Ο «δηλωσίας»
Περιεχόμενα
1.
1952- Νικήτας
2.
Εισαγωγική τοποθέτηση
3.
1938- Μαθητής γυμνασίου
4.
1939 - Η παρέα ωριμάζει
5.
Ο Μίμης
6.
Το βάπτισμα του
πυρός
7.
Μια νέα οργάνωση χτίζεται
8.
Μια σχέση επισημοποιείται
9.
1940- Απώλειες
10. Οκτώβρης του 40. Η εθνική ανάταση
11. Η
εξαφάνιση του Αντώνη
12. Ο γάμος του Νικήτα με τη Μαριώ
13.
Οι Γερμανοί καταλαμβάνουν τη χώρα
14. Η έναρξη της αντιστασιακής δράσης
15. Πρωτοακούγεται το
όνομα ΕΠΟΝ
16.
Παράλληλο δίκτυο
17.
Μέρες χαράς κι ελπίδας
18.
Η τρομοκρατία
19. Μια σύντομη ιστορική αναδρομή
20. Ο προοδευτικός
πολίτης μετά την απελευθέρωση
21.
Η δίκη του στρατοδικείου
22. Η
μαύρη νύχτα
23.
Η άλλη μέρα
24.
Η δήλωση αποκήρυξης
25.
Η δήλωση αποκήρυξης
26.
Το επόμενο διάστημα
27.
Τα πρώτα χρόνια
μετά την αποφυλάκισή του
28. Αργότερα
29.
Το φάντασμα επανεμφανίζεται
30.
Το σχέδιο παίρνει σάρκα και οστά
31.
Η εφαρμογή του σχεδίου
32.
Ο δικηγόρος
33. Επιτέλους αισθάνεται
απελευθερωμένος
34.
Το δικαστήριο
35.
Η συμπεριφορά των περιοίκων μετά την αποκάλυψη.
36. Ε π ί λ ο γ ο ς
37. Ήταν αναπόφευκτη η πορεία ?
Ο
«δηλωσίας»
1.
1952- Νικήτας
Το υποσχέθηκε στον εαυτό του εκείνη
τη στιγμή. Άλλη φορά από το δρόμο της οδού Μαγνησίας δε θα ξαναπεράσει. Ορκίζεται -σε ό,τι μέσα
του απέμεινε ιερό- ότι δεν είναι φόβος. Όχι! Είναι σιχασιά. Ως εδώ και μη παρέκει. Το ποτήρι ξεχείλισε. Ακούς
εκεί; Ο τιποτένιος άνθρωπος, ο υπηρέτης
κάθε αποχρώσεως αφέντη, το σκατό της συνοικίας, έγινε κι αυτό τιμητής. Τι
αναποδογύρισμα αξιών έχει τελικώς επέλθει στην κοινωνία μας πια, θεέ μου ;
Καθώς περνούσε στο δρόμο για να
παραδώσει τα παπούτσια σ’ έναν πελάτη του, ο Μπάμπης ο κοντός, που στη ζωή του
δεν αξιώθηκε ποτέ να σταυρώσει γυναίκα, που με τα λίγα μόνο μποφόρ κλεινόταν
απ’ το φόβο στο καβούκι του, ο ψοφοδεής και ο μονίμως απών στα προσκλητήρια
όλων των προηγούμενων χρόνων, πετάχτηκε με φόρα έξω από το καφενείο και μ’ ένα
παράξενο, αλλά τόσο πληγωτικό θράσος εις επήκοον όλων απευθυνόμενος προς αυτόν
του είπε
«Ας το διάολο ρε προδότη ! Δε
γουστάρουμε να περνάς απ’ τη γειτονιά μας!»
Ούτε ένα βλέμμα δεν του έριξε. Δεν
άξιζε καν τον κόπο. Πολύ περισσότερο να του απαντήσει. Εκείνο που τον πλήγωσε
ήταν το αδιάφορο έως εχθρικό ύφος των υπόλοιπων θαμώνων, ένας δυο από τους
οποίους σε προηγούμενα χρόνια ήταν άνθρωποι με τους οποίους είχε κοινές μνήμες
και διάφορα πάρε δώσε όλων των φύσεων.
Είναι φανερό ότι κάποιος χαμερπής και κακόβουλος τον είχε δασκαλέψει και
τον ώθησε να λειτουργήσει έτσι. Ποτέ από μόνος του δε θα ήταν ικανός να πάρει
τέτοια πρωτοβουλία. Δεν ήταν στις προδιαγραφές του κάτι τέτοιο.
Ποιος και γιατί του ήταν άγνωστο
Αυτά στις ζωντανές κι επί τόπου
εντυπώσεις. Όταν μετά ο θυμός και η αγανάκτηση είχαν κάπως καταλαγιάσει μέσα
του, σκέφτηκε το πράγμα πιο ψύχραιμα. Είναι
σωστή η τακτική να δημιουργεί μόνος του απαγορευμένες περιοχές; Δηλαδή
θα επιτρέψει, η απάνθρωπη συμπεριφορά μερικών κοντόφθαλμων συμπατριωτών του, να
περάσει στις καθημερινές του συνήθειες; Αν το δεχθεί αυτό, ποια θα είναι η
τελική κατάληξη; Η πλήρης απομόνωσή και
η αναγκαστική του μεταστέγαση σε νέο τόπο κατοικίας.
Όμως πρέπει να το σκεφτεί καλά. Δεν είναι και μόνος. Έχει γυναίκα και
δυο παιδιά. Παιδιά που εδώ γεννήθηκαν,
εδώ πέρασαν τα λίγα χρόνια της ζωής τους και δε ξέρει αν έχει το δικαίωμα για
μια βίαιη μεταφύτευσή τους σ’ έναν νέο τόπο.
Μετά, πώς να το κάνουμε, είναι ο τόπος ο δικός του, είναι το πατρικό σπίτι, μέσα στο οποίο γεννήθηκε, εδώ είναι η
εκκλησία που βαφτίστηκε, που παντρεύτηκε και επιπλέον είναι από τους πρώτους
κατοίκους της συνοικίας. Εδώ είναι ο τάφος των αγαπημένων του γονέων.
Όχι, λοιπόν! Δε θα τους κάνει το χατίρι.
Πρέπει να οπλιστεί με την αναγκαία υπομονή και την απαιτούμενη ψυχραιμία.
Άλλωστε με ποιο δικαίωμα και με τι προσόντα τα βάζουν μαζί του; Επιτέλους ας
του πει κάποιος ποιο είναι το έγκλημα που έκανε κι ας βγουν οι αδέκαστοι
εισαγγελείς να τον θέσουν ενώπιον των ευθυνών του. Είναι και το άλλο που μόνο
από μέσα του θα το σκεφτεί και ποτέ δε θα το πει φωναχτά
«Ελάτε εδώ, ρε άτεγκτοι κατήγοροι!
Γιατί δεν κοιτάτε τις δικές σας λερωμένες φωλιές; Πότε κάνατε κάτι καλό ή κακό
για να σας κρίνουν οι άλλοι. Μια ζωή χωμένοι στην ασφάλεια της σιωπής, πώς τώρα
σηκώνετε κεφάλι και κρίνετε τον άλλον; Έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια λες.
Έτσι όλα είναι εύκολα. Θα ήθελα όμως να σας δω στα δύσκολα κι αυτά δεν τα
δοκιμάσατε. Βγάλτε λοιπόν τώρα το σκασμό…»
Ευτυχώς από τη πλευρά της
οικογένειας του τα πράγματα είχαν μια τακτοποιημένη ηρεμία και σταθερότητα. Με
τη δουλειά του τα κουτσοκατάφερνε για τα στοιχειώδη έξοδα. Εκ των πραγμάτων
αναγκάστηκε να συνεχίσει το επάγγελμα του πατέρα του, αφού, η τρύπα που ονόμαζε
μαγαζί κι ο αναγκαίος εξοπλισμός και τα εργαλεία του τσαγκάρη ήταν
διαθέσιμα. Ας είναι καλά η αγαπημένη του
Μαριώ! Ήταν ένα παλικάρι, ένας ακλόνητος βράχος στήριξης όλων και κυρίως του
ίδιου. Σαν κυνηγητικό σκυλί μυριζόταν τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε και ήταν
πάντα έτοιμη να δώσει τις δικές της μάχες και λύσεις. Για τη Μαριώ ο Νικήτας, ο
άντρας της, ήταν η μεγάλη και μοναδική αγάπη στη ζωή της, που ποτέ δε θα
σβήσει.
Η ραπτομηχανή Σίνγκερ που
κληρονόμησε από τη συγχωρεμένη μάνα της, αθάνατη, την έβγαζε ασπροπρόσωπη στα
πάντα. Τα ρούχα των παιδιών και τα δικά της, μικροδιορθώσεις για τα δικά του
και σιγά σιγά απλωνόταν, ως καλή μοδίστρα στη γειτονιά. Ανοίγματα- στενέματα,
μπαλώματα, καμιά ρόμπα τσόνταρε θετικά στον οικογενειακό προϋπολογισμό. Είχε
ήδη σταθερούς πελάτες και φιλοδοξούσε ένα ευρύτερο άνοιγμα στην απασχόλησή της
Περισσότερο όμως άξιζε η ψυχολογική
της στήριξη στις μέχρι τώρα επιλογές του. Πάντα με το μέρος του, πάντα να συμφωνεί
μαζί του και να τον στηρίζει. Αλίμονο αν δεν είχε κι αυτή. Δεν ξέρει αν θα
άντεχε τον πολύπλευρο πόλεμο που αντιμετώπιζε από πρώην φίλους, συντρόφους,
αλλά και από τους μόνιμους αντιπάλους. Ο
τυχαίος κι αστόχαστος άνθρωπος,
ξεχνώντας τα δικά του αμαρτήματα, πολύ εύκολα αρπάζεται από τη δυνατότητα να
μεταφέρει τ’ απωθημένα του σε έναν τρίτο στόχο κι εκεί να ρίξει πάνω του όλα τα
βάρητα του κόσμου. Ο άνθρωπος χωρίς αξιόλογο πνευματικό υπόβαθρο, ρέπει εύκολα
προς την κριτική, αλλά απεχθάνεται βιαίως την αυτοκριτική
Παντρεύτηκαν λίγο πριν την έναρξης
της Κατοχής μετά από μια δυνατή σχέση κι ο γάμος τους στεφανώθηκε με δυο
πανέμορφα παιδιά. Η Ελενίτσα γεννήθηκε ένα χρόνο μετά κι ο μικρός Κώστας ήρθε στη ζωή στο διάστημα
που άρχιζαν οι σκληρές προσωπικές του περιπέτειες. Για τα παιδιά του θα
πολεμήσει με δόντια και με νύχια. Δεν είναι όλοι ανεύθυνοι. Γύρω του υπάρχει ένας-
μικρός έστω- κύκλος ανθρώπων με κατανόηση και μπέσα, που σεβάστηκαν την
ιδιωτική του ζωή κι όχι μόνο αυτό. Τον στήριξαν φέρνοντάς του δουλειές και
συστήνοντάς τον και σε άλλους. Ίσως σε λίγο καιρό κάνει και το επαγγελματικό
άλμα, ανοίγοντας ένα αξιοπρεπές κατάστημα σ’ έναν εμπορικό δρόμο.
2.
Εισαγωγική τοποθέτηση
Αυτός ο τόπος πέρασε πολλές κακουχίες. Δεν αναφέρομαι στα δεινά από τους
ξένους κατακτητές, που σε διάφορες εποχές τον διαγούμισαν και ρούφηξαν όλο τον
ανθό του σε ανθρώπινες ζωές και υλικά αγαθά. Αυτές οι περιπτώσεις είναι ευκόλως
ερμηνευόμενες και απαντώνται συχνά και παντού στις ιστορίες των διαφόρων λαών.
Όχι! Εγώ αναφέρομαι στους εσωτερικούς διχασμούς, στις εμφύλιες διαμάχες, που
πλήγωσαν την πατρίδα ακόμα και πριν από
δημιουργία του επίσημου Ελληνικού κράτους και επαναλήφτηκαν πολλές φορές
σε μεταγενέστερες φάσεις. Πού είναι το
πιο παράξενο ; Αν κάποιος ενσκήψει στη
μελέτη αυτών των περιπτώσεων θα δει ότι τα μίση, το αθώο αίμα, οι διαρπαγές και
τα πιο ειδεχθή εγκλήματα συνέβησαν τότε. Ναι! Μεταξύ συμπατριωτών, γειτόνων κι
αδελφών. Σαν συνέπεια αυτής της διαπίστωσης είναι να νιώσει ντροπή κι
απογοήτευση.
Αυτό ήταν το κίνητρο να γραφεί αυτό
το βιβλίο. Να αναδείξει και να καταδικάσει το θλιβερό φαινόμενο, ελπίζοντας,
έστω αχνά, να βοηθήσει στην κατεύθυνση να μην επαναληφτούν τα ίδια φαινόμενα
στο μέλλον. Βεβαίως έχω τη συνείδηση της ουτοπίας του ισχυρισμού μου, αλλά ας
επιτρέψω στον εαυτό μου τη χλωμή ελπίδα ότι η έκκληση θα συμβάλει έστω κι
αμυδρώς. Μου είναι αναγκαίο να πατάω κάπου.
Μέσα στον άνθρωπο βρίσκονται εν
υπνώσει όλα τα προπατορικά ελαττώματά του. Η διαβίωση του σε κοινωνία μαζί με
άλλους ίσως να τα εξοβέλισε, θα ισχυριζόταν
κάποιος. Προσωρινά, ναι. Αλλά με την πρώτη ευκαιρία που δίνεται,
ζωντανεύουν αλώβητα με όλη την ανθρωποφαγική τους ένταση. Πλεονεξία, αχορταγιά
κι αρπακτικότητα! Αυτό είναι το υπόβαθρο που οπλίζει ένα, ίσως φιλήσυχο
προηγουμένως, ανθρώπινο ον, να γίνει ο σφαγέας, να μετατραπεί σε έναν κατά
συρροή δολοφόνο συνάνθρωπών του, σε ολετήρα του ίδιου του πολιτισμού που με
αφάνταστο κόπο και τόσο χρόνο έπλασε. Ο πολιτισμός αυτός είναι λίαν επίπλαστος.
Πολύ συχνά κι εύκολα παραμερίζεται κάτω από τα σύμβολα μιας θρησκείας, το
λάβαρο μιας ιδεολογίας ή το όραμα ενός μισότρελου ηγέτη. Αναλογιστείτε τα
πολλαπλά παραδείγματα που ζούμε όλοι ακόμα και στις μέρες μας και κρυμμένοι
πίσω από ένα πέπλο δήθεν ψυχρής αδιαφορίας και καθημερινής συνήθειας έχουμε γίνει
απλοί παρατηρητές των εγκλημάτων κατά του ανθρώπου και των δημιουργημάτων του.
Μερικές φορές κιόλας είναι δύσκολη και η επέμβασή μας, έστω κι αν υπερβάλαμε
τον εφησυχασμό μας.
Μετά την απελευθέρωση από την
Γερμανοϊταλική Κατοχή και την παγίωση του κράτους της δεξιάς ζήσαμε στη χώρα
τραγικές καταστάσεις. Η αυτοκτονική στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ, που είχε κλείσει
τ’ αυτιά της και δεν άκουε τα βογγητά του λαού, το Γολγοθά που ο κάθε
προοδευτικός πολίτης καθημερινά ανέβαινε, έγινε το αποτελεσματικό εργαλείο στα
σχέδια της δεξιάς για την εξόντωση των αριστερών αγωνιστών. Το κόμμα του ΚΚΕ προσηλωμένο στον ιδεολογικό
στόχο της κατάληψης της εξουσίας, όπλιζε με επιχειρήματα τη δεξιά να συνεχίζει
απτόητη τον αφανισμό των απλών πολιτών.
Πρέπει ξεκάθαρα να τονιστεί ότι εκείνο που
περισσότερο την ενδιέφερε ήταν να διατηρήσει και να επαληθεύει σε κάθε ευκαιρία
και με κάθε μέσο την εξουσία της στα εναπομείναντα κουρέλια των οπαδών της,
πλουταίνοντας έτσι την ατέλειωτη φάλαγγα των θυμάτων. Αναρωτήθηκαν άραγε ποτέ
όλοι αυτοί οι ηγέτες, πριν τους σκεπάσει το χώμα, αν είναι οι ίδιοι -σε ένα
ποσοστό- οι ηθικοί αυτουργοί αυτών των εγκλημάτων τόσων και τόσων αγνών
αγωνιστών;
Ας επικαλεστώ τη φτωχή μου μνήμη.
Βλέπεις έχω δυο χάντικαπ. Πρώτον στην εποχή που αναφέρομαι ήμουν μικρός και δεν
είχα τη συνείδηση των συμβαινόντων πέρα από τον στενό χώρο που ζούσα. Δεύτερον
η δική μου οικογένεια, μη έχοντας ανακατευθεί φανερά με τα γεγονότα, γλύτωσε από τις μεγάλες
περιπέτειες. Έχω όμως και δύο πλεονεκτήματα. Πρώτον την έντονη προσωπική μου
περιέργεια για τα συμβαίνοντα γύρω μου και δεύτερον τα επόμενα χρόνια πρόλαβα
να ρωτήσω αρκετούς που τα έζησαν από κοντά και οι διηγήσεις τους, όσο κι αν
επηρεάζονται από το προσωπικό στοιχείο, μου έδωσαν μια εικόνα των συμβάντων. Τα
διαβάσματα που ακολούθησαν και η εσωτερική μου συνείδηση με οδήγησαν σε κάποια
συμπεράσματα.
Θυμάμαι τα περιοδικά μαζέματα από
τη γειτονιά ανθρώπων, που χωρίς να δώσουν καμιά αφορμή, να στέλνονται σε
ξερονήσια όπου υπήρχαν ενεργά στρατόπεδα εξόριστων. Αυτά τα μαζέματα ήσυχων
οικογενειαρχών είχαν περισσότερο προληπτικό χαρακτήρα. Να συνετίσουν τους
ίδιους, αλλά και να φοβίσουν τους υπόλοιπους ότι όπου να είναι έρχεται κι η δική
τους σειρά. Είχαν εφεύρει δε ένα ακόμα χρηστικό γι αυτούς και καταπιεστικό για
τους υπόλοιπους και θύματα «εργαλείο». Δε σε απελευθέρωναν. Σου έδιναν «άδεια»
να πας στο σπίτι σου, αλλά ανά πάσα στιγμή με το έτσι θέλω του ντόπιου νωματάρχη
να επιστρέψεις στο χώρο του «εθνικού σωφρονισμού». Βεβαίως και κατά τακτά
χρονικά διαστήματα να δίνεις το «παρών» στο αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς σου
Θυμάμαι τα ψυχρά γομάρια, με το
θρασύ ύφος της εξουσίας, να βροντοχτυπάνε την πόρτα σου- ακόμα και τη νύχτα-
για να σου δώσουν την πρόσκληση επίσκεψης στο τμήμα της Ασφάλειας που τότε ήταν
στο τέρμα της Ιάσονος «δια υπόθεσιν σας». Αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο από μια
ακόμα εκδήλωση του κλίματος τρομοκράτησης. Εκεί σε αυτές τις προσκλήσεις
χιλιάδες πατριώτες βρέθηκαν μπροστά στο χονδροειδή εξανδραποδισμό της
προσωπικότητας τους. Σου έδιναν ένα δαχτυλογραφημένο κείμενο με τον τίτλο «Δήλωση
Αποκήρυξης», που έπρεπε ενώπιον τους να υπογράψεις. Και όχι μόνο.
Αντίγραφό του και πολλές φορές με δικά σου έξοδα να το δημοσιεύσεις σε μια από
τις τοπικές εφημερίδες.
Αυτές λαμβάνονταν τις περισσότερες φορές
εύκολα, αλλά αν υπήρχε κάποια αντίρρηση έμπαινε στο γραφείο το «όργανο» με το ζωστήρα στα χέρια και σε
έκανε χωρίς εισαγωγές και συγκρατημό τουλούμι στο ξύλο. Αν παρ’ όλα αυτά δε
συνετιζόσουν, με συνοπτικές διαδικασίες μεταφερόσουν σιδηροδέσμιος σαν δέμα στο
νησί. Την υπηρεσία την ενδιέφερε περισσότερο να «σπάει» επώνυμα στελέχη της
αριστεράς και η δήλωσή τους να γίνεται παράδειγμα για τους υπολοίπους.
Έτσι για χρόνια οι σελίδες των
εφημερίδων έχουν αδιακόπως και με μικρές διαφοροποιήσεις αυτές τις στερεότυπες
δηλώσεις. Όποιος έχει την περιέργεια μπορεί να τις βρει εύκολα στα «σώματα» των εφημερίδων
«Ο κάτωθι υπογεγραμμένος
……………. …….. ….. δηλώ εθελουσίως ότι
αποκηρύσσω, μετά βδελυγμίας το ξενοκίνητο ΚΚΕ και τις παραφυάδες αυτού
ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ. Δηλώνω ότι από τούδε και στο εξής τίθεμαι στο πλευρό της Εθνικής
Κυβερνήσεως αναφωνών ζήτω η ΕΛΛΑΣ…» Ή σε μικρές άλλες παραλλαγές
Είναι φανερό ότι οι δημοσιεύσεις
διαβάζονταν από τους πολίτες και σε πρώτη φάση σχολιάζονταν από μερικούς
χαιρέκακους κι άκαπνους εξυπνάκηδες…
« Να κι αυτός ανένηψε και είδε το
φως του…»
Το τραγικότερο όλων, που σχεδόν
έχει ξεχαστεί, είναι ο ρόλος της Εκκλησίας στην υπόθεση αυτή. Στα χωριά, που οι
εφημερίδες δεν έφταναν ή ο αναλφαβητισμός ήταν ακόμα σε σεβαστά διψήφια νούμερα,
οι δηλώσεις μετανοίας διαβάζονταν από τους ιερείς, αφού είχε φροντίσει ο
χωροφύλακας να φτάσει στα χέρια τους , κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας,
λίγο πριν το μυστήριο της θείας κοινωνίας.
Ναι! Ο ευτελισμός να γίνει τέλειος.
Αλλά γίνεται εμείς οι παράξενοι και πολλάκις λοξοδρομούντες στη σκέψη να μη
βάλουμε το ερώτημα. Ευτελισμός, αλήθεια, ποιου άραγε ; Η απάντηση σε αυτό το
ερώτημα έχει δυο όψεις κι ας αποπειραθούμε να τις δούμε με δυο-τρία λόγια.
Από τη μια η ψευδαίσθηση των δυνάμεων της
εξουσίας ότι με μια δήλωση εξουδετερώνεται ο «αντίπαλος» ιδιαίτερα όταν αυτή
έχει διαρπαγεί με όπλο τις απειλές και εκφοβισμό. Όμως αγαπητέ μου η εσωτερική
μετάλλαξη ενός ατόμου θέλει πολλά περισσότερα από το φόβο. Ίσως κιόλας αυτό το
μέσο να δρα- σε τελική ανάλυση- κατ’
αντίθεση της αρχικής επιδίωξης. Ακόμα
περισσότερο, αυτοί που χρησιμοποίησαν τέτοιες
μεθόδους δεν έλαβαν υπόψη την επίδραση που μπορεί να έχουν σ’ έναν
ουδέτερο τρίτο παρατηρητή των συμβαινόντων και σε μια νέα γενιά που μεγάλωνε κι
έβλεπε αυτό το κυνηγητό. Δεν υπολόγισαν το αίσθημα της αυθόρμητης κι ανθρώπινης
αλληλεγγύης , που εμφανίζεται γι αυτόν που κυνηγιέται για τις ιδέες του. Είναι
χαρακτηριστικό ότι η δεξιά σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις μέχρι τον Παπάγο
δεν κατόρθωσε να κερδίσει ποτέ τις εκλογές. Το εκλογικό της ποσοστό ήταν
συνεχώς μειοψηφικό. Τα σχέδιά της για την εξαφάνιση του κομμουνιστικού κινδύνου
δεν ευοδώθηκαν. Ίσως αυτό να έγινε αργότερα και για άλλους λόγους, που δεν
είναι της ώρας να αναλυθούν.
Όμως υπάρχει και η άλλη όψη του
νομίσματος. Ποια ήταν η άποψη και η στάση της «εν πολλαίς αμαρτίας
περιπεσούσης» ηγεσίας του αριστερού κόμματος. Αφού άφησε απροστάτευτα κι
εκτεθειμένα τα μέλη και οπαδούς της, χωρίς να το πει καθαρά, μα ούτε και να το
διαψεύσει θεωρούσε την κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες υφαρπαχθείσα υπογραφή, ως πράξη προδοσίας ή άφηνε αυτό να
εννοηθεί και εκ των πραγμάτων έτσι αντιμετωπιζόταν από τους άλλους οπαδούς.
Εντάξει! Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερο κι αφορά
το κάθε άτομο ξεχωριστά. Υπήρχε το θέμα
της προσωπικής αξιοπρέπειας, η αγάπη και πίστη στη δική σου ιδεολογία, το
ατομικό πείσμα, η εν γένει άρνηση στη πίεση και τον καταναγκασμό, αλλά δε μπορείς απ’ όλους τους ανθρώπους να
έχεις τις ίδιες απαιτήσεις. Για τον καθένα το όριο της αντοχής σε πίεση και
βασανιστήρια είναι διαφορετικό. Από νωρίς έπρεπε να αφεθούν τα περιθώρια για
διαφορετικές προσεγγίσεις ή τουλάχιστον να δοθεί γραμμή για ανθρώπινη
συμπεριφορά και κατανόηση στους υποχωρήσαντες κι όχι απ’ τη μια στιγμή στην
άλλη ν’ αντιμετωπίζονται ως εχθροί και μιάσματα.
Μόνο για την ιστορία να αναφέρω ότι
πάνω στην πλάτη των υπογραψάντων - σε
άλλη φάση αργότερα - παίχτηκαν και παιχνίδια τακτικής, όποτε άνευ αρχής και
συνέπειας κρίθηκε αυτό χρήσιμο. Αναφέρω την εποχή της διάσπασης του ΚΚΕ, μετά
το 1968, όταν δινόταν ανηλεής και χωρίς
αρχές μάχη για το «κέρδισμα» οπαδών. Εξουσιοδοτημένα στελέχη πήγαιναν σε
αδρανοποιημένους πρώην οπαδούς και μ’ ένα ύφος επίσημου εξομολογητή έλεγαν στον
πληγωμένο οπαδό, που ζούσε για χρόνια την «ντροπή του δηλωσία» ότι « το κόμμα εξέτασε την περίπτωσή σου και συγχωρεί
την παλαιά πράξη σου». Φαρισαϊσμός στο μεγαλείο του ! Το τραγικό είναι ότι αντί
να τους πετάνε με κλωτσιές έξω από το σπίτι εισέπρατταν με δέος την «προσωπική
τιμή» που τους έκαναν. Δυστυχώς είναι σχεδόν νόμος. Στο σφάλμα, το αμάρτημα για
να ολοκληρωθεί, απαιτεί πάντα δυο παίκτες
3. 1938- Μαθητής γυμνασίου
Πήγαινε στη δεύτερη τάξη του
γυμνασίου κάτω στο Βόλο, μια που η συνοικία του, η Νέα Ιωνία, νέος οικισμός με
πρόσφυγες από διάφορες περιοχές της Μικράς Ασίας και του Πόντου, θα αργούσε
πολλά χρόνια ν’ αποκτήσει δικό της γυμνάσιο. Το κτίριο του γυμνασίου ήταν κοντά
στην πλατεία Ελευθερίας, πίσω από τα δικαστήρια, και κάθε μέρα ποδαρόδρομο
περνώντας τη γέφυρα του Κραυσίδωνα, από το Φαρδύ, έφτανε σ’ ένα μισάωρο στο
σχολειό του. Θεωρούσε τον εαυτό του από τα τυχερά παιδιά, που προχωρούσαν πέρα
από το τετρατάξιο δημοτικό. Ίσως στη φάση αυτή τα παιδιά της συνοικίας του που
συνέχιζαν μετά το δημοτικό να μετριόνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού. Δεν ήταν
όμως η έλλειψη ενδιαφέροντος για
σπουδές. Το αντίθετο θα έλεγα. Απλώς μετά την καταστροφή, μετά τις απώλειες
τόσων και τόσων συγγενών με τη βίαιη μετακίνηση τους από την αρχική κοίτη,
είχαν εκ των πραγμάτων ιεραρχήσει διαφορετικά τις άμεσες ανάγκες. Εργασία για την εξασφάλιση του ψωμιού της
οικογένειας κι ένα κεραμίδι να βάλουν το κεφάλι τους μέσα. Σπουδές; Ίσως
αργότερα
Οι δικοί του, ας τους έχει καλά ο
θεός, μοναχογιό τον είχανε, έκαναν το σκατό τους παξιμάδι για να μπορέσει να
συνεχίσει τις σπουδές του. Και τις
συνέχιζε με πείσμα κι ελπίδα ότι στο μέλλον θα έρθουν καλύτερες μέρες. Δεν ήταν
κι ο καλύτερος μαθητής της τάξης, αλλά όχι και μέτριος. Περνούσε τις τάξεις,
ποτέ μέχρι τώρα δεν έμεινε μετεξεταστέος και προσπαθούσε με φιλότιμο να μην
πάνε χαμένα τα έξοδα που έκαναν οι δικοί του. Βλέπεις εκείνη την εποχή οι
μαθητές έπρεπε να πληρώνουν τα ετήσια δίδακτρα, να αγοράζουν τα βιβλία και τα
άλλα χρειαζούμενα του μαθητή. Μολύβια, κοντυλοφόροι, πένες, μελάνι, γόμα,
χάρτη, τετράδια ιχνογραφίας, χάρτες κ.α. Για κολατσιό έπαιρνε από το σπίτι μια
φέτα ψωμί και λίγες ελιές ή εναλλακτικά, αλλά πιο σπάνια, λίγη φέτα.
Είναι παράξενος ο τρόπος που, μέσα σ’
ένα σύνολο άγνωστων αρχικά μεταξύ τους παιδιών, δημιουργούνται οι μικρότερες
παρέες και εν τέλει γίνεται η επιλογή
των στενότερων φίλων. Υπάρχει μια μυρωδιά ταιριάσματος που οικοδομείται πάνω σε
λεπτομέρειες τέτοιες που αν αποπειραθείς να τις περιγράψεις εκ των υστέρων θα
δυσκολευτείς αφάνταστα. Αυτός κόλλησε με τρία παιδιά από τις τρεις γωνιές της πόλης.
Ο Τάσος ένα καλοντυμένο κι ευγενικό παιδί, που ο πατέρας του ήταν γιατρός και
το σπίτι τους ήταν κοντά στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου. Ο Μίμης που
καθόταν στην περιοχή του παλαιού λιμεναρχείου κι ο πατέρας του είχε μια θέση
στα ψαράδικα στην αρχή της οδού των Αργοναυτών κι έβγαζε ένα καλό εισόδημα. Ο Κωστής καθόταν ψηλά στην
οδό Ιωλκού. Η οικογένεια του είχε ένα μεγάλο περβόλι όπου καλλιεργούσαν όλα τα
ζαρζαβατικά, λίγες ελιές για το λάδι τους και μερικά οπωροφόρα δέντρα. Μαζί με
τα χρήσιμα για τη ζωή τους οικόσιτα ζώα, όπως κότες, χήνες κι ένα γουρούνι. Με
κόπο τα κουτσοφέρνανε κι είχαν τη φιλοδοξία ο γιος τους να γίνει- πάση θυσία-
γιατρός.
Οι αιτίες προσέγγισης δεν ήταν
ίδιες κι όλους. Οι φιλίες δε γίνονται μόνο από το ταίριασμα των χαρακτήρων.
Πολλές φορές οι πιο δεμένες φιλίες οφείλουν την ανάπτυξή και τη διατήρησή τους
στην αρχή της συμπληρωματικότητας. Εκείνο που λείπει στον ένα και υπάρχει στον
άλλο είναι ισχυρό κίνητρο. Θαυμασμός;, Ζήλεια; Χρησιμότητα; Ίσως όλα μαζί κι
άλλα ακόμα στοιχεία απροσδιόριστα. Ο Τάσος κι ο Κωστής την βρήκαν μεταξύ τους σύντομα γιατί από νωρίς
συναντήθηκαν σ’ ένα γάμο και φάνηκε ότι οι μάνες τους είχαν μια συγγένεια. Αυτή
ήταν η αφορμή να αρχίσουν να συζητούν και στην πορεία είδαν πως ταίριαζαν κι οι
προτιμήσεις τους. Τον Μίμη τον πλησίασαν σιγά-σιγά όταν παραδέχτηκαν ότι είναι
ο καλύτερος στην τάξη στα θεωρητικά μαθήματα. Βλέπεις έγραφε, με απόσταση από
τους άλλους, τις καλύτερες εκθέσεις και ήταν αξεπέραστος σε γνώσεις ιστορίας,
τόσο που καμιά φορά κι ο καθηγητής ρωτούσε τη γνώμη του. Ο Νικήτας άργησε να
μπει στην ομάδα, κυρίως γιατί τα παιδιά από τη Νέα Ιωνία ήταν μαζεμένα κι ακόμα
λίγο στο περιθώριο.
Η απότομη είσοδος τόσου κόσμου
ξαφνικά στην πόλη φόβισε αρχικά τους ντόπιους κατοίκους. Ότι θα χάσουν τις δουλειές
τους, ότι θα χρειαστεί να στερηθούν πράγματα για να τους συντηρήσουν και γενικά
ο φόβος, που αυτόματα δημιουργείται στο νέο κι άγνωστο που ίσως διαταράξει τις
ισορροπίες τόσων και τόσων χρόνων. Μα μέσα σε μια πόλη που έσφυζε από ζωή κι
ανάπτυξη τα εργατικά χέρια των προσφύγων φάνηκαν στην πορεία τόσο χρήσιμα κι
αναγκαία. Προϊόντος του χρόνου ό νέος πληθυσμός έδειξε ότι είναι φιλήσυχος,
εργατικός και προοδευτικός και σιγά-σιγά
-με τις πάντα υπάρχουσες θλιβερές εξαιρέσεις κάποιων κακοπροαίρετων - κέρδισαν
τη θέση τους στην τοπική κοινωνία.
Ο Νικήτας είχε ένα χαρακτηριστικό που
εκτιμήθηκε από τους άλλους τρεις κι αυτό δεν ήταν η ηρεμία του χαρακτήρα του
και η σοβαρότητά του, στοιχεία εξαρχής δεδομένα, αλλά η παράξενη για τους
άλλους ικανότητα να λύνει τα προβλήματα της γεωμετρίας, ένα από τα πιο δύσκολα
μαθήματα του σχολείου. Για το χαρακτηριστικό αυτό δε χρειάστηκε να κάνει σε
διάβασμα κάτι περισσότερο απ’ ό,τι έκαναν οι άλλοι. Τελικά ήταν ένα φυσικό
χάρισμα, μια αίσθηση ιδιαίτερη του χώρου των τριών διαστάσεων, συνδυασμένη με
την κοινή λογική. Κι όμως αυτό το απλό χαρακτηριστικό ήταν η αφορμή να τον
προσεγγίσουν οι άλλοι τρεις και να τον εντάξουν στον κύκλο τους. Ο ίδιος το
θεώρησε τιμή και προσπάθησε με πείσμα κι επιμονή να φανεί αντάξιος αυτής της τιμής.
Στην αρχή οι συναντήσεις τους ήταν
μόνο στο σχολείο, αλλά στη συνέχεια σε κενές μέρες αργιών, κυρίως Κυριακές
άρχισαν, σαν ομάδα να συναντώνται και σ’ άλλα μέρη, όπως στην παραλία για να
κάτσουν σ’ ένα από τα καφενεία, σε ένα από τα παγκάκια στο πάρκο, στην αμμουδιά
του Άναυρου και σ’ άλλα μέρη. Στην αρχή οι συζητήσεις ήταν για τα μαθήματα,
τους καθηγητές και τις ιδιοτροπίες τους, τα «θέλω» και τα όνειρά τους για το μέλλον, για τις οικογένειες και τ’
αδέλφια τους. Μα στη συνέχεια οι
συζητήσεις διευρύνθηκαν στα φλέγοντα κοινωνικά θέματα της εποχής τους.
Μια από τις πρώτες αφορμές που τους
δόθηκε ήταν όταν ο γυμνασιάρχης έκανε παρατήρηση στον Μίμη γιατί δεν έχει ακόμα
γραφτεί στην ΕΟΝ, την οργάνωση της νεολαίας του Μεταξά. Οι άλλοι τρεις είχαν
γραφεί, αφού θεωρήθηκε από όλους ως αυτονόητα υποχρεωτική διαδικασία ή έτσι
παρουσιάστηκε από τους αρμόδιους καθηγητές. Τώρα μόλις συνειδητοποιούσαν ότι υπάρχουν κι άλλες
πλευρές στο θέμα, που δεν είχαν περάσει καθόλου απ’ το μυαλό τους. Τον ρώτησαν
να τους εξηγήσει τι συμβαίνει.
Ας μεταφερθούμε νοερά στην εποχή
που μιλάμε, όπου οι πληροφορίες είναι περιορισμένες και η αυθαιρεσία της
αυταρχικής εξουσίας δεδομένη, τόσο που οι εντολές της να θεωρούνται
υποχρεωτικές για τη μεγάλη πλειοψηφία. Μόνες πηγές πληροφορίας οι ελεγχόμενες
από τη λογοκρισία εφημερίδες. Έπρεπε να είσαι ψαχτήρι για να βρίσκεις
εναλλακτικούς δρόμους πληροφόρησης
Ο Μίμης τους εξήγησε αναλυτικά ότι τίποτα δεν
τον υποχρεώνει να γραφεί στην νεολαία κι έτσι δε θα το κάνει ποτέ.. Είχε
βλέπεις το χάρισμα λόγου, μια ιδιαίτερη
ζωντάνια και πειθώ. Επικαλέστηκε ανθρώπινα δικαιώματα αναγνωρισμένα από
διεθνείς οργανισμούς και κατέληξε.
«Εγώ, με τίποτα δε θα φορέσω τη στολή κι ας
κόψει το κεφάλι του ο γυμναστής που πολλές φορές μέχρι τώρα μ’ έχει απειλήσει.
Δε τον φοβάμαι!»
Για λίγο έπεσε μια παράξενη σιωπή.
Πρώτη φορά έμπαιναν σε τέτοιου είδους διλήμματα. Πρώτος στη συνέχεια μίλησε ο
Τάσος, ο γιος του γιατρού.
«Εγώ που γράφτηκα χωρίς να ξέρω
αυτήν την πλευρά δε θα πάω, παιδιά, να ζητήσω να με ξεγράψουν. Αυτό δεν το
τολμάω κι ίσως να μην το θέλω. Αλλά μπορώ να σας δώσω μια υπόσχεση. Άλλη φορά
δεν θα εμφανιστώ σε εκδήλωσή τους»
Αυτή τη στάση κράτησαν πάνω κάτω κι
οι δυο υπόλοιποι Κωστής και Νικήτας. Η συζήτηση που έγινε, χωρίς από την αρχή
να το συνειδητοποιήσουν, τους έδεσε περισσότερο κι αναβάθμισε την αρχική τους
φιλία με βαθύτερες ρίζες.
Το επόμενο στάδιο ήταν τα
φιλολογικά απογεύματα που γίνονταν στο πάρκο τα απογεύματα του Σάββατου. Σ’ όλα
σχεδόν τα σπίτια υπήρχαν κάποια βιβλία. Συμφωνούσαν για το επόμενο Σάββατο τον
πεζογράφο ή τον ποιητή με τον οποίο θα ασχοληθούν. Ίσως ο Νικήτας να είχε τις
μικρότερες ευκαιρίες, αλλά με το πείσμα που πάντα τον διέκρινε δεν άφηνε να
φανεί αυτό το χάντικαπ του. Δανειζόταν από γνωστές οικογένειες, ρωτούσε
αριστερά δεξιά, κάπου βρήκε μέρος που είχαν τη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια,
πήγαινε συχνά στην πλούσια βιβλιοθήκη του συλλόγου των Τριών Ιεραρχών, που ήταν
προς το τέλος της οδού Δημητριάδος κι όχι μόνο δεν φάνηκε η αρχική υστέρησή
του, αλλά από ένα σημείο και μετά έγινε ένας από τους πρωταγωνιστές στις
συζητήσεις των « φιλολογικών απογευμάτων»
Το ποιοτικό άλμα στη μεταξύ τους
σχέση έγινε όταν ο Μίμης τους έφερε ένα πρόχειρα τυπωμένο βιβλίο και τους
εξομολογήθηκε ότι είναι του θείου του Κώστα δικηγόρου στην πόλη που τώρα είναι
σε εξορία από το καθεστώς του Μεταξά στην Ανάφη. Ο τίτλος τους ταρακούνησε! «Το
κομμουνιστικό μανιφέστο». Κάτι απ’ έξω απ’ έξω είχαν ακούσει, σαν κάτι το
απαγορευμένο κι επικίνδυνο, αλλά τίποτα περισσότερο. Οι τρεις ήταν από
οικογένειες συντηρητικές ή ακριβέστερα οικογένειες μακριά από τέτοιες ασχολίες κι ενδιαφέροντα
«Το πήρα κρυφά από τη βιβλιοθήκη
του θείου μου. Ήταν παραχωμένο σε μια γωνιά. Κανείς δεν το ξέρει κι αλίμονο μου
αν το μάθει ο πατέρας μου. Βλέπεις φοβάται μην τον πετάξουν έξω απ’ την
ψαραγορά και τότε κλάψτα Χαράλαμπε»
Κανείς δε μίλησε για λίγο. Πρώτος
με θάρρος πετάχτηκε ο Νικήτας
«Δε μου το δίνεις να το πάρω μια
μέρα στο σπίτι μου; Μια ματιά θέλω να του ρίξω»
«Δεν ξέρω Νικήτα. Φοβάμαι μη μπούμε
σε περιπέτειες»
«Σου υπόσχομαι ότι θα προσέξω. Έχε
μου εμπιστοσύνη. Αύριο θα σου το επιστρέψω»
Την άλλη μέρα πράγματι κράτησε την
υπόσχεσή του. Το επέστρεψε στον Μίμη ανέπαφο με ασφάλεια λέγοντας ότι το
ξεφύλλισε μόνο λίγο. Η αλήθεια είναι ότι το καταβρόχθισε σελίδα- σελίδα κι η
εντύπωση, που του έκανε ήταν
συγκλονιστική. Η απολυτότητα των συλλογισμών τον συνεπήρε και τον
κέρδισε με το πρώτο. Συγχρωτιζόταν με τη δύναμη και τον ενθουσιασμό της
νιότης. Το ένιωσε απόλυτα δελεαστικό.
Ήθελε διακαώς να βρει συνομιλητή και γνώστη του βιβλίου και να το συζητήσει.
Άλλον από τον Μίμη δεν έβλεπε. Κάποια στιγμή θα του το προτείνει.
4.
1939 - Η παρέα ωριμάζει
Η ομάδα των τεσσάρων φίλων έφτασε,
χωρίς απώλειες, στην τρίτη τάξη του γυμνασίου. Παρέμεινε συμπαγής, χωρίς
μαλώματα κι αντιθέσεις. Μάλιστα στις καλοκαιρινές διακοπές συνεχίστηκαν τα φιλολογικά απογεύματα του Σαββάτου, που
πέρα από τον αρχικό φιλολογικό χαρακτήρα τους διευρύνθηκαν τώρα και σε
συζητήσεις πάνω σε φιλοσοφικά ρεύματα, κοινωνικά προβλήματα και εκ των
πραγμάτων στις πολιτικές καταστάσεις της συγκυρίας. Εκεί φάνηκαν και οι
διαφορές στις απόψεις τους Ενώ όλοι τήρησαν την υπόσχεσή τους να μην πατήσουν
ξανά σε εκδήλωση της ΕΟΝ, οι διαφορές φάνηκαν στα πολιτικά ζητήματα. Είναι
χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το βιβλίο που έφερε ο Μίμης και το ρούφηξε το
ίδιο βράδυ ο Νικήτας, δεν ζητήθηκε να διαβαστεί από τους άλλους δυο. Μάλιστα ο
Τάσος, ένα τυπικά θρησκευόμενο άτομο δήλωσε εξαρχής ότι οι ιδέες του
σοσιαλισμού και της επανάστασης δεν τον καλύπτουν. Όμως το ξεκαθάρισε από την αρχή
με σαφήνεια
«Σας αγαπώ ως φίλους, τιμώ τους
χαρακτήρες σας, ξέρω την αγνότητα των προθέσεων σας και θέλω η όμορφη παρέα μας
να συνεχίσει να υπάρχει και να λειτουργεί»
Μάλιστα τον Ιούλιο πέρασαν όλοι
μαζί ένα τριήμερο στο κτήμα του Κωστή που συνδυάστηκε με εξορμήσεις πάνω στο
βουνό του Πηλίου και εξερευνήσεις σε μέρη που ο Νικήτας για πρώτη φορά έβλεπε
με τα ίδια του τα μάτια κι όχι από περιγραφές τρίτων. Καλά θα ήταν το τριήμερο
να διαρκέσει περισσότερο, αλλά λησμόνησα να πω πως την καλοκαιρινή περίοδο ο Νικήτας
εργαζόταν στη λογιστική υπηρεσία του εργοστασίου Γκλαβάνη, όπου ένας από
τους λογιστές ήταν ο νονός
του. Έπρεπε να φροντίσει για τα
έξοδα της επόμενης σχολικής χρονιάς. Δε ήθελε να επιβαρύνει τους δικούς του με
τα έξοδα του σχολείου.
Η συζήτηση με τον Μίμη για το «κομμουνιστικό
μανιφέστο» έγινε κι εκεί είδε ότι κι ο Μίμης το είχε δεόντως μελετήσει. Μάλιστα
με συνωμοτικό ύφος για να μην καταλάβουν οι άλλοι δυο, του έδωσε και μια
αντικυβερνητική προκήρυξη που κατάγγελνε
το Μεταξικό καθεστώς λέγοντάς του ότι τη βρήκε στο δρόμο. Έτσι ανάμεσα
στους δυο -Μίμη και Νικήτα -άνοιξε ένα νέο κανάλι επικοινωνίας και -χωρίς καν
να το συζητήσουν καθόλου- κρατήθηκε μυστικό από τους άλλους δυο.
Και μια από τις μέρες αυτής της
τελευταίας σχολικής χρονιάς συνέβη κάτι που χωρίς να το ξέρει θα επηρέαζε τη
ζωή του όλα τα επόμενα χρόνια. Μετά το σχόλασμα απ’ το σχολείο ανέβαινε
ποδαρόδρομο προς το σπίτι του στη Νέα Ιωνία. Ενώ συνήθως περπατούσε κατά μήκος
της κεντρικής οδού της 2ας Νοεμβρίου κι έφτανε στο ποτάμι αυτή τη μέρα πήρε την
πρώτη παράλληλο της, την οδό Μικρασιατών. Λόγω του ονόματός της την ένιωθε πιο
οικεία. Λίγο πριν φτάσει στο ποτάμι σ’ ένα παράθυρο ενός σπιτιού, που οι
κουρτίνες ήταν τραβηγμένες είδε δυο όμορφα μάτια να τον κοιτάζουν. Τόσο, μα
τόσο βαθιά ήταν η εντύπωση που του έκαναν! Σταμάτησε κι αυτός να τα παρατηρεί.
Η σάκα στον ώμο, το πηλίκιο στο κεφάλι και ακίνητος σ’ αυτή τη θέση. Το φυσικό θα
ήταν αμέσως να πέσει η κουρτίνα και η μορφή να εξαφανιστεί. Τίποτα τέτοιο δε
συνέβη. Αντίθετα! Δυο νέοι άνθρωποι στέκονται ακίνητοι κι αλληλοπαρατηρούνται,
με προσηλωμένα τα βλέμματα ο ένας στο πρόσωπο του άλλου. Κάποια στιγμή ο
Νικήτας έκανε μια απαλή κίνηση υπόκλισης και νόμισε πως υπήρξε ανταπόκριση μ’
ένα διστακτικό χαμόγελο στο πρόσωπό της κοπέλας. Αυτό ήταν. Στην ηλικία τους
και την εποχή που μιλάμε το συμβάν ερμηνεύτηκε ως συναίνεση.
Από τη μέρα εκείνη και μετά ο
δρόμος έγινε το μόνιμο πέρασμά του. Όχι μόνο όταν πήγαινε ή ερχόταν από το σχολείο,
αλλά και σε κάθε άλλη ευκαιρία. Χάλασε σόλες να ανεβοκατεβαίνει το δρόμο, να
κάθεται στη θέση που συνέβη το γεγονός, μα όλες οι προσπάθειες πήγανε στράφι.
Το γλυκό πρόσωπο που σφραγίστηκε ανεξίτηλα
στη μνήμη του δεν εμφανίστηκε ούτε μια φορά. Πίεσε το μυαλό του να βρει
έναν τρόπο να μάθει πληροφορίες, αλλά όσες φορές τόλμησε να χτυπήσει την πόρτα-
έχοντας φτιάξει στο μυαλό του μια ψεύτικη δικαιολογία - ανταπόκριση δε βρήκε.
Όμως ποτέ δεν έπαψε να ενδιαφέρεται για το κορίτσι του παράθυρου και ποτέ δεν
έσβησε η ελπίδα ότι κάποια στιγμή οι δρόμοι τους θα διασταυρωθούν…
5.
Ο Μίμης
Από μικρός ο Μίμης αγαπούσε τον
θείο Αντώνη, τον αδελφό του πατέρα του.
Πρώτον, γιατί κάθε φορά που ερχόταν στο σπίτι του είχε κι ένα δωράκι.
Όχι τίποτα ιδιαίτερο, αλλά ποτέ δεν το ξεχνούσε. Λίγες καραμέλες, μια σοκολάτα,
ένα τόπι. Αργότερα βιβλιαράκια με ποιήματα, ιστορίες και παιδικούς ήρωες. Δεν
τον αγάπαγε μόνο γι αυτό. Του άρεσε ο τρόπος
που μίλαγε, που είχε τόσες γνώσεις κι απαντούσε σ’ όλες τις ερωτήσεις
που του έκανε. Κι ο ίδιος ήταν περίεργος με χιλιάδες αναπάντητα ερωτήματα για
ότι έβλεπε, άκουε ή κάπου διάβαζε.
Αργότερα έμαθε ότι ο θείος του είναι δικηγόρος κι ανύπαντρος. Η
ιδιαίτερη αδυναμία που είχε στον Μίμη ίσως να οφειλόταν πως δεν είχε δικά του
παιδιά. Όταν μεγάλωσε λίγο, κατάλαβε ότι ο θείος του ήταν μπλεγμένος στα
πολιτικά, αριστερός, οργανωμένος στο ΚΚΕ και γι αυτό ήταν από τους πρώτους στο
Βόλο που το καθεστώς του Μεταξά τον έστειλε σύντομα εξορία. Ο πατέρας του
προφανώς τον αγαπούσε και υπογείως συμμεριζόταν τις απόψεις του, αλλά επισήμως
σε δημόσιους χώρους, πάντα διαχώριζε τη θέση του.
«Ο καθένας έχει τις δικές του
απόψεις. Δε συμφωνώ μαζί του, μα ρε φίλε, τι να κάνω. Καρντάσης μου είναι…»
Ήξερε ότι σε διαφορετική περίπτωση θα τον
πέταγαν έξω απ’ την αγορά. Κι αυτό δεν
το διακινδύνευε με τίποτα, έχοντας τις οικογενειακές υποχρεώσεις με το γιο του
Μίμη και την κατά δυο χρόνια μικρότερη κόρη του, Αφροδίτη.
Ο Μίμης από την αρχή ενδιαφέρθηκε
να συνδεθεί με τους κύκλους του θείου του. Χωρίς να ρωτήσει πατέρα ή μάνα,
γεμάτος περιέργεια, πήρε κρυφά το κλειδί του σπιτιού του και μπήκε μέσα
ξεσκονίζοντας τα πάντα. Εκεί βρήκε το κουμμουνιστικό μανιφέστο και το πήγε
στους φίλους του. Έψαξε για άλλα χαρτιά ή ονόματα γνωστών και φίλων, αλλά στον
τομέα αυτόν δεν πέτυχε τίποτα. Μόνο μιλώντας με τη μάνα του σε αδιάφορο στιλ
και με κάποια άσχετη αφορμή έμαθε για μια μεγαλοκοπέλα που ο θειος του έκανε
συχνά παρέα. Την ήξερε. Ράνια την έλεγαν, όπως ήξερε και το σπίτι της. Έπρεπε
να βρει μια δικαιολογία για να την πλησιάσει.
Η μεγάλη επιθυμία ενός ανθρώπου για κάτι- λένε- ανοίγει κλειστές πόρτες
και γκρεμίζει εμπόδια. Με θάρρος χτύπησε την πόρτα του σπιτιού της και της είπε
ότι είναι ο ανιψιός του Αντώνη. Τον δέχτηκε με προθυμία μέσα και τον ρώτησε τι
θέλει. Ετοιμόλογος της απάντησε
«Το ξέρεις ίσως πόσο αγαπώ τον θειο
μου. Κι αυτός μ’ αγαπάει. Στο σπίτι, παρότι ρώτησα πολλές φορές για να μάθω νέα
του, ο πατέρας μου αποφεύγει να μου απαντήσει. Εγώ όμως στο λέω καθαρά.
Καίγομαι να μάθω νέα του. Γι αυτό ήρθα
σε σένα. Δεν είμαι μικρό παιδί πια και μ’ ενδιαφέρουν τα πάντα γι’ αυτόν»
Η άλλη για λίγο χρόνο έμεινε
διστακτική, αλλά μετά με
αποφασιστικότητα του μίλησε
«Λίγα πράγματα κι εγώ ξέρω, Μίμη.
Βλέπεις υπάρχουν τόσοι περιορισμοί και έλεγχοι της αλληλογραφίας που τα
γράμματα του Αντώνη είναι σπάνια και προσεκτικά στο περιεχόμενό τους. Μόνο
γενικά και ουδέτερα λόγια. Αυτό γίνεται γιατί αν κρίνουν ότι κάτι δεν τους
αρέσει ειδοποιούν τον εξόριστο ότι το γράμμα δεν εστάλη και κατακρατήθηκε από
την υπηρεσία. Ο θείος σου μου στέλνει αραιά και που κανένα γράμμα. Το ίδιο
φαντάζομαι κάνει και στον πατέρα σου»
«Ο πατέρας μου αρνείται να μου πει
κάθε κουβέντα για το θέμα, παρά το γεγονός ότι πολλές φορές τον ρώτησα. Όμως
θέλω να ξέρεις ότι ο Θείος Αντώνης είναι ο αγαπημένος μου και θα ξέρεις επίσης
ότι κι εγώ είμαι ο αγαπημένος ανιψιός του»
«Το ξέρω γιατί στις συζητήσεις που
κάναμε πάντα έλεγε καλά λόγια για σένα»
Για λίγες στιγμές επεκράτησε
αμήχανη σιωπή, αλλά ο Μίμης δε κρατήθηκε και πέταξε την κουβέντα
«Ράνια δεν είμαι πια μικρό παιδάκι.
Τρέχω τα δεκάξι και έχω κάνει σχετικά διαβάσματα. Μη με υποτιμάς. Θέλω και
μπορώ να βοηθήσω σε ότι χρειάζεται. Απλώς δεν ξέρω ποια πόρτα να χτυπήσω. Ήρθα
ζητώντας τη βοήθειά σου»
Η Ράνια δεν του απάντησε αμέσως κι
έστρεψε τη συζήτηση ρωτώντας τον για το σχολείο, τους βαθμούς του και τα
μελλοντικά του σχέδια. Με ευχαρίστηση και την ικανότητά του να διηγείται την
ενημέρωσε για τα πάντα. Η άλλη έδειξε να τον εκτιμά. Λίγο πριν φύγει του είπε
«Άκου Μίμη. Το Σάββατο προς το
βράδυ θα έρθουν εδώ δυο τρεις φίλοι για παρέα και λίγη συζήτηση. Αν μπορείς και
θέλεις έλα κι εσύ»
«Θα έρθω. Στους δικούς μου θα πω
ότι θα πάω στο σινεμά»
«Εντάξει θα σε περιμένω»
6.
Το βάπτισμα του
πυρός
Μετρούσε ώρα με την ώρα να
έρθει η στιγμή του ραντεβού στο σπίτι
της Ράνιας. Δεν ήταν κανένας χαζός. Ήξερε ότι τώρα τα ψέματα τελειώνουν. Θα
μπει στο παιχνίδι και ένιωθε γι αυτό μια παράξενη διέγερση. Το ήθελε πολύ! Από
καιρό το είχε αποφασίσει. Θα αφιερώσει τον εαυτό του στον αγώνα του λαού για
την πραγμάτωση των ονείρων του. Εκφραστικότερος φορέας των συμφερόντων δε
μπορούσε να είναι καλλίτερος από το κόμμα της εργατικής τάξης. Ο αγαπημένος του
θείος από χρόνια είναι ενταγμένος σ’ αυτό. Θα ακολουθήσει τη βήματά του, Δεν
είναι ανήξερος. Ξέρει ότι αυτή η επιλογή είναι επικίνδυνη και μπορεί να έχει
σοβαρές συνέπειες. Αλλά για αυτό το σκοπό θα μπορούσε να γίνει και ολοκαύτωμα.
Ψιθύρισε από μέσα του
« Το ανηλεές κυνηγητό που
υφίστανται οι οπαδοί του ΚΚΕ από τους κρατούντες δεν είναι μια ακόμα απόδειξη
ότι το κόμμα αυτό είναι ο αυθεντικότερος εκπρόσωπος των συμφερόντων του λαού;»
Από νωρίς περπατούσε στους γύρω
δρόμους και περνώντας συχνά από το κοντινό καφενείο έριχνε μια βιαστική ματιά
στο μεγάλο ρολόι που ήταν κρεμασμένο στην τοίχι και οι δείχτες οι αφιλότιμοι κινούνταν
τόσο σιγά. Κάποια στιγμή ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Χτύπησε την πόρτα της
Ράνιας με καρδιοχτύπι. Η ίδια ήρθε και του άνοιξε
«Καλώς τον» τον υποδέχτηκε μ’ ένα
ζεστό χαμόγελο, που έσπασε λίγη από την αγωνία που τον κατείχε. Μέσα στο σαλόνι
υπήρχε μόνο ένα άτομα και η Ράνια έκανε
τις συστάσεις. Το νέο άτομο λεγόταν Γιάννης και δούλευε στο μηχανουργείο του
Σταματόπουλου. Ένα παλικάρι γύρω στα τριάντα με χέρια σκληρά και κάλους, που
έδειχνε πολύχρονη απασχόληση σε σκληρές δουλειέες. Αυτό το ένιωσε με τη
χειραψία που αντάλλαξαν. Η Ράνια τον
ενημέρωσε ότι περιμένουν ακόμα δυο άτομα που θα έρθουν από στιγμή σε στιγμή.
Πράγματι σε δυο λεπτά χτύπησε η
πόρτα. Όταν άνοιξε η πόρτα μπήκαν κι οι δυο μαζί. Ο ένας με κουστούμι συστήθηκε
με το όνομα Δημήτρης και ήταν δάσκαλος, που όμως δεν είχε διοριστεί σε σχολείο
και η δεύτερη μια κοπέλα γύρω στα 25 που δούλευε ως κλωστοϋφαντουργός στο
εργοστάσιο των αδελφών Παπαγεωργίου.
Η Ράνια σέρβιρε λίγους μεζέδες και
έβαλε στο τραπέζι ένα μπουκάλι τσίπουρο, βεβαίως με ποσότητες και ποικιλία
ανάλογες της εποχής.
Αμέσως φάνηκε ότι την πρωτοβουλία
των κινήσεων δεν την έχει η σπιτονοικοκυρά, αλλά ο δάσκαλος. «Αυτός θα είναι ο
καθοδηγητής» σκέφτηκε ο Μίμης κι αμέσως προσηλώθηκε να ακούει τι λέει. Κι ο
δάσκαλος έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Μίμη. Τον ρώτησε τι νέα έχει από
τον θειο του, αλλά δεν είχε καμιά πληροφορία να του δώσει. Τον ρώτησε για το
σχολειό και πώς πάει στα μαθήματα, για τους φίλους και τις ασχολίες τους.
Απαντούσε πρόθυμα και σκέφτηκε ότι αυτό είναι φυσιολογικό, αφού αυτός είναι
μάλλον ο καινούριος στην παρέα και οι άλλοι έπρεπε να πάρουν τις αναγκαίες γι
αυτόν πληροφορίες.
Μετά ενημέρωσαν τους άλλους ο
μηχανουργός και η κλωστουφαντουργίνα για τις συνθήκες εργασίας στους χώρους
εργασίας, τις συζητήσεις που έκαναν με συναδέλφους και ότι σύντομα θα έχουν νέα
για ανθρώπους που ενδεχομένως θα
μπορούσαν ν’ ανοίξουν παρτίδες. Ο Γιάννης έκλεισε τη συζήτηση λέγοντας
«Τα πράγματα, Δημήτρη, μέσα στο
εργοστάσιο μέρα με τη μέρα γίνονται και πιο δύσκολα. Ο επιστάτης και τα
τσιράκια του ελέγχουν κάθε κίνηση, τρομοκρατώντας τους πάντες και τα πάντα.
Εμένα ήδη με στραβοκοιτάζουν και φοβάμαι μήπως βρεθώ εκτός. Δεν το έχουν σε
τίποτα να μ’ εξωπετάξουν. Πάντως σε
συζητήσεις που έκανα με φίλους, έξω βέβαια από το εργοστάσιο, οι άνθρωποι
κουμπώνονται περισσότερο γιατί απ’ όλες τις μπάντες μυρίζει
ότι οδεύουμε σε χειροτέρευση της κατάστασης στην Ευρώπη, αλλά και στη
χώρα μας »
Ο Δημήτρης έκλεισε τη συζήτηση
«Έχεις δίκαιο Γιάννη. Πράγματι κι
οι παγκόσμιες εξελίξεις δείχνουν να πηγαίνουμε προς χειροτέρευση της
κατάστασης, μα αυτό τη μόνη συνέπεια που έχει για μας είναι να αυξάνει και τις
ευθύνες μας. Σαν πρωτοπόροι, σαν γνήσιοι εκφραστές των συμφερόντων του λαού κι
ειδικότερα της εργατικής τάξης, σε μας πέφτει το μεγαλύτερο βάρος να παλέψουμε,
με περισσότερο πείσμα, να απλωθούμε σε ευρύτερους κύκλους, να φέρουνε στις
γραμμές μας νέο κόσμο, με ενεργητικότητα και δύναμη, που θα χρειαστούμε στην
πορεία»
.Έκανε μια μικρή στάση κι έστρεψε
το βλέμμα του προς τον Μίμη
« Σήμερα είχαμε τη χαρά να
υποδεχτούμε στην ομάδα μας ένα νέο μέλος. Ελπίζουμε να προσφέρει πολλά στον
αγώνα μας στο μέλλον. Ας έχουμε πάντα τα μάτια μας ανοιχτά και την προσοχή μας
ιδιαίτερα αυξημένη. Η Ασφάλεια έχει παντού απλώσει τα δίχτυα της με πράκτορες
που δίνουν συνεχώς αναφορές στους ανωτέρους τους. Δεν επιλέγουμε όποιον κι όποιον. Ο καθένας από μας ας χτίσει το δικό
του θύλακα κι ας κρατάει μόνος του τις επαφές. Οι συνωμοτικοί κανόνες θα πρέπει
να τηρούνται με θρησκευτική ευλάβεια που λένε. Αν κάποιον τον καλέσουν στην
ασφάλεια ή για κάποιο λόγο πέσει στα χέρια της, το έχουμε πει πολλές φορές. Δεν
ξέρει τίποτα, δεν είδε τίποτα. Η τιμή κι η αφοσίωση στην οργάνωση είναι από τα
πρώτα καθήκοντα. Αν κάποιος στο ενδιάμεσο των συναντήσεων μας χρειαστεί κάτι
από μένα ας αφήσει μια ειδοποίηση στη Ράνια κι εγώ θα φροντίσω. Ένας- ένας ας
φύγουμε τώρα. Εσένα Μίμη σε θέλω κάτι ακόμα. Μη φύγεις…»
Έτσι κι έγινε. Τον ίδιο τον πήγε ιδιαιτέρως στο άλλο δωμάτιο
και του είπε
«Είσαι Μίμη ο ανιψιός του Αντώνη
για τον οποίο το κόμμα τρέφει μεγάλη εκτίμηση. Ελπίζω και συ να τιμήσεις την
οικογένειά σας. Δεν υπάρχει καμιά ανάγκη να ενημερώσεις τον πατέρα σου. Δείξε
κατανόηση στους φόβους του. Από σένα θέλω να σκεφτείς ανθρώπους που νομίζεις
πως μπορούν στην πορεία να βοηθήσουν τον αγώνα μας. Να είσαι προσεκτικός και
κράτα με ενήμερο για τις κινήσεις σου. Α! Κάτι ακόμα ειδικά όμως και μόνο για
σένα και σε περίπτωση ειδικής έκτακτης ανάγκης. Πολλά από τα δειλινά είμαι στο
καφενείο «Η συνάντηση» στην παραλία
Αργοναυτών και Κ. Καρτάλη. Αν κάτι χρειαστείς βιαστικό ίσως με βρεις εκεί. Αυτό
μην το κοινοποιήσεις σε άλλους, σε
παρακαλώ ας μείνει μεταξύ μας. Έγινε;»
«Εντάξει κύριε Δημήτρη»
«Ας το κύριε στην άκρη. Μεταξύ μας
θα με αποκαλείς σύντροφε »
Όταν έφυγε ο Μίμης από το σπίτι της
Ράνιας ήταν σα φουσκωμένος διάνος. Ελαφροπατούσε και νόμιζε ότι όλοι οι άλλοι
αυτόν βλέπουν και παρατηρούν. Ο καθοδηγητής του έκανε μεγάλη εντύπωση.
Επιβλητικός με ένα παράξενο ηχόχρωμα στη φωνή του, καίριος στις παρατηρήσεις
του, εξέπεμπε εμπιστοσύνη κι εμπειρία. Αλήθεια! Πόσα χρόνια θα είναι
αφοσιωμένος στο κίνημα κι ίσως
γνωρίζονται με τον θείο του Αντώνη. Δεν τόλμησε να τον ρωτήσει, ίσως το κάνει
σε μια άλλη ευκαιρία. Κι η Ράνια φαίνεται άνθρωπος εμπιστοσύνης. Ο Δημήτρης
έμεινε πίσω στο σπίτι. Θα είχαν κι άλλα ζητήματα να συζητήσουν.
Αμέσως το μυαλό του αναζήτησε τους
πρώτους ανθρώπους που θα προσεγγίσει ανιχνεύοντας διαθέσεις και προθέσεις. Με
το πρώτο, το μυαλό του πήγε στον Νικήτα. Η συζήτηση που έκαναν για το μανιφέστο
ήταν σαφής ένδειξη ότι η υπόθεση θα τον ενδιαφέρει. Για τους άλλους δυο, Τάσο
και Κωστή το θεώρησε μάλλον απίθανο. Δεν
είναι του κλίματος Στη γειτονιά και στο σόι, ξαδέλφες και ξαδέλφους ας κάνει
επιλογή. Η Αντιγόνη, η Ελένη, η Μαριώ, ο Κώστας;
«Θα δούμε» είπε από μέσα του
7. Μια νέα οργάνωση χτίζεται
Δεν έχασε καθόλου καιρό. Από την
επόμενη μέρα έβαλε εμπρός το σχέδιο του. Έψαξε πρώτα τι γίνεται με τις ξαδέλφες
του. Τότε πληροφορήθηκε από τη μάνα του ότι η Αντιγόνη έδωσε λόγο μ’ ένα νέο
παιδί που δούλευε στη κεραμουργεία Τσαλαπάτα και καθόταν στα Παλαιά. Για την
Ελένη δεν ξέρει τίποτα. Μάλλον είναι στο χωριό της, τον Άγιο Λαυρέντη. Η Μαριώ
γηροκομούσε τη γιαγιά της στο Ρυζόμυλο, αλλά πρόσφατα πέθανε και γύρισε πίσω.
«Ξέρεις που κάθεται. Κοντά στο
ποτάμι, τον Κραυσίδωνα. Αλλά γιατί
κάνεις όλες αυτές τιε ερωτήσεις ;»
Έπρεπε να βρει μια δικαιολογία
«Θέλω, ρε μάνα, να κάνω για τη
γιορτή μου μια συγκέντρωση»
«Α ! Εντάξει τότε. Θα σου ετοιμάσω
εγώ μεζέδες και ίσως ένα γλυκό»
Έτσι το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή. Ο
ίδιος έκανε τις προσκλήσεις βρίσκοντάς τους στα σπίτια τους κι όπου τον έπαιρνε
έκανε μια προκαταρκτική νύξη για τον απώτερο στόχο του. Στον συμμαθητή του,
Νικήτα, είχε περισσότερη άνεση και του είπε πάνω κάτω την απώτερη στόχευσή του.
Εκεί βρήκε πρόθυμα αυτιά. Το ίδιο έγινε και με ένα γειτονόπουλο, τον Στάθη, που
γνωρίζονταν από τη μικρή παιδική ηλικία και του είχε πλήρη εμπιστοσύνη. Βρήκε
τις ξαδέλφες, είπε την Πόπη από τη γειτονιά κι έτσι συγκεντρώθηκε ένας λογικός
αριθμός. Μέσα από αυτούς θα άγρευε τα πρώτα μέλη της δικής του ομάδας.
Έφτασε η μέρα της γιορτής κι ο
Μίμης ήταν σε υπερδιέγερση. Θα έρθουνε οι καλεσμένοι του ή κάποιοι που τους
ψιλοενημέρωσε για τον απώτερο στόχο του θα κάνουν νερά; Κι όμως όλα πήγαν κατ’
ευχή κι ακόμα περισσότερο. Κάτι που δε μπορούσε κανένας να ξέρει. Η μεγάλη
σύμπτωση. Καθώς ο Νικήτας μπήκε στο δωμάτιο που ήδη βρίσκονταν μέσα αυτοί που
έφτασαν νωρίτερα έπεσε από τα σύννεφα. Μια γλυκιά έκπληξη, που κέρδισε όλη την
προσοχή του και έβαλε σε δεύτερη μοίρα τον αρχικό στόχο της συγκέντρωσης.
Στο πρόσωπο της εξαδέλφης του Μίμη
Μαριώς είδε τη γλυκιά μορφή του παραθύρου, που τον σφράγισε με την πρώτη ματιά,
που μάταια την αναζητούσε τόσες μέρες και είχε εξαφανιστεί, λες κι την
είχε καταπιεί το αόρατο θεριό. Η έκπληξη και η χαρά της συνάντησης ήταν
αμοιβαία, αφού αποτυπώθηκε ξεκάθαρα και στο πρόσωπο της κοπέλας. Αμέσως
συστήθηκαν και δόθηκαν οι εξηγήσεις της εξαφάνισης. Την ίδια χαρά ένιωσε κι ο
Μίμης γιατί και οι δυο ήταν αγαπημένα του πρόσωπα. Στη συνέχεια οι δυο
τους λίγο ασχολήθηκαν με τους άλλους.
Στη αρχική θέση που κάθισαν παρέμειναν μέχρι
το τέλος της βραδιάς, συζητώντας μεταξύ τους κι ανταλλάσσοντας όλες τις
ιδιωτικές τους πληροφορίες. Η διάθεση να γνωριστούν καλύτερα ήταν βαθιά και του
το είπε
«Χρειάστηκε να φύγω για τη γιαγιά
μου στο Ρυζόμυλο, μα την εικόνα σου να με κοιτάζεις στο παράθυρο, την πήρα μαζί
μου. Δεν ήξερα ποιος είσαι, πώς λέγεσαι να σου στείλω ένα μήνυμα κι άφησα την
ελπίδα στην Παναγία. Της ζήτησα κάτω από την εικόνα της στην εκκλησία του
χωριού να κάνει το θαύμα της. Να μου δώσει
στο μέλλον μια ευκαιρία να σε συναντήσω. Να που η παράκλησή μου εισακούστηκε!»
Αυτός της εξομολογήθηκε ότι χάλασε
ένα ζευγάρι σόλες περνώντας και ξαναπερνώντας από το δρόμο της. Πόσες φορές
χτύπησε την πόρτα της κι από ένα σημείο και μετά άφησε την ελπίδα στην τύχη. Να
που κι αυτή του χαμογέλασε
Κάποια στιγμή ο Μίμης άρχισε να
μιλάει για το θέμα που τον ενδιέφερε και εκ των πραγμάτων η προσοχή όλων
συγκεντρώθηκε εκεί. Είχε το χάρισμα ο φίλος του. Η εμφάνισή του, το χρώμα της
φωνής του, η ιδιαίτερη ικανότητα να περιγράφει καταστάσεις, η αφοσίωση σε ότι
πίστευε σε κέρδιζαν και με το παραπάνω. Ήταν γεννημένος για ηγέτης! Βρήκε
γόνιμο έδαφος σε πρόθυμες νεανικές ψυχές, με δύναμη ψυχής και διάθεση
προσφοράς, αλλά προς το παρόν έμεινε σε γενικότητες και στην επιδίωξη
ξυπνήματος συνειδήσεων. Σε άλλη φάση και κατ’ αρχήν σε ατομικές επαφές θα
αναφερόταν με λεπτομέρειες στην ανάγκη δημιουργίας οργανωτικής δομής για τους
αγώνες των ημερών που σίγουρα έρχονται.
8.
Μια σχέση επισημοποιείται
Μετά το τέλος της γιορτής έπρεπε ο
καθένας να πάει στο σπίτι του. Ο Μίμης, γεμάτος ενθουσιασμό από την επιτυχία
της προσπάθειας του, προσφέρθηκε να συνοδεύσει μια από τις ξαδέλφες του γιατί η
ώρα ήταν προχωρημένη. Για την Αντιγόνη δεν έμπαινε θέμα, αφού τη συνόδευε ο
αρραβωνιαστικός της ο Αντώνης. Όταν πρότεινε να πάει τη Μαριώ σπίτι αυτή του
απάντησε αμέσως
«Άσε Μίμη! Ευχαριστώ. Δε
χρειάζεται. Το κανόνισα μόνη μου. Θα με συνοδεύσει ο Νικήτας, που ο δρόμος του
είναι και προς το δικό μου σπίτι»
Ο Μίμης κατάλαβε ότι μια σχέση πλέχτηκε,
του άρεσε και δεν επέμεινε. Άλλη υποχρέωση δεν υπήρχε. Οι υπόλοιποι ήταν
γειτονόπουλα και δεν υπήρχε πρόβλημα. Θα πήγαιναν μόνοι τους. Τελικά τον βόλευε
γιατί ήθελε ατάκα κι επί τόπου να κάνει μόνος του μια ανακεφαλαίωση των όσων
συνέβησαν και να σχεδιάσει τις επόμενες κινήσεις του. Σε ποιους τελικώς θα
απευθυνθεί; Μήπως έπρεπε πρώτα να ζητήσει τη συμβουλή του κυρίου Δημήτρη ; Δεν είχε προηγούμενη εμπειρία, αλλά
για να σιγουρευτεί ότι πατάει καλά θα κοιτάξει να τον βρει. Πού του είπε ότι
συχνάζει; Τα δειλινά στο καφενείο της Παραλίας. Θα πάει και μάλιστα αύριο
κιόλας.
Ο Νικήτας και η Μαριώ άρχισαν να
ανεβαίνουν προς την Νέα Ιωνία με την εσωτερική διάθεση να ακουμπήσει ο ένας τον
άλλο. Τη πρωτοβουλία την πήρε ο Νικήτας πιάνοντας το χέρι της Μαριώς. Βρήκε
ανταπόκριση. Τα δάχτυλα της μπλέχτηκαν κι έσφιξαν τα δάχτυλα του Νικήτα και
όταν έστρεψαν τα πρόσωπα μέσα στο σκοτάδι διέκρινε δυο μάτια σαν φωτιές να τον
κοιτάζουν με προσμονή. Έσκυψε διστακτικά και τα χείλια του απλώς ακούμπησαν
στα δικά της, που τα ένιωσε να καίνε.
Την αγκάλιασε και της ψιθύρισε στο αυτί
«Είσαι το κορίτσι μου! Να ξέρεις
ότι από δω και πέρα, οι δρόμοι μας συναντήθηκαν και δε θα χωρίσουν ποτέ και για
τίποτα»
Η άλλη δεν το είπε με λόγια. Μόνο
τα μάτια της πετάγανε φωτιές και το συγκαταβατικό βλέμμα της υπέγραφε νοερά τον
παντοτινό όρκο πίστης κι αγάπης. Χώρισαν έξω απ’ το σπίτι της, που έρημο μέχρι
τώρα στέγαζε τη μοναξιά της μετά τα αλλεπάλληλα χτυπήματα της μοίρας που
διαδοχικά δέχτηκε μέσα σε λίγα χρόνια. Τώρα όμως θα είχε έναν άνθρωπο να
στηριχτεί και γιατί όχι να τον στηρίξει μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής της. Ενώ
τόσο πολύ το ήθελε δεν τόλμησε να τον καλέσει μέσα. Σε κανένα δεν είχε να δώσει
λόγο. Τον ίδιο μόνο φοβήθηκε μην τυχόν παρεξηγήσει το θάρρος της. Όμως από μέσα
της ψιθύρισε. Τώρα που σε βρήκα θα πάμε και παρακάτω. Κάνε κορίτσι μου λίγη
υπομονή θα βρούμε καιρό για τα πάντα.
Αλήθεια πώς γίνεται με μια ματιά
μόνο και από μακριά να συμβαίνει επικοινωνία ψυχών. Ίσως κι αυτό να είναι ένα
από τα πολλά μυστήρια της ανθρώπινης φύσης. Για αυτούς που ντε και καλά
επιμένουν σε υλικές αποδείξεις θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε επικοινωνία μέσω
ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων στην περιοχή του ορατού ή και όχι φωτός, οσμών
σωμάτων, ηχόχρωμα φωνής κι ό,τι άλλο περνάει απ’ το μυαλό του καθενός. Εκείνο
που με τίποτα δεν μπορείς να αρνηθείς είναι τα ιστορικά παραδείγματα που
υπάρχουν σε κείμενα που εξιστορούν ειδύλλια και ιστορίες αγάπης, που αφορμή
είχαν ένα –έστω και βιαστικό βλέμμα
Τις επόμενες μέρες η σχέση τους
προχώρησε κι άλλο. Η Μαριώ μέσα στα λίγα χρόνια της ζωής της είχε «προλάβει» να
γευτεί τραγωδίες, με τις επανωτές απώλειες αγαπημένων προσώπων, που όμως αντί
να την κλονίσουν, ενδυνάμωσαν τον χαρακτήρα της και την ωρίμασαν ως ανθρώπινη
παρουσία στην αντιμετώπιση δύσκολών καταστάσεων.
Ο Νικήτας μετά από λίγες μέρες την παρουσίασε
στους γονείς του.
«Μάνα και μπαμπά νάτο το κορίτσι
που διάλεξα να ζήσουμε μαζί. Σας εγγυώμαι ότι είναι διαμάντι καθαρό και μ’
αγαπάει και την αγαπώ…»
Μετά το αρχικό ξάφνιασμα και τον
ενδόμυχο φόβο που πάντα διακατέχει ένα γονέα για το σπλάχνο τους, είδαν την
επιμονή του γιού τους και εκτίμησαν την κοπέλα, οπότε την δέχτηκαν στο σπίτι.
Για την εποχή αυτό ισοδυναμούσε με αρραβώνα
9.
1940- Απώλειες
Ο πόλεμος στα ευρωπαϊκά μέτωπα ήδη
μαινόταν, ο αριθμός των νεκρών ανερχόταν σε δεκάδες χιλιάδες, η επιθετικότητα
του Ναζιστικού καθεστώτος και η βαριά πολεμική μηχανή του γέμιζε με τρόμο όλες
τις χώρες της Ευρώπης. Τα τύμπανα του πολέμου- φυσικό ήταν- θα άρχισαν να
ακούγονται και στη χώρα μας. Η επιθετικότητα του φασιστικού καθεστώτος της
Ιταλίας έδειχνε ότι η επιθυμία του Μουσολίνι να μιμηθεί τον Χίτλερ
κατακτώντας νέα εδάφη, ήταν προ των
πυλών. Μια χώρα φτωχή, με ανοιχτές πληγές από την έλλειψη λειτουργίας στη χώρα
των δημοκρατικών θεσμών, δύσκολα θα μπορούσε να μείνει εκτός του πεδίου των
εχθροπραξιών. Ο ορίζοντας ήταν σκοτεινός.
Αυτό το διάστημα ο Νικήτας είχε κι
άλλες έγνοιες που αφορούσαν την οικογένειά του. Ήδη είχε παρατηρήσει τον
τελευταίο καιρό την κούραση την αποτυπωμένη στο πρόσωπο του πατέρα του. Δεν
ήταν ιδιαίτερα μεγάλος, αλλά τον είχαν τσακίσει οι κακουχίες της ζωής, μετά τον
ξεριζωμό από την πατρίδα. Όταν κατόρθωσαν να
φτάσουν στην Ελλάδα ήρθαν μόνο με τα ρούχα που φορούσαν και τον μικρό
Νικήτα ενός έτους μωρό, έχοντας αφήσει πίσω τα πάντα. Ανθρώπους συγγενείς και
περιουσία. Στο Βόλο δούλεψε όπου υπήρχε ζήτηση και εκτιμήθηκε η εργατικότητα
και η προθυμία του για εργασία. Δυστυχώς
παρά τη σφοδρή επιθυμία τους να
δώσουν αδελφάκια στον Νικήτα αυτό δεν έγινε δυνατό κι έτσι ο Νικήτας
συγκέντρωσε όλη την προσοχή, τη φροντίδα και την αγάπη τους.
Μέσα στις διάφορες δουλειές που
είχε κάνει για να εξασφαλίσει το ψωμί της οικογένειας του ο πατέρας του Νικήτα
είχε θητεύσει λίγους μήνες βοηθός σ’ ένα τσαγκάρικό του Βόλου, τα χέρια του
έπιαναν και το μάτι του έκοβε. Έτσι δεν άργησε να μπει στα μυστικά της τέχνης.
Δεν αφέθηκε στην τύχη. Στη μικρή αυλή του σπιτιού έφτιαξε με τα ίδια τα χέρια
του μια παράγκα, που φιλόδοξα την ονόμασε μαγαζί κι εκεί άρχισε να το
λειτουργεί ως μπαλωματίδικο αγοράζοντας από το αφεντικό του τα πρώτα
μεταχειρισμένα εργαλεία της δουλειάς. Εργατικός με τις ανάγκες να τον πιέζουν
σιγά-σιγά στέριωσε εκεί μέσα αποκλειστικά. Η δουλειά του εκτιμήθηκε από τη
φτωχολογιά της γειτονιάς. Αυτό το μαγαζί
τους έζησε όλα τα χρόνια. Σε αρκετές
περιπτώσεις και σίγουρα όταν του ζητούνταν ο Νικήτας βοηθούσε τον πατέρα
του κι έτσι είχε μια πρώτη ιδέα από τα μυστικά της δουλειάς.
Όταν η υγεία του πατέρα του
χειροτέρεψε αναγκάστηκαν να ζητήσουν τη
βοήθεια των γιατρών. Η γνωμάτευση ήταν ότι η καρδιά του είχε προβλήματα κι ότι
δεν πρέπει να κουράζεται.
Πώς όμως θα μπορούσε αυτό να γίνει; Ο Νικήτας πρότεινε να σταματήσει το
σχολείο και ν’ αναλάβει αυτός το μαγαζί, αλλά συνάντησε την κάθετη άρνηση
πατέρα και μάνας
«Σε καμία περίπτωση ! Ούτε να το
συζητάς» είπε ο πατέρας του και δίπλα σιγοντάρισε κι μάνα «Εσύ θα συνεχίσεις το
σχολείο. Τόσος κόπος δε θα πάει στράφτι.. »
Αλλά τα πράγματα, όπως είναι
γνωστό, δεν τα καθορίζουν μόνο οι ανθρώπινες επιθυμίες. Υπήρξαν εξελίξεις
ραγδαίες. Ένα πρωινό ο βασανισμένος πατέρας δεν ξύπνησε από τον ύπνο του. Στη
διάρκεια της νύχτας η καρδιά του τον πρόδωσε. Το χτύπημα για τον Νικήτα και την
έρμη τη μάνα του ήταν ένας κεραυνός. Εκ των πραγμάτων, μετά από της πρώτες
μέρες του οδυρμού της μάνας, ήρθε η σκληρή πραγματικότητα. Πώς θα ζήσουν στη
συνέχεια, αφού άλλοι πόροι δεν υπήρχαν; Για το πρώτο διάστημα τσόνταρε ο
αδελφός της μάνας του, ο λογιστής, μα κι αυτός είχε οικογένεια με παιδιά κι
αυτό δε μπορούσε να συνεχιστεί. Ήταν το τέλος της σχολικής χρονιάς όπου με
επιτυχία ολοκλήρωνε τον τέταρτο χρόνο στο γυμνάσιο. Τώρα τα δεδομένα είχαν πια
αλλάξει. Για να συνεχίσει το σχολειό την επόμενη χρονιά ήταν πολύ δύσκολο.
Το θέμα το συζήτησε και με τους τρεις φίλους, που ήρθαν στην κηδεία του
πατέρα του για συμπαράσταση, αλλά δεν είχαν τον τρόπο να τον καλύψουν
οικονομικά. Άλλωστε και να του το πρότεινε κάποιος είναι αμφίβολο αν ο Νικήτας
θα το δεχόταν. Χωρίς να τον ρωτήσει ο Μίμης έφερε από το μαγαζί του πατέρα του
ψάρια και κατά το έθιμο τραπέζωσαν τους λίγους φίλους και γείτονες.
Η Μαριώ παρούσα προσπαθούσε μ’ όλη την καλή θέληση να βοηθήσει την
κατάσταση. Έβαλε ένα χέρι στην κουζίνα και τις ετοιμασίες και ο Νικήτας την
είχε από καιρό συστήσει στη μάνα, ως το
κορίτσι του. Όλα αυτά χωρίς να λάβουμε υπόψη τις ραγδαίες εξελίξεις των επόμενων
μηνών και τις τραγικές συνέπειες που θα είχαν στην πλειοψηφία των Ελλήνων και
τους ίδιους.
Ενώ η τετράδα ήταν ενωμένη και
σταθερή, η σχέση του με τον Μίμη είχε προφανώς και μια επιπλέον διάσταση. Μετά την αναλυτική
συζήτηση που είχαν κάνει για το βιβλίο του κομμουνιστικού μανιφέστου, μετά την
αρχική ενημερωτική συνάντηση στη γιορτή του Μίμη στο σπίτι του, στη
συνέχεια έγιναν ορισμένες
συζητήσεις και σε πιο πρακτικά θέματα.
Πιο συγκεκριμένα ο Μίμης του μίλησε πως υπάρχουν δυο τρία άτομα που συμφωνούν
να δημιουργήσουν μια πιο δεμένη οργάνωση που θα έχει σκοπό να οργανώσει τους
λαϊκούς αγώνες που απαιτούνται και που οι επερχόμενες εξελίξεις θα τους
καταστήσουν αναγκαίους. Ο Νικήτας συμφώνησε βάζοντας όμως έναν προσωπικό όρο.
Ας αφήσουν προς το παρόν απέξω τη Μαριώ. Ο ένας από τους δυο φτάνει!
Όμως ο θάνατος του πατέρα πάγωσε εκ των
πραγμάτων για λίγο καιρό τις εξελίξεις.
10. Οκτώβρης του 40. Η εθνική ανάταση
Από τη μέρα που η Ιταλία μας κήρυξε
τον πόλεμο, συνάντησε το ομόθυμο ΟΧΙ του λαού μας. Μια, λες με αυτοματικό
τρόπο, ανάταση φτερούγισε μέσα στις ψυχές όλων των Ελλήνων. Εμπρός τον κίνδυνο
για την ακεραιότητα κι ανεξαρτησία της
πατρίδας, εμπρός στον ωμό εκβιασμό του Μουσολίνι να αφήσουμε ανοιχτές τις
πόρτες για να περάσει ως νέος δυνάστης, οι εν υπνώσει συνειδήσεις ξύπνησαν και
ορθώθηκαν σαν απόρθητο φρούριο.
Ξεπέρασαν τις όποιες πολιτικές διαφορές, υπερκάλυψαν τις εγγενείς
ελλείψεις σε προετοιμασία και υλικό κι ένα κύμα αγνού ενθουσιασμού κυριάρχησε
απ’ άκρου εις άκρον σε κάθε γωνιά της
χώρας. Σκηνές ομοθυμίας και ενότητας που σπάνια εμφανίστηκαν στη χώρα μέχρι
τώρα.
Μετά τον πρώτο φυσικό αιφνιδιασμό, οι αρχικά
ανοργάνωτες Ελληνικές δυνάμεις βρίσκουν σύντομα το βηματισμό τους, αναχαιτίζουν
αρχικά τους Ιταλούς και στη συνέχεια προελαύνουν κατακτώντας νέα εδάφη σε
πόλεις και χωριά που ζουν κι αναπνέουν από αιώνες Έλληνες.
Κάποια στιγμή η οικογένεια του Μίμη
ειδοποιήθηκε ότι ο Αντώνης κατέφτασε ελεύθερος στο Βόλο. Όλοι έτρεξαν γεμάτοι
χαρά να τον υποδεχθούν. Ο αδελφός του, πατέρας του Μίμη, τον αγκάλιασε με αγάπη
και μετά πήρε σειρά ο Μίμης για τον οποίο ο θειος του ήταν ένα σχεδόν μυθικό
πρόσωπο. Βλέπεις ο Αντώνης έλλειπε σε υποχρεωτικές διακοπές πάνω από δυο χρόνια
σε νησί. Ποιος να πρωτοπρολάβει να ρωτήσει για τα νέα του. Μα ο Μίμης καιγόταν
να του πει τα δικά του. Μόνο που έπρεπε να τον βρει μόνο. Δε γινόταν μπροστά
στους άλλους. Έτσι έκανε αναγκαστικά υπομονή να έρθει η κατάλληλη στιγμή. Είπαν
τα πάντα, κάθισαν στο οικογενειακό τραπέζι, έφαγαν ό,τι καλύτερο είχε σήμερα η
ψαραγορά και ήπιαν λευκό κρασί.
Μετά από όλα αυτά ο Αντώνης είπε
«Να πάω και στο σπίτι μου ρε παιδιά
να την αράξω λίγο»
«Βεβαίως!» είπε η μάνα, «Στάσου να
σου δώσω το κλειδί..»
Πετάχτηκε ο Μίμης
«Να σε βοηθήσω να μεταφέρεις τα
πράγματά σου»
«Μα μόνο ένα βαλιτσάκι έχω»
«Αυτό! Θα το πάρω εγώ»
Τότε για πρώτη φορά τον παρατήρησε
πιο προσεκτικά
«Ρε Μίμη, παιδάκι σε άφησα και σε
βρίσκω ολόκληρο παλικάρι! Εντάξει πάμε μαζί να μου πεις και την πρόοδο στο
σχολείο σου»
Έτσι, από το δρόμο, ο Μίμης άρχισε
να του περιγράφει όλα όσα αυτός έζησε και είχε την εικόνα των συμβάντων. Του
είπε ότι κρυφά μπήκε στο σπίτι του, απ’ την περιέργεια να δει τα πράγματά του,
του είπε για το κομμουνιστικό μανιφέστο και την τρομερή εντύπωση, που του
προκάλεσε. Ότι το διάβασε κι ο κολλητός του συμμαθητής Νικήτας κι ότι έκαναν
αναλυτική συζήτηση πάνω στο βιβλίο. Στη συνέχεια έφτασε στο κρίσιμο σημείο. Του
είπε για την έντονη επιθυμία του να βοηθήσει πιο ουσιαστικά τον αγώνα
«Ρώτησα δήθεν τυχαία τη μάνα μου αν
έχεις κάποιους γνωστούς και μου είπε για τη Ράνια»
Εδώ ο Δημήτρης τον σταμάτησε
απότομα
«Την βρήκες; Τι κάνει;»
Του περιέγραψε τη συγκέντρωση στο
σπίτι της και το ρόλο του Δημήτρη. Μόλις αναφέρθηκε το όνομά του τον σταμάτησε
«Ποιος είναι αυτός;»
«Δεν τον ξέρεις; Μου έδωσε την
εντύπωση ότι γνωρίζεστε καλά»
«Ίσως να μη θυμάμαι. Κάνε μου μια
χάρη. Πήγαινε στο σπίτι της Ράνιας κι ενημέρωσέ την για τον ερχομό μου»
«Πάω αμέσως να την φέρω!»
Έτρεξε μέχρι το σπίτι της Ράνιας κι
ήταν τυχερός γιατί μόλις είχε γυρίσει απ’ έξω. Της είπε το νέο κι η άλλη πέταξε
απ τη χαρά της.
«Ένα λεπτό να πάω στην τουαλέτα κι
έρχομαι..»
Ανθρώπινο. Ήθελε να περιποιηθεί,
έστω και πρόχειρα, την εμφάνισή της. Με βιαστικό βήμα φτάσανε γρήγορα στο σπίτι
του Αντώνη κι η Ράνια έπεσε στην αγκαλιά του με μια οικειότητα που ξεπερνούσε
την απλή φιλία. Ο Αντώνης ήταν λίγο συγκρατημένος, ίσως λόγω της παρουσίας του
ανιψιού. Το πρώτο που έκανε ήταν να ρωτήσει τη Ράνια
«Έχουμε πολλά να πούμε, μα πριν πες
μου γι αυτόν τον Δημήτρη»
«Μου είπε ότι γνωρίζεστε από τη
φοιτητική σας περίοδο και μου διηγήθηκε μια σειρά κοινές σας ιστορίες, που
αρκετές τις ήξερα κι από δικές σου περιγραφές. Τον πίστεψα χωρίς να έχω έστω
και μια αμφιβολία»
«Εγώ πάντως δεν τον θυμάμαι. Για
περίγραψέ μου τα χαρακτηριστικά του»
Τον περιέγραψε όσο πιο αναλυτικά
γίνεται κι ο Μίμης συμπλήρωνε όπου χρειαζόταν. Του είπαν ότι αυτός ήταν ο
καθοδηγητής όλων των πυρήνων που ήξεραν, ότι σε αυτόν έδιναν αναφορά για τα πάντα.
Γνωρίζει ανθρώπους, ονόματα, στέκια τα πάντα.
Ο Αντώνης είπε
«Ας μη βιαστούμε να βγάλουμε
συμπεράσματα. Μόλις εμφανιστεί σε κάποιον απ’ τους δυο σας να μου τον φέρετε
χωρίς καθυστέρηση εδώ»
Ο Μίμης τον καθησύχασε
«Ξέρω το στέκι του. Είναι σ’ ένα
καφενείο της παραλίας. Σήμερα κιόλας θα πάω να τον βρω»
Δεν τους έκανε κοινωνούς της
εσωτερικής ανησυχίας που ήδη τον κατέτρωγε. Ασαφείς πληροφορίες που
κυκλοφόρησαν στην εξορία έλεγαν ότι το Μεταξικό καθεστώς είχε διαβρώσει τους
κομματικούς μηχανισμούς έως τα υψηλά κλιμάκιά τους και πρέπει να είναι αρκετά
επιφυλακτικοί με τα νέα πρόσωπα που εμφανίζονται από το πουθενά. Όχι! Δεν
πρέπει να τους ανησυχήσει χωρίς καθόλου στοιχεία. Θα το ξεκαθαρίσει το θέμα
αμέσως γιατί εδώ παίζονται σοβαρά θέματα και πρέπει να προφυλάξει τους
ανθρώπους και τις ζωές τους
11. Η
εξαφάνιση του Αντώνη
Πέρασε, ξανά πέρασε από το καφενείο
της παραλίας, αλλά ο Δημήτρης δεν καθόταν στη συνήθη θέση του ή σε οποιαδήποτε
άλλη. Όταν γύρισε στο σπίτι η Ράνια ήταν πάλι εκεί. Τους ανακοίνωσε το
αποτέλεσμα της προσπάθειάς του. Τότε εκείνη είπε
«Πώς δε το σκέφτηκα; Κάποια στιγμή
μου έδωσε έναν αριθμό τηλεφώνου, αλλά μου είπε μόνο σε έκτακτη ανάγκη να το
χρησιμοποιήσω. Τώρα είναι αυτή η ανάγκη. Πάω στο φαρμακείο της γειτονιάς μου
που έχει τηλέφωνο και είναι γνωστός μου να τον καλέσω. Περιμένετέ με θα
γυρίσω..»
Πράγματι σε λίγο επέστρεψε
«Πήρα τηλέφωνο. Μια άγνωστη φωνή το
σήκωσε και με ρώτησε ποιον ζητάω. Τον κύριο Δημήτρη του λέω. Ποιος τον ζητάει
μου απαντά. Μια φίλη του, η Ράνια του απαντώ. Τότε μόνο μου λέει ότι στο κύριο
Δημήτρη συνέβη κάτι έκτακτο οικογενειακό και έφυγε για το χωριό του. Θα λείψει
μερικές μέρες. Αυτό ήταν. Μάλιστα μου το έκλεισε χωρίς να προλάβω να του αφήσω
μήνυμα να μας τηλεφωνήσει με την πρώτη ευκαιρία. Τίποτα περισσότερο»
Την άλλη μέρα με πείσμα και απορία
ο Μίμης πέρασε δεκάδες φορές πάνω κάτω στο καφενείο. Τζίφος. Δεν άντεξε. Μπήκε
μέσα και ρώτησε το γκαρσόνι. Δεν ήξερε τίποτα κι αυτός. Η τελευταία εξέλιξη
ήρθε σε λίγες μέρες, σχεδόν απροειδοποίητα. Με μια έμμεση κι ίσως
αμφισβητούμενη πληροφορία ο θείος Αντώνης εξαφανίστηκε με τη σειρά του. Ένα
ιδιόγραφο σημείωμα που εντόπισε ο Μίμης πάνω στο γραφείο του θείου του τον
ενημέρωνε ότι τον ειδοποίησαν να πάει κάπου σε ειδική αποστολή εκ μέρους του
κόμματος. Το γεγονός να μείνει κρυφό και μόλις διαβάσει το σημείωμα να το
καταστρέψει και διακριτικά να ενημερώσει τον πατέρα του και τη Ράνια. Ότι το
σημείωμα ήταν αληθινό δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία. Το γράψιμο του θείου Αντώνη
ήταν χαρακτηριστικό και εύκολα αναγνωρίσιμο. Μέσα στο σπίτι υπήρχαν κι άλλα
δικά του κείμενα από την επαγγελματική του απασχόληση. Δικογραφίες, πρόχειρα
κείμενα και άλλα. Δεν έμπαινε ζήτημα, ήταν αυθεντικό. Κάτι απροσδιόριστο κι
ανεξήγητο τον οδήγησε να παρακούσει τις εντολές του αγαπημένου θείου του. Το έκρυψε
σ’ έναν από τους τόμους της εγκυκλοπαίδειας που υπήρχαν στη βιβλιοθήκη.
Ενημέρωσε ως όφειλε τον πατέρα του
και τη Ράνια, που έμειναν με την έκπληξη στο πρόσωπο. Περισσότερο η Ράνια. Ο
πατέρας ήταν συνηθισμένος με τις παραξενιές και τα καπρίτσια του αδελφού του.
Άλλωστε ίσως να ήταν καλύτερα που θα βρίσκεται μακριά. Στη Ράνια ανίχνευσε μια
απόχρωση παράπονου και πίκρας, που την παράτησε χωρίς έναν σύντομο από κοντά
χαιρετισμό. Και στον ίδιο έμειναν
ερωτήματα και πίκρες γιατί τον ήθελε αυτή την εποχή, ως έμπειρο συμβουλάτορα,
σε πράγματα που είχε στο μυαλό του. Σίγουρα μια σειρά ερωτήματα μέσα του
περίμεναν, πλην ματαίως, απαντήσεις
12. Ο γάμος του Νικήτα με τη Μαριώ
Ανέβηκε στη Νέα Ιωνία και είδε το
φίλο του Νικήτα. Αυτός δεν ήταν καθόλου σε καλή φάση. Έδινε αγώνα για να ζήσει,
αλλά του ανακοίνωσε κι ένα ευχάριστο νέο. Θα παντρευτεί την ξαδέλφη του Μαριώ,
παρά το γεγονός ότι ο πόλεμος είναι φουντωμένος
«Αγαπιόμαστε Μίμη και με το θάνατο
του πατέρα τα βγάζουμε δύσκολα. Λέμε να πάμε στο χωριό της. Έχει ένα χωραφάκι
δίπλα στο ποτάμι. Θα το κάνω μπαξέ, κάτι να μας δίνει κι εκεί θα βάλουμε καμιά
κοτούλα να περάσουν οι δύσκολες μέρες»
«Χαίρομαι, αλλά θα μου κάνεις την
τιμή να είμαι ο κουμπάρος σου»
«Με χαρά δική μου και της Μαριώς
..»
Ο Νικήτας το δέχτηκε με
ευχαρίστηση, Στη συνέχεια ο Μίμης τον ενημέρωσε για τον ερχομό του θείου του
Αντώνη και για την παράξενη εξαφάνιση του Δημήτρη και τη νέα αναχώρηση του
θειου του. Για τον Δημήτρη είχε μιλήσει
μόνο στον Νικήτα και σε κανέναν άλλο. Για το σημείωμα κουβέντα.
«Και για πότε, λέτε να γίνει ο
γάμος;»
«Σε δυο Κυριακές στη Βαγγελίστρα.
Σε παρακαλώ, επειδή έχω τρεχάματα πολλά ειδοποίησε εσύ τον Τάσο και τον Κωστή.
Μια απλή τελετή στην εκκλησία θα είναι. Δεν είναι καιρός για γιορτές και
γλέντια»
Δε μπορούσε προς το παρόν να του
πει το λόγο που υπήρχε βιάση για το γάμο. Με τη Μαριώ τα είχανε βρει εντελώς κι
ανάμεσα τους υπήρχε πλήρης επικοινωνία κι εμπιστοσύνη. Νέα παιδιά, παρά τα
προσωπικά προβλήματα, παρά τις δυσμενείς εξελίξεις και τον πόλεμο, που άρχισε στο
Αλβανικό μέτωπο, οι νεανικές ορμές δεν έχουν σταματημό. Μέσα στο σπίτι της
Μαριώς ένα βράδυ δεν κρατήθηκαν και η Μαριώ του δόθηκε χωρίς αναστολές. Κι ήταν
πολύ όμορφα και νιώσανε σα μια ψυχή. Εκεί ο Νικήτας της το υποσχέθηκε και τώρα
ήρθε η στιγμή
«Σύντομα Μαριώ μου θα σε πάω στην
Εκκλησία να ο παπάς ευλογήσει τη σχέση μας»
Και η άλλη χαμογέλασε ευτυχισμένη.
Του είχε πλήρη εμπιστοσύνη. Βλέπεις από καιρό ήταν μόνη, σαν καλαμιά στον
κάμπο. Μικρή, με τραγικό τρόπο έχασε σε αγροτικό ατύχημα τους γονείς της και η
ζωή την ανάγκασε από νωρίς να αντιμετωπίσει μόνη όλες τις καταστάσεις. Κι αυτό
την έκανε δυνατή κι αυτάρκη. Ο Νικήτας ήταν γι αυτήν ένα λαχείο και ήξερε να το
εκτιμήσει. Η αγάπη που ένιωσε από την πρώτη στιγμή γι αυτόν ήταν βαθιά,
ολοκληρωτική, απ’ αυτές που σου σφραγίζουν για πάντα τη ζωή.
Ο γάμος έγινε στην εκκλησία με τους
λίγους φίλους και των δυο. Γλέντι δεν επακολούθησε, λόγω της εποχής και της
ένδειας των δυο οικογενειών. Τίποτα δε φάνηκε παράξενο. Η μάνα του μόνο είχε
κάνει δυο λαμαρίνες πολίτικο σάμαλι και από μια δυομισάρα νταμιτζάνα ήπιαν όλοι
από ένα ποτηράκι καλό τσίπουρο. Ο Νικήτας θέλοντας να λειάνει την ατμόσφαιρα
τους είπε
«Μη στεναχωριέστε! Το γλέντι σας το
χρωστάω. Θα γίνει όταν ηρεμήσουν τα πράγματα»
13.
Οι Γερμανοί καταλαμβάνουν τη χώρα
Η προέλαση των Ελληνικών
στρατευμάτων μέσα στην Αλβανία δε μπορούσε να συνεχιστεί. Η επίθεση των
Γερμανικών στρατευμάτων στη Μακεδονία ήταν σκληρή και ανάγκασε τα παιδιά μας να υποχωρήσουν. Μετά
από ηρωική αλλά άνιση αντίσταση η χώρα δέχτηκε το μοιραίο. Κάποιος ανέλαβε και
το θλιβερό καθήκον να υπογράψει την παράδοση. Η χώρα ήταν πλέον υπό ξενική
κατοχή. Οι Γερμανοί και οι Ιταλοί ήταν αυτοί που έλεγχαν όλες τις δομές της
εξουσίας και επέβαλαν σε πρώτη φάση όλους τους όρους τους. Μια από τις πρώτες
ενέργειες των κατακτητών ήταν να οικειοποιηθούν όλο τον πλούτο της χώρας,
κυκλοφορώντας ανεξέλεγκτα πληθωριστικό χρήμα και συγκεντρώνοντας όλα τα
διαθέσιμα τρόφιμα κι αγαθά της χώρας. Προφανής συνέπεια είναι να πέσει πείνα στον πληθυσμό, κυρίως στις πόλεις με
χιλιάδες αθώα θύματα κι ο πληθωρισμός να κάνει πρακτικά αδύνατη την αγορά
βασικών αγαθών από τον μέσο πολίτη.
Ο Νικήτας και η Μαριώ εγκαίρως
μετακόμισαν στο χωριό κι ο Νικήτας έπεσε με τα μούτρα να μετατρέψει το χωράφι
σε μπαξέ. Ήδη τα φυτά που είχε βάλει ετοιμάζονταν να δώσουν τους πρώτους
καρπούς. Όσο μπορούσε τον βοηθούσε η Μαριώ, αλλά σύντομα φάνηκε ότι έρχεται το
πρώτο παιδί. Ο Νικήτας της είπε να κάτσει στο σπίτι κι αρκέστηκε στο να ταΐζει
τα λίγα ζωντανά που έτρεφαν στην αυλή. Μια κατσίκα, ένας κόκορας, λίγες κότες
και δυο πάπιες.
Μαζί τους είχαν και τη μάνα του
Νικήτα, που όμως μετά την απώλεια του άντρα της είχε απότομα καταπέσει, λες και
βιαζόταν να πάει να συναντήσει τον άντρα της που έφυγε νωρίτερα. Ο ερχομός μια
νέας ζωής, της κόρης τους γέμισε όλους χαρά. Η γιαγιά ίσα που πρόλαβε να την
βάλει στην αγκαλιά της, αλλά μετά από δυο μέρες τους αποχαιρέτησε για πάντα.
Την έκλαψαν και την έθαψαν στον οικογενειακό τάφο που είχε στο χωριό η
οικογένεια της Μαριώς. Κι έτσι έκλεισε και για τους δυο η υπόθεση της
προηγούμενης γενιάς. Την ευλογημένη στιγμή που η κόρη τους εγκαινίαζε τον
ερχομό της επόμενης. Τώρα με τη γέννηση της κόρης, που τη βάφτισαν σε λίγο
Ελένη, το όνομα της γιαγιάς, άνοιγε την ιστορία της μια νέα γενιά. Δυο νέοι
άνθρωποι, δυνατοί, με όνειρα για πρόοδο και προκοπή, με δυνατή αγάπη να τους
συνδέει, έδιναν την καθημερινή μάχη για την επιβίωσή τους
Όμως ήταν παιδιά της πόλης και
μόλις πέρασαν οι σκληρές μέρες της πείνας άρχισαν να σκέφτονται την επιστροφή
τους στο Βόλο. Νέα είχαν λίγα και μόνο από τον Μίμη, που κάθε τόσο εύρισκε
τρόπο να τους στέλνει τα νέα του. Άνθρωπος δραστήριος ο Μίμης, γεμάτος
ενδιαφέρον κι αγάπη για τους συνανθρώπους του οργάνωσε ομάδα κι έδωσε στις
δύσκολές μέρες τον αγώνα του επισιτισμού. Ο πατέρας του είχε μια βάρκα και
συχνά έβγαιναν με δυο τρεις συντρόφους απ’ το λιμάνι για ψάρεμα. Ό,τι ψάρια
έβγαζαν τα μοίραζαν σε φτωχές οικογένειες που είχαν επιλέξει. Ο πατέρας του,
που από μέσα του συμφωνούσε και του άρεσε, του έβαζε δήθεν τις φωνές
«Μικρέ μου κάνεις αθέμιτο
συναγωνισμό. Δε θα σου δίνω τη βάρκα πια»
Ποτέ όμως δεν το επιχείρησε. Από
μέσα του χαιρόταν την πρωτοβουλία του
Ο θείος του Αντώνης δεν εμφανίστηκε
μέχρι τώρα, αλλά – άγνωστο πως- κυκλοφορούσε μια φήμη ότι είναι σε κομματική
αποστολή. Εκείνος που εμφανίστηκε κάποια στιγμή ήταν ο κύριος Δημήτρης. Δεν τον
είδε άμεσα ο ίδιος αλλά έμαθε πως επισκέφτηκε τη Ράνια κι εξήγησε τη μακρόχρονη
απουσία του. Πήγε στο χωριό του δικαιολογήθηκε, κάπου στη Θεσπρωτία, γιατί η
μάνα του ήταν μόνη και βαριά άρρωστη. Την φρόντισε όσο μπορούσε, αλλά κάποια
στιγμή την έχασε. Έπρεπε να μείνει για να ξεκαθαρίσει με τους συγγενείς κάποια
κληρονομικά θέματα, μεσολάβησε η πείνα κι έκρινε πιο ασφαλές να μείνει στο
χωριό. Μόλις πέρασε η επισιτιστική κρίση επέστρεψε στο Βόλο, που τον αγαπά σαν
πατρίδα του. Τον ίδιο τον είδε κάποια στιγμή στο γνωστό του στέκι γιατί τον
έτρωγε η περιέργεια τι συνέβη με το θειο του. Του είπε πως δεν ξέρει τίποτα, μα
πρέπει να είναι προετοιμασμένος για όλα. Μέσα στο κίνημα πρέπει να είσαι ανά
πάσα στιγμή στη διάθεση των εντολών του κόμματος.
Δεν είχε να του προσάψει τίποτα, μα
έμενε μέσα του μια αδιευκρίνιστη πικρή γεύση. Ίσως θα πρέπει να είναι λίγο
προσεκτικός και κάποια πράγματα ας τα κρατήσει μόνο για τον εαυτό του. Εκείνος
αμέσως τον εξιτάρισε για δραστηριοποίηση
«Έχω πληροφορίες Μίμη ότι στην
Αθήνα υπάρχει οργανωτικός οργασμός. Στο τομέα της νεολαίας στην Αθήνα
δημιουργήθηκαν πολλές οργανώσεις και μάλιστα τώρα γίνονται διεργασίες όλες αυτές
να περάσουν κάτω από έναν κοινό φορέα. Πρέπει να κάνουμε μια συγκέντρωση στη Ράνια. Εμείς που ήμασταν πρωτοπόροι δε μπορεί να
μείνουμε εκτός παιχνιδιού. Μέσω αυτής θα σε ειδοποιήσω. Ίσως σε λίγες μέρες να
έχω κι άλλα νέα από την Αθήνα. Οι επαφές είναι δύσκολες κι αυτό το ξέρεις πολύ
καλά»
«Εντάξει, αν με ειδοποιήσετε θα
έρθω»
«Να ειδοποιήσεις και τους άλλους»
Θα δούμε, τόλμησε να πει μα από
μέσα του
14. Η έναρξη της αντιστασιακής δράσης
Κάτι τον ενοχλούσε, αλλά δεν
μπορούσε να προσδιορίσει τι. Μια ατμόσφαιρα σαν είδος σκιάς είχε κατασκηνώσει
μέσα στο μυαλό του. Η εμφάνιση του Αντώνη και η εξαφάνιση του Δημήτρη και μετά
το αντίστροφο. Δε συναντήθηκαν ποτέ μεταξύ τους και αξιοσημείωτο είναι ότι ο
θείος του δήλωσε ότι το όνομά του δεν του θυμίζει τίποτα. Όμως υπάρχει ένα παράθυρο
εξήγησης και η αλήθεια να λέγεται. Αυτός
είναι απομονωμένος, δεν έχει καθόλου επαφές με άλλα άτομα του κομματικού
μηχανισμού ούτε επαφές και πηγές πληροφόρησης. Όμως για καλό και κακό ας
κρατήσει έξω από την ενημέρωση του Δημήτρη ονόματα και φίλους από την πόλη. Ας
τους κρατάει μυστικούς απ’ όλους. Ίσως οι πυρήνες αυτοί να του φανούν χρήσιμοι
στο μέλλον.
Ένιωσε την ανάγκη να μιλήσει μ’ ένα
δικό του άνθρωπο, να του πει τους ενδοιασμούς του, να ανοίξει την καρδιά του,
ν’ ακούσει μια δεύτερη γνώμη. Μια παρακίνηση ήθελε. Μέσα του η διάθεση για
δράση κι αντίσταση τον έκαιγε σαν υψηλός πυρετός. Όμως ας μην κάνει την
αποκοτιά, που του έρχεται στο μυαλό για μια επίθεση αυτοκτονίας. Τέτοιες
ενέργειες συμβαίνουν άπαξ, ίσως να προκαλούν συγκυριακή εντύπωση, αλλά σύντομα
ξεχνιούνται ή αποσιωπούνται. Δε βοηθάνε το γενικότερο σκοπό. Χρειάζεται
προετοιμασία, οργάνωση και μακροπρόθεσμη προοπτική. Για να διώξουν τους
Γερμανούς θα χρειαστεί μαζική προσπάθεια κι ενέργειες αυτοθυσίας, συνδυασμένα
κι αυτά με τις εξελίξεις των άλλων μετώπων του πολέμου
Είχε καιρό ν’ ακούσει νέα από τον
αγαπημένο του φίλο Νικήτα και τη ξαδέλφη του Μαριώ. Πρέπει να πάει να τους δει.
Ξέρει ότι δίνουν την προσωπική τους μάχη στο Ρυζόμυλο. Αύριο κιόλας θα πάρει το
τρένο. Έχει μες το μυαλό του δυο τρία πράγματα να συζητήσει. Όταν τον είδαν
χαρές κι αγκαλιές. Βλέπεις ήταν κι ο κουμπάρος τους. Πήρε στην αγκαλιά του τη
μικρούλα Ελένη και ζήλεψε λίγο. Όμως γι αυτόν δεν ήταν καιρός για τέτοια.
Κάποια στιγμή η Μαριώ πήγε να
τακτοποιήσει την κόρη της κι ο Μίμης άρχισε να του εξιστορεί όσα συνέβησαν.
Είπε ακόμα για την παράξενη εξαφάνιση του θειου του και τους ενδοιασμούς του
για τον Δημήτρη. Του είπε για τις διεργασίες που γίνονται στην Αθήνα για
οργανωμένη αντίσταση ενάντια στον κατακτητή και κατέληξε
«Στο λέω καθαρά Νικήτα ότι δε μπορώ
να μείνω απαθής στη σκλαβωμένη χώρα μας. Μέχρι να έχουμε νέα από την Αθήνα εγώ
έχω κάποιες πρώτες ιδέες. Θα δημιουργήσουμε ανεξάρτητους πυρήνες με νέους που
θέλουν να αντισταθούν στο κατακτητή. Θα χρειαστούμε κάθε είδους εφόδια και
χώρους που θα τα αποθηκεύουμε. Εκ των πραγμάτων θα χρειαστούμε όπλα. Από
ανθρώπους που έχουν ή να κλέψουμε από Ιταλούς και Γερμανούς. Δεν εννοώ κάτι
αυτοκτονικό. Μόνο προετοιμασία και αναμονή για εξελίξεις»
«Δε μπορώ να πω ότι δε μ’ ενδιαφέρει,
αλλά να λάβεις υπόψη σου ότι πια δεν είμαι μόνος. Έχω γυναίκα και τη μικρή
Ελενίτσα. Έναν όρο βάζω. Εγώ είμαι μέσα, αλλά η Μαριώ να μην μπλεχτεί»
«Ό,τι πεις αδελφέ. Λες εγώ να μην to καταλαβαίνω;»
«Α! Και κάτι ακόμα. Μην ενημερώνεις
το Δημήτρη για τα σχέδιά σου. Εντάξει είναι ως πηγή των πληροφοριών. Ας τον
βλέπεις, αλλά συνεργάτες και σχέδια κράτα τα για τον εαυτό σου. Εδώ στο σπίτι
της γιαγιάς υπάρχει ένα ραδιόφωνο ξεχασμένο. Ίσως χρειαστεί να το αναστήσει
κάποιος που ξέρει. Μπορείς να το πάρεις. Θα είναι χρήσιμο να παρακολουθούμε τις
εξελίξεις από ξένους σταθμούς. Επίσης ο πατέρας της Μαριώς είχε μια καραμπίνα,
που πήγαινε κάθε τόσο κυνήγι. Αν νομίζεις ότι είναι χρήσιμη πάρτη κι αυτή.
Σκέφτομαι να γυρίσω στη Νέα Ιωνία τώρα που κάπως διορθώθηκαν τα πράγματα. Ας το
έχεις και συ υπόψη σου θα προσπαθήσουμε να νοικιάσουμε το πατρικό της Μαριώς
στο Βόλο. Να έχουμε ένα εισόδημα από κει »
15. Πρωτοακούγεται το
όνομα ΕΠΟΝ
Παρά την ενεργητικότητα του Μίμη
και τη διακαή επιθυμία του για δράση σε ανώτερο επίπεδο από την επισιτιστική
βοήθεια και κάποια προετοιμασία στην πορεία στο μέλλον, στην πράξη για μεγάλο
διάστημα δεν υπήρξε καμιά εντυπωσιακή πρόοδος. Άκουε ανελλιπώς ξένους σταθμούς-
BBC και άλλους-
ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τις εξελίξεις στο Ανατολικό μέτωπο, κρατούσε
επιφυλακτική επαφή με τον Δημήτρη. Παρά την πίεση του να γίνει συγκέντρωση του
πυρήνα του για να τους μιλήσει το ανέβαλε κι εύρισκε συνεχώς δικαιολογίες.
Ρωτούσε για εξελίξεις και συνεχώς με τη σειρά του έπαιρνε ασαφείς απαντήσεις.
Από το θειο του κανένα μήνυμα, καμιά ένδειξη αν ζει ή όχι. Επανειλημμένως
ρωτούσε και τη Ράνια μα ούτε κι αυτή είχε την παραμικρή ένδειξη ζωής. Τότε
άρχισε μέσα του να βάζει το ενδεχόμενο να τον καθάρισαν για κάποιο λόγο. Σε
όποια κομματική αποστολή και να είχε αποσταλεί στους δικούς του ανθρώπους θα
μετέδιδε μια έστω και έμμεση ένδειξη.
Εκεί στη φάση της αποθάρρυνσης με
έναν απρόσμενο τρόπο, από εντελώς άσχετο δρόμο του έφτασε η πληροφορία ότι ένας
φοιτητής της Νομικής, ο Στράτος από τις Μηλιές, έχει πληροφορίες και μάλλον
είναι σταλμένος από τα κεντρικά. Μανιωδώς έψαξε και τον συνάντησε σ’ ένα στέκι
επί της Πολυμέρη κοντά στον Άναυρο. Συστήθηκε και έτσι ανυπόμονος και βιαστικός
που ήταν δημιούργησε αρνητική εντύπωση τόση που ο φοιτητής κουμπώθηκε προς
στιγμή. Όμως όταν αναλυτικά διηγήθηκε
όλα όσα είχαν συμβεί κατάλαβε ότι έπεσε σε πλούσια φλέβα για να προωθήσει την
αποστολή του. Του είπε
« Δε μου είπαν κουβέντα στην Αθήνα
πως υπάρχει στη πόλη διαπιστευμένος αντιπρόσωπος της Αντίστασης. Το αντίθετο. Ο
άνθρωπος που με στέλνει μου το ξεκαθάρισε. Πας σε παρθένο έδαφος. Αν υπάρχουν
άλλοι, εσύ θα δουλέψεις από την αρχή. Κόψε εντελώς την επαφή σου μ’ αυτόν τον
Δημήτρη. Δεν έχω ακούσει ποτέ τ’ όνομά του, ούτε με ενημέρωσαν από πάνω για την
ύπαρξη του. Θα σου δώσω λίγο υλικό. Αν έχεις τρόπο τοπικό πολλαπλασίασε το και
άρχισε να μοιράζεις χέρι- χέρι. Αν βρεις τυπογραφείο και μπορείς να τυπώσεις
αντίτυπα δώσε και σε μένα και μοίρασε σε γειτονιές. Έλα αύριο το απόγευμα. Θα
πάμε σε μια γιάφκα να σου δείξω τη μέθοδο αναπαραγωγής αντιτύπων με οινόπνευμα.
Να ξέρεις ότι θα υπάρξουν αντιδράσεις και να προφυλάξεις τον εαυτό σου. Προς το
παρόν δεν έχουμε, ως νεολαία, προσανατολισμό για ένοπλη δράση, αλλά αρπαγές
τροφίμων και παντός υλικού είναι στο πρόγραμμα. Να βρούμε έναν αποθηκευτικό
χώρο να τα βάζουμε»
«Θα κοιτάξω. Έχω μια περίπτωση, μα
χρειάζεται να δίνουμε ένα μικρό νοίκι Προς το παρόν θα βγάλω μερικά χειρόγραφα
αντίτυπα…»
«Αυτό μπορεί να ρυθμιστεί. Νοίκιασε
το, αλλά μόνο εσύ να το ξέρεις»
Στο μυαλό του Μίμη ήταν το πατρικό
της Μαριώς. Θα το κοιτάξει
16. Παράλληλο δίκτυο
Η γνωριμία του με το Στράτο ήταν
για τον Μίμη θεόσταλτο δώρο. Πώς μπορούσε όμως να κόψει οριστικά τη σχέση με
τον σκοτεινό Δημήτρη; Λογικά σκέφτηκε ότι η απόλυτη διακοπή θα ήταν επικίνδυνη
όχι μόνο για τον ίδιο, που αυτό θα το
διακινδύνευε εξαφανιζόμενος εντελώς από τα γνωστά του μέρη και περνώντας στην
πλήρη παρανομία, αλλά δυστυχώς θα έβαζε σε άμεσο κίνδυνο αγαπημένα του πρόσωπα από την
οικογένεια και το φιλικό του περιβάλλον.
Όχι! Όσο μπορεί θα κρατάει τα
προσχήματα με τον σκοτεινό κι ύποπτο Δημήτρη. Θα κάνει συνέχεια το χαζό. Όταν ο
κόμπος φτάνει στο χτένι θα τον βλέπει, αλλά πάντα θα έχει έτοιμα διάφορα
ψέματα, που να δικαιολογούν την άρνησή του για συγκέντρωση κάποιου πυρήνα. Όταν θα το ζητάει θα προσπαθεί να βρίσκει
αληθοφανείς δικαιολογίες για την άρνησή του. Σαν παράδειγμα ότι οι πρώην επαφές
του φοβήθηκαν κιαρνούνται την οποιαδήποτε συμμετοχή σε αντιστασιακές
οργανώσεις, ότι έφυγαν στα χωριά τους. Ακόμα θα μπορούσε να επικαλεστεί ότι
υπάρχουν θύματα λόγω πείνας κι ό,τι άλλο η φαντασία του κατέβαζε. Δόξα το θεό
διέθετε αρκετή.
Σε ένα πράγμα ήταν κάθετος. Στη νέα
του προσπάθεια δε θα έμπλεκε κανέναν από τις προηγούμενες επαφές του, ακόμα κι
από τον κολλητό του Νικήτα. Θα δούλευε μόνος ή αν εύρισκε εντελώς νέους, που
μέχρι τώρα δεν είχαν ανακατευθεί. Σε αυτούς για περισσότερη σιγουριά θα
συστηνόταν με ψευδώνυμο. Πρώτον βελτίωσε την τεχνική της παραγωγής αντιτύπων με
το οινόπνευμα και ήδη με προσοχή μοίρασε τρεις φορές σε αυλές νυχτερινές ώρες
προκηρύξεις με δικό του κείμενο ή από υλικό που του προμήθευσε ο Στράτος. Τον
έβλεπε αραιά και που και τον ενημέρωνε για τις κινήσεις του
17.
Μέρες χαράς κι ελπίδας
Μετά από τέσσερα σχεδόν χρόνια σκλαβιάς
από τους ξένους κατακτητές ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Η είδηση κυκλοφόρησε σαν
αστραπή στην πόλη.
«Οι Γερμανοί φεύγουν. Οι σύμμαχοι
κερδίζουν τον πόλεμο…»
Κάποιοι ενθουσιώδεις ανέβηκαν στα καμπαναριά
των εκκλησιών και χτυπούσαν χαρμόσυνα τις καμπάνες. Απ’ όλες τις γειτονιές της
πόλης κόσμος κατέβηκε στην πλατεία του Δημοτικού θεάτρου με πανό και συνθήματα
να γιορτάσει τη νίκη των συμμάχων και μετά έκανε παρέλαση χαράς κατά μήκος της
παραλίας. Επιτέλους, μωρέ αδελφέ, θα έρθουν και για μας καλύτερες μέρες.
Τη γενική χαρά όμως σκίαζε ο
υπόγειος ανταγωνισμός των οργανώσεων, αλλά λόγω του όγκου επικράτησε το μπλοκ
των δυνάμεων του ΕΑΜ- ΕΠΟΝ. Όμως έδειξε όπως ότι η σύρραξη δε θα αργήσει να έρθει. Τα γεγονότα
στην Αθήνα ήταν αδιάψευστη ένδειξη των προθέσεων. Μετά την ήττα του Δεκέμβρη
άρχισε σε πανελλήνια κλίμακα το πογκρόμ εναντίον της Αριστεράς.
Ο Νικήτας ήταν ανήσυχος και το είπε
στον αδελφό του Μίμη
«Έρχονται δύσκολες μέρες Μίμη. Προφύλαξε
λίγο τον εαυτό σου…»
Η Μαριώ ήταν σε προχωρημένη
εγκυμοσύνη, αλλά ο Νικήτας ήξερε το ατσάλι από το οποίο ήταν φτιαγμένη το
κορίτσι του. Θα άντεχε σε δυσκολίες. Λόγω των παιδιών την είχε με το ζόρι
κρατήσει μακριά από τη φανερή δράση, υποπτευόμενος από νωρίς ότι η συμμετοχή σε
οργάνωση δεν μπορεί να μην έχει συνέπειες στο μέλλον.
Και τώρα οσμιζόταν πως προσεγγίζει
αυτή η στιγμή. Ξένα στοιχεία, άγνωστα στην περιοχή που έφτασαν από άγνωστες
αφετηρίες, αλλά με ξεκάθαρες εντολές και προθέσεις, κυκλοφορούσαν κυρίως σε
κεντρικούς δρόμους κατά ομάδες πλήρως εξοπλισμένοι και τρομοκρατούσαν με λόγια
και πράξεις τους απλούς πολίτες. Δεν ήταν λίγα τα επεισόδια που δεν έμεναν απλώς
στις απειλές. Είχαν πυροβολήσει εν ψυχρώ άοπλους πολίτες, με την αυθαίρετη
δικαιολογία ότι τους απείλησαν και έδειξαν επιθετικές διαθέσεις εναντίον τους.
Το αξιοσημείωτο είναι ότι κάποιοι τους ενημέρωναν πού και ποιους να χτυπήσουν.
Είχαν την απόλυτη στήριξη των επίσημων αρχών ασφαλείας που μετά από αρκετή
περίοδο σιωπής και λούφας στη δύσκολη περίοδο της σκλαβιάς βγήκαν πάλι στην
πιάτσα με ενισχυμένη τη διάθεση να χτυπήσουν με κάθε τρόπο και μέσο τις Εαμικές
δυνάμεις.
18.
Η τρομοκρατία
Μέρα με τη μέρα η κατάσταση
χειροτέρευε. Ειδήσεις για πράξεις αυτοδικίας έρχονταν από όλες τις γωνιές της
χώρας, αλλά και μέσα στην ίδια την πόλη. Ένοπλες συμμορίες γνωστών αλλά και
άγνωστων προσώπων αφηνιασμένες λειτουργούσαν με την ανοχή των επίσημων αρχών.
Βρήκαν ευκαιρία για λεηλασίες και «επίλυση» όλων των προσωπικών διαφορών με
βάση την αρχή του ισχυρότερου. Έτσι ο τρόμος και η αγωνιώδης αναμονή για το τι
θα επακολουθήσει κυριαρχούν πάνω στην πόλη.
Η εξέλιξη έγινε ένα βράδυ όταν ένα απόσπασμα
χωροφυλάκων έζωσε το σπίτι κι αφού έσπασαν την πόρτα συνέλαβαν τον Νικήτα.
Αυτός γνωρίζοντας τις εξελίξεις είχε προετοιμάσει ψυχολογικά τη Μαριώ να μην της έρθει κατακέφαλα στην κατάσταση
που βρισκόταν. Σε ένα ή δυο μήνες θα έφερνε στη ζωή το δεύτερο παιδί τους. Αλλά
ήξερε από πριν πόσο σκληρόπετση ήταν και της είχε εμπιστοσύνη. Τον οδήγησαν
κατευθείαν στις φυλακές του Ρήγα Φεραίου και εκεί βρέθηκε εμπρός στη μεγάλη
έκπληξη. Ήδη τον είχαν προφτάσει ο Μίμης, ο μηχανουργός Γιάννης, που εργαζόταν
στου Σταματόπουλου, ο Νώντας που εργαζόταν στου Τσαλαπάτα και δυο άλλα παιδιά
από τη γειτονιά του Μίμη. Ήταν φανερό ότι κάποιος έδωσε τα ονόματα και στην
απομόνωση που τώρα βρίσκονταν απάντηση σε αυτό το ερώτημα δε μπορούσε να δοθεί.
Από το μυαλό του Νικήτα πέρασε η
σκέψη και το ψιθύρισε στον Μίμη
«Ο Δημήτρης;»
Δεν προλάβανε και πολλά. Μια ομάδα
από σωματώδεις άνδρες με κουκούλες στα πρόσωπά τους ενέσκηψαν σαν καταιγίδα
πάνω τους κρατώντας ρόπαλα, αλυσίδες και ζωστήρες κι άρχισαν ένα ανελέητο
ξυλοδαρμό, χωρίς να προσέχουν που χτυπάνε και πόσο, χωρίς κανένα συγκρατημό τι
ζημιά θα προκαλέσουν . Όταν μετά από ώρα αποχώρησαν άφησαν πίσω τους ερείπια
ανθρώπων με σοβαρούς τραυματισμούς. Οι ήχοι που ακούγονταν ήταν μόνο βογγητά
και στα σώματα ανοιχτές πληγές που αιμορροούσαν. Αυτοί που μπορούσαν, έστω και
σερνόμενοι, να μετακινηθούν προσπάθησαν να βοηθήσουν τους υπόλοιπους. Η έκκληση
του Μίμη προς τους εξωτερικούς φύλακες για ιατρική βοήθεια συνάντησε την πλήρη
αδιαφορία τους. Λες και απευθυνόταν σε κωφούς. Σύντομα συνειδητοποίησε το
μάταιο της προσπάθειας και κοίταξε τι μπορεί να γίνει μεταξύ τους. Λίγα
πράγματα, όπως προσπάθεια να σταματήσουν τις αιμορραγίες από ανοιχτές
πληγές. Στην κατάσταση που ήταν μόνο η
αλληλοστήριξη θα ήταν το μόνο επιτρεπτό μέσο. Κρεβάτια και στρώματα δεν
υπήρχαν. Έτσι ακούμπησαν στους τοίχους και κατά δυάδες στήριζε ο ένας τον άλλο.
Ο Μίμης βρέθηκε με τον Νικήτα. Οι δυο φίλοι δεμένοι με φιλία χρόνων, ζυμωμένη
σε κοινές εμπειρίες, που στη συνέχεια δυνάμωσε με τη συγγενική σχέση, αφού τον
πάντρεψε με την ξαδέλφη του είχαν πλήρη τη μεταξύ τους εμπιστοσύνη.
Τότε και ψιθυριστά στο αυτί του
ομολόγησε την υποψία του
«Ο Δημήτρης ήξερε όλη τη σύνθεση
της ομάδας που βρίσκεται τώρα εδώ. Δεν ξέρω, αλλά η υποψία είναι μέσα στο μυαλό
μου. Μην το πεις προς το παρόν στους άλλους μέχρι να ξεκαθαρίσει το πράγμα.
Κρύωναν και κουβέρτες δεν υπήρχαν. Το μόνο που τους απόμεινε είναι να κάνουν
υπομονή, αναμένοντας εξελίξεις. Την άλλη μέρα φαίνεται ότι ήρθαν κάποιοι από
τους συγγενείς αλλά δεν τους άφησαν να τους δούνε, ίσως να μη δουν την
κατάστασή τους, αλλά ήρθαν μερικά είδη απ’ αυτούς. Τι κράτησαν οι φύλακες και
τι έδωσαν σ’ αυτούς μόνο αυτοί θα ήξεραν. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι οι
απέξω τους σκέφτονται κι αυτό τους ανέβασε την ψυχολογία.
Η χθεσινή εφόρμηση των βασανιστών που χτυπούσαν αδιακρίτως ήταν κι αυτή
ένα είδος ψυχολογικής προετοιμασίας γι αυτά που θα επακολουθούσαν. Πράγματι
κατά το μεσημέρι μπήκε στο δωμάτιο που τους είχαν όλους ένας βλοσυρός μέσης
ηλικίας στρατιωτικός και τους διάβασε την κατηγορία. Άλλα αντί άλλων. Σενάρια
φανταστικά βγαλμένα από νοσηρούς εγκεφάλους, Ο Μίμης, ως αρχηγός και οι άλλοι
ως δρώντα μέλη αντεθνικής συμμορίας δημιούργησαν παράνομο παρασκευαστήριο
πυρομαχικών κι επισκευής όπλων στην οικία
του θείου του Αντώνη, γνωστού από παλαιόθεν ως άτομο διαπνεόμενο από
αντεθνικές αντιλήψεις, η σύλληψη του οποίου εκκρεμεί. Εντός των ημερών θα
μεταχθούν στο έκτακτο στρατοδικείο της Λαρίσης, να λογοδοτήσουν για τις πράξεις
τους.
Πράγματι έτσι κι έγινε. Στο
στρατιωτικό όχημα που τους μετέφερε στη Λάρισα προστέθηκαν και δυο γυναίκες που
κρατούνταν σε άλλο χώρο. Τότε εκεί έμαθαν ότι στην ίδια δικογραφία περιλαμβάνονταν
και δυο γυναίκες. Η Ράνια και η Αντιγόνη του Νώντα. Άγνωστο γιατί αυτές και όχι
άλλες. Τους πήγαν στις φυλακές, που ήταν παλαιότερα μπαρουταποθήκη των Τούρκων
και τώρα χρησιμοποιούνταν ως τόπος κράτησης. Κάποιων από τους κατηγορούμενους
ήρθαν επισκεπτήριο συγγενείς. Μέσα σ’ αυτούς ήταν και η Μαριώ. Ο Νικήτας
αντέδρασε κάθετα.
«Πρώτη και τελευταία φορά! Δε θα
ξανάρθεις να με δεις. Εσύ θα αφοσιωθείς στα παιδιά μας. Μην ανησυχείς δε θα
κάνω τρέλες. Θέλω να επιστρέψω σύντομα κοντά σας»
«Μην ανησυχείς, αγάπη μου, για
μένα. Έρχεται στο σπίτι και με βοηθάει η Αφροδίτη, η αδελφή του Μίμη. Δε μπορώ
να σ’ αφήσω μόνο σου. Με δικηγόρο τι θα κάνουμε. Ο πατέρας του Μίμη ήδη όρισε
κάποιον. Και ένας ακόμα που δεν τον ξέρω»
«Εγώ δε χρειάζομαι. Άλλωστε ανάμεσά
τους υπάρχουν κοράκια που δήθεν έχουν τρόπο να σε αθωώσουν με χρηματιζόμενους
στρατοδίκες. Ας το πάνω μου κι έχε μου εμπιστοσύνη. Ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ κι ότι
δε θέλω να σε χάσω. Πήγαινε πίσω στο Βόλο κι οπλίσου με υπομονή. Άλλος δρόμος
δεν υπάρχει. Σε παρακαλώ να μ’ ακούσεις»
Ήδη από την πρώτη μέρα δεσμοφύλακες
τους πλησίασαν και τους είπαν ότι με κάποιες λίρες χρυσές μπορούν να τους
σώσουν. Στην αναμπουμπούλα και το χάος ζωντανεύουν όλα τ’ αρπακτικά ζώα
βλέποντας την ευκαιρία να «διαμοιράσουν τα ιμάτια των εσταυρωμένων» Πόσα σπίτια
και χωράφια πουλήθηκαν μπιτ παρά στους έξυπνους - τις περισσότερες φορές μάταια
- και πόσες τέτοιες ματωμένες περιουσίες δημιουργήθηκαν για να τις χαίρονται αργότερα οι άμοιροι
απόγονοί τους; Είναι κι αυτό ένα από τα παρελκόμενα των ανώμαλων περιόδων. Και
δεν αναφέρομαι σε περιουσίες που δημιουργήθηκαν στη μαύρη αγορά και την
αυθαίρετη αρπαγή από ξένα σπίτια κάθε χρήσιμου υλικού μέσου.
Ο Νικήτας, λίγο πολύ είχε
ξεκαθαρισμένα τα πράγματα μέσα του. Άσκοποι ηρωισμοί δε χρειαζόταν. Ήξερε το
μέγεθος της δικής του προσφοράς. Μικρά πράγματα. Συμμετοχή σε συνεδριάσεις
πυρήνων, προσηλυτισμό νέων μελών, στην ιδιαίτερη γειτονιά του κυρίως, διακίνηση
προπαγανδιστικού υλικού, μοίρασμα χέρι- χέρι αλλά τη νύχτα και σε ευαίσθητους
χώρους. Από όπλα η κυνηγητική καραμπίνα του πεθερού του, που ήταν και
χαλασμένη. Με ιδιαίτερη ανακούφιση είχε παρατηρήσει ότι άτομα που αυτός είχε
μυήσει στον αγώνα δεν ήταν ανάμεσα στους συλληφθέντες. Έτσι μέσα στ’ άλλα δεν
είχε το αμάρτημα πως είχε πάρει κι άλλους στο λαιμό του. Ήταν καθαρό. Το
χτύπημα προήλθε από πουλάκι της κάτω πόλης και μάλιστα που ήξερε τη σύνθεση της
αρχικής πρώτης συνεδρίασης. Εκεί βρίσκεται η πηγή των πληροφοριών. Ίσως φανεί
στη δίκη ποιος ήταν ο προδότης. Αν και μέσα του ήταν πεισμένος ήδη. Τους δικούς
του τους άπλωσε ασπίδα ασφάλειας.
19. Μια σύντομη ιστορική αναδρομή
Μετά την
αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, θα περίμενε κανείς να αρχίσει μια νέα
εποχή για τη χώρα. Στα χρόνια της Κατοχής ο λαός μας έζησε πολλά δεινά και
άντεξε. Θα φάνταζε αυτονόητο γεγονός να αρχίσει μια νέα εποχή για τη χώρα, ένας
άνεμος χαράς και δημιουργίας να επικρατήσει απ’ άκρου εις άκρο της. Μια-
σύντομα- με δημοκρατικές διαδικασίες, εκλεγμένη κυβέρνηση να πάρει στα χέρια
της τα ηνία της εξουσίας. Με βάση τις πρώτες ανάγκες αλλά και τις υπάρχουσες
λιγοστές οικονομικές δυνατότητες, να βάλει μια τάξη, να εξορθολογήσει τους
στόχους και τομείς της μελλοντικής ανοικοδόμησης. Να τιμωρήσει - όχι με
εκδικητικότατα αλλά μόνο προς παραδειγματισμό - τους συνεργασθέντες με τον
κατακτητή και τους παρανόμως πλουτίσαντες κατά την Κατοχή. Αντιθέτως, να
τιμήσει δεόντως - αξιολογώντας τη δράση τους - όλους εκείνους που πάλεψαν από
οποιοδήποτε μετερίζι για την απελευθέρωση της πατρίδας. Αλίμονο, όμως!
Τα πράγματα
δεν εξελίχθηκαν καθόλου έτσι. Μια αλυσίδα πράξεων από διάφορα φανερά ή κρυφά
κέντρα εξουσίας, που το καθένα έκανε τους δικούς του λογαριασμούς, άνοιξαν τον
ασκό του Αιόλου. Τα γεγονότα που ακολούθησαν την απελευθέρωση ήταν πιο οδυνηρά
και από τα χρόνια της ξενικής κατοχής. Το Ελληνικό αίμα συνέχισε να χύνεται
ασταμάτητα, μόνο που τώρα θύτες και θύματα ήταν συμπατριώτες μας Έλληνες.
Άρχιζε η χειρότερη και η πιο βασανιστική μορφή του πολέμου : Η εμφύλια διαμάχη.
Υπάρχουν
κάποια αντικειμενικά δεδομένα που πρέπει από την αρχή να υπογραμμιστούν. Η
ευρύτερη Αριστερά βγαίνει από την κατοχή με πλούσια και θετική προίκα:
Ουσιαστική συμμετοχή στα αντιστασιακά συμβάντα, ένα πανελλήνιας εμβέλειας πυκνό δίκτυο οργανώσεων του Ε.Α.Μ. και της
Ε.Π.Ο.Ν, στις τάξεις των οποίων είναι ενταγμένο μεγάλο πλήθος αξιόλογων
ανθρώπων κάθε προέλευσης και ηλικίας με ιδιαίτερη έμφαση και δύναμη στις τάξεις
της νέας γενιάς. Συγχρόνως, διαθέτει ένα ένοπλο και μπαρουτοκαπνισμένο
παρακλάδι, τον Ε.Λ.Α.Σ. Έχει λοιπόν όλα τα εχέγγυα αλλά και την «καλή έξωθεν
μαρτυρία» να μπει με το σπαθί της στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι που θα έπρεπε να
επακολουθήσει.
Αντίθετα, η
Δεξιά έχει αφετηριακά λιγότερες αντίστοιχες δυνατότητες. Διαθέτει όμως πολλούς
έμπειρους και π α ρ ό ν τ ε ς συμμάχους με σαφείς στόχους και με πλήρη
αίσθηση και πληροφόρηση της
επερχόμενης παγκόσμιας νέας ισορροπίας και κατανομής των δυνάμεων. Ένα
μειονέκτημα για τη δεξιά είναι ότι το
συνεργασθέν με τον κατακτητή τμήμα του λαού προέρχεται δυστυχώς κυρίως από τις τάξεις της.
Οι Άγγλοι,
με εμπειρίες αιώνων στη χειραγώγηση λαών, στήνουν με δεξιοτεχνία προκλήσεις -
παγίδες, στις οποίες η άπειρη και αφελής
Αριστερά πέφτει συνεχώς μέσα. Σ’ αυτή τη φάση η ηγεσία της Αριστεράς είναι
ανεπαρκής, ως προς τον τεράστιο ιστορικό ρόλο που εκκαλείτο να διαδραματίσει
Αργότερα, όταν αναλαμβάνει ο Νίκος Ζαχαριάδης, γίνεται και επικίνδυνη. Με συρροή λαθών, παραλείψεων
και πρωτοβουλιών- με αποκορύφωμα την ένοπλη ανταρσία στα βουνά αυτοπυρπολεί την πλούσια προίκα της και γίνεται άθυρμα στα
χέρια των Άγγλων που σύντομα αντικαθίστανται από τα νέα αφεντικά, τους
Αμερικάνους.
Η αποχώρηση
των Εαμικών υπουργών από την Εθνική Κυβέρνηση, η αποχή από τις εκλογές του 1946
για την αναθεωρητική Βουλή, το λευκό ψηφοδέλτιο στο δημοψήφισμα για το βασιλιά
ήταν βούτυρο στο ψωμί της Δεξιάς. Έτσι, αυτή, χωρίς διαδικαστικό αντίπαλο,
καταλαμβάνει τους βασικούς τομείς της εξουσίας και αρχίζει την προπαγάνδα ότι η
Αριστερά με την «Δεκεμβριανή στάση»
επεδίωξε την εξ εφόδου κατάληψη της
εξουσίας. Όλα αυτά έφεραν τον απλό κόσμο σε απόγνωση και τον μετέτρεψαν σε
εύκολη λεία στο κυνηγητό που επακολούθησε.
Βεβαίως την
Αριστερά την έπνιγε το δίκιο. Τα πράγματα τα καθόριζαν τώρα οι ξένοι, οι
φερτοί, οι άκαπνοι, οι ενδοτικοί στον κατακτητή. Η ηγεσία της όμως δεν είχε το
αναγκαίο απόθεμα ιστορικής γνώσης,
υπομονής και καρτερίας. Δεν είχε προ οφθαλμού τις μακροπρόθεσμες εξελίξεις. Ζούσε με βάση
την επικαιρότητα και την συναισθηματική φόρτιση της συγκυρίας, την ενστικτώδη
αντίδραση της καθημερινής πίεσης των επιμέρους τοπικών γεγονότων. Να μην
ξεχνάμε ότι στο ευθύγραμμο μυαλό μερίδας της ηγεσίας υπήρχε και το όνειρο της
εξ εφόδου κατάληψης της εξουσίας, καταχωνιασμένο σε μια γωνιά του μυαλού με την
πίεση της τελικής αποστολής.
Αντί να
συγκρατεί τον απλό και αγανακτισμένο οπαδό της, που δεν είχε φυσικά τη
δυνατότητα της συνολικής εικόνας, αντί να οργανώνει στη βάση το μακροπρόθεσμο
παιγνίδι της μαζικής πάλης – και στο επίπεδο αυτό είχε προφανή πλεονεκτήματα
από τον αντίπαλο, επέτρεπε πράξεις αυτοδικίας και αντεκδίκησης, που αρκετές έγιναν
και με τη συγκατάθεσή της και μετέφερε την πάλη του λαού στο γήπεδο του
αντιπάλου, εκεί που προφανώς αυτός πλεονεκτούσε.
Είναι σωστό
το επιχείρημα ότι η Δεξιά δε σεβάστηκε τις συμφωνίες, είναι σωστό ότι επιδόθηκε
σε ένα κύμα τρομοκρατικών και δολοφονικών ενεργειών και σε πογκρόμ διώξεων. Το
να εξηγούμε όμως με αυτόν τον τρόπο τα γεγονότα είναι μια ρηχή, επίπεδη και
βολική ερμηνεία. Το κρίσιμο ερώτημα είναι:
«Εσύ τι
κάνεις στις κρίσιμες ώρες;»
Έτσι, μετά
τη ήττα στη μάχη της Αθήνας, μετά τη σχεδόν ομαδική αποχώρηση των μαχητών προς
τα βόρεια, το επίσημο καθεστώς άρχισε να οργανώνεται: Άμυνα και επίθεση!
Αντικειμενικός στόχος, η ενοχοποίηση της Αριστεράς και στη συνέχεια η με κάθε τρόπο απομόνωση κι εξόντωσή της.
Κάποιο οργανωμένο
κέντρο ρύθμιζε με μαεστρία και σειρά όλα τα βήματα που ακολούθησαν. Πρώτα έγινε
το μεγάλο ξεκαθάρισμα. Όλοι πέρασαν από ψιλό κόσκινο. Το ψήφισμα Θ « περί εξυγιάνσεως των δημοσίων υπηρεσιών
» ο αναγκαστικός νόμος 512, που
αφορούσε όλους τους φορείς που εφάπτονταν με τον κρατικό μηχανισμό, το ψήφισμα
ΜΘ «περί ελέγχου νομιμοφροσύνης των υπάλληλων», έγιναν τα «κατάλληλα εργαλεία» στα χέρια αυθαίρετων και προκατειλημμένων κριτών. Με
την ευκαιρία αυτή λύθηκαν όλες οι εκκρεμείς προσωπικές αντιθέσεις του
παρελθόντος, περιουσιακές διαφορές, προσωπικές ή επαγγελματικές αντιζηλίες κι
ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κάποιος. Αρκούσε μια αυθαίρετη καταγγελία του
οιοσδήποτε κι αμέσως κινητοποιείτο ο μηχανισμός του εξωπετάγματος.
Συγχρόνως
στήνεται ένας πυκνός ιστός απαγορεύσεων, ελέγχων για να μην περάσει στους
«μηχανισμούς της εξουσίας» κανένας παλαιός αριστερός, κανένας φιλικά
προσκείμενος και κάθε ανήξερος και αθώος συγγενής όλων αυτών. Το Γ ψήφισμα, τα
«μέτρα τάξεως», ο διαβόητος νόμος 509 έγιναν η αιχμή του δόρατος για τις ανηλεείς
διώξεις που ακολούθησαν.
Η σιγουριά
όμως του καθεστώτος ότι πήρε όλα τα μέτρα για την ήττα της Αριστεράς τελικά δεν
επαληθεύτηκε στη μακροπρόθεσμη προοπτική, υποδεικνύοντας εκ των πραγμάτων τις
πολλαπλάσιες δυνατότητες της ειρηνικής αντιμετώπισης των προκλήσεων. Τακτική
δύσκολη, αλλά οι ηγέτες στα δύσκολα κρίνονται.
Η κάθε
εξουσία έχει την ψευδαίσθηση ότι τα αναγκαστικά μέτρα, η βία και η αυθαιρεσία
είναι το ελιξίριο της αθανασίας της. Οποία όμως ψευδαίσθηση! Τελικώς τίποτα δεν
είναι μόνιμο, τίποτα δεν είναι οριστικό και τελεσίδικο. Μέσα από τον πυκνό ιστό
των απαγορεύσεων, μέσα από τα αλλεπάλληλα τείχη των δυσκολιών, η ζωή βρίσκει,
αόρατα με το γυμνό μάτι στην αρχή, μονοπάτια για να εισχωρήσει και να
δημιουργήσει τους πρώτους θύλακες της επόμενης φάσης.
Έτσι είναι η ζωή! Ειπώθηκε ότι η Ιστορία δεν
επαναλαμβάνεται. Κι όμως, αυτό κάνει συνεχώς. Η παγκόσμια ιστορία είναι μια
αλυσίδα επαναλήψεων. Εντάξει! Σε άλλο κάθε φορά επίπεδο, για να μην πάω κόντρα
στους «σοφούς», αν και προσωπικά δεν είμαι σίγουρος για αυτό. Τα προτερήματα
και τα ελαττώματα του ανθρώπου υπήρχαν από την εποχή του Κάιν φτάνουν μέχρι της
μέρες μας και μάλλον θα συνεχίσουν απτόητα στο μακρινό μέλλον, ίσως
εμπλουτιζόμενα με την πρόοδο της τεχνολογίας.
Σ’ όλη τη
διάρκεια της οκταετίας 1945-1952, η χώρα «κυβερνάται» από ασθενείς και αδύνατες
κυβερνήσεις συνεργασίας διαφόρων κομμάτων, εννοείται πλην του Κ.Κ.Ε.. Άτολμες
και άβουλες καταναλώνονται σε μια ατέλειωτη σειρά διαβουλεύσεων για την
κατανομή των υπουργείων και των άλλων «νευραλγικών θέσεων» υπό την υψηλή και
αποφασιστική εποπτεία του βασιλιά, Γεωργίου Β΄. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πίσω
διακριτικά, τα νέα αφεντικά οι Αμερικάνοι κινούν τα νήματα και δεν εμφορούνται
από την απολυτότητα του Τσόρτσιλ και του κύκλου του. Έχουν πιο ρεαλιστική
αντίληψη και επιμένουν για συνεργασία όλων των κομμάτων. Ο Σοφοκλής Βενιζέλος,
υποταγμένος στα κελεύσματα του παλατιού, δεν θέλει να έχει τα παθήματα του
μεγάλου Πατέρα του. Ανυποχώρητα αντικομουνιστής, αντιδρά σε κάθε προσπάθεια των
ανθρώπων, κυρίως γύρω από τον Νικόλαο Πλαστήρα, να βρεθεί ένα modus vivendi. Παραπλήσια στάση κρατά και ο Γεώργιος Παπανδρέου.
Πρωθυπουργοί έρχονται και παρέρχονται: Γεώργιος Παπανδρέου, Νικόλαος Πλαστήρας,
Στυλιανός Γονατάς, Αλέξανδρος Διομήδης, Κωνσταντίνος Βούλγαρης, Σοφοκλής
Βενιζέλος, Θεμιστοκλής Σοφούλης, Κωνσταντίνος Τσαλδάρης…..
Όμως, ενώ
οι κυβερνήσεις είναι άβουλες και άτολμες, οι μηχανισμοί της καταστολής, ο
στρατός, τα σώματα ασφαλείας λειτουργούν σαν καλοκουρντισμένο ρολόι. Τα έκτακτα
στρατοδικεία, οι εκτελέσεις, οι εκτοπίσεις, οι αυτοδικίες και άλλες, πάσης
φύσεως αυθαιρεσίες βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Το πρόβλημα του
δοσιλογισμού ανοίγει για λίγο, μετά από αφόρητες πιέσεις ακόμα και συμμάχων
μας, επιβάλλονται κάποιες συμβολικές τιμωρίες αλλά σύντομα κλείνει οριστικά και
τελεσίδικα. Στις κρίσιμες ώρες η δημιουργία «εσωτερικών ρηγμάτων» στην Εθνική
παράταξη είναι περιττή πολυτέλεια. Ίσα-ίσα, αργότερα, όταν τα πράγματα
χόντρυναν με το «δεύτερο αντάρτικο» οι δυνάμεις που συνεργάστηκαν με τον
κατακτητή, εμβαπτιζόμενες στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ, εντάσσονται στο «εθνικό
μέτωπο» και παίζουν με ιδιαίτερη θέρμη το ρόλο τους. Αργότερα γίνονται
αποδέκτες και των αντιστασιακών ευεργετημάτων από τα οποία a priori έχουν αποκλειστεί οι δυνάμεις του Ε.Α.Μ..
Μόλις πάνε
να κερδίσουν έδαφος οι φωνές, μέσα στις αστικές δημοκρατικές δυνάμεις , που
μιλάνε για λήθη, μέτρα κατευνασμού και επιείκειας, ότι φτάνει πια ο αδελφικός
αλληλοσκοτωμός, ότι πρέπει να γίνει μια εθνική συνεννόηση, ένα νέο κύμα
συλλήψεων «κατασκόπων», με τους αντίστοιχους
ασυρμάτους, έρχεται να ακυρώσει κάθε προσπάθεια. Ο φόβος της
συνοδοιπορίας επισείεται, ως συνεχής απειλή, μπαμπούλας συνενοχής. Οι τεχνητές
οξύνσεις τρέφουν τους βρικόλακες. Η Ασφάλεια - με αρκετά συζητήσιμο τρόπο -
έχει στο χέρι τους διάφορους παράνομους μηχανισμούς, και όποτε θεωρεί χρήσιμο ή
αναγκαίο ανασύρει κάποιον από αυτούς στην επιφάνεια. Όταν αργότερα αρχίζουν οι
αποστολές από το Βουκουρέστι για να υπενθυμίζουν και να διαιωνίζουν την εξουσία
της εξόριστης ηγεσίας τότε, λες και η αστυνομία να έχει τακτικό ραπόρτο, κάνει
τα κατάλληλα χτυπήματα στον κατάλληλο χρόνο και τόπο, διαιωνίζοντας και αυτή με
την σειρά της το κλίμα των διωγμών και της μισαλλοδοξίας.
Πράξεις
απόγνωσης και απελπισίας. Αδικαιολόγητες ,ωστόσο, είναι και οι πράξεις αντιποίνων
που ακολουθούν. Το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να ρίχνουν λάδι στη φωτιά. Γιατί
τα αντίποινα οδηγούν στην επόμενη ανταπάντηση. Έτσι ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται
και τελικός κερδισμένος βγαίνει αυτός που υλικά και στρατιωτικά έχει το πάνω
χέρι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η δολοφονία του υπουργού Δικαιοσύνης
Χρήστου Λαδά. Είναι τραγικά εντυπωσιακό το πογκρόμ που ακολούθησε αυτή τη
δολοφονία. Στέναξε από κορμιά ο πίσω τοίχος του Νοσοκομείου της Σωτηρίας, ο
«συνήθης τόπος » εκτελέσεων στο Γουδή. «
Ο τοίχος της μάντρας είναι σίδερο» λέει ο ποιητής εικονοποιώντας δραματικά το
άδικο αίμα που έτρεξε
Σ’ όλες τις
εκλογές που έγιναν μέχρι το 1952, κανένα κόμμα δεν συγκέντρωσε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και πολύ
περισσότερο την απόλυτη πλειοψηφία του λαού. Παρά το κλίμα της τρομοκρατίας,
τις χιλιάδες εκτοπίσεις και εκτελέσεις, παρά τον εμφύλιο που μαίνεται στα
βουνά, παρά το παγκόσμιο αρνητικό κλίμα του Ψυχρού Πολέμου, τα δεξιά κόμματα,
με τυπικό εκπρόσωπο το Λαϊκό Κόμμα του
Κωνσταντίνου Τσαλδάρη, ποτέ δεν μπόρεσαν να πάρουν πλειοψηφικό ποσοστό. Μόνο ο
Αλέξανδρος Παπάγος, με το φωτοστέφανο του στρατάρχη κατόρθωσε να πάρει την
κοινοβουλευτική πλειοψηφία, εκβιάζοντας προηγουμένως τη Βουλή να αλλάξει το
εκλογικό σύστημα σε πλειοψηφικό.
Αρωγοί σ’
αυτό βρέθηκαν παράγοντες των αστικών δημοκρατικών κομμάτων και κάποιοι
υστερόβουλοι από αυτούς βλέποντας το ρεύμα, για να μην μείνουν εκτός νυμφώνος,
προσχώρησαν στα ψηφοδέλτια του Ελληνικού Συναγερμού. Ένας από αυτούς ήταν και ο αρχηγός του Δημοκρατικού
Σοσιαλιστικού Κόμματος Γεώργιος Παπανδρέου. Ο Παπάγος εξαφάνισε τους
παλαιοκομματικούς του Λαϊκού Κόμματος. Μια νέα εποχή άρχιζε για την χώρα
και την οικονομική ανασυγκρότησή της.
Τώρα υπήρχαν τα εργαλεία να παρθούν ριζοσπαστικά μέτρα, ένα εκ των οποίων ήταν
η επιτυχημένη υποτίμηση της δραχμής από το Σπύρο Μαρκεζίνη.
20. Ο προοδευτικός
πολίτης μετά την απελευθέρωση α
Μπαίνει το ερώτημα: Ποιες είναι οι συνθήκες
ζωής, οι όροι διαβίωσης ενός ανθρώπου που αγωνίστηκε μέσα από το μεγάλο ρεύμα του Εαμίτικου κινήματος ή
τοποθετήθηκε θετικά απέναντι σ’ αυτόν το χώρο; Να διευκρινίσουμε από την αρχή
ότι δε μιλάμε για τους ακτιβιστές της παράταξης, αυτούς που ήδη είναι
κλεισμένοι στις φυλακές και εξορίες, ούτε γι’ αυτούς που ακολούθησαν την
αδιέξοδη μάχη στα βουνά. Η αλήθεια είναι
ότι αρκετοί από αυτούς έφτασαν σ’ αυτή την επιλογή, για λόγους αυτοσυντήρησης, από τα κυνηγητά, βρήκαν στο βουνό το τελευταίο
καταφύγιο αφού όμως προηγουμένως μια
σειρά λαθών, έδωσε λαβή και θάρρος στα
διατεταγμένα όργανα, που σύντομα μετατράπηκαν σε κυνηγούς κεφαλών.
Μιλάμε για
τη μεγάλη μάζα των δημοκρατικών ανθρώπων
που τους συγκίνησε ο αγώνας για την Εθνική Απελευθέρωση από το βάρβαρο
κατακτητή, το όραμα και η ελπίδα για μια δικαιότερη κοινωνία μετά την
απελευθέρωση, τη μεγάλη εκείνη – ίσως πλειοψηφική – μάζα που είδε και εκτίμησε
τους αγώνες και τη δράση του Εαμίτικου
μετώπου.
Τώρα έπρεπε ένας τέτοιος άνθρωπος να
ξαναρχίσει τη ζωή του, να βρει μια δουλειά, να θρέψει τα παιδιά του, να τα μορφώσει και να τους
εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον. Όμως η πορεία των γεγονότων τον τοποθετούσαν
μέσα στη μέγγενη των εξελίξεων και τον ανάγκαζαν εκ των πραγμάτων να πάρει
θέση. Οι αντιδράσεις ήταν ποικίλες. Για
λόγους, εύκολα κατανοητούς, πολλοί αναγκάστηκαν να διακόψουν κάθε οργανωτική
σύνδεση με τις Εαμίτικες οργανώσεις. Βεβαίως υπήρξε μεγάλος αριθμός πιστών που
έδειξαν αξιοθαύμαστη επιμονή στα ιδανικά τους, άντεξαν όλη την κλίμακα των
πιέσεων και έγιναν τροφή της εκδικητικής μανίας των αντιπάλων.
Όμως όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι,
όλοι δεν έχουν τις ίδιες αντοχές. Και επιπλέον δε σέρνουν πίσω τους τις ίδιες
υποχρεώσεις. Ο συνεπής και επίμων
αναγκάζεται να απομονωθεί, να
μπει στο περιθώριο της κοινωνίας και αργότερα να περάσει στην παρανομία. Τώρα η
σκέψη του επικεντρώνεται στην επιβίωσή
του και όχι στο δημιουργικό προβληματισμό. Αυτός ο αριστερός δεν χτίζει τώρα
οράματα, προσπαθεί να μείνει ζωντανός, αγωνίζεται να επιβιώσει.
Το Κ.Κ.Ε,
που εκ των πραγμάτων είναι ο κορμός του ΕΑΜ, αναγκάζεται να στηριχτεί
στους επίμονους, τους πιστούς, τους δοκιμασμένης εμπιστοσύνης. Αυτό έχει
τις αναπόφευκτες συνέπειες στο επίπεδο της ικανότητας παραγωγής πολιτικής
σκέψης, νηφάλιας αντιμετώπισης της καθημερινότητας , του οραματισμού της
μακρόχρονης προοπτικής. Διότι τα αναγκαία προτερήματα δε συγκατοικούν στο ίδιο
άτομο. Ο καθένας με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Πόσοι και πόσοι από αυτούς
τους πιστούς δε βρέθηκαν με ψηλά το κεφάλι απέναντι στα εκτελεστικά αποσπάσματα πλουτίζοντας – δυστυχώς- τον
ατέλειωτο κατάλογο των θυμάτων της συγκυρίας
και της ανικανότητας των ηγετών τους.
Πολύ λίγοι δημιουργούν νέα ταυτότητα και ζωή
ξεφεύγοντας τις δυσάρεστες συνέπειες στα
πρώτα πέτρινα χρόνια. Κάποιοι άλλοι κατορθώνουν να διαφύγουν στο εξωτερικό με
χαρακτηριστικό παράδειγμα την αξιόλογη φουρνιά νέων και προικισμένων ανθρώπων,
που με την ομπρέλα της Γαλλικής πρεσβείας και ειδικότερα του Οκτάβιου Μερλιέ
κατορθώνουν να φτάσουν στο Παρίσι. Πολλοί από αυτούς έκαναν αξιοσημείωτη
σταδιοδρομία τα επόμενα χρόνια.
Οι
περισσότεροι όμως έμειναν στο εσωτερικό αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουν κατά
πρόσωπο τη νέα κατάσταση. Οι κρατούντες , ευκαιρίας δοθείσης, επιδιώκουν τον
εξανδραποδισμό κάθε προοδευτικού ανθρώπου, την υλική και ηθική εξαθλίωσή του.
Η υπογραφή δήλωσης μετανοίας έγινε σημάδι
και κριτήριο. Από την αποθέωση, εν μια νυκτί, ο αγωνιστής και ήρωας γινόταν
δακτυλοδεικτούμενος, γιατί όχι πράκτορας και προδότης.
Τα σκληρά
και δύσκολα χρόνια έχουν και τις αντίστοιχες αντιμετωπίσεις Όποιος δεν αντέχει
τις συνέπειες των κυνηγητών βάζει μια υπογραφή αποκήρυξης. Αυτός που από μέσα
του παραμένει αναλλοίωτος, προσπαθεί να γίνει ανώνυμος, ζει με την « πίκρα της
ντροπής», αντιμετωπίζει το φτύσιμο των παλαιών συντρόφων, αποχωρεί από το
«χώρο» και μπαίνει στο στίβο της καθημερινής βιοπάλης. Ο άλλος θέτει τις
υπηρεσίες του στα νέα αφεντικά. Η προϊστορία του τον έχει διαρκώς υπόλογο,
αναγκασμένο να επαληθεύει συνεχώς κι αδιαλείπτως τη μεταμέλειά του.
Ο αριστερός αυτών των χρόνων αντιμετώπιζε
ένα πυκνό πλέγμα αποκλεισμών. Δεν μπορούσε να είναι δημόσιος υπάλληλος, ούτε
εργαζόμενος σε υπηρεσία εποπτευόμενη αμέσως ή εμμέσως από το κράτος. Χιλιάδες
τέτοιοι υπάλληλοι βρέθηκαν στο δρόμο, διωγμένοι με βάση τα ψηφίσματα της
εποχής. Για πολλά χρόνια ο αποκλεισμός αυτός επεκτεινόταν και στον ιδιωτικό
τομέα, όπως επιχειρήσεις, εργοστάσια εμπορικά καταστήματα κ. α.
Υπάρχουν κι’ άλλοι αποκλεισμοί. Ο
αριστερός δε μπορεί να βγάλει διαβατήριο και να ταξιδεύσει νόμιμα στο εξωτερικό
,δε μπορεί να εκδώσει άδεια οδήγησης αυτοκινήτου. Για ένα διάστημα δε μπορεί να
μετακινείται νομίμως εντός της χώρας από πόλη σε πόλη και για περισσότερα
χρόνια στις βόρειες παραμεθόριες περιοχές. Κάθε τόσο, με περιοδικότητα και σ’
όλο το μήκος και πλάτος της χώρας, γίνονται νέα μαζέματα για εξορίες στα νησιά
στοχεύοντας στη διατήρηση του κλίματος
εκφοβισμού. Άνθρωποι, που με χίλια βάσανα στήνουν μια δουλειά εξορίζονται αφήνοντας πίσω μόνους
και απροστάτευτους, γυναίκες και παιδιά.
Όταν κάποτε επιστρέφουν υπόκεινται στο ιδιότυπο καθεστώς αδείας επιτήρησης έτσι
ώστε με το πρώτο στραβοπάτημα ή με την
παραξενιά του ντόπιου επιτηρητή να ξαναγυρίζει στο νησί.
Όμως ένα
πρέπει να υπογραμμίσουμε. Ποτέ οι μηχανισμοί βίας και καταπίεσης δεν είναι
τέλειοι Ειδικότερα όταν, λόγω της φύσης του
ρόλου τους στελεχώνονται και από αποβράσματα και προβληματικούς, της
κοινωνίας. Εκείνο που πρέπει να σημειώσουμε- και αυτό το θεμελιώνω από
προσωπική πείρα- είναι:
Όσο σφικτοί κι αν είναι οι καταπιεστικοί
νόμοι, όσο αυστηρές κι αν καταγράφονται οι πολλαπλές απαγορεύσεις, όσο κι αν τα
εμπόδια φαίνονται προς στιγμή αξεπέραστα πάντα, για τον καταπιεζόμενο, θα
υπάρξει ένα παράθυρο ελπίδας, μια διέξοδος διαφυγής, ένα χέρι βοήθειας από ένα
συνάνθρωπο.
Αυτή η βοήθεια δεν οφείλεται τις περισσότερες
φορές σε υπόγειες ιδεολογικές συμπάθειες. Είναι η φυσική και αυθόρμητη
αντίδραση του ζώντος όντος να εκδηλώσει την αλληλεγγύη του στον κυνηγημένο, τον
αδικούμενο. Αυτό που σε άλλη ευκαιρία το ονόμασα: το σύνδρομο του Ζορό .
Από αυτούς
τους αποκλεισμούς και τα κυνηγητά πολλοί Εαμίτες οδηγήθηκαν σε άλλα επαγγέλματα, όπως
μικροέμποροι , μικροβιοτέχνες, ελεύθεροι επαγγελματίες, φροντιστές και
λογιστές. Μια σειρά ονόματα επιχειρηματιών των τελευταίων χρόνων έχουν την αφετηρία τους σ’ αυτούς
αποκλεισμούς.
21.
Η δίκη του στρατοδικείου
Δε χρειάστηκαν πολλές ημέρες
αναμονής. Ειδοποιήθηκαν με έναν δεσμοφύλακα ότι σε δυο μέρες θα περάσουν
στρατοδικείο. Ο Μίλτος πάντα ενθουσιώδης
και αισιόδοξος ήταν έτοιμος να δώσει τη μάχη του μέσα στο στρατοδικείο,
αλλά συγχρόνως είχε την ευαισθησία να μη δώσει γραμμή. Το είπε καθαρά
«Ο καθένας να κάνει αυτό που
νομίζει και πιστεύει…»
Όλοι είχαν λίγο ή πολύ πληροφορίες
για την παρωδία των δικών και τις εξοντωτικές ποινές που απονέμονταν με το παραμικρό
στους κατηγορημένους. Ακόμα ήξεραν και για τις εκτελέσεις που γίνονται στο
Καζανάκι πίσω από το νεκροταφείο του Βόλου. Δεν ήταν ώρα γι αστεία, αλλά για
περισυλλογή και ψυχραιμία. Σε αυτές τις ακραίες συνθήκες ξεδιπλώνονται και οι
χαρακτήρες των ανθρώπων. Ο φόβος, η λιποψυχία είναι ανθρώπινα χαρακτηριστικά κι
αλίμονο στον άσχετο κι απάνθρωπο να τα υποτιμάει και με εύκολη κρίση έξω απ’ το
χορό να τα καταδικάζει.
Ο πατέρας του Μίμη όρισε τον
καλύτερο δικηγόρο της αγοράς και παρότι άνθρωπος έμπειρος της αγοράς, του έδωσε
αφελώς είκοσι χρυσές λίρες μπαίνοντας στα χρέη για να σώσει το παιδί του. Όμως
δεν ήξερε ότι ο Μίμης ήταν αποφασισμένος να γίνει ολοκαύτωμα. Δεν ήταν έξω από
τα πράγματα, δεν ήταν άμοιρος του αδιέξοδου δρόμου που ακολουθεί, αλλά πώς να το
κάνουμε. Κάποιοι γεννήθηκαν για να είναι πάνω απ το μέσο όρο. Κι εδώ κρύβεται
και η ύστερη ανεπάρκεια της ηγεσίας. Τα καλύτερα μυαλά και τα πιο ατρόμητα
παλικάρια στήθηκαν με περηφάνια απέναντι στα εκτελεστικά αποσπάσματα
πιστεύοντας ειλικρινά ότι ανοίγουν το δρόμο για καλύτερες μέρες στο λαό μας.
«Ευτυχώς» δε ζουν για να δουν τη διάψευση των ελπίδων τους.
Έτσι όταν σύρθηκαν στο δικαστήριο
είδαν ζωντανά την τυφλή δικαιοσύνη να επαληθεύει τ’ όνομά της. Ένας μόνο μάρτυς
κατηγορίας, άγνωστος σε όλους, μ’ ένα ψυχρό πρόσωπο δημίου επαναλάμβανε σχεδόν
λέξη προς λέξη το κατηγορητήριο λες και το είχε αποστηθίσει. Ψευδομάρτυρας που
είχε έρθει απ’ το πουθενά κι αμέσως μετά την αποστολή του θα εξαφανιζόταν. Όταν
τέλειωσε ο συνήγορος του Μίμη του ζήτησε
να δείξει ποιος είναι ο πελάτης του κι αυτός έδειξε τον Γιάννη. Τόσο
ενημερωμένος. Ο πρόεδρος του στρατοδικείου όμως επέπληξε τον συνήγορο ότι κάνει
παραπλανητικές ερωτήσεις. Ήρθε η ώρα των απολογιών και πρώτος ο φερόμενος ως
αρχηγός. Ο Μίμης είχε επιμελώς προετοιμάσει την απολογία του. Η ευφράδεια του,
το αποφασιστικό του ύφος, ο καταγγελτικός του λόγος ενόχλησε σύντομα τους
στρατοδίκες, που του αφαίρεσαν αμέσως το λόγο. Αυτοί είχαν το μαχαίρι αυτοί και
το πεπόνι. Δεν ήταν μέρες να ζητήσεις το δίκιο σου. Η εξουσία έβγαζε όλα τ’
απωθημένα της πάνω στους Αριστερούς.
Η Ράνια είπε πως οι συγκεντρώσεις
που έγιναν σπίτι της ήταν την περίοδο της Γερμανικής κατοχής και σ’ αυτούς
αναφερόμασταν. Ο Γιάννης είπε ότι έκανε μόνο το καθήκον του απέναντι στην
πατρίδα και τίποτα άλλο. Ο Νικήτας αρνήθηκε τη συμμετοχή σε πράξεις που έλεγε
το κατηγορητήριο και το μόνο που επιθυμεί είναι να επιστρέψει στην οικογένειά
του και το δεύτερό του παιδί που από μέρα σε μέρα έρχεται στη ζωή. Οι υπόλοιποι
αρνήθηκαν κάθε σχέση με την υπόθεση. Οι αγορεύσεις των συνηγόρων πολύ μικρή
επίδραση είχαν στου στρατοδίκες κι αυτό το έβλεπες από την ελάχιστη προσοχή που
έδιναν στα λόγια τους. Οι αποφάσεις ήταν προειλημμένες και λίγο επηρεάζονταν
από τη διαδικασία της εκδικάσεως.
Μετά σύντομη «διάσκεψη των δικαστών»
ανακοινώθηκε η απόφαση, που με βάση το κλίμα και τις συνήθειες των ημερών δεν
είχε κάτι το παράξενο και μη αναμενόμενο. Όμως έπεσε ως κεραυνός στα αυτιά των
κατηγορούμενων κι ιδιαίτερα των συγγενών τους. Πέντε καταδίκες εις θάνατον, δύο
σε ισόβια και οι άλλοι αθώοι. Εκείνη τη στιγμή κανείς δεν ήξερε μια μικρή
λεπτομέρεια. Οι τρεις – Μίμης, Ράνια και Γιάννης- παμψηφεί και οι υπόλοιποι δυο
-Νικήτας και Στάθης- με ψήφους τρία κατά δύο. Αυτό θα είχε τη σημασία του και
θα φαινόταν σε λίγες ημέρες.
Σε λίγες ώρες οι καταδικασθέντες
επέστρεψαν στις φυλακές του Βόλου. Εκεί έγινε το πρώτο επισκεπτήριο των
συγγενών. Δάκρυα κι απόγνωση. Δεν ήταν ξεκάθαρο ποιος παρηγορεί ποιον. Οι έξω
τους μέσα ή το ανάποδο. Ο πατέρας του Μίμη ερείπιο έλεγε στο γιο του.
«Μα ο αλήτης, ο απατεώνας. Του
έδωσα είκοσι χρυσές και μου υποσχέθηκε ότι θα σε σώσει! Θα γυρίσω τα πάντα
ανάποδα για να σε σώσω»
«Άσε πατέρα. Ότι είναι να γίνει θα
γίνει. Πρόσεχε τη μαμά και την Αφροδίτη»
Του τόνισε ο Μίμης, αλλά εκείνος
ήταν έξαλλος. Να χάσει το γιο του; Αδύνατο
Η Ράνια μαζί με τις άλλες γυναίκες
κρατούνταν σε άλλο χώρο κι αυτή ήταν μόνη κι έρημη. Δεν είχε δικούς της
ανθρώπους. Εκείνος για τον οποίο έτρεφε κι ένα κρυφό αίσθημα και μια αμυδρή
ελπίδα να συνδέσει μαζί την τύχη του είχε χωρίς καμιά προειδοποίηση μια μέρα
εξαφανιστεί. Στην αρχή ήλπιζε ότι ίσως να πήγε κάπου σε αποστολή με το κόμμα,
αλλά όταν οι μέρες περνούσαν χωρίς
κανένα νέο του όλο και αυξανόταν η πεποίθηση ότι τον έφαγαν μπαμπέσικα. Επειδή δεν
ήταν σίγουρη δεν έκανε αυτές τις σκέψεις κοινωνό με τον ανιψιό του Μίμη κι
άφηνε το θέμα σε εκκρεμότητα. Ο δεσμός τους μέχρι τώρα δεν είχε προλάβει να
ολοκληρωθεί. Μερικά τρυφερά φιλιά και μια αόριστη ατμόσφαιρα ότι στο μέλλον θα
ζήσουν μαζί. Αν οι υποψίες της ήταν αληθινές, ας την σκοτώσουν. Δεν έχει νόημα
να συνεχίζει τη ζωή μόνη κι έρημη. Το μόνο καθήκον τώρα ήταν να συνεφέρει όσο
της ήταν μπορετό την Αντιγόνη που απ’ τη στιγμή που άκουσε την καταδίκη
βρισκόταν σε κατάσταση σοκ. Της έδινε ελπίδα ότι κάτι θα γίνει και δε θα
εφαρμοστεί η απόφαση. Τι άλλο μπορούσε να κάνει κι αυτή η κακομοίρα που από
μέσα της είχε παραδώσει τα όπλα αλλά δεν ήθελε να το ομολογήσει στην Αντιγόνη.
Ο Νικήτας έβλεπε μπροστά του τη
σκοτεινιά, αλλά έπρεπε να κρατήσει την ψυχραιμία του και να εμψυχώσει κατά το
δυνατόν την ετοιμόγεννη αγαπημένη του Μαριώ. Οπλίστηκε με το τελευταίο απόθεμα
ψυχραιμίας κι αντιμετώπισε τη Μαριώ, προετοιμάζοντας την για τα χειρότερα
«Μαριώ μου, γλυκιά μου γυναίκα σε
σένα αφήνω τα παιδιά μου. Σου έχω εμπιστοσύνη. Ξέρω ότι δεν μπόρεσα να σταθώ
άξιος σύζυγος και πατέρας, αλλά δε φταίω μόνο εγώ. Οι γενικές εξελίξεις με
καπάκωσαν και με παρέσυραν μαζί τους. Είναι άδικο αλλά τι μπορούμε εμείς να
κάνουμε. Όμως να σου πω την αμαρτία μου. Μέσα μου ζει μια ελπίδα ότι δε χάθηκαν
όλα. Κάτι θα γίνει. Εσύ κάνε υπομονή και δείξε πόσο δυνατή γυναίκα είσαι!»
Τη δεύτερη μέρα ο Μίμης τον
πλησίασε με όρεξη για συζήτηση. Ήξερε ότι ήταν πριν από την τελική λύση και
κάθισε προσεκτικά να τον ακούσει
«Κοίτα Νικήτα. Τα πράγματα έφτασαν
στο Αμήν κι εσύ είσαι ο πιο στενός μου φίλος. Ήταν μεγάλη η τιμή για μένα που
ήσουν φίλος μου. Άλλωστε αργότερα
δεθήκαμε και με συγγενικούς δεσμούς και το ενδιαφέρον μου για σένα μεγάλωσε.
Εγώ ξέρω μάλλον τη μοίρα μου. Θα με στήσουν στον τοίχο να κορέσουν τη λύσσα που
τους έχει κυριεύσει. Δε μετανιώνω για τίποτα. Αν η ζωή γύριζε πίσω τα ίδια θα
έκανα. Εμένα με σφράγισε η ύπαρξη του θείου μου Αντώνη. Ήμουν απ’ την αρχή
προετοιμασμένος και για τη χειρότερη εκδοχή. Τώρα η ώρα έφτασε»
Ο Νικήτας αποπειράθηκε να τον
διακόψει μα ο Μίμης κάθετα τον απέτρεψε
«Άσε με να τελειώσω δυο τρία
πράγματα που θέλω να σου πω. Δε θα έχω πολλές ευκαιρίες αργότερα. Εσύ υπάρχει
μια πιθανότητα να τη γλυτώσεις. Εγώ θα χαρώ για σένα. Έχεις οικογένεια και
παιδιά κι είναι κρίμα να μείνουν τόσο νωρίς χωρίς πατέρα. Αν αυτό γίνει και
μείνεις ζωντανός έχω μια απαίτηση από σένα. Η σύλληψη της ομάδας δεν είναι
καθόλου τυχαία. Ποιοι ήξεραν αυτό το συνδυασμό των ονομάτων ; Ο μάρτυρας
κατηγορίας ήταν ένας αχυράνθρωπος που έμαθε το μάθημά του νεράκι και πέραν
τούτου δεν ήξερε που πάνε τα τέσσερα. Υπήρξε σαφώς καταδότης και μάλιστα
γνώστης πλήρως των ανθρώπων με τους οποίους ερχόμουν σε επαφή. Έχω την ευθύνη
και παίρνω στο λαιμό μου κι άλλους συντρόφους..»
Δε κρατήθηκε. Το στόμα του άνοιξε
αυτόματα
«Μη λες τέτοια πράγματα! Θα βγάλεις
κι από πάνω ένοχο τον εαυτό σου; Όχι Μίμη. Εσύ έκανες το καθήκον σου καλύτερα
απ’ όλους. Μη…»
Ο
Μίμης τον διέκοψε πριν να τελειώσει
«Δεν έχουμε πολύ χρόνο. Άσε με να
τα πω όλα. Προσωπικά έχω μια υποψία ποιος είναι ο προδότης. Για μένα είναι ο
καθοδηγητής μας στην αρχή, ο Δημήτρης, ο δήθεν δάσκαλος. Η συμβουλή μου είναι
μην πάρεις δεδομένο τίποτα απ’ ό,τι γνωρίζουμε γι αυτόν. Τελικά ήταν ένα φίδι
που εισχώρησε στις γραμμές μας. Μια σκέψη με κυνηγάει τον τελευταίο καιρό. Όταν
ρώτησα το θείο Αντώνη για τον Δημήτρη δεν τον ήξερε καθόλου. Με την ολιγοήμερη
«εξαφάνισή» του φρόντισε να μη γίνει η μεταξύ τους συνάντηση. Φαίνεται στο
διάστημα αυτών των ημερών φρόντισε να τον εξαφανίσει. Δυστυχώς τότε δεν τα
συνδύασα στο μυαλό μου, όμως εγκαίρως σταμάτησα να τον πληροφορώ από διαίσθηση
και μόνο. Κι έτσι σώθηκαν μια σειρά παιδιά, όπως κι ο δικός σου πυρήνας. Γιατί
στα λέω όλα αυτά; Πρέπει ο κύριος να πληρώσει το τίμημα της προδοσίας του.
Αισθάνομαι ενοχές γιατί πήρα ανθρώπους στο λαιμό μου. Κοίτα μην τυχόν κάνεις κάτι
στο μέλλον»
«Εντάξει Μίμη στο υπόσχομαι, αν έχω
την ευκαιρία..»
Είπε το πρώτο ψέμα στον καλύτερο,
τον πιο αγαπημένο φίλο του! Ήξερε ότι θα γλυτώσει την εκτέλεση, όπως ήξερε ότι
ο Μίμης περνάει τις τελευταίες ώρες του. Κι αυτό με τίποτα δεν μπορούσε να τ’
ομολογήσει. Ο Αρχιφύλακας των φυλακών του Ρήγα Φεραίου ήταν κολλητός φίλος του
θειου του, που ήταν λογιστής κι όταν τον φώναξαν στο γραφείο για τη συμπλήρωση
κάποιων γραφειοκρατικών στοιχείων, όπως έγινε και με όλους τους
συγκατηγορούμενους της υπόθεσης του είπε καθαρά
«Μην ανησυχείς, δεν είσαι στη λίστα
για εκτέλεση»
«Μα πώς ;»
«Εσείς δεν ξέρετε, αλλά εγώ διάβασα
την απόφαση του στρατοδικείου. Σε θάνατο είναι καταδικασμένοι παμψηφεί τρεις.
Εσύ δεν είσαι μέσα σ’ αυτούς. η απόφαση για σένα είναι τρία κατά δύο και μέχρι
τώρα αυτές οι θανατικές καταδίκες που δεν είναι παμψηφεί μετατρέπονται σε
ισόβια. Σε παρακαλώ μέχρι την τρίτη μέρα να μην σου ξεφύγει κουβέντα. Σου έκανα
την ενημέρωση αυτή γιατί εκτιμώ το θειο σου»
«Ποιοι είναι οι τρεις;»
«Αρκετά σου είπα και τσιμουδιά»
22.
Η μαύρη νύχτα
Το ένιωθες από νωρίς το απόγευμα.
Μια ένταση κυριαρχούσε στην ατμόσφαιρα μέσα στη φυλακή. Όχι μόνο στους
κρατούμενους αλλά και στο προσωπικό της φυλακής. Έκτακτες σκοπιές στις πόρτες
και στα ευαίσθητα σημεία του περιβάλλοντος χώρου. Ενώ νωρίς ακούστηκε το
σιωπητήριο κανένας δε κοιμόταν. Όμως ενώ όλοι ήταν ξύπνιοι, μια βουβαμάρα ήταν
απλωμένη σαν πένθιμο σεντόνι πάνω στη φυλακή. Μέσα στο θάλαμο ένα σχεδόν βουβό
αναφιλητό κάποιου από τους καταδικασμένους έσπαγε τη σιωπή. Λίγο πολύ όλοι το
είχαν μυριστεί. Σήμερα θα τους πάρουν, στο μέσο της νύχτας, πριν τα ξημερώματα.
Ίσως το ίδιο άγρυπνοι να ήταν κι μια μικρή ομάδα φαντάρων σε άλλο χώρο που θα
έπαιζαν το ρόλο του εκτελεστικού αποσπάσματος. Κανένας δε χαιρόταν, αλλά και
κανείς δεν τολμούσε να αποτολμήσει την έστω αμυδρά αντίρρηση. Η εντολή ήρθε από
ψηλά και η συμμόρφωση σε αυτή ήταν αυτονόητη.
Κατά τις τρεις το πρωί, αρκετά πριν
το ξημέρωμα ακούστηκαν θόρυβοι από το
άνοιγμα της βαριάς σιδερένιας πόρτας ν’ ανοίγει και το μουγκρητό του
στρατιωτικού αυτοκινήτου να μπαίνει στον προαύλιο χώρο. Χωροφύλακες με δυνατές
φωνές να μοιράζουν διαταγές αριστερά και δεξιά. Στο θάλαμο μπήκε σιωπηρός και
κατηφής ο Αρχιφύλακας και φώναξε δυο ονόματα: Μίμης Χωματάς και Γιάννης
Πετρόπουλος. Να ετοιμαστούν για την εφαρμογή της απόφασης του δικαστηρίου.
Ψύχραιμοι και οι δυο προχώρησαν μπροστά ενώ ένας στεναγμός ανακούφισης βγήκε
από το στόμα του Στάθη. Ο Νικήτας αμίλητος, αλλά τα δάκρυα να τρέχουν απ’ τα
μάτια του προχώρησε και τους αγκάλιασε έναν- έναν χωρίς να πει κουβέντα. Τα
μάτια έλεγαν ολόκληρη ιστορία. Ο Μίμης του
ψιθύρισε στ’ αυτί
«Μην ξεχάσεις…»
Τα τελευταία λόγια του Μίμη προς
όλους ήταν
«Κουράγιο αδέλφια ! Θα έρθουν
καλύτερες μέρες. Σας φιλώ όλους και να με θυμάστε»
Αυτή ήταν η τελευταία φορά που είδε
τον Μίμη ζωντανό, μα ή εικόνα του ήταν φυλαχτό σε μια απόρθητη γωνιά της
καρδιάς του. Εκείνο που τώρα δεν ήξερε
κι αργότερα θα το μάθαινε είναι ότι μόλις ανέβηκαν στο στρατιωτικό όχημα εκεί σε
μια γωνιά χλωμή κι αμίλητη τους περίμενε η άτυχη Ράνια. Χωρίς να πούνε κουβέντα
έδεσαν σφιχτά τα χέρια, ενώ από την έξω μεριά με άγρυπνα μάτια τους
παρακολουθούσαν οι χωροφύλακες. Κι άρχισε η πορεία προς τα πάνω. Μπήκαν στη Νέα
Ιωνία από την Αναπαύσεως κι αφού ξεπέρασαν το νεκροταφείο έφτασαν στον τόπο της
εκτέλεσης. Το απόσπασμα τους περίμενε ήδη. Όλοι αμίλητοι και το έγκλημα σε λίγο
με τις εντολές του αξιωματικού ολοκληρώθηκε.
Έχω την απορία, που κανείς δε θα
μπορέσει να μου απαντήσει. Έχουν περάσει πολλά χρόνια και το πιθανότερο όλοι οι
με οποιοδήποτε ρόλο συμμετέχοντες να μην είναι πια ζωντανοί. Όμως όλα τα χρόνια που ζούσαν, αλήθεια, τι
σκέψεις έκαναν; Τι εξομολογήθηκαν ίσως σε δικούς τους ανθρώπους; Υπήρξαν
τύψεις; Η συνήθης δικαιολογία « εντολές εκτελούσαμε» αλάφρυναν καθόλου τις συνειδήσεις τους; Αν
ήταν θρησκευόμενοι το είπαν στον εξομολόγο τους; Τι τους είπε αυτός; Έβλεπαν
εφιάλτες κι αν ναι ποιο ήταν το περιεχόμενό τους. Τα πρόσωπα των αδίκως
εκτελεσθέντων περιλαμβάνονταν σ’ αυτούς; Ερωτήματα ! Ερωτήματα χωρίς απαντήσεις
που μαζί με μια σειρά άλλα προσπαθούν να γίνουν εφιάλτης σε μένα
Γιατί τόσος πόνος; Γιατί τόσες ζωές
άξιων ανθρώπων κοπήκαν τόσο νωρίς κι απότομα;
23.
Η άλλη μέρα
Το πρωί η χωροφυλακή ειδοποίησε
τους συγγενείς να παραλάβουν για ταφή τους σωρούς των εκτελεσμένων. Εκεί
εμφανίστηκε η τραγικότητα των ανώμαλων καταστάσεων. Τη σορό της Ράνιας μέχρι
την άλλη μέρα κανείς δεν ζήτησε να την παραλάβει κι έτσι αδιάβαστη παραχώθηκε
σ’ έναν ανώνυμο τάφο. Οι δυο οικογένειες με μια σύντομη τελετή με παρόντες μόνο
τους στενούς συγγενείς θάφτηκαν στο νεκροταφείο. Η εκτέλεσή τους ανακοινώθηκε
με δελτίο τύπου στις εφημερίδες για τους τυπικούς λόγους εφαρμογής των
αποφάσεων, αλλά και για παραδειγματισμό όσων θα είχαν τη «φιλοδοξία» να κάνουν
κάτι. Ας βγάλουν το σκασμό κι ας κάτσουν στ’ αυγά τους…
Στη φυλακή ήρθε η μικρή Αφροδίτη να
παραλάβει τα πράγματα του αδελφού της και εξήγησε το λόγο που θέλει να δει τον
Νικήτα. Μέσα στην απάνθρωπη γενική ατμόσφαιρα υπάρχουν και ευαισθησίες. Της
δόθηκε η άδεια. Εκεί του ανακοίνωσε ότι τη μέρα της ταφής του αδελφού της η
ξαδέλφη της και γυναίκα του Μαριώ γέννησε με τη βοήθεια της μαμής ένα υγιέστατο
αγοράκι. Η Αφροδίτη τον ενημέρωσε, μαυροφορεμένη και με δάκρυα στα μάτια
«Η Μαριώ μου ζήτησε να σου πω ότι
για λίγες μέρες δεν μπορεί να κατέβει να σε δει. Και να μην ανησυχείς, όλα
είναι εντάξει»
Χωρίς να το θέλει του ήρθαν δάκρυα
στα μάτια
«Σε ευχαριστώ Αφροδίτη που μας
παραστάθηκες σε αυτές τις δύσκολες για όλους μας στιγμές. Πες σε παρακαλώ στους
δικούς σου πως οι τελευταίες σκέψεις του Μίμη ήταν για σας…»
Ο θάνατος και η ζωή είναι άρρηκτα
δεμένοι μαζί. Μια ατέλειωτη αλυσίδα με κρίκους, που δεν έχει αρχή και τέλος
Δεν πρόλαβε όμως να δει τη γυναίκα
και τον γιο του. Με συνοπτικές διαδικασίες πήρε μεταγωγή στις φυλακές της
Κέρκυρας, όπου μετά κόπου και βασάνων έφτασε εκεί και τον έβαλαν στο θάλαμο των
μελλοθανάτων. Αυτό που ήξερε και ήλπιζε να είναι αλήθεια ότι για
γραφειοκρατικούς μόνο λόγους ακόμα η μετατροπή της ποινής του δεν είχε
ολοκληρωθεί. Παρότι ήξερε, ανθρώπινο είναι να έχει μια ανησυχία.
«Λες ο αρχιφύλακας στο Βόλο να μην
ήξερε καλά την περίπτωσή του; Λες μια από τις επόμενες νύχτες να χτυπήσει η
καμπάνα και γι αυτόν;»
23.
Η άλλη μέρα
Το πρωί η χωροφυλακή ειδοποίησε
τους συγγενείς να παραλάβουν για ταφή τους σωρούς των εκτελεσμένων. Εκεί
εμφανίστηκε η τραγικότητα των ανώμαλων καταστάσεων. Τη σορό της Ράνιας μέχρι
την άλλη μέρα κανείς δεν ζήτησε να την παραλάβει κι έτσι αδιάβαστη παραχώθηκε
σ’ έναν ανώνυμο τάφο. Οι δυο οικογένειες με μια σύντομη τελετή με παρόντες μόνο
τους στενούς συγγενείς θάφτηκαν στο νεκροταφείο. Η εκτέλεσή τους ανακοινώθηκε
με δελτίο τύπου στις εφημερίδες για τους τυπικούς λόγους εφαρμογής των
αποφάσεων, αλλά και για παραδειγματισμό όσων θα είχαν τη «φιλοδοξία» να κάνουν
κάτι. Ας βγάλουν το σκασμό κι ας κάτσουν στ’ αυγά τους…
Στη φυλακή ήρθε η μικρή Αφροδίτη να
παραλάβει τα πράγματα του αδελφού της και εξήγησε το λόγο που θέλει να δει τον
Νικήτα. Μέσα στην απάνθρωπη γενική ατμόσφαιρα υπάρχουν και ευαισθησίες. Της
δόθηκε η άδεια. Εκεί του ανακοίνωσε ότι τη μέρα της ταφής του αδελφού της η
ξαδέλφη της και γυναίκα του Μαριώ γέννησε με τη βοήθεια της μαμής ένα υγιέστατο
αγοράκι. Η Αφροδίτη τον ενημέρωσε, μαυροφορεμένη και με δάκρυα στα μάτια
«Η Μαριώ μου ζήτησε να σου πω ότι
για λίγες μέρες δεν μπορεί να κατέβει να σε δει. Και να μην ανησυχείς, όλα
είναι εντάξει»
Χωρίς να το θέλει του ήρθαν δάκρυα
στα μάτια
«Σε ευχαριστώ Αφροδίτη που μας
παραστάθηκες σε αυτές τις δύσκολες για όλους μας στιγμές. Πες σε παρακαλώ στους
δικούς σου πως οι τελευταίες σκέψεις του Μίμη ήταν για σας…»
Ο θάνατος και η ζωή είναι άρρηκτα
δεμένοι μαζί. Μια ατέλειωτη αλυσίδα με κρίκους, που δεν έχει αρχή και τέλος
Δεν πρόλαβε όμως να δει τη γυναίκα
και τον γιο του. Με συνοπτικές διαδικασίες πήρε μεταγωγή στις φυλακές της
Κέρκυρας, όπου μετά κόπου και βασάνων έφτασε εκεί και τον έβαλαν στο θάλαμο των
μελλοθανάτων. Αυτό που ήξερε και ήλπιζε να είναι αλήθεια ότι για
γραφειοκρατικούς μόνο λόγους ακόμα η μετατροπή της ποινής του δεν είχε
ολοκληρωθεί. Παρότι ήξερε, ανθρώπινο είναι να έχει μια ανησυχία.
«Λες ο αρχιφύλακας στο Βόλο να μην
ήξερε καλά την περίπτωσή του; Λες μια από τις επόμενες νύχτες να χτυπήσει η
καμπάνα και γι αυτόν;»
Η ανησυχία αυξανόταν όταν οι εκτελέσεις εκεί συνεχίζονταν με τους
συνήθεις ρυθμούς. Πέρασαν μέρες για να φτάσει στη φυλακή η απάντηση στο γράμμα
που είχε στείλει απ’ την πρώτη μέρα στη Μαριώ του. Όταν έφτασε γέμισε από χαρά.
Οι δικοί του ήταν καλά κι ο γιος του αχόρταγος συνεχώς βυζαίνει, αλλά και
δυναμώνει. Του έλειπαν αφόρητα και τον διακατείχε η αγωνία πως τα βγάζουν πέρα
χωρίς πόρους, αλλά προς το παρόν δεν μπορούσε να βοηθήσει έτσι κι αλλιώς την
κατάσταση.
Μια μέρα τον κάλεσαν στα γραφεία
της φυλακής και του ανακοίνωσαν επισήμως τη μετατροπή της ποινής του σε ισόβια.
Αυτό δεν του έλυνε προς το παρόν κανένα πρόβλημα, αλλά του έφυγε, όπως και να
πεις, η αγωνία της κάθε νύχτας με τις νέες κάθε φορά εκτελέσεις. Από την πρώτη
μέρα στο σύντομο προαυλισμό των πλησίασαν άλλοι πολιτικοί κρατούμενοι να τον
ενημερώσουν για τις συνθήκες, τι πρέπει να προσέχει και που να απευθυνθεί αν
έχει κάποιο πρόβλημα. Κατάλαβε ότι κι εδώ υπάρχει μυστική οργανωμένη κομματική
δράση. Θα μπορούσε να του φανεί χρήσιμη στο μέλλον, μα από τις πρώτες κιόλας
μέρες μέσα του ωρίμαζε η σκέψη να αποτοξινωθεί από τέτοιες δραστηριότητες.
Ευγενικά και με σεβασμό τους εξήγησε ότι δεν θέλει πλέον τέτοιες σχέσεις. Θέλει
από δω και πέρα να περπατήσει ανεξάρτητος και μόνος στη ζωή.
Κι εδώ ήταν το μεγάλο του λάθος. Σε συνθήκες
οριακές και μεγάλων αντιθέσεων αν δεν είσαι με τη μία πλευρά είσαι αυτόματα με
την άλλη. Ουδετερότητα και μη συμμετοχή είναι λόγια του αέρα. Αντικειμενικά
είσαι με τον εχθρό. Αλλά ο κακομοίρης ήταν νέος και δεν είχε προηγούμενες
εμπειρίες κομματικής ζωής και ιδιαίτερα σε συνθήκες φυλακής. Η πρώτη ορατή
αντίδραση ήταν η πλήρης απομόνωσή του. Δεν τον πλησίαζε κανένας να του μιλήσει.
Με το γνωστό ασαφή τρόπο ενημέρωσης στόμα με στόμα χαρακτηρίστηκε παράξενος,
ιδιόμορφος και σε προέκταση ίσως επικίνδυνος. Αυτός θα ήθελε απλές φιλικές
σχέσεις με δυο τρείς που θα επέλεγε, αλλά δε βρήκε κανέναν πρόθυμο. Η γραμμή
της είχε περάσει παντού χωρίς εξαιρέσεις
25.
Η δήλωση αποκήρυξης
Μέσα στην περιορισμένη ζωή της
φυλακής, όπου όλα συμβαίνουν ενώπιον όλων τίποτα δε μένει κρυφό. Και κάθε
διεύθυνση φυλακής έχει πολλά «μάτια» για να κρατάει υπό τον έλεγχο της την
κατάσταση. Δεν αναφέρομαι στους δεσμοφύλακες, που αυτή είναι οπωσδήποτε η δουλειά τους. Η διεύθυνση διαθέτει πάντα
πληροφοριοδότες σ’ όλη την κλίμακα της εσωτερικής κομματικής ιεραρχίας. Η
πληροφορία έφτασε εγκαίρως στ’ αυτιά της και καταγράφτηκε στο φάκελο της
εσωτερικής του ζωής. Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν για τον ίδιο τον Νικήτα. Είπαμε
δε θέλει κομματικές συνδέσεις, αλλά όχι να μην υπάρχει ένας άνθρωπος να
ανταλλάσσει δυο κουβέντες. Η απομόνωση του στοίχιζε. Η ομάδα συμβίωσης είχε τη
δυνατότητα να μοιράζει επιπλέον τρόφιμα που έφερναν συγγενείς επισκέπτες γιατί
το συσσίτιο ήταν φτωχό και πάντως κατώτερο από τις ανάγκες σωστής σίτισης ενός
ανθρώπινου οργανισμού. Του έλειπαν εντελώς αλλαξιές με εσώρουχα και κάθε είδος
προσωπικής υγιεινής. Του κακοφάνηκε αυτή η συμπεριφορά, αλλά δε γινόταν να
ρίξει τα μούτρα του και να ζητήσει βοήθεια. Ήταν και θέμα προσωπικής
περηφάνιας.
Έτσι έζησε τους επόμενους μήνες με
την υγεία του σε χαμηλή πτήση, την ψυχολογία του στο άπατο βάραθρο και το
σκοτάδι να του κρατάει κλειστές όλες τις διεξόδους. Είχε αραιή αλληλογραφία με
τη Μαριώ του στην οποία ωραιοποιούσε αρκετά τις καταστάσεις, που ζούσε για να
την καθησυχάζει και τα νέα απ’ το Βόλο ήταν καλά ή αυτό τουλάχιστον έλεγαν τα
γράμματά της. Συνεχώς της έδινε ελπίδες ότι η κατάσταση θα καλυτερέψει κι ότι
σύντομα θα βρεθεί κοντά τους να ζήσουν επιτέλους σαν οικογένεια. Δεν τολμούσε να ζητήσει κάτι ξέροντας και
την κατάσταση εκεί, μα υπήρχε μια αισιόδοξη είδηση ότι την βοηθούσε η οικογένεια
του Μίμη.
Στους οκτώ μήνες τον κάλεσαν από το
γραφείο του διευθυντή. Με το εύλογο καρδιοχτύπι μπήκε μέσα. Πέρα απ’ αυτόν σε
δυο καρέκλες πλάγια ήταν δυο κουστουμαρισμένοι τύποι που μύριζαν από απόσταση
για Ασφαλίτες
«Κάτσε Νικήτα!» του είπε με ήρεμη
φωνή ο διευθυντής και του έδειξε τη μόνη άδεια καρέκλα.
«Τι συμβαίνει με σένα ; Γιατί είσαι
μαλωμένος μ’ όλους;»
«Με κανέναν δε μάλωσα. Εγώ το είπα
καθαρά και ξάστερα και μέσα στο δικαστήριο. Το μόνο που θέλω είναι να γυρίσω
στην οικογένεια μου. Τι κάνουν οι άλλοι είναι δικό τους θέμα»
«Ποια είναι η γνώμη σου για την
ξενοκίνητη εξέγερση των κατσαπλιάδων στα βουνά να σκλαβώσουν τη χώρα μας στους
Ρώσους κομμουνιστές»
«Δεν είχα και δεν έχω καμιά σχέση
με αυτά τα πράγματα. Προφανώς δε συμφωνώ ότι τα προβλήματα λύνονται με
πολέμους»
Οι δυο Ασφαλίτες αμίλητοι ακροατές
μόνον της συζήτησης άκουγαν όμως μετά προσοχής τις απαντήσεις
Πέρασε ένα εξάμηνο χωρίς εξελίξεις
κι ένα πρωινό τον κάλεσαν πάλι στο γραφείο του διευθυντή. Εκεί βρισκόταν ένα
τρίτο άγνωστο πρόσωπο, που φαινόταν ότι έχει τον πρώτο λόγο. Χωρίς καθυστέρηση
άρχισε να μιλάει μπαίνοντας κατευθείαν στο ψητό
«Κύριε γνωρίζεται την απόφαση της
δικαιοσύνης για το πρόσωπό σας. Θάνατος. Το κράτος φέρθηκε σε σας με ευσπλαχνία
και μετέτρεψε την ποινή σε ισόβια. Σ’ όλη τη διάρκεια της φυλακίσεώς σας δείξατε
καλή διαγωγή και οι αρμόδιες αρχές αποφάσισαν ειδικά για σας να επιστρέψετε
στην οικογένειά σας κάτω από ορισμένες συνθήκες. Πρώτον πρέπει να έχουμε ένα
επίσημο δείγμα της μεταμέλειάς σας και δεύτερον ότι θα απέχετε αυστηρώς από
κάθε πολιτική ενέργεια οποιουδήποτε χρώματος. Να σας διευκρινίσω ότι η ποινή
σας δεν καταργείται. Απλώς αναστέλλεται. Δηλαδή αν οι τοπικές αρχές κρίνουν ότι
παρενέβης τους όρους που σου ορίστηκαν θα επιστρέψεις εδώ…»
Ο Νικήτας δεν ήξερε το υπόβαθρο
αυτής της πρωτοβουλίας. Ο μηχανισμός δίωξης των αριστερών που ήταν σταθερός και
δυνατός ανεξαρτήτως των συχνών κυβερνητικών αλλαγών είχε κάνει βήματα αλλαγής.
Έδινε τη μάχη της ψυχολογικής ήττας της Αριστεράς κι αυτό θα γινόταν πιο εύκολο
αν σε κάθε χώρο έπαιρνε δηλώσεις μετανοίας από τα επώνυμα τοπικά στελέχη. Μέσα
στα πλαίσια αυτής της τακτικής ήταν και το σημερινό διάβημα. Ήδη ο Νικήτας είχε
θέσει στον εαυτό του μια σειρά ερωτήματα για την πορεία που ακολουθήθηκε. Δεν
γνώριζε βέβαια γεγονότα και δεν είχε ανθρώπους να τα συζητήσει. Απλώς
κλωθογύριζαν στο μυαλό του με κυρίαρχη την επιθυμία της επιστροφής στην
οικογένειά του. Ο γιος του έκλεισε τα δυο του χρόνια κι ακόμα δεν τον είχε
αντικρύσει. Έτσι ήταν και ψυχολογικά έτοιμος για μια λύση.
Δεν έχασε χρόνο κι απάντησε αμέσως
«Δέχομαι! Να μου εξασφαλίσετε μέσον
να επιστρέψω στην πόλη μου. Κατάλαβα ότι ζητάτε δήλωση αποκήρυξης. Δώστε μου το κείμενο να το υπογράψω»
Αυτή η άμεση απάντηση ικανοποίησε
τον υπηρεσιακό παράγοντα, που του είπε.
«Θα χρειαστούν μερικές μέρες για
τις γραφειοκρατικές διαδικασίες και όλα θα γίνουν. Ιδού το κείμενο της δήλωσης»
Του έριξε μια βιαστική ματιά κι
έβαλε από κάτω τη τζίφρα του. Ήξερε ότι έριχνε μια ταφόπλακα στο παρελθόν του,
μα αν αναλογιστείς πόσες αλλαγές συνέβησαν αυτά τα χρόνια ίσως αυτό ήταν μια
λύση. Από φέρελπις νέος με εσωτερική φιλοδοξία και όρεξη να προχωρήσει στα
γράμματα και ίσως να σπουδάσει παραπάνω θα γινόταν πάλι μπαλωματής στην
παράγκα, που έλεγε μαγαζί αφού οι οικογενειακές υποχρεώσεις δεν του άφηναν κι
άλλα περιθώρια
24.
Επιστροφή στην οικογένεια
Εξαντλημένος γενικά από τη φυλάκιση
του και μετά από ένα ταξίδι που κράτησε δυο ολόκληρες μέρες χτύπησε την πόρτα
του σπιτιού του. Όταν άνοιξε η πόρτα η Μαριώ έβαλε τις χαρούμενες φωνές
«Ήρθε ο μπαμπάς μας !»
Κι έπεσε στην αγκαλιά του. «Νικήτα
μου, γλυκέ μου!. Επιτέλους κοντά μας.. »
Κι αυτός ανταποκρίθηκε με θέρμη, αλλά σύντομα
ξεπήδησε η επιθυμία του
«Τα παιδιά;»
«Τα έχω βάλει για ύπνο. Γι αυτά
είναι αργά… Θέλεις να τα ξυπνήσω;»
Δίσταξε λίγο και μετά είπε
«Όχι! Άστα να κοιμηθούν. Θα τα δω
το πρωί. Ευκαιρία να σουλουπωθώ και λίγο. Αν με δουν έτσι θα τρομάξουν»
«Ωραία! Ανάβω την γκαζιέρα να
ζεστάνω νερό και φέρνω τη σκάφη»
Τον έτριψε ώρα να φύγει η μυρουδιά
της φυλακής. Το πράσινο σαπούνι μοσχομύριζε και για πρώτη φορά μετά τη σύλληψη
του ένιωσε σαν άνθρωπος. Του έφερε αλλαξιά και τσίμπησε κάτι πρόχειρο. Όταν
έπεσε στο κρεβάτι οι αντοχές του είχαν τελειώσει. Μόνο αγκαλιάστηκαν σφιχτά και σύντομα τον
πήρε ο ύπνος. Η άλλη σιωπηλά είχε μπει σε σκέψεις. Τον είδε. Ετοιμόρροπος ήταν.
Αδύνατος με τα κόκκαλα του να διακρίνονται καθαρά, χλωμός, τα μάτια χωμένα
μέσα.
«Πρώτη μου δουλειά, είπε από μέσα της να τον
δυναμώσω, να τον στηρίξω, να ξαναγίνει ο αγαπημένος μου Νικήτας»
Είναι ζήτημα αν κοιμήθηκε μια ώρα.
Σηκώθηκε όρθια κι άρχισε να φτιάχνει πρωινό. Σήμερα θα είχαν τηγανίτες και στο
ντουλάπι υπήρχε ένα μισογεμάτο βάζο με μέλι. Θα αρέσει και στα παιδιά. Δούλευε
πυρετικά να προλάβει πριν ξυπνήσουν τα παιδιά, αλλά σε λίγο βγήκε απ’ το
δωμάτιο η Ελενίτσα, η κόρη της. Τη ρώτησε
«Ποιος κοιμάται δίπλα μαμά;»
«Ο πατέρας σου γλυκιά μου, ο
πατέρας σου!»
Αυθόρμητα έβγαλε μια κραυγή χαράς
που τον ξύπνησε. Μισοσηκώθηκε στο κρεβάτι και κοίταξε. Μπροστά του ήταν μια
όμορφη κοπελίτσα με όμορφο πρόσωπο ψηλή λεπτή έδειχνε ότι θα μετεξελιχθεί σε
ωραία κοπέλα. Κάποια δευτερόλεπτα αμηχανίας και μετά η μικρή με ανοιχτή αγκαλιά
έτρεξε κι αγκάλιασε τον πατέρα της
«Πατερούλη μου γλυκέ, επιτέλους
ήρθες»
Με πολύ κόπο συγκράτησε τα δάκρυα
που του έρχονταν στα μάτια. Την αγκάλιασε κι αυτός και τη γέμισε φιλιά.
«Ναι κορίτσι μου. Ήρθα και θα μείνω
μαζί σας»
Εκείνη τη στιγμή αγουροξυπνημένος ο
δίχρονος Νικόλας μπήκε στο δωμάτιο, κοίταξε με απορία προς το μέρος του
άγνωστου και γυρνώντας τη μάνα του είπε
«Πεινάωωωω..»
«Ναι, μωρό μου έχω στρώσει το
τραπέζι» αλλά παίρνοντας τον αγκαλιά τον
πλησίασε στον Νικήτα λέγοντάς του γεμάτη περηφάνια
«Αυτός είναι ο γιος μας Νικήτα!»
Πήγε να τον πάρει αγκαλιά κι ο
μικρός δυσανασχέτησε μπροστά στον άγνωστο. Δεν του κακοφάνηκε. Ήξερε πως θα
χρειαστεί καιρός να κερδίσει τα παιδιά του μετά την αναγκαστική απουσία του.
Κάθισαν γύρω απ’ το τραπέζι κι ο Νικήτας ξεχείλιζε από ευτυχία. Η εικόνα, οι
γεύσεις, τα λόγια των παιδιών, το γλυκό και προστατευτικό βλέμμα της γυναίκας
του είχαν λείψει τόσο και τώρα έπαιρνε λαίμαργα μεγάλες ανάσες ελπίζοντας, μάταια
βεβαίως, να καλύψει το κενό των δυο και περισσότερο χρόνων σε συνθήκες
αποκλεισμού από εχθρούς μα, δυστυχώς, και από φίλους. Ιεροτελεστία! Μα τα
παιδιά με τις δικές τους έγνοιες και προτεραιότητες απόφαγαν σύντομα και - κατά
το συνήθιο -ρώτησαν τη μάνα τους
«Να πάμε στη Χρυσούλα μαμά να
παίξουμε; Θα έχει ξυπνήσει τώρα»
«Μόνο αφού φιλήσετε τον πατέρα
σας..»
Ένιωσε άβολα αλλά με συγκίνηση
παιδικά χειλάκια να τον ασπάζονται στο μάγουλο. Ανταπόδωσε με θέρμη το φιλί.
Ήταν σάρκα από τη σάρκα του. Ένιωθε τόσο περήφανος, αλλά και γεμάτος ευθύνες
και προβλήματα. Αποφασισμένος να δώσει τις μάχες του και να τα βγάλει πέρα.
Μετά μια σιωπή μικρού χρόνου από
την αναχώρηση των παιδιών το λόγο πήρε η πρακτική Μαριώ για να τον ενημερώσει
«Σε περίμενα. Ήξερα ότι θα έρθεις
και χαίρομαι πολύ γι αυτό»
«Πώς το ήξερες ;» ρώτησε με απορία
ο Νικήτας
«Με ενημέρωσε η κουτσομπόλα της
γειτονιάς η κυρά Φεβρωνία. Διάβασαν τη δήλωση σου στη Θεσσαλία και τον
Ταχυδρόμο προχθές..»
«Το πρόλαβαν κιόλας! Εσένα πώς σου
φάνηκε;»
«Εγώ είμαι με τον άντρα μου. Ότι
εσύ κάνεις είναι καλά καμωμένο. Αρκετά βασανίστηκες. Ήταν καιρός να γυρίσεις
στην οικογένειά σου. Ποιος έχει τα μούτρα να σε κρίνει; Τώρα είναι ο καιρός να
αφοσιωθούμε στην ανατροφή και την πρόοδο των παιδιών»
Τα λόγια της γυναίκας του ήταν
βάλσαμο στην αναστάτωση που του δημιούργησε η είδηση της δημοσίευσης στις
τοπικές εφημερίδες. Τι διαφορετικό άλλωστε, μωρέ, μπορούσε να περιμένει; Θα την
κρατούσαν μυστική. Είχε πάρει την απόφαση του κι έπρεπε να αντέξει το τίμημα
και τις συνέπειες του. Γύρισε την κουβέντα σε πιο πρακτικά θέματα, προσπαθώντας
να ξεπεράσει την είδηση
«Εσύ πώς τα έβγαλες πέρα μόνη μου
με τα παιδιά ;»
«Περάσαμε κι άσχημες μέρες Νικήτα.
Είχα πρώτα την αγωνία για τη δική σου τύχη, αλλά έπρεπε να προσγειωθώ και να
βρω πηγές για να ζήσουμε. Πρώτον να ευλογούμε την οικογένεια του Μίμη, που μου
στάθηκε καλύτερα απ’ όλους. Ιδιαίτερα η Αφροδίτη. Μην ξεχνάς ότι είμαστε και
συγγενείς, αλλά απ’ όταν έχασαν τον γιο τους σε θεωρούν λίγο και δικό τους. Ας
τους έχει ο θεός καλά και να τους δίνει κουράγιο ειδικά στο θείο μου και πατέρα
του Μίμη που είναι πια πολύ πεσμένος. Μια μέρα να πάμε σπίτι τους»
«Ναι! Το ήθελα κι εγώ πολύ. Θα
πάμε..»
«Μετά πήρα κι άλλες πρωτοβουλίες.
Το πατρικό μας στη Μικρασιατών το νοίκιασα και παίρνω ένα μικρό αλλά σταθερό
νοίκι»
«Εκεί που σε είδα για πρώτη φορά !»
«Ναι!» τον επιβεβαίωσε συγκινημένη
«Όμως» συνέχισε «άσε να τελειώσω.
Το χωράφι στο Ριζόμυλο το νοίκιασα σε έναν γνωστό της οικογένειας με τη
συμφωνία να μου στέλνει κάθε χρόνο ένα τσουβάλι σαράντα οκάδων στάρι. Πάω στο
Μύλο και τ’ αλέθω. Δε μας φτάνει μα είναι κι αυτό κάτι»
«Τα παιδιά μεγαλώνουν χωρίς
προβλήματα υγείας. Δόξα το θεό. Κι η Σίγκερ δουλεύει. Πέρσι μου χάλασε και την
πήγα σ’ ένα μάστορα στα Παλαιά και μου τη συνέφερε. Να το ξέρεις! Η γυναίκα σου
έγινε καλή μοδίστρα. Μέχρι καινούρια φορέματα ράβω!»
«Χαίρομαι με τα νέα σου. Ήξερα ότι
είσαι παλικάρι και δε θα έμενες με σταυρωμένα τα χέρια. Αυτή η σκέψη με στήριζε
εκεί που ήμουν. Τώρα λέω ν’ ανοίξω το μαγαζί και ν’ αναζητήσω τους πρώτους
πελάτες. Ξέρω ότι θα δυσκολευτώ, μα είμαι αποφασισμένος να μπω πάλι στη ζωή,
που μου στέρησαν αυτά τα χρόνια»
26.
Το επόμενο διάστημα
Δεν ήταν κανένας χαζός. Ήξερε ότι
θα υπάρξουν προβλήματα, μα ήλπιζε ότι με το πείσμα του και τη στήριξη της άξιας
Μαριώς θα τα ξεπεράσει. Το πρώτο συμβάν ήταν η επίσκεψη της Αφροδίτης στο σπίτι
τους μόλις έμαθε για την άφιξή του. Έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και δε
μπόρεσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους. Όταν καταλάγιασε οι πρώτες εντυπώσεις
η Αφροδίτη του μίλησε για την οικογένειά της
«Με την εκτέλεση του Μίμη, στο
σπίτι έπεσε μαύρο πέπλο. Μια κατάσταση μόνιμου πένθους που καθημερινά κατατρώει
τον πατέρα και τη μάνα. Παρά τις επανειλημμένες μου προσπάθειες δεν επανήλθαν.
Ίσως αν τους δεις να βοηθήσεις να το ξεπεράσουν…»
«Θέλω πολύ να τους δω και να με
ειδοποιήσεις όταν αυτό γίνει μπορετό»
«Εντάξει, θα τους το πω»
«Θέλω να σ’ ευχαριστήσω για τη
βοήθεια σου στην οικογένειά μου όλο αυτό το διάστημα»
«Δεν έκανα τίποτα. Η Μαριώ είναι η
αγαπημένη μου ξαδέλφη. Μην το ξεχνάς αυτό. Υπάρχει κι άλλη συγγενική σχέση που
ίσως να μην την ξέρεις. Εγώ είμαι η νονά του γιου σου. Του δώσαμε τ’ όνομα του
πατέρα της Μαριώς»
«Χαίρομαι ακόμα περισσότερο, γιατί
εσύ ξέρεις ότι ο Μίμης ήταν ο καλύτερος μου φίλος, ένας αδελφός στην
πραγματικότητα..»
«Το ξέρω γιατί κι αυτός το ίδιο σ’
αγαπούσε»
Σε λίγες μέρες έγινε αυτή η
συνάντηση στο σπίτι του Μίμη. Η μάνα δε σταμάτησε να κλαίει, ο πατέρας πεσμένος
πράγματι τον κοίταζε μ’ ένα λυπημένο και συγχρόνως κουρασμένο βλέμμα. Έφαγαν
πολύ καλά και κάποια στιγμή οι γυναίκες βγήκαν στην αυλή να ασχοληθούν με τα
παιδιά. Τότε ο Νικήτας του περιέγραψε λέξη προς λέξη την συνομιλία που είχαν με
τον Μίμη μια μέρα πριν την εκτέλεσή του. Του είπε για το άτομο που τους πρόδωσε
και πως αυτός ίσως είναι ο υπαίτιος της εξαφάνισης του
αδελφού του Αντώνη. Του είπε την υπόσχεση που έδωσε στον Μίμη να ψάξει
να τον βρει. Ο πατέρας του Μίμη έμεινε κατάπληκτος
«Ώστε έτσι λοιπόν το τέρας μου
έφαγε γιο, αδελφό και την κοπέλα του. Για πες μου ό,τι ξέρεις γι αυτόν»
«Σε μας παρουσιάστηκε ως αδιόριστος
δάσκαλος. Το μικρό του όνομα είναι Δημήτρης, αλλά κι εδώ δεν είμαι καθόλου
σίγουρος. Έχω πολλές αμφιβολίες αν τα στοιχεία αυτά είναι πραγματικά. Ο Μίμης
τον εύρισκε αν χρειαζόταν στο καφενείο της παραλίας με Κ. Καρτάλη. Εγώ τον είδα
μια μόνο φορά στο σπίτι της Ράνιας. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλοι οι
συλληφθέντες ήταν σε αυτή τη συνάντηση.
Οι δικές μου επαφές που είχα στη Νέα Ιωνία δεν έπαθαν τίποτα. Κύριε Λεωνίδα εγώ
σώθηκα και όπως ίσως θα μάθατε στις φυλακές της Κέρκυρας υπέγραψα δήλωση
μετανοίας. Και πράγματι είμαι αποφασισμένος να μείνω στην άκρη. Όμως μένει ένα
ιερό υπόλοιπο. Έχω μια ηθική υποχρέωση που θέλω να μείνει μόνο σε σας. Έδωσα
υπόσχεση στον Μίμη να τον ξετρυπώσω και να τον τιμωρήσω. Αυτό δεν το ξέρει
κανείς άλλος, ούτε η γυναίκα μου. Αυτά..»
«Εντάξει παιδί μου! Θα σεβαστώ το
μυστικό σου, αλλά θα έχω κι εγώ τα μάτια μου ανοιχτά. Αν κάτι μάθω θα στο πω
αμέσως»
Δεν πρόλαβε να χαρεί την ελευθερία
του και την επόμενη κιόλας μέρα ένα
«όργανο» στην πόρτα του ενεχείρησε μια πρόσκληση της ασφάλειας με την ασαφή
έκφραση «δια υπόθεσίν σας» στο τμήμα Ασφαλείας της Ιάσονος. Του ήρθε να
κατεβάσει καμιά Χριστοπαναγιά, μα αμέσως η φωνή της λογικής τον απέτρεψε.
«Πότε;»
«Γράφει, κύριε από κάτω»
Μελέτησε καλύτερα το χαρτί και
είδε. Αύριο κιόλας! Δεν ανησύχησε τη Μαριώ που έλειπε από το σπίτι. Θα πάει να
ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Δε θα ζει με την απειλή να κρέμεται συνεχώς επί της
κεφαλής του. Ίσως να ήταν από τους πρώτους που έφτασαν στην Ασφάλεια. Έδειξε
στον εξωτερικό φρουρό την πρόσκληση κι εκείνος την ενημέρωσε
«Στον πρώτο όροφο, αριστερά,
γραφείο του Διοικητή»
Εκεί ο βοηθός του είπε να περιμένει
γιατί ο Διοικητής δεν ήρθε ακόμα. Κάθισε
αμίλητος στον πάγκο που υπήρχε και παρατηρώντας γύρω αναλογίστηκε πόσες
εκατοντάδες ψυχές αυτά τα χρόνια θρυμματίστηκαν μέσα στους χώρους αυτούς, τι
είδαν τα μάτια τους και πόσες κραυγές απόγνωσης απορρόφησαν αυτοί οι ψυχροί
τοίχοι. Όχι δε θα επιτρέψει το θρυμματισμό μιας ακόμα. Απορροφημένος σ’ αυτές
τις σκέψεις μόνο με τη φωνή αντιλήφθηκε τον Διοικητή δίπλα του
«Νωρίς-νωρίς ήρθες στο ραντεβού
Τσαλίδη;»
«Ναι! Ήθελα να ξεμπλέξω απ’ αυτήν
την υποχρέωση»
«Έλα μέσα»
Κάθισε στην πολυθρόνα του και του έδειξε την
άδεια απέναντι καρέκλα
«Κάτσε να είσαι άνετος»
Καθυστέρησε αρκετά κάνοντας ότι
ψάχνει τα χαρτιά του κι όταν μίλησε του είπε
«Νικήτα δεν πιστεύω να ξέχασες ότι
η αναστολή της ποινής σου είναι υπό όρους;»
«Δεν το ξέχασα καθόλου, κύριε
Διοικητά! Έτσι λειτουργώ και συμπεριφέρομαι»
«Έμαθα ότι μια από τις πρώτες
επισκέψεις σου ήταν στο σπίτι του Μίμη, συγκατηγορούμενού σου, που εκτελέστηκε
με βάση απόφαση του δικαστηρίου»
Δεν έπρεπε να τον εκπλήσσει η γνώση
των κινήσεών του. Αναμενόμενο ήταν να παρακολουθούνται όλα τα βήματά του. Με
σταθερή κι αποφασιστική φωνή του απάντησε
«Θα γνωρίζετε κύριε Διοικητά ότι η
οικογένεια του φίλου μου του Μίμη είναι στενή συγγενής της γυναίκας μου. Ήθελα
να ευχαριστήσω την κόρη του που είναι κι η νονά του γιού μου. Τηρώ με ευλάβεια
τους όρους και την υπογραφή που έβαλα και τη δημοσιεύσατε στις τοπικές
εφημερίδες δεν την έβαλα με ελαφρά τη καρδία. Ήξερα τις συνέπειες, όπως θα τις
ξέρετε και σεις. Έχω μεγάλα οικονομικά προβλήματα και πρέπει να δώσω αγώνα να
ζήσω τα παιδιά μου. Από μένα δεν κινδυνεύετε. Αφήστε με ήσυχο και μην μ’
ενοχλείτε»
«Δηλαδή μας απειλείς ;»
«Καθόλου. Το αντίθετο. Σας ζητώ να
με αφήσετε ήσυχο»
«Το τι θα κάνουμε είναι δική μας
δουλειά και δε θα μας το πεις εσύ. Η σημερινή επαφή ήταν μια υπενθύμιση κι ένα
ξεκαθάρισμα ότι για κάθε βήμα σου θα ενημερώνομαι εγκαίρως. Αυτά! Πήγαινε»
Ήθελε να απαντήσει μα συγκράτησε
τον εαυτό του. Το μόνο που είπε ήταν
«Αντίο…»
Το κατάλαβε πολύ καλά. Πίσω του θα
έχει μια σκιά που θα καταγράφει τη ζωή του. Βεβαίως τον ενοχλεί, αλλά σ’ αυτό
δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Όμως από τη γνώση της ιστορίας ξέρει ότι τίποτα δεν
είναι μόνιμο και παντοτινό. Στο μέλλον ίσως πολλά μπορεί ν’ αλλάξουν. Την
ιεράρχηση των στόχων του την έχει ξεκαθαρίσει από την αρχή. Πρώτα η οικογένεια
και η εξασφάλιση των όρων για την καλυτέρευση των συνθηκών της ζωής της. Η
μόρφωση και το μέλλον των παιδιών του. Δεύτερον η ανακάλυψη του σατανά που τους
πρόδωσε και πήρε στο λαιμό του νέες ζωές. Θα πρέπει στην περίπτωση που τον
ανακαλύψει να έχει σκεφτεί τον τρόπο της τιμωρίας. Αυτός θα εξαρτηθεί από της
συνθήκες που θα επικρατούν τότε. Τρίτον η ενασχόλησή του με τα πολιτικά δρώμενα
έχει κλείσει οριστικά ανεξαρτήτως των μελλοντικών εξελίξεων. Του φτάνει και του
περισσεύει η δόση που πήρε και η δίκαιη
κρίση των τρίτων απέναντι στο πρόσωπό του. Όσο κι προσπαθήσεις να το
αγνοήσεις είναι ανθρώπινη η γεύση της πίκρας που σου απομένει…
27.
Τα πρώτα χρόνια
μετά την αποφυλάκισή του
Στα χρόνια που ακολούθησαν γνώρισε
όλη την γκάμα των ανθρώπινων συμπεριφορών. Το κυνηγητό της εξουσίας με πολλούς
εμφανείς κι αφανείς τρόπους. Αυτό δεν τον ενοχλούσε, τουλάχιστον ψυχολογικά.
Ήταν αναμενόμενο και τους έδωσε με πολλούς τρόπους αποστομωτικές απαντήσεις.
Τήρησε με προσοχή τους όρους της αποφυλάκισης και ποτέ δεν βρήκαν αφορμή και
ευκαιρία να τον βρουν μπόσικο σε κάποιο μέτωπο και στις απόπειρες τους για νέες
παραχωρήσεις ήταν κάθετα ανένδοτος. Ως εδώ και μη παρέκει. Κάποια στιγμή
μάλιστα διακινδύνευσε και την πρόκληση
«Αν νομίζετε ότι δεν τηρώ τους
όρους να με στείλετε πίσω»
Είχε την υποψία ότι τέτοιου είδους
πρωτοβουλίες πια δεν ήταν στη δικαιοδοσία τους πλέον. Βλέπεις η περίοδος των περιοδικών μαζεμάτων είχε
παρέλθει. Μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις και κυρίως όταν συλλαμβάνονταν κάποιοι
για κατασκοπία και αυτοί που στέλνονταν από το Βουκουρέστι, αφού ο μηχανισμός
αποστολής ήταν πλήρως διαβρωμένος απ’ τους κύκλους της Ασφάλειας. Ακόμα κι
αυτούς που επεδίωκαν με κάθε τρόπο τη διαιώνιση του κλίματος τρομοκρατίας και
έντασης. Κι όμως, παρά τις μόνιμες
εμφανίσεις του φαινομένου δε σταμάτησαν να στέλνουν νέα θύματα στο στόμα του
λύκου, παρασέρνοντας όμως μαζί όλους τους ανήξερους ντόπιους που έρχονταν σε
επαφή.
Έτσι η πρόκληση δεν βρήκε ανταπόκριση που για
λίγο φοβήθηκε πως μπορεί να έχει. Όμως υπήρξε και η τραγική παρεξήγηση. Φίλος
του είπε
«Μου είπαν Νικήτα ότι συχνά περνάς
το κατώφλι της Ασφάλειας. Μήπως σ’ αρέσει; Μήπως δίνεις αναφορά για τα
συμβαίνοντα στον κύκλο σου;»
Του ήρθε το αίμα στο κεφάλι. Να
λοιπόν! Όχι μόνο δηλωσίας και προδότης, έγινε και πράκτορας
« Γεια στάσου ρε Μίλτο, μόνος μου
πάω; Με καλούν συνεχώς για ανάκριση»
«Α! Έτσι εξηγείται. Τους το είπα
εγώ. Ο Νικήτας δεν είναι δυνατόν να γίνει χαφιές»
Έτσι κατάλαβε πολύ καλά το κουτσομπολιό
που γίνεται πίσω από την πλάτη του. Θα έπρεπε να το περιμένει και να είμαι
ψυχολογικά έτοιμος να το αντέξει. Όμως δεν ήταν και πέτρα. Εκείνο που
περισσότερο τον ενοχλούσε και τον πλήγωνε ήταν η συμπεριφορά μερικών από τους
παλαιούς συντρόφους. Οι αντιδράσεις ποίκιλαν από αποφυγή χαιρετισμού στο δρόμο
ή σε ένα καφενείο, που σπανίως πήγαινε, μέχρι άμεση εκτόξευση κατηγοριών κατά
πρόσωπο. Θα μπορούσε να τους δώσει αποστομωτικές απαντήσεις, αλλά μέχρι τώρα
ποτέ δεν το έκανε ίσως για λόγους που έχουν σχέση με τον χαρακτήρα το, αλλά
προφανώς κι από λόγους προφύλαξης του εαυτού του. Ήξερε καλά τις δόλιες
μεθόδους που χρησιμοποιεί η Ασφάλεια για να παγιδεύσει άτομα. Μπορεί αυτός να
ήταν βαλτός να τον προκαλέσει και η αντίδρασή του να μεταφερθεί καταλλήλως σε αυτιά
ενδιαφερόμενων.
Έσφιγγε το δόντια να συγκρατήσει τα νεύρα του και να μην παρασυρθεί.
Πολλές οι προκλήσεις μα ειδικά σε μια περίπτωση πρώην συντρόφου θα μπορούσε να
τον βάλει στη θέση του λέγοντας
«Βρε θαρραλέε κηφήνα του γλυκού
νερού αν ζεις και δεν βλέπεις τα ραδίκια από την ανάποδη το οφείλεις και σε
μένα; Το ξέρεις; Δε σκέφτηκες βρε ηλίθιε ότι από την ομάδα της Νέας Ιωνίας που
συνεδριάζαμε δε πιάστηκε κανένας; Δε σκέφτηκες ποιος κράτησε το στόμα του
κλειστό; Εντάξει, δεν το σκέφτηκες! Ξέχασες, βρε άθλιε, την καταδίκη μου σε
θάνατο και την τριήμερη αναμονή στη φυλακή ότι από στιγμή σε στιγμή θα με παν
στο Καζανάκι; Έχεις ιδέα τι είναι αυτή η εμπειρία; Θα σου το πω καθαρά γιατί το
αδύνατο μυαλό σου δεν μπορεί να το καταλάβει. Ναι, βρε κόπανε! Ήταν η συνειδητή επιλογή μου, με τη μετριοπαθή απολογία μου, η
καταδίκη μου σε θάνατο να γίνει τρία κατά δύο. Σκέφτηκες βρε κοκορόμυαλε, μέσα
από την ασφαλή διαβίωσή σου κοντά στην οικογένειά σου, τι πέρασα εγώ τρία
χρόνια στο κολαστήριο της Κέρκυρας; Δε μιλάω για τα κοράκια της εξουσίας. Αυτό
ίσως μπορείς να το φανταστείς. Μιλώ, βρε χαμένε, για τη συμπεριφορά απέναντί
μου από τους απάνθρωπους ομοϊδεάτες σου! Εσείς είσθε, μωρέ, που επαγγέλλεστε
την κοινωνία της ισότητας και της δικαιοσύνης. Να τη χέσω αυτή την κοινωνία! Δε
σας γουστάρω καθόλου»
Όμως ας μη γελιόμαστε. Τίποτα απ’ αυτά δε θα τα πει φωναχτά. Θα
πνίξει την πίκρα του και θα προχωρήσει με βάση στις δικές του προτεραιότητες.
Έχει πια εμπειρία της ελαφρότητας των ανθρώπων, την επιδερμική αφομοίωση των
γεγονότων και τον εύκολο τρόπο που παρασύρονται από κενόδοξους φωνακλάδες.
Όμως ας μην είναι μόνο παραπονιάρης. Μέσα στην
ακολουθία τέτοιων συμπεριφορών συνάντησε συγχρόνως και περιπτώσεις άδολης
συμπαράστασης και ανθρώπινης συμπεριφοράς. Όχι μόνο από φίλους, αλλά κι από άλλους ανθρώπους που
ποτέ δε θα το περίμενε. Δόξα το θεό. Μια σειρά κάτοικοι της Νέας Ιωνίας τον
στήριξαν στα πρώτα δύσκολα χρόνια που προσπαθούσε να αναστήσει το μαγαζί του.
Με πείσμα, με επιμονή και καθαρές σχέσεις μπόρεσε να εξασφαλίσει τα στοιχειώδη
για τη διαβίωση της οικογένειας. Δεν ήταν καθόλου εύκολο, όσο εκ των υστέρων
ακούγεται…
28. Αργότερα
Χωρίς να γίνει καμιά ριζική
πολιτική αλλαγή, η πορεία του χρόνου και η όλο και μεγαλύτερη χρονική απόσταση
από τα τραγικά γεγονότα του εμφύλιου σπαραγμού, εκ των πραγμάτων χαλάρωσαν τα
αυστηρά αστυνομικά μέτρα. Ελαττώθηκαν με μέτρα ο αριθμός των κρατουμένων κι
εξόριστων. Να διευκρινιστεί ότι αυτό δεν έγινε από αισθήματα καλοσύνης των
δυνάμεων της ανωμαλίας, αλλά ήταν και συνέπεια από τη μια των αδιάκοπων αγώνων
του λαού για λήθη κι αμνηστία και από την άλλη αποτέλεσμα των εξελίξεων σε
διεθνές επίπεδο.
Σημαντικό ρόλο έπαιξε πως η χώρα
μας περνούσε μια περίοδο ανάπτυξης, έστω κουτσής, που απαιτούσε ηρεμία και
καταλάγιαση των παλαιών παθών. Όμως από
τους ακραίους κύκλους της ανωμαλίας συνεχίστηκαν οι προσπάθειες δημιουργίας
εντάσεων με διαδοχικές προβοκάτσιες και συνεχή παρακολούθηση και ενόχληση όλων,
που κατά την αυθαίρετη δική τους κρίση θα μπορούσαν να γίνουν εμπόδιο στα
υποχθόνια σχέδιά τους.
Σε αυτά τα χρόνια ο Νικήτας άνοιξε
τα φτερά του. Είχε δίπλα του την εγγύηση. Η αγαπημένη του Μαριώ, που σήκωνε και
με επιτυχία όλες τις υποχρεώσεις της ανατροφής των παιδιών, του νοικοκυριού,
της σωστής διατροφής όλων ενώ συγχρόνως τσόνταρε στα οικονομικά του σπιτιού με
το νοίκι από το πατρικό της και τα έσοδα από την άσκηση της μοδιστρικής. Που
εύρισκε το χρόνο και το κουράγιο όλα αυτά να τα φέρνει βόλτα μόνο η ίδια το
ήξερε. Αγόγγυστα, χωρίς παράπονο, με το χαμόγελο στα χείλη, γέμισε από
ικανοποίηση τη ψυχή του Νικήτα κι ευλογούσε τη μέρα που συναντήθηκαν οι δρόμοι
τους. Ήξερε. Η Μαριώ είναι το δώρο του θεού για να ισοφαρίσει τις άσχημες
περιπέτειες των προηγούμενων χρόνων.
Τα παιδιά τους μεγάλωναν, λάτρευαν
τον πατέρα τους παρά το γεγονός ότι τους αφιέρωνε λίγο χρόνο απ’ τη ζωή του.
Δικαιολογίες υπήρχαν, αλλά άντε να πείσεις ένα νέο παιδί ότι η οποιαδήποτε άλλη
ασχολία είναι σοβαρότερη από να την αφιερώνει σ’ αυτούς. Η Ελένη, άριστη
μαθήτρια σε δυο χρόνια θα τέλειωνε το πλήρες γυμνάσιο και προβληματιζόταν για
ποια καριέρα θα ακολουθήσει αν και η επικρατέστερη επιθυμία της ήταν να πάει
στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Λάρισας να γίνει δασκάλα ένα επάγγελμα που
λάτρεψε από μικρή κι αυτό οφειλόταν στη δασκάλα που είχε στο 7ο
δημοτικό σχολείο δυο χρονιές.. Ο πατέρας της ενδόμυχα ήθελε Πανεπιστήμιο, αλλά
δεν τόλμησε να της το πει. Δεν ήταν σωστό να της επιβάλλει αυτός τη θέλησή του
και μετά από συζήτηση με τη γυναίκα του σφάλισε οριστικά το στόμα του στο θέμα.
Οι δουλειές του πήγαιναν από το
καλό στο καλύτερο γιατί αρκετός κόσμος εκτίμησε την εργατικότητα του, την ήρεμη
οικογενειακή ζωή και τη σεμνότητά του. Κάποια στιγμή το τόλμησε κι έκανε το
άλμα. Νοίκιασε ένα ευρύχωρο μαγαζί στο Φαρδύ, τον κεντρικό κι εμπορικό δρόμο
της Νέας Ιωνίας και μέσα έβαλε και εμπόρευμα από έτοιμα παπούτσια που
προμηθεύτηκε από τις γνωστές την εποχή Ελληνικές βιομηχανίες υποδημάτων, αλλά
συνέχισε να κατασκευάζει και τα χειροποίητα δικά του. Χρειάστηκε να υπογράψει
γραμμάτια, αλλά η δικιά του η Μαριώ του έδινε θάρρος και τον παρότρυνε
«Νικήτα μου θα τα καταφέρεις! Είμαι
βέβαιη για τις ικανότητές σου. Εγώ κι οι φίλοι μας θα σου κάνουμε την καλύτερη
δωρεάν διαφήμιση»
Με αρκετή δυσκολία σε πρώτη φάση κι
αγωνία αν θα μπορέσει να εξυπηρετήσει τις οικονομικές υποχρεώσεις που ανέλαβε,
στους επόμενους μήνες ανταμείφθηκε και ο κύκλος εργασιών ξεπέρασε τις
προσδοκίες του. Υπήρξαν δυσκολίες, όπως η ζήλεια των ανταγωνιστών, οι κακίες
αυτών που το έπαιζαν εκ του ασφαλούς επαναστάτες κι άτεγκτοι κριτές των άλλων,
αλλά και συνεχείς παρατηρήσεις των οργάνων της χωροφυλακής για ελλείψεις,
παραλείψεις και πρόστιμα. «Έκλεισες πέντε λεπτά αργότερα, δεν άσπρισες την
Τρίτη το πεζοδρόμιό σου» κι άλλα τέτοια ηχηρά εγκλήματα από το «όργανο»-αφέντη
της γειτονιάς.
Με την κάθε φορά ψύχραιμη και πυροσβεστική
αντίδραση ένα- ένα τα ξεπερνούσε. Ρίζωσε σαν ένας πετυχημένος μαγαζάτορας,
άνθρωπος εμπιστοσύνης και συνεπής στις οικονομικές του υποχρεώσεις. Το ίδιο
διάστημα η Μαριώ εκμεταλλεύτηκε τον κενό χώρο που δημιουργήθηκε στο σπίτι με
την αναχώρηση του Νικήτα κάνοντας μια έξυπνη και φτηνή ανακαίνιση εγκατέστησε
εκεί το δικό τους εργαστήρι. Πήγαινε κι εδώ καλά καθιερωμένη ως καλή μοδίστρα.
Της έγινε και μια πρόταση που την έβαλε σε σκέψεις. Ένας εργολάβος του Βόλου με
πολλές δουλειές της έκανε την πρόταση να δώσει το πατρικό της σπίτι αντιπαροχή
με τη συμφωνία να πάρει δυο διαμερίσματα ορόφου κι ένα από τα καταστήματα του ισογείου. Το συζήτησε με τον
άντρα της κι εκείνος σύμφωνος καταρχήν της είπε
«Εσύ θα αποφασίσεις τελικά. Μόνο
θέλω να εξασφαλιστείς δένοντάς τον μ’ ένα καθαρό συμβόλαιο και ρήτρες για την
τήρησή του»
Έτσι κι έγινε. Η πολυκατοικία
άρχισε να χτίζεται
29.
Το φάντασμα επανεμφανίζεται
Τα παιδιά μεγάλωναν και φυσικό
είναι να έχουν τις απαιτήσεις τους. Ήθελαν τις Κυριακές μια βόλτα στην παραλία.
Να κάτσουν σ’ ένα από κέντρα εκεί για ένα αναψυκτικό ή ένα υποβρύχιο. Δε
μπορούσαν να τους το αρνούνται συνέχεια. Έτσι κάποιες Κυριακές οικογενειακώς
έπαιρναν το λεωφορείο και κατέβαιναν στην παραλία. Σε μια απ’ αυτές είδε ένα
φάντασμα. Ο Μίμης του είχε πει πολλές λεπτομέρειες για τον Δημήτρη. Όμως δεν
του είχε ομολογήσει κάτι που είχε κάνει με δική του πρωτοβουλία. Ήξερε για τα
ραντεβού του Μίμη και Δημήτρη στο παραλιακό καφενείο και μια φορά τους είδε για
λίγο να μιλάνε καθισμένοι σε ένα τραπεζάκι. Του έμεινε η φυσιογνωμία του. Οι
μετέπειτα υπόνοιες και του Μίμη τον προφύλαξαν να μην συναντηθεί ποτέ μαζί του.
Έτσι δεν τον ήξερε σε άμεση μεταξύ τους συνάντηση.
Καθώς ήρεμα προχωρούσαν κι έφταναν
στη στροφή Κ. Καρτάλη κι Αργοναυτών το βλέμμα του ασυναίσθητα στράφηκε στο
εσωτερικό του καφενείου. Τότε τον είδε! Τα χρόνια που είχαν περάσει είχαν
αφήσει τα ίχνη του, αλλά τα βασικά χαρακτηριστικά υπήρχαν αναλλοίωτα. Γελούσε
και έπαιζε τάβλι με κάποιον άλλο. Πάγωσε! Σταμάτησε απότομα και η χλωμάδα στο
πρόσωπό του δε μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από τη Μαριώ. Με επιμονή τον
ρώτησε τι συμβαίνει. Ο Νικήτας με προσπάθεια προσπάθησε να καλυφθεί
«Τίποτα! Μια μικρή ζαλάδα ένιωσα.
Ήταν περαστική τώρα είμαι καλά»
Η Μαριώ που τον ήξερε σαν κάλπικη
δεκάρα, δεν τον πίστεψε, αλλά και δε μπορούσε να εκβιάσει καθαρή απάντηση
ιδιαίτερα όταν είναι παρόντα τα παιδιά. Από μέσα της σκέφτηκε θα τον ρωτήσω
πάλι στο σπίτι. Η έξοδος δεν πήγε καλά. Προσπάθησε να μην καταλάβουν τίποτα τα
παιδιά, αλλά δεν μπορείς να διατάζεις τον εαυτό σου κι αυτός να υπακούει. Το
μυαλό του πετούσε πια αλλού. Αύριο θα πάει να συναντήσει τον πατέρα του Μίμη. Ο
κυρ Θόδωρος άνθρωπος της αγοράς θα τον συμβουλέψει καλύτερα. Όταν επέστρεψαν
στο σπίτι η Μαριώ τον έτρωγε με τα μάτια μα δεν ήθελε να τον πιέσει και πολύ
«Σου πέρασε η ζάλη; Τώρα είσαι
καλύτερα;»
Ήξερε πως οι ερωτήσεις ήταν
προσχηματικές και μια έμμεση έκκληση να της ανοιχτεί, μα δε γινόταν να την
ενημερώσει, ιδιαίτερα όταν ούτε ο ίδιος δεν ήξερε πως πρέπει ν’ αντιδράσει και
ποιον δρόμο πρέπει να ακολουθήσει. Το ζήτημα είναι κρίσιμο και χρειάζεται
χρόνο, σκέψη και βοήθεια, Ας κρατήσει το στόμα του κλειστό. Το μόνο που βρήκε
να της πει ήταν
«Εντάξει Μαριώ μου πέρασε. Μια
στιγμή το ένιωσα και πέρασε»
Είχε ανήσυχο ύπνο και σηκώθηκε
νωρίς. Μόλις στο μαγαζί ήρθε ο υπάλληλος που πριν λίγο καιρό είχε προσλάβει του
είπε
«Πρέπει να πάω κάτω στην πόλη σ’
έναν προμηθευτή μου. Πρόσεχε εσύ το μαγαζί και τέλειωσε τα φόντια που σου έδωσα
χθες»
«Εντάξει κύριε Νικήτα. Μείνε
ήσυχος»
Πήρε το λεωφορείο και κατέβηκε στο
Δημοτικό Θέατρο. Στα Ψαράδικα έψαξε τον κυρ Θόδωρο κι όταν τον βρήκε του είπε
πως θέλει να μιλήσουν
«Πάμε απέναντι στα καφενεία να
πιούμε καφέ»
Εκεί τον ενημέρωσε με το νι και με
το σίγμα για τα χθεσινά. Ο πατέρας του Μίμη συγκινήθηκε
«Το κτήνος ζει και βασιλεύει κι οι
δικοί μου έλιωσαν στους τάφους τους. Θα το φάω το σκυλί. Δε θα μου γλυτώσει»
«Όχι κυρ Θόδωρε! Είναι σατανάς. Αν
μας πάρει χαμπάρι θα εξαφανιστεί. Πρώτα πρέπει να μάθουμε στοιχεία γι αυτόν.
Όνομα, οικογένεια, τι επάγγελμα έκανε, τι κάνει τώρα και μετά θα σκεφτούμε τη
δική μας απάντηση»
«Άστο αυτό πάνω μου. Ξέρω τον
ιδιοκτήτη του καφενείου και ένα από τα γκαρσόνια είναι καλός μου πελάτης…»
«Με τρόπο να μην καταλάβουν τι
θέλουμε. Μέσα εκεί αυτός έδενε κι έλυνε τόσα χρόνια»
«Μη με υποτιμάς! Κι εγώ άνθρωπος
της πιάτσας είμαι. Ξέρω να χειριστώ καταστάσεις. Σε δυο μέρες θ’ ανέβω εγώ πάνω
στο μαγαζί σου. Το απόγευμα που δεν έχω δουλειά και θα σου πω τι έχω κάνει.
Άντε στο καλό τώρα..»
Στο χωρισμό ο καθένας έμεινε με τη
δική του αναστάτωση.
Ο κυρ Θόδωρος με την επιθυμία να τον
αρπάξει στα χέρια του και να τον κάνει κομματάκια. Δεν ήταν ο οποιοσδήποτε
άνθρωπος. Ήταν αυτός που του άρπαξε ότι καλύτερο είχε στη ζωή. Τον μοναχογιό
του και τον αδελφό του, το καμάρι της οικογένειάς του σε μόρφωση, σε γνώσεις
και πίστη σε ένα ιδανικό. Το έχει κι απωθημένο στα κρίσιμα χρόνια στην
πραγματικότητα τον απαρνήθηκε. Δεν είχε το θάρρος να τον στηρίξει και κάθε φορά
σε όλους τους χώρους διαχώριζε τη θέση του απ’ αυτόν. Έχει ελαφρυντικά, αλλά η
πράξη παραμένει και γράφτηκε, ως αμάρτημα στην ψυχή του: Τον απαρνήθηκε ό,τι
και να πεις. Τι να πει για το γιο του, το καμάρι του, το στήριγμά του!
Ατρόμητος, αταλάντευτος έγινε ολοκαύτωμα για την πατρίδα και του αφαίρεσαν τη
ζωή άνθρωποι που δεν τον έφταναν ούτε στις μύτες των παπουτσιών του. Τόσο άδικος,
τόσο απάνθρωπος ο θάνατός του, που φωνάζει κι εκδίκηση ζητάει. Αυτές ήταν οι
πρώτες σκέψεις του κυρ Θόδωρου.
Ο Νικήτας βρισκόταν σε άλλο μήκος
κύματος. Είναι χρεωμένος με την ιερή υπόσχεση που έδωσε στον αγαπημένο Μίμη. Η
γνωριμία μαζί του ήταν ό,τι καλύτερο του έχει τύχει. Δεν του επιτρέπεται να
μείνει άπραγος, όχι μόνο γιατί το οφείλει στον Μίμη. Είναι η ανάγκη να
ικανοποιηθεί το αίσθημα της δικαιοσύνης, ότι κάποια στιγμή μετά την ύβρη
έρχεται η ώρα της Νέμεσης. Όμως υπάρχουν πλήθος περιορισμοί. Να αφαιρέσει ζωή
δεν το νιώθει ως δικαίωμά του, δεν είναι στην ιδιοσυγκρασία του ακόμα και τώρα
που όλα βοούν υπέρ της. Αυτό πρέπει να το ξεκαθαρίσει στον κυρ Θόδωρο μην
έχουμε καμιά παρεξήγηση. Η ιδανική λύση θα ήταν να παραδοθεί στην δικαιοσύνη
και τους πάγιους θεσμούς να αναλάβουν να τον τιμωρήσουν. Όμως στην τρέχουσα
πολιτική κατάσταση αυτό φαντάζει ως καρικατούρα. Πρέπει να σκεφτεί εναλλακτικές
λύσεις, που θα είναι μπορετές με βάση τις σημερινές δυνατότητες, αλλά και τις
ηθικές αρχές που καθοδηγούν ως τώρα τη ζωή του. Υπέρβαση σε αυτές του είναι
αδύνατη
30.
Το σχέδιο παίρνει σάρκα και οστά
Όπως το υποσχέθηκε σε δυο μέρες ο
κυρ Θόδωρος λίγο ζωντανεμένος εμφανίστηκε στο κατώφλι του μαγαζιού του. Χωρίς
να χάσει στιγμή του είπε
«Έχω νέα!»
«Σε ακούω»
«Μου τα είπε όλα ο φίλος μου
ιδιοκτήτης του καφενείου. Να το έχεις υπόψη σου του υποσχέθηκα πλήρη εχεμύθεια.
Λοιπόν, ο άνθρωπός μας είναι συνταξιούχος της Χωροφυλακής με εύφημες
μνείες για σημαντική προσφορά στην πατρίδα
και παρασημοφορημένος ακόμα κι απ’ τους Βασιλείς Αποστρατεύτηκε με το βαθμό του
ταξίαρχου»
«Εμ ! βέβαια, έφαγε τόσους
ανθρώπους»
«Άσε να στα πω όλα. Εκεί είναι το
στέκι του, φυσάει τον παρά, αλλά είναι γεροντοπαλίκαρο. Δεν παντρεύτηκε στη ζωή
του και διατηρείται καλά στην υγεία του. Κάθεται σ’ ένα σπίτι ψηλά στην Ιωλκού
σε ένα κάθετο δρομάκι απέναντι από την Νομαρχία»
«Ωραία! Έχουμε όλα τα στοιχεία. Ας
σκεφτούμε τώρα τι θα κάνουμε»
«Χωράει εδώ συζήτηση Νικήτα; Θα τον
καθαρίσω εγώ με τα ίδια μου τα χέρια! Αυτό το τομάρι μου σκότωσε γιο κι αδελφό.»
«Και πώς θα φανεί η ενοχή του; Πως
θα νιώσουν δικαιωμένοι οι αθώοι νεκροί μας»
«Δεν ξέρω τι μου λες. Εγώ θα πάρω
αύριο ένα χασαπομάχαιρο και θα του κόψω το κεφάλι»
«Και μετά θα συλληφθείς για φόνο
και θ’ αφήσεις τη γυναίκα σου και την Αφροδίτη μόνες κι απροστάτευτες. Δεν
είναι λύση ο φόνος. Πρέπει ήρεμα να σκεφτούμε άλλη λύση, που θα νιώσουμε και
δικαιωμένοι»
«Πες μου άλλη λύση να την ακούσω και να συμφωνήσω μαζί σου»
«Άσε να το σκεφτώ λίγο και θα σε ειδοποιήσω»
Έστυβε το κεφάλι του δυο μέρες χωρίς
να βρει λύση, που από τη μια θα ικανοποιούσε τον ορμητικό-και δικαιολογημένα-
κυρ Θόδωρο και από την άλλη να προστάτευε τις οικογένειες από τις συνέπειες των
πράξεών του. Τη δολοφονία του την απέκλεισε εξαρχής για πολλούς λόγους. Δεν
μπορείς να αφαιρείς ανθρώπινες ζωές. Τότε θα γίνεις ένα και το αυτό με τους
σατανάδες. Στο φόνο καμιά δικαιολογία δε χωράει Δεν ταίριαζε στο χαρακτήρα του
και θα έκανε κάθε προσπάθεια να αποτρέψει τον κυρ Θόδωρο που έχει τέτοιες
προθέσεις.
Σκέφτηκε την απαγωγή ή ένα γερό
ξυλοφόρτωμα, αλλά υπήρχαν δυσκολίες τεχνικής φύσεως που ήταν δύσκολο να
υπερπηδηθούν. Το καλύτερο θα ήταν να ομολογήσει δημοσίως τα εγκλήματα του και
να ζητήσει συγχώρεση. Η πιθανότητα ενός τέτοιου ενδεχόμενου είναι μηδαμινή.
Τότε έλαμψε μέσα στο μυαλό του η ιδέα. Να τον βγάλουν ανωνύμως στο μεϊντάνι, να
κάνουν δημόσια γνωστή την εγκληματική του δράση. Αυτή ας είναι η εκδίκησή τους
Δεν πρόλαβε να κατέβει στη ψαραγορά
και πρωί-πρωί τσουπ ο κυρ Θόδωρος κατέφτασε στο μαγαζί του
«Σε περίμενα χτες και δε φάνηκες. Η
υπομονή μου εξαντλείται»
Αφού παράγγειλε στο καφενείο τους
καφέδες, έβγαλε από το ντουλάπι τα νόστιμα κουλουράκια της δικιάς του να τον
γλυκάνει, άρχισε με υπομονή να του εξηγεί ότι η βιασύνη και οι λύσεις
«χασαπομάχαιρο» όχι μόνο δε θα ικανοποιήσουν τη δικαίωση των νεκρών, αντίθετα
θα δημιουργήσει νέα αλυσίδα θυμάτων. Του μιλούσε αρκετή ώρα για να κατευνάσει
την ορμή του και στο τέλος κατέληξε
«Άκου τι σκέφτηκα κυρ Θόδωρε. Στην
Κατοχή ο δικός σου ο Μίμης μου έμαθε την τεχνική του οινοπνεύματος. Δηλαδή, πώς
να αναπαράγεις πιστά ένα κείμενο σε πολλά αντίτυπα. Λέω να κάτσω να γράψω μια
σύντομη εξιστόρηση των κατορθωμάτων του κυρίου Δημήτρη μας και αφού βγάλω ένα
μεγάλο αριθμό αντιτύπων να τα μοιράσουμε σε καίρια σημεία και να τα στείλουμε
και στις εφημερίδες. Τι λες;»
Ο κυρ Θόδωρος τον κοίταξε με
ξινισμένο ύφος φανερά μη ικανοποιημένος
«Και το κτήνος θα τη βγάλει έτσι
καθαρή; Σιγά τη ζημιά που θα του κάνουμε. Τέλος πάντων βάλτο σε εφαρμογή, αλλά
θέλω αντίτυπα να τα μοιράσω εγώ. Μετά, ανάλογα με τις εξελίξεις βλέπουμε»
Χρειάστηκε δυο τρεις μέρες για να
συντάξει το κείμενο. Προσπάθησε να είναι σύντομο και περιεκτικό. Πρώτα μίλησε
πως τα χρόνια της κατοχής έδρασε προβοκατόρικα σε βάρος την Αντίστασης έχοντας
εισχωρήσει με ύπουλο τρόπο στις γραμμές της σε αγαστή συνεργασία με τον
κατακτητή. Ότι είναι υπεύθυνος για την εξαφάνιση ατόμων που θα ανακάλυπταν τον
προδοτικό του ρόλο.
Περίπτωση του δικηγόρου Αντώνη
Χειμωνά. Μετά την απελευθέρωση κατασκεύασε με ψευδομάρτυρες ενόχους που στις
ανώμαλες συνθήκες της εποχής στοίχισαν ζωές αθώων νέων ανθρώπων. Ανέφερε την
περίπτωση της Ράνιας του Μίμη και του Γιάννη, που εκτελέστηκαν με αποφάσεις των
εκτάκτων στρατοδικείων. Στο σημείο αυτό μπήκε σε δίλημμα. Θα αναφέρει ονόματα,
οπότε στοχοποιεί την προέλευση του κειμένου ή όχι. Δυο στοιχεία έπαιξαν ρόλο
για την αναφορά. Πρώτον θα είναι ευκολότερο έτσι να ικανοποιηθεί ο κυρ Θόδωρος
κι ύστερα να θεμελιωθεί το συμπέρασμα ότι ο συνταξιούχος Δημήτρης
Παπαδημητρόπουλος υπήρξε συνεργάτης των Γερμανών κι είναι ένοχος για το χαμό
ανθρώπινων ζωών.
Πριν αρχίσει το τύπωμα το έδειξε
στον κυρ Θόδωρο κι αυτός στυφά είπε
«Χμ ! Για να δούμε…»
Η Μαριώ μύριζε ότι κάτι συμβαίνει
αλλά παρά τις επανειλημμένες απόπειρες να μάθει κάτι ο Νικήτας παρέμενε σφίγγα
δεν έλεγε κουβέντα. Έκανε υπομονή γιατί τον αγαπούσε, γιατί ήταν σίγουρη πως
μετρημένος καθώς είναι δε θα κάνει καμιά τρέλα.
Ο
Νικήτας έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιο. Στρώθηκε στη δουλειά στο πίσω μέρος
του μαγαζιού, ενώ όταν τύπωνε έστελνε τον υπάλληλο εκτός μαγαζιού δήθεν σε
θελήματα. Κόντευε σε διακόσια αντίτυπα όταν κατέφθασε πάλι ο πατέρας του Μίμη.
Βιαζόταν. Η επιθυμία για εκδίκηση τον έκαιγε.
«Δώστα μου! Θα το μοιράσω εγώ..»
«Δε γίνονται έτσι αυτές οι δουλειές
κυρ Θόδωρε. Έχω έτοιμους δυο φάκελους
για τις εφημερίδες. Θεσσαλία και Ταχυδρόμο. Θα τα πετάξω εγώ κάτω απ’ την πόρτα τους. Εσύ ξυπνάς μαύρα μεσάνυχτα λόγω
της δουλειάς σου. Πάρε αυτό το μάτσο και μοίρασέ το στα μαγαζιά της παραλίας
πριν ακόμα ανοίξουν κι έχει κίνηση. Αν δεις κόσμο κάνε τον αδιάφορο. Εγώ θα
μοιράσω Ιάσονος και Δημητριάδος. Το κατάλαβες; Πες το να τ’ ακούσω.. »
«Εντάξει, εγώ στην παραλία. Αλλά να
ξέρεις . Αυτόν εγώ θα τον φάω στο τέλος. Αυτό λέει η φωνή μέσα μου. Όλα τ’ άλλα
για μένα είναι λόγια του αέρα»
«Προς το παρόν κάνε αυτό που σου
είπα»
«Αύριο πρωί-πρωί»
31.
Η εφαρμογή του σχεδίου
Σχεδόν δεν κοιμήθηκε, παρότι από
νωρίς έπεσε για ύπνο. Δεν ήθελε να δώσει στο θέμα αυτό εξηγήσεις στη γυναίκα
του. Όταν δίπλα του άκουσε την κανονική ανάσα της και κατάλαβε ότι είχε
κοιμηθεί σηκώθηκε προσεκτικά να μην την ξυπνήσει, ντύθηκε και πήγε στο μαγαζί
του. Πήρε το δέμα που είχε ετοιμάσει και άρχισε να κατεβαίνει προς την πόλη.
Ήξερε ακριβώς το δρομολόγιο, που θα ακολουθούσε. Η πόλη ήταν έρημη, αλλά
προχωρούσε προσεκτικά στην άκρη του δρόμου μην τυχόν έχει καμιά ανεπιθύμητη
συνάντηση. Άφηνε από ένα αντίτυπο σε
κάποιες εμφανείς θέσεις, πέρασε από τα γραφεία των εφημερίδων κι έριξε τους
φακέλους κάτω απ’ την πόρτα τους. Σε μια ώρα η αποστολή του είχε ολοκληρωθεί με
επιτυχία και λίγο κουρασμένος επέστρεψε χωρίς απρόοπτα στο μαγαζί. Σε λίγο θα
το άνοιγε κανονικά. Περίμενε και τον κυρ Θόδωρο να του δώσει αναφορά για το
δικό του ρόλο.
Όμως εδώ έπεσε έξω. Όταν πια άρχισε
η κίνηση και οι καθημερινοί εργάτες άρχισαν να κατεβαίνουν για τις δουλειές
τους και το πρώτο αστικό λεωφορείο ανέβηκε από την πόλη αντί για τον κυρ
Θόδωρο, ένα στρατιωτικό όχημα πάρκαρε εμπρός στο δρόμο και μια ομάδα αγριεμένοι
κι ένοπλοι μπάτσοι μπήκαν με φόρα στο μαγαζί. Έμεινε κατάπληκτος. Πριν ακόμα
συνειδητοποιήσει το συμβάν δυο απ’ αυτούς του πέρασαν τις χειροπέδες και οι
άλλοι άρχισαν ν’ αναστατώνουν τα πάντα. Αμίλητοι, παρά τις επανειλημμένες
φορές, που τους ζήτησε εξηγήσεις. Ένας απ’ αυτούς έφερε στον επικεφαλής τα
υπολείμματα από τα σύνεργα της αναπαραγωγής και δυο τρία αποτυχημένα αντίγραφα.
Βλαστήμησε για την επιπολαιότητά του. Φέρθηκε σαν πρωτάρης κι αδαής. Καλά να
πάθει!
Εν τω μεταξύ οι περίοικοι κατάλαβαν
ότι κάτι γίνεται στο μαγαζί του Νικήτα κι άρχισαν περίεργοι να μαζεύονται κοντά
στην πόρτα. Αφού θεώρησαν ότι η έρευνα τους ολοκληρώθηκε πήραν τον Νικήτα με
τις χειροπέδες και επιβιβάστηκαν όλοι στο όχημα. Ο Νικήτας πρόλαβε κι είπε σ’
ένα φίλο του.
«Ενημέρωσε τη Μαριώ»
Ξεκίνησαν προς τα κάτω. Ίσως να
ήξερε τον προορισμό. Πράγματι σταμάτησαν στο κτίριο της Γενικής Ασφάλειας και
με τις χειροπέδες τον οδήγησαν στον αξιωματικό υπηρεσίας, όπου καταγράφτηκαν
αναλυτικά τα στοιχεία του και ό,τι ενοχοποιητικά στοιχεία βρήκαν στο κατάστημά
του. Στη συνέχεια τον έκλεισαν σε ένα δωμάτιο χωρίς να του πούνε κουβέντα.
Ζήτησε ενημέρωση γιατί έγινε η σύλληψή του και το όργανο που τον κλείδωνε στο
δωμάτιο του είπε
«Αργότερα, όταν έρθει ο Διοικητής»
Κάθισε στην μοναδική καρέκλα που
είχε το δωμάτιο κι άρχισε να αναρωτιέται τι στο καλό να συνέβη. Στον ίδιο δε
συνέβη τίποτα. Γύρισε πίσω χωρίς κανένα απρόοπτο Τότες; Μάλλον στον κυρ Θόδωρο
θα συνέβη κάτι. Τι και πώς άγνωστο. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να
περιμένει. Υπομονή και ψυχραιμία, ψιθύρισε από μέσα του. Τι να κάνει και να
σκέφτεται η Μαριώ του. Δεν την φοβάται, έχει εμπειρίες ανάλογες.
Σε δυο τουλάχιστον ώρες ξεκλείδωσε
η πόρτα κι ένας μπάτσος τον οδήγησε ενώπιον του Διοικητή. Εκείνος βλοσυρός και
επιθετικός συγχρόνως του είπε σε αυστηρό ύφος
«Αγαπητέ Νικήτα Τσαλίδη δε θα
ησυχάσουμε τελικά από σένα! Όταν άνοιξες το μαγαζί είπαμε πως θα πάψεις να μας
απασχολείς, αλλά ως συνήθως με τα κομμούνια ποτέ δεν πρέπει να είσαι σίγουρος.
Κοίταξα αναλυτικά το φάκελό σου. Δυστυχώς η παλαιά ποινή σου με κυβερνητική
απόφαση- μέτρα κατευνασμού λένε οι ηλίθιοι- αμνηστεύτηκε και δε μπορώ να σε
κάνω δέμα να σε στείλω εκεί που καλά ξέρεις. Όμως υπέπεσες σε νέο αδίκημα και
θα υποστείς τις συνέπειες του νόμου»
«Ποιο είναι το νέο αδίκημα κύριε διοικητά ; Για πέστε μου;»
«Συκοφάντηση αθώου ατόμου, διασπορά
ψευδών και συκοφαντικών ειδήσεων, ρύπανση του περιβάλλοντος και δεν ξέρω ποιες
άλλες κατηγορίες. Ήδη το συκοφαντημένο άτομο υπέβαλλε μήνυση. Εγώ λειτουργώ με
βάση αυτή τη μήνυση»
32.
Ο δικηγόρος
Το απόγευμα του έβγαλαν τις
χειροπέδες και του έδωσαν ένα πιάτο φαγητό. Η έκπληξη ήταν η επόμενη επίσκεψη.
Ήρθε στο δωμάτιο ο μηνυτής έξαλλος πνέων μένεα για το γεγονός
«Ήξερα πόσο ύπουλο φίδι είσαι, αλλά
δεν θα τη γλυτώσεις, ύπουλο φίδι, από μένα. Ήρθε η ώρα να πληρώσεις. Την πρώτη
φορά τη γλύτωσες και κακώς. Τώρα όμως δε θα τη βγάλεις καθαρή»
Ανίχνευσε την ανησυχία του. Έτσι
και μόνο ερμηνεύεται η λύσσα εναντίον του. Δεν έχασε την ευκαιρία και του είπε
«Εσύ είσαι αυτός που από δω και
πέρα να φοβάσαι. Ένας πατέρας, αδελφός ή φίλος των θυμάτων σου θα σε καθαρίσει.
Να φοβάσαι και τη σκιά σου. Σε κάθε μέρα, σε κάθε δρόμο, σε κάθε στιγμή. Μόνο
αν εξαφανιστείς, πας σε άλλη χώρα κι αλλάξεις όνομα μπορεί να τη γλυτώσεις. Αν
και πάλι αμφιβάλλω. Κάποια στιγμή κακομοίρη μου θα σε πνίξουν οι τύψεις, αν
μέσα σου υπάρχει κανένα υπόλειμμα ανθρώπου »
Ο άλλος εκτός εαυτού του έδωσε μια
μπουνιά, μα αμέσως επενέβησαν οι άλλοι. Βλέπεις οι συνθήκες είχαν αλλάξει
αρκετά και μια είδηση δεν μπορούσε να κλειστεί εύκολα στους τέσσερεις τοίχους
«Εγώ θα σε μηνύσω αλήτη για αναίτια
επίθεση εναντίον μου μέσα στο τμήμα. Θέλω να δω τον διοικητή»
Βρισκόμασταν στο 1958 πια.
Σε λίγο του επέτρεψαν επισκεπτήριο
με τη γυναίκα του. Ανήσυχη για τον άντρα της, τον ενημέρωσε ότι απέξω
περιμένουν η Θεία της και η Αφροδίτη.
«Μου είπαν ότι τον συνέλαβαν χθες
αργά το βράδυ στην παραλία να μοιράζει ανατρεπτικά φυλλάδια. Είχε ένα ελαφρύ
καρδιακό επεισόδιο και θα τον πάνε στο Νοσοκομείο. Πες μου τι συνέβη»
«Θα στα πω όλα και με τη σειρά. Πριν
όμως θέλω να κάνεις μια δουλειά. Ψάξε και βρες έναν δικηγόρο. Το όνομα του
είναι Τάσος Αναγνώστου. Πες του για μένα
κι ότι πρόκειται για τον συμμαθητή μας. Τον Μίμη Χειμωνά»
«Θα κοιτάξω. Τι άλλο χρειάζεσαι;»
«Να προσέχεις τα παιδιά και να μην
τα φέρεις να με δούνε κλεισμένο μέσα. Πιστεύω ότι η υπόθεση θα λήξει σε λίγες
μέρες»
Στο δωμάτιο αυτό έβγαλε την νύχτα.
Παρωνυχίδα με βάση τις αναμνήσεις και τη γενική απομόνωση της Κέρκυρας. Το πρωί
ο φρουρός που ήταν στην πόρτα τον πήγε να κάνει την τουαλέτα του και κατά τις
δέκα το πρωί είχε μια συγκινητική συνάντηση. Παρά τα χρόνια που είχαν περάσει,
σχεδόν μια εικοσαετία, τον αναγνώρισε αμέσως. Ο σοβαρός και πάντα καλοντυμένος
Τάσος. Αγκαλιάστηκαν με θέρμη και βιαστικά ο άλλος του είπε
«Πες μου γρήγορα τα γεγονότα, να
έχω προς το παρόν μια ιδέα γιατί το μεσημέρι θα σε πάνε στην εισαγγελία ν’
αποφασίσει για την τύχη σου ο υπεύθυνος εισαγγελέας»
Όσο του ήταν μπορετό του περιέγραψε
το ρόλο του συνταξιούχου αστυνομικού Αντώνη Παπαδημητρόπουλου στα χρόνια της
Κατοχής και αμέσως μετά την Απελευθέρωση, την υπόσχεση που είχε δώσει στον Μίμη
το βράδυ πριν την εκτέλεσή του κι ότι κάποια στιγμή τον ξαναείδε. Δεν ήταν στη
λογική του με τον ίδιο τρόπο να πάρει εκδίκηση κι αποφάσισε τουλάχιστον τον
ηθικό διασυρμό του. Ό,τι έγινε, έγινε σε συνεννόηση με τον πατέρα του Μίμη κι
ότι όταν ο προδότης τον επισκέφτηκε χθες εδώ ενώπιον του οργάνου τον
γρονθοκόπησε.
Ο Τάσος κάθισε για λίγο σκεφτικός
και μετά του είπε
«Δεν είναι ώρα να κάνω κρίση στα
γεγονότα. Αυτό θα γίνει αργότερα. Λογικά δεν υπάρχει αδίκημα για το οποίο ο
εισαγγελέας θα σε προφυλακίσει. Η προσπάθειά μου θα είναι να οριστεί δικάσιμος.
Μέχρι τότε θα έχουμε καιρό για όλα. Η γνώμη μου είναι ότι μια δημοσιότητα στα
συμβάντα θα βοηθήσει»
«Ήδη έστειλα το κείμενο στις
εφημερίδες»
«Έχω γνωστούς εκεί. Θα φροντίσω για
την απαραίτητη δημοσιότητα. Εντωμεταξύ φεύγω για τα δικαστήρια. Όταν σε
μεταφέρουν θα είμαι εκεί. Να ξέρεις χάρηκα πολύ που με σκέφτηκες. Θα δώσουμε αν
χρειαστεί κάθε μάχη»
33. Επιτέλους αισθάνεται
απελευθερωμένος
Ο Τάσος επαληθεύτηκε. Ο εισαγγελέας
άφησε ελεύθερο τον Νικήτα και όρισε δικάσιμο σε δυο μήνες. Η περίπτωση του
πατέρα του Μίμη διαχωρίστηκε γιατί για λόγους υγείας παρέμεινε στο νοσοκομείο.
Όμως οι λαίμαργες εφημερίδες είδαν ψωμί στην υπόθεση και έδωσαν μεγάλη
δημοσιότητα στο θέμα. Ο Νικήτας έδωσε τρεις συνεντεύξεις σε εφημερίδες με την
πρέπουσα σοβαρότητα κυρίως τιμώντας τη μνήμη του φίλου του Μίμη Χειμωνά, της
Ράνιας και του Γιάννη.
Το παράδοξο είναι ότι παρά την
προσπάθεια των δημοσιογράφων να βρούνε τον Δημήτρη Παπαδημητρόπολου αυτό δεν
κατέστη δυνατό. Ο συνταξιούχος χωροφύλακας είχε εξαφανιστεί από την πόλη. Κάτι
που το συνήθιζε όταν για κάποιο λόγο στριμωχνόταν.
Μια από τις πρώτες εκδηλώσεις μετά
την απελευθέρωσή του ήταν η πρόσκληση του ζεύγους Νικήτα- Μαριώς στο σπίτι του
Κώστα. Ήταν ανακαινισμένο το πατρικό του στον Άγιο Κωνσταντίνο και οι γονείς
του είχαν τα τελευταία χρόνια φύγει απ’ τη ζωή. Εκεί έμαθε ότι είναι
παντρεμένος με μια φιλόλογο, διορισμένη στο 2Ο Γυμνάσιο του Βόλου κι έχουν μια χαριτωμένη
κορούλα τεσσάρων ετών. Εκεί τον περίμενε μια ακόμα ευχάριστη έκπληξη. Παρών στη
βραδιά ήταν ο παιδίατρος Κωστής ο τελευταίος από την νεανική αχώριστη παρέα.
Ανύπαντρος ακόμα. Χωρίς οι άντρες να μπορούν να υποπτευθούν τη σύνθετη σκέψη
μιας γυναίκας μόλις η Μαριώ το άκουσε φαντάστηκε δίπλα του την εξαδέλφη της
Αφροδίτη
«Θα φροντίσω» είπε από μέσα της..
Ο Νικήτας πολύ χαρούμενος που μετά
τόσα και τόσα χρόνια έβλεπε τους φίλους του με μεγάλη ευχαρίστηση οι δυο να
έχουν πραγματοποιήσει τα όνειρά τους.
Ο Κωστής πήρε αμέσως την
πρωτοβουλία
«Την άλλη Κυριακή σας καλώ στο
πατρικό μου. Το ξέρετε είναι αγροτικό σπίτι, αλλά το κτήμα είναι όμορφο γι αυτό
να έρθετε πρωί και με τα παιδιά σας»
Πετάχτηκε δήθεν διστακτικά η Μαριώ
και είπε
«Μπορώ να φέρω τη ξαδέλφη μου
Αφροδίτη; Είναι η αδελφή του Μίμη»
«Με μεγάλη μου ευχαρίστηση …» είπε
ο Κωστής
Ο Νικήτας της έριξε ένα εξεταστικό
βλέμμα..
…Η βραδιά πέρασε με συγκίνηση για
τους άντρες. Έφεραν στην επιφάνεια όλες τις μνήμες των εφηβικών χρόνων, τα
λογοτεχνικά απογεύματα και τις ατέλειωτες συζητήσεις τους για τα κοινωνικά
θέματα. Η έλλειψη του Μίμη ήταν εμφανής, γιατί αυτός ήταν πάντα που άνοιγε, διεύθυνε τη συζήτηση κι έκλεινε στο
τέλος το θέμα. Την παρατήρηση την έκανε ο Τάσος
«Αλήθεια με τα προσόντα του Μίμη τι
μπορούσε να είναι σήμερα ο Μίμης και τι υπηρεσίες μπορούσε να προσφέρει στην
πατρίδα»
Ένα ερώτημα που βασάνιζε από καιρό
τη σκέψη του Νικήτα, μόνο που αυτός το έβλεπε και από άλλη διάσταση που ίσως
δεν απασχολούσε το μυαλό του Τάσου.
Πιο συγκεκριμένα με την έξαρση της
Εθνικής Αντίστασης ο ανθός της Ελληνικής νεολαίας δονήθηκε από τα κηρύγματα της
Εθνικής Ανεξαρτησίας, της Απελευθέρωσης της χώρας από τον ξένο ζυγό και της
οικοδόμησης μια κοινωνίας δικαιότερης κι αναπτυγμένης. Πόσα λαμπρά μυαλά
σκοτώθηκαν στις μάχες με τον κατακτητή, πόσοι στήθηκαν με θάρρος και
αυταπάρνηση απέναντι στα εκτελεστικά αποσπάσματα. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτοί.
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών πόσες χιλιάδες νέοι αφανίστηκαν στον Εθνικό
διχασμό με ποικίλους κι απάνθρωπους τρόπους, οπότε εκ των πραγμάτων ανακύπτει η
ερώτηση.
«Μήπως το επίπεδο των ανθρώπων που
ασχολήθηκαν στη συνέχεια με την πολιτική διαχείριση της Χώρας έχει τη ρίζα του
στην απώλεια των ανθρώπων της πρώτης διαλογής ;»
Οι δυο γυναίκες τα βρήκαν μιλώντας
για τα παιδιά, αλλά ακούγοντας και τους
άντρες να επαναφέρουν στη μνήμη τους περιστατικά της νεανικής τους
περιόδου
34.
Το δικαστήριο
Η υγεία του κυρ Θόδωρου βελτιώθηκε,
μα πια ήταν χτυπημένος και τα χρόνια μαζί με τις τραγικές απώλειες αγαπημένων
προσώπων είχαν αφήσει βαθιά τα σημάδια πάνω του. Οι γυναίκες του τον πρόσεχαν
σαν τα μάτια τους, μα ο χρόνος δε γυρίζει πίσω. Η Αφροδίτη με το έτσι θέλω,
φόρεσε ποδιά και μπήκε στο μαγαζί παρά τις φωνές των δικών της και εκ των
πραγμάτων λόγω και των συνθηκών επέβαλε την άποψή της. Μια φίλη της από τη
γειτονιά την αποπήρε
«Καλέ πως θα σε πλησιάσει άντρας ;
Θα μυρίζεις ψαρίλα!»
«Ας προτιμήσει αυτές που βρωμάνε
πουτανίλα»
Η αλήθεια είναι ότι το θέμα την
απασχολούσε, ιδιαίτερα μετά την Κυριακή που μαζί με την Μαριώ και τον Νικήτα
πήγαν στο κτήμα του γιατρού ψηλά στην Ιωλκού. Την είχε προετοιμάσει η Μαριώ
«Είναι κούκλος σου λέω. Μην τον
αφήσεις σε χλωρό κλαρί! Ταιριάζετε πολύ»
Δεν είχε τέτοια τόλμη, αλλά και δε
χρειάστηκε κιόλας. Όταν ο Νικήτας τη σύστησε στον Κωστή και έγινε η πρώτη
συνάντηση των βλεμμάτων σαν να υπήρξε μια αόρατη για τρίτους, αλλά όχι για τους
ίδιους γλυκιά αστραπή που τους ένωσε. Είναι μερικά πράγματα που γίνονται
αυτόματα λες κι ένα τρίτο χέρι ή νους είχε εργαστεί πριν ώρες κι ώρες για να τα
προετοιμάσει. Από την πρώτη στιγμή το έμπειρο μάτι της Μαριώς είδε πως δε
χρειάζεται κανένα δικό της σπρώξιμο.
Η μέρα κύλισε όμορφα και
επιβεβαίωσε ότι παρά τις εμφανείς κοινωνικές διαφορές, παρά τους διαφορετικούς
όρους ανατροφής και το κυριότερο παρά τις εγκαίρως διαπιστωμένες αντιλήψεις
τους σε θρησκευτικά, πολιτικά και κοινωνικά «πιστεύω» οι δεσμοί της νεανικής
φιλίας ήταν δυνατότεροι και τώρα κατανάλωναν με λαιμαργία την τρυφερότητα που τους
έλειψε τόσα χρόνια. Ο Νικήτας είχε χρόνια να νιώσει τόσο ευτυχισμένος, όσο
σήμερα. Θα ένιωθε δε ακόμα καλύτερα όταν η γυναίκα του, του έλεγε για την
ευτυχή κατάληξη της πρωτοβουλίας της να πάρει στο σπίτι του Κωστή την Αφροδίτη
«Καλά πώς; Εγώ δεν πήρα χαμπάρι;»
«Αν περιμέναμε από τους άντρες
πρωτοβουλίες, χαιρετισμούς στον πλάτανο.. Οι μισές γυναίκες θα είχαν μείνει
γεροντοκόρες. Περίμενε σε λίγες μέρες εξελίξεις. Εγώ θα είμαι η μια κουμπάρα.
Ας φροντίσει αυτός τη δική του πλευρά»
Η μέρα που είχε οριστεί η δίκη για
τη μήνυση πλησίαζε. Ο δικηγόρος του τον ενημέρωσε ότι αν δεν εμφανιστεί ο
μηνυτής η υπόθεση θα θεωρηθεί περατωθείσα. Πράγματι τη μέρα εκείνη έξω από το
δικαστήριο βρέθηκαν όλοι οι ενδιαφερόμενοι πλην ενός. Ο μηνυτής Δημήτρης
Παπαδημητρόπουλος δεν προσήλθε. Ήταν όμως παρόντες όλη η οικογένεια του Μίμη κι
ο Γιατρός Κωστής. Τυπικώς ο Τάσος κι ο Νικήτας δήλωσαν παρόντες όταν ήρθε η
σειρά τους κι εκφωνήθηκαν τα ονόματα, αλλά με τη μη εμφάνιση του μηνυτή ο
δικαστής θεώρησε την υπόθεση περατωθείσα.
Ο Νικήτας ήξερε ότι τα δικά του
λόγια στο κάθαρμα, ότι δε θα τη βγάλει καθαρή αν μείνει στην πόλη-ισχυρισμός
που είχε βάση- έπαιξε σημαντικό ρόλο, αλλά δε χρειαζόταν να το παινευτεί στους
άλλους που βρίσκονταν μέσα στην καλή χαρά. Για να γιορτάσει το γεγονός και να
ευχαριστήσει τον Τάσο πρότεινε στην παρέα να πάνε όλοι στο εστιατόριο του
Μεταφτσή
«Ας κεράσω για την αθώωσή μου!»
Η πρόταση έτυχε την ομοθυμία όλων
και εκεί στη μέση του φαγητού όταν έγινε μια πρόποση από τον Νικήτα η Αφροδίτη
κοπέλα ώριμη και περήφανη σηκώθηκε κι έκανε μια δήλωση που άφησε όλους
κατάπληκτους
«Ζητώ την ευχή των δικών μου και τη
δική σας συγκατάθεση. Εγώ κι ο Κωστής, που ντρέπεται να το πει αποφασίσαμε να
παντρευτούμε»
Ο γιατρός δίπλα της κούναγε
συμφωνώντας το κεφάλι. Έπεσε γενικό χειροκρότημα και ο κυρ Θόδωρος μ’ ένα
επιτέλους πλατύ χαμόγελο στα χείλη είπε
«Με την ευχή μου παιδιά! Να πεθάνω
ευχαριστημένος. Έχασα το γιόκα μου, μα η τσαπερδόνα μου τον αναπληρώνει
επαξίως»
35.
Η συμπεριφορά των περιοίκων μετά την αποκάλυψη.
Πρέπει να ειπωθεί ότι αρκετοί
γείτονες και φίλοι, από νωρίς μετά την επιστροφή του από τις φυλακές,
αντιμετώπισαν τον Νικήτα με φιλική κι ανθρώπινη
διάθεση, με κατανόηση για την υποχώρηση του, του έδωσαν δουλειά όταν οι
ανάγκες ήταν επιτακτικές. Και από αυτόν τον κόσμο έζησε κι αργότερα έκανε τα
άλλα επαγγελματικά ανοίγματα.
Όμως δεν ήταν όλοι έτσι. Υπήρξαν και άσχημες συμπεριφορές όπως
γιουχαΐσματα καθώς περνούσε από στέκια, πληροφορίες που του έρχονταν για σχόλια
υποτιμητικά, που ειπώθηκαν σε δημόσιες και ιδιωτικές συζητήσεις από διάφορους,
που πολύ άνετα θα μπορούσε να τους κολλήσει στον τοίχο, αλλά ποτέ δεν το έκανε.
Τον πρώτο καιρό βρισκόταν κάτω από τη δαμόκλεια απειλή να επιστρέψει στο
κολαστήριο της Κέρκυρας και δεν ήξερε ποιον να εμπιστευθεί και ποιον όχι.
Αργότερα τον άφηναν έως αδιάφορο όλα αυτά έχοντας γνωρίσει το βάθος της
μικρότητας μερικών ανθρώπων. Όλα αυτά τα χρόνια οι σκέψεις αυτές τον παίδευαν,
όπως το χρέος του απέναντι στους συναγωνιστές του, που είχαν προσφέρει τον
εαυτό τους ολοκαύτωμα για την πατρίδα. Στη μνήμη τους γονάτιζε με ευλάβεια και
σεβασμό.
Όμως για τη συνέχεια είχε πάρει τις οριστικές
του αποφάσεις. Ας ασχοληθούν άλλοι με τα γενικά ενδιαφέροντα της κοινωνίας. Όχι
πως δεν τον αφορούν, αλλά το μερίδιο του το έδωσε. Τόσο μπόρεσε και φτάνει. Ας
παραμερίσει, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο, για τις νέες γενιές που έρχονται και
ελπίζει να είναι καλύτερες από τις προηγούμενες. Βεβαίως ακόμα είναι νωπές οι
μνήμες του εμφύλιου σπαραγμού και οι συνέπειές του σε όλους, μα ιδιαίτερα στην πλευρά
των ηττημένων. Σε αυτή τη φάση θα ασχοληθεί με την οικογένειά του, με την
επαγγελματική του απασχόληση και ιδιαίτερα με το μέλλον των παιδιών του
Η κόρη του Ελένη φέτος τελειώνει το
γυμνάσιο κι έχει πάρει την απόφασή της. Θα γίνει δασκάλα. Από μέσα του θα
προτιμούσε κάτι άλλο μα δεν του επιτρέπεται να παρέμβει στο όνειρό της. Ο γιος
του δεν είναι τόσο φανατικός στα γράμματα μα ελπίζει πως αργότερα θα βρει το
δρόμο του. Στην τελική περίπτωση που τίποτα δεν θα τον εμπνεύσει θα τον βάλει
στο μαγαζί. Καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή.
Έχει καλούς φίλους στη συνοικία
του, κυρίως άνθρωποι που εκτίμησαν τη συμπεριφορά του τα δίσεκτα χρόνια, αλλά
πιο δεμένος αισθάνεται με τους δυο νεανικούς του φίλους, τον Τάσο και τον
Κωστή, αφού στη συνέχεια άνοιξαν και συγγενικούς δεσμούς. Η Μαριώ και ο Τάσος
ήταν οι κουμπάροι στο γάμο της Αφροδίτης και του Κωστή.
Και κάποια μέρα στο μαγαζί ο
Νικήτας είχε μια απρόβλεπτη επίσκεψη. Ένας μεσήλικας της συνοικίας του με τον
οποίο μέχρι τώρα δεν έτυχε να έχει μέχρι τώρα
πάρε-δώσε του συστήθηκε.
«Με λένε Αντώνη Περδικάρη και είμαι
ο γραμματέας της οργάνωσης της ΕΔΑ στη Νέα Ιωνία. Γνωρίζουμε τους αγώνες και
τις περιπέτειες που είχες όλα αυτά τα χρόνια και θέλω να σου πω πως θα ήταν
τιμή μας να μπεις στις γραμμές μας και να βοηθήσεις τον αγώνα που δίνει ο λαός
για μια καλύτερη δημοκρατία στη χώρα»
«Σ’ ευχαριστώ Αντώνη, αλλά να σου
πω ότι προσωπικά δεν ενδιαφέρομαι για κομματική ένταξη»
«Δηλαδή Νικήτα δε σ’ ενδιαφέρει αν
η χώρα βαδίσει προς την πρόοδο ;»
Ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι του κι
αυθόρμητα του ήρθε να τον πετάξει έξω, μα έμπειρος στις προκλήσεις και
ψύχραιμος στις αντιδράσεις του δεν αντέδρασε. Μόνο αυτό του είπε
«Εύχομαι εσείς να πάτε καλά γιατί η
προηγούμενη γενιά τα έκανε σκατά»
«Νικήτα δεν πρέπει να υποτιμάμε τη
συμβολή του κόμματος και να μην αναγνωρίζουμε τον ηγετικό ρόλο του. Αυτό ήταν
και είναι ο φάρος των επιτυχών αγώνων…»
«Για στάσου για την ΕΔΑ μιλάς
εκείνα τα χρόνια;»
«Μην κάνεις το χαζό. Η ΕΔΑ δεν
υπήρχε τότε. Μιλάω για το τιμημένο ΚΚΕ»
«Και τόσες χιλιάδες παλικάρια που
χάθηκαν;»
«Οι αγώνες έχουν θύματα. Οι θυσίες
είναι το αλάτι που νοστιμίζει το φαγητό»
«Α! Έτσι. Τώρα κατάλαβα. Δε μ’
ενδιαφέρετε κύριε! Να πάτε στο καλό»
«Καλά τους είχα πει, αλλά δε μ’
άκουσαν …..»
«Τι τους είχατε πει, αγαπητέ μου;»
«Το προφανές κύριε μαγαζάτορα: Μη
περιμένουμε πολλά από έναν συμβιβασμένο δηλωσία !»
Δεν τον έστειλε στο διάολο. Το
άφησε ασχολίαστο…. Τις σκέψεις που του ήρθαν τις έπνιξε μέσα του
36. Ε π ί λ ο γ ο ς
Γνωρίζω ότι εκ των πραγμάτων είμαι
απόλυτος. Είναι εύκολο να κάνεις κριτική εκ των υστέρων, με γνώση όλως των
στοιχείων και με την ψυχραιμία της χρονικής απόστασης. Το δύσκολο είναι στη
διάρκεια της τέλεσης των πράξεων, πάνω στη βράση των γεγονότων με τη
συναισθηματική φόρτιση των στιγμών και την πίεση των αναγκών, να μπορείς να
εγερθείς ψηλότερα από τις εφήμερες επιρροές, να έχεις σφαιρική αντίληψη όλων
των δεδομένων και την ικανότητα της λήψης κρίσιμων αποφάσεων. Ο ρόλος αυτός
απαιτεί ιδιαίτερες ικανότητες και άνθρωποι με τέτοιες ιδιότητες σπανίζουν στη
ζωή. Άρα υπάρχουν ελαφρυντικά και δικαιολογίες, μόνο που ανάμεσα στο άριστο και
το κάκιστο ενδεχόμενο υπάρχουν άπειρες άλλες διαβαθμίσεις και η κριτική που
γίνεται είναι για το πόσο κοντά ή μακριά οι πράξεις βρίσκονται κοντά στο
ευνοϊκότερο αποτέλεσμα.
Εφαρμόζοντας αυτή την οπτική
θεώρηση στη κρίση των γεγονότων μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η εν γένει
συμπεριφορά των ανθρώπων που αποφάσιζαν από την πλευρά της Αριστεράς ήταν πολύ
πιο κοντά στο κάκιστο παρά στο άριστο. Στα πολιτικά δρώμενα το ζητούμενο δεν
ήταν η κατάκτηση ή όχι της εξουσίας. Με την ένταση των αντιθέσεων μπήκαν στη
ζυγαριά χιλιάδες απώλειες ζωών, αρκετές από τις οποίες θα είχαν με πιο συνετή
αντιμετώπιση διασωθεί. Εκεί βρίσκεται το ένα μέρος της ευθύνης.
Το άλλο είναι ότι οι αγώνες και οι
θυσίες εκατοντάδων συνελλήνων στη διάρκεια της Κατοχής, με λάθος χειρισμούς
καταναλώθηκαν αδίκως και λησμονήθηκαν με ενέργειες μετά την αποχώρηση των
Γερμανών. Όλη η προίκα των αγώνων της Εθνικής Αντίστασης παραμερίστηκε αδίκως
και χρωματίστηκε από τη βιασύνη που οδήγησε στα γεγονότα του Δεκέμβρη. Η δεξιά
τα ονόμασε στάση ενάντια στο καθεστώς και με βάση αυτή τη γραμμή οδήγησε την
ηγεσία της Αριστεράς σε όξυνση κι όχι καταλλαγή της αντιπαράθεσης
Εδώ πρέπει να τονιστεί πως το
κέντρο που χειριζόταν τις πρωτοβουλίες και τις πολιτικές της παράταξης της
Δεξιάς ήταν σε πολύ καλύτερο επίπεδο, αν και είχε ένα σημαντικό χάντικαπ. Το
χαμηλό επίπεδο του προσωπικού που του ανατέθηκε η εφαρμογή αυτής της πολιτικής.
37. Ήταν αναπόφευκτη η πορεία ?
Όταν το κόμμα της Αριστεράς, στα χρόνια της
Γερμανικής κατοχής, ύψωσε τη σημαία της Εθνικής Ανεξαρτησίας από τον κατοχικό
δυνάστη, συγκέντρωσε κάτω από τον ιστό της ό,τι καλύτερο, σε ποιότητα και
εύρος, διέθετε εκείνη την εποχή η χώρα. Την ίδια ανταπόκριση συνάντησε και το
αυταρχικό και βάναυσο Σταλινικό καθεστώς, όταν χρησιμοποίησε το ίδιο επιχείρημα
στον πατριωτικό πόλεμο ενάντια των Ναζιστών.
Στο μυαλό όμως της κομματικής ηγεσίας, εξαρχής
ήταν σιωπηλό το καθήκον που έχει, από τη φύση του, ένα Λενινιστικό κόμμα για
την κατάληψη της εξουσίας και την εγκαθίδρυση του κομμουνισμού. Έτσι όταν
φάνηκε ότι η ήττα του Άξονα εμφανίζεται στον ορίζοντα, μπήκε σε εφαρμογή το μη
ομολογημένο ποτέ σχέδιο: «Ξεκαθάρισμα του τοπίου». Έπρεπε το στρατιωτικό σκέλος
του ΕΑΜ, δηλαδή ο ΕΛΑΣ όχι να γίνει απλώς κυρίαρχη στη χώρα, μα αν είμαι
δυνατόν και η αποκλειστική.
Έτσι όλες οι άλλες οργανώσεις και τοπικές ομάδες
ανταρτών, διάφορες παλαιές και νέες πολιτικές προσωπικότητες, στρατιωτικοί
παράγοντες έπρεπε να κάνουν την υποχρεωτική και βίαιη επιλογή τους. Στη
κατεύθυνση αυτή , στο όνομα αυτής της σκοπιμότητας έγιναν άλογες διώξεις,
δολοφονήθηκαν αναιτίως άνθρωποι, καταστράφηκαν αθώες ζωές και ώθησαν πολλούς-
θέσει συμμάχους- να αναζητήσουν καταφύγιο σε ακραίες συντηρητικές οργανώσεις.
Το χάσμα, που αργότερα πλημμύρισε με αίμα, άρχισε να διευρύνεται.
Αυτή η πολιτική «πλούτισε» αριθμητικά το
ανθρώπινο δυναμικό τις τάξεις του ΕΛΑΣ, αλλά διέκοψε τις άφθονες σχέσεις
συμμαχίας με δημοκρατικές δυνάμεις τις οποίες ώθησε βιαίως σε ακραίες και
συντηρητικές οργανώσεις. Διαχώρισε τον πολιτικό κόσμο σε δυο αντίπαλα και
εχθρικά στρατόπεδα, που ετοιμάζονταν για τη μοιραία μελλοντική σύγκρουση. Τα
Δεκεμβριανά ήταν η επίσημη πρεμιέρα της λυσσαλέας διαμάχης, που επακολούθησε.
Σε οποιοδήποτε σκεπτόμενο άνθρωπο ορθώνεται
αδυσώπητο το ερώτημα:
Ήταν αναπόφευκτη αυτή η πορεία; ………….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου