Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2022

 

  Η παρέα των παιδικών χρόνων

(α) Το ταλέντο, ο Τάκης

Πόσο τον θαύμαζε, πόσο τον ζήλευε; Ίσως και λίγο να τον μισούσε. Μα ο άθλιος, ήταν ανυπόφορος! Μπορούσε να «φύγει» νοερά από δίπλα μας, έτσι ξαφνικά. Να μην ακούει τις ομιλίες, να μην αισθάνεται την παρουσία μας καθόλου και πάλι ξαφνικά να τον! Να  «επανέρχεται», λες και συνήλθε από κώμα. Τότε να ζητάει το λόγο σε θέμα που εμείς το είχαμε ήδη εξαντλήσει και είχαμε πάει παρακάτω. Όταν του τον έδιναν, έ δεν θα το πιστέψετε. Τότε άρχιζε να απαγγέλει, σαν τρεχούμενο νεράκι, ένα κείμενο πλήρως δομημένο, με αρχή, μέση και τέλος, με στέρεα επιχειρήματα σαν να ήταν η απόδειξη ενός σύνθετου προβλήματος της γεωμετρίας.

« Πώς το κάνεις αυτό ρε αδελφέ;» τολμάς κάποια στιγμή να τον ρωτήσεις

  Με την έκπληξη γραμμένη στο πρόσωπό του για την ερώτηση, που του γίνεται, απαντά λες και λέει την απλούστερη κοινοτυπία.

 «Το γράφω, δικέ μου, με τη γραφομηχανή του μυαλού μου κι όταν είμαι έτοιμος, απλώς σας το διαβάζω»

Η απάντηση μπορεί να είναι αποστομωτική, αλλά δεν ικανοποιεί το ερώτημα που σε βασανίζει

  «Γιατί μωρέ να μην μπορώ κι εγώ να το κάνω αυτό;»

 Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειές μου, το αποτέλεσμα; Τζίφος, μηδέν εις το πηλίκο! Είναι φαίνεται ειδικό δώρο του θεού μόνο σ’ αυτόν. Μια ευτυχισμένη συνύπαρξη αναλυτικής σκέψης, συνθετικής ικανότητας και λίαν αυξημένης μνήμης στον ίδιο άνθρωπο. Δεν εξηγείται αλλιώς.

Κι όμως! Αυτός ο προικισμένος άντρας ήταν εξόφθαλμα ανεπαρκής σε άλλους τομείς της ζωής μας. Ε! Θα ήταν αδικία, βρε αδελφέ, όλα να του είναι δεξιά! Τότε για μένα μια και μόνο διέξοδος θα υπήρχε. Να δώσω ένα σάλτο από τη ψηλή γέφυρα και καλιά μου. Βλέπεις είναι ο κολλητός μου και τον τρώω στη μάπα τις περισσότερες ώρες του εικοσιτετραώρου. Δεν θ’ άντεχα το αίσθημα της μειονεξίας που θα με περιτριγύριζε τότε σαν μια επίμονη πλανεύτρα και κακιά νεράιδα.

 Ενδεικτικά και μόνο, αναφέρω τον αισθηματικό τομέα. Εκεί τα κάνει πάντα μαντάρα! Σε μένα οφείλει τη σωτηρία του, αν και δεν το παραδέχεται. Όμως δεν με πειράζει. Είναι φίλος και του το οφείλω.

 Πόσο μα πόσο εύκολα πιάνεται κορόιδο ο κύριος! Ερωτεύεται ακαριαία και με τον πιο άγαρμπο τρόπο ζητά την αντίστοιχη ανταπόκριση. Είναι αναπόφευκτο να τρώει χυλόπιτες ή ακόμα και σφαλιάρες. Του το είπα εκατοντάδες φορές

«Αδελφέ δεν γίνονται έτσι απότομα αυτά. Η γυναίκα θέλει υπομονή, χρειάζεται στρατηγική, να κάνεις χειρισμούς. Τη γυναίκα την κερδίσεις σιγά σιγά. Θέλει, δικέ μου, γαλιφιές, θέλει τρυφερότητα, προηγείται η φάση του φλερτ. Εν τέλει θέλει και τα δωράκια της. Δεν είσαι κι ο Μπραντ Πιτ, μανάρι μου, να πέσουν αυτόματα στην αγκαλιά σου; Σχεδόν ποντικομούρης είσαι και τα ταλέντα που έχεις, ναι έχεις, το ξέρω, δεν φαίνονται με την πρώτη. Ή ακόμα και να τα γνωρίζουν, ίσως να μην τις ενδιαφέρουν. Είναι παράξενη ράτσα οι γυναίκες, Τάκη. Πότε θα το μάθεις;»

 Αντιθέτως αν καμιά υστερόβουλη και καπάτσα καταλάβαινε εγκαίρως με τι κορόιδο έχει να κάνει του αποσπούσε με άνεση και σε χρόνο μηδέν ό,τι είχε και δεν είχε. Μόνο η δική μου και πάλι, παρέμβαση τον έσωσε πολλές φορές στο παρελθόν από ηχηρά κάζα.

Τελικά η φύση δεν είναι τόσο άδικη να τα δώσει όλα σ‘ έναν και μόνον έναν. Έχει τη σοφία να κρατά κάποιες ισορροπίες. Όχι να ισομοιράζει, αλλά να μην υπάρχουν κι ανισότητες σε βαθμό σκανδάλου. Αυτό και μόνο με καθησυχάζει και δεν οδηγήθηκα τελικά σε ακραίες λύσεις. Γεννηθήκαμε σε διπλανά σπίτια, ζήσαμε στενά μαζί και τον θεωρώ και λίγο αδελφό μου.

 

 

 

(β) Ο γκομενιάρης Μπάμπης

 

Το είχε από μικρός το χούι. Το μυαλό του ήταν πάντα προσανατολισμένο στις γκόμενες. Σ’ αυτές που δοκίμασε και σ’ όλες τις υπόλοιπες που φιλοδοξούσε να δοκιμάσει. Το θέμα είχε την αποκλειστικότητα στην σκέψη του. Δεν ορρωδούσε μπροστά σε καμιά κοινωνική συμβατικότητα, ούτε τον φρέναραν ηθικής φύσεως διλήμματα. Χτύπαγε στόχους χωρίς αποκλεισμούς, χωρίς αναστολές, εκλεκτικότητα ή κάποιου είδους φόβους.

 Να σας πω το παράξενο; Είχε τόσες και τέτοιες επιτυχίες που δεν μπορούσαν να εξηγηθούν μόνο με τα αντικειμενικά του προσόντα. Δηλαδή το επίπεδο ομορφιάς, μόρφωσης, οικονομικής επιφάνειας κι ό,τι άλλο βάζει ο νους σας.  Η μόνη εξήγηση που μπορεί να δώσει κάποιος είναι ότι οι γυναίκες είναι ευεπίφορες σε περιπέτειες και οι άνδρες, συνήθως φοβισμένοι και διστακτικοί στο ενδεχόμενο της απόρριψης, δεν τολμούν να πάρουν τη στοιχειώδη πρωτοβουλία και να εκμεταλλευθούν την αστείρευτη αυτή πηγή.  Αυτός όχι! Ατρόμητος καβαλάρης εφορμούσε προς τα πρόσω κι είχε εισπράξει πολλάκις το «κέρδος των κόπων» του.

 Πρέπει να ειπωθεί και το άλλο. Δίπλα στην αλυσίδα των επιτυχιών, δίπλα στη συλλογή των καταφατικών απαντήσεων υπάρχει μια αντίστοιχη αλυσίδα από καζούρες, με εξευτελισμούς και κακά ξεμπερδέματα. Δεν τον συγκρατούσαν φιλίες, συγγενικές σχέσεις, ηλικίες και ομορφιά ή ασχήμια Το ρητό που είχε ως προμετωπίδα του ήταν: «ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει». Σε ένα ακόμα πρέπει να τον παραδεχτώ. Αφομοιούσε τις αποτυχίες του σε μηδενικό χρόνο, λες και διέθετε το μυστικό της επιλεκτικής λήθης. Τόσο μα τόσο άνετα τα πέταγε στα σκουπίδια, ενώ αντίθετα συνέχιζε αδιακόπως να επαίρεται για τις επιτυχίες του που δεν «ξεχνούσε» ποτέ.

 

(γ) Ο αόρατος Αγάθωνας

Μπορεί να περνούσε δίπλα σου και να μην τον έπαιρνες είδηση. Να  ανταλλάσσατε λόγια κι έπειτα να μην θυμάσαι τι σου είπε και ποια είναι τα χαρακτηριστικά του. Αδιάφορος πάντα και αθόρυβος. Καθ’ υπερβολή θα έλεγα, αδιαφανής. Μικρός το δέμας, χωρίς ιδιαίτερα στοιχεία που ενδεχομένως θα τραβούσαν την προσοχή τρίτου. Ίσια μαλλιά, αραιά πλέον, χτενισμένα προς τα δεξιά με μια τεθλασμένη σχεδόν χωρίστρα στο αριστερό ημισφαίριο του κεφαλιού του. Ρούχα πολυφορεμένα σε ουδέτερα χωμάτινα χρώματα και μια μονόχρωμη γραβάτα, που δεν πρόσθετε κάτι. Απλώς έδινε την εντύπωση ότι του σφίγγει το λαιμό λες κι αποπειράται να τον πνίξει.

Εργαζόταν κάτω από τον ίδιο και μόνο εργοδότη, από την έναρξη της εργασιακής του ζωής. Χωμένος σ’ ένα εσωτερικό γραφείο της επιχείρησης κρατούσε τα βιβλία της  και έχοντας την πλήρη εμπιστοσύνη του αφεντικού του, είχε την εξουσιοδότηση αυτός να κάνει τις αναλήψεις των απαραίτητων ποσών από τις τράπεζες για την πληρωμή όλων των εργαζομένων. Επιτελούσε αυτό το καθήκον με ιερή προσήλωση, έχοντας ως οδηγό τις αρχές της καθαρότητας και της διαφάνειας. Κάτι που πρέπει να διακρίνει έναν τίμιο άνθρωπο. Κι αυτό έκανε. Ποτέ μα ποτέ δεν διανοήθηκε να υπεξαιρέσει, έστω κι ένα παρά, από χρήματα που δεν του ανήκαν. Το αφεντικό τον είχε νωρίς ψυχολογήσει σωστά και τον εμπιστευόταν πλήρως. Η εμπιστοσύνη δε αυτή δεν λεκιάστηκε ποτέ.

Το μόνο έσοδό ήταν ο τακτικός μισθός από τη δουλειά του. Με την περιορισμένη, για να μην πω ασκητική, ζωή του τα λεφτά του έφταναν και του περίσσευαν. Με το καιρό είχε συγκεντρώσει ένα ποσό και συνεπικουρούμενος από ένα δάνειο της τράπεζας, που η εταιρία του συνεργαζόταν, είχε αγοράσει σε μια πολυκατοικία ένα δυαράκι. Το είχε επιπλώσει με τα βασικά απαιτούμενα χρειώδη ενός νοικοκυριού και απαραίτητα με μια τηλεόραση. Ήταν η μοναδική ευκαιρία που έδινε στον εαυτό του για «διασκέδαση», μαζί με μερικούς ολιγόχρονους περιπάτους στο διπλανό πάρκο. Δεν του κακοφαινόταν. Αυτός ήταν ο κόσμος του. Ο ίδιος είχε κάνει τις επιλογές του, έλεγε από μέσα του, κάτι που δεν ήταν πλήρως αληθές. Αυτό που εσύ ονομάζεις επιλογή σου είναι τις περισσότερες φορές καταναγκαστική επιβολή των εξωτερικών συνθηκών κι επιδράσεων.

Μέχρι τώρα δεν του είχε δοθεί η ευκαιρία μιας σχέσης με το γυναικείο φύλο. Δεν είχε κανένα από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, που γίνονται δέλεαρ στις γυναίκες, ούτε διέθετε προτερήματα άλλου είδους, που προσελκύουν τις αχόρταγες. Χρήματα ή εξουσία. Μόνος κι αυτάρκης; Σχεδόν, αφού και οι γενετήσιες ορμές ήταν κι αυτές περιορισμένες. Είχε αλλάξει περιβάλλον, όταν αγόρασε το διαμέρισμα κι έκοψε με μαχαίρι τις, περιορισμένες έτσι κι αλλιώς, παιδικές του γνωριμίες.

Τον είδα όλως τυχαία ένα απόγευμα, όταν βρεθήκαμε φάτσα-φάτσα σ’ ένα κεντρικό σούπερ μάρκετ. Έχω την εντύπωση ότι δεν ενθουσιάστηκε, αλλά και δεν και μπορούσε και να με αγνοήσει παντελώς. Στα παιδικά μας χρόνια ήμασταν γειτονόπουλα. Με το ζόρι μου έδωσε το τηλέφωνο στη δουλειά του. Το προσωπικό του αρνήθηκε με την ψεύτική- κατ’ εμέ- δικαιολογία ότι δεν διαθέτει ο ίδιος. Πώς την βγάζει, με τι ασχολείται; Ποιες είναι οι παρέες του;  Δεν μπόρεσα να μάθω τίποτα γιατί πεισματικά αρνήθηκε να μου δώσει, έστω και ολίγα ψίχουλα από τέτοιες πληροφορίες

 

(δ) Η εθελόντρια Νίτσα

 

Στην πορεία της ζωής της δεν βρήκε τον κλασσικό τρόπο της προσωπικής ευτυχίας δίπλα σ’ έναν άντρα που θα της εμπνεύσει τον έρωτα και θα κάνει μαζί του οικογένεια και παιδιά. Ήταν αποτυχία ή δική της επιλογή; Σ’ αυτό ούτε η ίδια θα μπορούσε με ειλικρίνεια και σιγουριά να απαντήσει! Ο θεός μόνο ξέρει κι η ροή του νόμου της  αδράνειας.

Είχε μέσα της αξόδευτο «λίπος» για κοινωνική προσφορά και δράση. Εκεί προσανατόλισε το περίσσευμα της ενεργητικότητας της. Όπου κι όταν έβλεπε ανάγκη και κίνηση προσφοράς να την κι αυτή στην πρώτη ζήτηση με όρεξη κι αποφασιστικότητα να συμβάλει στο μέτρο των δυνάμεών της.

Με έναν παράδοξο, αλλά κι αξιοθαύμαστο τρόπο, μπορούσε με μια μονοκοντυλιά να σβήνει από την μνήμη της, την απογοήτευσή όταν η προσπάθεια, μετά από έναν  όγκο κόπων και προσωπικών θυσιών, πήγαινε στο βρόντο και δεν είχε το αποτέλεσμα που αρχικά επαγγελόταν.

 Σε λίγο, και με την ίδια δύναμη, λες και τίποτα δεν είχε προηγηθεί, θα ξεκινούσε  την νέα εκστρατεία. Ένστικτο αυτοσυντήρησης, τυφλότητα, αφέλεια ή αισιοδοξία μέχρι βλακείας; Δεν ξέρω. Κάνε εσύ την επιλογή σου. Εκείνη, σαν το φοίνικα εύρισκε τη δύναμη να αναγεννιέται μέσα από τις στάχτες, μέσα από τις διαψεύσεις, σαν ένας νέος σπόρος που σπάει το σκληρό φλοιό της γης και δίνει πάλι ελπίδα ζωής. Θεέ μου, τι επιμονή και τι πείσμα!

Πολλές φορές είδε στη ζωή της ανθρώπους, που ξεκινούσαν μαζί της με την ίδια όρεξη μια αποστολή, αλλά όχι και την ίδια ανιδιοτέλεια. Στην πορεία έβλεπε ότι αυτή η προσφορά δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά το πρώτο σκαλοπάτι για τις ύστερες κι αρχικά υπόγειες φιλόδοξες βλέψεις τους. Μόνο που το πάθημα αυτό δεν της γινόταν μάθημα. Αμέσως, λες και τίποτα δεν συνέβη,  ήταν έτοιμη για την επόμενη διάψευση.

Την έβλεπα, γιατί συνεχίζαμε να διατηρούμε τη μεταξύ μας επαφή, αλλά παρά τις προειδοποιήσεις μου, παρά τις συμβουλές μου, αυτή δεν έπαιρνε από λόγια. Μ’ ενδιέφερε γιατί ήταν παιδική μου φίλη κι όταν το έσκαγε παλαιά από το αυστηρό της σπίτι πάντα κοντά μας κατανάλωνε τις ώρες της, δίνοντας και το γυναικείο χρώμα στην αγορίστική παρέα μας. Τη συμπαθούσα κιόλας. Δεν μπόρεσα να την πείσω.

 

(ε) Ο κερχανατζής Μίλτος

 

Την λέξη την άκουσα για πρώτη φορά από τον πατέρα μου, όταν ήμουν μικρός. Κι όταν τον ρώτησα τι σημαίνει μου είπε:

«Άσε μικρέ. Αργότερα θα σου εξηγήσω»

 Τέτοιου είδους απαντήσεις εμένα, που ήμουν περίεργη φύση από μικρός, δεν με ικανοποιούσαν για αυτό έψαξα να μάθω. Κι έμαθα. Η γριά στη γειτονιά μου, που ήταν η χαρτορίχτρα, η φλιτζανού, η πρακτική θεραπεύτρια, αυτή  που μοίραζε βότανα κι αλοιφές δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν, δεν είχε τις αναστολές του πατέρα μου. Όταν της έκανα την ίδια ερώτηση χωρίς καμιά καθυστέρηση μου είπε απευθείας την απάντηση

«Ο πουτανιάρης αγοράκι μου! Αυτός που συχνάζει στα μπουρδέλα. Ο καλός πελάτης στα κορίτσια! Γιατί ρωτάς;»

«Τίποτα κυρία Πουλχερία. Κάπου την άκουσα και δεν την κατάλαβα τι σημαίνει»

«Θα μάθεις αργότερα μικρέ. Θα μάθεις. Θες και δεν θες!»

Είχε το δίκιο της η έμπειρη και τετραπέρατη κυρία Πουλχερία, που μετέφερε τις πλούσιες και χρήσιμες γνώσεις της από την «πατρίδα», την πολυαγαπημένη της Σμύρνη.  Έμαθα!

   Παρά την ντροπή, παρά τους δισταγμούς, όταν η κλειστή παρέα συγκέντρωσε τα αναγκαία χρήματα πήγαμε ομαδικά στο «καλό σπίτι». Ανεβήκαμε σε φάλαγγα κατ’ άντρα, τα σκαλοπάτια του δίπατου νεοκλασικού στην κάτω πόλη. Εκεί χάσαμε την παρθενιά μας. Προσωπικά εγώ στην τουαλέτα, αμέσως μετά, έβγαλα ό,τι είχα φάει το μεσημέρι και δεν ξαναδοκίμασα να επισκεφτώ τα επόμενα χρόνια σε τέτοια μέρη.

  Ο δικός μου όμως κόλλησε σαν τη μύγα μες στο μέλι. Η αλήθεια να λέγεται. Όλοι λίγο πολύ βρήκαμε κάποια σύντροφο να μας καλύπτει ή στη χειρότερη των περιπτώσεων αρκούμασταν στην άταιρη ικανοποίηση. Αυτός δεν φτούρησε να κάνει σεφτέ εκτός του αγοραίου έρωτα. Από ένα σημείο δε και μετά, έπαψε και ν’ αναζητεί κιόλας. Η μόνη  εναλλαγή που επέτρεπε στον εαυτό του ήταν να αλλάζει «σπίτι» με καινούριες κοπέλες.

Όταν οι φίλοι τολμούσαν να του κάνουν κάποια παρατήρηση ή συμβουλή, η απάντησή του ήταν κάθετα αρνητική.

«Ρε παιδιά εμένα με βολεύει. Αφήστε με ήσυχο. Δεν θέλω δεσμεύσεις και προβλήματα. Σας λέω εγώ τι να κάνετε;»

Είναι πολύ συνηθισμένο μια αδυναμία σου ή ένα ελάττωμά να τα επικαλύπτεις με θεωρητικό μανδύα και να τους δίνεις ανύπαρκτο περιεχόμενο.

 

(στ) Η θεούσα Ελπίδα

 

Δεν της φαινόταν στην αρχή. Όταν ήμασταν στη γειτονιά τίποτα δεν προμήνυε την κατοπινή της εξέλιξη. Η σχέση μας με την εκκλησία και τη χριστιανική ζωή όλων μας ήταν στο μέσο επίπεδο εκείνης της εποχής. Να θυμίσουμε βεβαίως ότι όλοι παλαιότερα είχαν πιο έντονη απασχόληση με τα θεία. Ως παράδειγμα αναφέρω τον υποχρεωτικό συχνά εκκλησιασμό με το σχολείο, τη μεγάλη διάδοση του κατηχητικού, τη στενή παρακολούθηση του εορτολογίου και τις περιόδους των νηστειών με την οικογενειακή διατροφή να είναι σχεδόν υποχρεωτικά προσαρμοσμένη στις επιταγές της παράδοσης.

Αυτά ήταν κοινά στη γειτονιά για όλους μας παλαιά, αλλά άρχισαν να περιορίζονται με τα χρόνια, καθώς η κοινωνία προσαρμοζόταν με τα νέα δεδομένα. Ενώ όμως για όλους  η ενασχόληση με τα θεία έπαιρνε την κατιούσα, αντίθετα για αυτή άρχισε να ακολουθεί την ανηφόρα. Τόσο, που εκ των πραγμάτων, υπήρξε μια απομάκρυνση που με τον καιρό μεγάλωσε και στο τέλος το χάσμα βάθυνε τόσο που χάσαμε την επαφή μαζί της. Έτσι ήταν άγνωστη η σημερινή της κατάσταση κι ακόμα περισσότερο οι αιτίες που την οδήγησαν σε αυτή τη διαφοροποίηση.

Αποσπασματικές πληροφορίες που μας έρχονταν στα αυτιά από τρίτους, μιλούσαν πως μάλλον κλείστηκε σε μοναστήρι ή πως προσχώρησε σε μια κλειστή θρησκευτική σέχτα και πως όλος ο χρόνος της δαπανάται σε αυτήν. Η αλήθεια είναι πως τίποτα δεν ήταν σίγουρο, αφού από χρόνια είχε φύγει οικογενειακώς από τη γειτονιά και κανείς μας δεν έτυχε να τη συναντήσει στο δρόμο του, έστω και τυχαία.

Είχε κι αυτή τη συμμετοχή της στην παιδική μας παρέα, όχι βέβαια τόσο συχνή, αλλά είχε. Προσωπικά θα μ’ ενδιέφερε να μάθω λεπτομέρειες, αλλά προς το παρόν δεν εύρισκα μια άκρη για να απευθυνθώ.

 

(ζ) Κι εγώ, ο Αλέκος

 

Επειδή έζησα όλα τα χρόνια στη γειτονιά, επειδή γνώρισα εκ του σύνεγγυς όλα τα μέλη της παιδικής μας παρέας είμαι πιστεύω ο κατάλληλος να ιστορίσω τα συμβάντα. Δεν περιλαμβάνουν κάτι το συνταρακτικό, αλλά πώς να το κάνουμε. Είναι πλέον κοινός τόπος ότι τα παιδικά χρόνια του κάθε ανθρώπου είναι τα χρόνια που τον σφραγίζουν ανεπιστρεπτί. Σε ενδιάμεση φάση νομίζεις ότι τα πετάς πίσω σου σαν ένα ανεπιθύμητο ρούχο, μα αυτά εμφανίζονται και πάλι εμπρός σου αργότερα βασανιστικά και γεμάτα με νοσταλγία. Ιδιαίτερα όταν αρχίζεις να προσεγγίζεις το τέρμα της ζωής. Κι όσοι για τον οποιοδήποτε λόγο τα απαρνήθηκαν σε κάποια φάση, αυτά από μόνα τους, σαν τον νεκραναστηθέντα Λάζαρο, έρχονται σαν καρφιά που καρφώνονται, θες και δεν θες, πάνω στη σκέψη σου.

Να κάνω την προκαταρτική δήλωση. Όσοι μιλάνε για αντικειμενικότητα και ουδέτερη στάση απέναντι σε συμβάντα εθελοτυφλούν. Όταν παραθέτεις μνήμες αυτές έχουν- και πολλές φορές χωρίς να το θέλεις – περάσει προηγουμένως από το πλυντήριο της προσωπικής σου αυτολογοκρισίας. Είναι αδύνατο να μην έβαλαν τις πινελιές τους σ’ αυτές, οι προσωπικές σου προτιμήσεις, οι κοινωνικές προκαταλήψεις και συμπάθειες σε πρόσωπα και καταστάσεις. Το ομολογώ εξαρχής ελπίζοντας στο αποστολικό: Αμαρτία εξομολογημένη, αμαρτία ήδη συγχωρεμένη 

 

(η) Το κοινό μας παρελθόν

 

Όλους τους παραπάνω τους έδενε ένας ισχυρός κρίκος. Το κοινό παρελθόν. Αυτοί, αλλά μαζί και άλλοι, είχαν ανάμεσά τους ακλόνητους δεσμούς. Γεννήθηκαν στην ίδια γειτονιά περίπου την ίδια εποχή, έζησαν μαζί τα πρώτα ευαίσθητα παιδικά χρόνια, κυνηγήθηκαν και κυνήγησαν στα ίδια στενά δρομάκια, μάλωσαν, αγαπήθηκαν, ζυμώθηκαν. Έπαιξαν παιχνίδια, ανταγωνίστηκαν μεταξύ τους ή με παρέες από διπλανές γειτονιές, χρειάστηκε τόσες φορές να δείξουν τη μεταξύ τους αλληλεγγύη. Δέθηκαν. Φλερτάρισαν κορίτσια, έκλεψαν διστακτικά φιλιά στριμώχτηκαν, δήθεν τυχαία, σε μια απόμερη γωνιά, χαϊδεύτηκαν με φόβο αλλά και μέτρο, όσο οι αυστηροί όροι της εποχής το επέτρεπαν.

 Κυρίως ήταν αγορίστικη παρέα, αλλά πολλές φορές χώνονταν ανάμεσά τους και δυο τολμηρά κορίτσια, όσο τους επέτρεπε η αυστηρή γονική επιτήρηση εκείνων των χρόνων. Κι όμως, παρά την κοινότητα τόσων και τόσων εμπειριών καθώς ο χρόνος κυλούσε έπλαθε ανάμεσα τους τόσο διαφορετικούς χαρακτήρες.

Η εξήγηση βρίσκεται σε ποικίλους παράγοντες. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρω το στενό οικογενειακό περιβάλλον, τα γενετικά χαρακτηριστικά του καθενός, την πορεία των  σπουδών τους. Κάποιοι τις σταμάτησαν νωρίς και μπήκαν αμέσως στην βιοπάλη ενώ άλλοι συνέχισαν παρακάτω με συνέπεια την εμφάνιση διαφορών. Πολλές φορές αυτό ενισχύθηκε και με την αλλαγή περιβάλλοντος. Κάποιοι έφυγαν από τη γειτονιά, κάποιοι που έμειναν για προσωπικούς λόγους τραβήχτηκαν σε άλλες νέες παρέες.

Προσωπικά μου έμενε ένα ισχυρό απωθημένο.  Υπάρχει άραγε δυνατότητα να τους μαζέψω κατά το δυνατόν όλους σ’ ένα στέκι κάποια μέρα να θυμηθούμε τα παλαιά; Μήπως αυτό είναι μάταιος κόπος; Μήπως κυνηγώ χίμαιρες; Πιθανόν! Μα εγώ θα την κάνω την απόπειρα κι ας μαζέψω στο τέλος τα ερείπια της αποτυχίας μου.

Χρειάστηκε να αφιερώσω πολλές εργατοώρες σ’ αυτήν την προσπάθεια, που δεν ήταν μόνο συζητήσεις ανάμματος του ενδιαφέροντος και πειθούς πάνω στο σκοπό μου. Περιελάμβανε και έρευνα να ανακαλύψω άτομα που είχαμε χάσει τα ίχνη τους από χρόνια. Κάποια στιγμή πίστεψα ότι έκανα το ανθρωπίνως δυνατόν και όρισα τόπο και ημερομηνία, έχοντας ακέραια την αγωνία για την αποτελεσματικότητα της πρωτοβουλίας μου.

 

θ) Η αποτυχία

 

Και ημέρα έφτασε! Μετρούσα άτομο- άτομο τους προσερχόμενους. Έφτασα στον ικανοποιητικό αριθμό των επτά (7) ατόμων. Σ’ αυτούς ήδη αναφέρθηκα προηγουμένως περιγράφοντας τα χαρακτηριστικά τους. Επιφωνήματα, ασπασμοί, χαρούλες και τα ψεύτικα που πάντα λέγονται σ’ αυτές τις περιπτώσεις

«Καλέ μια χαρά είσαι! Δεν άλλαξες καθόλου»

«Πόσο χαίρομαι που σας ξαναβλέπω»

«Μπράβο Αλέκο, που είχες την πρωτοβουλία!» κι άλλα τέτοια ηχηρά και παρόμοια.

 Βέβαια γι αυτούς που δεν τους βλέπαμε ή δεν μας έβλεπαν για καιρό.

 Έκανα όλες τις προσπάθειες να ζεστάνω το κλίμα, θυμίζοντας ευτράπελα επεισόδια από την κοινή ζωή μας. Σερβιρίστηκαν τα ποτά και το φαγητό. Είπα την επιμελώς προετοιμασθείσα  πρόποση μου, ελπίζοντας να θερμάνω την ατμόσφαιρα που ακόμα κυριαρχούνταν από αμηχανία.

Εκείνος που ήταν πιο άνετος ήταν ο Μπάμπης που κάθισε δίπλα στην Ελπίδα κι άρχισε το μόνιμο χόμπι του. Θα ήθελε πάρα πολύ να κουτουπώσει τη θεούσα. Όχι πως είχε τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά να: Να κάνει μετά σε μας τον καμπόσο. Απ’ ό,τι φαινόταν η πιθανότητα να πετύχει κάτι ήταν πολύ χλωμή.

Όλοι προσπάθησαν φιλότιμα να ανταποκριθούνε στην εκφρασμένη μου επιθυμία να ξαναβρούμε την παλαιά σχέση φιλίας και στοργής. Αλλά εκ των πραγμάτων τότε είδα το μάταιο της εκστρατείας μου. Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω. Έτρεξε πολύ νερό στο ποτάμι και το τοπίο άλλαξε. Τα νιάτα έφυγαν παίρνοντας μαζί τους και τη φιλία και τη στοργή. Ήμασταν πια διαφορετικοί!

 

                                          20.2.13

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου