Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2022

Η ζωή μιας έφηβης 1) εισαγωγή 2) Συνείδηση της ύπαρξης 3) Πρωτάκι στο σχολείο 4) Το πρώτο σκίρτημα 5) Ο πρώτος κρίκος 6) Οι «μεγάλες προσδοκίες» ήταν τζίφος 7) Ο δάσκαλος της πέμπτης τάξης 8) Το καλοκαίρι που τέλειωσε το δημοτικό. 9) Γυμνασιοκόριτσο 10) Ο χρόνος κυλάει 11) Επιτέλους κάτι γίνεται 12) Περίσκεψη 13) Η διάψευση 14) Το καλοκαίρι στο Βόλο 15) Η έκπληξη 16) Η πρώτη αγάπη 17) Η Ελπίδα τολμάει 18) Νέα αναβολή 19) Ο Μανώλης 20) Ο χωρισμός 21) Αύγουστος 22) Η τελευταία χρονιά στο γυμνάσιο 23) Μπερδέματα 24) Ο καθηγητής των Μαθηματικών 25) Ο Σίφης 26) Το καλοκαίρι πριν το Λύκειο 27) Είκοσι μέρες στη Σίφνο 28) Μαθήτρια Λυκείου 29) Το δίχτυ 30) Η νέα περιπέτεια 31) Επιτέλους αγάπη, αλλά….. 32) Η αναπάντεχη εξέλιξη 33) Μπροστά στην έκπληξη 34) Η νέα αφετηρία Η ζωή μιας έφηβης 1) εισαγωγή Βούτηξε χωρίς πρόνοια στο λαβύρινθο της ζωής Ήταν φυσικό έτσι να κουτουλίσει πάνω στις αντιξοότητες που αυτή μας επιφυλάσσει. Η ζωή - να το ξέρεις – δε χαρίζεται σε κανέναν. Είναι εκδικητική, είναι άπονη και μονοφαγού. Αδυσώπητη συνεχώς σε υποβαθμίζει αφαιρώντας όλες τις ιδιότητες και προτερήματα που αρχικά με υστεροβουλία σε προίκισε. Σου έδωσε την ψευδαίσθηση ότι είσαι κάτι το ιδιαίτερο, κάτι το ξεχωριστό. Έτσι δεν χρειαζόταν επιπλέον κόπος. Τα μυαλά σου σταμάτησαν τις συνήθεις στροφές, πήραν αέρα, πέταξαν σε ύψη πολύ ψηλότερα από το μπόι σου. Εσύ, σαν μπούφος, το πίστεψες, το χώνεψες! Τι εύκολα, λοιπόν, αφομοιώνονται οι όμορφες ψευδαισθήσεις! Τώρα ήρθε η ώρα της πληρωμής. Τελικώς σε ξαποστέλνει στον αγύριστο γυμνό κι εξουδετερωμένο. Παρ’ όλα αυτά η ζωή είναι γλυκιά κι όμορφη. Αφιερώνουμε τόσο χρόνο και τόση έγνοια για την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επέκτασή της. Τρέχουμε στους γιατρούς, μασουλάμε με πρόγραμμα τα φάρμακα που μας συστήνουν, βάζουμε απαγορευτικό σε μια σειρά από επιθυμίες. Καταναγκαστική εγκράτεια δίαιτες και τόσα άλλα. Για το σκοπό αυτό δαπανούμε και ένα μέρος του χρόνου και του εισοδήματός μας. Αν αυτό δεν είναι απόδειξη της αγάπης μας στη ζωή τι άλλο θα μπορούσε να ήταν; Βεβαίως όπως και σ’ όλα τα πράγματα της ζωής υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, αλλά μόνο για να επιβεβαιώσουν τον κανόνα. Κάποιοι, κάτω από, πολλές φορές άδηλες αιτίες. διακόπτουν βίαια τα νήμα της ζωής τους. Δε θα τολμούσα να πω δικαίωμα τους, αλλά τι να κάνουμε; Η ζωή τα έχει όλα. Η ζωή είναι σαν τη θάλασσα. Η θάλασσα! Όλα τα δίνει κι όλα τα παίρνει. Αχανής, μυστηριώδης, κάποτε ήρεμη. Δίνει την εντύπωση μιας αθώας και σίγουρης αγκαλιάς. Καθησυχαστική σειρήνα νομίζεις, αλλά στην πραγματικότητα πάντα καιροφυλακτεί για το επόμενο θύμα της. Να το ρουφήξει στα σπλάχνα της. Ανθρωποφάγα κι αχόρταγη. Ξαφνικά από ήρεμη και ελπιδοφόρα φωλιά, αγριεύει και μετασχηματίζεται σε πεινασμένο άγριο ζώο και χωρίς κανένα έλεος απορροφάει στα σπλάχνα της κάθε ανθρώπινη παρουσία. Σκέφτεσαι πόσες και πόσες φορές το κύμα της θάλασσας, εκεί δίπλα στον περίπατο σου, έγλυψε το κράσπεδο του λιμανιού; Βάζω το ερώτημα, αλλά στο οποίο ντε και καλά δεν περιμένω απάντηση: Το θεωρείς αφόρητη μονοτονία κι επανάληψη μα ακριβώς αυτό είναι η επιβεβαίωση ότι η ζωή συνεχίζεται διαχρονικά ακάθεκτη με δύναμη κι επιμονή. Πολλές φορές όμως τα λόγια είναι τόσο φτωχά! Μέσα στο μυαλό σου κλωθογυρίζουν άπειρες όμορφες εικόνες, τόσες σύνθετες σκέψεις, τέτοιοι πολύπλοκοι συλλογισμοί κι όταν επιχειρείς να τους περιγράψεις με τα γλωσσικά εργαλεία που διαθέτεις βλέπεις ότι το αποτέλεσμα είναι κατώτερο των αρχικών σου προσδοκιών. Είναι προσωπική ανικανότητα η μήπως ο άνθρωπος δεν ανάπτυξε ακόμη το γλωσσικό του εργαλείο στο επίπεδο ανάπτυξης της σκέψης του; Είναι άδηλο αν θα μπορέσεις ποτέ να βρεις απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα….. 2) Συνείδηση της ύπαρξης Η Ελπίδα κάθισε ήρεμα να σκεφτεί τα πράγματα γύρω απ’ τη ζωή της. Αναρωτήθηκε κάνοντας μια βαθειά βουτιά στα άδυτα της μνήμης. Ποιο είναι, αλήθεια, το πρώτο πράγμα που θυμάται από τη γέννησή της; Από τη στιγμή που εμφανίστηκε στη ζωή; Όχι, εδώ πρέπει να προσέξει! Μην κάνει το λάθος να επικαλεστεί γεγονός ή συμβάν, που κάποιος δικός της σε κάποια φάση, της ανέφερε σε μια συζήτηση. Όχι, γιατί συχνά ο πατέρας, η μάνα της, αλλά και ο μεγαλύτερος αδελφός της σε οικογενειακές συγκεντρώσεις ανέφεραν σκηνές ενθυμούμενοι χαριτωμένα στιγμιότυπα, αλλά και μεγάλες ή μικρές γκάφες που έκανε ασυνείδητα όταν ήταν μικρή. Αυτά δεν είναι μνήμη, αυτά είναι αποκτηθείσα στην πορεία γνώση Όχι! Αυτή από μόνη της πρέπει να ανιχνεύσει, ψάχνοντας στο άξενο σκοτάδι του παρελθόντος, ποιο είναι το πρώτο πράγμα που θυμάται κι όχι αυτό που άκουσε από τρίτους. Δαπάνησε κόπο και χρόνο για να βρει κάποια άκρη στο ερώτημα αυτό. Κατέληξε στην αμυδρή εντύπωση ότι δεν είναι απαραίτητα κάποιο γεγονός. Μάλλον είναι κάποιες μνήμες αισθήσεων και αισθημάτων. Ζεστά χείλη να την φιλούν τρυφερά. Ένα μαλακό μάγουλο να τρίβεται απαλά στο δικό της και μια όμορφη και ευχάριστη μυρωδιά να την τυλίγει. Πρέπει να ήταν η αγαπημένη μάνα της. Η κυρά Αντωνία συνεχώς θα βρισκόταν κοντά στον οπτικό της πεδίο. Έτσι είναι παντού και πάντα η μάνα. Αγάπη κι αφοσίωση. Κάτι σκληρές τρίχες να την γαργαλάνε στο αυτί και μια δυσάρεστη οσμή να τις συνοδεύει. Εκ των υστέρων θα μπορούσε να τα αντιστοιχίσει με το τραχύ μουστάκι του πατέρα της και σαν μυρωδιά τη τσιγαρίλα που ακόμα και τώρα αποπνέει και της έρχεται στη μύτη όταν πάλι την πλησιάζει. Ο κυρ Ανέστης, που μετά από τις αυστηρές συστάσεις των γιατρών και την αδιάκοπη επιτήρηση της γυναίκας του ξεκλέβει και τώρα ακόμα μερικές μόνο τζούρες- δήθεν μυστικά – στην αυλή. Δεν ήταν μόνο αυτές οι πρώτες μνήμες. Υπάρχουν και τα άσχημα. Θυμάται ζωντανά τα επώδυνα τσιμπήματα στο σώμα της που ευτυχώς δεν άφησαν σημάδια πάνω της και οι γονείς πήραν έγκαιρα τα μέτρα τους. Ο μεγαλύτερος αδελφός της, ο Χρήστος, ζήλεψε την αφοσίωση των γονέων στο νέο μέλος της οικογένειας. Αλλά κι αυτός τι ήταν τότε; Ένα τρίχρονο αγοράκι, που σύντομα άλλαξε ρότα κι έδειξε την αγάπη στην αδελφή του. Την ευχαρίστηση που ένιωθε όταν κάποιος παίρνοντάς την αγκαλιά ανέβαινε στην κούνια και κάποιος άλλος τους κουνούσε. Αργότερα, όταν πια είχε πλήρη συνείδηση των συμβαινόντων θυμάμαι τον αδελφό της το Χρήστο να την σπρώχνει στη κούνια μόνη της και την ανήσυχη προσταγή της μάνας της στο Χρήστο να προσέχει «Όχι δυνατά Χρήστο! Κρατήσου, εσύ μωρό μου! Κρατήσου, γερά!» Τη γλύκα που ένιωσε όταν για πρώτη φορά, η μάνα της έδωσε να δοκιμάσει λίγο σοκολάτα παγωτό. Το στόμα της πάγωσε, αλλά η ευχαρίστηση ήταν υπέρτερη. Ναι, κάτι τέτοιες αμυδρές εικόνες πηγαινοέρχονται στο μυαλό της και ίσως, πράγματι, να είναι οι πρώτες εικόνες της ζωής της, που αυτή θυμάται. Όμως στη θέση αυτή να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Αυτά κι άλλα τέτοια - ίσως αμελητέα για ορισμένους- συμβάντα, μαζί με το κληρονομικό έρμα να είναι εκείνα, που ουσιαστικά χαράζουν, σε σημαντικό βαθμό, το χαρακτήρα ενός ανθρώπου και την τοποθέτηση του στα επόμενα βήματα της ζωής του. Σίγουρα είχε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, περιτριγυρισμένη από ανθρώπους που σε κάθε ευκαιρία της έδειχναν τη λατρεία τους. Είχε την αδιάκοπη προσοχή της μάνας, αλλά κι αδελφός, που σύντομα ξεπέρασε το αίσθημα της ζήλειας και από «αντίπαλος» έγινε ο «φύλακας άγγελός» της στο παιχνίδι, δάσκαλος στα πρώτα βήματα όταν έκανε σεφτέ σε μια σειρά εμπειρίες της παιδικής φάσης της. 3) Πρωτάκι στο σχολείο Από νωρίς δοκίμασε εμπειρίες ομαδικής ζωής. Η μάνα της την πήγαινε στο κοντινό πάρκο κι εκεί συναντούσε άλλα παιδιά, έκανε γνωριμίες, τις πρώτες φιλίες και τη συμμετοχή σε ομαδικά παιχνίδια. Δυστυχώς από τις φιλίες αυτές καμιά δε στέριωσε. Ίσως και γιατί στα τέσσερα χρόνια της, η οικογένεια άλλαξε γειτονιά, αφού ο μπαμπάς με το δάνειο της τράπεζας και μερικές οικονομίες που είχε αγόρασε καινούριο σπίτι, μεγαλύτερο και σε καλύτερη γειτονιά από το προηγούμενο. Κάθε χρόνο έκαναν πάρτι στα γενέθλιά της, όπου έρχονταν συγγενείς, φίλοι της οικογένειας με τα παιδιά τους και γνωριμίες από το πάρκο. Θυμάται τη χαρά και την ευχαρίστηση που ένιωθε εκείνη τη μέρα που ήταν το κέντρο της προσοχής όλων. Στα τέσσερα της πήγε παιδικό σταθμό. Στην αρχή δεν της άρεσε καθόλου. Πρωινό ξύπνημα, φωνές να βιαστεί, το λεωφορείο να την μεταφέρει στο σταθμό. Ζαλάδα στην αρχή μέσα σ’ αυτό, άγνωστος τόπος άγνωστα πρόσωπα. Πολλά πράγματα καινούρια και φυσιολογικά για τον οποιοδήποτε άνθρωπο χρειάζεται ένα χρονικό διάστημα να τα συνηθίσει και να τα αφομοιώσει. Όμως σύντομα είδε ότι έχει ενδιαφέρον κι από ένα σημείο και μετά άρχισε να της αρέσει και να το αποζητά. Εκεί, έκανε φίλη τη Ζέτα, κορίτσι με το οποίο διατηρεί ακόμα και σήμερα κάποια επαφή κι αγάπη Εκεί που άλλαξαν πολλά ήταν όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να πάει στο σχολείο. Πήγε στο δημόσιο, που ήταν κοντά στο νέο τους σπίτι. Εκεί που προηγουμένως, εδώ και χρόνο φοιτούσε κι ο αδελφός της, ο Χρήστος. Αυτή η συνύπαρξη τη βοήθησε με πολλούς τρόπους. Ήταν γι αυτή ένα πέπλο προστασίας. Ένα ψυχολογικό αποκούμπι σε κάθε πρόβλημά της. Όμως ήταν και εγωίστρια. Ήθελε από νωρίς να ρυθμίζει μόνη της όλα όσα την αφορούσαν. Και στον τομέα αυτό είχε τις πρώτες μικρές αψιμαχίες με τη μάνα της. Μετά λίγο καιρό όχι μόνο συνήθισε το σχολειό, αλλά και το αγάπησε. Ήταν τυχερή, βλέπεις. Έπεσε σε μια δασκάλα που αγαπούσε τα παιδιά, όπως επίσης αγαπούσε και τη δουλειά της. Ένας τέλειος συνδυασμός για ανθρώπους που θα ασκήσουν το επάγγελμα του παιδαγωγού. Ποιος δεν ξέρει τη σημαντική επίδραση που έχει ο δάσκαλος πάνω στην παρθένα σχεδόν και έτοιμη να απορροφήσει γνώσεις παιδική ψυχή; Η Ελπίδα βρήκε το πεδίο που τις άνοιγε πόρτες. Περίεργη, δεν άφηνε τίποτα να πέσει κάτω χωρίς να το ξεψαχνίσει. Σφουγγάρι σκέτο απορροφούσε τα πάντα. Η δασκάλα της, υπομονετική και γεμάτη καλοσύνη ποτέ δεν της αρνήθηκε να απαντήσει σε μια ερώτησή της, εννοείται πάντα στο επίπεδο των δικών της γνώσεων. Κι η Ελπίδα δεν ήταν αχάριστη. Τη λάτρεψε την κυρία Γεωργία κι αυτό για τον παιδαγωγό είναι το ηθικό αντίδωρο της προσφοράς της. Από νωρίς η δασκάλα της κατάλαβε ότι η Ελπίδα είναι ένα ιδιαίτερο παιδί, με μεγάλη περιέργεια για το κάθε τι, με αυξημένη αφομοιωτική ικανότητα, με εξυπνάδα πάνω απ’ το μέσο όρο και με την πρώτη ευκαιρία ενημέρωσε τη μάνα της, που μάλλον το ήξερε από καιρό, αλλά παρ’ όλα αυτά καμάρωνε, στο περιβάλλον της, σαν γύφτικο σκερπάνι. Στα χρόνια του δημοτικού ή Ελπίδα γέμιζε μπαταρίες. Όχι αποκλειστικότητες. Τα ενδιαφέροντά της ήταν πολλαπλά και ποικίλα. Ενθουσιαζόταν εύκολα, αλλά όταν ερχόταν σε επαφή με νέο αντικείμενο έπεφτε με τα μούτρα σ’ αυτό αμελώντας το προηγούμενο. Ήταν πολύ νωρίς να βρει τη κλίση της και να αποφασίσει τι θα κάνει στη μελλοντική ζωή της. Προς το παρόν δεν είχε σταθερές προτιμήσεις. Ήταν νωρίς ακόμα να ξέρει τι υπάρχει, ποιο είναι το καλό, ποιο είναι το κακό, τι της ταιριάζει και τι της είναι απωθητικό. Ένα ήταν από την αρχή το ενδεικτικό στοιχείο. Η Ελπίδα είχε σχετική ευχέρεια λόγου, πλούσιο για την ηλικία της λεξιλόγιο και αντίστοιχη ικανότητα στο γραπτό λόγο. Δυστυχώς ήταν συναισθηματικά ευάλωτη. Από τη χαρούμενη φάση, από τα γέλια και την αισιόδοξη ματιά, έπεφτε σύντομα στα μαύρα σύννεφα. Επηρεαζόταν, βλέπεις, εύκολα από συμβάντα που λάβαιναν χώρα στην ίδια ή ακόμα και στο περιβάλλον της. Συναισθηματική υπέρ του δέοντος θα ήταν ένα από τα μόνιμα χάντικαπ στη ζωή της. Έκανε καλούς φίλους. Ενδεικτικά ας αναφέρουμε την γλυκιά Κική για την οποία θα λέγαμε ότι κατά έναν τρόπο ήταν η κολλητή της. Επίσης τον Μίμη. Και οι δυο ήταν συμμαθητές της. Η Κική της κόλλησε γιατί από την αρχή θαύμαζε τις ικανότητες και τα ταλέντα της. Κι ένας άνθρωπος που συνεχώς τροφοδοτεί τη ματαιοδοξία σου δεν είναι από χέρι απορριπτέος. Ύστερα γιατί συνεχώς της έλυνε μια σειρά πρακτικά προβλήματα στα οποία η Ελπίδα θεωρούσε σχεδόν χάσιμο χρόνου να ασχολείται μαζί τους, ενώ για τη Κική ήταν τα χωράφια της. Επιπρόσθετα ήταν και η καλύτερη πηγή ειδήσεων και κουτσομπολιών για όλους στο σχολείο. Είχε την περιέργεια να ρωτάει και να μαθαίνει. Ο Μίμης κάλυπτε την ανάγκη να έχει κι ένα αγόρι φίλο, που δεν της δημιουργούσε προβλήματα. Μη γίνει καμιά παρεξήγηση. Δεν υπήρχε σε αυτή τη φιλία καμιά συναισθηματική συνιστώσα. Όταν κάποια στιγμή μέσα της πρόβαλαν τέτοιες ανησυχίες, αυτές είχαν πάντα στόχευση μεγαλύτερα και πιο ώριμα παιδιά. Είχε βλέπεις βάλει ψηλά τον πήχη των δικών της προδιαγραφών κι απαιτήσεων. Όπως για παράδειγμα ο Αλέξης φίλος και ακόλουθος του αδελφού της του Χρήστου. Όμως μέχρι στιγμής δεν είχε ομολογήσει σε κανέναν τις προτιμήσεις της. Αυτό το κανέναν περιλάμβανε και την Κική. Ήταν πολύ περήφανη να δείξει αδυναμία στον οποιοδήποτε. Αυτή η δογματική άρνηση να παραδεχτεί την απολυτότητά της θα της στοίχιζε αργότερα στη ζωή της. Δεν μπορείς να ζεις μέσα σε μια κοινωνία και να ορθώνεις γύρω σου συνεχώς απαγορευτικά τείχη σε όλους, ακόμα και στους πιο κοντινούς σου ανθρώπους. Το μόνο που τελικά μπορείς να πετύχεις είναι η αυτοαπομόνωση σε ένα νοητό κελί. Στο σχολειό οι συζητήσεις έπαιρναν κι έδιναν. Μην κάνει κανένας το λάθος να νομίσει πως οι συζητήσεις ήταν για τα μαθήματα. Όχι! Κυρίως ήταν για τις εκπομπές που είδαν στην τηλεόραση τη χθεσινή μέρα, για καμιά ταινία που ενδεχομένως είδαν στον κινηματογράφο, για τους ωραίους και τις ωραίες ηθοποιούς. Οι ομάδες των fan του ενός ηθοποιού κονταροχτυπιόταν με τους οπαδούς του άλλου όμορφου τραγουδιστή. Ενημέρωση σε τόσα θέματα των celebrities, που ένας λογικός τρίτος παρατηρητής θα αναρωτιόταν πώς τους περισσεύει χρόνος για σχολικό διάβασμα και ύπνο. Και την Ελπίδα δεν την άφηναν αδιάφορη όλα αυτά, μόνο που αυτό το ενδιαφέρον το ασκούσε με μέτρο εκουσίως αλλά και λόγω γονικής γραμμής. Στα αγόρια πλεονεκτούσε η συζήτηση για το ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ με ένταση πείσμα που καμιά φορά η ένταση συνοδευόταν και με ψιλοκαυγάδες. Ο αδελφός της ήταν ένα όμορφο παιδί με θαυμάστριες από διάφορες τάξεις του σχολείου. Ήδη μια συμμαθήτρια της τόλμησε να της πει να «μεσολαβήσει» γι αυτόν. Προφανώς η Ελπίδα, χωρίς συγκρατημό, την έστειλε στο διάολο. «Ακούς εκεί τη σκύλα! Αν έχεις μαρή κότσια καθάρισε μόνη σου. Τι είμαι εγώ; Ο ταχυδρόμος σου;» Σαν μαθητής ο Χρήστος ήταν ένας συνηθισμένος καλός μαθητής, αλλά η Ελπίδα ήξερε καλά τον αδελφό της. Αφιέρωνε στα μαθήματα τον ελάχιστο δυνατό χρόνο, έτσι ώστε να είναι εντάξει στις υποχρεώσεις. Όμως του έλλειπε το πείσμα, η επιμονή για κάτι το ιδιαίτερο. Ταλέντο κάπου ιδιαίτερο δεν είχε ανακαλύψει πάνω του, εκτός από την άνεση του να κάνει φίλους, να είναι αγαπητός, ιδιαίτερα στα κορίτσια, τομέας που απ’ ό,τι φαινόταν θα διέπρεπε στο μέλλον. 4) Το πρώτο σκίρτημα Ήταν το καλοκαίρι ανάμεσα στη Τρίτη και Τετάρτη τάξη. Ο αδελφός της Χρήστος είχε αποφοιτήσει από το δημοτικό και την επόμενη χρονιά θα πήγαινε γυμνάσιο και θ’ άλλαζε σχολικό περιβάλλον. Όμως της το έπαιζε ώριμος κι αυτό την διαόλιζε. Δεν ήξερε ακόμα ο Χρήστος ότι η αδελφή του κάποιους σαν κι αυτόν μπορούσε να τους φάει, ως δεκατιανό, στην καθισιά. Καλοκαιρινές διακοπές εκείνη τη χρονιά έκαναν στις Σπέτσες. Ο μπαμπάς είχε νοικιάσει -μέσω φίλου απ’ τη δουλειά- δυο δωμάτια σε μια μονοκατοικία στο οικισμό των μηχανικών. Η μαμά και τα δυο παιδιά θα έμεναν σχεδόν ένα τρίμηνο, ενώ ο μπαμπάς σαββατοκύριακα κι ένα εικοσαήμερο αρχές Αυγούστου. Ένα από τα πρώτα απογεύματα με τον αδελφό της πήγαν στην Ντάπια για καφέ ή βάφλα με παγωτό. Εκεί ο Χρήστος είδε να περνάει από κοντά τους ένα αγόρι, που το γνώρισε πριν μήνες σε έναν αγώνα μπάσκετ και τον φώναξε να έρθει κοντά τους. Χαιρετήθηκαν θερμά και κάθισε στο τραπέζι τους. Ήταν ένα λυγερόκορμο κι όμορφο αγόρι, ήδη ηλιοκαμένο με έξυπνο και ζωντανό πρόσωπο. Ο Χρήστος του σύστησε την αδελφή του κι όταν έδωσαν τα χέρια και κοιτάχτηκαν στα μάτια η Ελπίδα ένιωσε για πρώτη φορά στη ζωή της τέτοια αναστάτωση. Σφίξιμο στο στομάχι, ταχυκαρδία και αίσθηση ανισορροπίας. Φοβήθηκε μήπως το πρόσωπό της κοκκίνισε και προδοθεί το ενδιαφέρον που της προκάλεσε. Τα δυο αγόρια αντάλλασαν πληροφορίες κι αυτή το έπαιξε καλή ακροάτρια. Εκεί έμαθε το όνομά του. Ντίνο τον έλεγαν. Είχαν δικό τους σπίτι πάνω από το μουσείο της Μπουμπουλίνας, εκεί κοντά, γιατί η μάνα του ήταν Σπετσιώτισσα. Μόνο αργότερα επενέβη η Ελπίδα. « Ντίνο δεν έρχεσαι αύριο από εμάς να κάνουμε μαζί μπάνιο; Δεν είμαστε μακριά. Μπάνιο κάνουμε στη θάλασσα κάτω από τον οικισμό» Ο αδελφός της υπερθεμάτισε «Ναι ρε Ντίνο, όμορφα θα ήταν. Έλα» «Με τις αποστάσεις δεν έχω πρόβλημα. Έχω στο σπίτι μηχανάκι. Θα ήθελα, αλλά δεν ξέρω αν μπορώ αύριο. Ίσως μεθαύριο» Τα αγόρια αντάλλαξαν τα τηλέφωνά τους. Η Ελπίδα το έπαιξε αδιάφορη, αλλά από μέσα της σκέφτηκε «Εύκολα θα το πάρω από τον Χρήστο» Το άλλο πρωί η Ελπίδα στήθηκε στη μικρή παραλία νωρίτερα από τη συνηθισμένη ώρα της για να ελέγχει κάθε προσέλευση. Μπήκε και βγήκε στη θάλασσα πολλές φορές μα ο Ντίνος δεν έδωσε σημεία ζωής. Είχε έτοιμη τη δικαιολογία «Το είχε πει. Θα έρθει αύριο». Το άλλο πρωί στήθηκε πάλι με ενισχυμένες τις ελπίδες για αίσια εξέλιξη. Στον αδελφό της δεν είπε κουβέντα. Έτσι ήταν αυτή, Δεν ήταν του μοιράσματος των επιθυμιών και αισθημάτων της. Κρυψίνους κι εγωίστρια. Οποία απογοήτευση. Παρά την πολύωρη παραμονή στη θάλασσα ο Ντίνος δεν εμφανίστηκε. Η Ελπίδα δεν ήταν από τους ανθρώπους που παραιτούνται με την πρώτη δυσκολία. Κάποια στιγμή που το κινητό του αδελφού της βρέθηκε ασυνόδευτο μέσα από τις επαφές κατέγραψε γρήγορα στο μυαλό της, χωρίς να γίνει αντιληπτή, το τηλέφωνο του Ντίνου. Θα έσπρωχνε τα πράγματα μόνη της κι όπου βγει. Την άλλη μέρα του τηλεφώνησε, αλλά το κινητό του ήταν απενεργοποιημένο. Δεν παραιτήθηκε! Ίδιον του χαρακτήρα της. Το ίδιο απόγευμα κατέβηκε μόνη της στην Ντάπια κι έκανε shopping therapy στα μαγαζιά της περιοχής. Η αλήθεια όμως να λέγεται. Δεν είχε σκοπό κάτι να αγοράσει, αλλά ζούσε με την αμυδρή ελπίδα κάπου να ταιριάξουν τα βήματά τους. Μάταια! Δυο ώρες ποδαρόδρομο, Αποτέλεσμα; Τίποτα, μηδέν εις το πηλίκον. Τριγύρισε το μουσείο της Μπουμπουλίνας, πήρε ένα χωνάκι παγωτό και με κατεβασμένα τα φτερά γύρισε άπραγη στο σπίτι. Στην ερώτηση της μάνας της είπε αόριστα ότι έκανε μια βόλτα στα πέριξ. Λόγω του καλοκαιριού ο έλεγχος ήταν λασκαρισμένος και δε δόθηκε συνέχεια. Στον αδελφό της δεν είπε κουβέντα, αλλά εδώ την πάτησε γιατί ο Χρήστος είχε συναντηθεί πάλι με τον Ντίνο και βολτάρανε μαζί προς το παλαιό λιμάνι για γκομενότσαρκα. Αν το ήξερε θα του έβγαζε τα μάτια. Στην επόμενη τηλεφωνική απόπειρα υπήρξε ανταπόκριση «Ναι, ποιος είναι;» « Η Ελπίδα είμαι, η αδελφή του Χρήστου. Συναντηθήκαμε στην Ντάπια» Από την άλλη πλευρά υπήρξε μια σιωπή μερικών δευτερολέπτων, αλλά η Ελπίδα δεν κάθισε στην αναμονή. Η ίδια συνέχισε «Είχες πει ότι θα έρθεις να κάνουμε μαζί μπάνιο και δεν ήρθες» «Έχεις δίκαιο Ελπίδα, αλλά έμπλεξα, μωρέ, και δεν μπόρεσα να έρθω» « Μου χρωστάς μια συνάντηση. Άκου το απόγευμα κατά τις πέντε θα είμαι στη Ντάπια. Αν δεν έχεις κάποια άλλη υποχρέωση εκεί θα με βρεις» Κι έκλεισε το κινητό χωρίς να του δώσει ευκαιρία ν’ απαντήσει Λένε ότι οι γυναίκες είναι περίεργες, αλλά κι άντρες δεν πάνε πίσω. Ο Ντίνος αιφνιδιάστηκε. «Τι στο διάολο θέλει το μικράκι. Δεν είμαστε καλά. Ύστερα είμαι και φίλος με τον αδελφό της. Όχι! Η περίπτωση μυρίζει μπλέξιμο. Αλλά το είδες; Τι θράσος! Όμως να πω και του στραβού το δίκαιο. Το μικράκι έχει ενδιαφέρον πρόσωπο. Έτσι από περιέργεια θα πάω να δω. Για ανίχνευση μόνο» 5) Ο πρώτος κρίκος Όταν ο Ντίνος κατέβηκε στη Ντάπια εύκολα πήρε το μάτι του την Ελπίδα. Καθόταν μόνη της σε ένα τραπέζι δίπλα στη προκυμαία και μπροστά της ήταν σερβιρισμένος ένας καφές. Την είδε ήρεμη να ατενίζει την απέναντι ακτή του Αγίου Αιμιλιανού και τώρα παρατήρησε ότι τις προάλλες δεν την είχε προσέξει καθόλου. Πράγματι όλη η συζήτηση και η προσοχή του ήταν προσηλωμένη στον αδελφό της. Αυτή είχε πιει το αμίλητο νερό. Μάλλον την είχε υποτιμήσει. Για να δούμε τι θέλει το τσογλάνι. Την πλησίασε από πίσω για να την αιφνιδιάσει κι ακούμπησε το χέρι του στο ώμο της λέγοντας «Να λοιπόν που ήρθα. Για πες ποιος είναι ο σκοπός της σημερινής συνάντησης;» Επίτηδες χτύπησε κατευθείαν στο στόχο για να την φέρει σε αμηχανία. Πλην όμως λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο. Η ψυχραιμία της μικρής αμέσως αποδείχθηκε ότι είναι αντιστρόφως ανάλογη με την ηλικία της «Καλωσόρισες Ντίνο. Χαίρομαι που ήρθες στο ραντεβού. Την προηγούμενη φορά την αφιέρωσες αποκλειστικά στον αδελφό μου. Θέλω να σε ενημερώσω ότι κι εγώ είμαι εδώ κι έχω μια σειρά απορίες για σένα..» Τη διέκοψε, μην αφήνοντάς την να συνεχίσει «Ο Χρήστος ξέρει για το σημερινό;» Η αντίδρασή της ήταν άμεση και απόλυτη με μια χροιά ενόχλησης «Δε συνηθίζω να ρωτάω τον αδελφό μου για το τι κάνω και τι επιθυμώ!» Ο άλλος τότε συνειδητοποίησε ότι μιλάει μ’ ένα αυτόφωτο κι ανεξάρτητο άτομο με γνώμη και προσωπικότητα «Εντάξει. Πες μου λοιπόν τι θέλεις» «Πρώτον δεν κράτησες το λόγο σου. Σε προσκαλέσαμε να έρθεις να κάνουμε μαζί μπάνιο και συ μας έγραψες. Έτσι αγενής είσαι σε όλα σου;» «Δεν υπήρξε κάποια φιξ δέσμευση, ρε κορίτσι. Είπα ίσως κι αν. Τι σημασία άλλωστε έχει;» «Ναι, αλλά εγώ το έδεσα κόμπο και σε περίμενα. Το θεώρησα σαν προσβολή γιατί ήθελα να σε δω» «Δεν το έκανα επίτηδες. Παρεξήγηση και τέλος. Σ’ ακούω» «Αφού επιμένεις και ζητάς άμεση απάντηση θα την έχεις. Θα μου άρεσε να γίνουμε φίλοι, να συζητήσουμε πράγματα, να δούμε τα γούστα μας, τι μας αρέσει και τι όχι. Και να σου πω στο τέλος; Όπου φτάσει αν ταιριάζει και το θέλουμε» «Ε! Πήρες φόρα. Με τον αδελφό σου είμαστε φίλοι. Δε θα έλεγα κολλητοί, αλλά δεν μπορώ να τον αγνοήσω. Βέβαια αυτός είναι βάζελος κι εγώ γαύρος φανατικός, αλλά εντάξει μπορώ να τον ανεχτώ. Δεν πρέπει να τον ενημερώσω;» «Ό,τι νομίζεις κάνε, αν και προσωπικά δεν το βρίσκω απαραίτητο. Δε μου λες; Δος μου το e-mail σου να σου στέλνω μηνύματα. Με την ευκαιρία σελίδα στο face book έχεις; Θα σου στείλω αίτημα φιλίας;» «Στάσου, ρε κοριτσάκι. Όλο εντολές είσαι. Πάμε πιο σιγά, γιατί θα τρακάρουμε» Σιγά-σιγά ο Ντίνος καταλάβαινε ότι απέναντί του, έχει να κάνει μ’ ένα σκληρό καρύδι και πράγμα παράξενο άρχισε να του αρέσει «Γράψε το e-mail μου. Σελίδα δεν έχω, αλλά με την ευκαιρία θα φτιάξω. Ας είσαι στο περίμενε μέχρι τότε» «Δε μου λες, στην Αθήνα που κάθεσαι;» «Στο Καλαμάκι, κοντά στο παλαιό αεροδρόμιο» «Φτου, γαμότο. Εγώ μένω στην Πεύκη. Δεν πειράζει θα μοιράζουμε την απόσταση. Ραντεβού στο Σύνταγμα!» «Καλή είσαι εσύ! Όλα τα ρύθμισες» Αργότερα, όταν επέστρεφε στον οικισμό σκέφτηκε ότι το έπαιξε πολύ ανεξάρτητη κι άνετη, ίσως υπερβάλλοντας λίγο την κατάσταση. Στην πραγματικότητα θα έχει από το σπίτι τη δυνατότητα κι ελευθερία κινήσεων; Με λίγη προσοχή ίσως. Όμως χρειαζόταν να το παίξει στον Ντίνο σίγουρη για να την υπολογίζει και να μην τη θεωρεί αμελητέα ποσότητα. Και αυτό το είχε πετύχει. Ο Ντίνος έμεινε εντυπωσιασμένος από την Ελπίδα. «Ρε το τσογλάνι! Και στην αρχή το είχα για μισή μερίδα. Τελικά μ’ αρέσει. Στον Χρήστο, προς το παρόν κουβέντα» 6) Οι «μεγάλες προσδοκίες» ήταν τζίφος Όσα ζήτησε η Ελπίδα σύντομα πραγματοποιήθηκαν. Μηνύματα στον τοίχο, φωτογραφίες, κοινά μπάνια παρουσία- δυστυχώς- όλων και έως εκεί. Αυτή ζητούσε και μια ρομαντική βραδιά κάτω απ’ τα αστέρια, τρυφερά φιλιά και σχέδια για το μέλλον, αλλά ο «λυγερόκορμος» κι όμορφος Ντίνος δεν έπαιρνε καμιά πρωτοβουλία. Σκέτο ξυλάγγουρο. Όταν η συζήτηση πήγαινε σε κάτι που είχε απαιτήσεις γνώσεων ή είχε σχέση με βιβλία συγγραφείς και ποίηση ο νεαρός ποιούσε τη νήσσα. Στην αρχή το θεώρησε ως ευγένεια, αλλά όταν τον προκάλεσε να της πει την άποψή του για τον Καβάφη της απάντησε «Ποιος είναι αυτός; Σε ποια ομάδα παίζει;» Όχι δεν θα χάριζε το πρώτο ερωτικό φιλί της ζωής της σε έναν ξεγάνωτο τενεκέ. Με αστραπιαίες κινήσεις τον έσβησε απ’ τη ζωή της. Είχε πάρει το πρώτο μάθημα της ζωής. Ό,τι λάμπει δεν είναι και χρυσός ή όπου βλέπεις πολλά κεράσια βάστα και μικρό καλάθι. Η συνάντηση Καλαμακίου και Πεύκης στο Σύνταγμα ποτέ δεν έγινε πράξη. Το καλοκαίρι στις Σπέτσες ενώ αρχικά προμήνυε νέες εμπειρίες, ενώ έδινε υποσχέσεις για ποικίλες γνωριμίες στην ουσία δεν συνέβη τίποτα. Η λύση που βρήκε ήταν στην απομόνωσή της και στο διάβασμα διαφόρων βιβλίων που είχε φέρει μαζί της ή είχε προμηθευτεί στο νησί. Με ασταμάτητο ρυθμό συνέχισε το γέμισμα των μπαταριών της κι έχτιζε σιγά-σιγά το εύρος των γνώσεων που θα αποτελούσε στα επόμενα χρόνια το μεγάλο της όπλο. Εκεί συνέβη η έναρξη. Η Ελπίδα άρχισε να κρατάει ημερολόγιο, κάτι που θα συνεχιζόταν όλα τα επόμενα χρόνια και θα κατέγραφε όλες τις μύχιες σκέψεις της. Εκεί, πέρα από την καταγραφή των συμβάντων άρχισε να καταγράφει και τις πρώτες ποιητικές απόπειρές της. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα κι άρχισε η νέα σχολική χρονιά όλες κι όλοι οι συμμαθητές της σημείωσαν πόσο μεγάλωσε και ψήλωσε το καλοκαίρι που πέρασε. Η ίδια κι οι δικοί της δεν το παρατήρησαν γιατί όταν βλέπεσαι κάθε μέρα δεν παρατηρείς εύκολα τις μεταβολές. Τότε και η ίδια το κατέγραψε. Μετρήθηκε στον τοίχο που υπήρχαν τα προηγούμενα σημάδια. Ψήλωσε τέσσερις πόντους. Μαζί άρχισε να μετασχηματίζεται το σώμα της και να δείχνει πως στην πορεία θα γίνει μια αξιοπρόσεκτη κοπέλα. Άρχισε να την απασχολεί το θέμα, να προσέχει την εμφάνισή της, να περιποιείται το σώμα της. Γυμνώθηκε μπροστά στον ολόσωμο καθρέπτη και μελέτησε το σώμα του εκατοστό με εκατοστό. Σε λίγο χρόνο θα άρχισαν να την βασανίζουν οι ορμονικές μεταμορφώσεις που έρχονται στις κοπέλες και τις κάνουν παρέα στο μεγαλύτερο διάστημα της υπόλοιπης ζωής τους. Το στήθος της φάνηκε ότι άρχισε να φουσκώνει. Όλα πάνω της προμήνυαν τις αλλαγές, που καλπάζοντας έρχονταν. 7) Ο δάσκαλος της πέμπτης τάξης Η κυρία Γεωργία, η αγαπημένη δασκάλα της πρώτης τάξης συνέχισε μαζί τους και στη δεύτερη. Αλλά μέχρι εκεί. Στην τρίτη και τετάρτη τους έλαχε μια αδιάφορη και ολίγον κακότροπη δασκάλα. Στη πορεία έμαθαν ότι αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα στο γάμο της και σίγουρα αυτό αντανακλούσε στην απόδοση της εργασία της. Δεν είχε την υπομονή αλλά και τις γνώσεις να απαντά στις επανωτές ερωτήσεις της Ελπίδας, οπότε κι αύτη με τη σειρά της την έσβησε, δε συμμετείχε στο μάθημα, πράγμα που βόλευε και τη δασκάλα γιατί δεν την έφερνε σε δύσκολη θέση να μη μπορεί να απαντάει στις ερωτήσεις της. Απλώς συνέχισε να ασχολείται με τις δικές τις προτεραιότητες, που τις θεωρούσε και πιο σημαντικές. Μεταξύ τους εκ των πραγμάτων υπήρχε μια άτυπη ανακωχή. Οι συνθήκες άλλαξαν άρδην όταν στην πέμπτη τάξη τους έπεσε ένας δάσκαλος, νέος ορεξάτος και με διάθεση προσφοράς. Όλα αυτά τα στοιχεία ξύπνησαν το ενδιαφέρον της Ελπίδας και βρήκε στόχο απασχόλησης. Μπήκε πάλι με όρεξη στην εξέλιξη του καθημερινού μαθήματος και τον λάτρεψε όταν σε μια ερώτησή, της απάντησε με ειλικρίνεια «Δεν ξέρω να σου απαντήσω τώρα, αλλά σου υπόσχομαι αύριο να μπορώ να σου έχω κάποια απάντηση. Θα δω τα βιβλία μου, αλλά και συ ψάξε στο ιντερνέτ και αύριο πες μας τι βρήκες» Όλο το απόγευμα μέχρι αργά το βράδυ κράταγε σημειώσεις – με τον υπολογιστή ανοιχτό-και την άλλη μέρα είχε στη φαρέτρα της έναν σεβαστό όγκο πληροφοριών. Ο δάσκαλος σε αυτήν απευθύνθηκε μόλις μπήκε στην τάξη. Της Ελπίδας της ήρθε λουκούμι η ευκαιρία που της δόθηκε. Έδωσε με όρεξη την παράστασή της, όχι μόνο στους συμμαθητές της, που λίγο πολύ την ήξεραν. Κυριότερα ήθελε να εντυπωσιάσει τον δάσκαλο. που κάθε μέρα που περνούσε της άρεσε όλο και περισσότερο. Μέσα στο μυαλό της δημιουργούσε φανταστικά σενάρια μαζί του, που περιελάμβαναν και εξωπραγματικές προσδοκίες. Της άρεσε ο ρόλος αυτός. Δούλευε τη φαντασία και ρουφούσε τη νοητή ευχαρίστηση. Το ανεξήγητο γι αυτήν ήταν ή άγνωστης προελεύσεως ένταση και ταραχή που την καταλάμβανε κάθε φορά που τον ή την πλησίαζε. Που να ξέρει ο αθώος δάσκαλος τι βάσανα της δημιουργούσε, χωρίς σίγουρα να το επιδιώκει ή ακόμα και να το φαντάζεται. Μέσα στο ημερολόγιο της, που με συνέπεια συνέχισε να κρατάει, υπήρχαν καταγραμμένες μια σειρά ενδόμυχες και τολμηρές σκέψεις που αλίμονο αν γινόταν κτήμα ματιάς ενός τρίτου. Γι αυτό πάντα τα γεμάτα τετράδια που ήδη άρχιζαν να σωρεύονται με το χρόνο τα έκρυβε με επιμέλεια στο κλειδωμένο συρτάρι του γραφείου της. Μέχρι τώρα οι δικοί της είχαν σεβαστεί την επιθυμία της. Εναγωνίως ζητούσε αδελφή ψυχή. Ένα φίλο με ανησυχίες και ανάλογα ενδιαφέροντα. Να τον κάνει κοινωνό κάποιων κειμένων της, ίσως πρωτόλειων, ίσως ανάξιων προσοχής, αλλά ήταν τα δικά της γραπτά. Κείμενα που γράφτηκαν με προσπάθεια, με αίσθημα κι αγάπη. Μέχρι τώρα περπατούσε στο σκοτάδι. Δεν ήξερε τι αξία έχουν, μα η αλήθεια ήταν πως φοβόταν κιόλας την απόρριψη. 8) Το καλοκαίρι που τέλειωσε το δημοτικό. Πριν λίγες μέρες είχε συμβεί το απευκταίο. Της ήρθε η περίοδος, ίσως πιο σύντομα από άλλες συμμαθήτριές της. Βεβαίως ήταν ψυχολογικά προετοιμασμένη από τη μάνα της, αλλά και από συζητήσεις με άλλα συνομήλικα κορίτσια στο σχολείο. Το γεγονός δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Ήταν αναμενόμενο και την πρώτη φορά παρά το γεγονός ότι βρισκόταν στο ασφαλές περιβάλλον του σπιτιού της και είχε την αμέριστη βοήθεια της μάνας της την κατέκλυσε ένα δυσάρεστο και πνιγηρό συναίσθημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν κοινώνησε το γεγονός σε κανέναν. Ούτε στην κολλητή της την Κική, ενώ αυτή η κακομοίρα της εξομολογείτο τα πάντα που της συνέβαιναν. Από την επόμενη φορά όμως το συνήθισε και μετά είδε και τη θετική πλευρά του γεγονότος. Ωρίμασε πλέον, ως γυναίκα και πέρασε πια σε άλλη φάση. Είχε παρατηρήσει τις μεταβολές στο σώμα της, είχε νιώσει τις ορμονικές αλλαγές στον εαυτό της και τις αναστατώσεις που αυτές προκαλούν. Στα δυο τελευταία χρόνια είχε γίνει μια κοπελίτσα αξιοπρόσεκτη με προοπτικές ακόμα καλύτερες στο μέλλον. Δεν ήταν χαζή. Ήξερε την αξία της και είχε μεγάλες απαιτήσεις από τη ζωή. Αυτό σε συνδυασμό με τον αυξημένο εγωισμό που τη χαρακτήριζε ίσως να το πλήρωνε αργότερα στη ζωή της. Εκτός αν εγκαίρως άλλαζε μυαλά. Αυτό το καλοκαίρι, με δική της πίεση είχε πείσει τους γονείς της να πάει μόνη κατασκήνωση. Μετά από πολύ ψάξιμο πήγε σε μια κατασκήνωση για έφηβους κάπου στην Πελοπόννησο. Δύσκολα ο πατέρας της θα της χαλούσε το χατίρι και θα αρνιόταν να πραγματοποιήσει όποια επιθυμία της. Έτσι, χωρίς γκρίνια και δισταγμό πλήρωσε τα ακριβά τροφεία για ένα εικοσαήμερο. Στη κατασκήνωση το περιβάλλον ήταν για την Ελπίδα παρθένο. Αρχικά δεν βρήκε κανένα άμεσα γνωστό, αλλά γρήγορα ανακάλυψε άτομα, που είχαν κοινούς γνωστούς. Το θετικό ήταν ότι η πλειοψηφία των παιδιών ήταν παιδιά του γυμνασίου, άρα μεγάλη γκάμα να κάνει νέες κι ίσως ενδιαφέρουσες γνωριμίες. Στο δεύτερο απόγευμα σε ένα δίωρο ελεύθερο από τα ομαδικά προγράμματα, που συνηθίζονται στις κατασκηνώσεις, είδε ένα αγόρι να διαβάζει κάτω από το πεύκο ένα βιβλίο. Δεν έχασε καιρό. Πήγε κοντά του και τον ρώτησε τι διαβάζει. Έπεσε από τα σύννεφα. Εκεί, μέσα, στις συνθήκες της εξοχής, ένα συμπαθητικό αγόρι διάβαζε ποίηση κι όχι μόνο. Διάβαζε τον αγαπημένο της ποιητή. Τον Οδυσσέα Ελύτη. Προσανατολισμοί. Έκπληξη μεγάλη, αλλά και ευχάριστη. Δεν θα την άφηνε να περάσει έτσι. Χωρίς δισταγμό τον πλησίασε και του συστήθηκε «Γεια σου! Με λένε Ελπίδα. Βλέπω διαβάζεις Ελύτη» «Γεια. Ναι είναι ο αγαπημένος μου ποιητής» «Τον έχω κι εγώ μελετήσει αρκετά. Δε μου είπες το όνομά σου» «Νίκο με λένε» «Νίκο σε ποια τάξη πας;» «Θα πάω τρίτη» «Ωραία. Εγώ θα πάω πρώτη. Τι άλλο διαβάζεις;» «Διάφορα. Καλύτερα να πω ό,τι πέφτει στα χέρια μου. Τον Ελύτη, μου τον έκανε δώρο ο πατέρας μου» «Έχουμε κοινά ενδιαφέροντα. Θα ήθελες να κάνουμε παρέα. Εδώ στη κατασκήνωση δεν έχω κανένα δικό μου φίλο» Τα συμφώνησαν όλα και αντάλλαξαν τις πρώτες χρήσιμες πληροφορίες για το άτομό τους. Ο Νίκος ήταν από την Πάτρα, οι γονείς του εκπαιδευτικοί –φιλόλογοι κι οι δυο - και ο ίδιος μάλλον θα ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο, χωρίς να το έχει ακόμα αποφασίσει οριστικά. Ήταν παιδί του διαβάσματος κι αυτό ήταν η συγκολλητική ουσία που τους ένωσε και περνούσαν μαζί όλο τον ελεύθερο χρόνο τους. Συμφώνησαν τους τρόπους με τους οποίους θα διατηρούν επαφή μετά την κατασκήνωση. Όχι μόνο με το f/b και Skype. Η Ελπίδα επέμενε «Θέλω να ανταλλάσουμε γράμματα. Να λέμε αναλυτικά τις σκέψεις μας κι όχι μόνο τα νέα μας. Να μπορώ να τα διαβάζω, όποτε θέλω,» Η Ελπίδα ενθουσιώδης και παρασυρτική δεν του άφησε περιθώρια για άρνηση. Ο Νίκος αιχμαλωτίστηκε από τον ενθουσιασμό της και υπέκυψε στις ορέξεις της. «Έχω γράψει κάποια ποιήματα και διηγήματα. Δεν τα έχω δείξει ακόμα σε κανέναν. Θα σου στείλω μερικά να μου πεις τη γνώμη σου. Εντάξει;» Έτσι η Ελπίδα απέκτησε τον πρώτο πνευματικό της φίλο. Δυστυχώς σε όλες τις υπόλοιπες μέρες ο Νίκος δεν της κίνησε καθόλου το ενδιαφέρον, ως άντρας. Δεν ήταν άσχημος. Ήταν γλυκός, ήταν καλός, αλλά μέχρι εκεί. Πάθος μηδέν. Η κατασκήνωση, πάνω στην οποία είχε κτίσει απ’ την αρχή πολλές προσδοκίες να βρει ένα αγόρι που να τη συναρπάσει, να της γεννήσει δυνατά αισθήματα, να αγκαλιαστεί και να φιληθεί, έμειναν μόνο στο επίπεδο των προσδοκιών. 9) Γυμνασιοκόριτσο Τη χρονιά που η Ελπίδα άλλαζε περιβάλλον πηγαίνοντας στο γυμνάσιο, ο αδελφός της έφευγε για το Λύκειο. Το Λύκειο βρισκόταν σε άλλο κτήριο. Αυτό της δημιουργούσε αμφίσημα αισθήματα. Ίσως θα ήθελε να τον έχει κοντά της, αλλά πάλι, αν αυτό γινόταν, θα είχαμε μια σειρά μπερδέματα και φασαρίες μεταξύ τους. Ήταν δεδομένο στην οικογένεια ότι η ατίθαση Ελπίδα δεν ανεχόταν μύγα στο σπαθί της. Γιόρτασε τα δωδέκατα γενέθλιά της κι ακόμα δεν είχε δοκιμάσει ερωτικό αντρικό φιλί. Ξεφτίλα του κερατά! Ας το διάολο! Ευτυχώς μπορεί να κρύβει την «ντροπή» της μέσα στο κλίμα της μόνιμης απόκρυψης των προσωπικών της δεδομένων, που με συνέπεια κρατούσε, ως τακτική, από την αρχή. Ίσως θα πρέπει να χαμηλώσει τον πήχη των απαιτήσεών της. Ναι με την πρώτη ευκαιρία πρέπει να αφεθεί. Η αλήθεια είναι ότι από την πρώτη μέρα στο γυμνάσιο κατακλύστηκε με νέες εικόνες. Αρκετοί νέοι συμμαθητές, τα παιδιά των μεγαλύτερων τάξεων και οι καθηγητές. Η ίδια πρέπει να δώσει νέα μάχη, να δείξει τις ικανότητές της. Της είναι αναγκαίο και υπαρξιακό να έχει τη παραδοχή στο περιβάλλον της. Ήταν ακόμα μικρή να ξέρει ότι οι πολύ δυναμικές κι έξυπνες γυναίκες φοβίζουν τους άντρες. Μπορεί να τις θαυμάζουν αλλά δεν τις γουστάρουν και για γκόμενες. Κάνουν μεταβολή και φεύγουν. Θα χρειαζόταν κι άλλος χρόνος και να πατήσει μερικές πεπονόφλουδες μέχρι να το καταλάβει. Μια από τις πρώτες εκκρεμότητες ήταν να γράψει στον πατρινό φίλο της Νίκο τις πρώτες εντυπώσεις απ’ το σχολείο. Μαζί του έστειλε και τρία ποιήματα ζητώντας του να της πει μια ειλικρινή γνώμη. Η ευκαιρία της δόθηκε στο πάρτι γενεθλίων της Ντίνας. Μια συμμαθήτριά της, άνετη και προωθημένη στις σχέσεις και επαφές με τους ανθρώπους, αλλά το επίπεδο της ως μαθήτρια χαμηλό. Ίσως γιατί η προσοχή της ήταν προσανατολισμένη σε πιο «χρηστικά» γι αυτή αντικείμενα. Εκεί ο «όμορφος» της ζήτησε να χορέψουν. Δεν ήξερε ούτε το όνομα του. Σηκώθηκε με θετική διάθεση. Την έσφιξε αμέσως πάνω του, τόσο που αισθάνθηκε αμηχανία, αλλά από μέσα της είπε «Ας τον να δούμε που θα φτάσει» Κόλλησε το μάγουλό του και το σώμα του πάνω της. Αυθόρμητα της ήρθε να τον σπρώξει μακριά, αλλά σύντομα την κυρίευσε μια παράξενη ζεστασιά που ανέστειλαν κάθε αντίδραση της. Χωρίς να το καταλάβει πως έγινε αυτό, βρέθηκαν σε μια γωνιά του διαμερίσματος κι ο νεαρός με περίσσιο θάρρος της έστρεψε το πρόσωπο και εκεί, μπροστά στα μάτια των άλλων, κόλλησε τα χείλη του στα δικά της Αιφνιδιάστηκε πλήρως και χωρίς να το καταλάβει με αυτοματικό τρόπο άνοιξαν και τα δικά της χείλη. Ανταποκρίθηκε στο φιλί και της άρεσε. Αμέσως συνήλθε και σχεδόν βίαια τον απομάκρυνε. Επέστρεψε αναστατωμένη στη καρέκλα της, όπου δίπλα καθόταν η δικιά της, η Κική. «Ποιος είναι αυτός, μαρή» Η άλλη έτρεξε να μάθει και σύντομα γύρισε με απαντήσεις «Τάκης. Β’ Γυμνασίου. Μαρούσι!» Της ήρθαν αυθορμήτως γέλια με την τηλεγραφική πληροφόρηση της Κικής, αλλά το γεγονός ήταν άλλο. Την φίλησαν! Έκανε επιτέλους σεφτέ. Της άρεσαν πολλά. Πρώτο το ίδιο το φιλί και η ζεστασιά που συνάντησε στα χείλη του. Δεύτερο η ολόσωμη επαφή που της επέβαλε με το έτσι θέλω και τρίτον η αποφασιστικότητα του. Με βάση την προϊστορία των αντιδράσεων της θα έπρεπε ακαριαία να τον χαστουκίσει. Δεν το έκανε. Αντίθετα τον αναζήτησε μέσα στο δωμάτιο και δεν τον είδε. Με την Κική αγκαζέ βγήκαν αναζητώντας δήθεν τουαλέτα. Τον έψαξαν, αλλά δεν τον συνάντησαν πουθενά. Λες και τον κατάπιε η Γη. Όταν αργότερα πήγε σπίτι τα έφερε εξαρχής στο μυαλό της. Οι εντυπώσεις ίδιες, αλλά μια καινούρια επιθυμία την κατέκλυσε. Πρέπει να τον ξαναδεί. Γιατί; Δεν ξέρει ακόμα. Ας μην μπλέξει όμως τρίτο άτομο. Καλή και χρήσιμη η Κική, αλλά της ήταν δύσκολο να δείξει αδυναμία. Πώς όμως θα τον βρει; Δε θα είναι υποτιμητικό να στηθεί έξω από το σχολείο; Υπάρχει άλλη λύση; Ας μη βιαστεί, ας αφήσει να περάσει λίγος χρόνος για να κατακάτσουν οι πρώτες εντυπώσεις. 10) Ο χρόνος κυλάει Δυστυχώς ο εγωισμός δεν την άφησε να ζητήσει από τρίτους πληροφορίες για τον Τάκη και το πέρασμα των μηνών άμβλυναν την επιθυμία της να τον γνωρίσει. Τι ήταν άλλωστε; Ένα απλό φιλί και μόνο, ενώ αυτή για να σβήσει τη φωτιά που καίει μέσα της χρειάζεται κρουνό της πυροσβεστικής. Αυτή θέλει να ζήσει τους μεγάλους έρωτες, που διαβάζει στα βιβλία, τις ερωτικές σκηνές που βλέπει στις ταινίες. Να δοκιμάσει αυτά που με φόβο, αλλά και πρωτόγνωρη διέγερση ανακάλυψε σε ιστοσελίδες του Ιντερνέτ και κρυφά από τους δικούς της έχει πολλές φορές τελευταία επισκεφτεί και είδε. Ανακάλυψε με ντροπή τον τρόπο να νιώσει γλύκα μόνη της, αλλά αμέσως μετά ορκιζόταν ότι δεν θα το επαναλάβει. Όχι! Είναι υποτίμηση του εαυτού της. Όμως τότε κατάλαβε ότι άλλο είναι να δίνεις υπόσχεση κι άλλο είναι να την τηρείς Όλο αυτό το χρόνο αντάλλαζε επιστολές με τον πατρινό Νίκο, αλλά αυτή η σχέση διατηρούσε την εξαρχής φιλική της μορφή, που στη πορεία απόκτησε και φιλολογικό ενδιαφέρον γιατί ο Νίκος είχε τελικά πραγματικά πνευματικά ενδιαφέροντα και τις αντίστοιχες ικανότητες. Τώρα σε λίγους μήνες θα ολοκλήρωνε την δεύτερη τάξη στο γυμνάσιο. Ήταν προς το τέλος της σχολικής χρονιάς της δευτέρας γυμνασίου και η άνοιξη ήταν παρούσα με τις φουσκοδεντριές της, τις όμορφες μυρωδιές των ανθισμένων δέντρων και την αφόρητη πίεση μέσα στο κάθε ζωντανό οργανισμό να επικοινωνήσει με το συνάνθρωπό του, να δώσει και να πάρει αγάπη. Ιδιαίτερα σ’ ένα νέο κορίτσι, παρθένο, αδοκίμαστο, ακόμα λευκό χαρτί, αλλά με θεωρητική γνώση για το μερίδιο, που δικαιούται, ως ανθρώπινο πλάσμα, στη ζωή. Ένα Σάββατο απόγευμα του Μάη με την παρέα του αδελφού της ήταν σε έναν από τους σινεμάδες του Μαρουσιού να δούνε μια ταινία του Χάρι Πότερ. Στο διάλειμμα της ταινίας καθώς έβγαινε στο φουαγέ αισθάνθηκε να της βάζουν κάτι στο χέρι. Γύρισε να δει. Κι ήταν ο Τάκης, που ήδη απομακρυνόταν. Πάλι δεν πρόλαβε να του μιλήσει. Άνοιξε την παλάμη της κι είδε ένα μικρό χαρτάκι με έναν αριθμό κινητού «Α, τον μπαγάσα!», είπε. Μέσα της ξύπνησαν οι μνήμες. Ακόμα και η αίσθηση του φιλιού του. Δεν είχε ξεχάσει τελικά τίποτα. Μέσα της κοιμούνταν ύπνο ελαφρύ οι μνήμες και με την πρώτη αφορμή ξύπνησαν απαιτητικές και ζητούσαν συνέχεια. Της ήταν αδύνατο να συγκεντρωθεί στη συνέχεια της ταινίας. Είπε στον αδελφό της ότι πάει στην τουαλέτα. Μόλις βγήκε στο φουαγέ τον πήρε τηλέφωνο. Της απάντησε μια χαμηλή φωνή «Πού είσαι;» «Στο φουαγιέ!» «Έρχομαι!» Δεν πέρασαν δέκα δεύτερα κι εμφανίστηκε ο Τάκης να βγαίνει απ’ την αίθουσα «Γεια σου» Χωρίς καθυστέρηση και χωρίς να την ρωτήσει την άρπαξε αγκαζέ και την έμπασε πάλι στην αίθουσα, όπου η ταινία συνεχιζόταν και οι θεατές ήταν προσηλωμένοι στα διαδραματιζόμενα. Στριμώχτηκαν στην πίσω γωνιά και χωρίς να χάσει καιρό της είπε «Τάκη με λένε και θέλω να σε δω πιο άνετα» Δεν του είπε ότι το ξέρει. Η ίδια συμπλήρωσε «Εμένα Ελπίδα» Εκεί στο στρίμωγμα, με το φόβο ολάκερο μέσα της μην τη δει κανένας από την παρέα της, του πρόσφερε τα χείλη της κι αυτός λαίμαργα τα ρούφηξε, ενώ τα χέρια του φυλάκισαν δυνατά όλο το κορμί της. Αναστέναξε από ευχαρίστηση. Σύντομα τον συγκράτησε «Όχι εδώ! Θα σου τηλεφωνήσω. Γεια σου» Γύρισε στη θέση της και κανείς δεν αντιλήφτηκε κάτι. Η παρακολούθηση της ταινίας πήγε περίπατο. Αισθανόταν τα μάγουλά της να την καίνε, αλλά ευτυχώς στο σκοτάδι κανείς δεν μπορούσε να το δει. Είχε πολύ υλικό για να σκεφτεί απόψε τη νύχτα 11) Επιτέλους κάτι γίνεται Όταν γύρισαν στο σπίτι δεν έβγαλε μιλιά, ούτε έβαλε μπουκιά στο στόμα της. Προφασιζόμενη κούραση κλείστηκε στο δωμάτιο της. Ξάπλωσε στο κρεβάτι, έκλεισε τα μάτια κι έφερε στη μνήμη της το συμβάν. Τελείωσε, δε χωράει συζήτηση. Άλλο είναι να το διαβάζεις, άλλο να το βλέπεις κι άλλο να το ζεις. Καμιά σχέση. Θυμήθηκε την αναστάτωση όταν τον είδε πάλι μετά τόσο καιρό, την αδημονία της να τον πάρει αμέσως τηλέφωνο, τη χαρά της όταν συναντήθηκαν, τη γλυκιά ευχαρίστηση όταν την αγκάλιασε, την παράλυση, που την κατακυρίευσε όταν τα χείλια του σκέπασαν τα δικά της. Αχ μωρέ! Γιατί δεν είχαν χρόνο να χαρούν τη συνάντησή τους, χωρίς το φόβο των ανθρώπων που ήταν γύρω τους. Όμως, τώρα είναι το καλό. Η ευκαιρία είναι μπροστά της. Επιτέλους άνοιξε και για τη στερημένη ψυχή της ο δρόμος. Αύριο κιόλας θα τον πάρει τηλέφωνο Ναι, αλλά πρέπει να σκεφτεί μέχρι πού είναι αποφασισμένη να φτάσει. Τι νιώθει, πώς βλέπει τη σχέση με τον Τάκη. «Βρε δεν πάνε στο διάολο όλα αυτά τα ερωτήματα! Κρατήματα κι αναστολές. Φτάνει πια! Θα ακούσει μόνο τη φωνή της καρδιάς της κι ότι αυτή προστάζει» Το πρωί που ξύπνησε πεινούσε σα λύκος. Μήπως επειδή χθες έπεσε νηστική ή οι νέες προοπτικές ήταν αυτές που της άνοιξαν την όρεξη; Έφαγε λαίμαργα και γερά. Ποια ώρα είναι κατάλληλη να τον πάρει τηλέφωνο; Θα έχει ξυπνήσει άραγε; Νέοι μπελάδες στο κεφάλι της, αλλά γούσταρε. Δεν άντεξε περισσότερο στο περίμενε. Στις 10 το πρωί του τηλεφώνησε. Δεν υπολόγισε καθόλου τον κίνδυνο μήπως φανεί πεινασμένη και διαθέσιμη. Η φωνή από την άλλη πλευρά ακούστηκε αγουροξυπνημένη. «Ναι, ποιος είναι;» «Έλα, εγώ είμαι!» Στιγμές δισταγμού κι αμέσως συνέχισε « Είσαι να συναντηθούμε σήμερα το απόγευμα;» «Αμέ, μέσα. Που όμως και πότε;» Σκέφτηκε λίγο και του πρότεινε «Στις έξι στον Ηλεκτρικό. Στο Μαρούσι. Με κατεύθυνση για Αθήνα» «Έγινε!» Τι θα πει στη μάνα της; Με συμμαθητές της θα πάει στη Κηφισιά για παγωτό. Δε θα έχει αντίρρηση κι αν έχει ας την κρατήσει για τον εαυτό της. Μωρέ! Είναι μεγάλη κοπέλα πια κι έχει δικαιώματα. Υποχρεώσεις όμως; Άσε. Δεν είναι καιρός τώρα για τέτοια ενοχλητικά ερωτήματα. Ο αδελφός τη; Μάλλον έχει τα δικά του. Ο μπαμπάς; Αυτόν τον έχω στο χέρι. Λίγο νάζι, ένα φιλάκι κι έλιωσε! Αυτή είχε έτοιμο το σχέδιο. Θα πάνε στο Θησείο. Όταν συναντήθηκαν ο Τάκης ούτε ρώτησε που πάνε. Άφησε στην Ελπίδα όλη την πρωτοβουλία. Μπήκαν στο βαγόνι και αμέσως τον πέρασε από ανάκριση για τα πάντα. Στην ίδια φάση συμπλήρωνε βέβαια και τις αντίστοιχες πληροφορίες από τη δική της πλευρά. Είναι μοναχογιός και η μάνα του τον έχει στο όπα- όπα. Ο πατέρας του έχει λογιστικό γραφείο με πελάτες μεγάλες επιχειρήσεις και του έχει ζαλίσει τα αυτιά να κάνει οικονομικές σπουδές για να μπει στο γραφείο και μελλοντικά να τον διαδεχθεί. Αυτός δε γουστάρει με τίποτα. Βέβαια σαν μαθητής δεν έχει κανένα φανατισμό, ούτε έχει καταλήξει στο τι θέλει. Μάλλον θα πάει στο εξωτερικό για σπουδές. Στο θέμα αυτό κι η Ελπίδα του είπε ότι και η ίδια δεν έχει καταλήξει οριστικά «Ας αποκλείσουμε βέβαια τις θετικές σχολές. Ίσως φιλολογία-ιστορία- αρχαιολογία. Ίσως νομική αλλά σίγουρα όχι δικηγόρος. Μπορεί δημοσιογράφος» Της είπε «Έχουμε ακόμα καιρό. Τη νέα χρονιά πάω Γ’ γυμνασίου. Από του χρόνου ίσως πάω φροντιστήριο» «Εγώ φέτος θα τελειώσω τη Β’ γυμνασίου. Γαμότο ο χρόνος δεν προχωράει με τίποτα» Κατέβηκαν στο Θησείο και άρχισαν να ανεβαίνουν την Αποστόλου Παύλου. Δε σταμάτησαν στα όμορφα καφενεία που αφθονούσαν στη περιοχή, που ήταν γεμάτα με νέους. Χωρίς να πούνε λέξη, χωρίς να συμφωνήσουν για τίποτα από πριν, μέσα στο μυαλό τους κυκλοφορούσε η ίδια σκέψη κι επιθυμία. Να βρούνε μια μοναχική γωνιά για ν’ αφήσουν ελεύθερη την καταπιεσμένη επιθυμία που τους πνίγει για επαφή, φιλιά κι αγκαλιές. Δυο νέα παιδιά γεμάτα με ζουμιά και απορίες για το άγνωστο, που υπάρχει γύρω από το τομέα αυτό μέσα τους, περπατούσαν στα ίδια μονοπάτια που πριν χιλιάδες χρόνια τα είχαν πατήσει μεγαθήρια της ανθρώπινης σκέψης. Όχι βέβαια ότι έκαναν τέτοιες σκέψεις. Πήγαιναν με αυτόματα βήματα να επαναλάβουν για μια ακόμα φορά την αιώνια λειτουργία ζωής και γέννησης. Κι όλα στο αμίλητο και στο μουγκό. Περπατώντας στα πλακοστρωμένα μονοπάτια του Πικιώνη στο ύψος της εκκλησίας του Λουμπαριάρη χώθηκαν στα στενά δρομάκια στην αριστερή πλευρά του λόφου και σύντομα βρήκαν μια απομονωμένη γωνιά. Μέρος κατάλληλο να καθίσουν πάνω στους αρχαίους βράχους. Το παράξενο είναι ότι δεν αντάλλαξαν ούτε μια κουβέντα. Χωρίς καμιά καθυστέρηση, αγκαλιάστηκαν απελπισμένα και ο ένας έσφιξε τον άλλο με την πιεστική λαχτάρα να γευτούν τον απαγορευμένο καρπό. Τα χείλια τους σμίξανε λες κι ένας αόρατος φυσικός μαγνήτης τα ωθούσε με δύναμη να ενωθούν. Η Ελπίδα ένιωσε την ανατριχίλα να διαπερνά το σώμα της σαν μια- ευτυχώς ακίνδυνη- ηλεκτρική εκκένωση και παραδόθηκε στις καινούριες εμπειρίες, χωρίς να κρατάει καμιά άμυνα. Ο Τάκης ασυγκράτητος κατέβηκε στο λαιμό της και στη χαράδρα ανάμεσα στα στήθια της. Η Ελπίδα βόγκηξε από ευχαρίστηση. Δεν χρειαζόταν προσπάθεια να φτάσει στην ήδη γυμνή κοιλιά της, ενώ το ένα του χέρι άρχισε να ψαχουλεύει κάτω απ’ την κοντή φούστα της. Όλα της ήταν καινούργια. Κάποια στιγμή σαν αστραπή πέρασε απ’ το μυαλό της ένας δισταγμός μήπως βιάζεται, αλλά το ορμητικό κύμα της επιθυμίας και της ξυπνημένης διέγερσης, ήρθε με όλη την ταχύτητα σαν τυφώνας και τον έστειλε στον αγύριστό. Τώρα, τώρα! Εκεί στην άβολη υπαίθρια θέση με την πρώτη αποφάσισε να τα δοκιμάσει όλα κι ότι θέλει ας γίνει. Αλλά τι κρίμα! Η απειρία του συντρόφου της σφάλισε αυτή τη δυνατότητα, Ένας πρόωρος σπασμός του Τάκη τον αποτέλειωσε. Η Ελπίδα το μόνο που κατάλαβε ήταν η υγρασία ανάμεσα στα μπούτια της πριν ακόμα το βρακάκι της κατέβει από την αρχική του θέση. Ο Τάκης βόγκηξε λέγοντας «Όχι ρε γαμότο! Συγνώμη μωρέ, Ελπίδα;» Παρθένος κι αυτός δεν μπόρεσε να κουμαντάρει τις καταστάσεις. Η Ελπίδα χωρίς να έχει καταλάβει τι ακριβώς συνέβη μ’ ένα χαρτομάντιλο σκούπισε ό,τι μπορούσε, ενώ ο άλλος γεμάτος ντροπή και ενοχές είχε πια κατεβασμένα μούτρα. Ένα κύμα ψύχρας ήρθε και εγκαταστάθηκε ανάμεσά τους. Πήραν αμίλητοι το δρόμο του γυρισμού και μόνο λίγο πριν χωρίσουν η Ελπίδα έκανε μια προσπάθεια να σπάσει τον πάγο που είχε μεταξύ τους εγκατασταθεί «Δε μ’ αρέσει να σε φωνάζω Τάκη. Ποιο, αλήθεια είναι το βαφτιστικό σου; «Παναγιώτης» «Α, ωραία. Εγώ το προτιμώ. Έτσι θα σε λέω!» Ήταν για τον Τάκη το θετικό μήνυμα της συνέχειας. Τη συνόδευσε μέχρι σχεδόν το σπίτι της λέγοντας «Θα σε πάρω αύριο τηλέφωνο» «Εντάξει» του απάντησε 12) Περίσκεψη Στο σπίτι δεν αντιμετώπισε καμιά ερώτηση. Άλλωστε δεν άργησε ιδιαίτερα. Πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο της να σκεφτεί όλα τα σημερινά. Τι έγινε αλήθεια; Πέρασε από το μυαλό της όλα τα συμβάντα.. Ναι, ήταν έντονα όσα έζησε, αλλά στο στόμα της μένει μια πικρή γεύση. Δεν θα το έλεγε απογοήτευση. Όχι. Ένιωθε και ζούσε εκεί έντονα τις στιγμές. Είχε αποφασίσει να φτάσει στο τέρμα. Οικιοθελώς. Και ξαφνικά όλα σταμάτησαν, λες κι έγινε μια απότομη διακοπή ρεύματος. Λες κι ένα ψυχρό μέτωπο ενέσκηψε στο χώρο, πάγωσε τα μέλη, αλλά και αισθήματα. Ο Παναγιώτης; Δεν έχει κανένα παράπονο. Θυμάται την αδημονία της να τον συναντήσει, θυμάται πόσο όμορφα ένιωθε στη αγκαλιά του, την ηδονή στα φιλιά και τα χάδια του, αλλά εκεί που ήταν έτοιμη για όλα ήρθε το απότομο και άδοξο τέλος. Δεν ξέρει πως να το αξιολογήσει. Μήπως έφταιξε αυτή σε τίποτα; Έτσι γίνεται με τους άντρες; Ο πρόωρος σπασμός είναι συνηθισμένος στα αγόρια; Δεν ξέρει τις απαντήσεις. Αλλά πρέπει να τις μάθει κι αυτό είναι δύσκολο Είναι βλέπεις κι αυτός ο άρρωστος εγωισμός της να μη μοιράζεται τα προσωπικά της δεδομένα και άρα να μη ρωτάει τρίτους, για θέματα που- τι να κάνουμε- δεν τα ξέρει. Μήπως ήρθε η ώρα να ξανοιχτεί, να γίνει κοινωνική να δώσει και να πάρει. Μέλος μιας κοινωνίας είναι. Δεν είναι μόνη κι έρημη στο ακατοίκητο νησί. Με τον Παναγιώτη τι θα γίνει; Χθες έλιωνε γι αυτόν. Πώς μπορεί να τον σβήσει για κάτι που κιόλας δεν καταλαβαίνει; Όχι, αύριο θα τον πάρει τηλέφωνο, μη γίνει καμιά παρεξήγηση, αλλά ένα διάλειμμα μεταξύ τους δεν είναι και κακή ιδέα. Έτσι κι αλλιώς σε μια βδομάδα τελειώνει η σχολική χρονιά και αρχίζουν οι θερινές διακοπές. Ήδη η οικογένεια της έχει αποφασίσει. Το καλοκαίρι θα το περάσει στο Βόλο, στην αδελφή της μάνας της. Στο τηλέφωνο που τον πήρε την επόμενη μέρα ανίχνευσε μια έρπουσα ψυχρότητα, οπότε δεν της κακοφάνηκε που δεν ορίστηκε ραντεβού για την επόμενη συνάντηση. Την πρωτοβουλία ας την πάρει αυτός. Σιγά μην τον παρακαλέσουμε κιόλας! Τώρα είναι η ώρα να γράψει ένα αναλυτικό γράμμα στον πνευματικό της φίλο. Τον Νίκο απ’ την Πάτρα. Ήταν γι αυτήν μια απασχόληση που την ευχαριστούσε, αφού αντάλλασσε φιλολογικές απόψεις με ένα καλλιεργημένο παιδί, αντίστοιχης με την ίδια, κουλτούρας. Τα γράμματα ήταν συγχρόνως μια άσκηση γραφής, κάτι που συνέπιπτε με τη μελλοντική της φιλοδοξία να ασχοληθεί με το είδος. Στην κολλητή της Κική εκ των πραγμάτων έπρεπε να της πει τι έγινε. Βέβαια χωρίς όλα τα στοιχεία και τις λεπτομέρειες. Με την πρώτη ευκαιρία αυτό έγινε. Από τον Τάκη σιγή ασυρμάτου. «Δεν πάει μωρέ να πνιγεί;» 13) Η διάψευση Το πλοίο είχε εδώ και μια ώρα φύγει απ’ το λιμάνι και ταξίδευε στην ανοιχτή θάλασσα. Αυτή την ώρα φύσανε ένα ελαφρό αεράκι, που μόλις ανατάραζε με έναν ανεπαίσθητο κυματισμό την επιφάνεια του νερού, ενώ το πλοίο ακολουθούσαν πεισματικά μερικοί γλάροι. Με την προσμονή ίσως να τους πετάξουν κάτι από το πλοίο οι επιβάτες για να μετριάσουν την πείνα τους. Δεν του άρεσε η πολυκοσμία κι απέφυγε να κάτσει στη κλειστή αίθουσα που συνηθίζουν να βρίσκονται οι περισσότεροι των επιβατών. Εκεί που όλοι μόλις ξεκινήσει το πλοίο συνωστίζονται γύρω από το μπαρ για αγορές, κυρίως φαγητών και ποτών. Λες κι έχουν να βάλουν στο στόμα τους ο,τιδήποτε εδώ και μέρες. Ένας ανεξήγητος καταναλωτισμός που από πάντα τον ενοχλούσε και ποτέ δεν τον μιμήθηκε. Εδώ, στην ηθελημένη απομόνωση του, άφησε τη σκέψη του να ταξιδέψει.. Πόσο θα ήθελε αυτή τη στιγμή της μοναξιάς του να βρίσκεται δίπλα του ο μυστικός απ’ όλους πόθος του. Πώς όμως; Αφού κι αυτή η ίδια δεν είχε ιδέα της προτίμησής του. Ποτέ δεν τόλμησε να της κάνει έστω και μια νύξη, μια χειρονομία, κάτι τέλος πάντων. Όταν κάποια στιγμή τα βλέμματά τους διασταυρώνονταν, ακαριαία αυτός τα έστρεφε αλλού, ενώ μια κάψα εσωτερική που από μέσα του πήγαινε να ξεπηδήσει με κόπο και προσπάθεια την έπνιγε πριν προλάβει να φανεί. Γιατί μωρέ να είναι τόσο διστακτικός; Πότε θα τολμήσει να δείξει τα αισθήματά του; Τόσο πολύ λοιπόν φοβάται; Όμως ο χρόνος τρέχει και δεν μπορεί να συμβαδίσει με τις δικές του αναστολές. Το μόνο που μέχρι τώρα έχει γευτεί στη ζωή του είναι οι πίκρες των χαμένων ευκαιριών. Σε λίγες ώρες το πλοίο θα έφτανε στο νησί και θα την συναντούσε. Έπρεπε να πάρει το απαραίτητο θάρρος. Αφού μωρέ την θέλει γιατί δεν της το λέει; Τότε θα μετρήσει και τις αντιδράσεις Αυτό είναι τελικά σκέφτηκε. Φοβάται! Ναι, φοβάται την απόρριψη. Μα, και τώρα που δε λέει κουβέντα τι κερδίζει; Τίποτα! Αυτό δεν είναι ένα ισοδύναμο με την απόρριψη; Όχι! Αυτή τη φορά θα κάνει το τολμηρό βήμα κι ας γίνει ό,τι θέλει. Δεν αντέχει άλλο την αβεβαιότητα. Την απόρριψη; Έστω με τον καιρό ελπίζει να τη χωνέψει. Αν όμως βρει έστω κι ένα ψήγμα ανταπόκρισης δεν θα είναι το άνοιγμα της πόρτας για ελπιδοφόρα συνέχεια; Ναι! Θα το τολμήσει. Όταν το πλοίο αποβίβασε τους επιβάτες του ο Μανώλης πήρε το λεωφορείο για το χωριό του. Η Μαρίτσα καθόταν ακριβώς απέναντι από το δικό του σπίτι και ήταν η κολλητή φιλενάδα της αδελφούλας του της Νίκης. Παρά την εγγύτητα της παρουσίας, παρά την άμεση δυνατότητα προσέγγισης, μέσω της αδελφής του, ποτέ δεν άφησε να φανεί το ενδιαφέρον του σε καμιά πλευρά. Άλλωστε εδώ και δυο χρόνια λόγω των σπουδών του στο Βόλο το μεγαλύτερο διάστημα ήταν μακριά απ’ το χωριό. Χωρίς αυτό να σημαίνει μείωση της επιθυμίας του για τη Μαρίτσα. Μα τώρα ήταν πια αποφασισμένος. Έφτασε στο σπίτι και πριν μπει μέσα έριξε το βλέμμα του στο απέναντι σπίτι, αλλά δεν είδε καμιά κίνηση. Ίσως λείπανε. Οι δικοί του τον υποδέχθηκαν με χαρές. Ήταν το αγόρι τους που σπούδαζε. Η αδελφή του Νίκη τον αγκάλιασε και τον φίλησε με αγάπη. Όταν πέρασαν οι πρώτες στιγμές ψιθύρισε στο αυτί της Νίκης « Η Μαρίτσα τι κάνει;» Εκείνη του απάντησε άμεσα « Α! Εσύ δεν το ξέρεις. Η Μαρίτσα έδωσε το λόγο της μ’ ένα αγόρι απ’ το διπλανό χωριό και σήμερα πήγαν οικογενειακώς να δούνε τα συμπεθέρια. Πώς σου ήρθε τώρα να ρωτήσεις; Ήθελες τίποτα;» Έμεινε για λίγο αμίλητος. Έβαλε όλη τη δύναμη να μην φανεί η πίκρα του και απάντησε « Έτσι ρώτησα. Μπράβο της!». Έτσι η πόρτα έκλεισε πριν καν ανοίξει, χωρίς κανένας να μάθει τι διαδραματιζόταν μέσα του όλο αυτό το διάστημα. Όμως το ερώτημα τώρα ήταν Το πάθημα θα του γινόταν μάθημα; Πόσες ακόμα φορές θα πλήρωνε το φόρο της αναποφασιστικότητάς του; 14) Το καλοκαίρι στο Βόλο Στο Βόλο δεν ήταν η πρώτη φορά που πήγαινε. Βλέπεις ήταν η πατρίδα της μάνας της κι όταν ήταν μικρή πηγαίνανε συχνά να δούνε τη γιαγιά μέχρι που έφυγε απ’ τη ζωή. Της άρεσε η πόλη γιατί συνδύαζε όλες τις ομορφιές, χωρίς τους «αποκλεισμούς» ενός νησιού. Θάλασσα, βουνό, ποικίλες εναλλαγές τοπίων και τα πανέμορφα χωριά του Πηλίου. Έτσι με ευχαρίστηση ξεκίνησε με τη μάνα της, αρχές Ιούνη. Θα την ακουμπούσε στην αδελφή της την Πόπη και μετά θα γύρισε στην Αθήνα. Βλέπεις ο αδελφός της, ο Χρήστος, θα πήγαινε φέτος φροντιστήριο κάνοντας τον καλοκαιρινό κύκλο μαθημάτων και η μάνα έπρεπε να ήταν απίκο δίπλα του για όποια ανάγκη προέκυπτε. Συγχρόνως να μην παρεκκλίνει του στόχου του. Αυτό ερχόταν γάντι στην Ελπίδα, αφού θα είχε σχετική ελευθερία κινήσεων. Βεβαίως κάποια στιγμή τον Αύγουστο θα έρχονταν κι αυτοί στο Βόλο για λίγα μπάνια. Αλλά μέχρι τότε ποιος ζει ποιος πεθαίνει. Η ίδια μέρα με τη μέρα μετασχηματιζόταν σε μια όμορφη κοπέλα. Ήταν πια μεγάλη κοπέλα. Είχε μπει στα δεκατέσσερα της, ώριμη κατά την αντίληψη της για όλες τις εμπειρίες Θεωρητικά ανοιχτή για τα πάντα. Το έβλεπε στα σχόλια των δικών της, των φίλων της, αλλά και στα πεινασμένα βλέμματα και λόγια των αγενών σερνικών με τους οποίους διασταυρώνονταν στους δρόμους. Ώριμη για κλάδεμα, αρκεί ο κατάλληλος άντρας να έβρισκε το κουμπί της. Η ίδια βολόδερνε ανάμεσα στην επιθυμία και το δισταγμό, την αποφασιστικότητα και την αναστολή. Η μάνα της την είχε, με τα μυαλά της, προειδοποιήσει «Πρόσεχε Ελπίδα! Το θησαυρό σου φύλαγε τον ως κόρη οφθαλμού. Για τον άντρα που θα αγαπήσεις και θα σε αγαπήσει. Είσαι ακόμα μικρή, κόρη μου. Έχεις χρόνια πολλά μπροστά σου για όλες τις χαρές του κόσμου. Μετά, ακούς και διαβάζεις για τις αρρώστιες που κυκλοφορούν. Μην εμπιστεύεσαι κανέναν» «Εσύ ρε μάνα πώς γνώρισες τον μπαμπά;» «Α! Ήταν άλλα χρόνια κορίτσι μου. Ο μπαμπάς σου έδωσε μεγάλη μάχη να με κερδίσει. Ξέρεις πόσες σόλες έλιωσε μπροστά στο δρόμο του σπιτιού μας;» «Πότε μιλήσατε; Πότε σου είπε ότι σ’ αγαπάει;» «Τι μου θυμίζεις τώρα! Μια φορά που βγήκα για ψώνια κόλλησε δίπλα μου και μου είπε ότι ενδιαφέρεται. Δεν του έδωσα θάρρος, αλλά μου άρεσε. Ήταν ωραίος νέος ο πατέρας σου» «Και μετά;» «Ε! Σιγά σιγά αρχίσαμε να μιλάμε» «Πότε κάνατε έρωτα για πρώτη φορά;» «Μικρή πολλά ρωτάς. Δεν είναι τώρα ώρα γι αυτά. Θα τα πούμε καμιά φορά αργότερα. Άσε να μεγαλώσεις λίγο» «Μάνα μεγάλωσα κι εσύ δεν το πήρες είδηση ακόμα» «Έχεις χρόνο. Θα σου τα πω κάποια στιγμή. Εσύ πρόσεχε, γιατί κυκλοφορούν πολλοί κακοί και μην πιαστείς κορόιδο, μικρή μου» Αυτά έλεγε η μάνα, αλλά δεν ήξερε ότι η κόρη της, αποφασισμένη, ήταν στην αναζήτηση του άντρα που θα την κάνει γυναίκα. Στη δεύτερη μέρα πήγε για μπάνιο στον Άναυρο. Μόνη της. Με αμφίεση μόνο το μαγιό της έδινε την εικόνα τουλάχιστον δεκαοκτάρας. Ύφος έμπειρης, κινήσεις άνεσης, φιγούρα και μύτη ψηλά. Έτσι δεν μπορούσε να μείνει απαρατήρητη από τους πολυάριθμους γόητες, καμάκια, που συχνάζουν στην πλαζ. Αυτό επιζητούσε. Μια ένεση αυτοπεποίθησης για το άτομό της και την ικανότητά να συγκεντρώνει την προσοχή των αντρών. Είχε βάλει έναν νέο φιλόδοξο στόχο. Δεν άντεχε νέα ψυχρολουσία σαν αυτό που έπαθε στο λόφο του Φιλοπάππου. Τώρα θα επιλέξει έναν ώριμο και έμπειρο άντρα. Έναν άντρα που ξέρει να χειριστεί και να ικανοποιήσει μια γυναίκα. Θα το οργανώσει χωρίς να πει κουβέντα σε κανέναν. Θέλει να μάθει, θέλει να νιώσει. Είναι γυναίκα και έχει αυτό το δικαίωμα. 15) Η έκπληξη Αλλού το έψαχνε κι αλλού το βρήκε. Επί μια βδομάδα άπλωνε το κορμί της στην πλαζ, με άνεση και ύφος περπατημένης, διάβαζε υποτίθεται σοβαρά το βιβλίο που πάντα είχε μαζί της, αλλά στη πραγματικότητα το μάτι της έπαιζε γύρω στο χώρο ψάχνοντας έναν άνθρωπο που ενδεχομένως θα την ενδιέφερε και θα την ταρακουνούσε. Δυο τρεις αμελητέοι και θρασείς έκαναν το καμάκι τους, αλλά δεν πλησίαζαν τις προσδοκίες της. Έτσι η προσπάθειά τους πήγε στο βρόντο, δεν ευοδώθηκε. Ανταμείφτηκαν με την πλήρη αδιαφορία της. Καθημερινά επέστρεφε άπραγη κι απογοητευμένη στο σπίτι μεταθέτοντας το μόνιμο στόχο για την επόμενη μέρα. Ένα απόγευμα που καθόταν στη βεράντα κι ενημέρωνε το ημερολόγιό της αφοσιωμένη σε αυτά που έγραφε, αισθάνθηκε μια σκιά να της κόβει τη θέα του ήλιου, που έδυε. Όταν σήκωσε το κεφάλι είδε στον εξωτερικό φράχτη της αυλής έναν όμορφο νεαρό, που όμως δεν της θύμιζε τίποτα από τη γειτονιά. «Θέλετε κάτι;» τον ρώτησε Μετά κάποιο δισταγμό αυτός τη ρώτησε «Η κυρία Πόπη είναι μέσα;» «Όχι. Έχει πάει για ψώνια στην αγορά. Ποιος ρωτάει;» «Α! θα είσαι η ανιψιά της. Είμαι ο Μανώλης, νοικάρης της κυρίας Πόπης. Σπουδάζω εδώ στο Βόλο, αλλά η καταγωγή μου είναι από την Κρήτη. Ήρθα να της δώσω το νοίκι» « Ωραία! Η κυρία Πόπη είναι αδελφή της μάνας μου. Μπορείς όμως να έρθεις μέσα. Σε λίγο θα επιστρέψει» Δε δίσταξε καθόλου. Μπήκε αμέσως στην αυλή και στρογγυλοκάθισε στη διπλανή της καρέκλα «Εσύ τι κάνεις;» τη ρώτησε «Μόλις τέλειωσα το γυμνάσιο» του είπε. Λίγο ψέμα δεν βλάπτει σκέφτηκε μέσα της. Ας γίνω λίγο πιο μεγάλη. Μέσα στο λίγο χρόνο που είχαν στη διάθεσή τους είπαν πολλά. Ασχολίες, προτιμήσεις κι άλλα. Το ένιωσαν κι οι δυο. Μια όμορφη χημεία άρχισε να κυκλοφορεί μεταξύ τους. Λίγο πριν έρθει η θεία της είπε «Έλα, κάποια στιγμή από το σπίτι μου. Να σου δείξω τη συλλογή των δίσκων μου» «Θα προσπαθήσω» Η θεια της μόλις μπήκε μέσα έδειξε καθαρά τη χαρά της «Καλώς το Μανώλη μου. Γνώρισες την ανιψιά μου;» «Ναι κυρία Πόπη. Ήρθα να σας φέρω το νοίκι» «Στάσου να ακουμπήσω μέσα τα ψώνια και να σε τρατάρω ένα γλυκό. Το έκανα χθες. Νεραντζάκι ντόπιο» Μπήκε μέσα και τότε βιαστική η Ελπίδα του είπε «Πες μου το κινητό σου γρήγορα. Θα σε πάρω να συνεννοηθούμε» Η ατμόσφαιρα του λίγο παράνομου τον εξιτάρισε «Έγινε!» Το υπόλοιπο της συνάντησης αναλώθηκε περισσότερο από τη θεια της, που εκθείαζε τα προσόντα της ανιψιά της και τις καλοσύνες του Μανώλη. Βλέπεις η θεία Πόπη ήταν άκληρη, ο άντρας της έφυγε νωρίς σε ατύχημα και της έμενε το απωθημένο για ένα παιδί. Επειδή δεν απόκτησε η ίδια εύκολα, αγαπούσε τα παιδιά των άλλων. Η προσοχή της Ελπίδας ήταν προσηλωμένη στο πρόσωπο του Μανώλη. Της άρεσε ο νεαρός. Είχε το κατιτίς, που ξύπναγε μέσα της τρυφερά αισθήματα. 16) Η πρώτη αγάπη Δεν καθυστέρησε καθόλου. Την ίδια μέρα προς το βράδυ τον πήρε τηλέφωνο. «Μανώλη η Ελπίδα είμαι. Μετά τις 10 το πρωί θα είμαι στον Άναυρο για μπάνιο. Αν θέλεις και μπορείς να έρθεις εγώ θα σε περιμένω» Δεν του άφησε χρόνο να απαντήσει κι αμέσως έκλεισε το κινητό της. Ας τον αναγκάσει να κάνει την επιλογή του. Δε θα έσκαγε αν δεν έρθει, αλλά θα γούσταρε να αρχίσει ένα πάρε δώσε μαζί του. Μια ιστορία που θα μπορούσε να έχει και διάρκεια. Είναι γεγονός ότι δεν φαινόταν να κατέχει την εμπειρία που ζητούσε για την ολοκληρωμένη περιπέτεια με άντρα, αλλά άλλο το ένα κι άλλο το άλλο. Αυτή η περιπέτεια μπορούσε να έρθει ξαφνικά σαν θεόσταλτο δώρο και εκεί που δεν το περιμένεις. Το πρωί που ξεκίνησε για τη πλαζ άρχισε να ξεθωριάζει η χθεσινοβραδινή άνεση. Η αγωνία άρχισε να την καταλαμβάνει με το ερώτημα τι πράγματι θα γίνει. Άπλωσε την ψάθα πάνω στην άμμο και ξαπλώνοντας άνοιξε το βιβλίο της. Δε χρειάστηκε να περιμένει πολύ. Σε λίγο νάτος με το μαγιό να πλησιάζει. Τον παρατήρησε. Ένας ωραίος νέος, με σεμνό ύφος, χωρίς το απωθητικό ύφος του κατακτητή που ίσως και να την ενοχλούσε. Όταν έφτασε κοντά της την καλημέρισε και κάθισε δίπλα της. «Όπως βλέπεις ήρθα. Αν είσαι έτοιμη πάμε για μια βουτιά;» Με το κοινό μπάνιο έσπασε ο ενδεχόμενος πάγος, ανάμεσα τους επικράτησε μια οικειότητα και η Ελπίδα με θάρρος του έκανε και μια πατητή. Εκεί μέσα στο νερό με τα σώματά τους να είναι δίπλα-δίπλα ο Μανώλης με γλυκιά φωνή και εμφανή τρυφερότητα της είπε «Είσαι πολύ όμορφη κοπέλα Ελπίδα! Μ’ αρέσεις! Θα ήθελα να γνωριστούμε καλύτερα» «Και εμένα Μανώλη μ’ αρέσεις. Ας αφήσουμε το χρόνο να μας δείξει» Το ίδιο βράδυ βγήκαν παρέα βόλτα στην παραλία. Στη θεία της είπε την αλήθεια «Θα πάμε βόλτα με τον Μανώλη» «Να πας κορίτσι μου. Αλλά η μάνα σου σε εμπιστεύτηκε σε μένα και θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα προσέχεις. Ο Μανώλης είναι καλό παιδί, αλλά μην ξεχνάς. Είσαι μικρό κορίτσι. Θα τα πω και στον Μανώλη μόλις τον δω» Όταν συναντήθηκαν η Ελπίδα εμφάνισε τη σταθερή της συνήθεια. Να ξεψαχνίσει κάθε πληροφορία, που έκρινε πως πρέπει να γνωρίζει. Ο Μανώλης είναι από ένα χωριό του νομού Ηρακλείου. Οι γονείς του είναι κυρίως κτηνοτρόφοι, αλλά έχουν και κηπευτικά. Έχει μια μικρότερη αδελφή, που δε συνέχισε το σχολείο κι όπου να είναι παντρεύεται έναν συγχωριανό μας. Μια μεσαία οικογένεια, ούτε φτωχή κι ούτε πλούσια. Οι γονείς ακόμα διατηρούνται καλά στην υγεία τους. Είναι νέοι γιατί παντρεύτηκαν νωρίς. Το αγαπάει το χωριό του και συχνά πηγαίνει να τους δει «Ποιο είναι το κορίτσι σου, Μανώλη;» Έβηξε αμήχανα, αφού δεν περίμενε τέτοιες ευθείς ερωτήσεις. Όμως τώρα έπρεπε να απαντήσει. Δε γινόταν διαφορετικά. Της μίλησε για τον μη ομολογημένο έρωτά του με την γειτονοπούλα του, τον συνεχή δισταγμό του να το ομολογήσει και την πίκρα που εισέπραξε όταν έμαθε ότι την κέρδισε κάποιος άλλος. Χωρίς μάχη, αφού αυτός όλα τα χρόνια το έπαιξε μουγγός. «Στα αισθηματικά ζητήματα, Ελπίδα μου, ήμουν έως αρρώστιας δειλός. Και το πλήρωσα. Όμως τώρα είμαι αποφασισμένος να αλλάξω» Από μέσα της εκείνη σκέφτηκε. « Τώρα μάλιστα! Ζητούσα έναν έμπειρο άντρα κι έπεσα σε παρθένο, χειρότερο κι από μένα. Όμως, ρε γαμότο, τι παράξενο. Μ’ αρέσει η ειλικρίνεια και η αφοπλιστική του παραδοχή». Συνέχισε το τσίγκλισμα «Καλά έφτασες σ’ αυτή την ηλικία. Άλλο σοβαρότερο δεσμό δεν είχες;» «Ντρέπομαι, ρε Ελπίδα, να στα λέω. Στην πενταήμερη που κάναμε από Ηράκλειο στην Αθήνα έγιναν κάποιες απόπειρες σεξουαλικής ελευθερίας, με την παραίνεση κυρίως κοριτσιών κι εδώ, στο Βόλο, σ’ ένα φοιτητικό πάρτι μια τολμηρή Θεσσαλονικιά, ίσως μεθυσμένη, σχεδόν με βίασε έξω από το κέντρο. Μια που σου ανοίχτηκα, να πω και το τελευταίο. Μερικές φορές δοκίμασα τις πληρωμένες κοκότες, αλλά κάθε φορά σιχαινόμουν τον εαυτό μου και υποσχόμουν να μην το επαναλάβω. Δυστυχώς την υπόσχεσή αυτή δεν την κράτησα. Όμως όλο εγώ μιλάω. Εσύ;» Αυτή οδήγησε τη συζήτηση εκεί και τώρα πρέπει να πληρώσει το τίμημα. Δεν ήταν τόσο αχάριστη και ψυχρή να το παίξει σφίγγα. Άλλωστε εκτίμησε την ειλικρίνεια του και τώρα ήρθε η σειρά της. Βγάζοντας από πάνω της τον ψεύτικο μανδύα της έμπειρης, της ώριμης και περπατημένης, για πρώτη φορά στη ζωή της η εγωίστρια και κρυψίνους Ελπίδα, περιέγραψε τις δικές της επίσης φτωχές εμπειρίες βήμα προς βήμα, αποκαλύπτοντας το αληθινό της πρόσωπο. Αργότερα όταν το έφερνε στο μυαλό της η απορία παρέμενε αναπάντητη μέσα της. Κάτι που ακόμα δεν μπορεί να ανιχνεύσει της άνοιξε το στόμα και την έκανε για πρώτη φορά εξομολογητική. Η συζήτηση αυτή γινόταν σ’ ένα παγκάκι του πάρκου, ενώ γύρω τους κυκλοφορούσε κόσμος. Ένας μικρός δισταγμός στην αρχή, αλλά και μια δυνατή ώθηση, στη συνέχεια, την ανάγκασαν να σκύψει κοντά στον Μανώλη και να ακουμπήσει απαλά τα χείλια της στα χείλη του. Το μόνο που τόλμησε αυτός ήταν να ακουμπήσει το χέρι του πάνω στον ώμο της. Πού ήταν η ορμητικότητα του Παναγιώτη, η ξελιγωμένη αμοιβαία διάθεση να ρουφήξει ο ένας τον άλλο; Κι όμως η εσωτερική συγκίνηση που ένιωθε, ίσως να υπερτερούσαν το πάθος στου Φιλοπάππου. Είναι παράξενα πλάσματα οι άνθρωποι. Πως γεννιέται ανάμεσα σε δυο ανθρώπους μια προσέγγιση οι αιτίες και οι εξηγήσεις είναι πολλές κι ακόμα απροσδιόριστες. Ίσως να οφείλεται σε ένα ταίριασμα οσμών ανάμεσα τους, ίσως σε άγνωστη επικοινωνία μέσω των ματιών. Άδηλο. Γυρίζοντας στο σπίτι του είπε «Πρέπει να κρατήσουμε επαφή. Δεν ξέρω πως, αλλά νιώθω πως μεταξύ μας άνοιξε ένα κανάλι» «Κι εγώ το νιώθω αυτό Ελπίδα. Απλά πρέπει να προσέχουμε τη θεια σου. Να μην δημιουργηθεί κανένα θέμα. Ξέρεις με περιποιείται σαν να είμαι παιδί της. Μην την πληγώσουμε» «Μην ανησυχείς γι αυτήν. Μπορώ να την κουμαντάρω» 17) Η Ελπίδα τολμάει Όταν γύρισε στο σπίτι η θεια της προσπάθησε να την ξεψαχνίσει. Η Ελπίδα δε δυσκολεύτηκε να το παίξει αθώα περιστερά « Τι καλό κι αθώο παιδί ο Μανώλης. Με κέρασε παγωτό στην παραλία και μου έλεγε για το χωριό του» «Ναι, πράγματι, είναι καλό παιδί. Γι αυτό τον αγαπάω» Έτσι εύκολα έλυσε τις ανησυχίες της θεια της. Όμως αλλού ήταν το μυαλό της. Η Ελπίδα ήταν προβληματισμένη και μετέωρη ως προς τις επόμενες κινήσεις της. Εδώ στο Βόλο ήρθε για τη μεγάλη περιπέτεια. Να συναντήσει τον άνθρωπο που με όλο το πάθος θα την τρυγήσει και θα την μπάσει στις μεγάλες εμπειρίες, αυτές που εδώ και καιρό απεγνωσμένα αναζητάει. Αντίθετα έπεσε σε μια περίπτωση χαμηλών τόνων και μικρών προσδοκιών. Όμως, τι παράξενο, αυτό το χαμηλό την ελκύει. Κάτι στο πρόσωπό του, στον ήχο της φωνής του, στον τρόπο που κινείται, στην ντροπαλοσύνη, που τον χαρακτηρίζει, η ειλικρίνεια που φάνηκε στα λόγια του της γενούν ένα αίσθημα τρυφερότητας. Ναι, πρέπει να το παραδεχθεί. Αισθάνεται έντονη την επιθυμία να τον αγκαλιάσει και να τον γεμίσει με τρυφερά φιλιά, να χωθεί στην αγκαλιά του και να μιλάνε για πράγματα που τους ενδιαφέρουν κι αγαπούν, να κάνουν σχέδια για το μέλλον κι άλλα τέτοια όμορφα πράγματα. Και ο αρχικός στόχος; Θα τον ξεχάσει; Όχι! Δεν μπορεί να κάνει ότι τον ξεπέρασε. Αντίθετα, Είναι ζωντανός και πιεστικός εντός της. Εκατοντάδες φορές τα έχει ζήσει με τη φαντασία της και αποτέλεσαν το κίνητρο για ατομικές «άταιρες ικανοποιήσεις», που όμως στη συνέχεια πάντα την κάνουν να ντρέπεται για την κατάντια της. Όχι δεν παραιτείται. Παραμένει ενεργή η αναζήτηση αυτής της ευκαιρίας. Κι ο Μανώλης; Έτερον εκάτερον! Μπορεί να συνυπάρχουν. Κι αυτό και εκείνο. Τώρα τι γίνεται; Θα του κάνει έκπληξη. Θα πάει σπίτι του. Να δει τα πράγματά του. Άλλωστε την κάλεσε να δει τη συλλογή των δίσκων του. Απλώς θα πάει απροειδοποίητα. Τότε που δεν θα το περιμένει. Το απόγευμα της επόμενης ημέρας χτύπησε το κουδούνι της γκαρσονιέρας του. Αυτός όταν άνοιξε την πόρτα έμεινε έκπληκτος. Νόμιζε ότι είναι ο Κώστας ο συμφοιτητής του. Συχνά διαβάζανε μαζί. «Δε σε περίμενα. Μπορούσες να πάρεις ένα τηλέφωνο πρώτα να με ειδοποιήσεις» «Δεν το θεώρησα απαραίτητο. Άλλωστε ανταποκρίθηκα στο πρόσκλησή σου. Μου υποσχέθηκες να μου δείξεις τους δίσκους σου» «Σε αυτό έχεις δίκαιο. Αλλά, δείξε κατανόηση. Το δωμάτιο είναι χάλια. Αν το ήξερα θα φρόντιζα για μια χοντρή καθαριότητα» «Δε μ’ ενοχλούν πράγματα που διορθώνονται. Με τι ασχολιόσουν νωρίτερα;» «Διάβαζα, κορίτσι μου. Έχω να δώσω μαθήματα στην περίοδο που έρχεται. Στο χωριό μου δεν είχα την ηρεμία να το κάνω» «Αλήθεια, δε σε ρώτησα. Τι σπουδάζεις εδώ;» «Πολιτικός Μηχανικός» «Εδώ, έξω από την πόρτα θα μ’ αφήσεις τελικά;» «Συγνώμη, Ελπίδα! Ξεχάστηκα. Έλα μέσα. Σε προειδοποίησα πάντως» Μπήκε μέσα με δισταγμό. Ένα απλά επιπλωμένο φοιτητικό δωμάτιο, με άστρωτο κρεβάτι, με βιβλία ανοιχτά σε κάθε χώρο, αλλά, η αλήθεια να λέγεται, η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή. Δεν υπήρχε άσχημη μυρωδιά, ίσως γιατί ο Μανώλης δεν κάπνιζε, οπότε δεν υπήρχε η ενοχλητική τσιγαρίλα του κλειστού χώρου, που από μικρή την ενοχλούσε «Μήπως σ’ ενοχλώ και σου διακόπτω το διάβασμα;» «Όχι παιδί μου. Δίνω μαθήματα σε έναν μήνα. Και μάλλον πάω καλά» «Βάλε λίγη μουσική να ακούσω!» Έβαλε ένα δίσκο του Νιόνιου και ακούγοντας αντάλλαξαν απόψεις για το θέμα. Εκείνη του είπε ότι ακούει περισσότερο ξένη μουσική και συγκροτήματα, Αυτός ένθερμος υποστηρικτής του ελληνικού ρεπερτορίου. «Δε λέω. Υπάρχουν υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι Έλληνες συνθέτες και τραγουδιστές που μ’ αρέσουν, αλλά εγώ έχω τις προτιμήσεις μου» Έψαξε στους δίσκους και βρήκε έναν παλαιό της Billie Holyday. Η τρυφερή φωνή της Billie γέμισε ευχάριστα το χώρο. Ακουγόταν το τραγούδι All of me. Της άρεσε και πριν το συνειδητοποιήσει τη σήκωσε να χορέψουν. Αφέθηκε στα χέρια του. Την έσφιξε πάνω του κι αυτή πρόθυμα κούρνιασε στην αγκαλιά του. Συνέχισαν το χορό και λίγο- λίγο τους συνεπήρε η μουσική Κάποια στιγμή που σήκωσε τα μάτια να τον κοιτάξει αυτός πλησίασε το πρόσωπό του και της έδωσε ένα τρυφερό φιλί, Τι όμορφο που ήταν; Το λένε από πάντα! Τρώγοντας έρχεται η όρεξη. Ανταπέδωσε το φιλί του και μάλιστα με μεγαλύτερη θέρμη. Υπήρξε και δική του ανταπόκριση και έτσι που την κρατούσε στην αγκαλιά του αισθάνθηκε τη διέγερση του αντρισμού του. Αυτό δεν τη φόβισε. Αντίθετα σφίχτηκε περισσότερο απάνω του επιτείνοντας την κατάσταση. Σιγά-σιγά κυριάρχησαν και στους δυο οι καταπιεσμένες επιθυμίες τους. Ούτε θυμούνται πως βρέθηκαν στο κρεβάτι κι ο ένας έβγαζε τα ρούχα του άλλου. Από το τίποτα, εκεί που δεν το περίμενε καθόλου χωρίς να έχει στην αρχή τέτοια πρόθεση κι ελπίδα ήταν τώρα γυμνή πάνω στο κρεβάτι ενός φοιτητή που έσερνε να χείλια του κατά μήκος όλου του σώματός της. Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε ζήσει τέτοιες στιγμές. Με πρωτοφανές θάρρος, η ίδια, άπλωσε το χέρι της και έσφιξε τον αντρισμό του. Ο Μανώλης βόγκηξε ηδονικά και το πρόσωπό του χάθηκε ανάμεσα στους νεανικούς μηρούς της Ελπίδας ενώ η γλώσσα του ανίχνευε με ορμή τα απόκρυφα της. Βαθιοί αναστεναγμοί και πρωτόγνωρη αναστάτωση. Κολύμπι μέσα στην άγνωστη γι αυτή θάλασσα της ηδονής. Αισθάνθηκε ότι ετοιμάζεται να μπει μέσα της. Επιτέλους! Θα συμβεί αυτό που πάντα ονειρευόταν. Και εκεί που ήταν όλα έτοιμα να σκάσει το μπαλόνι, μια εσωτερική δυνατή και ξαφνική παρόρμηση την ξύπνησε από το όνειρο, λες και ο φύλακας άγγελος την πρόσταξε να σταματήσει. Μα γιατί; Γιατί; Τα λόγια βγήκαν απ’ το στόμα της χωρίς καθόλου να το καταλάβει ή ακόμα να το επιθυμεί «Μανώλη, φτάνει για σήμερα. Μην ανησυχείς. Να ξέρεις ότι ένιωσα πολύ όμορφα μαζί σου. Αν και συ ένιωσες το ίδιο, έχουμε καιρό μπροστά μας για περισσότερα» Ο άλλος φουντωμένος και πανέτοιμος το εισέπραξε ως απόρριψη και κατέβασε μούτρα. Δεν ήξερε η άμοιρη μικρή ότι δεν σταματάς όποτε θέλεις τη μηχανή, ειδικά όταν εσύ την έβαλες εμπρός. Παρ’ όλα αυτά δεν είπε κουβέντα. Η Ελπίδα του έδωσε ένα ακόμα τρυφερό φιλί και άρχισε να ντύνεται οριστικοποιώντας το τέλος της ατελούς συνεύρεσης. 18) Νέα αναβολή Όταν γύρισε στο σπίτι και τη ρώτησε η θεια της, που γύριζε και χωρίς ντροπή είπε το ψέμα της. «Βολτάριζα στην παραλία. Είναι πολύ όμορφη πόλη ο Βόλος θεία» Το τελευταίο ηρέμησε τις ανησυχίες της θειας, αλλά στο τέλος αυτή έκλεισε τη συζήτηση «Μωρό μου ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ και σε θέλω κοντά μου. Όμως η μάνα σου σε εμπιστεύτηκε σε μένα και έχω την ευθύνη και την αγωνία μην πάθεις τίποτα. Εγώ σε εμπιστεύομαι, να το ξέρεις Πάντα ήσουν πιο ώριμη από την ηλικία σου. Όμως να θυμάσαι κάτι. Όλη η ζωή βρίσκεται μπροστά σου κι είμαι σίγουρη για σένα. Θα ζήσεις στο μέλλον μεγάλες αγάπες. Μην είσαι βιαστική. Όλα θα έρθουν στην ώρα τους» Λες και διάβασε στο πρόσωπό της όλα που συνέβηκαν πριν λίγο. Πράγμα που βεβαίως ήταν αδύνατο. Την ηρέμησε «Εντάξει Θεια. Έχεις δίκαιο» Μπήκε στο μπάνιο να κάνει ένα ντουζ. Άφησε το χλιαρό νερό να τρέχει πάνω της και κλείνοντας τα μάτια προσπάθησε να ζωντανέψει όλες τις στιγμές, που έζησε πριν λίγες ώρες. Ήταν όμορφα! Τι θράσος εκ μέρους της να του σφίξει το όργανό του; Θυμήθηκε την αναζήτηση του Μανώλη ανάμεσα στα μπούτια της. Μόνο με αυτή τη σκέψη άναψε κι εύκολα από μόνη της έφτασε στο τέλος, ολοκληρώνοντας αυτό που πριν έμεινε στη μέση. Τι κρίμα! Για μια ακόμα φορά δίσταξε την κρίσιμη στιγμή. Ήταν φόβος; Την κυνηγάει καμιά κατάρα; Καλά η πρώτη φορά με τον Παναγιώτη δεν οφειλόταν στην ίδια. Τώρα όμως με τον Μανώλη; Τι στο διάολο έπαθε και πάνω στο τσακ αυτή τον συγκράτησε; Κάθισε με τις ώρες να περιγράψει στο ημερολόγιό της αυτά που έζησε και τα αισθήματα που τα συνόδευαν. Α! Σ’ αυτό ήταν πάντα συνεπής. Μετά έγραψε ένα μακροσκελές γράμμα στον πνευματικό της φίλο στην Πάτρα. Κατέγραφε τις απόψεις της στις παρατηρήσεις, που είχε ο Νίκος στο προηγούμενο γράμμα του για την ποίηση του Καβάφη. Στη συνέχεια αποπειράθηκε να γράψει ένα ποίημα. Αλλά όλες οι προσπάθειες που έκανε δεν έδωσαν κανένα αξιόλογο αποτέλεσμα. Στο τέλος έσκισε θυμωμένη το χαρτί. 19) Ο Μανώλης Πέρασε αρκετή ώρα για να ηρεμήσει μετά τη φυγή της Ελπίδας. Πριν λίγες μέρες πληγωμένος έφυγε από το χωριό του λέγοντας και λίγα αθώα ψέματα για τις ημερομηνίες των εξετάσεών του. Ήταν τόσο μα τόσο βλάκας να είναι η Μαρίτσα μια ζωή δίπλα του και ποτέ να μην της δείξει τα αισθήματά του. Ίσως να τη θεωρούσε δεδομένη επειδή ήταν γειτονοπούλα του. Όταν επέστρεψε από το χωριό των πεθερικών της και την συνάντησε παρουσία της αδελφής του τα μάτια της τα έλεγαν όλα. «Τι να σε κάνω; Δεν είπες κουβέντα. Βαρέθηκα να περιμένω και υπέθεσα ότι έχεις δώσει την καρδιά σου σε άλλη κοπέλα. Τώρα ο κύκλος έκλεισε». Ευτυχώς δεν ειπώθηκε από κανέναν κουβέντα αν και στα μάτια της αδελφής του είδε μια σκιά υποψίας, ότι κάτι τον πλήγωσε πολύ. Υπόθετε ότι θα περάσει πολλής χρόνος για να την ξεπεράσει. Κι όμως το τσογλάνι, ένα μικρό που ξέρει απ’ τη θεια της ότι ακόμα δεν έκλεισε τα δεκατέσσερα, μπόρεσε να τον σκλαβώσει και η Μαρίτσα να γίνει, τόσο σύντομα, παρελθόν. Ναι μέσα του, σε τόσο λίγο χρόνο, αντρώθηκε ένα δυνατό αίσθημα για την Ελπίδα. «Κοίταξε καημένε μου μην κάνεις την ίδια πατάτα πάλι». Την νύχτα αφού κοπίασε να του έρθει ο ύπνος μέσα στον ύπνο του κοντά στο ξημέρωμα «έζησε» την απογευματινή περιπέτεια ολοκληρωμένη. Μόνο που αμέσως ξύπνησε και η ονείρωξη που υπήρξε στη διάρκεια του ονείρου γέμισε με υγρασία το εσώρουχο του. Αισθάνθηκε βρώμικος και μπήκε στο μπάνιο ρίχνοντας πάνω του άφθονο νερό για να ξεπλυθεί, αλλά και σβήσει τη φλόγα που ακόμα τον έκαιγε. Θα επιδιώξει σύντομη επανάληψη. Αυτή τη φορά τίποτα, μα τίποτα, δε θα τον σταματήσει. Δεν τόλμησε να περάσει από το σπίτι. Φαντάστηκε ότι μια σύντομη, άνευ επαρκούς δικαιολογίας, επίσκεψη στο σπίτι της κυρίας Πόπης θα δημιουργούσε υποψίες για τις προθέσεις του. Κάτι τέτοιο έπρεπε να το αποφύγει οπωσδήποτε. Θα την πάρει αργότερα τηλέφωνο. Η προσπάθειά του να έρθει σε επαφή μαζί της δεν είχε αποτέλεσμα, παρά τις επανειλημμένες κλήσεις που της έκανε. Το κινητό της Ελπίδας, όλη τη μέρα, ήταν κλειστό. Ήταν να σκάσει. Το σπίτι δεν τον χωρούσε. Βγήκε για μια βόλτα στην παραλία με τη χλωμή ελπίδα μήπως τη συναντήσει. Η λύση που σκέφτηκε είναι! Αύριο να πάει στον Άναυρο, εκεί που την συνάντησε την προηγούμενη φορά. Την επόμενη μέρα στήθηκε με τις ώρες, αλλά η Ελπίδα δεν εμφανίστηκε ποτέ, ενώ και το κινητό της συνέχιζε να παραμένει κλειστό. Αλήθεια τι συνέβαινε με την Ελπίδα; Η εξήγηση ήταν απλή. Η Ελπίδα είχε τις μηνιαίες μέρες της και δεν πήγε για μπάνιο, αλλά συγχρόνως είχε κλείσει το κινητό. Αποφάσισε να κάνει ένα διάλειμμα με τον Μανώλη. Ήθελε λίγο χρόνο να σκεφτεί. Να κατακάτσουν οι πρώτες εντυπώσεις από το απόγευμα που βρέθηκε στο σπίτι του. Ήξερε ότι τα ψέματα τέλειωσαν και η επόμενη φορά είναι η τελική λύση. Είναι αποφασισμένη για κάτι τέτοιο; Τα πράγματα μέσα της είχαν μπερδευτεί. Σίγουρα εδώ και καιρό ζητούσε τον άντρα που θα του δώσει τα πάντα, αρκεί να την απογειώσει, να νιώσει γυναίκα μέχρι τον πάτο.. Όμως αυτόν τον άντρα τον έβλεπε σαν μια ευκαιριακή περίπτωση, σαν ένα όργανο ορισμένου σκοπού, ένα σκεύος ηδονής και μετά αντίο. Χάρηκα που σε γνώρισα κι άλλα τέτοια τυπικά. Εδώ με τον Μανώλη τα πράγματα άλλαζαν κι αυτό δεν μπορούσε να περάσει στο ντούκου. Μέσα της άρχιζαν να βλασταίνουν αισθήματα όχι απλής συμπάθειας, αλλά αγάπης. Είναι διατεθειμένη γι αυτό το άλμα; Είχε και τη γυναικεία αυταρέσκεια. «Ας τον λίγο να τηγανιστεί. Έχει το πείσμα να με αναζητήσει; Μήπως με την πρώτη αναποδιά το βάλει στα πόδια;» Το κράτησε μια βδομάδα και μετά τον πήρε τηλέφωνο. Από την άλλη άκρη ακούστηκε η ανακουφισμένη φωνή του Μανώλη «Έλα βρε Ελπίδα, ανησύχησα με τη σιωπή σου. Γιατί το έκανες αυτό, κορίτσι μου; Τόσο δύσκολο ήταν να πάρεις ένα τηλέφωνο και να με καθησυχάσεις;» Η Ελπίδα αμέσως προσπάθησε να μπαλώσει τα πράγματα λέγοντας κάποιες ψεύτικες δικαιολογίες, αλλά ο Μανώλης ήταν πια πληγωμένος και αυτό φαινόταν από τον ήχο της φωνής του, αλλά και τα λόγια του. «Νόμιζα Ελπίδα ότι μεταξύ μας άνοιξε μια επικοινωνία. Σεβάστηκα και δεν ήρθα στο σπίτι να σε αναζητήσω. Εσύ όμως με έγραψες. Λυπάμαι. Φαίνεται ότι έκανα λάθος. Εσύ τι προτείνεις τώρα;» Είχε το δίκαιό του, αλλά η Ελπίδα εγωίστρια εκ γενετής δεν ανεχόταν παρατηρήσεις σε τέτοιο ύφος. Επιθετικά του απάντησε «Όταν ηρεμήσεις, πάρε με πάλι τηλέφωνο» Του το έκλεισε χωρίς να περιμένει απάντηση. Αμέσως το μετάνιωσε, αλλά δεν θα το ομολογούσε ούτε στον εαυτό της. Από την πρώτη στιγμή μέσα της άρχισε η αγωνία αν θα της τηλεφωνήσει. Ο εγωισμός έχει και τις συνέπειές του. Κάπως έτσι, βήμα-βήμα χτίζεται ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, αναίτια και χωρίς συνειδητή πρόθεση ένας διαχωριστικό χάσμα. Ζήτημα είναι αν τουλάχιστον ο ένας κάνει το πρώτο νεύμα συμφιλίωσης. Τότε το χάσμα αυτόματα διευρύνεται και βαθαίνει. Κι όταν κυριαρχήσει το βλακώδες πείσμα τότε μπορεί η κατάσταση αυτή να μονιμοποιηθεί. Για την ερμηνεία του χωρισμού αργότερα θα ανακαλυφθούν κάποιες αιτίες κι αν αυτό είναι δύσκολο θα εφευρεθούν φανταστικές τέτοιες. 20) Ο χωρισμός Το απότομο κι ανεξήγητο κλείσιμο του κινητού της Ελπίδας το αισθάνθηκε σαν μαχαιριά στο στήθος. Μα για στάσου; Και δαρμένος και υπόλογος; Ε, όχι. Έχει κι αυτός την αξιοπρέπειά του. Εκείνη του συμπεριφέρθηκε άσχημα. Εκείνη τον κράτησε τόσες μέρες, χωρίς μια λογική εξήγηση, σε αγωνία. Φαίνεται ότι το απόγευμα στο σπίτι του για την Αθηναία πονηρή μικρή ήταν ένα παιχνίδι, μια καλοστημένη παγίδα. Τον χρησιμοποίησε, τον ξεγέλασε και στο τέλος τον πέταξε σαν περιττό σκουπίδι. Πριν λίγο καιρό έφαγε κατά πρόσωπο την απογοήτευση από τη Μαρίτσα και φαίνεται ανέτοιμος, ψυχολογικά ώριμος, έπεσε τόσο εύκολα στη νέα παγίδα. Καλά να πάθει. Ο ηλίθιος. Ας πρόσεχε! Όμως, ρε γαμότο, μερικά πράγματα είναι ανεξήγητα. Όσο τα γυροφέρνει στο μυαλό του δεν βρίσκει τη λογική αλληλουχία τους. Εκείνο που είναι σίγουρο είναι πως η νέα πληγή δύσκολα θα κλείσει. Το μικράκι το έβαλε βαθειά μέσα στην καρδιά του. Τόσο έξυπνη, τόσο όμορφη, τόσο λαχταριστή, αλλά συγχρόνως και τόσο υποχθόνια. Πώς μπορεί να λησμονήσει ότι αυτό το ζωντανό πλάσμα βρέθηκε γυμνό στην αγκαλιά του, ότι βόγκηξε ηδονικά από τα χάδια του. Όχι, αυτός θα γίνει ο εφιάλτης του. Ας μην παρασυρθεί. Ας μη λησμονήσει το λόγο για τον οποίο ήρθε νωρίτερα στο Βόλο και έφυγε απ’ το χωριό του. Έχει να δώσει μαθήματα, είπε στους δικούς του και πρέπει να προετοιμαστεί. Δεν έχει την πολυτέλεια της παρέλκυσης του χρόνου σπουδών του. Οι δικοί του στερούνται πολλά για να καλύψουν τα έξοδά του. Βεβαίως προσέχει, δεν κάνει άσκοπες δαπάνες, ζει μια συντηρητική ζωή, αλλά είναι το οικονομικό βάρος υπαρκτό και πρέπει να τελειώσει. Άσε που έχει ανύπαντρη αδελφή κι αυτό είναι ένα ανεξόφλητο γραμμάτιο.. Θα βάλει το κεφάλι στο φούρνο, θα πνίξει τον πόνο του και θα κάνει το καθήκον του. Διάβασμα, διάβασμα κι έχει ο θεός. Με την Ελπίδα; Ο χρόνος θα δείξει. Το ίδιο διάστημα η Ελπίδα χωνόταν στην απελπισία “Tι έκανα η μαλακισμένη; Να χέσω μέσα το τρύπιο μυαλό μου! Και τώρα;» Περίμενε με την ελπίδα να τηλεφωνήσει. Κι όσο αυτό το τηλεφώνημα δεν ερχόταν φούντωνε. Η προσμονή λίγο-λίγο μετασχηματιζόταν σε θυμό. Ασυνήθιστη να της αρνούνται κάποια επιθυμία της το μετέτρεψε σε προσωπική προσβολή και αργότερα είπε «Δεν πάει στο διάολο. Εγώ δεν του τηλεφωνώ που να με βασανίσουν. Έχει κι αλλού, νεαρέ μου, πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια» Έτσι από το τίποτα, από ένα παράλογο πείσμα, από μια αμφίπλευρη αναποφασιστικότητα το αρχικό μικρό χάσμα κατάντησε άβυσσος. 21) Αύγουστος Οι μέρες πέρασαν χωρίς να συμβεί κάτι αξιοσημείωτο. Το φροντιστήριο του αδελφού της τέλειωσε κι αύριο θα έφτανε στο Βόλο η υπόλοιπη οικογένεια. Η θεια της και η ίδια επί δυο μέρες έκαναν γενική καθαριότητα στο σπίτι και ετοίμασαν και διάφορες λιχουδιές. Αυτή η απασχόληση την κέρδισε. Πρώτον συγκέντρωνε το μυαλό της εκεί, αποφεύγοντας τις ενοχλητικές μνήμες και δεύτερον ήταν μια καλή μαθητεία δίπλα στη θεια της, που είχε τη φήμη πολύ καλής μαγείρισσας. Τελικά είχε πλάκα η μαγειρική, αν και συνέχιζε να πιστεύει ότι καλύτερα είναι να μαγειρεύουν οι άλλοι κι αυτή να τα απολαμβάνει. Όταν την είδαν οι δικοί της, μετά της αγκαλιές και τα φιλιά, τα σχόλια που της είπαν ήταν πολύ εγκωμιαστικά. Και τα εισέπραξε ευχαρίστως. «Ψήλωσες», η μάνα της. «Τι ωραίο χρώμα που έκανες μικρή», ο αδελφός της. «Είσαι πάντα το μωρό μου», ο πατέρας της. Η ίδια έλαμπε απ’ τη χαρά της. Οι δικοί της άνθρωποι! Που τόσο την αγαπούσαν και η ίδια ένιωθε το ίδιο γι αυτούς. Την ενημέρωσαν για τα σχέδια τους. Θα κάνουν τον κύκλο του Πηλίου αύριο και μετά, για μια βδομάδα έκλεισαν ξενοδοχείο στη Σκόπελο, όπου θα μεταβούν με φλάιν. Δεν έφερε καμιά αντίρρηση. Παρ’ όλη τη χαρά, παρά το γέμισμα της ώρας με απασχολήσεις, το μυαλό έκανε ντρίπλες και γύρναγε στο πρόσωπο που της έλειπε: Το πρόσωπο του Μανώλη. Τα χείλια της, το σώμα της αποζητούσαν τη γεύση των χειλιών του. Παρατράβηξε η αναμονή και πρέπει να βάλει νερό στο κρασί της. Δεν αντέχει άλλο την αναμονή. Πάνω στο Πήλιο σε μια στάση που έκαναν στην Αργαλαστή για φαγητό, δεν άντεξε άλλο. Τον πήρε τηλέφωνο, αλλά παρά τα επανειλημμένα χτυπήματα απάντηση στην κλήση δεν πήρε. « Αγνόησε την πρόσκληση ή ήταν μακριά από τη συσκευή;», αναρωτήθηκε με την αγωνία να την κυκλώνει. «Θα δούμε» είπε από μέσα της. Δεν πέρασε πολλή ώρα και το κινητό της χτύπησε «Έλα καλή μου. Νοστάλγησα τη φωνή σου. Τι κάνεις;» Ο ενθουσιαστικός ήχος της φωνής του διέλυσαν δια μιας όλα τα σύννεφα που είχαν σωρευτεί πάνω από τη σχέση τους. Το ίδιο θερμά κι αυτή του είπε « Μου λείπεις, Μανώλη. Είμαι οικογενειακώς στην Αργαλαστή και ξεκινάμε για Μηλιές. Στο Βόλο θα γυρίσουμε αργά το βράδυ. Αύριο το πρωί με το φλάιν θα πάμε μια βδομάδα στη Σκόπελο. Μετά θα ήθελα να σε δω. Εντάξει;» «Εντάξει. Θα το κανονίσουμε οπωσδήποτε. Το θέλω πολύ. Αύριο το πρωί κοίτα γύρω σου στο λιμάνι» Πήρε μια βαθειά ανάσα ανακούφισης. Δεν είχε γίνει η καταστροφή. Απλώς από χαζομάρα και έλλειψη πρωτοβουλίας χάσανε τόσες μέρες που μπορούσαν να ζήσουν μαζί, ό,τι ήθελαν κι επιθυμούσαν. Τώρα έβλεπε με αισιοδοξία και προσμονή γι αυτά που είναι να έρθουν, Τον νοιάζεται, της αρέσει, τον θέλει. Κι από αυτό που κατάλαβε κι αυτός κάτι αντίστοιχο νιώθει. Την άλλα μέρα στην παραλία όλοι μαζί έφτασαν έγκαιρα για να επιβιβαστούν. Η Ελπίδα ανήσυχη κοίταζε γύρω και απέναντι στο πεζοδρόμια τον είδε να την χαιρετάει με υψωμένα τα χέρια. Δεν το άντεξε. Είπε στη Μάνα της «Μάνα, ένα λεφτό. Κάτι θέλω απ’ το περίπτερο» Πριν προλάβει αυτή να της απαντήσει, έτρεξε απέναντι. Πήγε στο περίπτερο από την αθέατη για τους δικούς της πλευρά και ο Μανώλης έφτασε κοντά της σε μηδενικό χρόνο. Χωρίς να υπολογίζει τον άλλο κόσμο που κυκλοφορούσε τον αγκάλιασε σφικτά και τον φίλησε μ’ όλη την καταπιεσμένη επιθυμία της «Σ’ αγαπάω μωρέ!» «Εγώ να δεις» της απάντησε. Αυτό ήταν . Έτρεξε πάλι πίσω και έφτασε στη μάνα της που με απορία την περίμενε στην πόρτα της επιβίβασης. Ο πατέρας και ο αδελφός είχαν ήδη μπει μέσα. «Τι ήθελες καλέ;» «Ένα περιοδικό, ρε μάνα. Αλλά δεν το είχε» Θέλοντας και μη η δικιά της δέχτηκε την δικαιολογία. Όμως ήξερε τι διάολο κόρη είχε. Η Ελπίδα ξαναμμένη- από το τρέξιμο θα πίστευαν οι άλλοι- κάθισε στη θέση της και κλείνοντας τα μάτια ζωντάνεψε τη σκηνή που πριν λίγο έζησε. Ήταν ενθουσιασμένη. Όχι περισσότερο για το αγκάλιασμα και το φιλί που σίγουρα της άρεσαν, όσο για τον τρόπο, τις συνθήκες, το παράνομο χρώμα που εμπεριείχε, ενώ δίπλα ήταν οι δικοί της και μια σειρά άσχετοι τους έβλεπαν. Ήταν ένα διεγερτικό επεισόδιο που το απόλαυσε μέχρι τον πάτο. Κάτι τέτοια πάντα την απογείωναν Η εβδομάδα στη Σκόπελο ήταν ονειρεμένη για την οικογένεια. Ένα καταπράσινο νησί με όμορφες ακρογιαλιές, με υπέροχες τοποθεσίες και βραδινή ζωή τους κέρδισε. Ο μπαμπάς είχε νοικιάσει αυτοκίνητο και το γύρισαν, με το πείσμα του εξερευνητή, από το ένα άκρο στο άλλο. Μόνη μυστική παραφωνία στην ομόθυμη ευχαρίστηση της οικογένειας ήταν η Ελπίδα. Συνεχώς η σκέψη της θέλοντας και μη ταξίδευε σ’ αυτόν που την περίμενε με ανυπομονησία. Τα οικογενειακά σχέδια μετά τον γυρισμό στο Βόλο της χάλασαν το κέφι. Η μάνα της ήθελε να γυρίσουν στην Αθήνα αμέσως μετά την επιστροφή στο Βόλο. Δεν έφερε άμεση αντίδραση μη τυχόν κινήσει τις υποψίες της μάνας της, αλλά παίδευε το μυαλό της να βρει τρόπο παράτασης της δικής της παραμονής στην πόλη. Ας επικαλεστεί το πρόγραμμα που αυτή είχε εκπονήσει πριν να ξέρει τις προθέσεις της μάνας της. Πίεσε το μυαλό της να της κατέβει καμιά ιδέα. Να κάνει την άρρωστη θα πρέπει να μείνει στο κρεβάτι, άσε που το πιθανότερο είναι να μείνει στο προσκεφάλι της και η μάνα της Όχι. Κάτι άλλο πρέπει να βρει. Ότι έχει αφήσει στη δημοτική βιβλιοθήκη μισοδιαβασμένο ένα βιβλίο που πρέπει να τελειώσει οπωσδήποτε γιατί της χρειάζεται σε μια εργασία που κάνει. Δεν φαίνεται αληθοφανές. Άσε που η θεια θα πει στην αδελφή της ότι ποτέ μέχρι τώρα δεν της είπε ότι πηγαίνει εκεί και μάλλον λέει ψέματα. Άσε την περίπτωση να κάνει συνειρμούς και να αναφέρει τα πάρε δώσε της με τον Μανώλη. Όχι, ούτε αυτό της δίνει λύση. Το μόνο που απομένει είναι να εκμεταλλευθεί το χρονικό κενό από την άφιξη του φλάιν στην προβλήτα μέχρι την αναχώρηση τους με το αυτοκίνητο του μπαμπά. Βέβαια πρέπει να ετοιμάσει και τη βαλίτσα μαζεύοντας τα πράγματά της. Δεν εμπιστεύεται κανέναν να αφήσει εκτεθειμένο το ημερολόγιο και τις άλλες σημειώσεις της. Είναι κι αυτό στη μέση. Τηλεφώνησε στον Μανώλη και του εξήγησε αναλυτικά την κατάσταση. Το καλύτερο όλων ήταν αυτό που του πρότεινε «Εσύ να είσαι σπίτι και αν κι όταν μπορέσω θα πεταχτώ εγώ να σε δω. Εντάξει;» Ο άλλος δεν είχε άλλη δυνατότητα από το να συμφωνήσει. Έτσι κι έγινε. Στο Βόλο φτάσανε το απόγευμα. Εύκολα, χωρίς τη δική της παρέμβαση, συμφωνήθηκε να ξεκουραστούν, να κοιμηθούν ένα ακόμα βράδυ στη πόλη και αύριο με το καλό να γυρίσουν στην Αθήνα. Η Ελπίδα το πρώτο που έκανε όταν έφτασαν στο σπίτι της θείας ήταν να μαζέψει τα πράγματά της. Μετά είπε ότι πάει να χαιρετίσει τη φίλη της, την Τούλα, μια κοπέλα που γνώρισε στη θάλασσα και έκαναν παρέα. Δεν φάνηκε παράξενο σε κανέναν εκτός από τη θεια της που της έριξε ένα ερευνητικό βλέμμα, αλλά δεν έβγαλε κουβέντα. Ντουγρού χωρίς καθυστέρηση έτρεξε στο σπίτι του Μανώλη κι αυτός, λες και ήταν πίσω απ’ την πόρτα της άνοιξε αμέσως. Αγκαλιάστηκαν απελπισμένα, λες κι ήταν οι τελευταίες στιγμές της ζωής τους. Μετά τα πρώτα φιλιά του είπε «Ξέκλεψα λίγο χρόνο απ’ τους δικούς μου και ήρθα να σε δω. Θα έσκαγα αν δεν σε έβλεπα» Εκείνος είχε κλείσει τα αυτιά του και δεν άκουσε λέξη από αυτά που του είπε. Τα χέρια και τα χείλη του δουλεύανε πυρετικά να καλύψουν την επιθυμία τόσων ημερών. Εκείνη, ενώ ήρθε απλώς για έναν αποχαιρετισμό δεν ήταν κι από πέτρα. Όταν η γλώσσα του άρχισε να γαργαλάει το λαιμό πίσω από το αυτί και τα χέρια του να χαϊδεύουν την πλάτη και πιο κάτω ξεχάστηκε. Μπήκε κι αυτή, ξεχνώντας τα πάντα, στο παιχνίδι. Ούτε θυμάται, όταν αργότερα τα έφερνε στο μυαλό της, πως βρέθηκαν στο κρεβάτι γυμνοί. Τι γνωρίζανε γύρω από το θέμα; Μηδαμινά πράγματα. Αυτός με μικρή εμπειρία κι όχι εμπλουτισμένη με τα απαραίτητα αισθήματα. Αυτή με ζωντανή εμπειρία μόνο το ημιτελές συμβάν το λόφο του Φιλοπάππου, από τα διαβάσματα στα μυθιστορήματα κι από τις κλεφτές ματιές στις απαγορευμένες σελίδες του διαδικτύου. Κι όμως! Φαίνεται είναι γραμμένο στο DNA του ανθρώπου ο δρόμος της αναπαραγωγής και τον περπάτησαν σ’ όλο σχεδόν το μήκος του, εκτός από την τελευταία φάση, όταν ο Μανώλης με κραυγή γεμάτη ευχαρίστηση τραβήχτηκε από μέσα της με τον καρπό της πράξης να στολίζει παντού το σώμα της. «Συγνώμη αγάπη μου. Δεν έπρεπε να μείνω μέσα. Γι αυτό» Η άλλη; Αλλοπαρμένη και εκτός. Τη στιγμή που μπήκε μέσα της πόνεσε. Αλλά ένας πόνος αλλιώτικος, πασπαλισμένος με ζάχαρη. Κι όταν άρχισε η μπρος πίσω παλινδρομική κίνηση αυτή άρχισε τα νοητά ταξίδια πάνω στον αφρό του κύματος, μέσα σε χαίνουσες χαράδρες. Τη στιγμή που ο άλλος ολοκλήρωνε την δική του ευχαρίστηση αυτή απογειωνόταν για το αντίστοιχο ταξίδι. Στο τσακ, λίγο πριν τη λιποθυμιά. Όμως αυτό που έκανε τον άλλο να ζητήσει συγνώμη, ο καρπός της αγάπης με την υγρασία πάνω στο στήθος και την κοιλιά της, ήταν η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει. Ένας βαθύς αναστεναγμός κι ένα καμπύλωμα του σώματός της ήταν τα οι μόνες ορατές ενδείξεις για το δικό της τέλος Δεν το ήξερε, η άμοιρη, ότι με το πρώτο να φτάνεις στο Αμήν μια γυναίκα, χωρίς κόλπα και τεχνάσματα είναι μια σπάνια σύμπτωση Για λίγα λεφτά έμειναν αμίλητοι, γυμνοί, λαχανιασμένοι πάνω στο κρεβάτι με τα σώματα κολλημένα, αυτός γερμένος στο πλάι της. Με το πρόσωπο χωμένο στη μασχάλη της «Δε θέλω να φύγω Μανώλη! Εδώ θέλω να μείνω» «Να μείνεις. Εγώ σε θέλω για πάντα κοντά μου» Έλιωνε από ευτυχία! «Χριστέ μου τι όμορφο που ήταν» ψιθύρισε από μέσα της Όμως η λογική σύντομα ήρθε με δύναμη και την προσγείωσε στην πραγματικότητα. «Γαμότο! Γαμότο, οι δικοί μου θα ανησυχούν. Πρέπει να σηκωθώ. Μπήκε στο μπάνιο κι έκανε ένα κρύο ντουζ, ξέπλυνε όλες τις ενδείξεις του έρωτα, αλλά όταν μετά το σκούπισμα κοίταξε τα μούτρα της στον απέναντι καθρέφτη είδε ένα αναστατωμένο κόκκινο πρόσωπο «Χριστέ μου, θα με καταλάβουν» ψιθύρισε Ντύθηκε γρήγορα και πριν του δώσει το φιλί του αποχαιρετισμού του είπε «Θα μου τηλεφωνείς. Κι εγώ. Θα σου γράψω γράμμα να στα πω όλα. Σ’ αγαπώ και θέλω σύντομα κι άλλο» Κι εγώ σ’ αγαπώ. Σύντομα θα κατέβω στην Αθήνα. Δεν ξεμπλέκεις εύκολα από μένα, μωρό μου» Φιλήθηκαν με απόγνωση για τελευταία φορά κι έφυγε τρέχοντας για το σπίτι. Έφτασε με την ψυχή στο στόμα. Η θεια της ήταν η πρώτη που την είδε. «Πώς είσαι έτσι, καλέ, σε κυνηγούσαν;» «Επειδή άργησα ήρθα τρέχοντας από το πάρκο» Την κοίταξε εξεταστικά, αλλά δεν είπε άλλη κουβέντα. Στο μάτι της παρέμεινε μια αμφιβολία αλλά δεν έδωσε συνέχεια. Οι γονείς της εδώ είναι. Η δική της ευθύνη τελείωσε. Η μάνα της ετοίμαζε λίγα σάντουιτς για το αυριανό ταξίδι, ο πατέρας έβλεπε τις ειδήσεις στην τηλεόραση κι ο αδελφός της δεν είχε γυρίσει από τη βόλτα που πήγε στην παραλία, Αυτή μπήκε στο δωμάτιο, που τώρα φιλοξενούσε και τον αδελφό της και εξέτασε λίγο το σώμα της. Με το μπάνιο που έκανε σκόρπισε τις ορατές ενδείξεις. Αλλά παρέμενε μια μικρή αγωνία μην υπάρξει κι άλλο αίμα. Τίποτα, ευτυχώς. Ξάπλωσε στο κρεβάτι, ήρεμη πλέον. Τεντώθηκε κι αναστέναξε ευχαριστημένη. «Επιτέλους, επιτέλους έγινα γυναίκα με τον άνθρωπο που αγαπώ και μ’ αγαπά και όχι τον τυχαίο κυνηγό της ηδονής» Δεν είχε συμπληρωμένα τα δεκατέσσερα χρόνια της και πώς να το κάνουμε, είναι και πρωτοπόρα απ’ ότι ξέρει. Πόσο θα ήθελε να το διαλαλήσει σ’ όλους τους γνωστούς της να κάνει, βρε αδελφέ, τη φιγούρα της. Αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει, όχι από φόβο, αλλά από περηφάνια. Το θησαυρό πρέπει να το κρατήσει αποκλειστικό δικό της μυστικό. Κάθε φορά να ανοίγει τη πόρτα της μνήμης και να ρουφάει μόνη της όλη τη γλύκα που έζησε. 22) Η τελευταία χρονιά στο γυμνάσιο Η σχολική χρονιά άρχισε, αλλά χωρίς τον ενθουσιασμό που πάντα την κυριαρχούσε για τη γνωριμία με τους νέους καθηγητές που θα είχε. Tην πεισματική της προσπάθεια να τους κερδίσει και να δείξει τις ικανότητες και επιδόσεις της. Το μυαλό της τώρα γύριζε συνεχώς στον Μανώλη. Αμέσως κάθισε κι έγραψε ένα μακροσκελές γράμμα γεμάτο ενθουσιασμό, περιγραφές αισθημάτων, λαχτάρας για νέα συνάντηση, αναφορές στην γεμάτη συγκινήσεις και νέες εμπειρίες τελευταία συνάντησή τους. Στο γράμμα είχε και δυο ποιήματα γραμμένα με αφορμή το συμβάν. Ο άλλος δεν ήταν και φανατικός του γραπτού λόγου. Της τηλεφώνησε και της είπε ότι του λείπει η παρουσία της, ότι νοστάλγησε, τα μάτια και τα φιλιά της. Ότι ποθεί νέα ένωση. Οι μέρες των εξετάσεων στη σχολή πλησιάζουν και η μετακίνηση δυστυχώς δεν είναι εφικτή «Κάνε υπομονή λίγες μέρες και θα κατέβω στην Αθήνα. Θα σε ενημερώσω έγκαιρα το πότε» Πράγματι σε λίγες μέρες της τηλεφώνησε. Κατεβαίνει το Σάββατο που έρχεται και της όρισε ραντεβού στην Ομόνοια στη γωνιά που είναι το νεοκλασικό της Εθνικής Τράπεζας. Έτσι κι έγινε. Όταν τον αντίκρισε να την περιμένει έτρεξε κι έπεσε στην αγκαλιά του, αγνοώντας ότι είναι δημόσιος χώρος γεμάτος από ανθρώπους όλων των φυλών. Αυτός πιο συγκρατημένος τη φίλησε στα μάγουλα και την ηρέμησε. «Κορίτσι μου χαίρομαι που σε συναντώ. Την Αθήνα δεν την ξέρω καλά, αλλά έχω μια πρόταση, Σε ένα στενό ψηλά της Αχαρνών κάθεται ένας φίλος και πατριώτης, που σπουδάζει οικονομικά στο ΟΠΑ. Συνεννοήθηκα μαζί του και μπορεί να μας δώσει για σήμερα το δωμάτιό του. Εσύ τι χρονικά περιθώρια έχεις;» Ξαναμμένη εκείνη με την προσδοκία τόσων ημερών του είπε «Πάμε και βλέπουμε!» Πήραν ταξί και σύντομα φτάσανε εκεί κοντά. «Έχω φιλοξενηθεί κι άλλη φορά. Θέλεις να πάω μόνος μου και αυτός να φύγει πριν έρθεις;» «Όχι , δεν ντρέπομαι, αφού είναι φίλος σου. Πάμε κατευθείαν» Βρήκαν το Σίφη μέσα στο σπίτι. Ένας ψηλός, γεροδεμένος με παχύ μουστάκι νεαρός, που μύριζε Κρητικός από μακριά. Τους χαιρέτησε θερμά κι έσφιξε με δύναμη το χέρι της Ελπίδας «Χάρηκα πολύ με τη γνωριμία. Ετοιμαζόμουν να φύγω. Μη βιάζεστε θ’ αργήσω να γυρίσω» Έτσι απλά, χωρίς τίποτε άλλο τους άφησε μόνους. Της Ελπίδας της έκανε εντύπωση. «Ωραίος τύπος ο φίλος σου!» «Ναι. Είμαστε απ’ το ίδιο χωριό. Βλεπόμαστε αραιά γιατί σπουδάζουμε σε διαφορετική πόλη. Του είχα τηλεφωνήσει και ευχαρίστως μας έδωσε το δωμάτιο» «Να πάλι Μανώλη μόνοι μας. Να ξέρεις το περίμενα καιρό αυτό» «Εγώ να δεις, όμορφο, μικρό καροτσάκι μου» Δεν της άρεσε να τη λέει μικρή αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Αυτή τον αγκάλιασε, δίνοντας το σύνθημα για αυτά που θα επακολουθούσαν. Κι αυτός ανταποκρίθηκε. Την πρώτη φορά την πρωτοβουλία την είχε ο Μανώλης γιατί η ίδια πατούσε σε απάτητα μονοπάτια. Τώρα ήθελε αυτή να δοκιμάσει μαζί του αυτά που άκουγε κι είχε με φόβο δει στις γνωστές σελίδες του διαδικτύου. Του το είπε ψυχρά. «Στο δωμάτιό σου εσύ με φίλησες παντού. Τώρα θέλω εγώ να σε γνωρίσει η γλώσσα μου» Τι μπορείς να απαντήσεις σε τέτοια λόγια; Αφέθηκε. Γυμνοί στο κρεβάτι άρχισαν το αιώνιο παιχνίδι των δυο σωμάτων που σμίγουν να ανταλλάξουν πάθος και τρυφερότητα. «Μείνε ακίνητος, τα χέρια πάνω. Εγώ σήμερα θέλω να οδηγήσω» Γονάτισε στο πλάι του σώματος του κι άρχισε σιγά-σιγά αρχίζοντας απ’ τα μάτια, τα χείλη, το λαιμό, το στήθος, την κοιλιά. Από βαθειά ανάσα ο Μανώλης άρχισε τα μικρά βογκητά. Πόσο την διεγείρουν αυτοί οι ήχοι! Απτόητη προχώρησε παρακάτω κι άρχισε τα μικρά φιλάκια στο ήδη διεγερμένο όργανό του. Δεν επέμεινε μην τυχόν έχουμε κανένα πρόωρο συμβάν. Και τότε έκλεισε τα μάτια και σκέφτηκε το καουμπόικο που είχε πρόσφατα δει στο σινεμά, Καβάλησε το νοητό άλογο κι άρχισε τον δυνατό καλπασμό. Φανταζόταν ότι περνά ανηφόρες, επικίνδυνες κατηφόρες και πηδά χαίνουσες ρεματιές. Κάποια στιγμή μια πρωτόγνωρη έκρηξη συνέβη μέσα της και χάθηκε στο απέραντο κενό του ξαφνικού γκρεμού που υπήρχε παρακάτω. Όταν ξαναβρήκε τον εαυτό της ήταν ξαπλωμένη με το πρόσωπο στο στήθος του και την καρδιά της να σφυροκοπά στο στήθος. «Χριστέ μου ψιθύρισε. Τι θαύμα είναι και τούτο;» Πλασμένη για να ζήσει δυνατές συγκινήσεις από νωρίς, δεν ήξερε το πόσο τυχερή ήταν. Από κάτω της ο Μανώλης παραπονεμένος «Κι εγώ; Δεν έχω ψυχή;» Στην αρχή δεν κατάλαβε, όμως σύντομα το κατάλαβε. Αυτός είχε μείνει στη μέση. Δεν είχε ολοκληρώσει. Το αντίθετο από τον βιαστικό Παναγιώτη. «Με συγχωρείς αγάπη μου» Πήρε την κατάλληλη θέση και τον έσπρωξε πάνω της φιλώντας τον τρυφερά και μουρμουρίζοντας λόγια τρυφερά. Νέος αγώνας και έγκαιρο τράβηγμα όταν ήρθε η ώρα. «Αυτό θα γίνεται πάντα; Δεν υπάρχει άλλος τρόπος;» Δεν μπορούμε να διακινδυνεύσουμε ατύχημα. Μια εγκυμοσύνη πρόωρη θα είναι καταστροφή και για τους δυο μας» «Προφυλακτικό;» «Μου τη σπάει. Θέλω να με νιώθεις και να σε νιώθω ζωντανά» Ξαφνικά θυμήθηκε ότι έχει οικογένεια, σπίτι κι υποχρεώσεις. «Ωχ! Μανώλη άργησα και πρέπει να βιαστώ» «Θα σε πάω εγώ μέχρι το σπίτι» Όταν το ταξί έκανε μια στάση ένα δρόμο, πριν το σπίτι, φιλήθηκαν για μια ακόμα φορά και πριν χωρίσουν τον ρώτησε «Πότε φεύγεις;» «Αύριο, μάλλον. Σε δυο μέρες δίνω άλλο μάθημα» «Καλή επιτυχία. Πάρε με στο τηλέφωνο» Αυτό ήταν. Η δεύτερη μέρα έρωτα στη ζωή της. Σκέφτηκε την απογείωση, που ένιωσε με τον Μανώλη κι αναρωτήθηκε. Είναι το ταίριασμα μαζί του ή είναι δικό της ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Εν τω μεταξύ είχε διαβάσει στο διαδίκτυο σχετικά άρθρα για τη γυναικεία ολοκλήρωση στον έρωτα και ήξερε το πρόβλημα πολλών γυναικών να φτάσουν σε αυτή. Στον τομέα αυτόν ήταν τελικώς ευλογημένη. Ερώτημα: Μήπως υπέρ του δέοντος; Μήπως ήταν από εκείνη την κατηγορία της αχόρταγης γυναίκας στο σεξ; Όχι είναι φυσιολογικό κορίτσι, με ανεπτυγμένα προσόντα εμφάνισης και μόρφωσης. Το σχολείο δεν της έτρωγε πολύ απ’ τον ελεύθερο χρόνο. Ήταν αρκετά μπροστά κι είχε την εκ προτέρων την παραδοχή των καθηγητών. Γράμματα αναλυτικά με το φίλο της στην Πάτρα, τηλέφωνα από τον Μανώλη και προσωπικό γράψιμο κάλυπταν όλο τον ελεύθερο χρόνο της. Τότε έσκασε το τηλέφωνο του Παναγιώτη, που της ζητούσε συνάντηση. Δεν ήταν του χαρακτήρα της να αποφεύγει τις προκλήσεις. Θα τον συναντούσε το Σάββατο σε γνωστό στέκι της Κηφισιάς. Κι ό,τι ήθελε προκύψει! 23) Μπερδέματα Η Ελπίδα έκανε ένα βασικό λάθος. Υπερεκτιμούσε τον εαυτό της και πάντα τέτοια φαινόμενα κάποια στιγμή έχουν τις συνέπειες τους. Κι αυτή δεν μπορούσε να αποτελέσει την εξαίρεση. Όταν πήγαινε για τη συνάντηση με τον Παναγιώτη δεν οριοθέτησε το εύρος των μεταξύ τους σχέσεων. Το άφησε στην τύχη, πιστεύοντας ότι δεν θα υπάρξουν προβλήματα, Κι όμως! Στους λίγους μήνες που είχαν περάσει από την τελευταία τους, άτυχη κατ’ αυτή, συνάντηση ο Παναγιώτης είχε αλλάξει αρκετά προς το καλύτερο. Ψήλωσε, ομόρφυνε, έδειχνε πιο άνδρας. Αμέσως ξύπνησαν μέσα της οι μνήμες. Αυτό είναι το παιδί που της έδωσε το πρώτο φιλί και μάλιστα το άρπαξε με το έτσι θέλω. Αυτός είναι που της ξύπνησε τις αισθήσεις, μαζί του πήγε με λαχτάρα στου Φιλοπάππου, έτοιμη να του προσφέρει τη παρθενιά της. Απλώς το «ατύχημα» της πρόωρης εκσπερμάτωσης άφησε ημιτελή την διάθεση της. Ενώ αρχικά είχε μια στάση με επιθετικό χρώμα όταν κάθισε δίπλα του, τα ξέχασε όλα, ακόμα και τον αγαπημένο της Μανώλη, αυτόν που της πρόσφερε τον πλήρη έρωτα. Όπως μέχρι τώρα νόμιζε. Το ίδιο εκδηλωτικός ήταν κι αυτός « Μανάρι μου εσύ έγινες γκομενάρα!» Δυστυχώς δεν μπορούσε να τον κάνει κοινωνό των «κατορθωμάτων» της. Να τον κολλήσει στον τοίχο. Ίσως θα του άξιζε. Ας κάνει όμως το κορόιδο. «Και εσύ Παναγιώτη βελτιώθηκες. Μου φαίνεσαι πιο ώριμος» «Χαθήκαμε τόσους μήνες χωρίς λόγο. Πώς πέρασες το καλοκαίρι σου;» Του είπε ένα σκέτο «Καλά» «Που;» «Στο Βόλο. Εσύ;» «Κυρίως σε νησιά και γνώρισα κόσμο, ντόπιο και ξένο!» Προφανώς της έκανε φιγούρα και με το ζόρι συγκρατήθηκε να μην του πει τα δικά της. Αφού ήπιαν τα ποτά τους κι ο Παναγιώτης πλήρωσε τον λογαριασμό, παρά τις χλιαρές αντιδράσεις της «Πάμε τα περπατήσουμε λίγο στο πάρκο» Μετά στιγμιαίο δισταγμό τον ακολούθησε. Μόλις βρέθηκαν σε έρημο σημείο κατά το συνήθιο του την άρπαξε και βίαια κόλλησε τα χείλη του στα δικά της. Τον έσπρωξε μακριά της πλην ματαίως. Την είχε γερά αρπάξει μέσα στην αγκαλιά του. Μετά από λίγο η αντίδρασή της άρχισε να μειώνεται μέχρι που αφέθηκε πλήρως. Αυτό ήταν το χαρακτηριστικό του. Να αρπάζει αυτό που θέλει. Και της άρεσε, φαίνεται λίγο η αυταρχικότητα. Ήταν στην ιδιοσυγκρασία της. Δεν σταμάτησε εκεί. Άρχισε το ψαχούλευμα στο στήθος και κάτω απ’ τη φούστα της. Κανονικά έπρεπε να του μιλήσει αυστηρά και να τον σταματήσει. Δεν το έκανε. Η εικόνα του Μανώλη αχνή πέρασε κάποια στιγμή από το μυαλό της, αλλά τίποτα περισσότερο. Αντίθετα άρχισε να ανταποκρίνεται στο παιχνίδι. Λες και το έκανε επίτηδες άρχισε έξω από το παντελόνι να χαϊδεύει το όργανό του. Ίσως με μια κρυφή πρόθεση να τον βγάλει νωρίς εκτός παιχνιδιού. Σκλήρυνε, βόγκαγε, αλλά αντοχή καινούρια στον Παναγιώτη. Στο μεταξύ αυτός αφού την στρίμωξε στον κορμό ενός πεύκου έχει ξεκουμπώσει τα πάντα και ράμφιζε το στήθος, μαζί με μικρά δαγκωματάκια. Πονάει μα δεν του το δείχνει. Μόνο βογκάει ηδονικά. Της κάνει μεταβολή «Πιάσου απ’ το δέντρο. Σκύψε λίγο». Την προστάζει Υπακούει με κινήσεις ρομπότ. Το μυαλό ανέστειλε τη λειτουργία του. Κυριαρχούν τα ένστικτα και οι απόκρυφες επιθυμίες. Αισθάνεται να κατεβάζει το βρακί της και το σκληρό όργανό του να ψαχουλεύει στα σκέλια της. Εύκολα βρίσκει τον προορισμό του και χώνεται μέσα κατακτητικά. Βογκάει ηδονικά κι ο σύντροφός της λέει ψυχρά «Βλέπω ότι πρόλαβε άλλος την πρωτιά!» Τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Δε θα του απαντούσε έτσι κι αλλιώς. Το μόνο που κάνει είναι να κινείται ρυθμικά κατάλληλα, αναζητώντας την ολοκλήρωση. Αλλιώτικη αίσθηση, πιο ηδονική. Ίσως η νέα στάση, ίσως ο νέος σύντροφος ή ακόμα κι οι υπαίθριες συνθήκες και ο υφέρπων φόβος για εξωτερικούς παρατηρητές της ένωσης τους. Μέσα στον αλλοπαρμό του πάθους και λίγος ρεαλισμός «Μην τελειώσεις μέσα μου!» Τον πρόλαβε στο τσακ! Με μια ζώου περισσότερο φωνή τραβιέται και τα σκάγια του ποτίζουν τις πευκοβελόνες που καλύπτουν το χώρο. Σε πλήρη αναστάτωση, δέσμια των παθών της, σκύβει στο όργανο, που αρχίζει πια να ζαρώνει και δοκιμάζει τη γεύση «Αλμυρούτσικο είναι!» Ο δικός της, της λέει «Το καλοκαίρι έκανα έρωτα με δυο τρεις. Σαν και σένα καμιά! Να το ξέρεις» Όταν η Ελπίδα ηρεμεί λίγο, αρχίζουν μέσα της οι τύψεις, οι ανησυχίες και οι αυτοκριτικές. Σκέφτεται ότι χάνει με τόση άνεση το μυαλό της. Ενώ αγαπά τον Μανώλη δόθηκε τόσο εύκολα στον άλλον. Και δεν είναι μόνο αυτά, Χάνει το μέτρο την ώρα της πράξης, υποδουλώνεται πανεύκολα στα πάθη της. Μετά: Αυτός πήγε και μ’ άλλες γυναίκες. Δε σκέφτεται την πιθανότητα να σέρνει καμιά αρρώστια πάνω του; Όχι προς θεού, στον τομέα αυτόν πρέπει να είναι προσεκτική. Ο Παναγιώτης περήφανος και με το ύφος του σίγουρου άντρα της λέει «Ωραία δεν ήταν;» Απάντησε με ένα σκέτο «Ναι» «Δε μου λες, σε ποιον χάρισες την πρωτιά;» Επιθετικά του αντιγύρισε «Αυτό να μη σ’ ενδιαφέρει» Πιεστικά κάτι την ωθούσε να πάρει τέλος η συνάντηση «Άντε γεια! Πάω σπίτι μου» «Ε! Για στάσου. Γιατί τόσο απότομα. Τι σε πείραξε και τσίνησες. Θα σε συνοδεύσω μέχρι εκεί» «Ξέρω το δρόμο. Καληνύχτα» Με γρήγορο διασκελισμό άρχισε να απομακρύνεται, ενώ ο Παναγιώτης, γεμάτος απορίες, έμεινε ακίνητος, ως στήλη άλατος, στη θέση του. Μπήκε στο πρώτο ταξί που βρήκε και σύντομα ήταν κλεισμένη στο καταφύγιο της. Προηγήθηκε ένα ντουζ να νιώσει καθαρή, χωρίς τα σημάδια και τη μυρουδιά του πάνω της. «Τι θα γίνει με σένα νεαρά μου;» Αναρωτήθηκε. «Μήπως είσαι νυμφομανής κορίτσι μου και δεν το ξέρεις; Έχεις μια τόσο όμορφη και καθαρή σχέση με τον Μανώλη, που σε λατρεύει, τι θέλεις και μπλέκεσαι με άλλον; Τι θέλεις, λοιπόν;» Εκείνο που την προβλημάτιζε είναι πόσο μα πόσο εύκολα χάνει το μυαλό της και γίνεται δούλα των παθών της. Αυτή την πλευρά του εαυτού της πρέπει πάση θυσία να τη τιθασεύσει. 24) Ο καθηγητής των Μαθηματικών Τα μαθηματικά δεν τα χώνευε. Όμως δεν την έπαιρνε να αδιαφορήσει από τώρα. Ήταν ίδιον του χαρακτήρα της. Διεκδικούσε παντού τα πρωτεία. Με το ζόρι όμως έβγαζε μόνη τις υποχρεώσεις της χρονιάς. Φέτος άλλωστε ο νέος μαθηματικός της κίνησε την περιέργεια. Νέος, ενημερωμένος σε ευρύ φάσμα, απ’ ό,τι φαινόταν, ενδιαφερόντων διεύρυνε το μάθημα με ποικίλες συζητήσεις που της ξύπνησαν το ενδιαφέρον. Ενημερώθηκε σύντομα για την κατάστασή του. Είχε πάντα στο πλευρό της την Κική, που είχε αφάνταστη ικανότητα συλλογής πληροφοριών. Αυτή της είπε τα καθέκαστα. Παντρεμένος με ένα παιδάκι. Αυτό δεν τη χάλασε καθόλου. Ίσα-ίσα. Τον στόχευσε με σχέδιο να δοκιμάσει τη γεύση του. Εκτελεστικό και ακούσιο όργανο η μάνα της. Σε μια άσχετη στιγμή που βγήκε από το δωμάτιο να πάρει δήθεν λίγο αέρα και να ξεκουράσει τα μάτια της. Χάζεψε λίγο στην ανοιχτή τηλεόραση και μπήκε στην κουζίνα όπου η μάνα της ετοίμαζε το φαγητό. Σχεδόν αδιάφορα αναφέρθηκε στο θέμα. «Μάνα δυσκολεύομαι λίγο στα μαθηματικά» «Να φέρουμε σπίτι άνθρωπο να σε βοηθήσει τότε, μωρό μου. Να ρωτήσουμε και τον αδελφό σου. Θα ξέρει κανέναν στο φροντιστήριο που πάει» «Ρώτα τον» Μετά από έναν δισταγμό της είπε « Αν και καλύτερα είναι να απευθυνθούμε στον καθηγητή που έχω στο σχολείο, που γνωρίζει την κατάστασή μου και θα μπορέσει καλύτερα να με βοηθήσει» « Εντάξει τότε. Πες του, λοιπόν, να έρχεται μια φορά τη βδομάδα στο σπίτι και πες μου τι χρήματα θα χρειαστούν» «Δε γίνεται έτσι ρε μάνα. Καθηγητής μου είναι. Δεν έχω το θάρρος. Εσύ πρέπει να το ζητήσεις. Έλα στο σχολείο και πες του τι θέλω» «Καλά μωρό μου, αφού πρέπει, να έρθω» Στο δωμάτιό έδωσε συγχαρητήρια στον εαυτό της.. « Όχι δεν θα το ρύθμιζα!» Αυταρέσκεια υπερβολική. Υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων και έλλειψη μέτρου. Ασφαλής συνταγή για την μετωπική σύγκρουση. Εντωμεταξύ νέα κάθοδος του Μανώλη στην Αθήνα, νέα ερωτική συνάντηση στο σπίτι του Σίφη και δεύτερο αμίλητο συναπάντημα με αυτόν. Η μόνη μεταξύ τους επικοινωνία, η ανταλλαγή βλέμματος μέσα στο οποίο η Ελπίδα διάβασε τον πόθο και την επιθυμία του για περισσότερη γνωριμία. Συνεχίστηκε η ανταλλαγή γραμμάτων με τον πνευματικό της φίλο της Νίκο στην Πάτρα, καθώς και η αδιάλειπτη λεπτομερειακή ενημέρωση του προσωπικού και μυστικού ημερολογίου. Όλα καταγραμμένα με κάθε λεπτομέρεια. Μέσα στη σιγουριά της υπήρχε και μια ανασφάλεια. Καλά μάθημα μαζί του θα κάνει. Πώς όμως θα τον αναγκάσει να εκδηλωθεί κι ερωτικά μαζί της. Αυτή θα έκανε την πρόκληση. Αυτός όμως θα τσίμπαγε το δόλωμα; Θα δούμε. Βλέποντας και κάνοντας. Το πρώτο μάθημα κύλισε ασυννέφιαστο. Καθισμένη δίπλα του πρόσεχε τι της έλεγε κι έγραφε. Όποτε την κοίταζε έπαιρνε το κατάλληλο λιγωτικό ύφος. Είχε ξεκουμπώσει ένα κουμπί στη μπλούζα της και μέρος από το στητό της στήθος ήταν μπροστά στα μάτια του. Σήκωσε και λίγο τη φούστα να προβάλλουν τα μπούτια της, αλλά μέχρι εκεί. Πρόσεξε ότι το προσφερόμενο θέαμα δεν τον άφηνε αδιάφορο. «Πού να ξέρει ο κακομοίρης» ψιθύρισε από μέσα της « ότι έχω ξεσκονίσει ήδη δυο άντρες! Υπομονή» Στο δεύτερο ήταν πιο επιθετική. Το μπούτι της κόλλησε πάνω στο δικό του και το ωθούσε επιθετικά. Άρχισε να τον ρωτάει για τα προσωπικά του κι αυτός επιφυλακτικός να της απαντάει γενικά κι αφηρημένα χωρίς λεπτομέρειες. Όταν στο δωμάτιο έμπαινε η μάνα της να φέρει στον καθηγητή τον καφέ και το γλυκό κουταλιού μαζευόταν και γινόταν μια μαθήτρια, που απολαμβάνει την παράδοση του μαθήματος. Αμέσως μετά, σαν μαγική εικόνα, μετασχηματιζόταν σε χαδιάρα γάτα που τριβόταν στο στόχο της Στο τέταρτο μάθημα, αφού συμπληρώθηκε ο μήνας και η μάνα σ’ ένα φακελάκι του έδωσε την αμοιβή του πρόλαβε και της είπε «Η κόρη σας ήταν ήδη καλή μαθήτρια. Κάποια μικρά κενά τα καλύψαμε και τώρα είναι πανέτοιμη για τα τελικά διαγωνίσματα. Άλλωστε τον άλλο μήνα η χρονιά τελειώνει. Δε χρειάζεται να συνεχίσουμε άλλο» Η μάνα, αθώα του εγκλήματος, του είπε «Εσείς ξέρετε. Ο καθηγητής της είσθε» Η Ελπίδα αιφνιδιάστηκε πλήρως. Όταν η μάνα της, βγήκε απ’ το δωμάτιο με παραπονεμένο ύφος του είπε «Γιατί κύριε;» «Μωρό μου εσύ ξέρεις καλύτερα από μένα. Είσαι μια ώριμη κοπέλα, ίσως και περισσότερο από την ηλικία σου, όμορφη επιθυμητή, σκέτος πειρασμός. Φοβάμαι ότι δεν θα μπορέσω να συγκρατηθώ και θα έχουμε μπλεξίματα» «Και γιατί να συγκρατηθείς;» του αντιγύρισε προκλητικά αυτή «Είσαι μικρή και φοβάμαι. Αν αργότερα συναντηθούν οι δρόμοι μας, ίσως» «Μικρό είναι το μάτι σου, δάσκαλε» Σημασία έχει ότι το σχέδιό της έμεινε ανολοκλήρωτο και της Ελπίδας δεν της άρεσαν οι απορρίψεις. Το εισέπραξε ως ήττα και αναζήτησε αλλού την ικανοποίηση του πληγωμένου εγωισμού της. 25) Ο Σίφης Το απόγευμα του Σαββάτου, νωρίς, χτύπησε την πόρτα του Σίφη. Είχε σκεφτεί τη δικαιολογία που θα πει. Ήταν τυχερή. Ο Σίφης ήταν εκεί και η έκπληξη όταν την αντίκρισε ζωγραφίστηκε ανάγλυφα στο πρόσωπό του «Καλώς την Ελπίδα! Ποιος καλός άνεμος σε φέρνει από δω. Μήπως θα έρθει κι ο Μανώλης; Αλλά δεν είχα κανένα τέτοιο νέο του» Δε γνώριζε ο όμορφος Κρητίκαρος τι δαίμονα είχε απέναντι του. Η Ελπίδα δεν είχε ηθικές αναστολές. Οι αποκλειστικότητες ήταν για τους δειλούς, τους διστακτικούς, αυτούς που δε θα έχουν τη χαρά να γευτούν όλες τις χαρές της ζωής. Η ίδια ήταν φτιαγμένη από σπάνιο μέταλλο, από διαλεχτά υλικά. Χωρίς δισταγμούς και στενόμυαλες αντιλήψεις θα πορευτεί στην υπόλοιπη ζωή της. «Όχι Σίφη. Ήρθα μόνη μου. Έχασα το ένα μου σκουλαρίκι και είπα μήπως παράπεσε εδώ την προηγούμενη φορά, που ήρθα με τον Μανώλη» «Δεν βρήκα τίποτε τέτοιο. Προχθές κιόλας έκανα γενική καθαριότητα» «Καλά μη σκοτίζεσαι! Κάπου αλλού θα μου έπεσε» Υπήρξαν κάποιες στιγμές αμηχανίας και ο Σίφης πιο αποφασιστικός της είπε «Κάτσε τώρα που ήρθες. Να πούμε λίγα λόγια και αν θέλεις μπορώ να σε τρατάρω ένα ποτό. Δυστυχώς το μαγαζί δε διαθέτει τίποτα άλλο» «Ναι θα ήθελα. Τι ποτό έχεις;» «Έλα να διαλέξεις» Ένα νοητό κύμα ανέμου έδιωξε δια μιας την αμηχανία που προς στιγμή που είχε πέσει μεταξύ τους και, λες και γνωρίζονταν καιρό, άρχισαν να μιλάνε για διάφορα. Ίσως ασυνείδητα, ίσως και να το έκαναν επίτηδες, το όνομα του Μανώλη δεν αναφέρθηκε καθόλου στη συζήτηση Ο Σίφης πλησίαζε στο πτυχίο του και η οικογένεια του τον περίμενε πίσω. Αδέλφια, αδελφή είχαν ανοίξει μια επιχείρηση εξαγωγών κρητικών προϊόντων και εκεί θα πήγαινε κι αυτός. Προς το παρόν ζούσε τη ζωούλα του στην Αθήνα, άνετα με τις ευκαιρίες που του είχαν παρουσιαστεί. Δεν έλεγε όχι σε ό,τι του έπεφτε, αλλά ίσως το κορίτσι που θα παντρευτεί να είναι απ’ το χωριό του. «Άντε με το καλό» του είπε η Ελπίδα «Μέχρι τότε γλυκιά μου έχω να φάω πολλά ψωμιά» «Τις κάνεις απιστίες» «Άμα τύχει δεν λέω όχι. Άλλο το ένα κι άλλο το άλλο» «Βάλε λίγο μουσική να ακούσουμε» Έβαλε ένα κρητικό τραγούδι. Έκανε υπομονή και το άκουσε «Κάτι χορευτικό δεν έχεις;» «Ό,τι θέλει η κοπελιά» Όταν η μουσική πλημμύρισε το χώρο σηκώθηκε όρθια και του είπε «Έλα να χορέψουμε!» Είχαν προηγηθεί και τα δυο ποτά. Η διάθεση και των δυο ήταν ανεβασμένη. Την αγκάλιασε για να χορέψουν κι αυτή σαν χαδιάρα γατούλα χώθηκε στην αγκαλιά του να την αισθανθεί και να τον αισθανθεί. Ήξερε ότι ήταν το κορίτσι του Μανώλη, ήξερε ότι δεν είναι σωστό. Πώς όμως μπορείς να τιθασεύσεις τις γενετήσιες επιθυμίες, τις φουσκωμένες ορμόνες, Πώς να πεις όχι όταν ένα τόσο επιθυμητό κι αφράτο νέο κορμί σου προσφέρεται έτοιμο στο πιάτο; Και νεκρούς ανασταίνει η ερωτική επιθυμία. Όταν σήκωσε το κεφάλι της δεν τον έφτανε και να σηκωθεί στις μύτες. Τόσο πιο ψηλός απ’ αυτήν ήταν. «Σκύψε λίγο, ρε ψηλέα, να σε φτάσω!» Αυτός έκανε κάτι πιο χρηστικό. Τη σήκωσε στην αγκαλιά του και της σφράγισε απαιτητικά το στόμα. Ο έρωτας που επακολούθησε ήταν υπέροχος. Τον απολαμβάνει, είναι η ερωτική της φύση, η δυνατή παρόρμηση που την ωθεί σε τολμηρές πρωτοβουλίες. Μετά μόνο ο Σίφης το πέταξε «Και τώρα τι θα γίνει με τον Μανώλη» Απόλυτη του έκοψε απ’ την αρχή το βήχα «Ό,τι έγινε εδώ μέσα αφορά μόνο εμάς τους δυο και κανέναν άλλο! Συνεννοηθήκαμε;» «Ό,τι πεις μωρό μου, αλλά έχω μια απαίτηση τώρα. Θέλω επανάληψη. Μη χαθείς» «Ηρέμησε. Θα φροντίσω!» Μέσα στο μυαλό της ανδρωνόταν μια ψευδαίσθηση. Νόμιζε ότι μπορεί να χειρίζεται τους άντρες όπως αυτή γουστάρει. Ό, τι με τα σωματικά της θέλγητρα μπορεί εύκολα να τους βάλει στο βρακί της. Είχε μέχρις στιγμής περιπτώσεις, που επιβεβαίωναν αυτόν τον ισχυρισμό της. Η περίπτωση του καθηγητή που δεν της κάθισε δεν είναι ότι δεν την ήθελε. Το είπε άλλωστε καθαρά. Απλώς ήταν χέστης κι ίσως δεν του άξιζε να του χαρίσει την εμπειρία του σώματός της. Με τους δικούς της μέχρι στιγμής δεν είχε κανένα πρόβλημα. Άλλωστε που να φανταστούν μαμά, μπαμπάς ότι το δεκαπεντάχρονο κοριτσάκι τους, το αθώο κι αμόλυντο πλάσμα πλασμένο για δόξες στα γράμματα μπορούσε ποτέ να έχει τέτοιου είδους και έντασης ερωτικές εμπειρίες. Αυτοί κολυμπούσαν στα πελάγη της άγνοιάς τους. Το ίδιο κι ο δεκαοκτάχρονος αδελφός της, που ακόμα και τώρα είχε κάποιες, αλλά μάλλον χλωμές περιπέτειες. 26) Το καλοκαίρι πριν το Λύκειο Ο αδελφός της ο Χρήστος έδινε Πανελλαδικές στη Φυσική κι όλη η οικογένεια είχε την αγωνία της απόδοσης της. Μόνο η ίδια ήταν άνετη, ξαπλωμένη γυμνή στο κρεβάτι του Σίφη και εξερευνούσε πάνω στο σώμα του ερωτικές γωνιές, να τον διεγείρει και να τον κάνει να χάσει το μυαλό του. Σήμερα αυτή ήταν ο καβαλάρης κι ο άλλος το τιθασευμένο άλογο. Πόσο της άρεσε να παίζει, να ανακαλύπτει νέες εμπειρίες, έχοντας ως πηγή έμπνευσης αυτά που ανελλιπώς συνέχισε να σπουδάζει στις επιλεγμένες αγαπημένες σελίδες του ιντερνέτ. Δεν έχανε την ευκαιρία στη διέγερση που της προκαλούσε αυτή η παρακολούθηση να δίνει από μόνη της την ολοκλήρωση στο άταιρο σεξ. Αυτή η απελευθέρωση των αισθήσεων, αυτό το μανιώδες κυνηγητό αντίστοιχων εμπειριών της αναπροσανατόλισε παλαιές αγαπημένες συνήθειες. Κάποια στιγμή το συνειδητοποίησε. Δεν είχε μέρες έμπνευση να γράψει ποιήματα και ακόμα χειρότερα υπήρξαν μέρες που δεν ενημέρωσε το προσωπικό της ημερολόγιο, κάτι που σε παλαιότερες μέρες θα αποτελούσε γι αυτήν σημαντική παράλειψη. Ακόμα δεν ακούστηκε το σχέδιο για τις καλοκαιρινές τις διακοπές. Βλέπεις όλη η προσοχή της οικογένειας ήταν στραμμένη στις εξετάσεις που έδινε ο αδελφός της ο Χρήστος. Αυτό από μια άποψη τη βόλευε για να κινείται ελεύθερα, αλλά μαζί και την ενοχλούσε γιατί δεν ήταν το κέντρο της προσοχής. Ο εγωισμός ήρθε για μια ακόμα φορά στην επιφάνεια. Αν ήταν σταθερή στις αγάπες της θα μπορούσε εδώ και μέρες να ζητήσει απ’ τη μάνα της να πάει στο Βόλο, όπου ο άμοιρος Μανώλης την περίμενε με ανοιχτή αγκάλη και την είχε προσκαλέσει τηλεφωνικά πολλές φορές. Όμως η συναισθηματικά ασταθής Ελπίδα δεν είχε μέσα της το πάθος της προηγούμενης χρονιάς. Ξεθώριασε η ερωτική έλξη γι αυτόν μετά τις τρεις τέσσερις συνευρέσεις τους. Καλός, χρυσός ο Μανώλης, αλλά αυτή δίψαγε για το νέο, το άγνωστο, το προκλητικό, αυτό που ακόμα δεν έζησε και πρέπει να δοκιμάσει. Φανατική κυνηγός της επόμενης περιπέτειας δεν ορρωδούσε καθόλου μπροστά στις πληγές που ενδεχομένως θα προκαλούσε. Παμφάγα την ενδιέφερε μόνο η δική της πλευρά και η δική της ικανοποίηση. Με τα δικά της κριτήρια, μεγαλύτερο ενδιαφέρον της προκαλούσε ο Σίφης για πολλούς και διάφορους λόγους. Πρώτον ήταν μια καθαρή σεξουαλική σχέση χωρίς τα βάρη και τις αισθηματικές αναστολές του δεσμού. Δεύτερον ήταν κι ανοικονόμητος παίδαρος, που την καπάκωνε με το ζωώδη τρόπο που της άρεσε και τρίτον της άρεσε να κάνει ταξίδια πάνω στο ατέλειωτο σώμα του και να τον κάνει να μουγκρίζει με την ευκίνητη και περίεργη γλώσσα της. Πριν φύγουν για διακοπές δεν θα ήταν άσχημη μια ακόμα δόση. Μόνο με τη σκέψη αυτή άναψε και τον πήρε τηλέφωνο μην τρέχει τζάμπα στο σπίτι του κι αυτός να είναι εκτός. Μετά από αρκετά χτυπήματα ο άλλος το σήκωσε. Λίγο λαχανιασμένος της είπε σιγά «Έλα τι θέλεις. Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να σου μιλήσω θα σε πάρω αργότερα» Μέσα απ’ το τηλέφωνο ακούστηκε μια γυναικεία φωνή να λέει «Σίφη κλείστο κι έλα». Μετά η γραμμή σίγησε. Της ήρθε ταμπλάς. Να υποτιμούν αυτή; Την Ελπίδα; Κι ο αλήτης να ξεσκίζεται μ’ άλλη. Το αίσθημα της «προδοσίας» την μπούκωσε. Η ζήλεια την έπνιξε. Αν τον είχε μπροστά της θα του έβγαζε τα μάτια! Κι αυτή τη σκρόφα; Δεν θα της άφηνε τρίχα πάνω στο κεφάλι της. Ακούς εκεί ο Σίφης μου να με μαχαιρώσει με τέτοιο τρόπο! Όταν πέρασε λίγη ώρα και κατακάθισαν μέσα της οι πρώτες εντυπώσεις το σκέφτηκε πιο ψύχραιμα και ρεαλιστική. Από πού κι ως που αυτή ζητάει αποκλειστικότητες. Η σχέση μεταξύ τους ήταν ξεκάθαρη, χωρίς δεσμεύσεις. Αυτή μπήκε απρόσκλητη σε ξένα χωράφια και αναστάτωσε την παιδική του σχέση με τον Μανώλη. Μην παραπονιέται κιόλας; Όμως η ζήλεια πλημμύρισε με πίκρα το στόμα της. Δεν ήταν και συνηθισμένη σε τέτοια. Μέχρι τώρα ό,τι της γυάλιζε το άρπαζε χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες που η αρπακτικότητά της θα έχει στους άλλους. Δίνει και παίρνεις. Συνήθως, αλλά όχι πάντα, η ζωή είναι ανταποδοτική. Τότε για πρώτη φορά μπήκε στο μυαλό της και η ανησυχία που απ’ την αρχή έπρεπε να την προβληματίσει. Πάει με άντρες γιατί της αρέσει, γιατί θέλει να τους κατακτά και να τους χειρίζεται, γιατί το έχει ανάγκη. Όμως δεν πρέπει να προφυλάξει τον εαυτό της; Όχι από τα ενδεχόμενα σχόλια, που κάποια στιγμή θα σκάσουν μάτι. Αυτό είναι το λιγότερο. Κυκλοφορούν τόσες και τόσες αρρώστιες, μερικές δε λίαν επικίνδυνες. Αυτή που είναι αποφασισμένη να δοκιμάσει πολλούς άντρες δεν πρέπει να πάρει προφυλακτικά μέτρα; «Α! Όλα κι όλα. Χωρίς προφυλακτικό δεν μπαίνει κανείς μέσα μου. Θα το έχω πάντα μαζί μου στο τσαντάκι και θα αποτελεί όρο. Θέλει καλώς, δε θέλει μιμί δεν έχει» Όμως το περιστατικό με τον Σίφη δεν την άφηνε να ηρεμήσει. Ζητούσε ανταπόδοση κι ίσως ένα είδος εκδίκησης. Αλλά προς το παρόν δεν θα τον έπαιρνε τηλέφωνό, Όχι να πέσει και τόσο χαμηλά. Ας μη δείξει στον αλήτη ότι πληγώθηκε. Αδιαφορία λες και δε συνέβη τίποτα. Ο εγωιστής ποτέ δε θα παραδεχθεί αδυναμία. Ποτέ δε θα αφήσει ακάλυπτο κάποιο πλευρό του, που ο αντίπαλος θα το εκμεταλλευθεί και θα του καρφώσει το σπαθί του. Δε χρειάστηκε να περιμένει με τις ώρες το τηλέφωνό του έφτασε το βράδυ της ίδιας μέρας. Είδε ποιος την καλεί και με πείσμα, κόντρα στην αντίθετη επιθυμία της το άφησε να χτυπάει μέχρι που σταμάτησε. «Όχι αλήτη, βράσου λίγο στο τηγάνι. Για να δούμε θα ξαναπάρει;». Σε μισή ώρα ξαναχτύπησε. Του απάντησε ψυχρά «Ναι. Τι θέλεις;» «Να σε δω» «Α! Τώρα έχεις χρόνο» «Μα να σου εξηγήσω θέλω. Έλα απ’ το σπίτι να τα πούμε» «Αυτό να το σβήσεις, κύριε. Αύριο στις 4 το απόγευμα θα πάω στην Ερμού για ψώνια. Αν τύχει να βρίσκεσαι και συ θα κάτσω εκεί όρθια να ακούσω τις εξηγήσεις σου» Αυτό ήταν κι έκλεισε τη συσκευή. Ήξερε ότι διακινδυνεύει, αλλά του χρειαζόταν ένα καψώνι, του προδότη! Κι αν δεν κάτσει; Τι να κάνουμε; Τότε θα πιει σιωπηλά το πικρό ποτήρι της ήττας. Στη καθορισμένη ώρα κινούνταν τεμπέλικα μπροστά στις βιτρίνες των καταστημάτων, παρατηρώντας τα προβαλλόμενα προϊόντα, αλλά το μυαλό της έτρεχε στον άλλον. Ήρθε; Με βλέπει; Ας κάνω την άνετη. Δεν κουράστηκε πολύ. Ένα στιβαρό κράτημα στον ώμο την ανάγκασε να στρίψει προς τα πίσω «Α! Εσύ είσαι;» «Καθόμαστε για έναν καφέ;» της πρότεινε Δεν του απάντησε, αλλά τον ακολούθησε στο διπλανό στενό που ήταν γεμάτο με τραπεζάκια από τα πολυπληθή καφενεία της περιοχής. Συνέχισε να είναι σιωπηλή περιμένοντας από αυτόν την πρωτοβουλία να μιλήσει. Οι καφέδες φτάσανε μέσα στη σιωπή και τότε ο κύριος εδέησε ν’ ανοίξει το στόμα του «Ναι, ήμουν με γυναίκα. Τη ψάρεψα από το δρόμο. Μωρό μου, είμαι άντρας κι έχω ανάγκες. Εσύ εμφανίζεσαι όποτε γουστάρεις κι εγώ δεν είμαι σίγουρος για τίποτα μαζί σου. Όμως θα στο πω και σ’ ορκίζομαι στη ζωή της μάνας μου. Οι άλλες γυναίκες δεν πιάνουν δεκάρα μπροστά σου. Μακάρι να σε είχα κοντά μου, αλλά μου είπες πως δεν θέλεις δεσμεύσεις και το σέβομαι» Ήδη είχε κερδίσει έναν πόντο όταν την συνέκρινε με τις άλλες, αλλά αντίδραση καμιά. Παρέμενε ψυχρή και απροσπέλαστη. Από μέσα της το οχυρό ήδη είχε αρχίσει να ραγίζει. Ήθελε κι άλλα παρακάλια κι άλλες παραδοχές της υπεροχής της Ο ψηλέας πιασμένος πραγματικά στη φάκα της συνέχισε ικετευτικά «Μωρό μου, σαν το δικό σου έρωτα πουθενά δεν έχω συναντήσει. Είσαι μια φλόγα που μου άναψες κι αυτή δε σβήνει με υποκατάστατα. Αν δεν έρθεις σπίτι δεν ξέρω τι θα κάνω» Τότε εκείνη λίγο του ανοίχτηκε «Κανονικά έπρεπε να σε σβήσω μια κι έξω. Αλλά δεν το κάνω. Σήμερα θα το σκεφτώ κι αύριο θα σου τηλεφωνήσω. Κι εγώ νόμιζα ότι ταίριαζαν τα σώματα μας, αλλά εσύ ξοδεύεσαι στην όποια κι όποια. Κάνε σήμερα ένα καλό σαπούνισμα να φύγουν οι βρώμικες μυρωδιές από πάνω σου» Δεν του έκανε τη χάρη να το πει. Αύριο το πρωί θα πήγαινε στο σπίτι του, αλλά ας τον να καβουρντίζεται λίγο ακόμα. Την προδοσία θα την πληρώσει στο κρεβάτι. 27) Είκοσι μέρες στη Σίφνο Ο αδελφός της δεν ήταν και το πρώτο αστέρι, ως μαθητής, αλλά με το σπρώξιμο της μαμάς που του είχε αδυναμία και την εντατική προετοιμασία στο φροντιστήριο είχαν τελικώς τα αποτελέσματά τους. Είχε γράψει αρκετά καλά και η προσδοκία των γονέων να γίνει πολιτικός μηχανικός στο πλευρό του πατέρα του μάλλον έμπαινε στο δρόμο της. Τότε μόνο ο πατέρας χαρούμενος τους ανακοίνωσε το σχέδιό του. Οικογενειακές διακοπές θα έκαναν στη Σίφνο. Στο Μακρύ Γιαλό έκλεισε ξενοδοχείο δίπλα στην ακρογιαλιά. Μάλλον η ιδέα άρεσε σ’ όλους. Άλλωστε ήταν μόνο για είκοσι μέρες και μετά θα μπορούσαν να διαλέξουν τη συνέχεια μόνοι τους. Το πλοίο τους άφησε στις Καμάρες και μ’ ένα ταξί πήγαν στο ξενοδοχείο. Την άλλη μέρα η Ελπίδα με τον τρόπο που μόνη της έμαθε έκανε την εμφάνισή της στη πλαζ. Το ύφος, η σιγουριά και τα φυσικά προσόντα της δε μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητα. Ο αδελφός στο δικό του κυνηγητό, ο μπαμπάς να νομίζει ότι η κόρη του είναι ακόμα το μωράκι του και μόνο η παρατηρητική μαμά ανήσυχη έβλεπε την κόρη να επιδεικνύει τα κάλλη της σαν αστέρι του σινεμά. Μόνο που τους φόβους της τους κράτησε μόνο για τον εαυτό της, ξέροντας πόσο ξεροκέφαλη κι αποφασιστική κόρη είχε. Η αλήθεια να λέγεται. Στις μαθητικές της υποχρεώσεις ήταν εντάξει και με το παραπάνω. Από όλες τις μπάντες άκουε εγκωμιαστικά σχόλια για την απόδοσή της κι αυτό δεν μπορούσε να το αγνοήσει. Υποπτευόταν ότι θα έχει ερωτικές εμπειρίες. Τα σωματικά της αδιαμφισβήτητα προσόντα, και η ροπή της στο ρομαντισμό θα είχαν ήδη βρει τη διέξοδο τους δίπλα σε κάποιον νέο, αλλά και να την ρωτήσει στα ίσα, από τη σφίγγα δεν πρόκειται να πάρει κουβέντα. Αντίθετα θα την κάνει πιο απόμακρη και επιφυλακτική. Η μόνη πυροσβεστική παρέμβαση που της επιτρεπόταν ήταν να της εφιστά την προσοχή στους κινδύνους αρρώστιας και τα προφυλακτικά μέτρα που οφείλει στον εαυτό της. Κι αυτό είχε συμβεί ήδη μερικές φορές. Δεν άργησε να κάνει τις πρώτες γνωριμίες. Αυτή τη φορά και διεθνοποιημένες, Ένας όμορφος ξανθομπάμπουρας από το Ρότερνταμ την πλησίασε της και της άνοιξε κουβέντα. Ευτυχώς τα αγγλικά της ήταν προχωρημένα και δεν υπήρξε καμιά δυσκολία για πιο αναλυτική συζήτηση. Μια από τις πρώτες ερωτήσεις του ήταν πόσο χρονών είναι. Είχε προηγηθεί αυτός λέγοντας ότι είναι εικοσιπεντάρης. Με άνεση του είπε 17 προσθέτοντας ότι από καιρό θεωρεί τον εαυτό της ώριμο για να ζήσει τα πάντα όλα. Μπήκαν μαζί στη θάλασσα και παίξανε τα συνήθη παιχνιδάκια. Κατάβρεγμα, αγκαλιάσματα, πατητές, υποβρύχια συμπλέγματα. Η σωματική επαφή ήταν αναπόφευκτη. Η μικρή δεν ήθελε και πολύ για να ανάψει, ιδιαίτερα όταν με τα ίδια της τα μάτια είδε τη διέγερσή του στο μαγιό και το εμφανές φούσκωμα του. Έπνιξε προς το παρόν την ενστικτώδη επιθυμία να απλώσει το χέρι της, αλλά για πρώτη μέρα κρατήθηκε. «Έχουμε χρόνο να το δοκιμάσω. Μην τον φοβίσω από την αρχή. Για να δούμε τι πράμα είναι κι Ολλανδοί» Την επόμενη μέρα είδε ότι ο Όλαφ είχε μηχανάκι νοικιασμένο για όλες τις μέρες που θα έμενε στο νησί. Αυτή του το πρότεινε. «Τι λες θα με πας μια βόλτα το απόγευμα να δω και τα γύρω μέρη;» «Μετά χαράς» της απάντησε. Έτσι κι έγινε Προς το δειλινό άκουσε το μαρσάρισμα της μηχανής του και βγήκε σε χρόνο μηδέν έξω. Καβάλησε άνετα και κάθισε στο πίσω κάθισμα. Κόλλησε το σώμα της πάνω του και τα δυο χέρια τα τύλιξε γύρω απ’ την κοιλιά του. «Φύγαμε!» Ο κερατάς έτρεχε σαν τρελός σε δρόμους που δεν ήταν κατάλληλοι για τέτοιες ταχύτητες. Φοβήθηκε πραγματικά ότι θα γκρεμοτσακιστούν από στιγμή σε στιγμή, αλλά η ιδιοσυγκρασία της ήταν τέτοια που μαζί με το φόβο ήρθε και η ερωτική διέγερση, ώριμη να παραδοθεί στα πάθη της με την πρώτη κίνηση. Μέσα από ένα ερημικό στενό μονοπάτι φτάσανε σε μια κορυφή απ’ όπου η πλαζ, το ξενοδοχείο, οι ταβέρνες και τα καφενεία ήταν χαμηλά μπροστά τους, τοπίο όμορφο σερβιρισμένο στο πιάτο. Οι άνθρωποι, μικρές αχνές κινούμενες φιγούρες, που δεν αναγνώριζες κανέναν. Ίσως κάποια από αυτές τις φιγούρες να ήταν ο πατέρας της, ή η μάνα της. Τι διεγερτικό θα ήταν να έχουν ισχυρούς φακούς για να την έβλεπαν κυρίως αυτά που σχεδιάζει να κάνει. Ο Όλαφ δεν ήταν και κανένας κούκλος, που η εμφάνιση του θα την εξιτάριζε. Αυτό το ξασπρισμένο ξανθό δεν της ταίριαζε, αλλά υπήρχαν κι άλλα κίνητρα για να θέλει να τον δοκιμάσει. Πρώτη φορά θα έκανε έρωτα με ξένο. Να δοκιμάσει και μια άλλη ράτσα βρε αδελφέ μου, Ήταν ακόμα ο πρώτος της ξανθός. Το παιχνίδι άρχισε με λίγο σπρώξιμο εκ μέρους της και η κατάσταση κυλούσε σε μέτρια επίπεδα. Πού είναι το πάθος και η επιθετικότητα που ένιωθε με τον Σίφη; Απόσταση μεγάλη. Όταν ήρθε η στιγμή να μπει μέσα της έκανε την αναγκαία στάση να φορέσει προφυλακτικό, κάτι που την προβλημάτισε για τη δική της μέχρι τώρα απερισκεψία και έλλειψη προσοχής. Όχι από δω και πέρα θα φροντίζει αυτό να γίνεται ανελλιπώς. Το γεγονός ότι, παρά τη φιλότιμη προσπάθεια του Όλαφ να την φέρει στο Αμήν δεν το πλησίασε καθόλου. Από λύπη και μόνο έκανε το θέατρο της «Yes …yes, my darling..» Σαχλαμάρες! Ούτε πλησίασε. Με τον κύριο, πρώτη και τελευταία φορά. Δεν θα του το πει κατάμουτρα του κακομοίρη. Λίγο τον λυπάται. Θα το καταλάβει μόνος του. Σύντομα γύρισαν πίσω .Αχ, μωρέ το ντόπιο είναι και πιο νόστιμο. Οι τρεις επόμενες μέρες κύλησαν άκαρπες παρά την αγωνιώδη αναζήτηση ερωτικού συντρόφου. Λες και κάποια κακιά μοίρα την καταράστηκε Είχε τέτοια μούτρα που έγινε κι αφόρητη και στους δικούς της. Ήθελε να γυρίσει πίσω στην Αθήνα, αλλά μόνη της δεν γινόταν. Πήρε τηλέφωνα. Αρχικά στο Σίφη, που της απάντησε πως είναι στο χωριό του και κάνει παρέα με τον Μανώλη. «Σε αγαπάει, ρε τσογλάνι! Μην φοβάσαι. Είμαι τάφος για τα μεταξύ μας. Άλλωστε δεν με συμφέρει. Συνεχίζω να σε γουστάρω και θα ήθελα να σ’ έχω τώρα εδώ να κάνουμε καλό παιχνίδι, μέχρι τελικής πτώσεως» «Και εγώ γουστάρω. Έλα εδώ και θα σε αποζημιώσω. Είναι στη Σίφνο και θα κάτσω ακόμα δέκα ημέρες» «Δεν μπορώ μωρό μου. Έχω υποχρεώσεις με τους δικούς μου και δε γίνεται να φύγω στις επόμενες είκοσι μέρες. Τότε λοιπόν θα συναντηθούμε στην Αθήνα. «Εσύ χάνεις! Μην πεις στον Μανώλη ότι σε πήρα τηλέφωνο. Με πήρε πολλές φορές και δεν το σήκωσα. Μάλλον μέσα μου αυτή η σχέση τέλειωσε. Μην νιώθεις ενοχές! Δε φταις εσύ. Εγώ είμαι το στραβόξυλο!» 28) Μαθήτρια Λυκείου Νέο κτήριο, νέοι αρκετοί συμμαθητές, νέοι καθηγητές. Στοιχεία που ζωντάνεψαν το ενδιαφέρον της για το σχολείο με το επιπλέον ενδιαφέρον ότι ο Χρήστος είχε τελειώσει το Λύκειο και ήταν πλέον φοιτητής του Πανεπιστημίου Πάτρας. Πολιτικός Μηχανικός με τους πανηγυρισμούς των γονέων της. Ο ένας στόχος ολοκληρώθηκε. «Άντε και στα δικά σου Ελπίδα μου!» Στραβομουτσούνιασε, χωρίς να πει κουβέντα, γιατί δεν ανεχόταν καμιά επέμβαση στα προσωπικά της. Έπρεπε να δώσει μάχη για να την αναγνωρίσουν, να παραδεχθούν την υπεροχή της. Ο προσωπικός αρρωστημένος εγωισμός δεν την άφηνε στιγμή ήσυχη. Να κάτσει σε μια άκρη και να χαρεί μόνη της την ικανότητα να μαθαίνει, να αφομοιώνει τη γνώση και να γράφει προσωπικά αξιοπρόσεκτα κείμενα. Δεν ήταν του χαρακτήρα της. Ενώ πια τα θετικά μαθήματα άρχισε να τα αντιπαθεί ή ακόμα και να τη δυσκολεύουν δεν τα παράτησε καθόλου κι έδινε και κει μάχη να είναι εντάξει στις υποχρεώσεις της. Εντάξει, το θεωρητικό κύκλο θα ακολουθήσει αυτά δεν της ταιριάζουν, αλλά να την πιάσει αδιάβαστη ο καθηγητής θα ήταν καίριο πλήγμα στον εγωισμό της Μέσα στο πρώτο τρίμηνο οι ισορροπίες αποκαταστάθηκαν. Καθηγητές και συμμαθητές κατάλαβαν με ποια έχουν να κάνουν. Κι αυτό την ηρέμησε αρκετά και της άφησε χρόνο να ασχοληθεί και με τις άλλες κρυφές προτιμήσεις της. Μέσα στους τελευταίους μήνες, με τα φυσικά της προσόντα, το όμορφο πρόσωπο και το καλοσχηματισμένο σώμα την είχαν κάνει αξιοπρόσεχτη στο οποιοδήποτε αντρικό μάτι. Πρόσθεσε ακόμα την προσωπική φροντίδα στο πρόσωπο, το χτένισμα, τα αξεσουάρ και το μοντέρνο ντύσιμο, ήταν ένα γκομενάκι πρώτης διαλογής και το ήξερε κιόλας. Έβλεπε με ικανοποίηση την πείνα των αντρικών βλεμμάτων. Για αυτήν η επιθυμία να την κατακτήσουν ήταν η τροφή του άλογου εγωισμού της, ήταν η κύρια αιτία για τη συνέχιση της συλλογής που είχε αρχίσει να συγκεντρώνει. Τώρα ήξερε. Πρέπει να είναι πιο εκλεκτική, δήθεν πιο δύσκολή, αλλά όχι και μόνη. Η αναζήτηση νέας περιπέτειας μπήκε στην ημερήσια διάταξη. Στην τάξη της τίποτα που να αξίζει τον κόπο, αλλά στις μεγαλύτερες τάξεις πολλές αξιοπρόσεκτες περιπτώσεις. Ήδη κάποιες προσεγγίσεις υπήρξαν, κάποιοι έκαναν δειλά βήματα, αλλά μέχρις εκεί. Κανονικά θα έπρεπε να την πιάσει το παράπονο, αλλά ήξερε πλέον. Τα αγοράκια είναι φοβισμένα πλάσματα. Θέλουν και λίγο σπρώξιμο για να πάρουν μπρός κι αυτό θα γινόταν απ’ την ίδια. Ανασφαλή κι αναποφάσιστα. Όμως απαιτούσε και εχεμύθεια. Δεν θα ήθελε το όνομα της να μπει με άσχημο τρόπο στο στόμα του οποιουδήποτε. Το καλύτερο θα ήταν να βρει τον άνθρωπο της εκτός του κύκλου του σχολείου κι όχι κάποιο παιδαρέλι. Να ξέρει, να την ανεβάζει, να την κατακτά. Εφεδρεία είχε τον Σίφη. Με αυτόν τα πράγματα ήταν καθαρά. Ούτε αγάπες, ούτε δεσμεύσεις. Μόνο σαρκική σχέση και ικανοποίηση. Καλός και επαρκής, αλλά ήθελε ποικιλία, ρε γαμότο! Να γνωρίσει, να μάθει και πού ξέρεις; Μπορεί και να της εμπνεύσει και δυνατά αισθήματα. Αν κάτι θα τη γέμισε θα ήθελε ο εν λόγω κύριος να κυριαρχεί στη σκέψη της. Να την απασχολεί όλο το εικοσιτετράωρο. Θα γούσταρε να είναι και λίγο δυνάστης, απαιτητικός, να αρπάζει το στόχο του και να τον καταβροχθίζει! « Χριστέ μου ανώμαλη είμαι λίγο…..» Ένα Σάββατο μεσημέρι πήρε τον ηλεκτρικό από την Ομόνοια. Είχε κατέβει για ψώνια και ανέβαινε στο Μαρούσι, που είχε ραντεβού με φίλες να πάνε σινεμά. Το βαγόνι ήταν φίσκα. Επειδή βιαζόταν στριμώχτηκε κι αυτή μέσα. Δεν πέρασε ένα λεφτό κι αισθάνθηκε ένα χέρι να την χαϊδεύει από πίσω. Δυσανασχέτησε και προσπάθησε να προχωρήσει πιο πέρα. Αυτός όμως επίμονος την ακολούθησε και δεν έχασε την προνομιακή θέση της άμεσης επαφής. Γύρισε περίεργη να δει ποιος είναι και να του κάνει αυστηρή παρατήρηση. Είδε ένα άγνωστο πρόσωπο με δυο καυτά μάτια να την εξετάζουν με ένταση υπνωτιστική. Αισθάνθηκε τον αντρισμό του μέσα απ’ το παντελόνι να τρίβεται στα κωλομέρια της. Έτοιμη να τον στείλει στο διάολο πήγε να τον σπρώξει μακριά της. Εκείνος πρόλαβε και χούφτωσε το χέρι της κι άρχισε να το τρίβει στον αντρισμό του. Σε μηδενικό χρόνο άναψε. Δεν χρειαζόταν να την καθοδηγεί. Το χέρι της έκανε μόνο του την υπόλοιπη δουλειά. Άκουσε από πίσω τον έντονο αναστεναγμό, αλλά δε γύρισε να κοιτάξει. Κάθισε σε μια θέση που ευκαιριακά άδειασε δίπλα της κι έκανε την ανήξερη. Ποτέ δεν έμαθε τι έκανε ο άλλος. Ίσως, όταν τον πήραν τα ζουμιά κατέβηκε στην επόμενη στάση. Η ίδια διατηρώντας μέσα της ακέραια την αναστάτωση, όταν έφτασε στο σταθμό, πετάχτηκε με ευλυγισία έξω και τρέχοντας συνεχώς χωρίς ανάσα έφτασε στο σημείο του ραντεβού. Και να υπήρχε περίπτωση κάποιος να την ακολουθήσει δεν θα την προλάβαινε. Από μέσα της είχε πάρει την απόφαση της. «Δεν είναι ώρα για σινεμά τώρα». Λέγοντας μια ψεύτικη δικαιολογία αποδεσμεύτηκε από τις άλλες. «Δεν νιώθω καλά κορίτσια. Θα πάω σπίτι» Μόλις απομακρύνθηκε λίγο τηλεφώνησε στον Σίφη. Όταν της απάντησε του είπε «Έρχομαι!» και το έκλεισε πριν ο άλλος προλάβει να πει κουβέντα. Έπρεπε με κάθε θυσία να σβήσει την πυρκαγιά που της άναψε ο άγνωστος αλήτης. 29) Το δίχτυ Με την επιτυχία του αδελφού της στην Πάτρα άνοιξε κι άλλη δυνατότητα επαφής με τον πνευματικό της φίλο Νίκο. Όταν η μάνα πήγε στη Πάτρα να εγκαταστήσει τον μοναχογιό της κόλλησε κι αυτή, δήθεν να βοηθήσει. Στην πραγματικότητα ήθελε να δει από κοντά τον Νίκο και τις αλλαγές που επέφερε ο χρόνος. Τον ειδοποίησε τηλεφωνικά κι ήδη είχαν κανονίσει συνάντηση. Φέτος ο Νίκος τελείωνε το Λύκειο και στο τέλος της χρονιάς θα έδινε Πανελλήνιες. Ερώτημα δεν έμπαινε. Φιλολογία. Όχι γιατί ήταν κι οι γονείς ήταν φιλόλογοι. Περισσότερο γιατί αυτή ήταν από νωρίς η κλίση και η αγάπη του. Όχι Αρχαιολογία, ούτε στο Ιστορικό τμήμα. Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία με ιδιαίτερη στόχευση στην ποίηση. Στη διάρκεια της τουλάχιστον τρίχρονης αλληλογραφίας είχαν ανταλλάξει κείμενα και η Ελπίδα ζήλευε τα ποιήματα που της είχε στείλει. Από μέσα της ίσως θα μπορούσε να παραδεχθεί ότι κάποια ήταν καλύτερα από τα δικά της. Όταν έφτασε στη συμφωνημένη ώρα στο ραντεβού τον παρατήρησε καθώς την περίμενε όρθιος στην πλατεία. Είχε πια πατήσει τα δεκαοκτώ, είχε ψηλώσει, είχε αφήσει τα μαλλιά του μακριά και με μια χωρίστρα στη μέση και δεμένα κότσο πίσω. Περιποιημένος με ντύσιμο ιδιαίτερα προσεγμένο και σικάτο του έδινε έναν αέρα. Τον αγκάλιασε ζεστά και τον φίλησε στα δυο μάγουλα. Πώς γινόταν δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Δεν ξυπνούσε μέσα της καμιά ερωτική επιθυμία. Πάντα καλός φίλος, ευαίσθητος και πολύ μορφωμένος στους τομείς που τον ενδιέφεραν. Τότε και μόνο τότε της σφήνωσε η υποψία «Λες να μην του αρέσουν τελικά οι γυναίκες;» Δε θα τολμούσε ποτέ να τον ρωτήσει γιατί δεν ήθελε να πληγώσει τη φιλία που μεταξύ τους υπήρχε. Κάθισαν στην πλατεία στις καρέκλες ενός από τα καφενεία κι άρχισαν με χαρά και βιασύνη να ανταλλάσσουν τις εντυπώσεις τους από τις αλλαγές του χρόνου. Τα δικά του κομπλιμέντα για την ίδια ήταν πολύ εγκωμιαστικά και την κολάκευσαν. Από μέσα της μια απελπισμένη ευχή κι ένα παράπονο πέρασε απ’ το μυαλό της «Γιατί θεέ μου να μην μπορέσω μέχρι τώρα να συναντήσω έναν άντρα που να συνδυάζει την ευαισθησία και τα ενδιαφέροντα του Νίκου, με την αρρενωπότητα και την ερωτική ικανότητα του Σίφη;» Βεβαίως δε θα τολμούσε να το ξεστομίσει σε κανέναν, μα το γεγονός υπήρχε. Το κορίτσι ήταν απ’ τους ανθρώπους που θεωρούν αυτονόητο δικαίωμα να κατέχουν και τα μονά και τα ζυγά. Αυτό αποτελεί ύβρη και μετά την ύβρη έρχεται η Νέμεση. Είπανε πολλά. Το μόνο θέμα που δεν άγγιξαν ήταν τα αισθηματικά. Η Ελπίδα αυτά τα κράταγε μόνο για τον εαυτό της και ο Νίκος δεν είχε κάνει ποτέ, έστω και την αδιόρατη νύξη. Θα είχε προφανώς τους λόγους του. Αν δεν θεωρούσε πολύτιμη τη φιλία του θα του έκανε ένα χοντρό μπάσιμο μόνο και μόνο να σταθμίσει τις αντιδράσεις του. Αλλά δεν την έπαιρνε. Εκείνη τη στιγμή μια σκιά αισθάνθηκε πίσω της. Πριν ακόμα προλάβει να γυρίσει το κεφάλι να δει τι είναι άκουσε τη γεμάτη φωνή πίσω της να λέει «Γεια σου Νίκο! Τι έγινε ρε φίλε χαθήκαμε» Χωρίς να είναι κιόλας σίγουρη ανίχνευσε μια μικρή δυσανασχέτηση στο πρόσωπο του Νίκου «Γεια σου Αλέκο» Μετακινήθηκε μπροστά και τον είδε ολόκληρο μπροστά της «Δε θα με συστήσεις στην όμορφη συντροφιά σου;» «Είναι η παλαιά μου φίλη Ελπίδα. Ήρθε στη Πάτρα γιατί ο αδελφός της πέρασε στους πολιτικούς μηχανικούς» «Τι λες; Χαίρομαι. Η Ελπίδα θα δώσει φέτος μαζί σου;» Της άρεσε που την έκανε δυο χρόνια μεγαλύτερη. Αυτήν την εντύπωση λοιπόν δίνει; Ωραία!. Ο Αλέκος ήταν εκ πρώτης όψεως επιβλητικός κι ενδιαφέρων. Επενέβη η ίδια να φέρει την ισορροπία «Για σένα Αλέκο δεν έμαθα τίποτα. Πες τα μας εσύ» Τη διέκοψε ο Νίκος. «Είναι από εδώ. Φοιτά στο Φυσικό Πάτρας και έχουμε γνωριστεί το φεγγάρι που ήμουν στους προσκόπους. Ήταν ο ομαδάρχης μου» Του πρόσφερε το χέρι της κι αυτός δεν έχασε χρόνο. Το έσφιξε δυνατά και της είπε «Θα είναι χαρά μου αν μου δοθεί η ευκαιρία να σε ξαναδώ εδώ ή και στην Αθήνα. Δεν ξέρω πως αλλά έχω την αίσθηση ότι θα βρεθούμε πάλι» Επενέβη ο Νίκος «Μην πιέζεις το κορίτσι, ρε Αλέκο. Ακόμα δεν πρόλαβες να το γνωρίσεις κι άρχισες το παιχνίδι σου;» «Δε με ενοχλεί αυτό Νίκο. Θα ήταν χαρά μου να σε ξαναδώ Αλέκο. Ο αδελφός μου μπήκε πολιτικός μηχανικός και ήρθα με τη μάνα μου να τον τακτοποιήσουμε» Του έριξε κι ένα από υποσχόμενα γνωστά πλέον βλέμματα. Της έμεινε η φάτσα του Αλέκου. Δυο τρεις κουβέντες είχαν μόνο ανταλλάξει, αλλά κάτι απροσδιόριστο της χτυπούσε την ευαίσθητη της χορδή. Απόπνεε ένα διάχυτο ερωτισμό και αυτό το γούσταρε. Παρά τις έμμεσες ερωτήσεις που έκανε στο φίλο της Νίκο δεν του έβγαλε καμιά είδηση. Μόνο το επώνυμό του. Αλεξίου. Αλέκος Αλεξίου. Όμορφα ακούγεται. Είχε την εντύπωση ότι τον ενοχλούσε όλη η συζήτηση γύρω απ’ τον Αλέκο για λόγους που δε μπορούσε να υποπτευθεί. Το άφησε να περάσει μην γίνει καμιά παρεξήγηση. Θα έβρισκε μόνη την άκρη. 30) Η νέα περιπέτεια Έκανε μια σειρά τηλεφωνήματα στις εταιρίες που παρέχουν πληροφορίες: Αλέξανδρος Αλεξίου, πόλη Πάτρα. Αλεξίου πολλοί, Αλέξανδρος κανένας. Εύκολα ερμηνευόμενο ζήτημα. Κάθεται στο πατρικό του και το σταθερό θα είναι στο όνομα του πατέρα ή της μάνας. Τα κατέγραψε όλα. Θα τους τηλεφωνεί και θα ζητάει τον Αλέκο. Πριν το κάνει όμως, της ήρθε μια άλλη ιδέα. Πήρε πάλι τις εταιρίες και ενδιαφερόταν για κινητό στο ίδιο όνομα. Η δεύτερη εταιρεία της είπε ένα νούμερο στο όνομα Αλέξανδρος Αλεξίου. Δεν έχασε καθόλου χρόνο. Πήρε τον αριθμό και από την άλλη πλευρά ακούστηκε το γνωστό «Ποιος είναι;» «Έχουμε έναν κοινό φίλο. Τον Νίκο, που οι γονείς του είναι φιλόλογοι» Μια μικρή σιωπή από την άλλη άκρη κι αμέσως ένα χαρούμενο αναφωνητό «Εσύ είσαι Ελπίδα;» «Ναι εγώ είμαι!» «Έλα βρε κορίτσι! Έψαξα να σε βρω, αλλά ο Νίκος σε θέλει μόνο για τον εαυτό του» «Με τον Νίκο είμαστε μόνο φίλοι..» «Το ξέρω. Άλλο είναι που με τρώει. Θέλω να σε δω!» «Αυτή την περίοδο δεν μπορώ, γιατί οι υποχρεώσεις εδώ είναι πολλές» «Μπορώ να έρθω εγώ στην Αθήνα» «Σάββατο απόγευμα ή Κυριακή πρωί» «Έγινε. Αυτό το Σάββατο που μας έρχεται περίμενε τηλεφώνημά μου» Πράγματι, νωρίς το μεσημέρι Σάββατο χτύπησε το κινητό της. Το άνοιξε «Έλα! Πού βρίσκεσαι;» «Σπίτι» «Πες ένα γνωστό μέρος και θα έρθω να σε πάρω. Έχω αυτοκίνητο» «Σε μια ώρα στην Ομόνοια, διασταύρωση με την Γ. Σεπτεμβρίου» «Έγινε» Ήταν στην ώρα της. Σε λίγο ένα σπορ αυτοκίνητο έκανε δίπλα της στάση κι ο Αλέκος της άνοιξε την πόρτα «Γεια σου κορίτσι, μπες!» Όταν ταχτοποιήθηκε ο Αλέκος της έκανε το χρήσιμο κομπλιμέντο «Τι ομορφιές είναι αυτές! Πες μου τι γουστάρεις κι έγινε» Άνοιξε η όρεξή της. Πρώτη της φορά το αγόρι της την πήγαινε με αυτοκίνητο. «Το κορίτσι θέλει θάλασσα…» «Κι εγώ χατίρι δεν του χάλασα… Φύγαμε!» Την ψυχολόγησε ότι ήταν έτοιμη για όλα κι αυτός έμπειρος και περπατημένος θα της τα πρόσφερε. Ήξερε και μπορούσε. Δεν είχε προηγηθεί η φάση της αρχικής γνωριμίας, η πιο όμορφη-για τους περισσότερους- φάση του φλερτ. Σχεδόν χωρίς λόγια, χωρίς δήθεν αναστολές, του παραδόθηκε ψυχή τε σώματι εκεί μέσα στις άβολες θέσεις του αυτοκινήτου, χωρίς καμιά προφύλαξη. Ούτε το σκέφτηκε καθόλου στη διάρκεια της τελετουργίας. Φώναξε, ούρλιαξε, είπε ερωτικά λόγια, τόλμησε καινούργια πράγματα κι αγνόησε την πιθανή ύπαρξης θεατών, αφού είναι τόσο δύσκολο στην ύπαιθρο να εξασφαλίζεις την ιδιωτικότητα. Εξάντλησαν τα όρια της ανθρώπινης αντοχής, επανέλαβαν, σαν να ήταν η πρώτη φορά, τις ίδιες πράξεις με μια παράξενη λαιμαργία, λες κι από στιγμή σε στιγμή έρχεται το τέλος του κόσμου, το τέλος της ζωής και είναι η τελευταία ευκαιρία. Κουρασμένη και χορτασμένη έσφιξε το πρόσωπό του μέσα στις δυο της χούφτες και φιλώντας τον στα μάτια και ρουφώντας τα χείλη του είπε πλήρως παραδομένη «Σ’ αγαπάω, ρε τσόγλανε! Σε θέλω συνέχεια, συνέχεια και για πάντα. Δεν τη γλυτώνεις από μένα. Θα γίνω ο εφιάλτης σου. Είτε το θέλεις, είτε όχι!» «Μην είσαι χαζό. Χάνω εγώ αυτό το τεφαρίκι που μου έτυχε; Μπορώ να ξεχάσω αυτό το λαχταριστό κορμί που μου δόθηκε τόσο όμορφα; Άκου, τώρα πείνασα. Πάμε να τσιμπήσουμε κάτι και μετά βλέπουμε….» 31) Επιτέλους αγάπη, αλλά….. Σε όλες τις σχέσεις που μέχρι τώρα είχε, αυτή ήταν που καθόριζε τις εξελίξεις. Αυτή ήταν που είχε το πάνω χέρι, που όριζε το εύρος και το περιεχόμενο της σχέσης. Τώρα για πρώτη φορά ήταν διατιθεμένη για έναν διαφορετικό ρόλο. Τον αγάπαγε μωρέ! Πώς αυτό έγινε δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Απλώς ήταν μια διαπίστωση που έκανε ανιχνεύοντας τα αισθήματά της. Για πρώτη φορά θα έδινε την πρωτοκαθεδρία στον Αλέκο. Δεν άντεξε πολύ μακριά του. Πήγε στην Πάτρα. Η δικαιολογία που είπε στους δικούς της ήταν πως νοστάλγησε το Χρήστο. Στον πατέρα δεν φάνηκε παράξενο. Αδέλφια είναι μωρέ, πρώτη φορά χώρισαν «Να πας κορίτσι μου!» Στη μάνα δεν καλακούστηκε η επιθυμία γιατί ήξερε ότι η κόρη τους δεν έλιωνε κιόλας για τον αδελφό της. Τον δισταγμό της όμως δεν τον εξωτερίκευσε. «Αφού το θέλεις, πήγαινε το Σαββατοκύριακο» Τηλεφώνησε στον Αλέκο και τον ενημέρωσε. Η φωνή του ακούστηκε λίγο συγκρατημένη, αλλά από την χαρά και την αδημονία της δεν το πρόσεξε. « Όταν φτάσεις πάρε με τηλέφωνο» της είπε. Ούτε στον αδελφό της άρεσε αυτό το ταξίδι. Πρώτον γιατί χαλούσε τη βολή του, γιατί είχε κι αυτός τα δικά του και δεύτερον ήξερε με τι στραβόξυλο είχε να κάνει. Σ’ αυτόν η δικαιολογία της ήταν ότι ήθελε να δει τον πνευματικό της φίλο, τον Χρήστο. Πλησιάζοντας την Πάτρα αυτόν πήρε τηλέφωνο «Φτάνω σ’ ένα τέταρτο. Πέρασε από το σταθμό των λεωφορείων να με πάρεις» Τότε τρώει στη μάπα το πρώτο σκαμπίλι «Σήμερα μου είναι αδύνατον να σε δω. Έχω υποχρεώσεις, που είναι αδύνατο να αναβάλω» «Μα για σένα ήρθα» «Εντάξει πάρε με αύριο το μεσημέρι τηλέφωνο» Το μυαλό της σταμάτησε. Συνηθισμένη να γίνεται αυτόματα το δικό της έμεινε άφωνη, ενώ η τηλεφωνική σύνδεση έκλεισε. Δεν το πίστευε. Και τώρα τι κάνω; Πήρε τον αδελφό της τηλέφωνο. «Ήρθα. Μην ανησυχείς. Θα πάρω ένα ταξί και θα έρθω στο σπίτι. Περίμενέ με» Μέσα στο ταξί σιωπηλά έβραζε. Σκεφτόταν ότι παλαιότερα θα τον έστελνε αυτόματα στο διάολο. Εδώ, γιατί κάθισε σαν κότα αμίλητη; Τον αγαπάει γαμότο! Τον έχει ανάγκη. Θέλει να ζήσει πάλι μαζί του τις μαγικές στιγμές που έζησε στη θάλασσα πριν δέκα μέρες. Έσερνε ένα πληγωμένο εγωισμό και ντρεπόταν πολύ γι αυτό. Στον αδελφό της προσπάθησε να μην δείξει τη θλίψη της. Φόρεσε μια μάσκα ψεύτικης ευθυμίας. Όταν ο Χρήστος την ρώτησε πότε θα δει το φίλο της το Νίκο του απάντησε «Αύριο. Σήμερα είμαι κουρασμένη» Δεν την πίεσε καθόλου. Απλώς της είπε ότι το βράδυ με φίλους θα πάει σινεμά. «Αν θέλεις μπορείς να έρθεις» «Θα δούμε» Αν δεν έβγαινε βέβαια θα έσκαγε. Έτσι μετά λίγη «ξεκούραση» στο κρεβάτι του δήλωσε «Θα έρθω κι εγώ!» Το ραντεβού ήταν έξω από τον κινηματογράφο. Ένα αγόρι και δυο κορίτσια. Έβγαζε μάτια ότι η μια κοπέλα ήταν το κορίτσι του αδελφού της, αλλά η ίδια είχε πολύ μεγαλύτερα προβλήματα για να ανιχνεύσει και να ψάξει το θέμα. Συστήθηκαν και η Ελπίδα ήταν συγκρατημένη αλλά ευγενική απέναντί τους. Ο αδελφός της δεν τόλμησε να πει κάτι κι αυτή δεν ρώτησε. Με μεγάλη προσπάθεια μπόρεσε να παρακολουθήσει την ταινία. Ασυνήθιστη να την αγνοούν έχασε το μπούσουλα με τη συμπεριφορά του Αλέκου. Έτσι οι αντιδράσεις της δεν είχαν την απαραίτητη νηφαλιότητα, την ψυχρή λογική, που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Μετά το σινεμά είπαν να τσιμπήσουν και να πιουν ένα ποτό. Μπήκαν σε κάποιο γνωστό τους Μπαρ. Η Ελπίδα μπήκε τελευταία μέσα και το μάτι της έπεσε ακαριαία στο απέναντι τραπέζι. Ο Αλέκος να χαριεντίζεται με κάποια ξανθιά σε μια μεγαλύτερη παρέα. Έκανε απότομη μεταβολή και βγήκε έξω. Σε λίγο βγήκε κι αδελφός αναζητώντας την. «Που είσαι καλέ; Τι συμβαίνει;» «Τίποτα Χρήστο. Συγχώρεσε με. Ξαφνικά ένιωσα πολύ κουρασμένη και θα γυρίσω στο σπίτι σου, Μην ανησυχείς! Δώσε του; Χαιρετισμούς στους άλλους Εγώ θα πέσω για ύπνο» Ήξερε τις παραξενιές της αδελφής του και δεν επέμεινε πιο πολύ. Άλλωστε τον βόλευε γιατί η βραδιά θα είχε συνέχεια με τη δικιά του κι η παρουσία της αδελφής ήταν ένας ανασταλτικός παράγοντας «Εντάξει. Κλειδιά έχεις. Αν πεινάσεις έχω πράγματα στο ψυγείο» Σα βρεγμένη γάτα, με τη γεύση της προδοσίας να την πνίγει, έφυγε μόνη της για το σπίτι. Τα δάκρυα της θλίψης, παρά την προσπάθειά της δεν μπόρεσε να τα συγκρατήσει κι ο ταξιτζής ευγενικός της είπε αν μπορεί να τη βοηθήσει σε τίποτα. Χριστέ μου, πώς κατάντησε, να προκαλεί αισθήματα οίκτου στον ανώνυμο άγνωστο. Ποια; Αυτή η ανυπότακτη, η πρωτοπόρα, που νωρίς περπάτησε τα μονοπάτια της ηδονής κι έπαιξε αρκετά με τα αισθήματα των άλλων. Απελπισμένη έπεσε στο κρεβάτι με το γοερό της κλάμα να γεμίζει το χώρο, να ανακλάται στις επιφάνειες κι εκδικητικά να εισχωρεί στ’ αυτιά της και να πολλαπλασιάζει τον πόνο της «Ο πούστης, ο τσόγλανος, ο αλήτης, ο ψευταράς! Είχε πολύ σημαντική δουλειά που δεν μπορούσε να αναβάλει, βλέπεις!. Γιατί; Να δει εκείνη την ξεβαμμένη σκρόφα με την οποία θα σέρνεται τώρα σε κάποιο κρεβάτι.» Ήταν να σκάσει. Αυτή με τόση επιθυμία και προσμονή ξεκίνησε αυτό το ταξίδι, λέγοντας μια σειρά ψέματα στους δικούς της. Αύριο το πρωί θα πάρει το πρώτο λεωφορείο και θα γυρίσει στο σπίτι της. Μα πώς; Γιατί; Την τρώει η περιέργεια να μάθει. Μήπως υπάρχουν πλευρές που δεν ξέρει κι όλα θα ερμηνευτούν με τις εξηγήσεις που θα της δώσει; Τελικά πρέπει να το παραδεχθεί δεν μπορεί να φύγει χωρίς να τον δει. Θα δώσει τόπο στην οργή και θα περιμένει μέχρι αύριο το μεσημέρι. Αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα. Πώς θα τον αντιμετωπίσει; Θα τον χέσει επί τόπου, ή θα κάνει υπομονή. Θα πει ότι τον είδε με την ξανθιά ή θα κάνει το κορόιδο;. Είναι πολύ δύσκολή η κατάσταση. Ας φάει κάτι και έχει καιρό μέχρι αύριο να πάρει τις αποφάσεις. Ένα είναι σίγουρο. Δεν θα λιποτακτήσει χωρίς μάχη. Οι ώρες τις φάνηκαν ατέλειωτες. Ο Χρήστος είχε γυρίσει αργά, αυτή έκανε ότι κοιμάται και το πρωί, που σηκώθηκε να κάνει το μπάνιο της αυτός κοιμόταν βαθειά. Κάποια στιγμή έφυγε από το σπίτι αφήνοντας ένα καθησυχαστικό σημείωμα στον αδελφό της. Δεν άντεξε πολύ. Γύρω στις δώδεκα τον πήρε τηλέφωνο κι αυτός με νυσταγμένη φωνή της είπε «Έλα μόλις ξύπνησα. Που είσαι;» Του έδωσε το στίγμα της κι αυτός είπε σε μια ώρα θα περάσει να την πάρει. Κάθισε στο διπλανό καφενείο να πιει έναν καφέ. Να περάσει η ώρα και να σκεφτεί τι θα κάνει. Τα αισθήματα και οι διαθέσεις της ήταν σε πλήρη τρικυμία. Από τη μια στιγμή στην άλλη άλλαζαν άρδην. Από τάση για σπάσιμο της σχέσης και συσσωρευμένο υβρεολόγιο σε μηδενικό χρόνο έφταναν στα χείλη της λόγια λατρείας και υποταγής στον άνθρωπο που για πρώτη φορά στη ζωή της παραδεχόταν ότι τον χρειάζεται, ότι τον λατρεύει, ότι θέλει να την εξουσιάζει και να την καθοδηγεί. Έτσι ζαλισμένη τον είδε να κάθεται ξαφνικά δίπλα της, χωρίς να τον πάρει καθόλου είδηση προηγουμένως.. Έσκυψε κι ακούμπησε απαλά τα χείλη του στα δικά της και της ψιθύρισε «Γεια σου μωρό μου» Και να ήθελε να τον σκοτώσει, η εισαγωγή του την αφόπλισε. Ήθελε με κάθε θυσία να λιώσει στην αγκαλιά του. Τα άλλα άστα γι αργότερα «Πού άφησες το αυτοκίνητο;» «Το πάρκαρα πιο πίσω» «Πάμε κάπου που να είμαστε μόνοι. Δε γουστάρω να μείνουμε εδώ» «Αυτοκίνητο ή σπίτι» «Διάλεξε εσύ. Αρκεί μαζί σου» Περπάτησαν λίγο και μπήκαν στο διαμέρισμα μιας κοντινής πολυκατοικίας. «Ποιανού είναι αυτό;» «Πολλά ρωτάς. Να μη σε νοιάζει. Δε θα μας ενοχλήσει κανείς» Παρά τις προηγούμενες σκέψεις της, παρά την πίκρα που ένιωσε χθες το βράδυ όταν τον είδε με τα ίδια της τα μάτια να χαμουρεύεται με την ξανθιά αυτή τη στιγμή το μόνο που είχε στο μυαλό της ήταν η ασυγκράτητη επιθυμία να τον ρουφήξει, να εισπράξει και την τελευταία ικμάδα της δύναμής του. Κι αυτό έκανε τις επόμενες ώρες Μόνο όταν επανήλθε στα φυσιολογικά κι η αναπνοή της έγινε κανονική βγήκε η καταπιεσμένη από χθες ζήλεια να αλλάξει το ερωτικό κλίμα, την ατμόσφαιρα της ηδονικής απόλαυσης δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. «Ώστε χθες το βράδυ είχες υποχρεώσεις, που δεν έπαιρναν αναβολή;» Ο άλλος μύρισε την ένταση και είπε συγκρατημένος «Ναι, δεν στο είπα χθες;» «Α, Έτσι! Η συνάντηση με τη σιχαμένη ξανθιά στο μπαρ ήταν ο λόγος που δεν μπορούσες να αναβάλεις με τίποτα» Το ύφος του Αλέκου άλλαξε αστραπιαία. «Άκου μικρή, δε θα σου δίνω αναφορά στο τί κάνω και δεν κάνω. Δεν υπογράψαμε συμφωνητικό αποκλειστικότητας. Εμπρός ντύσου να φύγουμε» Ένιωσε πανικό, αλλά δεν την έπαιρνε να ζητήσει συγνώμη και συγχώρηση. Ήξερε ότι το παιχνίδι το έχασε κι αμίλητη άρχισε να φορά τα ρούχα της. Πίεσε το μυαλό της να γυρίσει το χρόνο πίσω και να βρει μια λύση, αλλά ματαίως. Σχεδόν σπρώχνοντας την κατέβασε κάτω και αυταρχικά της είπε «Που θέλεις να σ’ αφήσω;» Μια τελευταία απόπειρα «Να με πας σπίτι μου στην Αθήνα!» «Δεν έχω τόσο χρόνο στη διάθεσή μου. Θα σε αφήσω στο σταθμό των λεωφορείων» «Δε χρειάζεται τότε. Πάω και μόνη μου» Χωρίς να πει κάτι έκανε μεταβολή κι έφυγε αφήνοντάς την μόνη. Ήξερε ότι η πόρτα αυτής της σχέσης έκλεισε πίσω της ερμητικά. 32) Η αναπάντεχη εξέλιξη Το μόνο που της έμενε είναι να διατηρήσει την αξιοπρέπεια της. Ήταν πολύ νωρίς να συνειδητοποιήσει τις εξελίξεις των δυο-τριών τελευταίων ημερών. Ξεκίνησε από την Αθήνα με τόσες προσδοκίες, με την επιθυμία να νιώσει πάλι την κορύφωση της ηδονής με αυτόν που τον θεωρούσε αυτονόητα αποκλειστικά δικό της άνθρωπο. Τα γεγονότα ήρθαν ραγδαία και την καταπλάκωσαν πριν καν μπορέσει να τα αξιολογήσει και ν’ αντιδράσει σωστικά. Όχι! Ίσως και να ήταν αδύνατο. Οι εξελίξεις ήρθαν σαν κατακλυσμός και κάθισαν στη ψυχή της. Πήρε τηλέφωνο τον αδελφό της λέγοντάς του ότι φεύγει για την Αθήνα, Ο Χρήστος ανησύχησε προφανώς και της ζήτησε να περάσει από το σπίτι του. Όταν αυτή αρνήθηκε έτρεξε στο σταθμό και την πρόλαβε πριν επιβιβαστεί στο πούλμαν. «Τι συμβαίνει γλυκιά μου; Ποιος σε πείραξε; Εξαφανίστηκες από χθες και δεν καταλαβαίνω» Η άλλη σφίγγα δεν είπε τίποτα προσπαθώντας να τον καθησυχάσει. « Δεν συμβαίνει τίποτα. Απλώς ένιωσα λίγο άσχημα, αλλά τώρα μου πέρασε. Θα σου τηλεφωνήσω από την Αθήνα. Μην πεις κάτι στη μαμά και την ανησυχήσουμε χωρίς λόγο» Έτσι χωρίστηκε από το Χρήστο κι αρχίζοντας το ταξίδι της επιστροφής προσπάθησε να κάνει μια ανασκόπηση των ημερών. Είχε μέσα της μια σειρά βεβαιότητες και θεωρούσε αυτονόητο ότι τα σχέδιά της θα εξελίσσονται πάντα όπως αυτή τα έχει προκαθορίσει. Τελικά έπασχε από υπερεκτίμηση των ικανοτήτων της. Εντάξει έχει κάποια προσόντα, αλλά δεν ήταν, αδελφέ μου, και παντοδύναμη. Δεν είναι δυνατόν να ελέγχει τις επιθυμίες και τα λόγια των άλλων. Χρειάζεται μια προσγείωση στην πραγματικότητα. Τι θα πει στη μάνα της που γύρισε νωρίτερα; Ο Νίκος, ο πνευματικός της φίλος στην Πάτρα έφευγε ταξίδι από πριν σχεδιασμένο, και δεν είχε νόημα να κάτσει άλλο. Μπάλωμα, αλλά αληθοφανές. Για τον Αλέκο τσιμουδιά. Λέξη σε κανέναν. Τώρα που τα ξανάφερνε στο μυαλό της είδε πως αυτή έσπρωξε τα πράγματα. Αυτή τον αναζήτησε, αυτή τον προσκάλεσε στην Αθήνα, αυτή του δόθηκε με πλήρη συνείδηση των πράξεών της. Δεν μπορεί να ζητάει ευθύνες από τρίτους. Βέβαια τον ήθελε ακόμα. Δέσμια των επιθυμιών της το σώμα της τον αποζητούσε, αλλά πρέπει να μάθει να πνίγει τις επιθυμίες της. Γιατί διαφορετικά θα την οδηγήσουν να κάνει πράγματα που δεν ευθυγραμμίζονται με την αξιοπρέπεια και τον εγωισμό της. «Συγκρατήσου κορίτσι μου, γιατί θα γίνεις περίγελο στον κύκλο σου. Κάνε κράτει και ανασυγκροτήσου πριν είναι αργά» Με τους δικούς της δεν είχε κανένα πρόβλημα κι όταν κλείστηκε στο δωμάτιό της άρχισε πυρετικά να καταγράφει στο ημερολόγιό της αναλυτικά γεγονότα, σκέψεις κι αποφάσεις. Έχει να τελειώσει το σχολείο, έχει να προετοιμαστεί για τις εξετάσεις της. Ας βάλει για κάποιο διάστημα φραγμό στον ερωτικό της χαρακτήρα, ας πνίξει τις επιθυμίες που νιώθει μέσα της. Κι αν δεν αντέχει την πίεση ξέρει καλά τον τρόπο της αυτοϊκανοποίησης. Έτσι άρχισε η ρουτίνα σχολείο-σπίτι, διάβασμα και ενημέρωση του ημερολογίου. Πολλές φορές της ήρθε ο πειρασμός να πάρει τηλέφωνο στον βολικό Σίφη, αλλά κρατήθηκε. Έστω με το ζόρι. 33) Μπροστά στην έκπληξη Άρχισε να πιστεύει ότι ξεπέρασε την άτυχη περιπέτεια και τώρα πρέπει να προσανατολιστεί μόνο σε ενέργειες για το μέλλον της. Με την επικρατούσα κυρίαρχη αντίληψη ήταν μια νεαρή κοπέλα με το μέλλον όλο μπροστά της. Στη μεγάλη πλειοψηφία αρκετές συνομήλικες της ίσως να μην είχαν ακόμα ερωτική εμπειρία και πόσες αλήθεια θα είναι αυτές που να έχουν την ποικιλία και την ένταση των δικών της εμπειριών; Όμως τι παράξενο! Στη διάθεση της ανίχνευε μια νέα αίσθηση, που δεν είχε νιώσει ποτέ μέχρι τώρα. Λες και μέσα της ένα εργοστάσιο δούλευε δίχως να την ρωτάει. Κάποια στιγμή αυτά πήραν πιο συγκεκριμένη μορφή. Μικρές ζαλάδες, ανακατωσούρες, εντάσεις και εμετούς. Η υποψία σφηνώθηκε στο μυαλό της σαν ένα από τα καρφιά στο σώμα του Χριστού. Μα είναι δυνατόν αυτό να συμβεί σ’ αυτήν; Στο μυαλό της ήρθε η μνήμη της παραθαλάσσιας εμπειρίας στο Σαρωνικό. Εκεί που έσπασαν όλα τα κοντέρ χωρίς επιφυλάξεις κι αναστολές. Εκείνη τη μέρα ούτε μια στιγμή δεν είχε περάσει απ’ το μυαλό της κάτι σχετικό. Πότε έπρεπε να έχει περίοδο; Δεν κρατούσε ημερολόγιο. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι κάτι τέτοιο θα της χρειαζόταν. Σίγουρα πάντως είχε περάσει ένας μήνας. Φοβισμένη έβαλε το οδυνηρό ερώτημα. Λες μωρέ να συνέβη σε μένα; Όχι γαμότο! Δεν είναι δυνατόν. Πήγε στο κοντινό φαρμακείο και πήρε ένα τεστ εγκυμοσύνης. Διάβασε με προσοχή τις οδηγίες και τις ακολούθησε πιστά. Μάλλον την πάτησε. Και τώρα τη κάνουμε; Αναρωτήθηκε χωρίς να ξέρει την απάντηση στο ερώτημα. Νόμιζε ότι ξέρει τα πάντα, αλλά τελικώς αποδεικνύεται ότι είναι πολύ πίσω. Θα τον πάρει τηλέφωνο. Όχι για να του ζητήσει ευθύνες. Απλώς να τον ενημερώσει, αφού είναι κι αυτός μέρος του προβλήματος. Μόνο μετά επανειλημμένες τηλεφωνικές προσπάθειες κάποια στιγμή μίλησε μαζί του. Κι έφαγε στη μάπα όλη τη διάψευση «Κι εμένα τι μου το λες; Δικό σου θέμα είναι. Βρες μόνη σου τη λύση. Αντίο μικρή και να προσέχεις στο μέλλον» Έτσι προσγειώθηκε ανώμαλα στην πραγματικότητα. «Και τώρα τι κάνουμε;» αναρωτήθηκε, επιτέλους για πρώτη φορά φοβισμένη, ένα πρωτόγνωρο γι αυτήν αίσθημα, αφού μέχρι τώρα στη ζωή της, όλα της πήγαιναν πρίμα, όλα ήταν υπό τον έλεγχό της κι αυτή ήταν που καθόριζε τις εξελίξεις Να κρατήσει το παιδί δεν υπήρχε περίπτωση, ούτε ως ένα ενδεχόμενο. Έπρεπε να βιαστεί πριν ο χρόνος δυσκολέψει κι άλλο τα πράγματα. Να λύσει μόνη της το θέμα ήταν αδύνατο. Ούτε ήξερε που ν’ απευθυνθεί και τι ενέργεια να κάνει. Να ζητήσει βοήθεια από τον αδελφό της επίσης δεν το έβλεπε κι αυτό σαν λύση. Ποτέ δεν είχαν μέχρι τώρα ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας και η ευθύνη ήταν κυρίως στη δική της πλευρά. Έτσι ήταν μονόδρομος η λύση, όσο κι αν αυτό της ήταν οδυνηρό. Θα απευθυνθεί στη μάνα της! Με την ουρά στα σκέλια, με τον άλογο εγωισμό της πληγωμένο καίρια το είπε στη μάνα της ζητώντας τη βοήθειά της. Ανένδοτη κι αρνητική ήταν μόνο στο ερώτημα ποιος είναι ο ένοχος. Δεν είχε και κανένα νόημα η αναφορά του, αφού τα αισθήματά της γι αυτόν από λατρεία μέσα στις τελευταίες μέρες είχαν άρδην αλλάξει. Η μάνα της αντέδρασε σαν μια κοινή ελληνίδα μητέρα. Έβαλε τα κλάματα και ζητούσε εξηγήσεις «Γιατί μωρό μου το έκανες αυτό; Ποιος είναι ο αλήτης που σ’ έφερε σ’ αυτήν την κατάσταση. Πες μου να πάω και να τον πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια. Ποιος, ποιος έφερε το κορίτσι μου σ’ αυτή τη θέση;» Την άφησε να ξεσπάσει αμίλητη γιατί καταλάβαινε τον πόνο της. Η κόρη της ήταν το καμάρι της. Από παντού άκουγε επαίνους και καλά λόγια. Πάνω της είχε επενδύσει μεγάλες προσδοκίες και τώρα; «Πρέπει να το πούμε στο μπαμπά σου. Δε μπορώ ν’ αναλάβω μόνη μου αυτή την ευθύνη» Η Ελπίδα αντέδρασε κάθετα « Αν το μάθει ο μπαμπάς εγώ θα σκοτωθώ. Να ξέρεις ότι δεν αστειεύομαι» «Και τι θα κάνουμε;» «Θα πάμε σ’ έναν γιατρό να το ρίξω. Αυτή είναι η μόνη λύση» Η μάνα ανατρίχιασε με τη σκληρή αμεσότητα της κόρης, αλλά από μέσα της ήξερε ότι δε γίνεται και διαφορετικά. Ήταν μια τραυματική εμπειρία για την Ελπίδα. Η μάνα της έδρασε αποτελεσματικά για να προλάβει τα χειρότερα. Με διακριτικό τρόπο, σε φίλο της μαιευτήρα, με προκαθορισμένο ραντεβού, έλυσε το πρόβλημα με το δραστικό τρόπο. Ο πατέρας κι ο αδελφός της δεν πήραν χαμπάρι τίποτα. Οι δυο μέρες που έμεινε στο κρεβάτι ονοματίστηκαν ελαφρό κρυολόγημα και πέρασαν απαρατήρητες από τον πατέρα της, που μη ξέροντας τίποτα της ευχήθηκε ένα απλό «περαστικά». Όμως για την ίδια αυτές οι μέρες γράφτηκαν μέσα της με ανεξίτηλη μελάνη. Έπρεπε να κάνει μια επανεκκίνηση στη ζωή της και σίγουρα μια δραστική ανακατανομή των προτεραιοτήτων της. 34) Νέα αφετηρία Έδωσε όρκο στον εαυτό της. Όχι πλέον νέες επιπόλαιες περιπέτειες. Θα πρέπει να γυρίσει σελίδα οριστικά στη ζωή της. Προς επικύρωση αυτής της υπόσχεσης έκανε κάτι που πριν λίγους μήνες θα αποτελούσε γι αυτή βεβήλωση των όσιων και ιερών όλης της προηγούμενης ζωής της. Μια μέρα που έλειπε η μάνα της, μέσα στην τουαλέτα με υπομονή και προσοχή έκαψε ένα- ένα, όλα τα τετράδια του προσωπικού της ημερολογίου. Στάχτες που τις παρέσυρε ο καταρράκτης του Νιαγάρα. Το επανειλημμένο τράβηγμα στο καζανάκι. Τα μόνα που διασώθηκαν από την πυρά ήταν τα ποιήματα της και τα γράμματα του Νίκου, που αναφέρονταν σε καθαρά φιλολογικά ενδιαφέροντα. Και οι ανάγκες της σάρκας, με δεδομένη την προϊστορία της; Εδώ θα πρέπει να κάνει ένα crash test στη θέλησή της. Θα πιέσει μέσα της όλες αυτές τις επιθυμίες. Ούτε η πρώτη είναι ούτε η τελευταία. Στην ακραία ανάγκη, με ελεγχόμενο ρυθμό, θα λύνει μόνη της την πίεση. Αισθηματική και ερωτική σχέση δεν σχεδιάζει στο εγγύς μέλλον. Θα πάει φροντιστήριο το καλοκαίρι. Όχι πως έχει ιδιαίτερη ανάγκη. Αλλά να γεμίσει το χρόνο της. Ίσως γνωρίσει νέους ενδιαφέροντες ανθρώπους, κάνει νέους φίλους και βρει νέα ενδιαφέροντα. Για νέα αισθηματική περιπέτεια το βλέπει πολύ χλωμό. Αν κάποια στιγμή βρει μια καλή περίπτωση τα κριτήριά της δεν θα είναι κυρίως η ερωτική επιθυμία, αλλά μια μεγάλη γκάμα και σύμπτωση ενδιαφερόντων. Και η ίδια πρέπει να ανοιχτεί σε νέα ενδιαφέροντα. Βιάστηκε να ζήσει έντονα. Αυτό ίσως σε κάποιους να είναι επιθυμητό, αλλά όπως συμπιέζεις τα επεισόδια της ζωής σου και συσσωρεύεις μέσα σου τον πλούτο των εμπειριών, με τον ίδιο- και ίσως χειρότερο τρόπο- συσσωρεύονται και οι πίκρες, οι απογοητεύσεις, τα πισώπλατα χτυπήματα. Αυτά στη ζωή πάνε πακέτο. Δεν υπάρχει μόνο χαρά ή μόνο λύπη. Είναι και τα δυο τυλιγμένα στην ίδια συσκευασία. Η δοσολογία επηρεάζεται απ’ τη δική σου συμπεριφορά. Μόνο αυτή. Επίλογος Τις γενικές θεωρήσεις τις εξάντλησε ή καλύτερα την εξάντλησαν αυτές. Ήρθε η εποχή να εντρυφήσει στις λεπτομέρειες. Την καταγραφή και περιγραφή των μικρών πραγμάτων, των άσημων ανθρώπων, των αμελητέων πράξεων. Εκεί θέλει τώρα να στρέψει την προσοχή της και να αφιερώσει τον υπόλοιπο χρόνο της. Να γονατίσει στη μάνα γη και να την προσκυνήσει, να μυρίσει το χώμα, να χαϊδέψει το χορτάρι και την πέτρα. Να βάλει το χέρι της στο νερό που κυλάει αδιάκοπα στο ρηχό ρυάκι, δίνοντας ζωή στα ορατά κι αόρατα με γυμνό μάτι πλάσματα που βρίσκονται σιμά του. Εκ πρώτης όψεως αυτός ο στόχος ακούγεται προσβάσιμος, ευκολοπέραστος, πιο βατός. Στη πράξη όμως τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Είναι πολύ εύκολο να αγαπάς όλη την απρόσωπη κι απροσδιόριστη ανθρωπότητα. Είναι τόσο ανακουφιστικό να δείχνεις τη συμπαράσταση και την ηθική σου στήριξη σε κάθε ανώνυμο και μακρινό πάσχοντα. Να έχεις ευαισθησίες οικολογικές, να συμπαρατάσσεσαι με τα διάφορα κινήματα καλών προθέσεων, που ξεφυτρώνουν παντού, σαν μανιτάρια. Το δύσκολο είναι να αγαπάς και να αντέχεις το διπλανό σου, αυτόν που η παρουσία του σε ενοχλεί για συγκεκριμένους και διάφορους λόγους, ακόμα και αισθητικούς. Να είσαι εντάξει με την οικογένειά σου, τους συνεργάτες σου στη καθημερινή επαφή με την εργασία σου, την ενδεχόμενη ύπαρξη ατόμου στο στενό οικογενειακό ή φιλικό σου περιβάλλον που έχει αποκλίνουσα συμπεριφορά, μια αρρώστια, μια δυσμορφία κι ό,τι άλλο ανάλογο. Να υπομένεις το μωρό του διπλανού διαμερίσματος, που με το κλάμα του δεν σου επιτρέπει να κλείσεις μάτι. Κάνε, λοιπόν τη μικρή δική σου νησίδα ευτυχίας μέσα στον ορυμαγδό της ανεπάρκειας που κυκλοφορεί ανά τας ρύμας και τας οδούς. Η αντοχή στα συμβαίνοντα απαιτεί βαρύ φορτίο ανέχειας, κατανόησης και υπομονής. Αλίμονο σου αν δεν το διαθέτεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου