Στις 5 Μαΐου 1912 ο ιταλός αντιστράτηγος Giovanni Ameglio κατέλαβε τη Ρόδο και ορίστηκε διοικητής των νησιών. Τα Δωδεκάνησα άλλαξαν κατακτητή και τη θέση των Τούρκων πήραν οι Ιταλοί, οι οποίοι παρέμειναν στα νησιά για περισσότερο από 30 χρόνια (Μάιος 1912 - Σεπτέμβριος 1943). Στο διάστημα αυτό οι κατακτητές κατέβαλαν τεράστια και οργανωμένη προσπάθεια για την πολιτιστική αλλοτρίωση και τον αφελληνισμό των κατοίκων, κυρίως μέσω της παιδείας.
Ήδη από τα τελευταία χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας στην πόλη της Ρόδου υπήρχαν πολλά ελληνικά σχολεία, τα οποία είχαν χτιστεί με δωρεές πλουσίων ομογενών και λειτουργούσαν υπό την προστασία και καθοδήγηση της ελληνικής ορθοδόξου κοινότητας με σπουδαίο παιδαγωγικό και πολιτιστικό ρόλο. Την πρώτη περίοδο της Ιταλοκρατίας, στη δημοτική, εκπαίδευση, λειτουργούσαν τρία σχολεία: η «Αστική Σχολή», το «Καζούλλειο Παρθεναγωγείο» και η «Αμαράντειος Σχολή» στο Νιοχώρι, ένα δημοτικό σχολείο στη συνοικία των Αγίων Αναργύρων και το παλιό σχολείο του Νιοχωριού. Σε κάθε μια από τις επτά συνοικίες της πόλης της Ρόδου υπήρχε και ένα νηπιαγωγείο.
Η «Αστική Σχολή ή Αρρεναγωγείο» είχε εγκαινιαστεί το 1874 σε καινούριο κτήριο που χτίστηκε σε οικόπεδο που δώρισε η Μαρουλίτσα Καζούλλη – Βενετοκλή στο χώρο όπου ήδη από το 1833 λειτουργούσε σχολείο. Στόχος του ήταν να παράσχει στη ροδιακή κοινωνία μορφωμένους πολίτες και λειτουργούσε με έξι τάξεις.
Η Αστική Σχολή
Το «Καζούλλειο Παρθεναγωγείο» , που σκοπό είχε να παράσχει στη ροδιακή κοινωνίαανώτερη μόρφωση στο γυναικείο πληθυσμό της πρωτεύουσας και δασκάλες για την ύπαιθρο και τα νησιά, λειτουργούσε με οκτώ τάξεις. Κτίστηκε με δωρεές της οικογένειας Καζούλλη με άδεια που εκδόθηκε το 1884.
Τα εγκαίνια της Αμαραντείου Σχολής έγιναν το 1911 σε νεοκλασικό οίκημα το οποίο είχε χτιστεί από τους Ρόδιους ευεργέτες Γεώργιο και Δέσποινα Αμαράντου. Η Αμαράντειος Σχολή Θηλέων λειτουργούσε στη συνοικία του Νεοχωρίου με έξι τάξεις.
Σε εργασίες συντήρησης που έγιναν πρόσφατα σε κτήριο που βρίσκεται στο Νιοχώρι αποκαλύφθηκε πλάκα που μας πληροφορεί για την ύπαρξη Παλιού Σχολείου από το 1867, νότια της εκκλησίας των Εισοδίων, χαρακτηριστικό δείγμα λαϊκής αρχιτεκτονικής, που λειτούργησε ως δημοτικό μέχρι την περίοδο ανέγερσης της Αμαραντείου Σχολής.
Στη μέση εκπαίδευση υπήρχε το Βενετόκλειο Γυμνάσιο, που λειτουργούσε σε ένα μεγαλοπρεπές νεοκλασικό κτήριο, που θεμελιώθηκε το 1909 και χτίστηκε με δωρεά της οικογένειας Βενετοκλή.
Τα Ελληνικά σχολεία διευθύνονταν από σχολική Εφορεία που εξέλεγαν τα μέλη της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος Ρόδου. Η Εφορεία πλήρωνε τους δασκάλους και επέβλεπε στην πιστή εφαρμογή του σχολικού προγράμματος που στηριζόταν στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Ελληνικού Υπουργείου Παιδείας.
Ήδη από το καλοκαίρι του 1912 οι ιταλοί αξιωματικοί παρακινούσαν τους κατοίκους για την αναγκαιότητα της ιταλικής γλώσσας στα σχολεία.
Η σπουδαιότητα που απέδιδαν οι Ιταλοί στην παιδεία ως μέσο πολιτιστικής διείσδυσης φαίνεται ήδη από το υπόμνημα του Ameglio τον Απρίλιο του 1913, στο οποίο μεταξύ άλλων ανέφερε: «Στην περίπτωση που η πολιτική επιρροή μας σταθεροποιηθεί στη Ρόδο, πρέπει να ενδιαφερθούμε αμέσως για την ίδρυση ιταλικών σχολείων»
Από την έκθεση του στρατιωτικού διοικητή Vittorio Elia πληροφορούμαστε ότι το 1915 ιδρύθηκε στη Ρόδο εσπερινό σχολείο διδασκαλίας της ιταλικής, ότι το 1916 συστάθηκε το «Γραφείο Επιθεώρησης της Δημόσιας Εκπαίδευσης» και ότι από το 1917-18 άρχισαν την κανονική λειτουργία τους δύο ημερήσια ιταλικά δημοτικά σχολεία. Και το σπουδαιότερο, ότι μέχρι το 1919 είχε υιοθετηθεί στα δημοτικά σχολεία της Πόλης της Ρόδου (ελληνικά, εβραϊκά και μουσουλμανικά) η διδασκαλία της ιταλικής γλώσσας.
Διπλωματούχοι δάσκαλοι που είχαν έρθει από την Ιταλία αλλά και αξιωματικοί και υπαξιωματικοί του ιταλικού στρατού ανέλαβαν το διδακτικό έργο. Να σημειωθεί ότι στα ελληνικά σχολεία η διδασκαλία της ελληνικής επιβλήθηκε δια της βίας, αφού οι μαθητές που δεν έπαιρναν τουλάχιστον έξι στα ιταλικά, θεωρούνταν στάσιμοι, ασχέτως αν είχαν προβιβάσιμους βαθμούς στα άλλα μαθήματα. Σε κάθε νησί διορίστηκε γενικός διευθυντής των σχολείων ιταλός αξιωματικός, για να προβαίνει στους σχετικούς ελέγχους.
Όταν έφτασε στη Ρόδο ο κυβερνήτης Mario Lago (Φεβρουάριος του 1923), ξεκίνησε η πιο αποφασιστική και πιο επικίνδυνη φάση για το μέλλον της ελληνικής σχολικής παιδείας στα Δωδεκάνησα. Έφτασε στη Ρόδο πολύ καλά ενημερωμένος σχετικά με τα κρυφά, μεγάλα χρηματικά ποσά που έστελνε το ελληνικό κράτος προς τα ελληνικά σχολεία και ήταν αποφασισμένος να κόψει να διακόψει τους δεσμούς της Δωδεκανήσου με τη Μητέρα Ελλάδα.
Ο νέος κυβερνήτης αντιλαμβανόμενος τον εθνικό ρόλο που διαδραμάτιζαν τα ελληνικά σχολεία, επιχείρησε με τον Σχολικό Κανονισμό, που ετοίμασε με περισσή φροντίδα, ωμή επέμβαση στη λειτουργία των ελληνικών εκπαιδευτηρίων.
Ο Σχολικός Κανονισμός του 1926 προέβλεπε:
α) την απαγόρευση της ανάμειξης της Εκκλησίας στην εκπαίδευση,
β) την απαγόρευση των διδασκόντων να αναμειγνύονται με την πολιτική,
γ) την υποχρεωτική διδασκαλία της ιταλικής γλώσσας,
δ) την καθιέρωση κρατικών εξετάσεων για τους αποφοίτους των σχολείων,
ε) την ίδρυση Διδασκαλείου που θα χορηγεί πτυχία στους δασκάλους (τριετούς φοιτήσεως, με ένα χρόνο πρακτική εξάσκηση και εξετάσεις)
Η διδασκαλία της ιταλικής έγινε πρωτεύον και υποχρεωτικό μάθημα στα ελληνικά σχολεία κάθε βαθμού. Με το διορισμό Ιταλού επόπτη στα δημοτικά σχολεία, η γενική εποπτεία αφαιρέθηκε από τη δικαιοδοσία των Μητροπόλεων ή των Δημογεροντιών, ενώ ο ιταλός διοικητής αποκτούσε το δικαίωμα να ελέγχει τα οικονομικά των σχολείων και να προτείνει κρατική επιχορήγηση για τα οικονομικά ασθενέστερα.
Τα σχολεία χωρίστηκαν σε τρεις κατηγορίες:
Τα Βασιλικά Κρατικά Σχολεία (scuole regie), που συντηρούσε η Ιταλική Διοίκηση και τα οποία εφάρμοζαν το πρόγραμμα του Υπουργείου Παιδείας της Ιταλίας.
Τα ελληνικά σχολεία που χρηματοδοτούσαν οι κοινότητες υποβαθμίζονταν , ονομαζόμενα Ιδιωτικά Σχολεία (scuole private), που επιχορηγούσαν εξ' ολοκλήρου οι Κοινότητες κι εφάρμοζαν το πρόγραμμα του Ελληνικού Υπουργείου Παιδείας.
Όσα από αυτά δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά, μπορούσαν να ζητήσουν τη βοήθεια της κυβέρνησης. Έτσι γίνονταν Επιχορηγούμενα (scuole sussidiate) με τίμημα τον πλήρη έλεγχο από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο και τελικά τον πλήρη εξιταλισμό τους ή το οριστικό κλείσιμό τους.
Ο δωδεκανησιακός λαός αντέδρασε πολύ έντονα στα νέα μέτρα με συλλογικές διαμαρτυρίες και συλλαλητήρια στα νησιά, με περισσότερη ένταση στην Κάλυμνο και στην Σύμη. Οι μαθητές έφευγαν από το μάθημα Ιταλικών και τα σχολεία υπολειτουργούσαν ή έκλειναν.
Μελετώντας κανείς τις εφημερίδες της εποχής, μπορεί να αντιληφθεί πώς υποδέχθηκαν οι Έλληνες τα μέτρα του Lago. Στη μεν Ροδιακή, η οποία εκδίδεται λογοκριμένη στη Ρόδο, το μόνο που μπορούμε να δούμε είναι η επίσημη δημοσίευση του Σχολικού Κανονισμού μεταφρασμένου από τα ιταλικά, σε 11 συνέχειες από 18/1/1926 μέχρι 18/3/1926. Η λογοκρισία δεν επέτρεπε σχόλια και αντιδράσεις. Έμμεσα μπορούμε να δούμε την αγωνία των δωδεκανησίων για τα σχολεία σε δύο άρθρα. Στο πρώτο στις 12/2/1926, στη δεύτερη σελίδα, δημοσιεύεται η είδηση του εορτασμού της γιορτής των Τριών Ιεραρχών. Εκεί βλέπουμε μεταξύ άλλων ότι ο μητροπολίτης κάνει έκκληση προς τους δωδεκανήσιους να αφήσουν τις μεταξύ τους διενέξεις και να περισώσουν τα σχολεία “κατέκρινεν την τόσην έλλειψιν ενδιαφέροντος και έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου των Σχολών μας, εάν εξακολουθήσει αυτή η μοιρολατρική αδιαφορία των μελών της Κοινότητος, εκάλεσε δε τους πάντας εις έναν γενικόν συναγερμόν, να λησμονήσωσιν τας μεταξύ των διενέξεις και να εγερθώσιν όλοι από της νάρκης προς περίσωσιν των Σχολών”. Σε ένα μήνα, στις 8/3/1926, στην τρίτη σελίδα της ίδιας εφημερίδας διαβάζουμε ότι οι εκκλήσεις της Ιεράς Μητροπόλεως βρήκαν ανταπόκριση, αφού δημοσιεύεται ονομαστικός κατάλογος με τις χρηματικές προσφορές απλών και επιφανών μελών της ελληνικής Κοινότητας.
Σε μια άλλη εφημερίδα ωστόσο, η οποία εκδίδεται από δωδεκανήσιους που ζουν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, τη Δωδεκάνησο και δεν υπόκειται σε κανόνες λογοκρισίας, μπορούμε να δούμε τις πραγματικές διαθέσεις των ανθρώπων για τα καινούρια μέτρα για τα σχολεία. Από τις 30/1/1926, που δημοσιεύεται η είδηση για το νέο Σχολικό Κανονισμό και επί σειρά μηνών μπορούμε να διαβάσουμε άρθρα διαμαρτυρίας για την κατάσταση που επιχειρείται να δημιουργηθεί στα Δωδεκάνησα. Στο φύλλο της 6ης/2/1926 στο άρθρο με τίτλο “Η Δωδεκάνησος εν Διωγμώ” διαβάζουμε ότι “οι Δωδεκανήσιοι εις την θρησκείαν των, εις την εκπαίδευσίν των, εις την ελευθερίαν των και εις αυτήν ταύτην την ζωήν των και την περιουσίαν των ευρίσκονται σήμερον εν διωγμώ παρά χριστιανικού κράτους”.
Στις 13/2/1926 σε άρθρο με τίτλο “Ας τα κλείση δια μιας αν τολμά” εκφράζεται έντονη αγανάκτηση για το διορισμό επιθεωρητού, υπεύθυνου για τη λειτουργία των σχολείων και το διορισμό των δασκάλων. Σε άρθρο με τίτλο “Το εκπαιδευτικόν διάταγμα και το καθήκον των νησιωτών” στις 20/3/1926 ο αρθρογράφος προσπαθεί αν αφυπνίσει τους Δωδεκανήσιους για να αντισταθούν και να μην επιτρέψουν την εφαρμογή του Διατάγματος.
Γράφει χαρακτηριστικά: ”επισύρομεν την άγρυπνον προσοχήν και την απαιτουμένην αποφασιστικότητα των συμπατριωτών μας εις τον επαπειλούντα τα ιερώτερά μας κίνδυνον, δια καταχθονίου επεμβάσεως εις τα Σχολεία και την εκπαίδευσιν των παιδιών μας”. Στην τρίτη σελίδα του ίδιου φύλλου σε άρθρο με τίτλο “Η άκαμπτος δωδεκανησιακή ψυχή” εκφράζεται η ικανοποίηση από τις ειδήσεις οι οποίες αναφέρονται στην αντίδραση των κατοίκων να εφαρμόσουν το νέο σχολικό Κανονισμό: “οι πληθυσμοί όλων, άνευ ουδεμιάς εξαιρέσεως, των νήσων μας, έχουν αδιάσειστον απόφασιν όπως αγνοήσουν, κατά τρόπον τον οποίον εκείνοι γνωρίζουν το απαίσιον Διάταγμα, διότι οι πληθυσμοί των νήσων μας έχουν ακλόνητον απόφασιν όπως ορθώσουν έναντι της αχαρακτηρίστου ταύτης Ιταλικής ενεργείας της ενεντίον παντός ηθικού νόμου και πάσης ιδέας δικαίου, το πανίσχυρον των ψυχών των τείχος χαλυβδωμένον με τον πόνον, την οργήν και το θανάσιμον μίσος άτινα πάντα εξαπέλυσεν η στάσις της Ιταλίας”
Ο Lago, βέβαια, πέρα από το θεσμικό πλαίσιο για την εκπαίδευση, προχώρησε και στο χτίσιμο εντυπωσιακών σχολικών συγκροτημάτων. Στα 13 χρόνια διακυβέρνησής του, εκτός από τα άλλα δημόσια κτήρια, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα σχεδιάστηκαν από διακεκριμένους αρχιτέκτονες με τις προδιαγραφές της παιδαγωγικής επιστήμης εκείνης της εποχής.
Στην πόλη της Ρόδου:
-Το βρεφοκομείο, Gli Innocenti, το 1926 (εκεί όπου σήμερα στεγάζεται το 6ο Γυμνάσιο)
-Το νηπιαγωγείο Picconinia, το 1931
-Το Ινστιτούτο αρρένων Reale Instituto maschile, (εκεί όπου σήμερα στεγάζονται τα δημοτικά της Παιδαγωγικής Ακαδημίας), για μαθητές του δημοτικού και των πρώτων γυμνασιακών τάξεων. Χτίστηκε με σχέδια του αρχιτέκτονα Florestano di Fausto που εγκαινιάστηκε το 1925 και διευρύνθηκε τέσσερις φορές. Αυτό το κτήριο βρίσκεται στην πλατεία Ιωάννη Ζίγδη και έχει απλή παραλληλόγραμμη διάταξη, ενώ τα δύο άκρα του στρέφονται προς τα πίσω για να ευθυγραμμιστούν με τους διαγώνιους δρόμους που ξεκινούν από την πλατεία.
Το κτήριο θεμελιώθηκε τον Απρίλη του 1924 και αποπερατώθηκε το 1925, στην συνέχεια έγιναν κάποιες επεκτάσεις, όπως π.χ. το 1939 νέων πτέρυγων που προστέθηκαν στα δύο άκρα. Στην επέκταση του 1939 περιλαμβάνεται και ένα μικρό θέατρο στο υπόγειο του κτηρίου με τα σχέδια του αρχιτέκτονα Bernabiti. Το1929 κατασκευάστηκε το Γυμναστήριο με τα σχέδια του Μηχανικού Fernando Boschi.
-Το Ινστιτούτο Θηλέων Scuola Femminile (εκεί όπου σήμερα στεγάζεται το Ορφανοτροφείο θηλέων), που εγκαινιάστηκε στα 1924, για μαθήτριες του δημοτικού και του κατώτερου γυμνασιακού κύκλου.Το κτήριο κτίστηκε με τα σχέδια που εκπονήθηκαν από τον αρχιτέκτονα Andrea Torasso και την επίβλεψη της ANMI (Associazone Nazionale dei Missionari Italiani).
Το κτήριο αποτελείται από ένα κεντρικό τριώροφο τμήμα και δύο διώροφες πτέρυγες οι οποίες προστέθηκαν αργότερα.Το σχολείο περιλάμβανε αίθουσες διδασκαλίας, εργαστήρια, γυμναστήριο, βοηθητικούς χώρους, κοιτώνες, γραφεία δασκάλων και μαγειρεία.Το 1935 με σχέδια του αρχιτέκτονα Rodolfo Petracco, προστέθηκε στο ισόγειο ένα παρεκκλήσι (το οποίο αργότερα υπέστη αρκετές αλλαγές ώστε να χρησιμοποιηθεί ως ορθόδοξη εκκλησία, αφιερωμένη στη μνήμη της Αγίας Ειρήνης). Το 1924 το σχολικό συγκρότημα περιελάμβανε δημόσιο δημοτικό σχολείο με δωρεάν φοίτηση, και τριτάξιο κατώτερο Τεχνικό Ινστιτούτο. Τη διεύθυνση είχαν αναλάβει οι Αδελφές της Gemona, ενώ η διαχείριση της λειτουργίας του σχολείου την είχαν οι αδελφές της Ivrea.
-Η μεσαία κατώτερη τεχνική σχολή, το 1926
-Η τεχνική σχολή, τετραετούς φοίτησης, το 1926
-Το επιστημονικό λύκειο, το 1926
-Το Διδασκαλείο, τριετούς φοίτησης, το 1926
-Η πρακτική γεωπονική σχολή, τριετούς φοίτησης, για όσους είχαν απολυτήριο δημοτικού, το 1926, στη συνοικία της Ακαντιάς
-Μαιευτική Σχολή, τριετούς φοίτησης, το 1930, στο Νοσοκομείο της Ρόδου
Παρά τις θυελλώδεις αντιδράσεις, τις ατομικές ή συλλογικές διαμαρτυρίες, τα μαζικά συλλαλητήρια, το κλείσιμο των σχολείων, ο Lago, πότε με αυστηρότητα, πότε με διπλωματική υποχωρητικότητα, κατάφερε να θέσει σε λειτουργία τον κανονισμό, με αποτέλεσμα μέσα σε επτά χρόνια 28 ελληνικά κοινοτικά σχολεία της Ρόδου, επί συνόλου 49, να περάσουν υπό ιταλικό κρατικό έλεγχο. Οι αριθμοί αυτοί αυξάνονταν λόγω της σοβαρής οικονομικής κρίσης και γιατί τα ταμία των κοινοτήτων ήταν άδεια. Οι μακροπρόθεσμοι στόχοι του M. Lago ήταν πώς να αλλοτριώσει τη γλώσσα, τις ιδέες, την παιδεία ενός λαού, που επί αιώνες είχε διαμορφώσει τη γλωσσική, τη φυλετική και τη θρησκευτική ταυτότητά του.
Το τελειωτικό χτύπημα στα εκπαιδευτικά πράγματα της Δωδεκανήσου επέρχεται όταν κυβερνήτης αναλαμβάνει ο τετράρχης του φασισμού De Vecchi, το 1936. Με το κυβερνητικό διάταγμα της 21ης Ιουλίου 1937 επιβάλλεται τώρα, χωρίς εξαιρέσεις, η εξομοίωση των κοινοτικών Ελληνικών σχολείων με τα Ιταλικά. Η Ελληνική γλώσσα γίνεται μάθημα προαιρετικό και διδάσκεται χωρίς βιβλία ως την τρίτη τάξη του πενταετούς δημοτικού σχολείου. Έπειτα πρέπει να ξεχαστεί. Οποιαδήποτε στιγμή, κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους ο κυβερνήτης, επικαλούμενος πειθαρχικούς, διδακτικούς ή πολιτικούς λόγους είχε το δικαίωμα να διατάξει το κλείσιμο των λεγόμενων ιδιωτικών σχολείων. Εισάγεται εξάλλου ένα καινούριο μάθημα, η φασιστική αγωγή. Οι Ιταλοί καθηγητές και δάσκαλοι απαιτούν από τους μαθητές να εγγραφούν στη φασιστική μαθητική οργάνωση Balilla, όμως οι αιτήσεις επιστρέφονται ασυμπλήρωτες και ανυπόγραφες από τους μαθητές. Υποχρεώνουν τους μαθητές να μιλούν την ιταλική γλώσσα ακόμα και στα διαλείμματα και να χαιρετούν φασιστικά. Αλλά ούτε οι προτροπές ούτε οι απειλές φέρνουν το επιθυμητό για τους Ιταλούς αποτέλεσμα.
Ένα επεισόδιο χαρακτηριστικό της αυθαιρεσίας και των διαθέσεων της εξουσίας αναφέρει ο Χ. Παπαχριστοδούλου στα προσωπικά του βιώματα. Γράφει: “Μια μέρα παρουσιάζεται στο Βενετόκλειο ο μαρεσάλλος της περιοχής και απαιτεί σύμφωνα με διαταγή του διοικητή να εξαφανιστούν τα πηλίκια των μαθητών και να μη τα φορούν πια. ταραζόταν ο De Vecci όταν έβλεπε τα παιδιά μας με τα ελληνικά πηλίκια, όπως τα θεωρούσαν και δεν εννοούσε να τα ξανααντικρύσει. Τι συγκινητική ήταν η στιγμή που τα μαζέψαμε! Σύμφωνα με τη διαταγή, έπρεπε να παραδοθούν στο σχολείο, να μην τα κρατήσουν στα σπίτια τους. Τα παιδιά, αφού καρφίτσωσαν ένα χαρτάκι επάνω με το όνομά τους, τα φιλούσαν και με δάκρυα στα μάτια τα παράδιναν στους καθηγητές τους. Η διαταγή όμως, δε σταματούσε εδώ, έπρεπε να εξαφανιστούν τελείως.
- Πάρετέ τα, τους έλεγε ο γυμνασιάρχης και κάμετέ τα ό,τι θέλετε.
-Όχι, απάντησε εκείνος, πρέπει να τα εξαφανίσετε σεις οι ίδιοι. Κι έτσι στο τέλος θεωρήσαμε καλό, αφού δεν μπορούσαμε να τα κρύψουμε σε ένα δωμάτιο, να ανοίξουμε ένα λάκκο στο υπόγειο και να τα θάψουμε. Έτσι μέσα στον ιερό χώρο του Γυμνασίου, έμεναν θαμμένα τα ιερά λείψανα, περιμένοντας την ανάσταση. Έμεναν θαμμένα για να δείχνουν κι αυτά τη βαναυσότητα και τα σατανικά σχέδια που μεταχειρίζονταν οι εκπολιτιστές μας.”
Οι Έλληνες δάσκαλοι υποχρεώθηκαν να μιλούν και να διδάσκουν στα Ιταλικά, διαφορετικά απολύονταν. Την ίδια περίοδο το Ανώτερο Παρθεναγωγείο της Ρόδου, που στεγαζόταν στο Καζούλλειο, αλλά και το ένα μετά το άλλο τα γυμνάσια και τα σχολεία της Ρόδου και των άλλων νησιών κλείνουν. Μέσα σε δύο χρόνια η ελληνική Μέση Παιδεία στα Δωδεκάνησα είχε καταργηθεί.
Στο διάταγμα της 21.7.1937 αφηνόταν μια μικρή πόρτα μόνο, ότι ο κλήρος μπορούσε να αναλάβει τη θρησκευτική αγωγή της νεολαίας, μετά από άδεια του επιθεωρητή εκπαιδεύσεως. Έτσι οι εκκλησιαστικές αρχές οργάνωσαν τα Κατηχητικά, το πρόγραμμα των οποίων, εκτός από τα θρησκευτικά, περιλάμβανε και τη διδασκαλία ανάγνωσης και γραφής της ελληνικής γλώσσας, χρησιμοποιώντας ως αναγνωστικά τα θρησκευτικά βιβλία. Κοντά στα παιδιά παρακολουθούσαν τα μαθήματα και οι μεγάλοι. Τα σχολεία αυτά στα επόμενα χρόνια επιτέλεσαν έργο ύψιστης εθνικής σημασίας καθώς κράτησαν ενωμένο το ελληνικό στοιχείο και συνέβαλλαν στη διατήρηση της γλώσσας και της εθνικής συνείδησης.
Επειδή η ιστορία αυτή είναι πολύ πρόσφατη, είχαμε την ευκαιρία και τη χαρά να συνομιλήσουμε για όλα αυτά με δυο ανθρώπους, οι οποίοι έζησαν το τελευταίο διάστημα της ιταλοκρατίας στα Δωδεκάνησα. Απάντησαν στις ερωτήσεις μας και μας αφηγήθηκαν τις αναμνήσεις τους από την περίοδο αυτή. Τη συνέντευξη, η οποία αποτέλεσε και το υλικό για την γιορτή του σχολείου μας για την Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου, της 7ης Μαρτίου, μπορείτε να τη δείτε εδώ, όπως είχε δημοσιευτεί στο blog της τάξης μας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βεργωτή Γ.Θ., Η εκπαίδευση στο κοινό της Ρόδου κατά την Ιταλοκρατία, ΔΙ.ΚΕ.Μ.ΜΕ, Ρόδος 1997
Μαριά Γ.Μ., Εκπαιδευτήρια της Δωδεκανήσου, Ζήτης, Θεσσαλονίκη 2008
Νικολάου Ν. – Αγγελής Α., Η Ρόδος του 20υ αιώνα, Δέντρο, Ρόδος 200
Παπαδόπουλος Σ., Κοντάκος Α., Γκόβαρης Χ. «Η εκπαιδευτική πολιτική των Ιταλών στα Δωδεκάνησα την πρώτη περίοδο κυριαρχίας τους, 1912 1917, και η στάση των εθνοτήτων στην πόλη της Ρόδου», Πρακτικά 3ου Διεθνούς Συνεδρίου Ιστορίας της Εκπαίδευσης, Πάτρα 2004 http://www.elemedu.upatras.gr/…/praltika%2…/papadopoulos.htm
Παπαχριστοδούλου Χ.Ι., Ιστορία της Ρόδου, Από τους Προϊστορικούς χρόνους έως την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου (1948), Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Δωδεκανήσου, Αθήνα 1994
Τσιρπανλής Ν. Ζ., Ιταλοκρατία στα Δωδεκάνησα 1912-1943, Τ.Α.Π.Α., Ρόδος 1998
Τσιρπανλής Ν. Ζ., Η εκπαιδευτική πολιτική των Ιταλών στα Δωδεκάνησα (1912 - 1943), University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2007
Ψηφιακό αρχείο Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Ρόδου http://www.rhodeslibrary.gr/
Η αστική σχολή
Ήδη από τα τελευταία χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας στην πόλη της Ρόδου υπήρχαν πολλά ελληνικά σχολεία, τα οποία είχαν χτιστεί με δωρεές πλουσίων ομογενών και λειτουργούσαν υπό την προστασία και καθοδήγηση της ελληνικής ορθοδόξου κοινότητας με σπουδαίο παιδαγωγικό και πολιτιστικό ρόλο. Την πρώτη περίοδο της Ιταλοκρατίας, στη δημοτική, εκπαίδευση, λειτουργούσαν τρία σχολεία: η «Αστική Σχολή», το «Καζούλλειο Παρθεναγωγείο» και η «Αμαράντειος Σχολή» στο Νιοχώρι, ένα δημοτικό σχολείο στη συνοικία των Αγίων Αναργύρων και το παλιό σχολείο του Νιοχωριού. Σε κάθε μια από τις επτά συνοικίες της πόλης της Ρόδου υπήρχε και ένα νηπιαγωγείο.
Η «Αστική Σχολή ή Αρρεναγωγείο» είχε εγκαινιαστεί το 1874 σε καινούριο κτήριο που χτίστηκε σε οικόπεδο που δώρισε η Μαρουλίτσα Καζούλλη – Βενετοκλή στο χώρο όπου ήδη από το 1833 λειτουργούσε σχολείο. Στόχος του ήταν να παράσχει στη ροδιακή κοινωνία μορφωμένους πολίτες και λειτουργούσε με έξι τάξεις.
Η Αστική Σχολή
Το «Καζούλλειο Παρθεναγωγείο» , που σκοπό είχε να παράσχει στη ροδιακή κοινωνίαανώτερη μόρφωση στο γυναικείο πληθυσμό της πρωτεύουσας και δασκάλες για την ύπαιθρο και τα νησιά, λειτουργούσε με οκτώ τάξεις. Κτίστηκε με δωρεές της οικογένειας Καζούλλη με άδεια που εκδόθηκε το 1884.
Τα εγκαίνια της Αμαραντείου Σχολής έγιναν το 1911 σε νεοκλασικό οίκημα το οποίο είχε χτιστεί από τους Ρόδιους ευεργέτες Γεώργιο και Δέσποινα Αμαράντου. Η Αμαράντειος Σχολή Θηλέων λειτουργούσε στη συνοικία του Νεοχωρίου με έξι τάξεις.
Σε εργασίες συντήρησης που έγιναν πρόσφατα σε κτήριο που βρίσκεται στο Νιοχώρι αποκαλύφθηκε πλάκα που μας πληροφορεί για την ύπαρξη Παλιού Σχολείου από το 1867, νότια της εκκλησίας των Εισοδίων, χαρακτηριστικό δείγμα λαϊκής αρχιτεκτονικής, που λειτούργησε ως δημοτικό μέχρι την περίοδο ανέγερσης της Αμαραντείου Σχολής.
Στη μέση εκπαίδευση υπήρχε το Βενετόκλειο Γυμνάσιο, που λειτουργούσε σε ένα μεγαλοπρεπές νεοκλασικό κτήριο, που θεμελιώθηκε το 1909 και χτίστηκε με δωρεά της οικογένειας Βενετοκλή.
Τα Ελληνικά σχολεία διευθύνονταν από σχολική Εφορεία που εξέλεγαν τα μέλη της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος Ρόδου. Η Εφορεία πλήρωνε τους δασκάλους και επέβλεπε στην πιστή εφαρμογή του σχολικού προγράμματος που στηριζόταν στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Ελληνικού Υπουργείου Παιδείας.
Ήδη από το καλοκαίρι του 1912 οι ιταλοί αξιωματικοί παρακινούσαν τους κατοίκους για την αναγκαιότητα της ιταλικής γλώσσας στα σχολεία.
Η σπουδαιότητα που απέδιδαν οι Ιταλοί στην παιδεία ως μέσο πολιτιστικής διείσδυσης φαίνεται ήδη από το υπόμνημα του Ameglio τον Απρίλιο του 1913, στο οποίο μεταξύ άλλων ανέφερε: «Στην περίπτωση που η πολιτική επιρροή μας σταθεροποιηθεί στη Ρόδο, πρέπει να ενδιαφερθούμε αμέσως για την ίδρυση ιταλικών σχολείων»
Από την έκθεση του στρατιωτικού διοικητή Vittorio Elia πληροφορούμαστε ότι το 1915 ιδρύθηκε στη Ρόδο εσπερινό σχολείο διδασκαλίας της ιταλικής, ότι το 1916 συστάθηκε το «Γραφείο Επιθεώρησης της Δημόσιας Εκπαίδευσης» και ότι από το 1917-18 άρχισαν την κανονική λειτουργία τους δύο ημερήσια ιταλικά δημοτικά σχολεία. Και το σπουδαιότερο, ότι μέχρι το 1919 είχε υιοθετηθεί στα δημοτικά σχολεία της Πόλης της Ρόδου (ελληνικά, εβραϊκά και μουσουλμανικά) η διδασκαλία της ιταλικής γλώσσας.
Διπλωματούχοι δάσκαλοι που είχαν έρθει από την Ιταλία αλλά και αξιωματικοί και υπαξιωματικοί του ιταλικού στρατού ανέλαβαν το διδακτικό έργο. Να σημειωθεί ότι στα ελληνικά σχολεία η διδασκαλία της ελληνικής επιβλήθηκε δια της βίας, αφού οι μαθητές που δεν έπαιρναν τουλάχιστον έξι στα ιταλικά, θεωρούνταν στάσιμοι, ασχέτως αν είχαν προβιβάσιμους βαθμούς στα άλλα μαθήματα. Σε κάθε νησί διορίστηκε γενικός διευθυντής των σχολείων ιταλός αξιωματικός, για να προβαίνει στους σχετικούς ελέγχους.
Όταν έφτασε στη Ρόδο ο κυβερνήτης Mario Lago (Φεβρουάριος του 1923), ξεκίνησε η πιο αποφασιστική και πιο επικίνδυνη φάση για το μέλλον της ελληνικής σχολικής παιδείας στα Δωδεκάνησα. Έφτασε στη Ρόδο πολύ καλά ενημερωμένος σχετικά με τα κρυφά, μεγάλα χρηματικά ποσά που έστελνε το ελληνικό κράτος προς τα ελληνικά σχολεία και ήταν αποφασισμένος να κόψει να διακόψει τους δεσμούς της Δωδεκανήσου με τη Μητέρα Ελλάδα.
Ο νέος κυβερνήτης αντιλαμβανόμενος τον εθνικό ρόλο που διαδραμάτιζαν τα ελληνικά σχολεία, επιχείρησε με τον Σχολικό Κανονισμό, που ετοίμασε με περισσή φροντίδα, ωμή επέμβαση στη λειτουργία των ελληνικών εκπαιδευτηρίων.
Ο Σχολικός Κανονισμός του 1926 προέβλεπε:
α) την απαγόρευση της ανάμειξης της Εκκλησίας στην εκπαίδευση,
β) την απαγόρευση των διδασκόντων να αναμειγνύονται με την πολιτική,
γ) την υποχρεωτική διδασκαλία της ιταλικής γλώσσας,
δ) την καθιέρωση κρατικών εξετάσεων για τους αποφοίτους των σχολείων,
ε) την ίδρυση Διδασκαλείου που θα χορηγεί πτυχία στους δασκάλους (τριετούς φοιτήσεως, με ένα χρόνο πρακτική εξάσκηση και εξετάσεις)
Η διδασκαλία της ιταλικής έγινε πρωτεύον και υποχρεωτικό μάθημα στα ελληνικά σχολεία κάθε βαθμού. Με το διορισμό Ιταλού επόπτη στα δημοτικά σχολεία, η γενική εποπτεία αφαιρέθηκε από τη δικαιοδοσία των Μητροπόλεων ή των Δημογεροντιών, ενώ ο ιταλός διοικητής αποκτούσε το δικαίωμα να ελέγχει τα οικονομικά των σχολείων και να προτείνει κρατική επιχορήγηση για τα οικονομικά ασθενέστερα.
Τα σχολεία χωρίστηκαν σε τρεις κατηγορίες:
Τα Βασιλικά Κρατικά Σχολεία (scuole regie), που συντηρούσε η Ιταλική Διοίκηση και τα οποία εφάρμοζαν το πρόγραμμα του Υπουργείου Παιδείας της Ιταλίας.
Τα ελληνικά σχολεία που χρηματοδοτούσαν οι κοινότητες υποβαθμίζονταν , ονομαζόμενα Ιδιωτικά Σχολεία (scuole private), που επιχορηγούσαν εξ' ολοκλήρου οι Κοινότητες κι εφάρμοζαν το πρόγραμμα του Ελληνικού Υπουργείου Παιδείας.
Όσα από αυτά δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά, μπορούσαν να ζητήσουν τη βοήθεια της κυβέρνησης. Έτσι γίνονταν Επιχορηγούμενα (scuole sussidiate) με τίμημα τον πλήρη έλεγχο από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο και τελικά τον πλήρη εξιταλισμό τους ή το οριστικό κλείσιμό τους.
Ο δωδεκανησιακός λαός αντέδρασε πολύ έντονα στα νέα μέτρα με συλλογικές διαμαρτυρίες και συλλαλητήρια στα νησιά, με περισσότερη ένταση στην Κάλυμνο και στην Σύμη. Οι μαθητές έφευγαν από το μάθημα Ιταλικών και τα σχολεία υπολειτουργούσαν ή έκλειναν.
Μελετώντας κανείς τις εφημερίδες της εποχής, μπορεί να αντιληφθεί πώς υποδέχθηκαν οι Έλληνες τα μέτρα του Lago. Στη μεν Ροδιακή, η οποία εκδίδεται λογοκριμένη στη Ρόδο, το μόνο που μπορούμε να δούμε είναι η επίσημη δημοσίευση του Σχολικού Κανονισμού μεταφρασμένου από τα ιταλικά, σε 11 συνέχειες από 18/1/1926 μέχρι 18/3/1926. Η λογοκρισία δεν επέτρεπε σχόλια και αντιδράσεις. Έμμεσα μπορούμε να δούμε την αγωνία των δωδεκανησίων για τα σχολεία σε δύο άρθρα. Στο πρώτο στις 12/2/1926, στη δεύτερη σελίδα, δημοσιεύεται η είδηση του εορτασμού της γιορτής των Τριών Ιεραρχών. Εκεί βλέπουμε μεταξύ άλλων ότι ο μητροπολίτης κάνει έκκληση προς τους δωδεκανήσιους να αφήσουν τις μεταξύ τους διενέξεις και να περισώσουν τα σχολεία “κατέκρινεν την τόσην έλλειψιν ενδιαφέροντος και έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου των Σχολών μας, εάν εξακολουθήσει αυτή η μοιρολατρική αδιαφορία των μελών της Κοινότητος, εκάλεσε δε τους πάντας εις έναν γενικόν συναγερμόν, να λησμονήσωσιν τας μεταξύ των διενέξεις και να εγερθώσιν όλοι από της νάρκης προς περίσωσιν των Σχολών”. Σε ένα μήνα, στις 8/3/1926, στην τρίτη σελίδα της ίδιας εφημερίδας διαβάζουμε ότι οι εκκλήσεις της Ιεράς Μητροπόλεως βρήκαν ανταπόκριση, αφού δημοσιεύεται ονομαστικός κατάλογος με τις χρηματικές προσφορές απλών και επιφανών μελών της ελληνικής Κοινότητας.
Σε μια άλλη εφημερίδα ωστόσο, η οποία εκδίδεται από δωδεκανήσιους που ζουν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, τη Δωδεκάνησο και δεν υπόκειται σε κανόνες λογοκρισίας, μπορούμε να δούμε τις πραγματικές διαθέσεις των ανθρώπων για τα καινούρια μέτρα για τα σχολεία. Από τις 30/1/1926, που δημοσιεύεται η είδηση για το νέο Σχολικό Κανονισμό και επί σειρά μηνών μπορούμε να διαβάσουμε άρθρα διαμαρτυρίας για την κατάσταση που επιχειρείται να δημιουργηθεί στα Δωδεκάνησα. Στο φύλλο της 6ης/2/1926 στο άρθρο με τίτλο “Η Δωδεκάνησος εν Διωγμώ” διαβάζουμε ότι “οι Δωδεκανήσιοι εις την θρησκείαν των, εις την εκπαίδευσίν των, εις την ελευθερίαν των και εις αυτήν ταύτην την ζωήν των και την περιουσίαν των ευρίσκονται σήμερον εν διωγμώ παρά χριστιανικού κράτους”.
Στις 13/2/1926 σε άρθρο με τίτλο “Ας τα κλείση δια μιας αν τολμά” εκφράζεται έντονη αγανάκτηση για το διορισμό επιθεωρητού, υπεύθυνου για τη λειτουργία των σχολείων και το διορισμό των δασκάλων. Σε άρθρο με τίτλο “Το εκπαιδευτικόν διάταγμα και το καθήκον των νησιωτών” στις 20/3/1926 ο αρθρογράφος προσπαθεί αν αφυπνίσει τους Δωδεκανήσιους για να αντισταθούν και να μην επιτρέψουν την εφαρμογή του Διατάγματος.
Γράφει χαρακτηριστικά: ”επισύρομεν την άγρυπνον προσοχήν και την απαιτουμένην αποφασιστικότητα των συμπατριωτών μας εις τον επαπειλούντα τα ιερώτερά μας κίνδυνον, δια καταχθονίου επεμβάσεως εις τα Σχολεία και την εκπαίδευσιν των παιδιών μας”. Στην τρίτη σελίδα του ίδιου φύλλου σε άρθρο με τίτλο “Η άκαμπτος δωδεκανησιακή ψυχή” εκφράζεται η ικανοποίηση από τις ειδήσεις οι οποίες αναφέρονται στην αντίδραση των κατοίκων να εφαρμόσουν το νέο σχολικό Κανονισμό: “οι πληθυσμοί όλων, άνευ ουδεμιάς εξαιρέσεως, των νήσων μας, έχουν αδιάσειστον απόφασιν όπως αγνοήσουν, κατά τρόπον τον οποίον εκείνοι γνωρίζουν το απαίσιον Διάταγμα, διότι οι πληθυσμοί των νήσων μας έχουν ακλόνητον απόφασιν όπως ορθώσουν έναντι της αχαρακτηρίστου ταύτης Ιταλικής ενεργείας της ενεντίον παντός ηθικού νόμου και πάσης ιδέας δικαίου, το πανίσχυρον των ψυχών των τείχος χαλυβδωμένον με τον πόνον, την οργήν και το θανάσιμον μίσος άτινα πάντα εξαπέλυσεν η στάσις της Ιταλίας”
Ο Lago, βέβαια, πέρα από το θεσμικό πλαίσιο για την εκπαίδευση, προχώρησε και στο χτίσιμο εντυπωσιακών σχολικών συγκροτημάτων. Στα 13 χρόνια διακυβέρνησής του, εκτός από τα άλλα δημόσια κτήρια, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα σχεδιάστηκαν από διακεκριμένους αρχιτέκτονες με τις προδιαγραφές της παιδαγωγικής επιστήμης εκείνης της εποχής.
Στην πόλη της Ρόδου:
-Το βρεφοκομείο, Gli Innocenti, το 1926 (εκεί όπου σήμερα στεγάζεται το 6ο Γυμνάσιο)
-Το νηπιαγωγείο Picconinia, το 1931
-Το Ινστιτούτο αρρένων Reale Instituto maschile, (εκεί όπου σήμερα στεγάζονται τα δημοτικά της Παιδαγωγικής Ακαδημίας), για μαθητές του δημοτικού και των πρώτων γυμνασιακών τάξεων. Χτίστηκε με σχέδια του αρχιτέκτονα Florestano di Fausto που εγκαινιάστηκε το 1925 και διευρύνθηκε τέσσερις φορές. Αυτό το κτήριο βρίσκεται στην πλατεία Ιωάννη Ζίγδη και έχει απλή παραλληλόγραμμη διάταξη, ενώ τα δύο άκρα του στρέφονται προς τα πίσω για να ευθυγραμμιστούν με τους διαγώνιους δρόμους που ξεκινούν από την πλατεία.
Το κτήριο θεμελιώθηκε τον Απρίλη του 1924 και αποπερατώθηκε το 1925, στην συνέχεια έγιναν κάποιες επεκτάσεις, όπως π.χ. το 1939 νέων πτέρυγων που προστέθηκαν στα δύο άκρα. Στην επέκταση του 1939 περιλαμβάνεται και ένα μικρό θέατρο στο υπόγειο του κτηρίου με τα σχέδια του αρχιτέκτονα Bernabiti. Το1929 κατασκευάστηκε το Γυμναστήριο με τα σχέδια του Μηχανικού Fernando Boschi.
-Το Ινστιτούτο Θηλέων Scuola Femminile (εκεί όπου σήμερα στεγάζεται το Ορφανοτροφείο θηλέων), που εγκαινιάστηκε στα 1924, για μαθήτριες του δημοτικού και του κατώτερου γυμνασιακού κύκλου.Το κτήριο κτίστηκε με τα σχέδια που εκπονήθηκαν από τον αρχιτέκτονα Andrea Torasso και την επίβλεψη της ANMI (Associazone Nazionale dei Missionari Italiani).
Το κτήριο αποτελείται από ένα κεντρικό τριώροφο τμήμα και δύο διώροφες πτέρυγες οι οποίες προστέθηκαν αργότερα.Το σχολείο περιλάμβανε αίθουσες διδασκαλίας, εργαστήρια, γυμναστήριο, βοηθητικούς χώρους, κοιτώνες, γραφεία δασκάλων και μαγειρεία.Το 1935 με σχέδια του αρχιτέκτονα Rodolfo Petracco, προστέθηκε στο ισόγειο ένα παρεκκλήσι (το οποίο αργότερα υπέστη αρκετές αλλαγές ώστε να χρησιμοποιηθεί ως ορθόδοξη εκκλησία, αφιερωμένη στη μνήμη της Αγίας Ειρήνης). Το 1924 το σχολικό συγκρότημα περιελάμβανε δημόσιο δημοτικό σχολείο με δωρεάν φοίτηση, και τριτάξιο κατώτερο Τεχνικό Ινστιτούτο. Τη διεύθυνση είχαν αναλάβει οι Αδελφές της Gemona, ενώ η διαχείριση της λειτουργίας του σχολείου την είχαν οι αδελφές της Ivrea.
-Η μεσαία κατώτερη τεχνική σχολή, το 1926
-Η τεχνική σχολή, τετραετούς φοίτησης, το 1926
-Το επιστημονικό λύκειο, το 1926
-Το Διδασκαλείο, τριετούς φοίτησης, το 1926
-Η πρακτική γεωπονική σχολή, τριετούς φοίτησης, για όσους είχαν απολυτήριο δημοτικού, το 1926, στη συνοικία της Ακαντιάς
-Μαιευτική Σχολή, τριετούς φοίτησης, το 1930, στο Νοσοκομείο της Ρόδου
Παρά τις θυελλώδεις αντιδράσεις, τις ατομικές ή συλλογικές διαμαρτυρίες, τα μαζικά συλλαλητήρια, το κλείσιμο των σχολείων, ο Lago, πότε με αυστηρότητα, πότε με διπλωματική υποχωρητικότητα, κατάφερε να θέσει σε λειτουργία τον κανονισμό, με αποτέλεσμα μέσα σε επτά χρόνια 28 ελληνικά κοινοτικά σχολεία της Ρόδου, επί συνόλου 49, να περάσουν υπό ιταλικό κρατικό έλεγχο. Οι αριθμοί αυτοί αυξάνονταν λόγω της σοβαρής οικονομικής κρίσης και γιατί τα ταμία των κοινοτήτων ήταν άδεια. Οι μακροπρόθεσμοι στόχοι του M. Lago ήταν πώς να αλλοτριώσει τη γλώσσα, τις ιδέες, την παιδεία ενός λαού, που επί αιώνες είχε διαμορφώσει τη γλωσσική, τη φυλετική και τη θρησκευτική ταυτότητά του.
Το τελειωτικό χτύπημα στα εκπαιδευτικά πράγματα της Δωδεκανήσου επέρχεται όταν κυβερνήτης αναλαμβάνει ο τετράρχης του φασισμού De Vecchi, το 1936. Με το κυβερνητικό διάταγμα της 21ης Ιουλίου 1937 επιβάλλεται τώρα, χωρίς εξαιρέσεις, η εξομοίωση των κοινοτικών Ελληνικών σχολείων με τα Ιταλικά. Η Ελληνική γλώσσα γίνεται μάθημα προαιρετικό και διδάσκεται χωρίς βιβλία ως την τρίτη τάξη του πενταετούς δημοτικού σχολείου. Έπειτα πρέπει να ξεχαστεί. Οποιαδήποτε στιγμή, κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους ο κυβερνήτης, επικαλούμενος πειθαρχικούς, διδακτικούς ή πολιτικούς λόγους είχε το δικαίωμα να διατάξει το κλείσιμο των λεγόμενων ιδιωτικών σχολείων. Εισάγεται εξάλλου ένα καινούριο μάθημα, η φασιστική αγωγή. Οι Ιταλοί καθηγητές και δάσκαλοι απαιτούν από τους μαθητές να εγγραφούν στη φασιστική μαθητική οργάνωση Balilla, όμως οι αιτήσεις επιστρέφονται ασυμπλήρωτες και ανυπόγραφες από τους μαθητές. Υποχρεώνουν τους μαθητές να μιλούν την ιταλική γλώσσα ακόμα και στα διαλείμματα και να χαιρετούν φασιστικά. Αλλά ούτε οι προτροπές ούτε οι απειλές φέρνουν το επιθυμητό για τους Ιταλούς αποτέλεσμα.
Ένα επεισόδιο χαρακτηριστικό της αυθαιρεσίας και των διαθέσεων της εξουσίας αναφέρει ο Χ. Παπαχριστοδούλου στα προσωπικά του βιώματα. Γράφει: “Μια μέρα παρουσιάζεται στο Βενετόκλειο ο μαρεσάλλος της περιοχής και απαιτεί σύμφωνα με διαταγή του διοικητή να εξαφανιστούν τα πηλίκια των μαθητών και να μη τα φορούν πια. ταραζόταν ο De Vecci όταν έβλεπε τα παιδιά μας με τα ελληνικά πηλίκια, όπως τα θεωρούσαν και δεν εννοούσε να τα ξανααντικρύσει. Τι συγκινητική ήταν η στιγμή που τα μαζέψαμε! Σύμφωνα με τη διαταγή, έπρεπε να παραδοθούν στο σχολείο, να μην τα κρατήσουν στα σπίτια τους. Τα παιδιά, αφού καρφίτσωσαν ένα χαρτάκι επάνω με το όνομά τους, τα φιλούσαν και με δάκρυα στα μάτια τα παράδιναν στους καθηγητές τους. Η διαταγή όμως, δε σταματούσε εδώ, έπρεπε να εξαφανιστούν τελείως.
- Πάρετέ τα, τους έλεγε ο γυμνασιάρχης και κάμετέ τα ό,τι θέλετε.
-Όχι, απάντησε εκείνος, πρέπει να τα εξαφανίσετε σεις οι ίδιοι. Κι έτσι στο τέλος θεωρήσαμε καλό, αφού δεν μπορούσαμε να τα κρύψουμε σε ένα δωμάτιο, να ανοίξουμε ένα λάκκο στο υπόγειο και να τα θάψουμε. Έτσι μέσα στον ιερό χώρο του Γυμνασίου, έμεναν θαμμένα τα ιερά λείψανα, περιμένοντας την ανάσταση. Έμεναν θαμμένα για να δείχνουν κι αυτά τη βαναυσότητα και τα σατανικά σχέδια που μεταχειρίζονταν οι εκπολιτιστές μας.”
Οι Έλληνες δάσκαλοι υποχρεώθηκαν να μιλούν και να διδάσκουν στα Ιταλικά, διαφορετικά απολύονταν. Την ίδια περίοδο το Ανώτερο Παρθεναγωγείο της Ρόδου, που στεγαζόταν στο Καζούλλειο, αλλά και το ένα μετά το άλλο τα γυμνάσια και τα σχολεία της Ρόδου και των άλλων νησιών κλείνουν. Μέσα σε δύο χρόνια η ελληνική Μέση Παιδεία στα Δωδεκάνησα είχε καταργηθεί.
Στο διάταγμα της 21.7.1937 αφηνόταν μια μικρή πόρτα μόνο, ότι ο κλήρος μπορούσε να αναλάβει τη θρησκευτική αγωγή της νεολαίας, μετά από άδεια του επιθεωρητή εκπαιδεύσεως. Έτσι οι εκκλησιαστικές αρχές οργάνωσαν τα Κατηχητικά, το πρόγραμμα των οποίων, εκτός από τα θρησκευτικά, περιλάμβανε και τη διδασκαλία ανάγνωσης και γραφής της ελληνικής γλώσσας, χρησιμοποιώντας ως αναγνωστικά τα θρησκευτικά βιβλία. Κοντά στα παιδιά παρακολουθούσαν τα μαθήματα και οι μεγάλοι. Τα σχολεία αυτά στα επόμενα χρόνια επιτέλεσαν έργο ύψιστης εθνικής σημασίας καθώς κράτησαν ενωμένο το ελληνικό στοιχείο και συνέβαλλαν στη διατήρηση της γλώσσας και της εθνικής συνείδησης.
Επειδή η ιστορία αυτή είναι πολύ πρόσφατη, είχαμε την ευκαιρία και τη χαρά να συνομιλήσουμε για όλα αυτά με δυο ανθρώπους, οι οποίοι έζησαν το τελευταίο διάστημα της ιταλοκρατίας στα Δωδεκάνησα. Απάντησαν στις ερωτήσεις μας και μας αφηγήθηκαν τις αναμνήσεις τους από την περίοδο αυτή. Τη συνέντευξη, η οποία αποτέλεσε και το υλικό για την γιορτή του σχολείου μας για την Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου, της 7ης Μαρτίου, μπορείτε να τη δείτε εδώ, όπως είχε δημοσιευτεί στο blog της τάξης μας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βεργωτή Γ.Θ., Η εκπαίδευση στο κοινό της Ρόδου κατά την Ιταλοκρατία, ΔΙ.ΚΕ.Μ.ΜΕ, Ρόδος 1997
Μαριά Γ.Μ., Εκπαιδευτήρια της Δωδεκανήσου, Ζήτης, Θεσσαλονίκη 2008
Νικολάου Ν. – Αγγελής Α., Η Ρόδος του 20υ αιώνα, Δέντρο, Ρόδος 200
Παπαδόπουλος Σ., Κοντάκος Α., Γκόβαρης Χ. «Η εκπαιδευτική πολιτική των Ιταλών στα Δωδεκάνησα την πρώτη περίοδο κυριαρχίας τους, 1912 1917, και η στάση των εθνοτήτων στην πόλη της Ρόδου», Πρακτικά 3ου Διεθνούς Συνεδρίου Ιστορίας της Εκπαίδευσης, Πάτρα 2004 http://www.elemedu.upatras.gr/…/praltika%2…/papadopoulos.htm
Παπαχριστοδούλου Χ.Ι., Ιστορία της Ρόδου, Από τους Προϊστορικούς χρόνους έως την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου (1948), Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Δωδεκανήσου, Αθήνα 1994
Τσιρπανλής Ν. Ζ., Ιταλοκρατία στα Δωδεκάνησα 1912-1943, Τ.Α.Π.Α., Ρόδος 1998
Τσιρπανλής Ν. Ζ., Η εκπαιδευτική πολιτική των Ιταλών στα Δωδεκάνησα (1912 - 1943), University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2007
Ψηφιακό αρχείο Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Ρόδου http://www.rhodeslibrary.gr/
Η αστική σχολή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου