πάνω τους δέκα χρόνια. Το πρόσωπο του πατέρα σου συνοφρυωμένο και της μάνας του να αυλακώνεται από τα δάκρυα. Η πρώτη τους ερώτηση ήταν

«Τι συνέβη Νίκο; Πες μας παιδί μου. Δεν πιστεύουμε τίποτα από αυτά που μας λένε»

Όσο ήταν μπορετό στον Νίκο, τους εξιστόρησε τα γεγονότα.

«Όλα θα συνέβησαν όταν εγώ ήμουν λιπόθυμος. Δυστυχώς δεν τον είδα. Κι αυτοί λένε απίθανες κατηγορίες. Είναι δυνατόν να έκανα εγώ κακό στο κορίτσι που λάτρευα, που σχεδιάζαμε να ζήσουμε μαζί;»

Ο πατέρας του είπε

«Πήρα τηλέφωνο το δικηγόρο μου κι είπε θα μου συστήσει έναν καλό ποινικολόγο. Θα έρθει να σε δει. Πες τα όλα αναλυτικά»

Γύρισε στο κελί με την καρδιά μαύρη. Έβλεπε ότι τα μαύρα σύννεφα κυκλώνουν τον ουρανό από πάνω του κι αυτός δεν είχε κανένα όπλο να υπερασπίσει τον εαυτό του. Η συνάντηση με τον δικηγόρο δεν πρόσθεσε τίποτα. Αντίθετα έδειξε από τις καταθέσεις των οργάνων που των συνέλαβαν να τονίζεται ότι με τα ίδια τους τα μάτια είδαν τον κατηγορούμενο να την ταρακουνάει ολοκληρώνοντας το πνίξιμο της κοπέλας. Η προκαταρκτική έκθεση του ιατροδικαστή ήταν ότι «ο θάνατος επήλθε εξ αιτίας απόφραξης των αναπνευστικών οδών», δηλαδή με απλά λόγια στραγγαλισμός. Ακόμα ότι βιάστηκε πολλαπλώς και υπάρχουν όλες οι ενδείξεις γι αυτό το γεγονός. Δυστυχώς για την εποχή που μιλάμε η επιστήμη δε διέθετε τις γνώσεις και τα όπλα της αναγνώρισης του DNA των ευρημάτων. Έτσι η θηλιά που σιγά- σιγά τον τύλιγε σφιγγόταν όλο και περισσότερο  γύρω απ’ το λαιμό του.

Του είπε ο δικηγόρος

«Στον ανακριτή θα αρνηθείς τα πάντα. Τίποτα δε θα παραδεχθείς»

Καθώς περνούσε η ώρα και έφτασε το βράδυ της Κυριακής το κουράγιο του όλο και ελαττωνόταν. Μια διάθεση παραίτησης άρχισε να εμφιλοχωρεί μέσα στο μυαλό του. «Τι νόημα θα έχει η ζωή μου από δω και πέρα χωρίς τη Μαριώ; Δεν αντέχω να βλέπω αυτά τα βλέμματα που με θεωρούν ότι αφαίρεσα τη ζωή στο πιο αγαπημένο μου πρόσωπο». Μήπως και στα μάτια των γονέων του διάβασε μια σκιά αμφιβολίας; Μάλλον όχι. Έτσι θα του φάνηκε. Αυτοί είναι εκείνοι που με τα μάτια τους είδαν πόσο αγαπιούνται, όταν την πήγε στο σπίτι.

 Μια ατέλειωτη ακολουθία τέτοιων σκέψεων παίδευαν διαρκώς τη σκέψη του. Είχε πια τρίτη νύχτα να κλείσει μάτι και παρά τη δύναμη της νιότης του ένιωθε έτοιμος να καταρρεύσει. Όταν το πρωί το όργανο της υπηρεσίας τον ειδοποίησε να ετοιμάζεται για τον ανακριτή ήταν ένα πτώμα. Αξύριστος, άπλυτος δεν ενδιαφέρθηκε ποσώς για την εμφάνισή του. Τον έχωσαν σ’ ένα  υπηρεσιακό αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για τον ανακριτή..



25. Η παραίτηση



Έξω από το γραφείο του ανακριτή έζησε τη δεύτερη τραγωδία, που τον βρήκε και πλήρως ανυπεράσπιστο. Ήρθε κατά μέτωπο με τους εξαγριωμένους γονείς της Μαριώς που δεν είχε προλάβει να τους γνωρίσει πριν όπως το είχαν σχεδιάσει. Η μάνα, η κυρά Μαριγώ με το πρόσωπο αυλακωμένο από δάκρυα τον γέμισε με όλες τις δυνατές κατάρες. Ο πατέρας πιο αποφασιστικός επιχείρησε να του επιτεθεί, μα τα όργανα της Αστυνομίας τον συγκράτησαν. Πριν χαθεί μέσα στο γραφείο του ανακριτή τον συντρόφευσε η τελευταία φράση του Τάσου

«Αν σε πιάσω στα χέρια μου κάποια στιγμή δολοφόνε της κόρης μου, θα σε γδάρω με τα χέρια μου ολόκληρο και θα σε πουλήσω στο μαγαζί σαν δαμάλι ! Αλήτη, μου έφαγες το κορίτσι μου. Θα το πληρώσεις ακριβά»

Έχασε την επαφή με το περιβάλλον. Μια ενστικτώδης άμυνα του οργανισμού έκοψε όλες τις πόρτες επικοινωνίας. Έτσι όταν ο ανακριτής άρχισε τις ερωτήσεις αυτός ήταν αλλού. Λόγια απ’ το στόμα του δε βγήκαν. Ο ανακριτής στη γραμματέα του είπε

«Μας το παίζει τώρα τρελός και πιστεύει ότι έτσι θα τη γλυτώσει. Αχ καημένε είσαι μέχρι το λαιμό χωμένος στην ενοχή και θα πληρώσεις το έγκλημά σου»

Ο δικηγόρος του δεν επενέβη πιστεύοντας ότι με αυτή τη στάση υπάρχει μια ελπίδα να τη γλυτώσει. Η απόφαση για την τύχη του θα ανακοινωνόταν αργότερα. Επέστρεψε στην  Ασφάλεια, όπου τον περίμεναν οι γονείς του κάνοντας μια προσπάθεια να του αναστηλώσουν το ηθικό. Τους φίλησε μηχανικά κι πήγε στο κελί του. Όλοι οι δρόμοι είχαν κλείσει. όλα τα όνειρα είχαν γκρεμιστεί. Η ζωή του φέρθηκε τόσο άδικα.

Κανείς δεν πιστεύει στην αθωότητά του. Του φαίνεται εξόφθαλμα άδικο. Αλήθεια γιατί δεν ενδιαφέρθηκαν καθόλου για άλλα ενδεχόμενα; Γιατί κάθισαν τόσο εύκολα στο σενάριο ότι αυτός είναι ο ένοχος;  Ήταν το βολικό! Πού να ψάχνουμε τώρα ψύλλους στ’ άχυρα. Εδώ έχουμε μια σύλληψη με όλες τις αναγκαίες για την καταδίκη του καταθέσεις. Δεν αξίζει να ζει σε μια τέτοια τυφλή κοινωνία.

Ζήτησε από τον εξωτερικό φρουρό να πάει τουαλέτα γιατί κάποια στιγμή ένιωσε ότι η κύστη του τον πίεζε τρομερά. Συνοδεύοντάς τον, τον πήγε εκεί. Τι σύμπτωση! Ο από μηχανής θεός, η θεία πρόνοια έπαιξε τον προβοκατόρικο ρόλο. Πάνω στον χιλιοβρώμικο νιπτήρα προηγούμενος κρατούμενος είχε αφήσει το ξυραφάκι ΑΣΤΟΡ κάνοντας την προσωπική του τουαλέτα. Χωρίς να σκεφτεί τίποτα, με ενστικτώδη κίνηση, το έβαλε αστραπιαία μέσα στη χούφτα του κι επέστρεψε στο κελί του.

Η ανθρώπινη σκέψη κάνει απίθανες διαδρομές. Σα φίδι κολοβό μπήκε στο μυαλό του η διέξοδος της εθελούσιας αποχώρησης από τα εγκόσμια

«Τι νόημα θα είχε γι αυτόν η παρουσία του στη ζωή;»

Βεβαίως το χτύπημα για τους γονείς του θα είναι σημαντικό, αλλά κάτω απ’ τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν η αποχώρησή του ίσως διευκολύνει τα πράγματα. Ναι! Αυτό θα κάνει. Με το δεξί χέρι έχωσε με δύναμη το ξυραφάκι κι έκοψε την κεντρική φλέβα του χεριού του. Ένας μόνο πόνος και το αίμα άρχισε ν’ αναβλύζει. Τακτοποίησε το σώμα του  να μη φαίνεται από την τρύπα που ο φρουρός επιβλέπει κάθε τόσο τους κρατούμενους

Κι αφέθηκε στις τελευταίες σκέψεις, που δεν ήταν άλλες από τις όμορφες στιγμές που έζησε με τη Μαριώ του. Καθώς οι δυνάμεις του σιγά- σιγά μειώνονταν άρχισαν τα οράματα. Η Μαριώ δίπλα του τον αγκάλιαζε και τον φιλούσε. Μια γλυκιά αδυναμία πέρασε σ’ όλο το κορμί του και οι τελευταίες στιγμές της ζωής του ήταν ένα σφιχταγκάλιασμα με την αγαπημένη του.



26. Τα  επακόλουθα



Το πρωί ένα όργανο επιφορτίστηκε με το καθήκον να ενημερώσει τον κρατούμενο Νίκο Νικολάου ότι σήμερα αποφασίστηκε η προφυλάκιση του. Το μεσημέρι θα μεταχθεί στις φυλακές Αβέρωφ. Άνοιξε το παραθυράκι του κελιού και τον είδε πρόχειρα να είναι ακίνητος

«Κοιμάται ακόμα ο άθλιος»

 Ξεκλείδωσε την πόρτα έτοιμος να του βάλει τις φωνές. Και μόνο τότε είδε το ρυάκι του αίματος και τη χλομάδα του προσώπου του. Το κατάλαβε αμέσως κι έβαλε τις φωνές. Η είδηση έπεσε ως κεραυνός σ’ όλους τους χώρους. Πρώτα στην ίδια ασφάλεια. Διατάχτηκε ΕΔΕ για την κατανομή ευθυνών.

Στην οικογένεια του θύματος ξεφούσκωσε η λύσσα για εκδίκηση που επιζητούσαν, αλλά  ο πόνος δεν ήταν δυνατόν να ελαττωθεί

«Αυτοτιμωρήθηκε το κτήνος, μα τι να το κάνεις; Εγώ έχασα τον άγγελό μου»

είπε ο Τάσος κι από κοντά η χαροκαμένη Μαριγώ. Γραφειοκρατικές εκκρεμότητες κρατούσαν τη σορό της Μαριώς ακόμα στο νεκροτομείο κι εκείνο που τώρα επιζητούσε ήταν να τη θάψουν κοντά τους στα Γιάννενα. Να ηρεμήσει η αθώα ψυχούλα της

Μετά την πρώτη έκπληξη και τα συνοδευτικά σχόλια των εφημερίδων ακολούθησε μια αδρανειακή ακολουθία τυπικών πράξεων. Η εισαγγελία έπαψε τη δίωξη, κανείς εκτός από τους γονείς του αδικοχαμένου γιου τους δεν ενδιαφέρθηκε για έρευνα σε άλλες κατευθύνσεις, παρά τα επανειλημμένα διαβήματα στην Αστυνομία και τις εισαγγελικές αρχές. Τους βόλεψε το κλείσιμο του φακέλου της υπόθεσης.

Ο Αντώνης και η Κατίνα Νικολάου χάσανε τόσο ξαφνικά τον μονάκριβο γιο τους. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Η γενική εντύπωση που γράφτηκε στη συνείδηση όλων που ενδιαφέρθηκαν για κάποιο λόγο με το θέμα ήταν: Ο Νίκος Νικολάου ήταν ο δράκος του πεδίου του Άρεως. Βρέθηκαν καλοθελητές να κάνουν καταγγελίες και για άλλες επιθέσεις, όπου τα θύματα σώθηκαν την τελευταία στιγμή.

Οι ίδιο γνώριζαν το παιδί τους και τον αδαμάντινο χαρακτήρα του. Ήξεραν ότι όλες οι κατηγορίες ήταν ψεύτικες, αλλά άντε να πείσεις ανθρώπους που βλέπουν μόνο τις επιφανειακές ενδείξεις. Η ζωή τους έγινε αφόρητη. Ακόμα και στενοί φίλοι και συνεργάτες ήταν πεισμένοι με την επίσημη εκδοχή. Δεν τους σήκωνε πια το κλίμα ή καλύτερα δεν άντεχαν την κατάσταση. Ο κυρ Αντώνης πούλησε όσο- όσο  όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία κι άλλαξαν περιβάλλον. Εγκαταστάθηκαν με πλήρη διακριτικότητα σε μια απόμερη συνοικία του Βόλου. 
 





 ΚΕΦΑΛΑΙΟ   ΠΕΜΠΤΟ





27. Το επόμενο βήμα του Ηλία 



Κανονικά δεν έπρεπε να αποτελέσει έκπληξη για τον Ηλία. Του το είχε πει καθαρά, η Ματίνα, ότι έχει πολιτικές ανησυχίες κι ενδιαφέροντα. Αλλά άλλο είναι όταν συζήτησαν ιδιωτικώς το θέμα οι δυο τους κι άλλο όταν τον ενημέρωσε χωρίς καμιά προηγούμενη συνεννόηση πως στις επικείμενες φοιτητικές εκλογές θα είναι υποψήφια με το ψηφοδέλτιο της Αριστεράς.

Ένιωσε μια αμηχανία και μια εσωτερική δυσανεξία, αλλά δεν υπήρχαν πια και περιθώρια χειρισμών. Το γεγονός είχε επισημοποιηθεί. Η Ματίνα βλέποντας την διστακτική του θέση του το ξεκαθάρισε

«Σου είχα πει τη θέση μου στο θέμα. Αν σ’ ενοχλεί τόσο πολύ με λύπη μου μεγάλη σε απελευθερώνω από τη δέσμευση μαζί μου. Δεν το θέλω γιατί πραγματικά σ’ αγαπάω, αλλά με το ζόρι τίποτα δε γίνεται»

Ο Ηλίας τρόμαξε με την προοπτική ότι θα χάσει τη Ματίνα. Αντέδρασε αμέσως

«Μα τι λες τώρα Ματίνα; Είναι δυνατόν να μη στηρίξω την επιθυμία σου; Εσύ είσαι η αγαπημένη μου. Τώρα σχεδίαζα να σου προτείνω στις διακοπές του Πάσχα να πάμε στο Βόλο να γνωρίσεις και να σε γνωρίσει η μάνα μου»

Η πρόσκαιρη ένταση που για λίγο εγκαταστάθηκε ανάμεσά τους διαλύθηκε αυτόματα και η Ματίνα χαμογελώντας μπροστά σε όλους τον αγκάλιασε και τον φίλησε

«Εντάξει Ηλία μου. Θα πάμε όπως το είπες!»

Δεν μπορούσε να είναι μόνο παρατηρητής. Έπρεπε και να βοηθήσει. Πρακτικές δουλειές που πάντα χρειάζονται και ψηστήρι, όπου μπορεί. Στους  Βολιώτες κατ’ αρχήν. Στον Μάριο συνάντησε κάθετη άρνηση

«Με συγχωρείς Ηλία. Η οικογένειά μου από παράδοση ανήκει στο εθνικό στρατόπεδο κι αυτές είναι κι οι δικές μου απόψεις. Αν θες τη γνώμη μου, κακώς κι εσύ ανακατεύτηκες στην υπόθεση»

Δεν ήταν έκπληξη η αντίδραση του Μάριου. Κρύος κι απόμακρος ήταν πάντα. Καλύτερη αποδοχή βρήκε στη Θέκλα

«Δεν νοιάζομαι και δεν έχω ανησυχίες σε πολιτικά πράγματα. Όμως επειδή μου το λες και μόνο για σένα, που είσαι πατρίδα θα ψηφίσω. Ας μείνει όμως το θέμα μεταξύ μας. Δε θέλω να χαρακτηριστώ»

Για ένα διάστημα η παρακολούθηση των μαθημάτων και το διάβασμα πήγε πίσω μέχρι τη μέρα των εκλογών και δυστυχώς τα αποτελέσματα δεν ήταν ευνοϊκά για το ψηφοδέλτιο της Ματίνας. Ήταν ακόμα νωρίς για επάνοδο στο προσκήνιο της Αριστεράς. Ο φόβος για τις συνέπειες, οι έμμεσες πιέσεις έδωσαν για μια ακόμα φορά τη νίκη στη συντηρητική παράταξη. Βεβαίως υπήρξε βελτίωση σε σχέση με τα περσινά αποτελέσματα, αλλά στην εκλογή δεν έφτασαν.

Ποια είναι τα συναισθήματα του Ηλία από αυτήν την περιπέτεια; Με τη δραστηριότητα του καταγράφτηκε από γνωστούς κι άλλους ως αριστερός. Αυτό δεν τον ενοχλούσε ιδιαίτερα, γιατί κι οι δικές του απόψεις πάνω κάτω στο χώρο αυτό βρισκόντανε. Όμως δεν ταραζόταν κιόλας. Δεν ήταν από τις πρώτες του επιλογές. Η ενεργός ανάμειξη του οφειλόταν στο δεσμό του και την αγάπη του για την Ματίνα. Προς το παρόν αυτή ήθελε κι όχι να σώσει όλη την ανθρωπότητα.

Μετά τις εκλογές κατάλαβε ότι τη Ματίνα πρέπει να τη μοιράζεται με την πολιτική της δράση και συμμετοχή. Όταν του προτάθηκε οργανωτική συμμετοχή αντέδρασε και δε δέχτηκε. Με τον καιρό κατάλαβε ότι η Ματίνα δεν του ανήκε. Ο ίδιος δεν ήταν στην κορυφή των προτεραιοτήτων της. Το χάσμα που στην αρχή ήταν μια σκέτη χαραμάδα άνοιγε κάθε μέρα περισσότερο έως την ώρα που χωρίς εξηγήσεις, αλλά εκ των πραγμάτων, δέχτηκαν την ασυμφωνία των επιθυμιών τους κι ο δεσμός τους τελείωσε άδοξα.



28. Παρηγοριά σε άλλη αγκαλιά



Είναι χρήσιμο να ειπωθεί ότι η αγάπη του για την Ματίνα δε μπορούσε να σβήσει αυτόματα. Ήταν η πρώτη αγάπη, η πρώτη εμπειρία με τον έρωτα κι αυτά τα πρώτα είναι χαράγματα στη καρδιά και τη μνήμη που πιθανόν να μη σβήσουν ποτέ. Δεν τον πρόδωσε, δεν του είπε ψέματα. Αν ακολουθούσε τα βήματά της η αγάπη τους θα συνεχιζόταν αλώβητη. Αυτό τουλάχιστον πίστευε. Δε μάλωσαν, δεν αντάλλαξαν πικρά λόγια. Ευγενικά, όταν αναγκαστικά οι δρόμοι τους συναντιόνταν αντάλλασαν ευγενικά χαιρετισμούς. Όμως μέσα του η πίκρα ήταν μεγάλη και μη ομολογημένη. Το σχέδιο για κοινό ταξίδι στο Βόλο έμεινε στα χαρτιά.

Δεν ταξίδευσε μόνος του. Έτυχε να βρεθούν στο τρένο για την πατρίδα με τη Θέκλα. Αυτή τον ρώτησε τι γίνεται με την Ματίνα. Είχε ανάγκη κάπου να πει τον πόνο του κι αυτή βρέθηκε στο δρόμο του. Της τα είπε όλα. Ερυθροσταυρίτισσα εκείνη ανέλαβε να καλύψει το κενό. Βεβαίως τα κίνητρά της δεν ήταν και τόσο άδολα μα τι σημασία έχει αυτό; Το οχυρό ήταν έτοιμο για παράδοση. Κι ο Ηλίας δεν ήταν ο τυχαίος που βρέθηκε στο δρόμο της. Ήταν συνομήλικος, ωραίο παιδί κι ερωτεύσιμο. Το κυριότερο ήταν απ’ την ίδια πόλη και σπούδαζαν στην ίδια σχολή. Όλα ταιριαστά κι η Θέκλα δεν ήταν καμιά χαζή. Άρπαξε την ευκαιρία κι έβαλε όλη τη γυναικεία τέχνη  να πετύχει το στόχο της.

Ο Ηλίας ήταν πρωτάρης στον ερωτικό τομέα, ενώ η Θέκλα είχε περισσότερες εμπειρίες, ήταν και γυναίκα. Ήξερε να χειρίζεται καταστάσεις. Δε χρειάστηκε πολλής χρόνος να βρεθεί στην αγκαλιά της. Αυτό έγινε στο Βόλο και μάλιστα στην ύπαιθρο σε άβολες συνθήκες. Παρά τις συνθήκες ο Ηλίας για πρώτη φορά ένιωσε την εμπειρία και την ένταση της ερωτικής ολοκλήρωσης.

Όταν γύρισαν στην Αθήνα και ήταν πια κολλητοί έγινε γνωστός ο δεσμός τους. Φρόντισε κι η Θέκλα με λόγια σε γνωστούς, με τρυφερές χειρονομίες ενώπιον των άλλων στο Αμφιθέατρο και τη Βιβλιοθήκη όπου διάβασαν να διαδοθεί παντού η νέα κατάσταση. Χωρίς λόγια, αλλά με το κατάλληλο ύφος είπε σ’ όλες ότι ο Ηλίας είναι πλέον δικός της.

Ο Ηλίας την αρχική αμηχανία σύντομα την ξεπέρασε με μια αγιάτρευτη εξαίρεση. Όταν μπροστά του βρισκόταν η Ματίνα. Τότε ένιωθε έναν κόμπο, κάτι περισσότερο από αμηχανία, μα εκείνη πέρα από τα λόγια των τυπικών χαιρετισμών δεν του έλεγε καμιά κουβέντα. Ίσως μια συζήτηση τον απελευθέρωνε, αλλά τέτοια ευκαιρία δεν του δόθηκε..











ΚΕΦΑΛΑΙΟ   ΕΚΤΟ



29. Ο Τάσος και η Μαριγώ



Ο τραγικός χαμός της κόρης τους Μαριώς σημάδευσε ανεπίστρεπτα την οικογένεια του Τάσου. Το χτύπημα ήταν μεγάλο για όλα τα μέλη της, αλλά ιδιαίτερα για τον πατέρα της τον Τάσο που η Μαριώ ήταν η αδυναμία του. Η αυτοκτονία του τέρατος που της πήρε τόσο φρικτά τη ζωή ικανοποίησε όλους, αλλά ο πόνος παρέμεινε ακέραιος και τους κατέτρωγε μέρα με τη μέρα.

Η οικογένεια του δολοφόνου της κόρης τους έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες να έρθουν σε επαφή με τους γονείς της Μαριώς, αλλά συνάντησαν κάθετη άρνηση να ακούσουν απ’ αυτούς το ο,τιδήποτε. Τηλεφωνικές απόπειρες, γράμματα που δεν ανοίχτηκαν ποτέ. Πέρασε καιρός να ησυχάσουν απ’ αυτούς. Κάποια στιγμή οι ενοχλήσεις σταμάτησαν.

Η υγεία του Τάσου κλονίστηκε ανεπανόρθωτα. Ένα ισχυρό καρδιακό πρόβλημα τον κράτησε εκτός εργασίας για μήνες κι έμπαινε ερώτημα αν θα μπορέσει να επανέλθει. Κι ο Τάσος ήταν το Α και το Ω όλων των εργασιών του καταστήματος. Κυρίως οι προμήθειες από τα γύρω χωριά. Η Μαριγώ σήκωσε όλο το βάρος των προβλημάτων. Έκανε την καρδιά της πέτρα, προσπαθώντας να εμψυχώσει τους υπόλοιπους. Έκανε την επιλογή μόνη της. Το μεγαλύτερο αγόρι, ο Κώστας μόλις  τελείωσε το Λύκειο τον έβαλε στο μαγαζί. Το παλαιότερο σχέδιο να σπουδάσουν και τα δυο πήγε στράφι. Θα  σπούδαζε τουλάχιστον ο μικρότερος Φώτης.

Δούλεψε με λύσσα και πείσμα να ξεπεράσει τα εμπόδια που δημιούργησε ο χαμός της Μαριώς και τα προβλήματα υγείας της κολόνας του σπιτιού τους, του αγαπημένου της Τάσου. Ήταν και η άλλη δυσκολία. Αυτή δεν έπρεπε να λυγίσει, δεν επιτρεπόταν να λιγοψυχήσει. Αν  κάποιες στιγμές τα δάκρυα ασυγκράτητα γέμιζαν τα μάτια της φρόντιζε να το κρύβει. Μόνο όταν ήταν μόνη της άφηνε τον πόνο ελεύθερο να εκδηλωθεί.

Ο Τάσος επανήλθε στο μαγαζί, αλλά δεν ήταν δυνατό να αναλάβει τα παλαιά του καθήκοντα. Τις προμήθειες στο μαγαζί τις ανέλαβε ο Κώστας. Βρήκαν προσωρινά έναν συνεργάτη  α οδηγεί το φορτηγάκι που μετέφερε τα κρέατα μέχρι να βγάλει άδεια οδήγησης ο Κώστας, πράγμα που έγινε κάποια στιγμή. Ο Τάσος πληγωμένο θεριό δε συμβιβαζόταν με τη συντηρητική ζωή που τον συμβούλευαν οι γιατροί. Την εποχή εκείνη ακόμα δεν είχε αναπτυχθεί η τεχνική των εγχειρήσεων ανοιχτής καρδιάς. Μόνο φαρμακευτική αγωγή και ήρεμοι όροι διαβίωσης. Πώς όμως να πείσουν το λιοντάρι να ζει ήρεμα; Το δεύτερο καρδιακό επεισόδιο τον αποτέλειωσε.

Εκεί η Μαριγώ έσπασε. Ο Τάσος ήταν τα πάντα γι αυτήν. Μετά την κηδεία κλείστηκε στο δωμάτιό της κι άφησε το συσσωρευμένο πόνο της να εκδηλωθεί. Κλάμα, οδυρμός κι άρνηση να βάλει μπουκιά στο στόμα της. Μέσα σε λίγες μέρες από τις λίγες άσπρες τρίχες που είχε στο κεφάλι της, αυτές έγιναν πλειοψηφία εκεί. Τα αγόρια της ανησύχησαν κι ο Φώτης χρησιμοποίησε τα μεγάλα μέσα

«Μάνα έτσι πως πας δε θα μπορέσω να δώσω φέτος εξετάσεις. Θα μπω κι εγώ στο μαγαζί. Ο Κώστας μόνος σε λίγο θα λυγίσει»

Δυνατή κι αποφασιστική πάντα η μάνα αντέδρασε αμέσως

«Μικρέ πάνω απ’ το πτώμα μου θα περάσεις για να μπεις εκεί. Εσύ θα σπουδάσεις και μη σταματάς την προετοιμασία σου. Αύριο θα πάω εγώ να βοηθήσω τον Κώστα»

Δεν ήταν για τους γιους έκπληξη η αντίδραση της μάνας τους. Την ήξεραν καλά.



30. Ο Φώτης φοιτητής



«Που θα δώσεις Φώτη εξετάσεις;» τον ρώτησε η μάνα του

«Εγώ θα γίνω δικηγόρος μάνα»

«Μακάρι, Φώτη μου! Απ’ το στόμα σου και στου θεού τ’ αυτί»

«Μετά το τέλος του σχολείου θα κατέβουμε στην Αθήνα να τακτοποιήσουμε τα απαιτούμενα»

«Δε χρειάζεται να κουβαληθείς κι εσύ. Μεγάλο παιδί είμαι. Θα τα ρυθμίσω μόνος μου»

Γεμάτη περηφάνια η Μαριγώ του είπε

«Ναι παλικάρι μου! Εσύ»

Τα γεγονότα ωρίμασαν τον Φώτη πριν την ώρα του. Η δολοφονία της Μαριώς τους σακάτεψε όλους. Αλλά κι ο πρόωρος θάνατος του πατέρα του τον έβαλε μπροστά σε νέα δεδομένα. Όσες δυσκολίες κι αν αντιμετωπίσει πρέπει μόνος του να τις ξεπεράσει. Δεν υπάρχει άλλος να τον στηρίξει. Πρώτη φορά κατεβαίνει στην πρωτεύουσα, μα πάει στο διάολο τόσοι και τόσοι τα έβγαλαν πέρα, γιατί όχι κι αυτός.

Με τον αέρα αυτής της αποφασιστικότητας τα κατάφερε. Γύρισε στα Γιάννενα πιο ώριμος, αναμένοντας να έρθει η ημερομηνία των εξετάσεων και συνέχισε εντατικά την προετοιμασία με εντατικό διάβασμα. Δε φοβόταν. Όλοι έλεγαν το πόσο καλός είναι στα γράμματα. Να η ευκαιρία να τους επιβεβαιώσει. Μέσα στις νέες συνθήκες που μετά τις απώλειες δημιουργήθηκαν βγήκε από μέσα του ένα πείσμα, μια δύναμη που προηγουμένως στην εφησυχασμένη κατάσταση, που του εξασφάλιζαν οι δικοί του. Ήταν εν υπνώσει.

Τα αποτελέσματα, όταν με καθυστέρηση ανακοινώθηκαν βεβαίωσαν του λόγου το ασφαλές. Ο Φώτης έπρεπε να ετοιμάσει τα μπαγκάζια του για την Αθήνα. Ένα απόγευμα που βρέθηκαν τ’ αδέλφια μόνα στο μαγαζί, λίγες μέρες πριν ο Φώτης φύγει για την Αθήνα  ο μεγαλύτερος Κώστας έδινε στον αδελφό του τις τελευταίες συμβουλές

«Να είσαι προσεκτικός μικρέ! Η Αθήνα μας έφαγε το κορίτσι μας. Τα μάτια σου δεκατέσσερα. Άλλα προβλήματα η μάνα δε θ’ αντέξει»

Έκανε μια μικρή στάση με αμφίβολη διάθεση. Ο Φώτης τον ήξερε απ’ έξω κι ανακατωτά

«Πες το, μη διστάζεις. Σε βλέπω»

Πήρε θάρρος και το έβγαλε

«Άκου Φώτη. Η Μαριώ μας λίγο πριν την χάσουμε είχε πάρει τηλέφωνο στο μαγαζί. Έτυχε να είμαι μόνος μου. Μου είπε να προετοιμάσω την κατάσταση. Θα έφερνε στους γονείς μας το αγόρι της να το γνωρίσουν. Νίκο είπε ότι τον λένε. Σε δυο μέρες ήρθε το τραγικό άγγελμα κι αυτό δεν το είπα πουθενά. Εκείνες τις μέρες φοβήθηκα και μετά μας πήραν μπάλα οι εξελίξεις. Όμως όλο τον καιρό με παιδεύει αυτό. Μήπως τα πράγματα είναι αλλιώς; Μήπως δεν είδαμε όλες τα πλευρές της υπόθεσης; Μπροστά στο θυμό του μπαμπά σιωπούσα…»

«Αυτό δε σημαίνει ότι είναι αθώος»

«Σίγουρα όχι. Αλλά δε δώσαμε καμιά σημασία στις προσπάθειες των δικών του να μας εξηγήσουν τι θέλουν. Το τηλέφωνο τους το κλείναμε και τα γράμματα τα σχίζαμε χωρίς να τα διαβάζουμε. Τώρα, με τόση καθυστέρηση, αν μπορείς κι αν θέλεις,  για κοίταξε μην τυχόν τους βρεις. Να ακούσουμε τι ήθελαν»

Τον έβαλε σε σκέψεις

«Πού να τους βρω τώρα;»

«Άκου, έχω κρατήσει δυο τρεις εφημερίδες των ημερών. Πριν φύγεις θα σου τις δώσω. Μέσα έχουν ονόματα κι άλλες πληροφορίες. Το έχω βάρος στη ψυχή μου ρε Φώτη!»

«Καλά. θα δω τι μπορώ να κάνω»



31. Είναι σύμπτωση ή θεϊκή βούληση



Τι μπορεί να πει κανένας για τέτοιες συμπτώσεις;  Ο Φώτης βρέθηκε στην ίδια σχολή με τον Ηλία. Όχι βέβαια στο ίδιο έτος, αλλά η τύχη το έφερε να γνωριστούν σε μια φοιτητική εκδρομή και να ταιριάξουν. Ο Ηλίας τον συμπάθησε και ως παλαιότερος τον βοήθησε με πολλούς τρόπους να προσαρμοστεί και να έχει καλύτερη πορεία στα μαθήματα. Σημειώσεις, ποια θέματα πρέπει να προσέξει και ποιες οι ιδιομορφίες του κάθε καθηγητή

Ο Φώτης εκτίμησε πλήρως τη βοήθεια του Ηλία και τον θεωρούσε καλό του φίλο. Είχε ενημερώσει τους δικούς του και η μάνα του, που είχε βαρύνει λίγο, του το είπε

«Προσκάλεσε τον εδώ να τον φιλέψουμε κι εμείς, αφού τόσο σε βοήθησε»

 Η πρόσκληση είχε γίνει και το θέμα ήταν σε εκκρεμότητα. Βεβαίως ο καθένας από τους δυο είχε τις δικές του έγνοιες και τα δικά του προβλήματα

Ο Ηλίας ήταν μόνος. Ο ερωτικός δεσμός του με τη Θέκλα δεν άντεξε στο χρόνο. Ερωτικά ταιριάζανε. Οι χαρακτήρες τους ήταν διαφορετικοί, όπως κι οι προτεραιότητες που είχαν στη ζωή τους. Ο Ηλίας ήταν άτομο χαμηλών τόνων, δεν κυνηγούσε τις κοινωνικές εκδηλώσεις. Βεβαίως τον ενδιέφεραν το θέατρο, ο κινηματογράφος και το διάβασμα βιβλίων, αλλά μπορούσε να ζήσει χωρίς τα κοσμικά πάρτι, τα κέντρα διασκέδασης κι η λατρεία στα αστέρια της σόου-μπίζνες.

Έτσι μέρα με τη μέρα η αρχική ορμή της σχέσης τους άρχισε να θολώνει, έως τη μέρα που η Θέκλα βρήκε την αδελφή- ψυχή.   Δε δίστασε καθόλου να δημιουργήσει νέο δεσμό κι ο Ηλίας το δέχτηκε ως αναπόφευκτο- και αν θέλεις- λίγο ως λύτρωση. Δε μάλωσαν, χώρισαν σα φίλοι ξέροντας ότι φταίει η διαφορά των χαρακτήρων τους. Η θύμηση της Ματίνας ζούσε υπόκωφα μέσα του, αλλά δεν τολμούσε να το ομολογήσει ούτε στο ίδιο του τον εαυτό. Η Ματίνα είχε δραστηριοποιηθεί στα πολιτικά της ενδιαφέροντα με την ίδια αρχική ζέση που ξεκίνησε. Δε γνώριζε αν έχει κάποιο σταθερό δεσμό κι ούτε τολμούσε να ρωτήσει τρίτους. Αν είχε κάτι θα ήταν έξω απ’ τη σχολή, γιατί αλλιώς θα φαινόταν. Η αισθηματική ζωή του ήταν σε εκκρεμότητα.

Ο Φώτης είχε το καθήκον που του ανάθεσε ο αδελφός της. Με τα στοιχεία που του έδωσε ο Κώστας λίγα πράγματα μπορούσε να κάνει. Σκέφτηκε τις βιβλιοθήκες. Να βρει τις εφημερίδες της εποχής. Στην Εθνική βιβλιοθήκη δε βρήκε την εξυπηρέτηση που ήθελε. Στην Παλαιά Βουλή στην πλαϊνή είσοδο βρήκε εύκολα τα σώματα των εφημερίδων της εποχής των γεγονότων. Ακρόπολις κι Αθηναϊκή είχαν αναλυτικά ρεπορτάζ για τον «δράκο του πεδίου του Άρεως».

 Με την ανάγνωση αναβίωσαν μέσα του όλα τα αρνητικά συναισθήματα του χαμού της Μαριώς. Όμως κάπου αναφερόταν το επώνυμο της οικογένειας: Νικολάου Νίκος ο θύτης, Αντώνης και Κατίνα οι γονείς. Εκεί βρήκε τη διεύθυνση κατοικίας του Νίκου. Τι παράξενο! Μετά την αυτοκτονία του δράστη το θέμα έσβησε ολοσχερώς από τις σελίδες της επικαιρότητας. Καμιά έρευνα, κανένα τελικό συμπέρασμα. Η αυτοκτονία του Νίκου βόλεψε τους πάντες και τους απάλλαξε από άλλους δρόμους αναζήτησης. Πήγε στη διεύθυνση που αναφερόταν στις εφημερίδες, αλλά οι νέοι ένοικοι του σπιτιού δεν ήξεραν τίποτε για τους παλαιούς ιδιοκτήτες. Απλώς είχαν- εκ των υστέρων- ακούσει για την τραγική περιπέτεια της οικογένειας. Χτύπησε κι άλλες πόρτες της γειτονιάς, αλλά  και εκεί δε βρήκε τίποτα το ιδιαίτερο.

 Ρωτώντας στη γειτονιά έμαθε ότι λίγο χρόνο μετά το τραγικό συμβάν οι γονείς του Νίκου άδειασαν ξαφνικά το σπίτι κι έφυγαν. Βλέπεις η ατμόσφαιρα έγινε  γι αυτούς είχε γίνει αφόρητη. Όλοι πίστεψαν την εκδοχή ότι ο μοναχογιός τους είναι ο δράκος του Πεδίου του Άρεως. Που πήγαν, ζουν ή όχι ήταν ερωτήματα στα οποία δεν είχε στοιχεία για να δώσει απαντήσεις

Ρώτησε πολλούς. Το σπίτι είχε πουληθεί και οι νέοι ιδιοκτήτες ήταν άσχετοι με το θέμα. Λίγο πριν απομακρυνθεί από την περιοχή μπήκε σ’ ένα μαγαζάκι να πάρει ένα μπουκάλι νερό κι εκεί ήταν μια ηλικιωμένη γυναίκα. Μόνο από έμπνευση ρώτησε τη γυναίκα

«Γνωρίζατε τον νεαρό που έπνιξε το κορίτσι στο Πεδίο του Άρεως;»

«Πως δεν τον ήξερα παιδί μου, Ένα χρυσό παιδί που έχει μπει εκατοντάδες φορές στο μαγαζί. Ας λένε ότι θέλουν! Εγώ ξέρω ότι ο Νίκος δεν μπορούσε να πειράξει μυρμηγκάκι»

«Μα πώς; Η Αστυνομία άλλα είπε»  

«Τι να σου πω παιδί μου. δυο νέα παιδιά πήγαν τζάμπα. Δυο οικογένειες θρήνησαν τα παιδιά τους. Εγώ ποτέ δεν πίστεψα αυτά που είπανε. Κι οι γονείς του νοικοκυραίοι και καλοί άνθρωποι»

Όλες τις πληροφορίες της έρευνας του τις μεταβίβασε αναλυτικά με προσωπικό γράμμα στον αδελφό του και μπήκε σε σκέψεις ποιο μπορεί να είναι το επόμενο βήμα του. Δεν ήταν μόνο η  το καθήκον που του ανέθεσε ο Κώστας. Το ενδιαφέρον του είχε εξαφθεί. Τα καλά λόγια που είχε ακούσει για το δράστη δεν ταίριαζαν με την αποδιδόμενη σ’ αυτόν πράξη. Σίγουρα κάτι δεν πάει καλά και πρέπει να σκεφτεί τα επόμενα βήματα της αναζήτησής του. Όχι τώρα που άρχισε δε μπορούσε να το αφήσει στη μέση



32. Η εξομολόγηση του Φώτη στον Ηλία



Βεβαίως θα βοηθούσε αφάνταστα να είχε πρόσβαση στο φάκελο της υπόθεσης, αλλά δεν είχε πρόσβαση σε κάτι τέτοιο ούτε ήξερε τα βήματα που έπρεπε να ακολουθήσει για να το πετύχει. Να πάει στην Αστυνομία ούτε συζήτηση. Στην εισαγγελία; Με ποια αιτιολογία; Αν έχουν τη φωλιά τους χεσμένη δεν θα δώσουν τίποτα. Θα το παίξουν αδιάφοροι.

Τι να κάνει λοιπόν; Βρέθηκε σε αδιέξοδο. Και τότε του ήρθε στο μυαλό ο Ηλίας. Αυτός είναι ποιο έξυπνος από μένα, πιο παλαιός στην Αθήνα, σε ένα χρόνο παίρνει πτυχίο, θα με συμβουλέψει. Στο πρώτο τρακάρισμά τους στη σχολή του το είπε

«Ηλία έχω ένα σοβαρό πρόβλημα και θέλω τη συμβουλή σου. Όποτε έχεις χρόνο θα ήθελα να σε απασχολήσω»

«Πες το! Σ’ ακούω»

« Είναι ένα σοβαρό οικογενειακό μας θέμα και αν μπορείς κάπου άνετα και να έχουμε χρόνο.. Θες σπίτι μου κάποια στιγμή;»

Σκέφτηκε λίγο και μετά του είπε

«Έλα στο δικό μου μετά τις πέντε το απόγευμα»

Του είπε τη διεύθυνση κι ο Φώτης έβγαλε μια κραυγή

«Καθόμαστε πολύ κοντά! Θα έρθω»

 Πέντε και πέντε χτύπησε την πόρτα του Ηλία. Το δωμάτιο του ήταν ένα σαν το δικό του. Έτσι ένιωσε περισσότερο άνετα. Άλλωστε ο Ηλίας του είχε απ’ την αρχή φερθεί με τον καλύτερο τρόπο. Δεν καθυστέρησε καθόλου κι άρχισε να του περιγράφει το οικογενειακό του δράμα. Τη δολοφονία της αδελφής του, την αυτοκτονία στα κρατητήρια του δολοφόνου της, την επίπτωση του γεγονότος σε όλους, την αρρώστια και τον τελικό θάνατο του πατέρα τους, τις επιλογές της μάνας ο Κώστας να μείνει στο μαγαζί και κι αυτός να σπουδάσει. Έκλεισε με το καθήκον που του ανέθεσε ο Κώστας και τις έρευνες που μέχρι τώρα έκανε

Στη διάρκεια της περιγραφής των συμβάντων δεν πρόσεξε την αλλαγή της έκφρασης στο πρόσωπο του Ηλία. Τον διέκοψε μια φορά να τον ρωτήσει

«Ποια ήταν τα ονόματα της οικογένειας του Νίκου;»

«Αντώνης και Κατίνα Νικολάου»

Με κόπο συγκράτησε τον εαυτό του.

« Σίγουρα τα γεγονότα που έζησε η οικογένειά σου είναι συνταρακτικά και σου εκφράζω την ειλικρινή μου συμπάθεια. Αναρωτιέμαι όμως πώς μπορούσα εγώ να βοηθήσω;»

«Έφτασα σε αδιέξοδο. Δεν ξέρω τι να κάνω παρακάτω. Έχω όμως μια ιδέα. Πώς νομικά θα μπορούσα να μάθω τι περιλαμβάνει ο φάκελος της υπόθεσης. Θα ήθελα τη νομική σου συμβουλή»

Ο Ηλίας ήθελε χρόνο για δικούς του λόγους και η απάντηση που του έδωσε ήταν

«Άσε να το σκεφτώ. Κατάλαβα τι ζητάς. Θα ρωτήσω κι έναν πιο έμπειρο από μένα και σε κάνα δυο μέρες τα ξαναλέμε. Εντάξει;»

«Είσαι καλός φίλος και σ’ ευχαριστώ. Εντάξει»



33. Ο  Ηλίας αποφασίζει



Ευτυχώς συγκρατήθηκε. Μάλλον ο Φώτης δεν κατάλαβε τον κεραυνό που τον χτύπησε κατακέφαλα. Αν αυτό δεν είναι θαύμα τότε τίποτα δεν είναι. Ας παραμείνει ψύχραιμος. Μην κάνει βιαστικές κινήσεις. Είναι δεσμευμένος με την υπόσχεση που έδωσε στον κυρ Αντώνη και την κυρά Κατίνα. Να την πάρει τηλέφωνο; Όχι ας μην την αναστατώσει πριν να έχει κάτι οριστικό.

Η πρώτη δουλειά είναι να πάει στη θυρίδα. Σχεδίαζε ν’ ανοίξει το φάκελο αφού πάρει το πτυχίο μα η σημερινή εξέλιξη επιταχύνει τα πράγματα. Αύριο πρωί- πρωί θα ανοίξει το φάκελο. Έτσι κι έκανε Το πρωί στο υπόγειο της τράπεζας άνοιξε υη θυρίδα. Μέσα είχε τον κλειστό φάκελο και κάποια από τα λεφτά που στην πρώτη φάση του είχε δώσει η οικογένεια Νικολάου. Από το βιβλιάριο που του άφησε μετά το θάνατό του με το μεγαλύτερο ποσό είχε κάνει κάποιες μικρές αναλήψεις που σχεδόν αναπληρώθηκαν από τους τόκους. Αυτό γιατί δε γνώριζε τι χρήματα θα χρειαστούν για την υλοποίηση της άγνωστης μέχρι τώρα αποστολής

Αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα. Πήρε μόνο τον φάκελο και με προσοχή τον έβαλε στο χαρτοφύλακα που είχε φέρει μαζί του. Θα τον άνοιγε μόνο στο δωμάτιό του σε συνθήκες ασφάλειας. Όταν ανοίχτηκε μέσα ήταν μια επιστολή που απευθυνόταν σ’ αυτόν, μια σειρά αποκόμματα εφημερίδων και μερικές φωτογραφίες. Πρώτα άρχισε να διαβάζει την επιστολή.

    Αγαπητέ μας Ηλία

 Όπως σου είπα στην πρώτη επιστολή από την πρώτη στιγμή που σε γνωρίσαμε σε συμπαθήσαμε. Με τα αποκόμματα που είναι τοποθετημένα με χρονολογική σειρά θα αποκτήσεις μια εικόνα της οικογενειακής τραγωδίας που ζήσαμε. Το παιδί μας ήταν ένα αστέρι που έσβησε πριν λάμψει μ’ όλη τη δύναμη του. Κάναμε επανειλημμένες αιτήσεις στην Αστυνομία και τις εισαγγελικές αρχές να ερευνήσουν από την αρχή τα στοιχεία. Φωνή βοόντος εν τη ερήμω. Δεν εισακουστήκαμε. Ο γιος μας αυτοκτόνησε γιατί δεν άντεξε την ντροπή και το διασυρμό. Τη Μαριώ την αγαπούσε. Μας την έφερε στο σπίτι και είδαμε με τα μάτια μας την λατρεία που έτρεφε ο ένας για τον άλλο. Ούτε στιγμή δεν πέρασε απ’ το μυαλό μας η σκέψη πως ο γιος μας έχει συμμετοχή σε αυτό το ανοσιούργημα. Προσπαθήσαμε να έρθουμε σε επαφή με την οικογένεια της Μαριώς αλλά δεν βρήκαμε ανταπόκριση. Στείλαμε αρκετά γράμματα, αλλά καμιά απάντηση δεν υπήρξε. Τους καταλαβαίνω και τους δικαιολογώ. Κι αυτοί έχασαν το παιδί τους.

Κάποια στιγμή δεχτήκαμε εν μέρει την άδικη μοίρα μας. Πουλήσαμε με μεσίτη όσο- όσο όλα τα περιουσιακά μας στοιχεία και συμφωνήσαμε να ζήσουμε το υπόλοιπο της ζωής μας στην ανωνυμία. Η πίκρα όμως ζούσε ζωντανή μέσα μας. Όταν σε γνωρίσαμε είπαμε με τη γυναίκα μου να σου μεταβιβάσουμε αυτό το καθήκον. Κάνε, αγόρι μου, μια προσπάθεια στο όνομα της δικαιοσύνης. Ό,τι γίνει. Κανείς δε θα σου ζητήσει ευθύνες. Στηριζόμαστε μόνο στην καλή σου διάθεση. Τα λεφτά που σου δώσαμε είναι να σου κάνουμε τη διαβίωση πιο άνετη. Σε μας είναι άχρηστα. Κι άλλωστε η υγεία μου δεν μου αφήνει πολλά περιθώρια. Σε νιώθουμε λίγο σαν παιδί μας και τα δικαιούσαι. Σου ευχόμαστε καλή σταδιοδρομία κι ευτυχία στη ζωή σου.

   Αντώνης- Κατίνα

Τα αποκόμματα τα διάβασε ένα- ένα, μα η συζήτηση που είχε γίνει με το Φώτη του είχαν δώσει ήδη μια πρώτη εικόνα. Την προσοχή του την τράβηξαν οι φωτογραφίες. Ήταν φωτογραφίες του γιου τους σε διάφορες ηλικίες, μια φωτογραφία της Μαριώς μόνη της με γλυκιά αφιέρωση στον «αγαπημένο της Νίκο και μια οι δυο αγκαλιασμένοι βγαλμένη από έναν από τους φωτογράφους που με τις τρίποδες μηχανές τους βρίσκονταν σ’ όλες τις πλατείες εκείνη την εποχή.   



34. Επικοινωνία Ηλία και Φώτη





Τον συγκίνησε όλη η υπόθεση. Τελικά οι χρυσοί άνθρωποι Αντώνης και Κατίνα ζούσαν με σιωπή κι αξιοπρέπεια το μεγάλο δράμα τους. Τόσα χρόνια δεν είπαν κουβέντα, δεν παραπονέθηκαν ποτέ. Αξιοπρεπείς στο έπακρο και φιλάνθρωποι. Δε μπορεί ο Ηλίας να ξεχάσει τα πρώτα χρήματα που του έδωσαν κι έκαναν υποφερτή την φοιτητική του περίοδο. Τώρα του το εξήγησαν. Τους θύμιζε τον αδικοχαμένο μοναχογιό τους.

Στήριξαν σ’ αυτόν την τελευταία ελπίδα δικαίωσης. Ο κυρ Αντώνης δεν πρόλαβε ο άμοιρος. Τον πρόδωσε η καρδιά του, γεγονός που ίσως είχε ευθεία σχέση με τη συσσωρευμένη πίκρα που η ζωή του επεφύλαξε. Ζει όμως η κυρία Κατίνα που είναι κι η καλύτερη συντροφιά στη μάνα του. Έχει άπειρο χρέος απέναντί της. Ορκίζεται σε ό,τι έχει ιερό κι όσιο να κάνει τα πάντα για να πάψει η αδικία. Βεβαίως οι ζωές δε γυρίζουν πίσω, αλλά θα είναι τόσο ανακουφιστική μια ηθική δικαίωση. Αρχίζει κι αυτός να αισθάνεται λίγο σαν το χαμένο παιδί τους. Θα προσπαθήσει όσο μπορεί. Θα στύψει το μυαλό του να κατεβάσει ιδέες που θα βοηθήσουν να αποκαλυφθεί η αλήθεια.

Πρώτον θα αποκαλύψει στο Φώτη την ευτυχή σύμπτωση να γνωρίζει κι αυτός την υπόθεση και τη στερεά απόφασή του να αναζητήσει την αλήθεια. Μετά ήδη έχει στο μυαλό του κάποια από τα επόμενα βήματα. Δεν έχασε καιρό. Πήγε στο σπίτι του και τον βρήκε. Μαζί του είχε όλο το αποδεικτικό υλικό.. Όταν άκουσε τις πρώτες εξηγήσεις και είδε στις φωτογραφίες την αγαπημένη του αδελφή ξέσπασε στα κλάματα

«Δεν εξηγείται αλλιώς αδελφέ η σύμπτωση. Έβαλε το χέρι του ο Θεός για να λάμψει η αλήθεια. Τίθεμαι κι εγώ εθελοντής σ’ αυτόν το στόχο. Πάμε στον ΟΤΕ να πάρω τηλέφωνο στον αδελφό μου»

Δεν μπορούσε να αρνηθεί στον αδελφό της Μαριώς οποιαδήποτε χάρη. Ένιωθε πλήρως τον πόνο του. Πηγαίνοντας για το τηλέφωνο ο Φώτης του είπε.

«Θέλω μια ακόμα μεγαλύτερη χάρη. Για τη Μάνα μου περισσότερο, που μέρα με τη μέρα λιώνει μ’ αυτόν τον καημό. Να πάμε αύριο στα Γιάννενα. Να της τα πεις ,να τα δει. Είναι παλικάρι. Θα πάρει πάλι πάνω της. Μη στεναχωριέσαι για τα έξοδα. Τα εισιτήρια θα τα πληρώσω εγώ»

Δίστασε λίγο σκεφτόμενος. Και μετά αποφασιστικά του απάντησε

«Για τα λεφτά δεν υπάρχει καθόλου πρόβλημα. Η οικογένεια από την αρχή με προίκισε καλά. Θέλω κι εγώ ένα αντίδωρο από σένα. Όταν γυρίσουμε θα πάμε μαζί στο Βόλο. Ο κυρ Αντώνης πέθανε, αλλά η κυρά Κατίνα περιμένει χρόνια μια καλή είδηση»

«Έγινε. Στο υπόσχομαι Ηλία»

Παράτησαν τα πάντα. Παρακολουθήσεις μαθημάτων κι άλλες δικές τους ασχολίες. Την άλλη μέρα το πρωί μπήκαν στο λεωφορείο της γραμμής και ξεκίνησαν για τα Γιάννενα



35.  Η χαρά της Μαριγώς



Έφτασαν το απόγευμα και στο σταθμό των λεωφορείων τους περίμενε ο Κώστας. Θερμή αγκαλιά με τον αδελφό του και συγκρατημένος αλλά ευγενικός χαιρετισμός στον καινούργιο επισκέπτη. Τους πήγε κατευθείαν στο σπίτι, όπου η ειδοποιημένη Μαριγώ είχε στήσει ένα πλούσιο τραπέζι, αντάξιο της οικογενειακής τους παράδοσης. Έγιναν οι συστάσεις κι ο Φώτης ορμητικός άρχισε να περιγράφει τα νέα στοιχεία και τους έδειξε και τις φωτογραφίες.

Υπήρχε μια συγκίνηση που τα τραγικά συμβάντα ζωντάνεψαν για μια ακόμα φορά. Μετά ο Ηλίας μίλησε για το ζευγάρι Αντώνη και Κατίνας που ήρθαν στη γειτονιά του. Τους είπε ότι ποτέ δε μίλησαν για το δράμα τους. Μόνο μετά το θάνατο του πατέρα Αντώνη άρχισε να μαθαίνει για το θέμα. Τους είπε για την οικονομική βοήθεια που του έδωσαν και την άγνωστη μέχρι δυο μέρες αποστολή που του ανάθεσαν.

Την Μαριγώ την έπιασαν τα κλάματα και το παράπονο

«Αχ παιδί μου, αυτό το δράμα πέρα απ’ το αγγελούδι μας, έστειλε στον τάφο και τον άνδρα μου. Απ’ τη στεναχώρια και τον καημό έπαθε ότι έπαθε. Ίσως δεν κάναμε καλά που δε δεχτήκαμε επαφή με την οικογένεια του Νίκου. Η γνωριμία σου με το Φώτη μου είναι καθαρό μήνυμα απ’ το θεό και πρέπει να το σεβαστούμε και να το ακολουθήσουμε. Όχι παιδιά μου, δεν είναι τυχαία πράγματα αυτά. Είναι η θεία πρόνοια που σώζει κι ευλογεί. Γιατί να μην είναι ζωντανός κι ο Τάσος μου να δει λίγη χαρά. Να είσαι καλά αγόρι μου. Θα είναι βάλσαμο στην ψυχή μου ν’ αποκαλυφθεί η αλήθεια»

Η χαρά της μάνας τους ήταν παρηγοριά και για τα δυο αγόρια. Ο αρχικός δισταγμός του Κώστα έγινε ενθουσιασμός κι ακολούθησε ένα γενναίο φαγοπότι, που κράτησε μέχρι αργά το βράδυ.

Την άλλη μέρα τα δυο αγόρια τους είπαν ότι γυρίζουν στην Αθήνα. Στις διαμαρτυρίες της Μαριγώς και του Κώστα αντέτειναν το επιχείρημα ότι έχουν υποχρεώσεις στη σχολή. Η Μαριγώ τους γέμισε με καλούδια της περιοχής και τους έδωσε την ευχή της. Μέσα στο λεωφορείο κάνοντας τον απολογισμό ο Φώτης είπε

«Καλά πήγαμε ως εδώ. Στη συνέχεια τι κάνουμε»

«Πρώτα θα πάμε στο Βόλο. Το χρωστάω στην κυρά Κατίνα. Μετά έχω κάποιες ιδέες, αλλά θα τις συζητήσουμε στην επιστροφή»

«Εντάξει» είπε ο Φώτης

Όταν η μάνα του τους είδε έξω από την πόρτα έβγαλε μια κραυγή χαράς

«Τι όμορφη έκπληξη αυτή Ηλία μου; Ποιο είναι το παλικάρι δίπλα σου;»

Έκανε τις συστάσεις

«Ο φίλος ο Φώτης. Κι αυτός σπουδάζει δικηγόρος στην Αθήνα»

«Ελάτε μέσα παιδιά μου»

«Μάνα η κυρά Κατίνα τι κάνει;»

«Καλά είναι. Να την φωνάξω να σε δει;»

«Άσε να πάμε εμείς στο σπίτι της»

Νέες χαρές. και άνοιγμα της πόρτας να μπούνε μέσα.

«Πώς από δω Ηλία;»

«Κάτσε στην καρέκλα κυρία Κατίνα. Ο νέος δίπλα μου ονομάζεται Φώτης και είναι ένα πρόσωπο που σε ενδιαφέρει»

Πήρε μια ανάσα και μπήκε κατευθείαν στο ψητό

«Ο Φώτης είναι ο ένας από τα δυο αδέλφια της Μαριώς»

Η κυρά Κατίνα πετάχτηκε όρθια

«Τι;»

Αφού ηρέμησε την κυρά Κατίνα,  άρχισε να της εξιστορεί όλες τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών. Εκείνη είχε αρχίσει να κλαίει

«Αγόρι μου» είπε στον Φώτη «αλλάξατε άποψη για τον Νίκο μας. Εσείς χάσατε το γλυκό κι όμορφο κορίτσι σας και εμείς χάσαμε τον μονάκριβό μας. Αχ δεν πρόλαβε ο Αντώνης μου να ζήσει αυτή τη χαρά. Το κορίτσι σας το έφαγε κάποιος τρίτος και κανείς δεν ερεύνησε το θέμα. Το πίστευε βαθιά ο άνδρας μου. Έλα να σε αγκαλιάσω αγόρι μου. Τις ευχές μου σ’ όλη την οικογένεια σου. Επίτρεψέ με αγόρι μου να σε φιλήσω»

Όταν ο Φώτης πλησίασε τον έσφιξε με δύναμη στη αγκαλιά της λέγοντας

«Τι όμορφο ζευγάρι που ήταν τα παιδιά μας! Μας τα πήρε όμως νωρίς ο χάρος. Και για  σένα Ηλία μου να είσαι καλά αγόρι μου. Στάθηκες άξιος της εμπιστοσύνης που σου δείξαμε. Ο άνδρας μου θα ήταν περήφανος για σένα»

«Δε τελειώσαμε κυρά Κατίνα. Τώρα που άνοιξε ο δρόμος θα ψάξουμε για παρακάτω»

«Μη μπείτε σε κίνδυνο όμως. Και σένα αγόρι μου η μάνα σου σ’ έχει μοναδικό στήριγμα»

«Μη φοβάσαι. Ξέρουμε τι κάνουμε. Εσύ να προσέχεις τη μάνα μου και τώρα που άνοιξε η υπόθεση ενημέρωσέ την»



36. Σχεδιάζοντας  τις  επόμενες  ενέργειες



Πήγαν κι έφυγαν αυθημερόν. Στις διαμαρτυρίες της μάνας του είχαν έτοιμη την απάντηση

«Έχουμε αύριο υποχρέωση στη σχολή μάνα. Άλλη φορά θα σου  φέρω το Φώτη να τον χορτάσεις»

Μέσα στο λεωφορείο κάνανε μια ανασκόπηση

«Τα δυο ταξίδια απέδωσαν καρπούς» είπε ο Ηλίας

«Σίγουρα ηρέμησαν τη μάνα μου», συμπλήρωσε ο Φώτης, «τώρα τι κάνουμε στη συνέχεια. Αυτό είναι το θέμα!»

Ο Ηλίας αποφασιστικός μίλησε

«Αυτό σκέφτομαι συνεχώς. Κάποιες ενέργειες κλωθογυρίζουν στο μυαλό μου. Άκου να δεις. Πρώτον θα προσλάβουμε έναν δικηγόρο. Μην ανησυχείς για τα έξοδα. Φρόντισε ο μακαρίτης πατέρας του Νίκου και από νωρίς μου άφησε χρήματα γι αυτόν το σκοπό. Θα του αναθέσουμε την αποστολή να πάρουμε αντίγραφο του φακέλου της υπόθεσης. Αυτός μαζί μας θα μελετήσει τα στοιχεία και θα μας προτείνει ενέργειες. Μετά θα πλησιάσουμε δημοσιογράφους. Θα τους ενημερώσουμε με όλα τα στοιχεία που έχουμε στα χέρια μας. Αν χρειαστεί θα τους δελεάσουμε και με την προοπτική της αμοιβής αν με άρθρα ανοίξουν πάλι τη θαμμένη υπόθεση. Βλέπεις είχε και ελκυστικό για το αναγνωστικό κοινό τίτλο!

«Ο δράκος του Πεδίου του Άρεως»

Ποτέ δεν ξέρεις εκ των προτέρων που αυτά θα οδηγήσουν»

«Συμφωνώ με όλα Ηλία. Να το ξέρεις. Η οικογένειά μου κι εγώ σου οφείλουμε πολλά κι εγώ είμαι διαθέσιμος για κάθε βοήθεια και αποστολή»

Όταν έφτασαν στην Αθήνα έβαλαν αμέσως εμπρός τα σχέδιά τους

Χρειάζονταν έναν έμπειρο δικηγόρο να ζητήσει το φάκελο της υπόθεσης και γιατί όχι την αναψηλάφησή της. Όταν ο Ηλίας ρώτησε τον Φώτη αν η οικογένειά του έχει στην Αθήνα κανένα γνωστό πήρα αρνητική απάντηση. Του είπε

«Άσε θα το φροντίσω εγώ το θέμα»

«Να με κρατάς όμως ενήμερο κι ό,τι χρειαστείς είμαι διαθέσιμος»

Μέσα στο μυαλό του Ηλία είχε σχηματιστεί μια ιδέα. Είχε πραγματική υπόσταση αλλά πίσω της κρυβόταν και μια υστεροβουλία. Μέσα στους κύκλους της Ματίνας κυκλοφορούσαν έμπειροι δικηγόροι. Μπορεί να βρεθεί ένας αποφασισμένος να αναλάβει, επ’ αμοιβή βέβαια, την υπόθεση, αλλά είναι και μια αφορμή να σπάσει ο πάγο που υπήρχε μεταξύ τους. Δεν είχαν κόψει την καλημέρα, ο χωρισμός τους έγινε σε πολιτισμένη ατμόσφαιρά, μα ο Ηλίας ποτέ δεν έπαψε να τρέφει αισθήματα για την Ματίνα. Ήταν η πρώτη του αγάπη διάολε!



37.  Απόπειρα επανασύνδεσης



Παραφύλαξε ώρες στη σχολή μέχρι να την πετύχει. Όταν της είπε ότι χρειάζεται να μιλήσουν για μια υπόθεση βρήκε την επιθυμητή προθυμία

«Ναι Ηλία και τώρα αν θέλεις. Πάμε στο γνωστό καφενείο»

Όταν κάθισαν σ’ ένα απόμερο τραπέζι ο Ηλίας άρχισε απ’ την αρχή να της περιγράφει την υπόθεση, χωρίς να της κρύψει τίποτα. Η πλοκή των πραγμάτων και οι συμπτώσεις που υπήρξαν κράτησαν σ’ όλη τη διάρκεια της περιγραφής αμείωτο το ενδιαφέρον της Ματίνας

«Και τώρα τι ζητάς;»

«Έναν έμπειρο κι αποφασιστικό δικηγόρο. Θα πληρωθεί κανονικά. Η οικογένεια μου έδωσε χρήματα για ότι χρειαστεί»

«Εντάξει θα ρωτήσω και σύντομα θα έχεις νέα μου. Με την ευκαιρία για πες μου τι κάνεις στα προσωπικά σου θέματα;»

«Σκατά Ματίνα. Εδώ και μήνες είμαι μόνος. Για την Βολιώτισσα ήμουν πολύ παραδοσιακός. Με άφησε για έναν πιο σύγχρονο και προχωρημένο. Δεν ένιωσα και άβολα. Ήδη η σχέση μας είχε κρυώσει από πριν. Εσύ;»

Η Ματίνα έμεινε μερικά δεύτερα αμίλητη. Μετά με κάποιο δισταγμό του είπε

«Αν θυμάσαι δεν σε έδιωξα εγώ. Απλώς έκανες την επιλογή σου. Κι ήταν δικαίωμά σου. Εγώ συνεχίζω το δρόμο που ξέρεις. Είναι η πολιτική μου επιλογή και βασική εσωτερική μου ανάγκη. Στον αισθηματικό χρόνο δεν έχω να σου πω κανένα νέο. Δεν μου έτυχε κάτι καινούριο. Ίσως και δεν το επιδίωξα»

«Σέβομαι την επιλογή σου και το ξέρεις. Η ζωή και των δυο μας είναι μπροστά μας και κανένας δεν ξέρει τι θα γίνει στο μέλλον»

Μια αμηχανία εγκαταστάθηκε για λίγο ανάμεσά τους. Ίσως ο ένας περίμενε τον άλλο να πάρει κάποια πρωτοβουλία. Ο Ηλίας μίλησε

«Περιμένω με ενδιαφέρον τα νέα για την υπόθεση. Τώρα δε θα χαθούμε. Στον ίδιο χώρο κινούμαστε και ζούμε»

«Έγινε. Θα κοιτάξω να έχω σύντομα ειδήσεις»

Δε χρειάστηκε να περιμένει πολλές μέρες. Σε μια εβδομάδα του έκλεισε ραντεβού με έναν γνωστό στην πιάτσα ποινικολόγο. Της είπε

«Θα πάρω μαζί και τον Φώτη»



38. Η  συζήτηση με τον δικηγόρο



Η πρώτη κουβέντα του γνωστού ποινικολόγου ήταν

«Πληροφορήθηκα ότι θα είστε μελλοντικοί συνάδελφοι. Άντε με το καλό, Ας μπούμε κατευθείαν στο θέμα. Τι ζητάτε από μένα;»

Μίλησε ο Ηλίας. Του περιέγραψε με τα λιγότερα κατά το δυνατόν λόγια την υπόθεση. Του έδωσε όλα τα στοιχεία που είχε στα χέρια του και του εξήγησε τι ζητά από αυτόν. Ο δικηγόρος σ’ όλη τη διάρκεια της περιγραφής άκουγε με προσοχή, αλλά όταν πήρε τον λόγο δεν ήταν τόσο ενθαρρυντικός

«Ακούστε συνάδελφοι. Ξέρετε καλά ποια είναι στη χώρα μας και πως λειτουργεί η κρατική μηχανή. Να παραδεχθούν ότι έκαναν λάθος το βλέπω πολύ δύσκολο. Ιδιαίτερα όταν θα αναβιώσει η ευθύνη τους για την απώλεια μιας αθώας ανθρώπινης ζωής. Πρέπει με έμμεσο τρόπο να ενεργήσουμε. Στην αρχή η αίτηση μας θα είναι απρόσωπη και τυπική. Δε θα αναφέρεται σε ευθύνες, ούτε θα περιέχει υπαινιγμούς. Αλλά μην τρέφετε αυταπάτες από το περιεχόμενο του φακέλου. Αν ευοδωθεί η προσπάθειά μας μην πιστεύεται ότι θα περιέχει το κλειδί της λύσης.  Θα περιλαμβάνει τα τυπικά υπηρεσιακά έγγραφα. Πρέπει να βρούμε άλλους τρόπους για ν’ ανοίξει το θέμα. Μην ξεχάσω. Θα ετοιμάσω δυο έγγραφα προκαταρκτικά. Πρώτον η αίτηση στην εισαγγελία πρέπει να υπογραφεί επισήμως από τους εκπρόσωπους των δυο οικογενειών, που στην περίπτωσή μας είναι οι μάνες και δεύτερον ότι αναθέτουν σε μένα την εκπροσώπησή τους στις αρμόδιες αρχές»

Επενέβη ο Ηλίας

«Έχουμε ήδη σκεφθεί να πλησιάσουμε δημοσιογράφους. Να τους εξάψουμε το ενδιαφέρον κι αν χρειαστεί να τους δελεάσουμε και με μια υπόσχεση χρηματικής αμοιβής»

«Σωστή η σκέψη, αλλά η άποψή μου είναι να μην αναφέρετε τίποτε για χρήματα. Μόνο κίνητρο είναι μη βγάλουν κανένα λαβράκι. Ας περάσει αύριο ένας από σας να του δώσω υποδείγματα των αιτήσεων που σας είπα. Βεβαίως θα χρειαστούν κάποια χρήματα»

«Αύριο θα σας φέρουμε μια προκαταβολή»

Βγαίνοντας από το γραφείο ο Φώτης είπε

«Καλός φαίνεται»

«Να τον έχουμε από κοντά»

Οι εξουσιοδοτήσεις στάλθηκαν σε Γιάννενα και Βόλο. Υπογράφτηκαν και γύρισαν πίσω. Όταν δόθηκαν στο δικηγόρο τους προσγείωσε πάλι

«Μην περιμένετε άμεσα αποτελέσματα. Οι κρατικές υπηρεσίες κινούνται με τον αραμπά. Αν έχω νέα θα σας ειδοποιήσω»

Έφυγαν με τον ενθουσιασμό τους λίγο ψαλιδισμένο, αλλά την απόφαση να προχωρήσουν ανένδοτη και πεισματική







ΚΕΦΑΛΑΙΟ   ΕΒΔΟΜΟ



39.  Ο  Μπάμπης  θυμάται



Η μνήμη του Μπάμπη ήταν καρφωμένη στο πρόσωπο της μάνας του. Τον πατέρα του σχεδόν δεν τον θυμάται πια, αφού νωρίς δραπέτευσε από τον αυταρχική ατμόσφαιρα που δημιουργούσε στο σπίτι ο χαρακτήρας της μάνας του. Αλλά, από τη μέρα που έφυγε, ποτέ δε φάνηκε να ενδιαφέρεται ότι πίσω του άφησε κι ένα παιδί να ζει κάτω από την εξουσία ενός ανθρώπου, που ο ίδιος δεν άντεξε. Σαν πατέρας δεν ανταποκρίθηκε στοιχειωδώς στις αυτονόητες υποχρεώσεις του κι έτσι από νωρίς τον είχε ξεγραμμένο και ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να αναζητήσει τα ίχνη του. Η ύπαρξη ή η ανυπαρξία του τον άφησε αδιάφορο.

Όμως όποτε θυμόταν τη μάνα του ζωντάνευε σ’ όλο το κορμί του ο αφόρητος σωματικός πόνος που ένιωσε εκατοντάδες φορές από τους απάνθρωπους ξυλοδαρμούς της. Αυτή η θύμηση σφράγισε τον χαρακτήρα του σ’ όλες τις πλευρές της ζωής του. Άδικα γενίκευσε το μίσος του στο γυναικείο φύλο και η τάση για εκδίκηση της συμπεριφοράς της μάνας του πήρε κακά μονοπάτια. Δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να φτιάξει δική του οικογένεια. Δεν σπούδασε τίποτα, με το ζόρι και σερνόμενος τέλειωσε τον υποχρεωτικό κύκλο της εκπαίδευσης. Δεν έμαθε καμιά τέχνη αφού ο εριστικός του χαρακτήρας δεν τον άφηνε να στεριώσει σε κανέναν εργοδότη.

Ζούσε στο πατρικό σπίτι που πλέον μετά την κατάληξη της μάνας του είχε μετατραπεί σε αχούρι. Κάποια στιγμή σε φάση έντασης και ξυλοδαρμού η μάνα ξαφνικά έπιασε το στήθος της και το πρόσωπό της παραμορφώθηκε από τον πόνο. Όπως αργότερα οι γιατροί διαπίστωσαν. Ήταν ένα οξύ καρδιακό επεισόδιο, που της πήρε τη ζωή μια κι έξω. Όταν την είδε φαρδιά πλατειά ξαπλωμένη και ακίνητη στο πάτωμα δεν ένιωσε κανένα αίσθημα λύπης γι αυτήν. Απλώς φώναξε τη γειτόνισσα να έρθει να δει και πήρε τηλέφωνο στο 166. Σύντομα τελείωσαν οι τυπικές διαδικασίες. Το θάψιμο της μάνας του το ένιωσε ως απελευθέρωση από τον ζυγό της κι έγινε στη συνέχεια μόνος κάτοικος και κυρίαρχος σ’ όλους τους χώρους του σπιτιού, ακόμα και στην κρεβατοκάμαρά της που γι αυτόν από χρόνια ήταν άβατο.

Έψαξε τα πάντα. Ξεσήκωσε κάθε έπιπλο να βρει τους θησαυρούς. Μα βρήκε άνθρακες. Λίγα λεφτά, που δαπανήθηκαν για να ξεχρεώσουν τα έξοδα της κηδείας. Τα κοσμήματά τα σκότωσε στο πρώτο μαγαζί που έδειξε ενδιαφέρον και στο βιβλιάριο της τράπεζας που η μάνα του το φύλαγε κάτω απ’ το στρώμα της ένα ποσόν για να περάσει συντηρητικά τους πρώτους δυο τρεις μήνες. Πέταξε κάθε άλλο προσωπικό αντικείμενο της μάνας του, ενώ έσκισε με μανία κάθε φωτογραφία της. Αν ήταν δυνατόν να πετάξει και απ’ το μυαλό του την ενοχλητική εικόνα της. Μα στον τομέα αυτόν μάταιος ο κόπος. Η μισητή εικόνα της τον κυνηγούσε στον ύπνο και τον ξύπνιο του. Τον είχε σφραγίσει δια παντός.



40.  Η νέα φάση της ζωής του



Παρά την έντονη επιθυμία του να βρει μια κοπέλα με την οποία να ανοίξει παρτίδες ποτέ δεν το κατόρθωσε. Οι μετρημένες προσπάθειες που μέχρι τώρα είχε κάνει όλες είχαν αποτύχει. Αρκούνταν στην αυτοϊκανοποίηση και μια φορά που δοκίμασε τον πληρωμένο έρωτα δεν είχε καμιά επιτυχία. Το ήδη αναπτυγμένο μίσος του για τις γυναίκες μέσα του γιγαντώθηκε και βρήκε διέξοδο στο κυνήγι. Θα τις έκανε δικές του με το ζόρι. Να μάθουν να μην του δίνουν σημασία! Τις είχε ένα άχτι. Θα πληρώσουν για ότι υπέφερε μια ζωή από τη μάνα του. Ναι! Ήρθε η ώρα να πάρει την εκδίκηση του.

Οι δυο πρώτες απόπειρες είχαν αποτυχία, αλλά κάθε αποτυχία είχε και τη θετική της πλευρά. Αποκτούσε εμπειρία και βελτίωνε την τεχνική του. Η επιλογή του θύματος, ο τόπος, η ώρα και τόσα άλλα. Αυτόν τον καιρό για να εξασφαλίζει τα στοιχειώδη για να ζει έκανε κάθε τόσο μεροκάματα στις οικοδομές. Από γεννησιμιού του ήταν δυνατός και η οικοδομή την έψησε περισσότερο. Έτσι διέθετε τη μυϊκή δύναμη να εξουδετερώνει και να φυλακίζει στα χέρια τα θύματά του.

Όσο κι αν φαίνεται σήμερα παράξενο την εποχή που αναφερόμαστε τα ήθη της εποχής, τουλάχιστον τα περισσότερα, απέφευγαν να καταγγείλουν το πάθημα τους. Ο τρίτος θα έλεγε με ευκολία «Ε! τα ήθελε και τα έπαθε» Άντε να πείσεις τον άλλο ότι είσαι θύμα σεξουαλικής επίθεσης. Έτσι κι αλλιώς το όνομα σου θα αμαυρωνόταν κι άντε να βγάλεις την τροπή από πάνω σου. Δυο φορές θύμα. Έτσι τα στόματα μένανε κλειστά και το δράμα το θύμα  το ζούσε στη σιωπή με όλες τις παρεπόμενες συνέπειες.

Η πρώτη επιτυχία του ήταν ένα βράδυ στο δρόμο δίπλα σε ένα συνοικιακό πάρκο μια κοπέλα προχωρούσε μόνη της. Κατά πάσα πιθανότητα λόγω και του προχωρημένου της ώρας επέστρεφε στο σπίτι από κάποια διασκέδαση. Όταν αθόρυβα την πλησίασε από πίσω και βάζοντας το μαχαίρι στο λαιμό της είπε με άγρια φωνή

«Τσιμουδιά γιατί θα σε σφάξω κακομοίρα μου»

Αγκαλιάζοντας την ανέβασε και μπήκαν στο πάρκο. Με ένα μαντήλι της έκλεισε το στόμα

«Αν βγάλεις κιχ πέθανες»

Τρομοκρατημένη έγινε άθυρμα στα χέρια του. Εκεί στα όρθια στηρίζοντας τα χέρια της στο δέντρο μπήκε μ’ όλη την αγριάδα μέσα της. Τα βογγητά της του έγιναν γι αυτόν κίνητρο. Επιτέλους, για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε την πλήρη ηδονή. Αυτό του άνοιξε την όρεξη και ακολούθησε μια αλυσίδα παρόμοιων ενεργειών. Δυο τρεις καταγγελίες έγιναν αλλά οι έρευνες πάνω σ’ αυτό το θέμα δεν είχαν το απαιτούμενο πείσμα κι έτσι αποτέλεσμα δεν υπήρξε

Ενώ στην αρχή οι επιθέσεις του ήταν σε μοναχικές γυναίκες έφτασε κι ο καιρός που μετά από παραφύλαγμα σε απόμερες γωνιές έκανε «μάτι» σε ζευγαράκια που ερωτοτροπούσαν. Οι εικόνες τον διέγειραν, αλλά ήθελε και ζωντανή συμμετοχή. Τότε ήρθε και το αίμα. Η αφαίρεση ανθρώπινης ζωής.



41.  Το  πεδίο του Άρεως

Ήταν ένα συχνό του στέκι. Κοντά στο κέντρο με πολλές εξόδους διαφυγής, εύκολα προσβάσιμο από ζευγαράκια που δεν είχαν προσωπικό χώρο, αλλά όρεξη για επαφή και απαγορευμένη χαρά. Άπειρες κρυψώνες και θέσεις για να παραφυλάξεις τα υποψήφια θύματα σου. Εκεί είχε σημειώσει κάποιες μικρές μέχρι τώρα επιτυχίες, κυρίως οπτικές κι ακουστικές που του έδιναν το κίνητρο της αυτοϊκανοποίησης.

Το ζευγαράκι όμως που αυτή τη φορά του έτυχε δεν του έδινε κανένα κίνητρο. Άπλωσαν πάνω στο παγκάκι το φαγητό τους, χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι άρχισαν να τρώνε. Ζήλεψε την ευτυχία τους, αλλά κι άδική αναμονή τον εκνεύριζε πολύ. Δε χρειάστηκε πολλής κόπος ο εκνευρισμός να γίνει θυμός κι ο θυμός λύσσα.

Άρπαξε το ξερό χοντρό κλαδί που υπήρχε δίπλα του και με φόρα τους έφτασε. Ανυποψίαστοι δεν πρόλαβαν ν’ αντιδράσουν. Πριν καλά-καλά καταλάβουν το τι συμβαίνει το ρόπαλο έπεσε μα όλη τη δύναμη στο κεφάλι του αγοριού ρίχνοντάς τον αναίσθητο. Η κοπέλα έντρομη έσκυψε να τον βοηθήσει και τα στιβαρά χέρια του εισβολέα τυλίχτηκαν πριν προλάβει ν’ αντιδράσει γύρω απ’ το λαιμό της. Ήταν πάνω απ’ τις δυνάμεις της. Με κάποιες απεγνωσμένες προσπάθειες να πάρει ανάσα ένιωσε να σβήνει πριν καταλάβει τι συμβαίνει

Το άψυχο πια σώμα της έπαψε να αντιστέκεται. Ο άλλος σε υπερδιέγερση δε φοβήθηκε καθόλου. Δίπλα ο νέος συνέχιζε να παραμένει ακίνητος. Δεν έχασε χρόνο. Πάνω στο άψυχο κορμί κόρεσε με όλη τη βία τις ανώμαλες ορέξεις του και σαν κύριος στη συνέχεια βγήκε απ’ το πάρκο. Ενοχές καθόλου, ευχαρίστηση πλέρια.

Την άλλη μέρα αγόρασε εφημερίδα για να ενημερωθεί τη συνέχεια της υπόθεσης. Έμεινε κατάπληκτος με τις εξελίξεις. Ως ένοχος θεωρήθηκε ο νεαρός. Ζήλεψε που του παίρνει τη δόξα. Αχ, να μπορούσε να βγει στους δρόμους και να φωνάξει

«Τι λέτε βρε κωθώνια. Δικό μου κατόρθωμα είναι αυτό!»

Αλλά τόσο χαζός δεν ήταν. Έμεινε μουγγός με την πίκρα ότι δυστυχώς δε μπορεί να μιλήσει. Οι εξελίξεις στη συνέχεια τον άφησαν κατάπληκτο. Ο νεαρός μέσα στο κελί έκοψε τις φλέβες του και η υπόθεση έκλεισε οριστικά

«Πολύ κωλοφαρδία, δικέ μου! Την έβγαλα εντελώς καθαρά και χωρίς καμιά συνέπεια, αλλά στο βάθος του παρέμενε ακέραιος ο πληγωμένος εγωισμός του. Ούτε μια στάλα δόξα για το κατόρθωμά του

«Πουτάνα κοινωνία!»



ΚΕΦΑΛΑΙΟ   ΟΓΔΟΟ


42.  Άνοιγμα της υπόθεσης



Η Ματίνα τον πλησίασε πρώτη. Φυσικό κι αναμενόμενο, αφού αυτή του είχε συστήσει το δικηγόρο

«Πώς πήγε η συνάντηση;»

Της διηγήθηκε όλες τις ενέργειες, που στο διάστημα αυτό έγιναν και την τελική γνωμάτευση του δικηγόρου να μην περιμένουμε κάτι συνταρακτικό

«Πρέπει Ματίνα να σκεφτώ κι άλλες ενέργειες να αναστηθεί η υπόθεση»

Η Ματίνα του είπε ότι την συγκίνησε όλη η υπόθεση και είναι στη διάθεσή του να βοηθήσει αν κάπου μπορεί

«Μη με αφήσεις απ’ έξω από αυτήν την υπόθεση. Βέβαια εσύ κι ο Φώτης έχετε πιο προσωπικό ενδιαφέρον για την υπόθεση, αλλά κι εγώ εδώ είμαι»

Της είπε για την ιδέα του να πιάσουν δημοσιογράφους και να τους περιγράψουν την υπόθεση. Ίσως δείξουν ενδιαφέρον

«Ωραία ιδέα. Πάμε κι οι τρεις μας. Όχι όπου να είναι. Υπάρχουν εφημερίδες που τρέφονται με τέτοια. Εκεί θα απευθυνθούμε»

Ρε είπε από μέσα του ο Ηλίας. Οι γυναίκες είναι πιο έξυπνες και πρακτικές από μας

Πράγματι σε δυο μέρες πήγαν σε επιλεγμένο από την Ματίνα στόχο. Προηγουμένως είχε πληροφορηθεί ρωτώντας με τον δικό της αποτελεσματικό τρόπο το όνομα του αρμόδιου συντάκτη και την ώρα που είναι εκεί. Μετά την αναγκαία εισαγωγή που έκανε στο θέμα η Ματίνα, ανέλαβε ο Ηλίας να παραθέσει με κάθε λεπτομέρεια όλα τα στοιχεία που διέθεταν και κλείνοντας πέταξε το δόλωμα

«Αν χρειαστούν κάποια έξοδα είμαστε σε θέση να στα δώσουμε»

Έλαμψαν τα μάτια του δημοσιογράφου

«Μ’ αρέσει η υπόθεση και θα την αρχίσω. Ο δράκος του πεδίου του Άρεως! Ναι, θυμάμαι την υπόθεση, αλλά μέσα σε μια δυο μέρες η υπόθεση έκλεισε και δε δώσαμε προσοχή. Έχει ψωμί η υπόθεση. Σίγουρα κάποια έξοδα θα χρειαστούν»

«Άνοιξε εσύ το θέμα και θα σου φέρω κάποια χρήματα»

Όταν βγήκαν έξω η Ματίνα του είπε

«Βιάστηκες να του πεις για λεφτά. Θα θελήσει να σε ρουφήξει. Μην είσαι τόσο ανοιχτοχέρης σε βδέλλες»

«Τι κάνουμε τώρα;»

«Θα περιμένουμε εξελίξεις. Αυτά δεν κυλάνε από μέρα σε μέρα. Χρειάζεται υπομονή και στο μεταξύ μπορεί να σκεφτούμε κι άλλες πρωτοβουλίες»

Μπήκε στη συζήτηση κι ο αμίλητος μέχρι τότε Φώτης

«Δε σε γνώριζα μέχρι τώρα Ματίνα αλλά σε παραδέχομαι. Μου έχει ήδη μιλήσει με καλά λόγια ο Ηλίας και θέλω και εκ μέρους της δικής μου οικογένειας να σ’ ευχαριστήσω»

Έτσι η υπόθεση μπήκε σ’ ένα αυλάκι



43.  Η  Ματίνα  κι  ο  Ηλίας



Από την πρώτη στιγμή κοντά της ένιωσε μια οικειότητα κι ένα ξεχωριστό ταίριασμα. Λες και γνωρίζονταν από παλαιά, πράγμα που δεν ήταν αλήθεια. Άλλη είναι η εξήγηση. Ταίριαζαν οι χαρακτήρες τους. Με αυτό το κορίτσι πρωτοένιωσε την αγάπη, με αυτή δοκίμασε τον έρωτα, έστω τσαλαβουτώντας στην άγνοια τους, γι αυτήν τρέφει χωρίς διακοπή τρυφερά αισθήματα. Καλά είναι ένας ηλίθιος με περικεφαλαία.

Αυτό το κορίτσι το παράτησε με άσχετες δικαιολογίες και στην πρώτη ευκαιρία που του δόθηκε έγινε υπόδουλος στις ορέξεις μιας αχόρταγης κι ανικανοποίητης γυναίκας. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβε ότι είναι διαφορετικοί χαρακτήρες, με προσωπικούς στόχους που διέφεραν όσο η νύχτα με τη μέρα, αλλά του άρεσε να ζει την ερωτική έξαψη και πίσω κρυμμένη στο μυαλό του ήταν και μια μη ομολογημένη ανάγκη επίδειξης στον πραγματικό του στόχο. Να τις πει με πράξεις

«Είδες; Εγώ μπορώ και ζω μια ερωτική περιπέτεια. Εσύ πήγαινε στις συνεδριάσεις σου!»

Κανένας σεβασμός στις ιδιαίτερες κλίσεις του άλλου ανθρώπου. Πρέπει να το παραδεχτεί, και μπροστά της αν είναι δυνατόν, πόσο υπεράνω μικροτήτων η Ματίνα στάθηκε. Ποτέ δεν του έδειξε ενόχληση, ποτέ δεν εξέφρασε κανένα παράπονο, αντίθετα τον χαιρετούσε σαν να μην συνέβη τίποτα και το πιο σοβαρό όταν ζήτησε την βοήθειά της, η ανταπόκριση ήταν αμέριστη και ουσιαστική.

Δεν είναι σωστό το θέμα να μένει σε εκκρεμότητα. Ο ίδιος θα πάρει τις αναγκαίες πρωτοβουλίες

Όταν συναντήθηκαν στη σχολή η άλλη μ’ ενδιαφέρον τον ρώτησε

«Κανένα νέο;»

«Ματίνα δεν υπάρχει νέο, αλλά θέλω να συζητήσουμε κάτι πιο επείγον και σοβαρό, που δε σηκώνει αναβολή»

«Με βάζεις σε ανησυχία. Τι είναι αυτό;»

«Ηρέμησε. Πάνε στο καφενεδάκι στο στενό να έχουμε την ηρεμία μας»

Όταν κάθισαν ο Ηλίας άρχισε την αυτοκριτική του

«Εντάξει ρε Ματίνα το παραδέχομαι…»

«Μα…» η άλλη προσπάθησε να τον σταματήσει αλλά ο άλλος δεν της άφησε κανένα περιθώριο

«Όχι εγώ να μιλήσω γιατί θα σκάσω. Εντάξει είμαι ένα γαϊδούρι Κυπραίικο. Εσύ είσαι ο άνθρωπός μου κι εγώ αόμματος και ηλίθιος. Να ξέρεις, κι όταν ήμουν μακριά σου και αναλωνόμουν τσάμπα αλλού το μυαλό μου σε σένα ήταν Σε αγαπάω Ματίνα και δε μπορώ να ζω μακριά σου. Έχεις κάθε δικαίωμα να κάνεις τις επιλογές σου. Δε θα ανακατευτώ σε αυτή σου την ανάγκη. Όμως το δέσιμο δυο ανθρώπων είναι πολλά περισσότερα από μια δραστηριότητα στη ζωή. Θέλω μαζί να ζήσουμε. Όχι για σήμερα. Για μια ζωή!»

Η άλλη τον άκουγε σιωπηλή με μια αινιγματική έκφραση στο πρόσωπο. Έμεινε αμίλητη για δευτερόλεπτα και η αγωνία του Ηλία έφτασε στο κατακόρυφο. Όταν μίλησε η φωνή είχε μια νέα ζεστασιά

«Βρε χαζούλη εγώ ποτέ δεν σε έδιωξα. Είσαι ο μόνος άνδρας που είχα σχέση γιατί απ’ την αρχή σε ξεχώρισα. Ας κάνουμε μια παραδοχή που λύνει τα προβλήματα. Δε χωρίσαμε ποτέ συνεχίζουμε σαν να μην υπήρξε χωρισμός.

Ένα ζεστό φιλί της επισφράγισε τη συμφωνία

44.  Η αρχή έγινε

Ένα παρατεταμένο κι επίμονο χτύπημα της πόρτας τον ξύπνησε, πριν ακόμα συμπληρώσει τις αναγκαίες ώρες ύπνου. Δίπλα του κοιμόταν ακόμα με μια ευτυχισμένη έκφραση, η Ματίνα του. Χθες ήταν η πρώτη μέρα αναβίωσης της σχέσης τους και οι ώρες που πέρασαν τη χθεσινή νύχτα ήταν ονειρεμένες και για τους δυο. Όταν κατά τις τρεις του είπε ότι πρέπει να γυρίσει στου Ζωγράφο  την παρακάλεσε

«Κάτσε μωρό μου εδώ αυτή τη νύχτα. Ας κοιμηθούμε αγκαλιά»

«Το θέλω πολύ μα οι δικοί μου θα ανησυχούν»

«Έχεις τρόπο να τους ειδοποιήσεις;»

«Τέτοια ώρα όλα είναι κλειστά. Τηλέφωνο δεν έχουμε»

Σκέφτηκε λίγο κι η επιθυμία κυριάρχησε της λογικής

«Θα το διακινδυνεύσω. Και μια άλλη φορά κοιμήθηκα στης Χρύσας. Μια φίλη στην οργάνωση. Μου έβαλαν τις φωνές αλλά εντάξει. θα μείνω»

Έτσι, με μια γλυκιά κούραση, αγκαλιά ήρθε αργά ο ύπνος να τους πάρει.

Και τώρα το απότομο ξύπνημα. Σηκώθηκε προσεκτικά μην την ξυπνήσει κι άνοιξε την πόρτα. Ήταν ο Φώτης κρατώντας την εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΗ

«Έχει άρθρο για μας! Επιτέλους άνοιξε η υπόθεση»

Ο δημοσιογράφος που είχαν μιλήσει. Ένα άρθρο στην τελευταία σελίδα με τις φωτογραφίες του Νίκου και της Μαριώς, που του είχαν δώσει.

Μεγάλος τίτλος με υπότιτλους δέσποζε στο πάνω μισό της σελίδας

Ο  δ ρ ά κ ο ς   τ ο υ  π ε δ ί ο υ  Ά ρ ε ω ς

Ένα ανεξιχνίαστο έγκλημα με δυο αθώα νεαρά θύματα

Εν τω μεταξύ ντυμένη εμφανίστηκε και η Ματίνα. Για τον Φώτη δεν ήταν έκπληξη. Από μακριά φαινόταν ότι μεταξύ τους υπάρχει σχέση. Γεμάτη περιέργεια άκουσε τον Ηλία να διαβάζει δυνατά το κείμενο. Ήταν μια σύντομη εξιστόρηση της υπόθεσης. Ανάφερε την αυτοκτονία του φερόμενου ως δράστη, τόνιζε τα μεγάλα κενά στην έρευνα που σταμάτησε, μια και τους βόλεψε η αυτοκτονία του Νίκου και έκλεισαν άδικα την υπόθεση παρά την επιθυμία των οικογενειών των θυμάτων. Το καλύτερο που μπορούσαν να ελπίζουν. Αγκαλιάστηκαν κι οι τρεις ευτυχισμένοι

«Επιτέλους! Να ειδοποιήσουμε τους δικούς μας»

Πετάχτηκε η Ματίνα

«Πολύ ωραία! Αλλά ας πάω πρώτα στο σπίτι μου, γιατί οι δικοί μου θα ανησυχούν μην είναι θύμα κανενός άλλου δράκου. Θα γυρίσω το απόγευμα, μόλις μπαλώσω τα πράγματα. Έγινε παιδιά;»

Οι δυο άλλοι έτρεξαν στον ΟΤΕ να τηλεφωνήσουν στους δικούς τους ν’ αγοράσουν την εφημερίδα. Ο Φώτης στο μαγαζί τους κι ο Ηλίας στον μπακάλη να το πει στη μάνα του ή στην κυρά Κατίνα



45. Οι εξελίξεις συνεχίζονται



Η πρώτη κίνηση ήταν να γίνει κι έγινε με τρανταχτό τρόπο. Είχαν περάσει κάποια χρόνια και το κλίμα στη χώρα είχε βελτιωθεί. Ένα τέτοιο άρθρο δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο. Ο ανηλεής συναγωνισμός των εφημερίδων για την κυκλοφορία άνοιξε την όρεξη κι άλλων δημοσιογράφων, που άνοιξαν τα αρχεία τους κι έγραψαν σχετικά άρθρα. Ένας ζητούσε από την Αστυνομία να τοποθετηθεί στο θέμα, χωρίς προς το παρόν ανταπόκριση.

Οι τρεις τους συναντήθηκαν το απόγευμα στο δωμάτιο του Ηλία να κάνουν μια ανασκόπηση της νέας κατάστασης. Η Ματίνα τους είπε ότι άκουσε τον εξάψαλμο, αλλά ότι εντάξει στο τέλος ηρέμησαν. Ο Φώτης πήρε δυο φορές τηλέφωνο. Στη δεύτερη φορά ήταν η μάνα του στο χασάπικό

« Κι έχεις Ηλία πολλά χαιρετίσματα! Εσένα Ματίνα δεν σε ξέρει ακόμα, μα την ενημέρωσα και έχεις πρόσκληση να μας επισκεφτείς στα Γιάννενα. Εννοείται και ο Ηλίας» 

Κι ο Ηλίας είπε τα δικά του

«Ματίνα είπα δυο λόγια στη μάνα νου για σένα. Θέλει να σε γνωρίσει»

«Ωχ! Αν με εγκρίνει;»

«Όχι ρε χαζό! Μοναχογιό μ’ έχει. Δείξε κατανόηση. Τώρα τι κάνουμε;»

«Να πάμε στο δικηγόρο μήπως έχει κανένα νέο»

«Να πάμε και στον δημοσιογράφο. Θα τον ταΐσω λίγο για συνεχίσει

Και τα δυο έγιναν. Εξελίξεις σχεδόν μηδενικές. Ο δικηγόρος

«Σας είχα προειδοποιήσει ότι ο κρατικός μηχανισμός είναι σκουριασμένος με ισχυρά όμως ανακλαστικά. Ποτέ δε θα παραδεχθεί ότι έκανε λάθος. Επισκέφτηκα τον διευθυντή της Ασφάλειας και μου το είπε καθαρά. Μην περιμένεις γραπτή απάντηση. Δεν γίνονται αυτά. Αν επιμένεις πολύ θα σου πούμε ότι ο φάκελος δε βρέθηκε και θα υπερασπιστούμε την άποψη μας. Ρώτα τους πελάτες σου. Τους συμφέρει να θυμίσουμε στη κοινή γνώμη ότι ο γιος της μιας οικογένειας σκότωσε την κόρη της άλλης. Οι ζωές δε γυρίζουν πίσω. Ας τους αφήσουμε ήσυχους στους τάφους τους. Πέστε μου ποια είναι η επόμενη κίνηση που θέλετε να κάνω. Εγώ πελάτες θέλω, αλλά το βλέπω χλωμό να έχουμε αποτέλεσμα…»

Ο δημοσιογράφος

«Βρε θα τους μαστιγώσω με επανωτά άρθρα. Είδατε την εντύπωση. Ακολούθησαν κι άλλες εφημερίδες. Αφήστε πάνω μου το θέμα. Έστειλα δυο μικρούς να συγκεντρώσουν νέα στοιχεία από τους μάρτυρες και τα αστυνομικά όργανα. Καταλαβαίνετε ότι αυτά έχουν έξοδα..»

Ο Ηλίας του έδωσε ένα ποσόν. Τι να έκανε;

Όταν γύρισαν στο σπίτι έκαναν μια ανασκόπηση με τελικό συμπέρασμα, που το συνόψισε η Ματίνα

«Δεν υπάρχει άλλος δρόμος από το να συνεχίσουμε..»



 ΚΕΦΑΛΑΙΟ   ΕΝΑΤΟ

46. Ο Μπάμπης σε έλλειψη

Ενώ στη πορεία του είχε αφάνταστες επιτυχίες και δοκίμασε γυναίκες που ούτε στη φαντασία του δεν πίστευε ότι θα τις ακουμπήσει, ενώ μέχρι τώρα την είχε βγάλει καθαρή χωρίς καμιά σύλληψη, τον τελευταίο καιρό έπεσαν κεσάτια του κερατά. Είχε συμπληρωθεί σχεδόν ένα δίμηνο χωρίς μία. Κάποιες απόπειρες έμειναν μόνο απόπειρες για τυχαίους και συγκυριακούς λόγους. Μια φορά εμφανίστηκε τη στιγμή που ήταν έτοιμος για επίθεση ένας παίδαρος δίμετρος κι ήταν το αγόρι της. Δεν το τόλμησε και καλά έκανε γιατί με τον νεαρό δεν θα την έβγαζε καθαρή. Την άλλη φορά πάλι έκανε την εφόρμηση στον έρημο δρόμο, μα η πουτάνα ήταν χειροδύναμη και δεν μπόρεσε να την κάνει ζάφτι. Έτρεξε και μπήκε στο δρόμο που είχε κίνηση.

Παρατήρησε κάτι. Οι περισσότερες άφηναν να περάσει το επεισόδιο στο μουγγό. Βλέπεις ήταν το κλίμα της εποχής που σ’ αυτές τις περιπτώσεις η γυναίκα έβγαινε έτσι κι αλλιώς χαμένη. Επικρατούσε η αντίληψη να μην μπλέξει με τις αρχές που προκαλούσαν και δικαιολογημένα φόβο, οι κρίσεις στον κύκλο των γνωστών και θα ακουστεί το όνομα. Δεν ήταν λίγοι και λίγες που έλεγαν φταίει κι αυτή. Τι ήθελε να κουνάει τον κώλο της αριστερά και δεξιά. Έτσι λίγες, μετρημένες στα δάκτυλα, απ ό,τι φανταζόταν ήταν οι καταγγελίες στην αστυνομία και καμιά σύλληψη.

Ένιωθε περήφανος για τα κατορθώματα του, μα πάλι κάτι τον πείραζε. Κανείς δεν ήξερε ότι αυτός είναι ο μάγκας που τα κατάφερε όλα αυτά. Του έλειπε η παραδοχή από τρίτους της μαγκιάς του. Εντάξει! Αυτός το ξέρει, αλλά τι καλά θα ήταν να το βροντοφωνάξει μπροστά σε όλους

« Εγώ είμαι ρε που τα έκανα όλα αυτά, Ναι εγώ είμαι!»

Μια φορά στην ταβέρνα με έναν συγκυριακά γνωστό που κάνανε μεροκάματα στην ίδια οικοδομή του ήρθε μέχρι τα χείλη του να τ’ ομολογήσει, αλλά ευτυχώς την τελευταία στιγμή συγκρατήθηκε. Τυχαία στην ΑΚΡΟΠΟΛΗ τις προάλλες διάβασε ένα άρθρο για την υπόθεση του Πεδίου του Άρεως και θυμήθηκε τα πάντα. Πρέπει οι κουφάλες αν ήξεραν να τον παραδεχθούν. Όχι μόνο δεν έμπλεξε ο ίδιος αλλά το θάνατο της κοπέλας τον απέδωσαν στο βουτυρόπαιδο που ήταν μαζί της. Αυτό κι αν ήταν επιτυχία.

«Είστε πού μικροί κουφάλες να μ’ ακουμπήσετε. Είμαι άτρωτος κι αόρατος! Θα σας δείξω εγώ»

Τον έτρωγε η πείνα, αλλά κι η ανάγκη να απελευθερωθεί. Ρίσκαρε! Πάλι στο Πεδίο την έστησε σ’ ένα από τα γνωστά του στέκια για να κάνει μάτι ή πού ξέρεις μπορεί να του τύχει κανένα τεφαρίκι. Είχαν περάσει δυο ώρες χωρίς να πλησιάσει ψυχή. Είχε σπάσει στο κατούρημα. Δε δίστασε ανακουφίστηκε επί τόπου καθισμένος ανακούρκουδα. Τότε ήρθε και κάθισε στο κοντινό παγκάκι ένα ερωτικό ζευγαράκι κι άρχισαν τα χάδια και τις ερωτικές περιπτύξεις. Φτιάχτηκε! Δεν του έφτανε η αυτοϊκανοποίηση. Ήθελε κι αυτός ένα κομμάτι απ’ την τούρτα.

Προσεκτικά πλησίασε και με βιάση χτύπησε με μια πέτρα τον άντρα, ελπίζοντας να τον βγάλει νοκ άουτ. Πλην ματαίως. Ο άλλος αποδείχτηκε βράχος αντοχής. Κι όχι μόνο. Αντεπιτέθηκε και προσπάθησε να τον φυλακίσει στην αγκαλιά του. Άρχισε απεγνωσμένη πάλη των δυο τους ενώ η κοπέλα κραύγαζε ζητώντας βοήθεια. Πανικοβλήθηκε! Πρώτη φορά βρέθηκε σε τόσο δύσκολη θέση. Απεγνωσμένα με δύναμη εξαντλώντας την τελευταία ικμάδα της θέλησής του κατόρθωσε να ξεφύγει απ’ τα χέρια του και το έβαλε κυνηγημένος στα πόδια..

Εντωμεταξύ κατέφτασαν κι άλλοι, αλλά ο αλήτης είχε γίνει καπνός. Η υπόθεση δεν μπορούσε πια να παραμείνει κρυφή. Η άφιξη του αστυνομικού οργάνου επισημοποίησε την υπόθεση κι έκανε γραπτή αναφορά του θέματος κι άνοιξε ο ασκός του Αιόλου. Η ζωή είχε προχωρήσει κι ο άντρας πήγε στην Ασφάλεια κι έκανε καταγγελία. Του πήραν κατάθεση. Η υπόθεση έφτασε στις εφημερίδες..



47.  Η επανεμφάνιση του δράκου του Πεδίου του Άρεως



Το συμβάν ήταν δώρο θεού για τον δημοσιογράφο της ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ, που είχε αναλάβει εργολαβικά το θέμα. Ο τίτλος ήταν καταλυτικός

ΕΠΑΝΕΜΦΑΝΗΣΗ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΤΟΥ ΑΡΕΩΣ

Μέσα στο κείμενο του άρθρου υπήρχε εκτενής περιγραφή του συμβάντος, τα θύματα της επίθεσης, η κατάθεση του άντρα που είδε καθαρά το πρόσωπο του δράστη, η κατάθεση του αστυνομικού οργάνου και όλα τα υπάρχοντα στοιχεία. Η επωδός διανθισμένη με επιθετικό τρόπο ήταν μια ολομέτωπη επίθεση προς τους ανθρώπους που είχαν παλαιότερα χειριστεί την υπόθεση. Βοηθητικό στοιχείο αποτελούσε το γεγονός ότι οι αξιωματικοί που είχαν χειριστεί την υπόθεση μέσα στα χρόνια είχαν συνταξιοδοτηθεί και δεν μπορούσαν πια να επιβάλουν την επιθυμητή σιωπή που μέχρι τώρα ως ταφόπλακα σκέπαζε την υπόθεση.

Τη σκυτάλη πήραν και οι υπόλοιπες εφημερίδες και οι υπερβολές συνηθισμένες σε αυτές τις περιπτώσεις κρατούσαν επί μέρες το θέμα στην επικαιρότητα. Να ένας χαρακτηριστικός τίτλος της ΑΘΗΝΑΪΚΗΣ



ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ Ο ΑΔΙΚΟΧΑΜΕΝΟΣ ΝΙΚΟΣ ΖΗΤΑΕΙ ΔΙΚΑΙΩΣΗ



Η τριάδα των φίλων ήταν σε διαρκή συναγερμό και δρούσε προς όλες τις κατευθύνεις. Συνεχής ενημέρωση των οικογενειών, επαφές με τον δικηγόρο που ζήτησε ως εκπρόσωπος της οικογένειας όλα τα νέα στοιχεία. Με βάση την περιγραφή των χαρακτηριστικών του δράστη η αστυνομία είχε κάνει ένα πιθανό σκίτσο του. Ο δικηγόρος προμηθεύτηκε ένα αντίγραφο που η τριάδα το αναπαρήγαγε εις τριπλούν και άρχισε το ψάξιμο σ’ όλες τις γωνιές της πόλης

Ο ένοχος Μπάμπης ήταν αναστατωμένος. Για πρώτη φορά στη διαδρομή που είχε ακολουθήσει τα τελευταία χρόνια κινδύνευσε πραγματικά να συλληφθεί. Τη γλύτωσε στο τσακ ξεφεύγοντας απ’ τις τανάλιες του άλλου που τον έσφιγγαν. Δεν το μέτρησε καλά το θέμα. Τον είχε υποτιμήσει και τέτοιο σφάλμα δεν πρέπει να επαναληφθεί. Ίσως να βιάστηκε μετά την έλλειψη μιας επιτυχίας τόσων μηνών. Κι η έλλειψη αυτή υπήρχε μέσα του και τον τσιγκλούσε συνεχώς. Ένιωθε σαν τον ναρκομανή που του λείπει η δόση του.

Διέθετε τη στοιχειώδη λογική. Δεν ήταν υπεράνθρωπος και μέχρι τώρα στάθηκε κωλόφαρδος, αλλά μέχρι πότε; Κάποια στιγμή θα τον τσιμπούσανε, αλλά πείσε τον χωμένο μέχρι το λαιμό στην ανώμαλη έξη να σταματήσει. Άσε που από μέσα του ογκωνόταν η επιθυμία για λύτρωση. Αν τον πιάναν θα έκανε κι αυτός το κομμάτι του με τις δηλώσεις. Να μάθουν ότι αυτός ήταν ο ήρωας που όλη η πόλη κυνηγούσε. Αυτός ήταν ο μάγκας



48.  Το νέο πρόσωπο  



Η σχέση του Ηλία με την Ματίνα ψήθηκε μέσα στη δράση και την κοινότητα σκοπού. Η Ματίνα με ενσωματωμένη μέσα της την αντίληψη υπεράσπισης των αδικημένων, όταν ενημερώθηκε για τη δίκαιη υπόθεση που είχε αναλάβει, ως καθήκον ζωής,  ο αγαπημένος της Ηλίας, έγινε δραστήρια κι αποφασιστική σύμμαχός του.

Σ’ αυτό το διάστημα η παρακολούθηση μαθημάτων και η προετοιμασία για τις εξετάσεις πήγαν περίπατο. Αλλά χαλάλι τους. Ένιωθε μέσα της δύναμη γιατί υπερίσχυαν τα θερμά αισθήματα που από την πρώτη στιγμή ένιωσε για τον Ηλία. Όταν κάποια περίοδο τον έχασε στεναχωρήθηκε βαριά, αλλά η αξιοπρέπειά της δεν την άφησε να το δείξει και να τον πει σε κανέναν. Στο διάστημα αυτό δραστηριοποιήθηκε πιο έντονα στις υποχρεώσεις στην πολιτική νεολαία που ανήκε, αλλά από μέσα της τον ήθελε με πάθος. Ήταν, βλέπεις, ο πρώτος και μοναδικός.

Όταν της ζήτησε βοήθεια για τη δίκαιη υπόθεση έδωσε όλο τον εαυτό της. Και η ανταμοιβή ήρθε. Ο Ηλίας όχι μόνο την αγαπούσε, αλλά της έδειξε με πολλούς τρόπους ότι θέλει να ενώσει για πάντα τη ζωή του μαζί της. Τώρα, το ερωτικό τους ταίριασμα επισφράγιζε και βάθαινε τη σχέση τους. Ήταν ερωτευμένη κι αποφασισμένη.

Την επόμενη μέρα που έγινε το νέο συμβάν στο Πεδίο του Άρεως κι η υπόθεση άνοιγε με θετικές και βάσιμες προοπτικές  ο Φώτης το πρωί στο σημείο συγκέντρωσης της ομάδας, δηλαδή το δωμάτιο του Ηλία παρουσιάστηκε μαζί μ’ ένα όμορφο κορίτσι που τους το σύστησε

«Φίλοι μου αυτή είναι η Αντιγόνη, το κορίτσι μου»

Χαρούλες και επιφωνήματα. Η Ματίνα την αγκάλιασε και τη φίλησε

«Καλώς όρισες στην παρέα»

Ο Ηλίας έδωσε και τις εξηγήσεις.

«Ήμασταν συμμαθητές στο γυμνάσιο. Σπουδάζει στο Φαρμακευτικό..»

Ο Ηλίας χαρούμενος για τη συμπλήρωση του κουαρτέτου τον επέπληξε γλυκά

« Τόσο καιρό μας την έκρυβες»

Εκείνος ντροπαλός πάντα χαμογέλασε χωρίς να προσθέσει άλλα λόγια

Η Ματίνα παρενέβη

«Ας τ’ αφήσουμε αυτά κι ας κάνουμε μια συνόψιση στην πορεία της υπόθεσης»

Είπε ο καθένας τα αποτελέσματα της αναζήτησης του ενόχου, αλλά η αλήθεια να λέγεται. Πέρα από κάποια ασαφή λόγια του στιλ «γνωστός μου φαίνεται» ή «κάπου τον έχει πάρει το μάτι μου» τίποτα το ουσιαστικό. Η ψυχή της παρέας Ηλίας έκλεισε τη συζήτηση

«Άλλο δρόμο δεν έχουμε παρά να συνεχίσουμε..»

Σε λίγες μέρες έσκασε η βόμβα. Όχι ως αποτέλεσμα της έρευνάς τους, αλλά επαλήθευση της παροιμία, η στάμνα πολλές φορές πάει στη πηγή μα μια φορά θα σπάσει. Η πληροφορία  τους ήρθε από είδηση στις εφημερίδες



49.  Το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται



Το ήξερε καλά ότι έπρεπε να κάτσει στα αυγά του. Έχουν τα χαρακτηριστικά του και τον κυνηγούν θεοί και δαίμονες. Τυχαία έμαθε ότι μια κοπέλα τριγυρνάει στη συνοικία μ’ ένα σκίτσο στο χέρι και ρωτάει αν κάποιος τον γνωρίζει. Το ένιωθε πως ο κλοιός σφίγγει, αλλά έλα που βούλωσε τ’ αυτιά του στη φωνή της λογικής.

Από τη μια η εσωτερική παρόρμηση  των ανώμαλων ορέξεων του. Είχε καιρό να ικανοποιήσει το βίτσιο του. Κι από την άλλη, χωρίς να το ομολογεί ούτε στον ίδιο του τον εαυτό, είχε κουραστεί και αναζητούσε μια λύτρωση. Τι είδους κι από ποιον δεν το είχε ξεκαθαρισμένο. Πρόσθεσε κι έναν υπόκωφο παράγοντα που μέρα με τη μέρα τον πίεζε όλο και περισσότερο. Γούσταρε λίγη δημοσιότητα. Να γίνει, έστω και για λίγο το πρόσωπο της ημέρας. Να δουν όλοι που τον υποτιμούσαν και  τον αντιμετώπιζαν σαν τον τελευταίο τροχό της άμαξας ότι αυτός, ναι αυτός τα κατάφερε όλα αυτά. Να τους μπει στο μάτι. Μια φορά στη ζωή του να κάνει τη φιγούρα του.

Αλλά οι συνέπειες. Σίγουρα την υπόλοιπη ζωή του θα τη ζούσε στη φυλακή, για να μην πούμε και το ενδεχόμενο να τον στήσουν στα έξι μέτρα. Και λοιπόν; Ζωή ήταν αυτή που ζούσε; Ήδη είχε περάσει απ’ το μυαλό του η ιδέα να πέσει στις γραμμές του τρένου!

«Πουτάνα κοινωνία δε σ’ αντέχω!»

Η λύτρωση γι αυτόν και την κοινωνία ήρθε μια θερινή νύχτα στο λόφο του Φιλοπάππου. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι έχει ο καθένας κρυμμένο μέσα στο μυαλό του, αλλά υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι, φτάνοντας σε αδιέξοδο ο ίδιος έσπρωξε τα πράγματα στην προσωπική του κάθαρση.

Ένα νέο ζευγαράκι ερωτοτροπούσε πάνω στο λόφο στην απέναντι πλευρά στο ύψος της εκκλησίας του Άη Δημήτρη του Λουμπαριάρη. Απορροφημένοι στους εαυτούς τους δεν αντιλήφτηκαν ότι πολύ κοντά τους κάποια σκοτεινή μορφή αυνανιζόταν σε απόσταση δυο τριών μέτρων απ’ αυτούς. Μόνο όταν άκουσαν τους βόγκους της προσωπικής του ικανοποίησης η κοπέλα τον είδε κι έβγαλε απελπισμένες κραυγές φόβου κι έκκλησης για βοήθεια.

Το παράδοξο είναι ότι ο ανώμαλος δεν το έβαλε στα πόδια, όπως κάποιος θα περίμενε προσπαθώντας να εξαφανιστεί, αλλά σχεδόν με κανονικό βηματισμό κατέβηκε προς το κεντρικό πετροστρωμένο δρόμο του Πικιώνη. Εκεί βρισκόταν κατά σύμπτωση περίπολος αστυνομικών οργάνων, που έκανε έρευνα για άλλη υπόθεση στην περιοχή. Ακούγοντας τις απελπισμένες κραυγές της κοπέλας κινητοποιήθηκαν και βλέποντάς τον, τον συνέλαβαν. Οι δυο νέοι, που κατέβηκαν κάτω επιβεβαίωσαν ότι αυτός είναι που τους επιτέθηκε.

Οδηγήθηκε με χειροπέδες στο Αστυνομικό τμήμα της περιοχής. Μόλις μπήκε στην είσοδο του κτιρίου άρχισε αυτόματα η ανακριτική μέθοδος, που είχε πάντα σχεδόν το αποτέλεσμά της. Κλωτσιές, μπουνιές και φοβέρες ότι αν δεν τα ξεράσει όλα δεν θα βγει ζωντανός μέσα από εκεί. Δεν πρόλαβε να πει μόνος του ότι θα τα πει από μόνος του όλα. Ίσως δεν τον άκουαν, ίσως λόγω αδράνειας ήθελαν να τον προετοιμάσουν ψυχολογικά όταν έφτανε η ώρα της κατάθεσης



50.  Η δημοσιοποίηση της σύλληψης



  Η σύλληψη  του δράστη έφτασε στα αυτιά των εφημερίδων. Οι δημοσιογράφοι έτρεξαν για περισσότερες πληροφορίες και συνάντησαν κλειστές πόρτες και μια μυστικότητα που έδειχνε ότι η υπόθεση δεν είναι υπόθεση απλή ενός ματάκια. Αυτό έγινε πιο καθαρό όταν τους είπαν ότι έφυγε από το τμήμα και βρίσκεται στη γενική Ασφάλεια.

«Α ! Πρέπει να έχει πολύ ψωμί η υπόθεση»

Όταν πήγαν εκεί τους ειπώθηκε λακωνικά.

«Επίσημες ανακοινώσεις θα γίνουν αύριο»

Τους άνοιξε η όρεξη. Το πρωί οι εφημερίδες είχαν πρωτοσέλιδη την είδηση με ποικιλία τίτλων

«ΣΤΟΥ ΦΙΛΟΠΑΠΠΟΥ ΣΥΝΕΛΗΦΘΗ ΗΔΟΝΟΒΛΕΨΙΑΣ»

«Ο ΔΡΆΚΟΣ ΤΟΥ ΦΙΛΟΠΑΠΟΥ» κι άλλες παρόμοιες.

Η τετράδα των φίλων χτύπησε συναγερμό

«Λες ;» είπε με ελπίδα ο Ηλίας.

Η Ματίνα του είπε

«Θα πάω στο σπίτι και προς το βράδυ Ηλία θα έλθω πίσω. Θα πω στους δικούς μου κάποια δικαιολογία και θα μείνω τη νύχτα μαζί σου»

«Θα σε περιμένω»

Συμφώνησαν να συναντηθούν στη σχολή το πρωί στις 9 το πρωί, αναμένοντας πληροφορίες για την υπόθεση του Φιλοπάππου. Αν απ’ τις εφημερίδες δεν μάθουν θα επισκεφθούν το γνωστό τους δημοσιογράφο. Η νύχτα για τη Ματίνα ήταν μια ανήσυχη νύχτα. Μετά έναν σύντομο έρωτα άρχισαν να συζητούν τα πιθανά ενδεχόμενα

«Αν είναι το κτήνος που σκότωσε την Μαριώ και τον Νίκο, θα είναι για μένα μια απελευθέρωση από ένα βάρος. Η αποστολή μου εξετελέσθη. Ετοιμάσου. Θα πάμε στο Βόλο. Να ενημερώσουμε την κυρά Κατίνα. Το κυριότερο; Να γνωρίσει η μάνα μου τη νύφη της. Εντάξει;»

Της άρεσε η έκφραση «τη νύφη της» χαμογέλασε και τον φίλησε ζεστά. Όμως με την αγωνία της αναμονής δεν πέρασαν ήρεμη νύχτα. Σηκώθηκαν νωρίς και κατέβηκαν στη σχολή. Οι εφημερίδες που προμηθεύτηκαν δεν διευκρίνιζαν περισσότερο την υπόθεση. Ήταν στο περίμενε. Έπεσε η πρόταση να πάνε στο δημοσιογράφο. Θα τον βρίσκανε άραγε το πρωί στο γραφείο; Η αγωνία δεν τους άφηνε να ηρεμήσουν.

Εκεί δεν τον βρήκαν. Ο Φώτης έριξε την ιδέα να πάνε στην κεντρική Ασφάλεια.

«Εκεί δε θα γίνουν οι ανακοινώσεις;

Το βρήκαν λογικό. Προσπάθησαν να μπουν στο κτίριο, αλλά ο φρουρός δεν τους το επέτρεψε. Απλώς έμαθαν ότι οι ανακοινώσεις θα γίνουν το μεσημέρι. Την έστησαν στο απέναντι  πεζοδρόμιο μήπως δουν κανέναν ή μάθουν εγκαίρως κάτι.



Μετά από κάποιο χρόνο είδαν τον γνωστό τους δημοσιογράφο να προσέρχεται προς το κτίριο. Τον πρόλαβαν πριν μπει μέσα.

«Παιδιά ακόμα δεν ξέρω ακριβώς, αλλά μάλλον θα δικαιωθούμε. Κάνετε υπομονή και θα σας ενημερώσω βγαίνοντας»

51. Οι ανακοινώσεις



Όταν ο αρμόδιος αξιωματικός μπήκε στην αίθουσα που ήταν οι δημοσιογράφοι είχε ένα θριαμβευτικό ύφος

«Αγαπητοί κύριοι το συλλάβαμε το κτήνος! Αυτόν που είχε γίνει φόβος και τρόμος στις γειτονιές της Αθήνας. Η σύλληψη οφείλεται στη συντονισμένη δράση όλων των υπηρεσιών μας και τους αξίζουν τα συγχαρητήρια όλων. Ο αποτρόπαιος δολοφόνος ονομάζεται Μπάμπης Βαρουχάς και περιστασιακά εργαζόταν στις οικοδομές. Πρόκειται για ένα περιθωριακό άτομο, με ανώμαλες ορέξεις, που χρεώνεται με μια μακρά σειρά επιθέσεων σε γυναίκες και ζευγάρια στο δρόμο και σε πάρκα. Για να ικανοποιεί τις ανώμαλες ορέξεις έφτασε σε αφαίρεση ανθρωπίνων ζωών. Ευτυχώς πλέον βρίσκεται στα χέρια μας και θα αντιμετωπίσει  τη δικαιοσύνη. Παρακαλώ ας περιοριστούμε σε μια δυο τρείς ερωτήσεις. Έχουμε πολύ έργο μπροστά μας..»

Ο πρώτος

«Όταν λέτε για αφαίρεση ζωών σε ποιες περιπτώσεις αναφέρεστε;»

«Είναι γνωστή η περίπτωση της κοπέλας στο Πεδίο του Άρεως»

«Μα σύμφωνα με την επίσημη άποψη της Αστυνομίας αυτή είχε αποδοθεί στο φοιτητή της ΑΣΟΕΕ Νίκο Αναστασίου, που αυτοκτόνησε στα κρατητήρια της Ασφάλειας»

«Ο συλληφθείς ομολόγησε ότι αυτός είναι ο φυσικός αυτουργός της δολοφονίας της Μαριώς. Η αυτοκτονία του Νίκου έκλεισε βιαστικά την υπόθεση. Όμως κύριοι ας μη μένουμε στις λεπτομέρειες κι ας επικεντρώσετε τα ρεπορτάζ σας στη σημερινή ευτυχή κατάληξη»

Παρά την πίεση των δημοσιογράφων δεν δόθηκε επιπλέον πληροφορία για την υπόθεση μεταθέτοντας το θέμα μετά την παραπομπή του στον εισαγγελέα και την άσκηση των διώξεων

Όταν τελείωσε η ενημέρωση τους έδωσαν φωτογραφίες του δράστη και ένα μικρό κείμενο, που περίπου έλεγε αυτά που τους είπε διά ζώσης ο αξιωματικός. Μόλις φάνηκε στην πόρτα τον περικύκλωσε η τετράδα

«Πες μας, πες μας»

«Έτσι ήταν όπως τα λέγαμε. Να ο δολοφόνος της Μαριώς! Ομολόγησε»

Ο Φώτης την κοίταξε κι έβαλε τα κλάματα

«Αχ άτυχη Μαριώ μας!»

Η Αντιγόνη, η κοπέλα του τον αγκάλιασε τρυφερά χωρίς να πει κουβέντα

«Αφήστε με τώρα να πάω στην εφημερίδα. Αύριο θα έχω εκτενές ρεπορτάζ. Θα αναφερθώ στην τραγωδία των οικογενειών σας. Μέσα εκεί αυτό χαρακτηρίσθηκε λεπτομέρεια του παρελθόντος. Σήμερα ο αγώνας σας δικαιώθηκε»



52. Η ευτυχία αυτών που πρόλαβαν



Την άλλη μέρα στις εφημερίδες το θέμα της σύλληψης Ιου Μπάμπη ήταν κυρίαρχο στις στήλες των εφημερίδων. Αποκάλυπταν ότι αυτός είναι ο δολοφόνος της κοπέλας στο Πεδίο του Άρεως και μιλούσαν για τον άδικο θάνατο του Νίκου. Ιδιαίτερα το άρθρο του δικού τους δημοσιογράφου στηλίτευε τη στάση της αστυνομίας, που παρά τις εκκλήσεις της οικογένειας Αναστασίου δεν προχώρησαν, έστω εκ των υστέρων την έρευνα. Ο πατέρας του Νίκου χάθηκε νωρίς με την πίκρα της αδικίας για το διασυρμό όλης της οικογένειας.

Ο Ηλίας ένιωθε δικαιωμένος. Η αποστολή που του είχε αναθέσει ο κυρ Αντώνης έφτασε επιτυχώς στο τέλος της. Προμηθεύτηκε όλες τις εφημερίδες των ημερών και με ύφος που δε σήκωνε αντίρρηση είπε στη Ματίνα

«Κορίτσι μου ετοιμάσου. Αύριο πάμε στο Βόλο με δυο σκοπούς. Να ενημερώσω ότι η αποστολή εξετελέσθη και να συστήσω στη μάνα μου το κορίτσι που θα παντρευτώ!»

«Για στάσου» του είπε η Ματίνα «εγώ δε χρειάζεται πριν να ερωτηθώ και να συμφωνήσω»

«Ξέρω ότι μ’ αγαπάς. Όταν γυρίσουμε θα με συστήσεις στους δικούς σου!»

Όλα λέγονταν με τέτοια σιγουριά που την αφόπλιζε εντελώς. Το μόνο που της απόμεινε ήταν να τον αγκαλιάσει και να του προσφέρει τα χείλη της…  








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου